Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Το στοίχημα

Το φθινόπωρο του 1899 ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με εξωγήινο πολιτισμό. Εκείνη την εποχή ζούσα σχεδόν φυλακισμένος μέσα στο πατρικό μου, σε ένα κουτό μα ωφέλιμο στοίχημα συμμετέχοντας. Κοιμόμουν χωρίς όνειρα, όταν άκουσα το κουδούνι να χτυπάει ρυθμικά και επίμονα. Μέχρι να σηκωθώ από το κρεβάτι, το κουδούνι βαρούσε ήδη δαιμονισμένα. Μέχρι να φτάσω στην είσοδο του σπιτιού, η πόρτα είχε πια ανοίξει από μόνη της, υποχωρώντας μπρος την επιμονή και το ρυθμό της αιφνίδιας επίσκεψης. Μέχρι να υποδεχτώ την εκπρόσωπο του μακρινού και άγνωστου πλανήτη, η εξωτική της ομορφιά είχε εξατμιστεί. Μονάχα μια πόρτα ανοιχτή και η ηχώ ενός δαίμονα - κουδουνιού είχανε απομείνει να την θυμίζουν αμυδρά. Επέστρεψα στην κουταμάρα του στοιχήματος τα οφέλη του καρτερώντας. Γύρισα πίσω στη σχετικότητα του χωροχρόνου μου, που κάνει όλα τα στοιχήματα χαμένα εκ των προτέρων και όλους τους παίκτες εκ των υστέρων νικητές.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Παλιόπαιδα

Το φθινόπωρο του 1989 ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με εξωγήινο πολιτισμό. Κάποιος μου χτύπησε την πόρτα και αφού τότε πάντα κάποιον περίμενα, έτρεξα για να ανοίξω. Έξω από την τότε πόρτα μου στέκονταν δύο αλλόκοτες και αδιάκριτες υπάρξεις. Φάνηκαν να θέλουν κάτι να μου πουλήσουνε, ενώ με κλεφτές ματιές προσπαθούσαν να κοιτάξουν μέσα στο τότε σπίτι μου. Ο ένας είχε ολόκληρο το σώμα, τα ρούχα και τα παπούτσια του καλυμμένα με εκατοντάδες μικρά ματάκια. Ο άλλος είχε ένα μάτι κι αυτό τεράστιο εκεί που εμείς οι γήινοι έχουμε το στόμα. Σκέφτηκα να τους πω να περάσουν στο σαλόνι μου. Μα είδα από την πλάτη μου την ακαταστασία του σαλονιού και της φιλοξενίας τη βρωμιά και το μετάνιωσα. Κι εκείνοι, λες και διαβάσανε τη σκέψη μου και τη μετάνοια, ανοιγοκλείσανε του μακρινού πλανήτη τους όλα τα βλέφαρα. «Μια άλλη φορά», με ευχαριστήσανε. Μου υποσχέθηκαν πως θα έρθουνε ξανά. Πως κάποτε θα επιστρέψουνε να βάλουνε μια τάξη. Nα καθαρίσουνε τον κόσμο και το σπίτι μου. Έφυγαν χωρίς να κατορθώσουν να μου πουλήσουν και να αγοράσουν τίποτα. Πισωπατώντας στα σκαλιά, αμετανόητοι, κλέβοντας ματιές μέχρι την τελευταία στιγμή. Έκλεισα την πόρτα και επέστρεψα σκεπτικός στην ακαταστασία μου και ντροπιασμένος στη βρωμιά μου. Λίγα λεπτά μετά η πόρτα χτύπησε ξανά. Τι θέλουν πάλι, αναρωτήθηκα. Αν και είχα ανάψει όλα τα φώτα, έφτασα ψηλαφώντας ως την είσοδο. Την πόρτα άνοιξα, μα απ’ έξω δεν ήτανε κανείς. Άκουσα βήματα να φεύγουν βιαστικά. Κάποιο παλιόπαιδο, βιαστικά συμπέρανα.

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Q

ο θερισμός

Είμαι το μεγαλύτερο αστυνομικό δαιμόνιο που έχει περάσει από τον χώρο της λογοτεχνίας. Είναι αναρίθμητα τα εγκλήματα που έχω εξιχνιάσει. Τόσο πολλά που κάποτε κι εγώ ακόμη απορώ. Πότε πρόλαβα; Τα περισσότερα από αυτά τα έχω σχεδόν ξεχάσει. Όταν καμιά φορά με σταματούν άγνωστοι στον δρόμο ή σε καμιά σκοτεινή και ξεχασμένη σελίδα, για να με συγχαρούν για κάποια παλιά μεγάλη επιτυχία, αισθάνομαι εξαιρετικά αμήχανα. Επειδή είμαι ευγενικός άνθρωπος, συνήθως προσποιούμαι πως θυμάμαι. Αφήνω τους άγνωστους να μου σφίξουν το χέρι και να με κοιτάξουν στα μάτια με θαυμασμό. Κι έπειτα ανεβάζω τους γιακάδες μου και φεύγω μακριά τους βιαστικά. Τι να κάνω; Δεν θέλω να περάσω στην ιστορία ως το πιο ξεχασιάρικο αστυνομικό δαιμόνιο της λογοτεχνίας.
Για όλα αυτά, βέβαια, υπεύθυνος δεν είναι παρά ένας και μόνο άνθρωπος. Ο συγγραφέας που με εμπνεύστηκε και με εκμεταλλεύεται τόσα χρόνια. Απογοητευμένος που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει ο ίδιος αστυνομικός επιθεωρητής ή ντετέκτιβ ή κάτι τέτοιο, έφτιαξε εμένα. Με προίκισε με ένα σωρό σπάνιες ικανότητες, δε λέω. Πιο έξυπνος ήρωας από εμένα δεν έχει περάσει από την παγκόσμια αστυνομική λογοτεχνία. Όχι, αχάριστος δεν είμαι. Κι o πιο ακούραστος. Χωρίς πλάκα. Όλου του κόσμου οι αστυνομίες αμφιβάλλω αν κατάφεραν ποτέ τόσο πολλά μυστήρια να διαλευκάνουν. Όσα με έβαλε ο συγγραφέας μου να λύσω. Και με έφτιαξε και γενναίο πολύ. Ατρόμητο. Αν ήταν στον κόσμο τον πραγματικό ένας σαν κι εμένα να τα βάλει με τόσο κακό μαζεμένο, στ’ αλήθεια κακό δεν θα υπήρχε. Τέλειο με έκανε. Λίγο καλύτερη μνήμη δεν μπορούσε να μου δώσει;
Τώρα όμως που οι πιο κακοί κακοί στη φυλακή σαπίζουν κι οι πιο καλοί καλοί κοιμούνται ήσυχοι, ήρθε η ώρα το μυστικό να φανερώσω. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα κατόρθωνα ποτέ να κάνω, αν απέναντι στο δικό μου, το ακαταμάχητο αστυνομικό δαιμόνιο, δεν κρυβόταν η πιο σκοτεινή και πανούργα εγκληματική φυσιογνωμία. Γιατί έτσι είναι φτιαγμένος ο κόσμος των βιβλίων. Αλλά κι ο κόσμος ο πραγματικός δεν είναι, απ’ ό,τι έχω ακούσει, και πολύ διαφορετικός. Γιατί, αν δεν υπήρχε το κακό αντίκρυ στο καλό να το στηρίζει, κόσμοι δεν θα υπήρχαν. Κι ένας γέρος φιλόσοφος που ήρθε με έναν τόμο του βαρύ κάποτε δίπλα σε μια δική μου περιπέτεια να στηριχτεί, έλεγε πως θα ‘ρθει η ώρα που ένα θα γίνει το καλό με το κακό. Και τότε όλοι μας θα γίνουμε θεοί. Και πια, ούτε καλό ούτε κακό δεν θα υπάρχουν.
Για τη μεγάλη αυτή σκοτεινή εγκληματική φυσιογνωμία, για το υπέρτατο κακό, είχα πάντα τις υποψίες μου. Από την πρώτη μου υπόθεση. Από τότε που ο αγαπημένος μου συγγραφέας με εμπιστεύτηκε και με έσπρωξε να κολυμπήσω στα βαθιά νερά. Ήμουν πολύ νέος τότε και άπειρος. Αλλά ήμουν και τολμηρός. Και θρασύς. Και ήξερα από τότε πως τα αντανακλαστικά μου δεν πρόκειται ποτέ να με προδώσουν. Χειρίστηκα το ζήτημα με εξαιρετικό επαγγελματισμό και φαντασία δημιουργική. Κέρδισα τον σεβασμό των ανωτέρων μου αλλά και τον θαυμασμό των αναγνωστών. Έναν θαυμασμό που σύντομα έμελλε να εξελιχτεί σχεδόν σε λατρεία. Γιατί οι αναγνώστες λατρεύουν να βλέπουν τον εαυτό τους σε υπερβολή, κι εγώ αυτό τους πρόσφερα και με το παραπάνω.
Κι όμως από την πρώτη εκείνη υπόθεση –μια συνηθισμένη ιστορία εγκλήματος πάθους– κατάλαβα πως αυτός ο θαυμασμός δεν ήταν και τόσο άδολος. Είδα αναγνώστες να χαμογελάνε πονηρά αρκετές σελίδες πριν φτάσω στη λύση του μυστηρίου. Είδα και άλλους να πηδάν σελίδες, αγχωμένοι σχεδόν, και τη λύση να την επισπεύδουν, αδιαφορώντας φυσικά για τη ναυτία που μου προκαλούσαν με την πράξη τους αυτή. Τους σιχαίνομαι αυτούς τους τύπους. Μα πρόσεξα και άλλους αναγνώστες έντρομους να κλείνουν το βιβλίο στα μισά της ανάλυσης περίπου. Τη στιγμή που όλα τα στοιχεία είχαν λίγο πολύ αποκαλυφθεί και εγώ ήμουν έτοιμος να ξεκινήσω το παζλ να συμπληρώνω. Και τότε εγώ, δαίμονας πραγματικός, άρχισα τα νερά να θολώνω και να συλλαμβάνω τα μικρά ψαράκια, αφήνοντας έτσι τους καρχαρίες να πλησιάσουν πιο κοντά.
Τόσα χρόνια και τόσοι τόμοι πέρασαν κι εγώ συνέχισα, συνεπής στη στρατηγική μου. Γέμισα τα κελιά με φουκαράδες μικροκακοποιούς που απλώς έτυχε να βρίσκονται τη λάθος στιγμή σε λάθος τόπο. Έστειλα στον δήμιο ανήσυχες ψυχές, ευφάνταστες, πρόθυμες να ομολογήσουν τα πιο ειδεχθή εγκλήματα. Έναν έναν, όλους τους φακέλους που οι προϊστάμενοι και ο συγγραφέας μού ανέθεσαν, τους τακτοποίησα έτσι, ώστε όλοι τους να νιώθουν ικανοποιημένοι. Κι όμως, κανένας δεν κατάλαβε –ούτε καν ο εξυπνάκιας ο δημιουργός μου– πως εγώ κάθε φορά που έκλεινα έναν φάκελο, πλησίαζα όλο και περισσότερο το απόλυτο κακό που κρυβόταν από πίσω. Ή έστω που με κοίταζε από απέναντι, άλλοτε πονηρά, άλλοτε αγχωμένα και κάποιες φορές με τρόμο. Γλεντούσα με την ψυχή μου που έπαιζα έτσι με το κακό. Και συνέχιζα να παίζω, εκ του ασφαλούς βέβαια. Όντας χάρτινος, δεν κινδύνευα να πάθω και πολλά. Πάει καιρός που το κακό έκαιγε βιβλία για να ζεσταθεί.
Περάσανε τα χρόνια και οι τόμοι και το παιχνίδι παρακράτησε. Για το κακό δεν ξέρω, μα εγώ ήδη από καιρό το έχω βαρεθεί. Λίγο που οι ικανότητές μου άρχισαν να αμβλύνονται, λίγο που η ελαφράδα της μνήμης μου κοντεύει να με καταντήσει γραφικό. Αρκετά! Δεν παίζω άλλο. Άλλωστε τα τελευταία στοιχεία που μου έλειπαν για να στριμώξω το σκοτεινό και πονηρό αυτό μυαλό, τα μάζεψα κι αυτά. Μου τα έδωσε μονάχο του. Γέρασε κι αυτό μαζί μ’ εμένα, κι ας είμαι χάρτινος εγώ και χωματένιο εκείνο. Στο τέλος το έκανε το σφάλμα το μοιραίο. Προδόθηκε. Ξεχάστηκε ένα βράδυ και, αντί την τελευταία μου περιπέτεια να διαβάσει, άρχισε στις σελίδες μου επάνω σημειώσεις να κρατά. Την πάτησε. Με τα στοιχεία αυτά τώρα πια με τίποτα δεν γλιτώνει. Αρκετό κακό έσπειρε. Ήρθε η ώρα του θερισμού. Κι ο συγγραφέας μου ακόμα συμφώνησε και μου ‘γραψε, «Πέμψον τον δρέπανόν σου και θέρισον!» Έφτασε η ώρα την τελευταία μου αποστολή να εκτελέσω.
Εντάξει, το αναγνωρίζω. Τέλεια εγκλήματα δεν υπάρχουν. Αξίζει πάντως κανείς να προσπαθήσει. Κι εσύ προσπάθησες αρκετά. Έβαλες τον καημένο τον δημιουργό μου και μ’ έφτιαξε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν σου. Μην τυχόν σε ξεπεράσω σε ικανότητες και σε προλάβω, πριν τα σχέδιά σου εφαρμόσεις. Τόσα και τόσα εγκλήματα, δεν χόρτασες. Αν είχες αποσυρθεί νωρίτερα, τώρα θα τα πίναμε μαζί σε κάποιο μπαρ σαν φίλοι. Μα εσύ ήθελες κι άλλο. Κάθε φορά και περισσότερο. Τόσο αίμα. Τόσα δάκρυα. Μούσκεψαν οι σελίδες μου, και τώρα πια που άρχισα να γερνάω αυτή η υγρασία με τσακίζει. Τι ήθελες δηλαδή; Να με εξοντώσεις κι εμένα με τέτοιο τρόπο ύπουλο; Όχι, δεν μας αξίζει τέτοιο φινάλε. Κι άλλωστε, χωρίς εμένα τι θα έκανες; Θα είχες βαρεθεί. Κι εγώ, μη νομίζεις, για να μη βαρεθώ δεν σε είχα ως τώρα κυνηγήσει. Το ξέρω, θα μου λείψεις. Αλλά εμένα αυτή είναι η δουλειά μου. Και τίποτε άλλο δεν ξέρω τόσο καλά να κάνω.
Και μην τολμήσεις με τον συγγραφέα να τα βάλεις. Αυτός δεν είναι παρά ο δημιουργός. Και οι δημιουργοί έχουν πάντα καλές προθέσεις. Έχουν το άλλοθι το ακλόνητο πως, ό,τι κάνουν, το κάνουν από αγάπη. Κι έπειτα εσύ δεν με παρήγγειλες σ’ αυτόν να με δημιουργήσει; Το ξέρεις καλά. Έτσι είναι οι δημιουργοί, προσφορά και ζήτηση. Πάντα στης αγοράς τους νόμους υπακούνε. Φτάνει, λοιπόν! Ως εδώ! Παράτα τα! Δεν σε γλιτώνει τίποτα. Χαιρέτησε τους φίλους, τις αγάπες σου, που τόσα χρόνια τους ξεγέλαγες κι αύριο θα βγουν να πουν πως ήσουν το πιο καλό παιδί. Πως πέφτουν απ’ τα σύννεφα. Θα βρέξει ανθρώπους αύριο. Μην τολμήσεις να κάνεις καμιά τρέλα! Μην το κάνεις πιο δύσκολο ακόμα! Δείξε αξιοπρέπεια! Κάν’ το με στιλ! Πήγαινε μονάχος σου και παραδώσου τώρα! Και ομολόγησέ τα όλα! Κι αν δεν σε πιστέψουν, κι αν γελάσουν μαζί σου, πες τους πως σε στέλνω εγώ. Το μεγαλύτερο αστυνομικό δαιμόνιο που έχει περάσει από τον χώρο της λογοτεχνίας. Και ραντεβού στην κόλαση, συνεταιράκι!

Omnia Sunt Communia

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

ο Μεσημεράς

Όλα τα παιδιά μεγαλώνουν με μια μαμά, ένα μπαμπά και έναν, τουλάχιστον, μπαμπούλα.

Ο μπαμπούλας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσχολικής τους αγωγής. Πριν μάθουν να αγαπούν και να μισούν, πρέπει να μάθουν να φοβούνται. Τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς να έχουν γνωρίσει το φόβο μπορεί να γίνουν έως και επικίνδυνα. Για αυτό και η παιδαγωγική αξία του μπαμπούλα είναι ανεκτίμητη. Και είναι πραγματικά άδικο που μεγαλώνοντας παύουν να πιστεύουνε σε αυτόν και στο τέλος τον ξεχνούνε. Θα έπρεπε κανονικά οι μπαμπούλες να μας συνοδεύουν σε όλες τις φάσεις της ζωής μας. Αλλά αυτό δεν γίνεται. Και φταίνε οι γονείς για αυτό. Που κάθονται κι επινοούν μπαμπούλες φανταστικούς αντί να γνωρίσουν στα παιδιά τους τους άλλους, τους υπαρκτούς. Που και πιο τρομακτικοί είναι και εν πάση περιπτώσει πιο αυθεντικοί.

Στο Βόλο, στις γειτονιές γύρω από το ποτάμι ζει ένας τέτοιος αυθεντικός μπαμπούλας. Το όνομά του είναι Μεσημεράς, γιατί κυκλοφορεί μόνο τα μεσημέρια. Κυρίως τα μεσημέρια του καλοκαιριού. Είναι ένας νέος άντρας, με κάτασπρα όμως μαλλιά. Φοράει ένα στρατιωτικό τζάκετ και περπατάει πάντα ξυπόλητος. Κάποτε, όταν τον έπαιρναν στα σοβαρά –τώρα πια ούτε καν τον προσέχουν– τρομοκρατούσε τα παιδιά που δεν κοιμόντουσαν τα μεσημέρια. Γιατί τα παιδιά πρέπει πάντα να κοιμούνται τα μεσημέρια.

Γιατί είναι πραγματικά επικίνδυνο να μην κοιμούνται τα παιδιά τα μεσημέρια. Ειδικά τα μεσημέρια του καλοκαιριού.

η απάντηση του λύκου

«Λύκε, λύκε, είσαι εδώ;», γλύφει τα χείλη της για να γλιστρά πιο εύκολα το κάλεσμα και κλείνει το ραδιόφωνο. Βάζει δευτέρα και ύστερα ανοίγει τον καθρέφτη του αυτοκινήτου.
Από πίσω κάποιος κάτι προσπαθεί να ψιθυρίσει ρυθμικά αναβοσβήνοντας τους προβολείς του. «θέ - λω - να - σε...», ξεκινά να αποκωδικοποιεί το μήνυμα, μα σύντομα τα παρατάει. Απογοητεύεται. Ο λύκος δε θα μιλούσε έτσι.
Ξανά πρώτη - ξανά το βλέμμα στον καθρέφτη. Της αρέσει ετούτος ο καθρέφτης που την παρακολουθεί, όπου κι αν πάει εκείνη. Του δείχνει τα δόντια της. Γυαλίζουν τα δόντια, τρίζουνε, θέλουνε να δαγκώσουνε τη νύχτα. Λαχταρούν να κόψουνε στα δύο αυτή την πόλη.
Γλύφει ξανά τα χείλη. Μπορεί η ψυχή να στέγνωσε, τα χείλη όμως πρέπει να μείνουνε υγρά. «Λύκε, λύκε...!» Πάλι δευτέρα και κατεβάζει το παράθυρο. Κάνει να σβήσει το ραδιόφωνο ξανά, μα αυτό έχει ήδη σωπάσει. Αφουγκράζεται. Τι ήχος είναι αυτός παράταιρος που δεν την αφήνει τη νύχτα να ακούσει;
Κοιτάζει έξω. Ανθρωπάκια ανεβοκατεβαίνουνε τα πεζοδρόμια. Μπαινοβγαίνουνε στα καφέ, στριμώχνονται στις διαβάσεις. Παντού μονάχα ανθρωπάκια - και ο λύκος πουθενά.
Βλέπει ένα μπαρ να τρεμοσβήνει κάτω από φώτα κίτρινα. Κίτρινα όλα τους και ψεύτικα. Μαρσάρει. Θέλει να μπει μέσα στο μπαρ μαζί με το αυτοκίνητο. Περήφανη, αλύγιστη πάνω στο μαύρο άρμα της. Θέλει να ακούσει όλα αυτά τα κίτρινα χαμόγελα να σπάνε, κομμάτια κάτω από τις ρόδες της να γίνονται.
«Πού είσαι λύκε;» Κατεβάζει ταχύτητα και ανεβάζει τις στροφές της. Κοιτάζει τα κίτρινα φώτα και τα άσπρα ανθρωπάκια για ακόμα μια φορά και ετοιμάζεται. «Θα μπω εκεί μέσα και θα πάρω όσους περισσότερους γίνεται μαζί μου».
Ο παρκαδόρος όμως τη σταματά, την εμποδίζει. Πάντα θα βρίσκεται κάποιος κομπάρσος της ζωής να προλαβαίνει το κακό. Περιπτεράδες, τροχονόμοι, σερβιτόρες, βουβές γειτόνισσες και μακρινά ξαδέρφια. Μονοσήμαντοι, μονοδιάστατοι, μοναχικοί ήρωες που γεμίζουν τα καρέ και λειτουργούν ως φύλακες άγγελοι ή φύλακες γενικότερα. «Αφήστε το σε μένα, παρακαλώ!» Κατεβαίνει.
Καθώς της δίνει ένα ροζ χαρτάκι, εκείνη τον πλησιάζει και υποκλέπτει την οσμή του. Σαπούνι και αποσμητικό. Όχι, ο λύκος δε θα μύριζε έτσι.
Μπαίνει στο μπαρ με τα κίτρινα φώτα. Τα ανθρωπάκια εκεί μέσα μοιάζουν με κεριά που καίγονται χωρίς φωτιά και λειώνουν. Στάζει στο πάτωμα η κέρινή τους ύπαρξη. Στη λάσπη τους βυθίζει τα τακούνια της και προχωράει. Τα ανθρωπάκια τσακίζουνε τη γυμνασμένη μέση τους, τεντώνουν τον ευλύγιστο λαιμό τους και την κοιτάζουν. Ψάχνει το λύκο μέσα στα πεινασμένα βλέμματα. Ο λύκος αποκλείεται να κοίταζε έτσι. Πόσο απέχει η απογοήτευση από την απελπισία; Τρία με τέσσερα ποτά, μπορεί και λίγο παραπάνω. Περνάει στην αίθουσα με τους καθρέφτες. Παραγγέλνει.
«Το ποτό σας!». Σε ποιο από τα πολλαπλά της είδωλα απευθύνεται ο μπάρμαν; Ποιο από όλα ετούτα τα εγώ θα πιει απόψε; Ποιο θα μεθύσει; Ποιο στο τέλος θα πληρώσει το λογαριασμό; Κάνει να πιάσει το ποτήρι, μα κάποιο χέρι αρπάζει το δικό της. Για μια στιγμή το αίμα της παγώνει. «Εσύ! Τι κάνεις; Με θυμάσαι; Εγώ... Πάνε δέκα χρόνια, τουλάχιστον...». Δεν τον θυμάται, αλλά τι σημασία έχει; Θα τον θυμηθεί.
Ήταν βράδυ Σαββάτου και είναι Δευτέρα ξημερώματα. Ένα φιλί στο χέρι την ξυπνά και εκείνη κατεβαίνει από το όνειρο. Κρίμα και είχε πλάκα. Ήτανε, λέει, αυτή ο λύκος και όλο το δάσος μέσα της γελούσε. «Πρέπει να φύγω. Θα σε ξαναδώ;» Πού πάει; Γιατί πρέπει να φύγει; Τι δουλεία κάνει; Ποιος είναι; «Θα τελειώσω αργά το απόγευμα. Να περάσω να σε πάρω;»
Ήτανε ξημερώματα και είναι αργά το βράδυ. Τέσσερις βδομάδες γλίστρησαν αθόρυβα ανάμεσα σε προφυλακτικά και ολιγόλογα μηνύματα. Είναι και οι δυο γυμνοί στο πάτωμα. Εκείνη έχει ακουμπισμένο το κεφάλι στην κοιλιά του και ακούει τα σπλάχνα του να νιαουρίζουνε παράφωνα. Τίποτα άλλο δεν ακούγεται και η αφαίρεση μεθοδικά στήνει σαν την αράχνη τον ιστό και περιμένει.
«Να σε ρωτήσω κάτι;», σπάει εκείνος τη σχεδόν σιωπή. «Γιατί δε με φιλάς ποτέ στο στόμα;»
Γιατί έτσι! Δε ξέρω. Γιατί δε σε αγαπώ. Γιατί είσαι η πουτάνα μου και οι πουτάνες έχουνε στόμα μόνο για να γλύφουν. «Αλήθεια; Δεν το πρόσεξα», του απαντάει τελικά και σηκώνεται να φύγει από το δωμάτιο.
Μη φεύγεις! Κι αν είναι να φύγεις, φύγε μακριά μα πάρε με μαζί σου! «Πού πας;», την πιάνει από το χέρι, την κρατά και είναι σειρά του το αίμα το δικό του να παγώσει.
Πάω να πλυθώ. Να ζεματίσω το κορμί μου, να το τρίψω δυνατά, να φύγουν όλα τα ηλίθια νεκρά σου κύτταρα από πάνω μου. Να σε ξεφορτωθώ. «Πάω στο μπάνιο», το χέρι της τραβά και το ελευθερώνει.
Σηκώνεται κι αυτός και την ακολουθεί. «Πες μου, τι γίνεται με εμάς; Αισθάνεσαι για μένα κάτι;»
Αισθάνομαι τίποτα. «Τίποτα!», του φτύνει τη σκέψη της στο πρόσωπο και του γυρνά την πλάτη.
«Μα, εγώ, ξέρεις, σε ερωτεύομαι...», δεν προλαβαίνει εκείνος τη φράση του να ολοκληρώσει και εκείνη γυρίζει απότομα και τη ματιά της στα μάτια του καρφώνει.
Τα χείλη της στραβώνει και ο χρόνος τσαλακώνεται. «Τι λες; Αλήθεια; Και τι ξέρεις από έρωτα εσύ;».
Άγριο κύμα γκρεμίζει της άμμου το εφήμερο παλάτι και ο πόνος κάπου εκεί κοντά ακονίζει τις κοφτερές λεπίδες του.
Δέκα λεπτά μετά και εκείνος βγαίνει στο δρόμο τρέχοντας και ύστερα πάνω στη μοτοσικλέτα του τον δρόμο παίρνει, του δρόμου γίνεται και χάνεται τραβώντας ίσια μπροστά, προς την άκρη αυτής της πόλης. Σε αυτήν την πόλη όμως άκρες δεν υπάρχουν πια. Και όσο ο πόνος και ο πυρετός στο αίμα να σε τραβάν μπροστά, πάλι στο κέντρο πίσω καταλήγεις. Στρογγύλεψε η πόλη και έγινε ο πόνος κύκλος και σφαίρα στο αίμα ο πυρετός. Ψάχνεις γωνιά να βρεις μα οι ευθείες σε προδίδουν.
Δέκα λεπτά μετά και εκείνη μέσα στο μπάνιο πιο γυμνή από ποτέ αφήνει τα δάκρυά της να τρέξουνε ποτάμι. Αυτή η πόλη όμως κανένα πια υγρό να πάει χαμένο δεν αφήνει. Όλα εδώ ανακυκλώνονται. Έτσι σε λίγο τα δάκρυα που τώρα χύνει, θα λουστεί και ύστερα τα ίδια ετούτα δάκρυα θα πιει την πίκρα της να διώξει. Μα η πίκρα κατεβαίνοντας της στρίβει το λαιμό και της ανοίγει τρύπες στο στομάχι. Μαζεύεται, διπλώνεται, κάνει κι εκείνη πως τραβάει μπροστά, μα κάθεται και περιμένει.
Δυο ώρες μετά και εκείνος ακόμα προχωρά μπροστά μα η πόλη δεν τελειώνει. Κάποτε υπήρχαν όρια, υπήρχαν δράκοντες, ατρόμητοι φρουροί στα σύνορά της ακροβολισμένοι, να προστατεύουν τα περάσματα. Κανείς από έξω να μην μπει - κανένας από μέσα να μην της περισσέψει. Τώρα οι δράκοι πήρανε τιμητικές συντάξεις και κάθονται και λένε ιστορίες για λιποτάκτες και βάρβαρες επιδρομές, μα δεν τους πιστεύει πια κανένας.
Τώρα η πόλη δε χρειάζεται φρουρούς - είναι φρουρός η ίδια.
Απλώθηκε η πόλη σαν λεκές, τεντώθηκε, ξεχείλωσε και έξω από αυτή τίποτα πια δεν υπάρχει. Κι όμως, τα όριά της στένεψαν, πληθήνανε τα σύνορα. Πέσανε μπάρες και υψώθηκαν συρματοπλέγματα παντού. Σε κάθε αυλή, σε κάθε διάδρομο, σε κάθε διαμέρισμα. Στις ταράτσες στήθηκαν σκοπιές και οι ένοικοι αλλάζουν βάρδιες. Ασπάστηκε η πόλη ολόκληρη το ενιαίο αμυντικό της δόγμα και οι κάτοικοί της με το όπλο παρά πόδα, άγρυπνοι στέκουν πίσω από τη θωρακισμένη επιδερμίδα τους, πότε θα έρθει κρυφά και αθόρυβα ο ίδιος τους ο εαυτός να τους λεηλατήσει. Όλοι κάτι περιφρουρούν, όλοι κάποιον παραφυλάνε. Όλοι κάτι πολύτιμο να προστατέψουν προσπαθούν, μα την αξία τους να εκτιμήσουν δεν μπορούνε. Όλοι κάτι ξεχωριστό νομίζουνε πως κρύβουν μέσα τους, μα, από την πολλή την άμυνα, ξέχασαν τι είναι αυτό που διαφορετικούς τους κάνει και κάτω από τις στολές και τα καλώδια φαίνονται όλοι ίδιοι.
Τώρα η πόλη δε χρειάζεται φρουρούς - είναι φρουροί οι όλοι.
Δυο μέρες μετά και εκείνος ακόμα προχωρά μα η πόλη προχωρά και αυτή μαζί του. Στερέψανε τα καύσιμα στη μηχανή και τώρα πια έχει ανοίξει το μπουφάν και αφήνει τον άνεμο το σκάφος του να κυβερνά, μπροστά να τον πηγαίνει. Μα όσο πάει και δυναμώνει ο άνεμος. Ταράζεται η επιφάνεια της ασφάλτου και άγρια τσιμεντένια κύματα υψώνονται βουνά. Μία στροφή και η πλώρη της μοτοσικλέτας του στην άβυσσο βυθίζεται και ύστερα άλλη μια και το κύτος τινάζεται ψηλά στων περιστάσεων το ύψος.
Έχει από ώρα η πόλη εκδώσει απαγορευτικό, μα εκείνος, με τόσο θόρυβο ανάμεσα στα αυτιά του, δεν μπόρεσε τίποτα να ακούσει. Στριμώχνονται οι φρόνιμοι πίσω από τα ψηλά παράθυρα και μασουλώντας της υπακοής τη σιγουριά, στέκονται και παρατηρούν τον τρελό της μέρας καβάλα στο ξεψυχισμένο του άλογο να προσπαθεί το δρόμο να δαμάσει. Ψάχνει κάτι να βρει για να πετάξει πίσω του, μήπως τη μηχανή και τη συνείδησή του ξαλαφρώσει, μα δεν υπάρχει τίποτα.
Ανήμπορος, αδύναμος από διαύγεια και εφεδρείες πια απαλλαγμένος, κλείνει τα μάτια, τα χέρια του στο στήθος του σταυρώνει και αφήνει την πόλη και τον καιρό να κάνουν τη δουλειά τους.
Ξημερώματα της επόμενης μέρας και τα σωστικά συνεργεία των οδοκαθαριστών τον ανακαλύπτουν ξαπλωμένο στο πλάι του δρόμου, ανάμεσα σε πλαστικά μπουκάλια και σε νεράντζια σαπισμένα. Του δίνουνε χαστούκια, πρώτες βοήθειες και άχρηστες συμβουλές. Είναι ακόμα ζωντανός, κι ας μην του φαίνεται. Ανοίγει για μια στιγμή τα μάτια του, βλέπει τριγύρω του πορτοκαλιές στολές και αμέσως με ένα βαθύ αναστεναγμό τα ξανακλείνει. Θυμάται πως στο σχολείο ή σε κάποιο μπαρ είχε ακούσει κάποτε, πως εκεί μακριά, στο θάνατο, λέει, δεν υπάρχουν χρώματα. Άρα φαίνεται πως τη γλύτωσε, διέφυγε του μοιραίου. Φαίνεται πως όσο κι αν προχώρησε, η ζωή του η ξεροκέφαλη δεν τον άφησε πολύ μακριά να πάει, αφού ακόμα κάτι της χρωστούσε.
Σφίγγει τα πόδια και θυμάται πως έστω και μέχρι εκεί δεν έφτασε μονάχος. Είκοσι μέτρα παρακάτω η μηχανή του μουγκρίζει ακόμα και αιμορραγεί. Σηκώνεται, κουτσαίνοντας την πλησιάζει και με τα μάτια του πεισματικά κλειστά της δίνει τη χαριστική βολή. Παίρνει μαζί του τα κλειδιά και απομακρύνεται σαν κλέφτης που πάντα ήθελε να γίνει κάποτε φονιάς.
Μέχρι να επιστρέψει με τα πόδια στο κέντρο της πόλης, η μέρα έχει φύγει και η νύχτα έρχεται θυμίζοντάς του πως τόσες μέρες το δρόμο διασχίζοντας και τόσες ώρες στο δρόμο ξαπλωμένος, δεν έχει φάει τίποτα. Και να που ο δρόμος ή η τύχη ή και τα δυο μαζί τον φέρνουν, τη στιγμή που η νύχτα έχει για τα καλά στην πόλη απλωθεί, μπροστά στο μπαρ με τα κίτρινα φώτα που τώρα τρεμοανάβουν. Εκεί ακριβώς, όπου όλα ξεκινήσανε, εκεί κι εκείνος διαλέγει την πείνα του να λυτρώσει.
Είναι πολύ νωρίς ακόμα και μέσα δεν υπάρχουνε πολλοί, αλλά και αυτοί του φτάνουν. Ορμάει μέσα γρυλίζοντας, αφρίζοντας και με τη γλώσσα έξω κρεμασμένη και τρώει όποιον βρίσκεται μπροστά του.
Ακούνε έξω οι περαστικοί κραυγές και παρακάλια και φεύγουν μακριά όσο πιο γρήγορα μπορούνε. Θέλουν να τρέξουν, αλλά το βάρος από τις γυαλιστερές σακούλες με τα ψώνια, που στα χέρια τους κρατούν, δεν τους το επιτρέπει.
Η ώρα περνά, το μακελειό κάτω από τα κίτρινα φώτα συνεχίζεται, τα αποθέματα τελειώνουν, μα ευτυχώς εκείνος φαίνεται να έχει πια χορτάσει. Όχι από πείνα, μα από λαιμαργία πια, το δείπνο του ολοκληρώνει και τότε βλέπει πως έχει απομείνει μόνος του με τους καθρέφτες και τη μουσική.
Μα η μουσική είναι κακιά και μοχθηρή και οι καθρέφτες τον φοβίζουν. Και τότε εκείνος με βήματα δειλά και με τα χέρια απλωμένα αρχίζει να χορεύει. Άλλωστε είναι γνωστό, πως τα θηρία με το χορό ακόμα και την πιο άγρια μουσική μπορούν να εξημερώσουν.
Και τότε η πόρτα ανοίγει και μέσα στο μπαρ μπαίνει ένας γέρος λαχειοπώλης. Κοιτάζει γύρω του και βλέπει πως εκεί δεν υπάρχει πια κανείς που να έχει όρεξη την τύχη του να προκαλέσει, μα αυτός τον χορευτή πλησιάζει με θαρραλέα βήματα και του προσφέρει ένα λαχνό, το ιερό χορό του βάναυσα διακόπτοντας.
«Πότε κληρώνει;», ρωτάει εκείνος ξαφνιασμένος και ο γέρος του απαντά, «Κανείς δεν ξέρει. Δεν άκουσες; Η πόλη διέταξε γενική αναστολή όλων των κληρώσεων, μέχρι να πωληθεί και ο τελευταίος τυχερός λαχνός. Δηλαδή, μάλλον ποτέ ξανά. Αφού οι λαχνοί διαρκώς πολλαπλασιάζονται και εκείνοι που τους αγοράζουνε όλο και λιγοστεύουν». Και ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω του συμπληρώνει, «Άσε που κάτι παλικάρια σαν κι εσένα δε βοηθάνε και πολύ. Μου τρως την πελατεία, το ξέρεις;» Εκείνος σχεδόν ντρέπεται και ρίχνει το βλέμμα χαμηλά. «Συγγνώμη, δεν ήξερα. Αν θέλεις, σου τους αγοράζω εγώ όλους». Ο γέρος δεν μπορεί να μη γελάσει. «Ναι, ε; Κι αν κερδίσεις, τι θα τα κάνεις τα λεφτά; Θα τα μοιραστείς με όλους αυτούς που έχεις στο στομάχι σου;»
Και ύστερα βλέποντάς τον να κοκκινίζει και να σκύβει και άλλο το κεφάλι του, του λέει, «Έλα τώρα, πες μου! Τι είναι; Τι σου λείπει, θλιμμένε πρίγκιπα;»
Εκείνος τότε σηκώνει το βλέμμα του ξανά και κοιτάζοντας στα μάτια το λαχειοπώλη, μα βλέποντας χιλιάδες μίλια μακριά, ψιθυριστά το φανερώνει, «Μια απάντηση. Τι ξέρω από έρωτα;» Και ο άνθρωπος της τύχης αμέσως τον ξαναρωτά, «Πότε γιορτάζει εκείνη που σε ρώτησε;» «Δεν ξέρω. Καλά-καλά δεν πρόλαβα να μάθω το όνομά της».
«Τέλεια! Εσύ δε χρειάζεσαι κληρώσεις και λαχνούς. Είναι η τυχερή σου μέρα, φιλαράκο! Δεν ξέρεις πως απόψε γιορτάζουνε αυτές που πότε ακριβώς γιορτάζουν δε γνωρίζουμε, όλες εκείνες που δεν πρόλαβαν ποτέ να πούνε το όνομά τους; Τρέξε τώρα αμέσως να τη βρεις και αιφνιδίασέ την! Κάνε τη νύχτα ετούτη να είναι για εκείνη τόσο ξεχωριστή και αξέχαστη και τότε πια θα μάθει για τα καλά τι ξέρεις από έρωτα!», λέει ο γέρος λαχειοπώλης και λάμπει το ξεδοντιάρικό του πρόσωπο κάτω από τα κίτρινα φώτα, που τώρα πια περισσότερο με κόκκινα φαντάζουν. Και έτσι σιγά-σιγά εξαφανίζονται, πρώτα αυτός, ύστερα οι τυχεροί λαχνοί και τέλος το χαμόγελο.
Εκείνος, χωρίς να χάσει χρόνο, γεμίζει τρεις φορές, μα μόνο δυο αδειάζει το ποτήρι του -κρατάει την τρίτη για το δρόμο- σκορπάει όσα του περισσεύουν κέρματα στο μπαρ και βγαίνει έξω, αφού πρώτα καλά σκουπίσει τα παπούτσια του στο αόρατο χαλάκι της εξόδου.
Κοιτάζει το ψηλό μαρμάρινο ρολόι που είναι κρεμασμένο στη γωνία απέναντι - στο σημείο εκείνο συνήθιζαν οι άνθρωποι κάποτε ανθρώπους να κρεμάνε, αλλά αργότερα, με τους σύγχρονους ρυθμούς, κρίθηκε η παρουσία ενός ρολογιού πιο χρήσιμη και πιο επιβεβλημένη. Και το ρολόι του λέει αυτό που κανένας κρεμασμένος άνθρωπος δε θα έλεγε ποτέ, πως είναι νωρίς ακόμα και πως αν τρέξει λίγο την προλαβαίνει την γιορτή. Λίγα λεπτά μετά και μόλις μια παράγραφο πιο κάτω θα είναι έξω από την πόρτα της.
Χτυπάει το κουδούνι μια φορά, προληπτικά, μα εκείνη φαίνεται πως λείπει από το σπίτι και εκείνος νιώθει μετά από καιρό την τύχη να είναι και πάλι στο πλευρό του. Τραβάει από της τσέπης του τα βάθη τα κλειδιά και αρχίζει, ένα-ένα, αργά και βασανιστικά, στην τρύπα να τα δοκιμάζει. Τόσοι ενδιάμεσοι σταθμοί, τόσες διακλαδώσεις, τόσα εφήμερα δωμάτια που πέρασαν δίπλα από τη ζωή του, τον βάραιναν όλα ετούτα τα κλειδιά αιώνια να τα κουβαλάει πάνω του, σαν φυλακτά μεταλλικά του άγιου Διαρρήκτη. Μα το ήξερε πως κάποτε ένα από όλα αυτά κάπου θα έβρισκε να ταιριάξει. Έχει ήδη δοκιμάσει εννιά, στο δέκατο το πετυχαίνει. Ανοίγει η πόρτα, κάτω από τα πόδια του η τελευταία γραμμή άμυνας υποχωρεί και χωρίς να χάσει χρόνο, παραμερίζει συναγερμούς και αναστολές και μπαίνει μέσα στο άβατο με τη δίψα του ιερόσυλου και του προσκυνητή την τόλμη. Σηκώνει τα μανίκια του και στρώνεται αμέσως στη δουλειά.
Είναι δώδεκα παρά είκοσι και όλα είναι έτοιμα. Για μια στιγμή εκείνος σταματά και επιθεωρεί το έργο του και ολόκληρο το διαμέρισμα. Χαμογελάει σίγουρος. Τέτοια βραδιά μοναδική, τέτοια απίστευτη έκπληξη. Καλύτερη απάντηση δε θα μπορούσε ποτέ κανείς να δώσει. Τακτοποιεί τις τελευταίες λεπτομέρειες και το πονηρό χαμόγελό σε αθώο γέλιο εξελίσσεται.
Είναι δώδεκα παρά τέταρτο και μέσα στο ημίφως του αιφνιδιασμού μπροστά σε εκείνης τον καθρέφτη στέκεται, μα βλέπει τον εαυτό του. Κάνει πως στρώνει τις ουλές και τα τσουλούφια του. Θέλει με πρίγκιπας να μοιάζει, αφού μονάχα οι πρίγκιπες είναι ικανοί για τέτοια κατορθώματα. Δείχνει τα δόντια του στο είδωλο και τότε ακούει το νιαούρισμα.
Παράξενο, ποτέ δεν είχε προσέξει να υπάρχει μες στο σπίτι κατοικίδιο. «Πού είσαι γατούλα; Πού κρύβεσαι;» Ψάχνει ένα-ένα όλα τα δωμάτια. Το νιαούρισμα ακούγεται όλο και πιο δυνατά, μα πίσω από της γάτας τη φωνή, δε φαίνεται γάτα να υπάρχει.
Είναι δώδεκα παρά δέκα και κυνηγώντας το αόρατο γατί έχει σχεδόν ξεχάσει πού βρίσκεται, πώς βρέθηκε εκεί και τι τον περιμένει. «Πού είσαι ψιψίνα; Γιατί δε φανερώνεσαι;»
Μπροστά από τον καθρέφτη βιαστικά ξαναπερνά, κοιτάζεται για μια στιγμή ξανά και μια ιδέα εξωφρενική περνάει από το μυαλό του σαν σφαίρα αδέσποτη και όλες τις γυάλινες σκέψεις του τις θρυμματίζει.
Πλησιάζει, αγγίζει την παγωμένη λεία επιφάνεια και ύστερα κολλάει το αυτί του πάνω στο αυτί του ειδώλου του. Δε θέλει, δεν μπορεί να το πιστέψει, μα έχει από τον τρόμο και την ταραχή το πρόσωπο του αγριευτεί. Το άλλο πρόσωπο αντίκρυ στον καθρέφτη μοιάζει λίγο πιο ήρεμο. Ποιος ξέρει; Ίσως ο άλλος απέναντι κάτι παραπάνω να γνωρίζει.
Είναι δώδεκα παρά πέντε και ενώ ακούει το κλειδί στην πόρτα, παύει της γάτας και του αλλόκοτου το κάλεσμα. Και τώρα οι δυο τους!
Η πόρτα ανοίγει και εκείνη στέκεται στην είσοδο. Διστάζει να προχωρήσει. Τι συμβαίνει; Τι αστείο είναι αυτό; Μια σειρά από μικρά άσπρα κεράκια διασχίζει το διάδρομο δείχνοντας το δρόμο προς το σαλόνι. Μια μουσική, ίδια και αυτή με κερί που καίγεται και λειώνει την καλεί να συνεχίσει. Ανοίγει την τσάντα και ψάχνει το τηλέφωνο. Ανάβει το φως και η μακριά γραμμή με τις φλογίτσες στο πάτωμα εκμηδενίζεται. Το βρίσκει το τηλέφωνο, αλλά δεν ξέρει ποιον να πάρει.
Τώρα φωνάζει, «Τι συμβαίνει; Τι αστείο είναι αυτό;» Μπαίνει στο δωμάτιο και βλέπει το μονοπάτι των κεριών να προχωρά. Μα δεν της φτάνουν τα κεριά $ χρειάζεται και άλλο φως για να σκεφτεί και να αντιδράσει. Πάντα ονειρευότανε να υπήρχε κάτω από την παλάμη της ένας μεγάλος διακόπτης γενικός και ολόκληρης της πόλης ο ηλεκτρισμός να φεύγει και να έρχεται όποτε εκείνη το θελήσει.
Ανάβει ένα ακόμα φως και βλέπει στο κέντρο του δωματίου, στο πάτωμα κρασιά, γλυκά και φαγητά και ένα στεφάνι με λουλούδια γύρω τους να παριστάνει το τραπέζι. Κοιτάζει γύρω της, κάνει να κλείσει τη μουσική μα από την ταραχή της ανεβάζει την ένταση στο τέρμα. Διορθώνει το λάθος.
Τώρα ουρλιάζει, «Ποιος είσαι;» Δε θέλει να πάει στα άλλα τα δωμάτια. Αρνείται να παίξει το παιχνίδι του. Αν θέλει, ας έρθει αυτός εκεί. Ακούει μια φωνή, «Χρόνια πολλά!» Την ξέρει αυτή τη φωνή, δεν είναι ξένος. Είναι η τελευταία φωνή που θέλει τώρα εκεί μέσα να ακούσει, καλύτερα να ήταν ξένος, τελικά. «Πού είσαι; Πώς μπήκες εδώ μέσα; Τι θέλεις; Γιατί κρύβεσαι;»
Και τότε εκείνος από το πουθενά μπροστά της εμφανίζεται κρατώντας μια μεγάλη άσπρη τούρτα με ένα σωρό άσπρα κεράκια φορτωμένη, να στάζουν πάνω της. Την πλησιάζει τραγουδώντας ένα ηλίθιο τραγουδάκι. «Πώς μπήκες εδώ μέσα;»
Το ηλίθιο τραγουδάκι σταματά. «Χρόνια πολλά!», φωνάζει με όλη του τη δύναμη, σαν να είναι αυτή η ευχή η τελευταία του προσπάθεια. Φωνάζει και η φωνή μαζί με την ψυχή του ξεριζώνεται και κάνει ένα ακόμα βήμα. «Πώς μπήκες εδώ μέσα;», τον ξαναρωτά και αρχίζει να σχηματίζει έναν αριθμό στον κινητό της.
Εκείνος στέκεται και την κοιτάζει. Μοιάζει να προσπαθεί να θυμηθεί και χάνεται. Δεν τα καταφέρνει, θέλει μα δεν μπορεί και άλλωστε δεν είναι ο μόνος.
Εδώ μέσα κάνεις στον κόσμο πώς μπήκε δεν μπορεί να θυμηθεί. Κανείς ποτέ δεν έμαθε πως άνοιξε του κόσμου αυτού η πόρτα.
Και οι δυο τους το ξέρουν πως δεν είναι αργά. Υπάρχει και για τους δύο χρόνος. Και οι δύο προλαβαίνουνε να φύγουν, αλλά κανείς δεν πάει πουθενά.
Η νύχτα προχωρά και μια απάντηση ακόμα περιμένει.

Ο Συλλέκτης

Ούτε τριάντα δεν είμαι ακόμα. Κι όμως πρόλαβα και έζησα ήδη αρκετές ζωές σ΄αυτά τα ούτε τριάντα. Τρόποι για να τις ξεχωρίσω υπάρχουνε πολλοί. Για να τις κατατάξω και κάποιο όνομα αντάξιο να τους χαρίσω. Άλλοτε με βάση το δωμάτιο που κάθε φορά γέμιζα ή με τα ρούχα που πεισματικά φορούσα. Τους φίλους που παίδευα ή το εκάστοτε κακό που να τόσο σχολαστικά να με παιδεύει άφηνα. Κι άλλοτε με αφορμή εκείνη που κοιτούσα ή που έβλεπα στο πλάι μου τα πρωινά, που απ’ το ονειροδρόμιό μου βιαστικά επέστρεφα. Ίσως όμως η πιο ασφαλής οδός, για να δώσω τίτλο σωστό και δίκαιο σ’ αυτές τις αρκετές ζωές, να είναι οι συλλογές μου.
Κάπως έτσι λοιπόν. Υπήρξε μια ζωή γεμάτη καρτ ποστάλ από μέρη εξωτικά που ποτέ τους δε με γνώρισαν. Κι έπειτα άλλη μια με σκοτεινά ενθύμια από τόπους που δεν υπήρξανε ποτέ. Από γραμματόσημα που ιδανικοί κι ανάξιοι εραστές είχαν με δάκρυα κολλήσει πάνω σε φακέλους αδειανούς. Από επιστολές που δε σταλθήκανε ποτέ γιατί κανένα ταχυδρομείο ποτέ δε τόλμησε να τις μεταφέρει. Από μπουκάλια μπύρας από όλες τις γωνιές του κόσμου κι ας είχε πάψει πια από καιρό ο κόσμος μας ο σφαιρικός γωνίες να έχει. Κι άλλες ζωές πιο κάτω. Κουτάκια από σπίρτα. Από παπούτσια. Από φάρμακα. Ζωές κουτάκια. Και φακελάκια ζάχαρης. Γλυκιάς μα και πικρής. Λευκής και μαύρης αλλά και πράσινης. Σπάνιας και πανάκριβης πράσινης ζάχαρης.
Κι ήταν στο τέλος μια ζωή που βάλθηκα να συλλέγω τα πρωινά της ξυπνήματα. Δέκα μήνες κι άλλα τόσα χρόνια. Δέκα μέρες ακριβώς κοιμόταν στο πλάι μου και δεν υπήρξε δεύτερη φορά που να τη δω με τον ίδιο τρόπο να ξυπνάει.
Στον τελευταίο κατακλυσμό έφυγα από το σπίτι μα ξέχασα το παράθυρό μου ανοιχτό. Και τρύπωσε από το παράθυρο ο καιρός που τόσο καιρό είχα επιμελώς απ’ έξω κλείσει. Και μούσκεψαν τα σπίρτα και οι ζάχαρες. Και σκόρπισαν στον άνεμο οι εξωτικές οι καρτ ποστάλ και τα γραμματόσημα τα δακρυσμένα. Και μόνο τα πρωινά της ξυπνήματα απέμειναν μονάχα μες στη κάμαρα. Μόνο που το κακό τα μπέρδεψε κι αυτά. Και τα έκανε να μοιάζουν όλα μεταξύ τους. Ένα μεγάλο ξύπνημα τα έκανε. Βίαιο κι αποτρόπαιο. Σα μια ανάσταση νεκρού. Ρώτησε ποτέ κανείς νεκρό αν θέλει να αναστηθεί;

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Sulpiride, Cefprozil, Omeprazole

το τσεκούρι και η Χρυσάνθη

Κάποτε αυτός ο κόσμος ήταν τόσο μικρός που άνετα χωρούσε κάτω από το κρεβάτι του και τον περισσότερο καιρό του τον περνούσε εκεί από κάτω κρυμμένος. Τόσο μικρός που ήταν, τα Γυμνάσια και τα Πανεπιστήμια δεν τα χρειαζότανε. Το Νηπιαγωγείο του έφτανε και του περίσσευε για σχολείο.
Όσο ο κόσμος αυτός μεγάλωνε, μεγάλωναν και τα σχολεία μαζί του και έτσι, σιγά-σιγά έγιναν Λύκεια τα Δημοτικά και Ακαδημίες τα Γυμνάσια. Και τώρα μονάχα μερικά Νηπιαγωγεία έχουν απομείνει πια, χαμένα μέσα στις χαραμάδες αυτής της πόλης για να θυμίζουνε στον κόσμο την εποχή εκείνη, που κάποτε ήταν τόσο πολύ μικρός. Για να του δείχνουν πως ήταν κάποτε παιδί και να τρομάζει που είχαν περάσει έτσι εύκολα τόσα χρόνια από τότε, που το κακό ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι.
Τόσο αγαπημένο που, παίζοντας μαζί του συνέχεια, στο τέλος το χάλασε, το έσπασε κομμάτια, έτσι όπως καταστρέφουν τα παιδιά το καθετί που αγαπάνε. Και τα κομμάτια του κακού σκόρπησαν σε κάθε γωνιά του κόσμου περιμένοντας μολυσμένα και αιχμηρά να τρυπήσουν τις γυμνές πατούσες του μεγάλου πια κόσμου.
Ένα από τα κομμάτια αυτά βρέθηκε κάποτε σε μια πλαγιά της πόλης, πλάι σε ένα Νηπιαγωγείο παλιό και ξεχασμένο. Σε μια χαμένη γειτονιά, οπού τα πάντα έμοιαζαν τόσο λησμονημένα από την πόλη και το χρόνο και που κανείς δεν ήθελε ποτέ να πλησιάζει, παρά μονάχα ίσως κάποιοι παράτολμοι γονείς, που τρέχοντας πηγαινοέφερναν τα πιτσιρίκια τους. Αλλά κι αυτοί, ούτε μια στιγμή παραπάνω δεν άντεχαν να στέκονται έξω από τα κάγκελα να βλέπουν τα παιδιά τους να παίζουν στην αυλή, γι’ αυτό έφευγαν γρήγορα μακριά, δειλοί και αγχωμένοι, μη θυμηθούνε το κακό ή μην τυχόν ξυπνήσει και τους θυμηθεί εκείνο.
Σε αυτό το Νηπιαγωγείο, σε ετούτη τη μαύρη τρύπα του χρόνου και της πόλης, πριν από ένα χρόνο ήρθε για να δουλέψει μια παράξενη, μα νέα και όμορφη γυναίκα, που τα παιδιά τη φώναζαν κυρία Χρυσάνθη και που χωρίς να το επιδιώξει ούτε για μια στιγμή, ήταν γραφτό της να γίνει η αγαπημένη τους δασκάλα.
Η Χρυσάνθη δεν ήταν μια συνηθισμένη νηπιαγωγός. Αγαπούσε πάρα πολύ τα παιδιά, τα λάτρευε, μα ακόμα περισσότερο αγαπούσε να αγαπά άλλα πράγματα. Πίστευε πως όσο λιγότερο ασχολείται κανείς με τα νήπια, τόσο το καλύτερο για όλους. Έτσι απέφευγε επιμελώς να τα βάζει να παίζουν ανόητα παιχνίδια με πλαστελίνες, μαρκαδόρους και χαρτόνια. Πότε της δε νοιάστηκε να τους μάθει γελοία τραγουδάκια και άσκοπες προσευχές, αφού το ήξερε καλά πως όλα ετούτα, όταν θα κάνουν τον κύκλο τους, θα γυρίσουν κάποτε μοιραία εναντίον τους και τότε πια αντίδοτο δε θα υπάρχει. Γενικά, ποτέ δεν τους δίδαξε τίποτα. «Ό,τι θέλουν να μάθουν, ας το μάθουν από μόνα τους», έλεγε στους γονείς, όταν αυτοί ερχόντουσαν να πάρουν τα παιδιά τους, «στο κάτω-κάτω, τι περισσότερο νομίζετε πως ξέρω εγώ από αυτά;»
Επειδή, όμως, με κάποιον τρόπο έπρεπε να περνάει η ώρα στο μικρό Νηπιαγωγείο, η Χρυσάνθη επινόησε ένα πρωτότυπο παιχνίδι, στο οποίο τα παιδάκια συμμετείχαν με άφθονο ζήλο και μεγάλη προθυμία. Κάθε μέρα και αφού τα άφηνε για λίγη ώρα να ξεσπάσουν στο προαύλιο τις πρωινές ορμές τους, τα έπαιρνε και τα έβαζε να ξαπλώσουνε στο δάπεδο της αίθουσας το ένα δίπλα στο άλλο. Μετά και αφού έκλεινε προσεχτικά όλες τις πόρτες και τα παράθυρα, έτσι ώστε να μην μπαίνει ούτε ίχνος από φως μέσα, τους έλεγε, «Και τώρα παιδάκια κοιμηθείτε και εγώ το μεσημέρι θα έρθω να σας ξυπνήσω και τότε ένα-ένα θα μου πείτε τι όνειρο είδατε!»
Τα πιτσιρίκια έκλειναν τα μάτια τους και έκαναν πως κοιμόντουσαν, μέχρι που ύστερα από λίγο τα είχε πάρει όλα μαζί του ο ύπνος. Κι αν ακόμα υπήρχανε και κάποια που δεν μπορούσανε να κοιμηθούν, παρέμεναν και αυτά με τα μάτια τους κλειστά, ακίνητα και σιωπηλά μέχρι το μεσημέρι, αφού κανένα τους δεν ήθελε να χαλάσει το παιχνίδι της δασκάλας τους.
Στο μεταξύ, η Χρυσάνθη άραζε στο διπλανό δωμάτιο και διάβαζε περιοδικά, ξεφύλλιζε βιβλία ή έκανε μαθήματα πιάνου άνευ διδασκάλου και άνευ πιάνου, χτυπώντας ρυθμικά τα μακριά της δάχτυλα πάνω στο σιδερένιο της γραφείο.
Άλλοτε πάλι, το μεσημέρι περιμένοντας, άφηνε μόνο του τον ύπνο στο σχολείο να προσέχει τα παιδιά και έκανε βόλτες στις παραθαλάσσιες γειτονιές της πόλης. Εκεί όπου κανένας δεν την ήξερε και που κανένας δεν θα ήθελε ποτέ να τη γνωρίσει. Τις πιο ζεστές μέρες κατέβαινε ως την παραλία και βουτούσε με τα ρούχα στη θάλασσα. Δεν κολυμπούσε παρά μονάχα ξάπλωνε ανάσκελα πάνω στο νερό με τα μάτια της κλειστά και έμενε έτσι, σιωπηλή και ακίνητη και αυτή, να προσποιείται το δικό της ύπνο και να φαντάζεται τα όνειρα των άλλων.
Και ερχόταν και το μεσημέρι κάποτε και άνοιγε η Χρυσάνθη τα παράθυρα να μπει στην αίθουσα ο ήλιος, το φως του να ξυπνήσει τα μικρά, αφού εκείνη δείλιαζε να τα βάλει μονάχη με τόσους πολλούς μικρούς και άγριους ύπνους.
Ξυπνούσανε τα νήπια, τεντώνονταν και έτριβαν τα ματάκια τους και ύστερα καθόντουσαν τριγύρω από τη δασκάλα και αρχίζανε ένα-ένα να ξετυλίγουνε τα δώρα, που κάτω από τα βλέφαρα λαθραία κουβαλούσαν από τη μακρινή και ανεξερεύνητη χώρα του ονείρου. Ακόμα κι εκείνα που τόσες ώρες κάνανε πως κοιμόντουσαν στα ψέματα, πλάι στα άλλα που ταξίδευαν στ’ αλήθεια, πάντα στο τέλος έβρισκαν κι αυτά, όταν ερχόταν η σειρά τους, κάποιο ψευτοόνειρο να αφηγηθούνε. Και όσο χρωματιστό, τρελό και ταξιδιάρικο ήταν του ενός παιδιού το όνειρο, τόσο μετά το άλλο δίπλα του προσπαθούσε να πλειοδοτήσει σε φαντασία.
Έτσι κυλούσε η ζωή και η σχολική χρονιά ξέγνοιαστα και ξεκούραστα, ανάμεσα στις όχθες του ονείρου και του ψέματος, μες στο μικρό και ξεχασμένο Νηπιαγωγείο, μέχρι που μια μέρα, τελείως ξαφνικά και απροειδοποίητα, πέθανε το ψαράκι στη γυάλα του σχολείου. Και ήτανε ίσως η γυάλα αυτή η τελευταία γυάλα που είχε απομείνει μέσα σε σχολείο, την εποχή που ήδη τα περισσότερα σχολεία έμπαιναν μέσα σε γυάλες.
Εκείνο το πρωί, όταν τα πρώτα παιδιά μπήκανε μέσα στην τάξη, βρήκαν τον μικροσκοπικό Μαραθώνα $έτσι φωνάζανε το άτυχο χρυσόψαρο, αν και εκείνο μάλλον ποτέ δεν κατάφερε να τους ακούσει$ να επιπλέει ακίνητο στην επιφάνεια της ψεύτικής του θάλασσας. Με μάτια γουρλωμένα και στόματα ορθάνοιχτα, τα πιτσιρίκια περικύκλωσαν τη μοιραία γυάλα, προσπαθώντας να καταλάβουν τι ακριβώς είχε συμβεί, αφού ποτέ τους δεν είχαν δει κάτι παρόμοιο. «Κυρία, κυρία! Τι είναι αυτό;», ρώτησε το πιο θαρραλέο κοριτσάκι. «Αυτό παιδιά μου είναι ο θάνατος», απάντησε η Χρυσάνθη, ελπίζοντας τα νήπια να αρκεστούνε στην απάντηση αυτή και να μην τολμήσουν να ζητήσουν περισσότερες επεξηγήσεις.
Τα παιδιά, όμως, είναι παιδιά. Και όσα και να ξέρουν, ποτέ δεν τους αρκούνε και πάντα ρωτάνε να μάθουν κι άλλα. «Δηλαδή, κυρία;»
Τότε η Χρυσάνθη θυμήθηκε τον πατέρα της. Δεν ήταν ούτε χρόνος από το θάνατό του και ούτε μια μέρα δεν είχε περάσει από τότε που να μη φέρει στο μυαλό τις εικόνες από την κηδεία του, ούτε μια νύχτα που να μην ονειρευτεί άλλων ανθρώπων τις κηδείες. Αυτό ήταν για εκείνη το μόνο μάθημα που είχε πάρει για το θάνατο, που ως τότε τον νόμιζε πως ήταν μια ασθένεια παράξενη και εξωτική, που δεν αφορούσε τους ζωντανούς και που μονάχα τους νεκρούς μπορούσε να προσβάλει. Και έτσι, μπροστά στα εκβιαστικά «γιατί» και «δηλαδή» των μαθητών της, το αποφάσισε.
Έψαξε στα συρτάρια της και βρήκε το κλειδί από το εργαστήριο του Νηπιαγωγείου. Το μέρος εκείνο όπου παλιά οι άλλες οι νηπιαγωγοί έβαζαν τα πιτσιρίκια να μαστορεύουν μικροκατασκευές για να περνάνε αυτά δημιουργικά το χρόνο τους και παραγωγικά να ξεκινάνε τη ζωή τους και να έχουν εκείνες τη συνείδησή τους ήσυχη και το μισθό τους δικαιολογημένο.
Άνοιξε η Χρυσάνθη τα παράθυρα, καθάρισε τους πάγκους, κατέβασε το αραχνοΰφαντο σκηνικό, που είχε με επιμέλεια και υπομονή η εγκατάλειψη το εργαστήριο στολίσει, έβγαλε από την ντουλάπα τα εργαλεία και τέλος με άσπρη κιμωλία σχεδίασε αργά-αργά στον μαύρο πίνακα δυο σχήματα παράξενα. Δυο σχήματα που τα παιδιά ως τότε δεν είχανε δει ποτέ τους και που, όσο και να πάσχιζαν μονάχα με τη φαντασία τους, ποτέ δε θα κατόρθωναν να επινοήσουν, αν δε βρισκόταν κάποιος κάποτε στο μαύρο πίνακα του μυαλού τους να τα σχεδιάσει. Και ήτανε τα σχήματα αυτά ένας σταυρός και ένα κουτί που έμοιαζε με φέρετρο.
Τα νήπια ρίχτηκαν αμέσως στη δουλειά και με επιμέλεια σχεδόν επαγγελματική ακολουθήσανε πιστά τις οδηγίες της δασκάλας τους και τις συμβουλές της σιωπηρής φαντασίας τους. Και μέσα σε ελάχιστο χρόνο είχαν ολοκληρωθεί οι δύο μυστηριώδεις ξυλοκατασκευές, την αρτιότητα και την αρμονία των οποίων θα ζήλευε ακόμα και ο πιο έμπειρος τεχνίτης.
Στη συνέχεια η Χρυσάνθη τοποθέτησε μέσα στο μικροσκοπικό φέρετρο το πεθαμένο ψάρι και ζήτησε από τα παιδιά να καρφώσουν από πάνω το καπάκι του. Έπειτα έβαλε τα παιδιά να παραταχθούνε σε τριάδες και με επικεφαλής την ίδια να κρατάει τον μικρό σταυρό, η πομπή ξεκίνησε μέσα σε πνιχτά γελάκια με βήμα αργό και πένθιμο με κατεύθυνση το παρτέρι με τις μαργαρίτες και τα τριαντάφυλλα στο κέντρο του προαυλίου. Εκεί τα μικρά, αφού έσκαψαν μια πιθαμή βαθιά στο χώμα, έθαψαν το φερετράκι με το χρυσόψαρο και έμπηξαν από πάνω του τον ξύλινο σταυρό. Στο τέλος στάθηκαν για λίγο όλα τους σιωπηλά να κοιτάζουν το τριγωνικό παρτέρι, μέχρι που η νηπιαγωγός χτύπησε δύο φορές τις παλάμες της και σκόρπησαν στην αυλή να παίξουν. Το υπόλοιπο πρωινό θα ήταν ελεύθερα να κάνουν ό,τι ήθελαν.
Η Χρυσάνθη, κρυφά συγκινημένη και φανερά ικανοποιημένη, γύρισε στο εργαστήριο για να μαζέψει ξανά τα σύνεργα, να κλείσει τα παράθυρα και να βάλει τις αράχνες και τους ιστούς πίσω ξανά στις θέσεις τους. Και τότε, την ώρα που στοίβαζε ξανά τα εργαλεία στο ντουλάπι, πρόσεξε στο τελευταίο ράφι κάτι να γυαλίζει και να εξέχει απειλητικά.
Το τράβηξε και βρέθηκε να κρατάει ξαφνικά ένα βαρύ τσεκούρι με κόψη διπλή και πλατιά, που φαίνεται πως ήταν για χρόνια πολλά εκεί λησμονημένο. Χάιδεψε απαλά τη μία του πλευρά και αυτό για απάντηση της έσκισε το δάκτυλο. Τόσο αιχμηρό ήτανε, που ο χρόνος που όλα τα στομώνει, φαίνεται πως τρύπωνε τις νύχτες κρυφά στο εργαστήριο και μυστικά το τρόχιζε έτσι, που να είναι έτοιμο όταν το βρει εκείνη. Το τύλιξε σε παλιές εφημερίδες, το έκρυψε στο συρτάρι κάτω από το γραφείο της και πήγε ταραγμένη να χτυπήσει το κουδούνι μήπως και φέρει το μεσημέρι πιο γρήγορα κοντά της.
Το μεσημέρι εκείνο τα πιτσιρίκια γύρισαν στα σπίτια τους για πρώτη φορά ξεθεωμένα. Και έπεσαν όλα τους να κοιμηθούν και χάρηκαν και οι γονείς τους που κάθε μέρα τα έπαιρναν από το σχολείο φρέσκα, γεμάτα όρεξη και τάραζαν με την ανησυχία τους τις ώρες που εκείνοι στα άλλοθι τους πάλευαν να αναπαυτούνε. Η Χρυσάνθη άργησε, όμως, να επιστρέψει στο σπίτι της. Έφυγε αργά από τη δουλειά και για ώρες περιπλανιόταν στους δρόμους και στην αγορά, ψάχνοντας να βρει τι ήταν αυτό που έψαχνε.
Το απόγευμα έφτασε σε μία πλατεία που βυθιζόταν ταπεινά πλάι στα τείχη του Νέου Δικαστικού Μεγάρου. Η πλατεία ήταν σχεδόν γυμνή και έρημη και μόνο το βαρύ ροχαλητό της άγρυπνης Δικαιοσύνης πάνω από τις πολεμίστρες του Μεγάρου της πλήγωνε ανεπανόρθωτα το σιωπηλό τοπίο. Μέσα στη γύμνια και στην ερημιά, μη βρίσκοντας τι άλλο να κάνει η νεαρή δασκάλα, πλησίασε έναν γέρο λαχειοπώλη, που έστεκε ολομόναχος στο κέντρο της πλατείας και περίμενε αυτούς που τίποτα δεν είχανε να περιμένουν.
«Καλώς την κοπελιά», την υποδέχτηκε και έφερε κάτω από τη μύτη της μία δεσμίδα από τυχερά χαρτάκια να διαλέξει. «Όλα κερδίζουν», την προκάλεσε, μα εκείνη κοίταζε το ραδιοφωνάκι που είχε ο γέρος στη μέση του με σύρμα κρεμασμένο. «Αχ! Το έβδομο κονσέρτο για πιάνο! Το δυναμώνετε, σας παρακαλώ», διάλεξε η νηπιαγωγός δείχνοντας με το πληγωμένο δάχτυλο. «Σου αρέσει, κορίτσι μου, ο Μότσαρτ;» ρώτησε ο λαχειοπώλης, ανεβάζοντας την ένταση του ήχου και απλώνοντάς τον σε ολόκληρη την πλατεία. «Τον λατρεύω! Ήταν η μεγαλύτερη ιδιοφυία που γνώρισε ποτέ η μουσική. Τι κρίμα, αλήθεια, που πέθανε τόσο νέος! Μα γιατί γελάτε;», σταμάτησε κοιτάζοντάς τον ενοχλημένη να ξεκαρδίζεται. «Αν θέλεις να ξέρεις μικρή μου, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους δεν πέθανε ποτέ. Ζει ακόμα στο Περού και την περνάει μια χαρά. Και όποτε γουστάρεις, σε πάω να τον δεις!», είπε ο γέρος λαχειοπώλης ανεμίζοντας με πείσμα τα μαγικά χαρτάκια του. Τράβηξε η Χρυσάνθη τυχαία ένα από το σωρό, το πλήρωσε και απομακρύνθηκε από την πλατεία βιαστικά μέχρι που απομακρύνθηκε στο τέλος και ο Μότσαρτ από τα αυτιά της.
Το επόμενο πρωί στο Νηπιαγωγείο όλα έμοιαζαν να έχουν επιστρέψει στους κανονικούς ρυθμούς. Τα νήπια κοιμόντουσαν αραδιασμένα στο πάτωμα κυνηγώντας να βρουν όνειρα να διηγηθούν το μεσημέρι και η δασκάλα στο διπλανό δωμάτιο παρίστανε την πιανίστρια χτυπώντας με τα δάχτυλά της το γραφείο, που και αυτό με τη σειρά του παρίστανε το πιάνο. Φαντασία με ουρά.
Κάποια στιγμή όμως, η νηπιαγωγός σταμάτησε απότομα να παίζει. Λίγο που το κομμάτι δεν της έβγαινε και έκανε όλο λάθη, λίγο που είχε βαρεθεί να προσποιείται, στα ψέματα το πιάνο έκλεισε και άνοιξε στ’ αλήθεια το συρτάρι.
Στην αρχή έκανε αδιάφορα πως κοίταζε τις παλιές κιτρινισμένες φυλλάδες, κίτρινοι τίτλοι σε φόντο κιτρινιάρικο. Δεν άργησε όμως δειλά-δειλά να τις ξετυλίγει, μέχρι που κάτω από τα μάτια της άστραψαν ξανά οι δίδυμες αιχμές του τσεκουριού. Το σήκωσε, το ζύγισε στα χέρια της, το τύλιξε καλά μέσα στο παλτό της και με ένα άγριο χαμόγελο και τη ζωή της παραμάσχαλα άνοιξε την πόρτα του σχολείου και βγήκε έξω στο δρόμο.
Τις μέρες που ακολούθησαν ολόκληρη η πόλη συνταράχτηκε, όταν διάφορα φονικά, φριχτά και ανεξήγητα σημάδεψαν με αίμα και με πόνο πολλές από τις γειτονιές της. Ανυποψίαστοι και φιλήσυχοι άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά σφαγμένοι μέσα στα ίδια τους τα σπίτια. Κανείς δεν ήξερε τι είχε ακριβώς συμβεί $ κανείς δεν μπορούσε ούτε στο περίπου να καταλάβει.
Μέρα με τη μέρα ο τρόμος και ο όλεθρος μεγάλωναν και η αστυνομία το μόνο που έβρισκε να ανακοινώσει ήταν πως ο αδίστακτος φονιάς χρησιμοποιούσε όπλο βαρύ και αιχμηρό για να τα κομματιάσει τα θύματά του. Και οι εφημερίδες πολλαπλασίαζαν το φόβο και τον πανικό, δείχνοντας στις σελίδες τους εικόνες από κουτσουρεμένα πτώματα και από τεμαχισμένα μέλη, πλάι σε λιτές και διακριτικές λεζάντες.
Μέχρι που ένα μεσημέρι οι έρευνες μοιραία οδηγήσανε έναν υπαστυνόμο στο προαύλιο του Νηπιαγωγείου, να στέκεται και να παρατηρεί σκυθρωπός τον μικροσκοπικό σταυρό, που ήταν καρφωμένος ανάμεσα στις μαργαρίτες και τα τριαντάφυλλα, και στο μπλοκάκι του τις υποψίες του να σημειώνει.
Η νηπιαγωγός τού άνοιξε την πόρτα και πριν προλάβει εκείνος να πει οτιδήποτε, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει, κρύβοντας βιαστικά κάτω από το γραφείο της την ταραχή και την ντροπή της. Ο υπαστυνόμος την ευχαρίστησε αδιάφορα και ύστερα ζήτησε να τον αφήσει μόνο του με τα νήπια, που εκείνη τη στιγμή μόλις που αρχίζανε να ξυπνάνε από το καθημερινό και αγαπημένο τους παιχνίδι.
Τράβηξε μια καρεκλά ο υπαστυνόμος, κάθισε και κάθισαν στο πάτωμα τριγύρω του τα πιτσιρίκια, που πρόθυμα από την αρχή φανήκανε να παίξουν το παιχνίδι της ανάκρισης. Χάρηκε το όργανο του νόμου και της τάξης, που βρήκε έτσι εύκολα τόσους πολλούς μικρούς υπάκουους πολίτες, μα η χαρά του δεν κράτησε πολύ.
Κάθε φορά που ο υπαστυνόμος ρωτούσε κάποιο από τα παιδάκια τι είχε δει τα προηγούμενα πρωινά, εκείνο με πάθος άρχιζε να του αραδιάζει όνειρα χρωματιστά, τρελά και ταξιδιάρικα. Άλλο για άγριες σοκολατένιες θάλασσες και καραμελωμένα μακρινά νησιά και άλλο για ανίκητους ιππότες μολυβένιους και μεθυσμένα άλογα δικέφαλα του έλεγε.
Και αφού όλα τα πιτσιρίκια με υπομονή τα άκουσε, σηκώθηκε και ζαλισμένος βγήκε από την αίθουσα παραπατώντας. «Θα τα ξαναπούμε σύντομα», σφύριξε στη Χρυσάνθη και έφυγε βροντώντας ξοπίσω του την πόρτα.
Ήταν Παρασκευή όταν έφτασε ο υπαστυνόμος και μαζί του η έρευνα στο Νηπιαγωγείο, και, όπως αναμενότανε, ακολουθούσε Σαββατοκύριακο. Για δύο μέρες το σχολείο παρέμεινε κλειστό, τα νήπια στα σπίτια τους να παιδεύουνε τους γονείς τους και το τσεκούρι κλειδωμένο στο συρτάρι του γραφείου. Τι έκανε η νεαρή νηπιαγωγός τις δύο εκείνες μέρες δεν έμαθε ποτέ κανείς.
Όταν όμως στην πόλη ξημέρωσε Δευτέρα επιτέλους, εμφανίστηκε μπροστά στους μαθητές της τελείως αλλαγμένη. Τα παιδιά ανησύχησαν πολύ, έτσι που είδαν τη δασκάλα τους, μέσα σε δυο μονάχα μέρες, είκοσι χρόνια να έχει γεράσει και ρώτησαν να μάθουν. «Μια χαρά είμαι, παιδάκια μου. Μόνο να, μάλλον κρυολόγησα λιγάκι. Ξαπλώστε να ονειρευτείτε τώρα εσείς και το μεσημέρι θα τα πούμε».
Μέχρι την πόρτα να τους κλείσει, είχαν ήδη βαθιά τα μισά αποκοιμηθεί και μέχρι και τα υπόλοιπα να κλείσουνε τα μάτια, ήδη στα χέρια της Χρυσάνθης βάραινε το τσεκούρι. Είδε τη διπλή του κόψη να τη θαμπώνουν λεκέδες ξεραμένοι, ίχνη από της προηγούμενης βδομάδας τη σφαγή και άρχισε αμέσως με το λευκό της το πουκάμισο να την τρίβει καλά για να γυαλίσει πάλι, πάνω της να κοιτάξει και να δει ξανά τη χαμένη της ψυχή να καθρεφτίζεται. Και μόνο αφού συνάντησε το είδωλό της στη διπλή αιχμή του τσεκουριού, νέο και όμορφο διπλά να της χαμογελά, τύλιξε στο παλτό της το κακό και άνοιξε με άγρια χαρά την πόρτα του σχολείου σπάζοντας της ζωής της το παράθυρο. Έτρεμε ολόκληρη, μα νόμισε πως ήταν η πόλη αυτή που έτρεμε και εκείνη το μόνο της σταθερό σημείο - του κόσμου ο ύστατος ασάλευτος παράγοντας. Γέλασε με τη φοβητσιάρα πόλη, που δεν μπορούσε τον τρόμο της να κρύψει και έτσι, γελαστή βγήκε έξω στον γελασμένο κόσμο.
Και τότε είδε στα κάγκελα τρεις χωροφύλακες τον ήλιο να της κρύβουνε, τον δρόμο να της κλείνουν. Σήκωσε το κεφάλι και είδε τριγύρω της δεκάδες άλλους, επάνω στις σκεπές τον ουρανό να προστατεύουν. «Άφησε κάτω το παλτό», άκουσε φωνή γνώριμη τους τοίχους του σχολείου να δονεί, «και προς την έξοδο περπάτα!» Και η Χρυσάνθη άφησε στα πόδια της να πέσει το παλτό, μα κράτησε το τσεκούρι. Γύρω από τον εαυτό της έκανε μια στροφή και άλλη μια γύρω από ολόκληρο τον κόσμο, την πόρτα του σχολείου άνοιξε ξανά και μπήκε πάλι μέσα.
Στην είσοδο δύο παιδάκια πιασμένα χέρι-χέρι, με στόματα μισάνοιχτα και αγουροξυπνημένα μάτια την αιφνιδίασαν. Τους ξύπνησε η γνώριμη φωνή και της περιέργειας η δόνηση τους έστειλε παρέα στο κατώφλι. «Κυρία, τι είναι αυτό;», τη ρώτησαν, κοιτάζοντας το λαμπερό τσεκούρι, κι εκείνη ένιωσε να σαλεύει το βάρος του κακού στα αδύναμά της χέρια. Και τότε η Χρυσάνθη, χωρίς να το σκεφτεί πολύ, πάνω από τα κεφαλάκια τους το ύψωσε, απάντηση να δώσει.
Μα αμέσως το μετάνιωσε και άλλη απάντηση πιο πειστική δοκίμασε, ποτέ μην την ξεχάσουν. Το αριστερό της χέρι άπλωσε στο σιδερένιο της γραφείο, που πάνω του με τα μακριά της δάχτυλα έδινε κονσέρτα σιωπηλά και με το δεξί αλάνθαστα πάνω στον αριστερό καρπό οδήγησε το βάρος ολόκληρο του νέου κόσμου και του αρχαίου τσεκουριού να πέσει.
Κόπηκε ο καρπός και το κομμένο χέρι της πέρα μακριά, στο πάτωμα τινάχτηκε, τα δάχτυλά του αυτόνομα πήραν πρωτοβουλία και άλλους σκοπούς διαφορετικούς προσπάθησαν να παίξουν, μα δεν υπήρχε πια κανείς εκεί να τους ακούσει.
Και το υπόλοιπο, το ακρωτηριασμένο χέρι, άρχισε τριγύρω του το αίμα να τινάζει, κόκκινα να βάφει τα πρόσωπα τα παιδικά, το ψευτοπιάνο να ποτίζει, να ξεχειλίζει τη σιδερένια επιφάνεια και πίσω του να στάζει ρυθμικά, να παριστάνει την ουρά του.
Τρόμαξαν τα παιδάκια και από τον τρόμο τους απότομα μεγάλωσαν και με τα χέρια τους γκρεμίσανε το Νηπιαγωγείο που πια δεν τους χωρούσε και εκείνα πια δεν το είχανε ανάγκη.
Και ύστερα χτίσανε στη θέση του ένα καινούριο, μεγάλο και θεόρατο σχολείο, με τείχη απόρθητα και πύλη βαριά και σιδερένια, να μην μπορεί να την ανοίξει πια κανένας από μόνος του.
Μα ο κόσμος, όσο κι αν μεγάλωσε απότομα από το φόβο του κι αυτός, δεν έπαψε, κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι του, την περισσότερη ζωή του να περνάει. Μόνο που, επειδή δεν είναι πια μικρό παιδί, καμιά φορά τα πόδια του εξέχουνε κι έτσι, όσο καλά κι αν προσπαθεί εκεί από κάτω να κρυφτεί, πάντα τον βρίσκουνε στο τέλος.

Stand Alert For Other Alarms

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Νυρεμβέργη

Ταξίδευα από το Μόναχο. Σ’ ολόκληρο το τραίνο είχανε αφήσει στους καπνιστες μόνο μισό βαγόνι. Κι ήταν κι αυτό με καπνό και καπνιστές γεμάτο. Δίπλα μου καθόταν μια γυναίκα με το κεφάλι της βαθιά μέσα σε γκρίζο σκούφο σφηνωμένο. Το αριστερό μου δειλά στο δεξί της ακουμπούσε. Στου δρόμου τα μισά γύρισα και την είδα να κοιμάται. Κι είχε στο χέρι το τσιγάρο της ακόμα αναμμένο. Αισθάνθηκα τον κίνδυνο μα να της το τραβήξω δε κατάφερα. Κι είδα μετά το αναμμένο με χάρη πάνω στη μάλλινή της μπλούζα να γλυστρά. Άρπαξε αμέσως η μάλλινη. Είδα τις φλόγες ν’ αγκαλιάζουν τη γυναίκα στοργικά. Και κάψαν τη γυναίκα και το μισό βαγόνι καπνό και καπνιστές. Κι ύστερα ολόκληρο το τραίνο παραδόθηκε. Μα δε σταμάτησε να ταξιδεύει. Πιστό στο δρομολόγιο του.. Παράλογη συνέπεια μα έπρεπε κι αυτό σε κάτι πιστό να μείνει. Κι απ΄ τα παράθυρα είδα τη φωτιά μαζί κι αυτή να ταξιδεύει. Και να την καίει ολόκληρη την παλαιά μας ήπειρο. Κι έγινε η παλαιά στάχτες κι αποκαΐδια. Όμως, παρόλο το κακό, η γυναίκα με τον σκούφο συνέχιζε να κοιμάται. Μόνο όταν στη Νυρεμβέργη μπήκαμε, αναγκάστηκα να την ξυπνήσω. Δεν είχε παραπέρα. Και τότε εκείνη με κοίταξε χαρούμενη. Κι ο γκρίζος και η μάλλινη και όλα χαιρόντουσαν μαζί της. «Σ’ ευχαριστώ», με φίλησε από τον εφιάλτη που την τράβηξα. «Σ’ ευχαριστώ», μ’ αγκάλιασε, που τον μοιράστηκα μαζί της. Κι εγώ που πάλι από κάτι έφευγα να ξεχαστώ και να ξεχάσω. Που πάλι όλα για να τα ξαναβρώ ταξίδευα, τότε μονάχα το λάθος μου κατάλαβα. Πως με τον ταξιδιώτη παρέα και τα όνειρά του ταξιδεύουνε. Κι οι εφιάλτες κι αυτοί μαζί του ακόμα. Και μάλιστα πιο γρήγορα. Τον ξέρουνε το δρόμο. Το έχουν ξανακάνει το ταξίδι. Και είναι πάντα εκεί και περιμένουνε. Στον επόμενο σταθμό, στ’ απέναντι λιμάνι. Τον ταξιδιώτη να υποδεχτούν και τον φυγά να τον προλάβουν. Μ’ ένα φιλί στο μάγουλο, με μια αγκαλιά λουλούδια.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

το τελευταίο χτύπημα

Τα ξημερώματα της ενδεκάτης Απριλίου του 200… ένα παράξενο και απροσδόκητο γεγονός ήρθε να αναστατώσει τις ήσυχες ζωές των ανθρώπων στην πόλη και στον κόσμο. Από το βυθό της πόλης και σε απόσταση μόλις μερικών μέτρων από το παλιό νεκροταφείο, μια εκτυφλωτική λάμψη αναδύθηκε στην επιφάνεια και αφού σχημάτισε τέσσερις σχεδόν ομόκεντρους κύκλους, βυθίστηκε ξανά στον σκοτεινό πυθμένα της πόλης και χάθηκε για πάντα.
Μπροστά στο ανεξήγητο, οι ένοικοι του νεκροταφείο φάνηκαν, για ακόμα μια φορά, επιδεικτικά αδιάφοροι. Οι κάτοικοι της πόλης, όμως, ανησύχησαν, μα ετούτη τη φορά αρνήθηκαν να ρίξουν στους νεκρούς, όπως το συνηθίζουνε, το φταίξιμο.
Η λάμψη έγινε ορατή από τις συνοικίες εκείνες, όπου ο ήλιος δεν είχε ακόμα κάνει την εμφάνισή του. Έτσι όπως έχει κυριεύσει η πόλη τον πλανήτη, αδιαφορώντας για συντεταγμένες και ημισφαίρια, οι μέρες σε άλλα διαμερίσματα και γειτονιές ξημερώνουν το πρωί και σε άλλα προάστια και συνοικίες φτάνουν αργά το απόγευμα ή μέσα στη μαύρη νύχτα. Και αφού μια λάμψη για να φανεί χρειάζεται σκοτάδι, σε όλα τα μέρη εκείνα, όπου ήταν ήδη ή ακόμα μέρα, λάμψη οι άνθρωποι δεν κατάφεραν να δουν, αλλά μπόρεσαν να γευτούν και να ακούσουν καθαρά την αντανάκλασή της.
Λίγες ώρες νωρίτερα στα μέρη, όπου η πόλη είχε ανάγκη τον ηλεκτρισμό ακόμα και για τα πλέον απαραίτητα, όλα τα φώτα έσβησαν ξαφνικά, απειλώντας την ατσάλινη ισχύ του πολιτεύματος και τις χάρτινες αντοχές του πολιτισμού. Χρειάστηκαν τριάντα λεπτά περίπου, μέχρι να καταφέρουν συνασπισμένες δυνάμεις ηλεκτρολόγων, μαθητευομένων μάγων και έμπειρων διαφημιστών να αποκαταστήσουνε τη βλάβη.
Κατά τη διάρκεια αυτής της παρ’ ολίγον ολέθριας ημίωρης συσκότισης, σημειώθηκαν σε πολλά σημεία της πόλης μία σειρά από προκλητικά ανεξήγητες και ανεξήγητα προκλητικές ενέργειες, τις οποίες η πόλη, μην μπορώντας να κρύψει τη ντροπή και την αμηχανία της, έσπευσε να τις ονομάσει τρομοκρατικές.
Αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο λάθος. Από αυτά που η πόλη δε μας είχε συνηθίσει, από τότε που άρχισε να ταυτίζεται με τον πλανήτη. Το όνομα, που διάλεξε η πόλη για να βαφτίσει τα συμπτώματα της απρόοπτης συσκότισης, γέννησε στα κεφάλια των ανθρώπων πλήθος ερωτηματικών κι έτσι, αντί να ερμηνεύσει τα έκτροπα, εξέτρεψε τελικά την ερμηνεία.
Κι ενώ της αναστάτωσης οι κύκλοι οι ομόκεντροι απλώνονταν, όλο και μεγαλύτερα τμήματα της πόλης έμπαιναν μέσα στο χορό. Άλλοι από βρώμικη περιέργεια, άλλοι από αγνό ενδιαφέρον και οι περισσότεροι έτσι, για να τους δουν οι γείτονες, αφήνανε τα σπίτια τους και έξω έβγαιναν, στο δρόμο. Όλοι ήθελαν να δουν από κοντά τα ανεξήγητα κι έτσι, όσος ο πληθυσμός της πόλης, τόσες και οι εξηγήσεις που οι κάτοικοι δοκίμαζαν να δώσουν.
Πρώτα η διαυγής λάμψη του τρόμου κι ύστερα ο θολός τρόμος της λάμψης, που σαν απόκοσμος αντίλαλος λίγο μετά πιστά την ακολούθησε, συγκλόνισαν τις φαντασίες και τις λογικές όλων στην πόλη.
Κάποιοι από αυτούς, που έτρεξαν στο δρόμο για να ακούσουν και να δουν, αφού τα τακτικά διαγγέλματα και τα έκτακτα δελτία της πόλης δεν τους αρκούσαν πια, έφτασαν σε σημείο να καταφύγουν σε ακόμα περισσότερες προκλητικές και ανεξήγητες ενέργειες. Κάποιοι παράτησαν τα σπίτια τους ξεκλείδωτα, κάποιοι άρχισαν να κοροϊδεύουνε τα έκτακτα και με τα τακτικά να αστειεύονται και υπήρξανε και κάποιοι άλλοι, που τόλμησαν ακόμα και κουβέντα να ανοίξουνε καταμεσής στο δρόμο με άγνωστους ανθρώπους.
Η έκρυθμη κατάσταση θύμιζε περισσότερο γιορτή και πανηγύρι, παρά καταστροφή και πανικό και η πόλη ένιωσε τις πορσελάνινες δομές της να ραγίζουν. Ήτανε φανερό πως οι ερμηνείες δεν αρκούσαν πια. Εδώ χρειαζότανε επέμβαση.
Και τότε ήταν που προκηρύχθηκε το μεγαλύτερο κυνήγι θησαυρού στην ιστορία αυτής της πόλης. Ανακοινώθηκε πως από τα ξημερώματα έληγε η απαγόρευση για το κυνήγι γάτας $ μια απαγόρευση που φαίνεται πως είχε από όλους ξεχαστεί μέσα στον ωκεανό των σιωπηρών προτροπών και των ρητών απαγορεύσεων. Οι κάτοικοι της πόλης στο εξής, όχι μόνο αποκτούσαν εκ νέου το δικαίωμα να κυνηγούν και να εξολοθρεύουν γάτες, μα επιπλέον η πόλη τούς έδινε και κίνητρο. Για κάθε γάτα-θήραμα που θα έφερνε στην πόλη ο κάθε πολίτης-κυνηγός, θα έπαιρνε για αντάλλαγμα δέκα ολόκληρους λαχνούς για τη μεγάλη κλήρωση.
Επίσης, ορίστηκε πως η διάθεση των λαχνών θα γινόταν στο εξής μόνο από την ίδια την πόλη αυτοπροσώπως και μόνο από αυστηρά επιλεγμένα, σταθερά και αμετακίνητα σημεία και όχι πια από τους γυρολόγους και πλάνητες λαχειοπώληδες, το επάγγελμα των οποίων τέθηκε προσωρινά εκτός νόμου, σχεδίου πόλεως και συστήματος.
Και τότε, όλοι εκείνοι που είχαν τους δρόμους κατακλύσει, απαιτώντας να ακούσουν και να δούνε, ξέχασαν ξαφνικά τους τρόμους και τις λάμψεις και με λαχτάρα ρίχτηκαν στο κυνήγι της γάτας και στων λαχνών τα ανταλλάγματα. Μα, όπως στην πόλη συνηθίζεται, δελτία και διαγγέλματα να μπερδεύονται και οι λέξεις με τα νοήματα να παίζουν ένα παράξενο παιχνίδι, οι άνθρωποι παρασύρθηκαν και πίστεψαν πως άρχισαν να κυνηγούν τις γάτες επειδή αυτές κρυβόντουσαν πίσω από αυτό, που η πόλη βιαστικά και επιπόλαια ονόμασε τρομοκρατία.
Κι έτσι, ούτε στιγμή τύψεις και αναστολές κανένας τους δεν ένιωσε που σκότωνε τα κατοικίδια και τους τετράποδους αλήτες, αφού όλοι θεωρούσαν πως ήταν ετούτη η σφαγή μια τιμωρία δίκαιη, ορθή και επιβεβλημένη.
Μέσα σε λίγες ώρες, πλάι στης πόλης τα μνημεία και μέσα στις πλατείες της, στήθηκαν εκατοντάδες αυτοσχέδια σφαγεία και πρόχειρα κρεματόρια. Χιλιάδες ψόφιες γάτες υψώθηκαν ψηλά βουνά, άγρια ποτάμια από το αίμα τους πλημμύρισαν τους δρόμους. Και έμοιαζαν μπρος στα λαμπρά σφαγεία τα μνημεία ασήμαντα και ανώφελες οι πλατείες χωρίς τα ένδοξα τους κρεματόρια. Μέσα σε λίγες ώρες κανένας δεν μπορούσε τη ζωή του ξανά να φανταστεί έξω από ετούτον τον άγριο χορό και αυτό το ιερό κυνήγι.
Αδιάκριτα και αλύπητα οι άνθρωποι εξόντωναν, ακρωτηρίαζαν, αποκεφάλιζαν, έλιωναν και ξεκοίλιαζαν άσπρα, μαύρα και πολύχρωμα γατιά. Εκείνα πανικόβλητα έτρεχαν να κρυφτούν από των ανθρώπων τη μανία, μα όπου και να τρύπωναν, οι διώκτες τους πάντα τα έβρισκαν, αφού, ύστερα από τόσα χρόνια ειρηνικής συνύπαρξης, όλοι γνώριζαν τις κρυψώνες τους $ και οι άνθρωποι των γατιών και οι γάτες των ανθρώπων.
Τσιρίζανε, ουρλιάζανε, σκαρφάλωναν όσο πιο ψηλά μπορούσανε για να γλιτώσουν. Το ουρλιαχτό τους σάρωνε ολόκληρη την πόλη, μα οι άνθρωποι βουλώνανε τα αυτιά τους με το φτηνό χαρτί των τυχερών λαχνών και τίποτα δεν άκουγαν.
Μέσα στο αίμα των τετράποδων λουσμένοι και μεθυσμένοι από το ρυθμό του μακελειού, άρχισαν να χορεύουν σαν τρελοί γύρω από τις εκατόμβες των θηραμάτων τους. Ανάβανε φωτιές και μέσα στο χαμό τα ρούχα τους πετούσανε και ύστερα τα έκαιγαν κι αυτά παρέα με τις γάτες. Μα έπειτα τους πιάνανε ντροπές και προσπαθούσαν τη γύμνια τους να κρύψουν πίσω από τις δεσμίδες των λαχνών τους.
Μέσα σε λίγες μέρες, οι γειτονιές και τα προάστια ερήμωσαν από γάτες. Οι άνθρωποι, αφού παρέδωσαν στην πόλη τα θηράματα, κηρύξανε μονάχοι τους τη λήξη του μεγάλου κυνηγιού και επέστρεψαν στα σπίτια τους μετρώντας τα τυχερά χαρτάκια. Και μόνο για το πότε θα ξημερώσει η μέρα της μεγάλης κλήρωσης τώρα πια νοιαζόντουσαν.
Καμιά δεκαριά από τις γάτες που γλίτωσαν τον όλεθρο, μαζεύτηκαν σε ένα απομακρυσμένο κτήμα κάπου στης πόλης τα περίχωρα. Εκεί συνάντησαν ένα άλλο, παράξενο γατί, που από καιρό μέσα σε μια βαθιά τρύπα ζούσε καλά κρυμμένο, μουτζουρώνοντας τετράδια και χαρτιά και που, μέσα στης έμπνευσης την τρύπα, δεν είχε καταλάβει τίποτα από κυνήγια και σφαγές. Μόνο συνέχεια για κάποια εκδίκηση τους μιλούσε και όλο με πείσμα συνέχιζε τετράδια και χαρτιά να μουτζουρώνει.
Άρεσε ετούτος ο γάτος ο παράξενος στα υπόλοιπα γατιά, κι εκείνα ομόφωνα τον εξέλεξαν αρχηγό τους. Μα όσο κι αν του ζητούσανε να τα οργανώσει και να τους δώσει εντολές, εκείνος τους έλεγε ακίνητα απέναντί του να σταθούν για να τα ζωγραφίσει.
Πέρασαν έτσι τρεις-τέσσερις βδομάδες και μέχρι να συνειδητοποιήσουνε οι άνθρωποι των γατιών τους την απώλεια, άρχισαν κάποιοι από αυτούς να νιαουρίζουν άθελά τους.
Κι ένα πρωί ξύπνησαν για να πάνε στις δουλείες τους και έκπληκτοι στους τοίχους της πόλης ανακάλυψαν αλλόκοτα συνθήματα, όλα γραμμένα από χέρια αόρατα. Λέξεις που από μόνες τους τίποτα δεν μπορούσαν να σημαίνουν, μα που, έτσι όπως είχανε χαραχτεί η μια πλάι στην άλλη, γεννούσαν πρωτόγνωρα συναισθήματα. Και όσο πιο μεγάλα και ψηλά ήταν τα τείχη που είχανε πάνω τους γραφτεί, τόσο και πιο μυστήρια, θολά και ανεξήγητα φαίνονταν τα άγνωστα αυτά μηνύματα στα μάτια των ανθρώπων.
Ξεκίνησα κι εγώ αργά, προς το μεσημέρι να κατεβαίνω βιαστικά στην είσοδο του πύργου μου και είδα μπροστά στην πόρτα τους γείτονές μου με απορία να διαβάζουνε κάτι σαν ξόρκι μαγικό ή σαν τραγούδι άγνωστης φυλής, που είχε με μαύρα γράμματα τον τοίχο μας σημαδέψει: ΝΝΡΡΡΑΝ ΑΝΡ ΝΑΝΑΡΡΝΑ ΑΝΑΝΝΝΑΡΑΝ. Και παρακάτω, έξω από ένα μαγαζί, συνάντησα ακόμα περισσότερους ανθρώπους μαζεμένους να προσπαθούν να καταλάβουν, τι το ΡΟΟΟΑΑΑΝΝ ΑΝΟΑΡΑ ΟΝΟΡΟ ΑΝ σημαίνει.
Συνέχισα μέσα στην πόλη να περπατώ, μα όσο πιο βαθιά μέσα της προχωρούσα, τόσο τα μυστηριώδη αυτά συνθήματα πλήθαιναν και μεγάλωναν. Κι όσο αυξάνονταν το μέγεθος και ο αριθμός, άλλο τόσο και περισσότερο φούσκωνε και ξεχείλιζε η άγνοια στα βλέμματα των ανθρώπων και κόντευαν τα βλέμματα να σπάσουνε κομμάτια και να σκορπίσουνε όλου του κόσμου τα ερωτηματικά στο δρόμο.
Ούτε καν τα δημόσια κτήρια, τα διοικητήρια της πόλης και τα αρχηγεία του πλανήτη δε γλύτωσαν από το μαύρο μελάνι του ανερμήνευτου. Είδα ένα τεράστιο ΟΟΙΙΑΝΝΝΝΑΡ έξω από τις πύλες μιας φυλακής και παρακάτω, κάτω από μιας τράπεζας τα ψηλά παράθυρα κάτι σαν ΙΑΑΑΡΡΟΣΣΙ ΟΣΣΙ ΑΡΣ διέσχιζε ολόκληρη την πρόσοψη σαν σκοτεινό ουράνιο τόξο.
Την ώρα που προσπαθούσα να αντιγράψω αυτές τις λέξεις στο τετράδιό μου, είδα στο πλάι μου να στέκεται ένας γνωστός μου από τα παλιά υπαστυνόμος. Μου φάνηκε χλωμός και κουρασμένος και ήταν τα μάτια του τόσο κόκκινα, λες και είχε όλο το αίμα του κόσμου γύρω τους μαζευτεί. Τον χαιρέτησα και ύστερα δείχνοντάς του ένα σύνθημα τον ρώτησα, μήπως και τη δική του εξήγηση ακούσω.
Εκείνος τότε μου είπε πως όλα ετούτα τα μηνύματα υπήρχανε γραμμένα από χρόνια και τίποτα το παράδοξο δε βρισκότανε σε αυτά και πως το μόνο ανεξήγητο ήταν πως τόσο καιρό κανένας μας δεν είχε τίποτα προσέξει. Με άφησε για λίγο να τον κοιτάζω απορημένος και πριν προλάβω να χωνέψω τις κουβέντες του, εκείνος έσκυψε στο αυτί και μου ψιθύρισε, «τώρα πια εμένα δε με χρειάζεστε άλλο». Κι ύστερα έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό περίστροφο και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.
Το πιο παράξενο, ωστόσο, από όλα ετούτα τα αλλόκοτα μηνύματα, το βρήκα στην αυλή ενός σχολείου, όπου η πόλη με είχε μόλις τοποθετήσει, για να καλύψω το κενό μιας νηπιαγωγού, η οποία είχε εξαφανιστεί κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και όπου τελικά, αντί για το δικό της το κενό, κάλυπτα επάξια τις θέσεις των νηπίων.
Πριν από ετούτη τη δουλειά, δούλευα παρκαδόρος σε κάποιο μπαρ με φώτα κίτρινα. Κι έτσι παράτησα τα αυτοκίνητα και έγινα παρκαδόρος για παιδάκια.
Έφτασα αργά και καθυστερημένα στη δουλειά, λίγη ώρα πριν το μάθημα τελειώσει, έχοντας τη συνείδησή μου ήσυχη, αφού μπορούσα ως δάσκαλος να φαίνομαι συνεπής στις ίδιες ακριβώς συνήθειες στις οποίες είχα κάποτε διαπρέψει και ως μαθητής άλλων καλύτερων δασκάλων. Έσπρωξα τη βαριά και σιδερένια πόρτα του σχολείου και πέρασα στην αυλή, όπου τα πιτσιρίκια συγκεντρωμένα και αμίλητα κοίταζαν έναν τοίχο.
Και τότε είδα την παράξενη επανάληψη τον πάτο του τοίχου να αγγίζει.

ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου

Έστειλα τα παιδιά στα σπίτια τους και πίσω στους γονείς τους και τρέχοντας επέστρεψα στον πύργο μου. Με κάποιον να μιλήσω λαχταρούσα, μα δυστυχώς ο γείτονάς μου δεν ήταν πια εκεί.
Ο γέρος λαχειοπώλης έφυγε από τον πύργο ένα πρωί, πάει ένας μήνας από τότε, και δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Μέσα στην τρέλα της ημέρας, ασχοληθήκαμε ελάχιστα με αυτή την εξαφάνιση. Κι εγώ ακόμα, που είχα καταντήσει σχεδόν δικός του άνθρωπος, αδιαφόρησα και όλο έλεγα πως δεν μπορεί, κάποτε θα γυρίσει. Κάποιοι είπανε πως χάθηκε στις γειτονιές της πόλης τριγυρνώντας. Κάποιοι άλλοι διέδιδαν πως ήταν πια νεκρός, κανείς τους όμως να μαντέψει δε δοκίμαζε πώς και γιατί είχε αυτός πεθάνει. Ούτε κι εγώ, που είναι δουλειά μου να καλύπτω τα κενά, δεν τόλμησα να φανταστώ τι απέγινε ο φίλος μου, αν και μέσα μου βαθιά ίσως να θέλω να πιστεύω πως ζει ακόμα κάπου, σε μία χώρα μακρινή, πως την περνάει μια χαρά και ίσως πως, αν κάποτε περάσω κι εγώ τυχαία από εκεί, όσα εδώ δεν πρόλαβα, τότε να τον ρωτήσω.
Έτσι, αφού απέμεινα από γείτονα ορφανός, τη συντροφιά που είχα ανάγκη έψαξα να τη βρω παρέα με τις κομμώτριες του πέμπτου. Μα όταν έφτασα στον όροφό τους και έξω από την πόρτα τους, μου φάνηκε παράξενο πολύ που ήτανε το μαγαζί κλειστό, αν και ήταν καταμεσήμερο, άρα και ώρα κομμωτηρίου.
Άρχισα να απομακρύνομαι, όταν πίσω από την πόρτα άκουσα φωνές και έτσι γύρισα και χτύπησα το κουδούνι. Εκείνες καθυστέρησαν πολύ να δώσουνε απάντηση, μα όσο αργούσαν οι κομμώτριες, τόσο ένιωθα να γλιστράνε οι ανάσες τους μέσα από τις χαραμάδες, να δραπετεύουν, να με καλούν να επιμείνω. Και τότε χαμογέλασα, αφού το είχα καταλάβει πως πίσω από την κλειδωμένη πόρτα, εκείνες με κοιτούσαν.
«Τι θέλεις; Είμαστε κλειστά», άρχισαν να με διώχνουν, μα εγώ τους είπα να σταματήσουν το κρυφτό και πως αν ήθελαν να παίξουμε, υπήρχανε και άλλα, καλύτερα ομαδικά παιχνίδια. Και ύστερα χαϊδεύοντας το κεφάλι μου, τους παρακάλεσα μέσα να με αφήσουνε να μπω, να με κουρέψουν.
Όταν επιτέλους μου άνοιξαν την πόρτα και πέρασα μέσα, στο κομμωτήριο, αισθάνθηκα αμέσως πως κάτι κρυφό και συνωμοτικό υπήρχε στη συμπεριφορά τους. Τους πρότεινα να μοιραστούν μαζί μου το δικό τους μυστικό και εγώ για αντάλλαγμα θα τους έλεγα το μεγαλύτερο δικό μου. Εκείνες όμως αρνήθηκαν και μου είπαν να φυλάξω μυστήρια και μυστικά για υλικό στις ιστορίες μου. Και, αφού από τη βιασύνη τους να με ξεφορτωθούν, μου ξύρισαν το κεφάλι, μου ζήτησαν να πηγαίνω γιατί ήτανε, λέει, αργά και τι θα σκέφτονταν οι άλλοι ένοικοι στον πύργο.
Δε χρειαζότανε να δω τον ήλιο να κρέμεται ακόμα ψηλά στον ουρανό για να το καταλάβω πως έλεγαν ψέματα οι κομμώτριες. Σηκώθηκα να φύγω, αφού με αυτές να επιμείνω άλλο δεν μπορούσα. Στιγμή παραπάνω δε θα έμενα εκεί, στο κομμωτήριο, αν το ήξερα πως ένα από τα κορίτσια, το πιο μικρό, εκείνο με τα κόκκινα μαλλιά, όση ώρα τα υπόλοιπα με φρόντιζαν, στεκότανε από πίσω μου και το κεφάλι μου σημάδευε, βαστώντας ένα βαρύ δικέφαλο τσεκούρι. Μα ευτυχώς για όλους μας όσα αγνοώ ως ήρωας, ως συγγραφέας τα γνωρίζω.
Κατέβηκα ξανά πίσω, στον όροφό μου, μα ούτε και εκεί κατάφερα πολύ να μείνω. Δε με χωρούσε το δωμάτιο. Έψαξα τσέπες και συρτάρια άδειασα, άρχισα να μετρώ τα χρήματά μου. Ήθελα κάτι να αγοράσω, αλλά αυτά που είχα δε μου έφταναν. Βγήκα ξανά στο δρόμο, μα ετούτη τη φορά ανάμεσα από του μυαλού μου τους δαιδάλους και τους λαβύρινθους της πόλης, διάλεξα τη μόνη ευθεία που γνώριζα καλά και τράβηξα προς τη θάλασσα.
Κουράστηκα να περπατώ, αλλά στο τέλος ο δρόμος με δικαίωσε. Ήταν η ακτή και η θάλασσα εκεί ακριβώς, όπου τις είχα την τελευταία φορά αφήσει. Περπάτησα για λίγο ακόμα κατά το μήκος της ακτής και ύστερα κατά της φαντασίας μου το πλάτος. Μα είδα κάποτε την προκυμαία να στερεύει και μπρος την πύλη ενός φάρου τη φαντασία μου να διακόπτεται.
Παράξενα μηνύματα πάνω στην πρόσοψη του φάρου δεν υπήρχαν. Ίσως λόγω της καμπυλότητας των τοίχων του, πάνω του να μην έπιανε η μπογιά. Μπορεί τα χέρια τα αόρατα να μην κατάφεραν τη στρογγυλάδα του κτηρίου να ημερέψουν. Διάβασα, όμως, πλάι στην πύλη του μια επιγραφή, που έγραφε, «φωτογράφος» και άρχισα να σκαρφαλώνω την πέτρινη και στριφογυριστή σκάλα του φάρου. Μα όσο κι αν ανέβαινα ψηλά, ένιωθα πως επέστρεφα διαρκώς στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Ο φωτογράφος τρόμαξε, όταν με είδε στου φάρου τον εξώστη, και όταν του είπα πως ήθελα να με φωτογραφίσει, τον έπιασε πανικός. «Τι είδος φωτογραφία ζητάς να σε τραβήξω;», τρέμοντας με ρώτησε και δίπλα του οι κόρες και η γυναίκα του, έψαχναν τρόπο τον παρείσακτο να διώξουν από το σπίτι. «Θέλω μια φωτογραφία οικογενειακή», είπα εγώ και τότε άρχισε του φωτογράφου η οικογένεια μαζί μου να γελάει. «Μα, εσύ είσαι μόνος σου. Ετούτο που γυρεύεις είναι δύσκολο πολύ εγώ να σου το δώσω. Κι αν ακόμα τα κατάφερνες, εμένα να με ξεγελάσεις, την κάμερα και το φακό να κοροϊδέψεις δεν μπορείς», στα αστεία μού απάντησε και ύστερα στα σοβαρά μού έδειξε την πόρτα. Και τότε εγώ θύμωσα και του φώναξα, «τράβηξε ό,τι βλέπεις!»
Κατέβηκα από το φάρο, αφού πρώτα στο φωτογράφο υποσχέθηκα πως θα επιστρέψω σύντομα να του ζητήσω και τις δυο του κόρες για γυναίκες μου και από την παραλία έφυγα ξανά τραβώντας την ευθεία μου, πίσω γυρίζοντας στην πόλη.
Στο δρόμο έκανα στάση σε ένα κατάστημα που πουλούσε παιχνίδια για μεγάλους και αγόρασα βόμβες και δυναμίτη. Πλήρωσα τις τσέπες μου αδειάζοντας και για το υπόλοιπο του χρέους μου, άφησα τις φωτογραφίες μου ενέχυρο.
Διέσχισα την πόλη ολόκληρη, μα με όλο ετούτο το επικίνδυνο φορτίο μου, κανένας σημασία δε μου έδωσε, κανείς δε με σταμάτησε να με ρωτήσει από πού ερχόμουν. Κανείς δε θέλησε να μάθει που πηγαίνω.
Συνέχισα να προχωρώ μέχρι που έφτασα στην άκρη των ανατολικών συνοικιών της πόλης, εκεί όπου σήμερα ανατολή και δύση ενώνονται, σμίγουνε και μπερδεύονται. Βρήκα την αυλή του μηχανικού, σκαρφάλωσα τα κάγκελα και βρέθηκα από ψηλά την τρύπα του να κοιτάζω και τη ζωή μου να μετρώ. Πήρα μια ανάσα και άρχισα προσεχτικά να κατεβαίνω.
Μα όσο κι αν κατέβαινα με προσοχή, στο τέλος βρέθηκα στον πάτο της πεσμένος. Βρήκα εκεί μέσα έντεκα γατιά, τα πήρα και τα έχωσα στις τσέπες μου και αφού τοποθέτησα στη θέση τους τα εκρηκτικά, άναψα του κόσμου το φυτίλι και άρχισα να ανεβαίνω γρήγορα ξανά πίσω στην επιφάνεια.
Δεν ήξερα προς τα πού να τρέξω, μα έτρεξα σαν τρελός. Και όσο έτρεχα μακριά, μετρούσα από μέσα μου ανάποδα, μα οι έντεκα μικρές καρδιές χτυπούσανε μέσα στις τσέπες μου σαν δαίμονες και όλο έχανα το μέτρημά μου.
Και τότε ξαφνικά κι ενώ ακόμα έτρεχα, θυμήθηκα μια ζωγραφιά που είχα δει για μια στιγμή στης τρύπας τον πυθμένα. Θυμήθηκα το πρόσωπο στη ζωγραφιά $ κάπου το είχα ξαναδεί. Το πού θυμήθηκα.
Ήθελα να γυρίσω πίσω, μα ήτανε πια αργά.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Μπλε

Της ζήτησα να μου πει μια ιστορία.
Έπρεπε κάτι να ακούσω. Επειγόντως. Ήταν στ’ αλήθεια ζήτημα ζωής και θανάτου. Μια ιστορία. Όποια να ‘ναι. Ό,τι να ‘ναι.
Κατάλαβε πως το εννοούσα. Πως της μιλούσα σοβαρά. Ένιωσε πόσο σοβαρό ήταν για μένα. Και πόσο τη χρειαζόμουν την ιστορία εκείνη. Μια οποιαδήποτε ιστορία που θα μπορούσε τη στιγμή εκείνη την Ιστορία την ίδια να τη σώσει.
«Μα εγώ δεν ξέρω ιστορίες να λέω», απολογήθηκε. «Ούτε καν παραμύθια. Και κάποιες λίγες που μου έχουν πει, τις έχω κι αυτές μπερδέψει. Δεν θυμάμαι πού είναι το τέλος και πού η αρχή τους. Αποσπάσματα έχουν απομείνει μόνο να τραυλίζουν μες στο μυαλό μου. Κομμάτια κι αποσπάσματα από τη μία και μοναδική ιστορία του κόσμου».
«Μα, αν είναι έτσι, πες μου τη δική σου ιστορία. Δεν μπορεί. Όλοι οι άνθρωποι έχουν μια τέτοια. Κάποιοι μάλιστα έχουν και περισσότερες. Εγώ θυμάμαι πως ένα βράδυ έφτασα να μετρήσω δεκάξι διαφορετικές ιστορίες της ζωής μου».
«Όχι όλοι. Εγώ δεν έχω δική μου ιστορία να σου πω. Αλλά και να έχω, και πάλι δεν μπορώ σωστά να την αφηγηθώ. Δεν ξέρω. Κι αν το δοκίμαζα, μάλλον από τη μέρα τη σημερινή θα ξεκινούσα. Νόημα δεν θα έβγαζες. Για μένα και πάλι τίποτα δεν θα καταλάβαινες, και πάλι άλλη θα είχες απέναντί σου να της γκρινιάζεις».
Τι άλλο να κάνω δεν ήξερα. Απελπίστηκα. Μια ιστορία θα μου έσωζε τη ζωή. Στα σκοτάδια μου ξαναβυθίστηκα. Κι εκείνη χαμογελαστή απέμεινε να με κοιτάζει. Τίποτα, γαμώτο, δεν έλεγε. Μόνο χαμογελούσε. Και μόνο την τελευταία στιγμή μίλησε. Τη δωδεκάτη ώρα. Άργησε πολύ, μα το κακό τελικά το πρόλαβε.
«Έχεις μπλε μάτια», έκανε, «όπως κι εγώ!»

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

περί του πολέμου μου

Τη μέρα εκείνη ξύπνησα νεκρός.
Τη μέρα εκείνη ημέρα δεν υπήρχε.
Τη μέρα εκείνη ξύπνησα, μα ο χρόνος συνέχισε στο πλάι μου για πάντα να κοιμάται.
Η μέρα εκείνη δεν άρχισε ποτέ κι ούτε ποτέ δεν πρόκειται εκείνη η μέρα να τελειώσει.
Η μέρα εκείνη, εγώ κι εσύ που με διαβάζεις.

Τη μέρα εκείνη ξύπνησα νεκρός και θέλησα να καταλάβω που τώρα πια βρισκόμουν. Το αβυσσαλέο πουθενά, όμως, τριγύρω μου δε μου άφηνε μεγάλα περιθώρια. Είχα βρεθεί εκεί, καταμεσής στο πουθενά και είχα γίνει το ποτέ που πάντα ως τότε απέφευγα. Τίποτα δεν υπήρχε πριν, τίποτα δε φαινότανε μετά.
Η μέρα εκείνη και άλλο τίποτα.

Τη μέρα εκείνη ξύπνησα μέσα σε μία αιώνια στιγμή.
Η στιγμή-εγώ.

Άνοιξα τα μάτια μου, αλλά δεν έβλεπα μπροστά μου τίποτα πέρα από ένα στάσιμο γαλαζωπό σκοτάδι. Αν και νεκρός, είχα ακόμα μάτια, μα η όραση μου δεν υπήρχε πια, παρά μονάχα σαν μία μακρινή, θολή και ενοχλητική ανάμνηση.
Άκουγα τα βλέφαρά μου να παλεύουν να συνηθίσουν τη μορφή του νέου εκείνου κόσμου. Άκουγα την καρδιά μου να υπαγορεύει το ρυθμό στη νέα μου ζωή και ύστερα τα σπλάχνα μου να αναζητούν το ρόλο τους στη νέα αυτή κατάσταση πραγμάτων. Έξω από εμένα, όμως, κανένας άλλος ήχος λυτρωτής δεν έφτανε στα αυτιά μου. Άκουγα το σκοτάδι.
Προσπάθησα να το αγγίξω, μα ένιωθα τα δάχτυλά μου να αργοσαλεύουν μέσα του αυτόνομα, χωρίς να κατορθώνει η αφή μου να διακρίνει κάποια εναλλαγή μες στην πυκνότητα του χώρου. Δεν ήξερα αν ήταν άραγε αέριο ή υγρό το ακατανόητο εκείνο σύμπαν που με είχε περιβάλει. Δεν ήμουν σίγουρος ούτε καν για την ίδια τη δική μου στερεότητα. Και όμως, το σώμα μου ήταν ακόμα εκεί, όπως ήμουν κι εγώ ακόμα ήμουν ο κάτοικός του. Υπήρχε το μέσα μου ακόμα εκεί ακέραιο, μα το έξω μου ολόκληρο είχε εξαφανιστεί.
Οι αισθήσεις μου παρέμεναν άνεργες και αμήχανες μπροστά σε εκείνη τη χωρίς παραστάσεις αντιπραγματικότητα. Αδυνατούσαν ακόμα να συμβιβαστούν με την ιδέα πως είχαν, έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα, περάσει μέσα σε μια ανυπαρξία αμετάφραστη. Μέχρι που άρχισα σιγά-σιγά να γεύομαι τον πανικού, σαν ένα σιχαμερό μεταλλικό σιρόπι που βάλθηκα να το καταβροχθίζω με μια παράλογη μανία.

Ήθελα να βγω, να φύγω, να αποδράσω. Αλλά από τι; Ούτε ήξερα ούτε τολμούσα πια να φανταστώ.
Αυτό δεν ήταν φυλακή. Οι φυλακές έχουνε τοίχους και κελιά που ορίζονται στο χώρο. Μα χώρος εκεί μέσα δε χωρούσε.
Αυτό δεν ήτανε ποινή. Προϋποθέτει η ποινή το πέρασμα του χρόνου μέσα από το σώμα του κατάδικου. Μα εκεί μέσα το σώμα μου και ο χρόνος έμοιαζαν να έχουν ταυτιστεί.
Ήθελα να κινηθώ, να προχωρήσω, να πάω κάπου, μα η σύγχυση των διαστάσεων έκανε τα βήματά μου να χάνουν το νόημα και τον προορισμό τους. Ένιωθα, όχι πως παραβίαζα, αλλά πως είχα πια ρητά εξαιρεθεί από το νόμο της βαρύτητας. Λες κι είχα μες στου βυθού το άγνωστο καταδυθεί ή εκτοξευτεί στο άπειρο του διαστήματος. Μόνο που ακόμα ο άναρχος τυμπανισμός της πανικόβλητης ανάσας μου απέκλειε προς το παρόν όλα τα βαραθρώδη ενδεχόμενα.
Και ύστερα η απροσδόκητη αντιστροφή της αναπνευστικής μου λειτουργίας άρχισε να μου αποκαλύπτει μια μυστική, καλά κρυμμένη μέσα μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Εισέπνεα από μέσα μου κι εξέπνεα εμένα.

Προσπάθησα να προσδιορίσω από τι είδους υλικό ήταν φτιαγμένο το νέο περιβάλλον μου, μήπως και καταλάβω έτσι, δια της αφαιρέσεως, σε τη μορφή είχε μετατραπεί η ύλη η δική μου. Αλλά οι θερμοκρασίες του μέσα και του έξω χώρου καθόλου δεν ξεχώριζαν και έτσι ούτε τα όρια του ίδιου μου του εαυτού δεν ήμουν ικανός να διακρίνω.
Το σώμα μου ήταν το σύμπαν μου.
Το σύμπαν-εγώ.

Όλα όσα μάταια δοκίμασα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, για να τον αποφύγω, αναζητώντας εξηγήσεις λογικές να εξημερώσω το απόλυτο παράλογο, τον είχαν εξοργίσει.
Ο πανικός μου έμοιαζε για ακόμα μια φορά να προσαρμόζεται καλύτερα από εμένα. Σκαρφάλωσε στων ιστών μου τις πλαγιές, πάτησε πάνω στους νευρώνες μου και εξαπλώθηκε στα υψίπεδα του εγκεφάλου μου.
Του φώναξα, δεν υπάρχεις, κι εκείνος έμπηξε τις πυρωμένες του βελόνες μες στα μάτια μου. Του ούρλιαξα, δεν είσαι εδώ, κι εκείνος άρχισε να κρυοπριονίζει το κρανίο μου.
Είμαι νεκρός, τίποτα δε μπορείς να μου κάνεις τώρα πια, είπα και γέλασα μονάχος μου με το ίδιο μου το αστείο. Το γέλιο μου, όμως, φούντωσε ακόμα περισσότερο τη λύσσα του θηρίου μέσα μου.
Άρχισα τότε να σπαρταρώ μέσα σε μια δαιμονιώδη περιδίνηση, ενώ εκείνος μου έγδερνε μεθοδικά όλες τις αντιστάσεις. Άρχισα να στροβιλίζομαι στο χείλος ενός φρικτού μετεωρισμού, ενώ εκείνος μου ξήλωνε αλύπητα τα αντανακλαστικά μου αποθέματα.
Συνέχιζα να γελάω, παρόλο που ολοένα και πνιγόμουν μέσα στο σάλιο και στα δάκρυα. Συνέχιζα να χορεύω στο ρυθμό του πανικού με όλη την αντοχή που μου είχε απομείνει. Με όλη εκείνη την ισχύ που η ζώσα ανυπαρξία μου προσέφερε.
Και εκεί πάνω στην στροφή είδα τη λάμψη της ρομφαίας του να σχίζει το ακίνητο γαλαζωπό σκοτάδι.

Και τότε άρχισα να τραγουδάω, χτυπώντας τις αόρατες πατούσες μου στο ανύπαρκτο σανίδι: τρεις τέσσερις δώδεκα, τρεις πέντε δεκαπέντε, τρεις έξι δεκαοχτώ, είμαι νεκρός, τρεις επτά εικοσιμία, τρεις οχτώ εικοσιτέσσερις, νεκρός, νεκρός, νεκρός, τρεις εννιά εικοσιεπτά, ένας νεκρός που ξέρει να χορεύει, ένας νεκρός που ξέρει να μετρά, πέντε επτά τριανταπέντε, πέντε οκτώ σαράντα, ένας νεκρός που θέλει να θυμάται, να αντιδρά, να υπολογίζει, επτά επτά σαρανταεννιά, ένας νεκρός που σχεδιάζει, το χάρτη αυτής της κόλασης εγώ τον έχω φτιάξει και ήρθες μετά εσύ, κέρβερος φτωχός και αδέσποτος να μου φυλάξεις τις εισόδους, επτά οκτώ πενηνταέξι, επτά εννιά εξηντατρία, εγώ σε κάλεσα, εγώ είμαι ο αφέντης σου, σε μένα πρέπει να υπακούς, κάποιος πρέπει να σου διδάξει τρόπους βρωμερό σκυλί, σύρσου λοιπόν στα πόδια μου και άσε με ήσυχο να μετρήσω ετούτη τη στιγμή. Τη μόνη από όλες του κόσμου τις στιγμές που μου έχει περισσέψει.

Το αυτοκτήνος λούφαξε και ζάρωσε, μαζεύτηκε κουτάβι την ίδια του τη λύσσα νικημένο καταπίνοντας. Του πέταξα μια πικρή ανάμνηση παλιάς πληγής να έχει να ροκανίζει και γύρισα στον κόσμο μου ή σε ό,τι είχε απομείνει από αυτόν τον κόσμο να θυμίζει.

Οι παλαιές ολόθνητές μου αισθήσεις δεν είχαν τίποτα νέο πια για να μου πουν. Κανένα νέο ερέθισμα δεν μπορούσε να εισβάλει από έξω προς τα μέσα, λες και το μέσα είχε το έξω ολόκληρο για πάντα απορροφήσει και δεν το είχε ανάγκη πια.
Ο χώρος είχε αντιστραφεί.
Ο χρόνος είχε σβήσει.
Νέες, ως τότε μυστικές και άγνωστες, αισθήσεις διαδέχονταν όλες εκείνες τις ανώφελες παλιές.

Και τότε άρχισε μπροστά μου να απλώνεται το μυστικό τοπίο του αιχμάλωτού μου εαυτού. Και τότε άρχισα την άγνωστη χώρα των στιγμών μου με θράσος να εξερευνώ και να χαρτογραφώ αμήχανα την επικράτεια της.

Η μέσα χώρα μου, ωστόσο, δεν ήταν ο τόπος ο ειρηνικός που κάποτε είχα φανταστεί. Λιμάνια ασφαλή και εύφορες κοιλάδες μέσα μου δεν υπήρχαν. Μονάχα ένα μονοπάτι κόκκινο κατάφερα να διακρίνω και στον ορίζοντα και όσο έφτανε το βλέμμα μου μια άγονη και γκρίζα ερημιά.
Συνέχισα να περπατώ κι ενώ κοχλάζανε οι πέτρες από κάτω μου, ένιωθα το υπόλοιπο κορμί μου να παγώνει.


Από μακριά ξεχώριζα μια λέξη να ξεκινάει σαν ψίθυρος στο παιδικό δωμάτιο και μέχρι να με φτάσει, να γίνεται μια άγρια πολεμική κραυγή.
Μια λέξη που την είχα ακούσει ήδη τόσες πολλές φορές, από όλες τις φωνές, σε όλες τις περιστάσεις, που είχα πια ξεχάσει το νόημά της το αληθινό. Που ίσως ποτέ δε νοιάστηκα πραγματικά να μάθω τι σημαίνει. Που μέσα σε εκείνη τη στιγμή, μέσα στη χώρα των στιγμών, ήταν πια πολύ αργά να ψάξω ή να ρωτήσω.
Και όμως από όλες τις λέξεις τις ανθρώπινες, αυτή ήταν η λέξη η δικιά μου.
Η λέξη-εγώ.

Και τότε είδα, εκεί, στο βάθος το αμέτρητο του κόκκινου μονοπατιού μια λεγεώνα σάπιες πανοπλίες να έρχονται καταπάνω μου να με υποδεχτούν με τις πυρακτωμένες λόγχες τους. Οι περασμένοι μου εαυτοί όλων των πεθαμένων ημερών, που τόσα χρόνια στοίβαζα μες στο μυαλό μου τα κουφάρια τους, είχαν βρικολακιάσει και με συνασπισμένες τις δυνάμεις τους χιμούσαν να θερίσουν τον απρόσκλητο.
Ελάτε εδώ, σιχαμερά βδελύγματα!
Ελάτε! Να δούμε πόσους τελικά το άπειρο χωράει.
Μόνο προσέξτε, το μονοπάτι αυτό είναι στενό και πονηρούς πολεμικούς σχηματισμούς δεν επιτρέπει. Αν θέλετε στ’ αλήθεια μαζί μου να τα βάλετε, τότε θα πρέπει να μπείτε στη σειρά. Είστε πολλοί κι εγώ είμαι μονάχος μου. Μα ένας προς έναν θα δείτε πως θα σας καταφέρω. Κάποτε ίσως κουραστώ. Ίσως σε κάποιο από τα αμέτρητά σας πρόσωπα κάτι να θυμηθώ, να λυπηθώ, να κλάψω, να δειλιάσω. Μα μέχρι τότε, να το ξέρετε, πως όσους περισσότερους μπορώ, έχω σκοπό μαζί μου να τους πάρω. Μου ανήκει ο πόλεμος αυτός, είναι δική μου αυτή η κόλαση και χωρίς μάχη δε σκοπεύω να την χαρίσω σε κανέναν σας.
Και τότε όρμισα κι εγώ επάνω τους.

Και τότε άρχισε να βρέχει.

Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

Το σπίτι απέναντι

Απέναντι από το πατρικό μου υπάρχει ένα στοιχειωμένο σπίτι.
Για την ακρίβεια υπάρχει ένα στοιχειωμένο διαμέρισμα στην απέναντι πολυκατοικία. Το ξέρω πως τα περισσότερα σπίτια σήμερα στον κόσμο πλέον στοιχειωμένα είναι. Το συγκεκριμένο όμως δεν είναι ένα συνηθισμένο στοιχειωμένο σπίτι.
Δεν κατοικείται από φαντάσματα. Αργόσχολα πνεύματα και ανεξήγητες υπάρξεις δεν το επισκέπτονται. Ποτέ κανένας γείτονας δεν άκουσε ανατριχιαστικούς ψιθύρους κι εφιαλτικές κραυγές να βγαίνουν απ’ αυτό. Τίποτα το παράδοξο και το εξωπραγματικό δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτό το στοιχειωμένο σπίτι. Διότι το σπίτι το ίδιο είναι τόσο παράδοξο και εξωπραγματικό που κι οι πιο σκοτεινές κι απόκοσμες υπάρξεις αρνούνται να το κατοικήσουν.
Κι όμως το στοιχειωμένο αυτό διαμέρισμα έχει έναν ένοικο. Έναν δάσκαλο από την Καρδίτσα που το νοικιάζει εδώ και δεκαοχτώ χρόνια. Κι αυτά είναι όσα γνωρίζουν οι γείτονες για τον μυστηριώδη αυτόν άνθρωπο. Τίποτα άλλο. Και δεν γνωρίζουν τίποτα άλλο γιατί ο άνθρωπος αυτός δεν έχει μείνει ποτέ σ’ αυτό το σπίτι. Δεκαοχτώ χρόνια τώρα, ποτέ του δεν κοιμήθηκε σ’ αυτό. Ούτε μια φορά δεν ήρθε να δει πώς είναι το σπίτι που νοικιάζει. Δεν έχει καν περάσει το κατώφλι του. Κι όμως επί δεκαοχτώ χρόνια τα νοίκια μπαίνουν κανονικά στο λογαριασμό του ιδιοκτήτη. Μυστήριο πραγματικό.
Λοιπόν, αυτόν τον άνθρωπο έτυχε να τον γνωρίσω πριν από μερικές μέρες. Τυχαία. Εντελώς συμπτωματικά συναντηθήκαμε, γνωριστήκαμε και μου αποκάλυψε το λόγο για τον οποίο τόσα χρόνια πληρώνει για ένα διαμέρισμα που ποτέ δεν έχει καν επισκεφτεί και όπου ποτέ του – μα πραγματικά ποτέ του - δε σκοπεύει να μείνει. Δυστυχώς, επίσης με παρακάλεσε να μη μιλήσω ποτέ γι’ αυτό και σε κανέναν.
Κι εγώ δε μπορώ παρά να σεβαστώ την επιθυμία του.

Αμάλια

Τον καιρό εκείνο ταξίδευα συχνά στην εθνική. Το γούσταρα ακόμα τότε αυτό το πήγαινε - έλα. Δεν είχα αρχίσει να πλήττω και από την πλήξη να πληγώνομαι. Το απολάμβανα, όπως και κάθε μου μοναχική στιγμή. Τότε ακόμα οι στιγμές αυτές μου ήταν εξαιρετικά λυτρωτικές. Και το ταξίδι στην εθνική μοναδική δημιουργική διαδικασία. Ο δρόμος, το τιμόνι, τα φωτάκια του πόλο, ο καφές και τα τσιγάρα, το ασήμαντο τοπίο. Οι μουσικές μου, όλα δημιουργούσαν ένα μοναδικό και σχεδόν ανεπανάληπτο έργο τέχνης.
Αν και έκανα πάντα την ίδια ακριβώς διαδρομή, μέχρι κάποια στιγμή μπορούσα και τα ξεχώριζα τα πήγαινε και τα έλα μου. Πάντα υπήρχε κάτι που έκανε το καθένα τους διαφορετικό. Ήταν αυτό που άκουγα στο ράδιο ξανά και ξανά την Ροντρίγκεζ και πάλευα τι σήμαιναν οι στίχοι να μαντέψω. Ή το άλλο που μιλούσα στο τηλέφωνο με την Κατερίνα για πάνω από 100 χιλιόμετρα και τίποτα να πούμε δε τολμούσαμε. Κι εκείνο που τρέχοντας σα βλάκας, λίγο πριν τη Θήβα έσκασε σαν έντομο πάνω στο τζάμι μου η ιδέα να γράψω αυτήν την ιστορία και λέρωσε το μυαλό μου. Μετά άρχισα να τα μπερδεύω. Με τρόμαξε ο δρόμος ξαφνικά. Μέχρι που έφτασα στο σημείο και να φοβάμαι ακόμά να ταξιδεύω μόνος μου. Γιατί μέχρι τότε μόνος μου ταξίδευα. Και το απολάμβανα. Μόνος μου και συνήθως νύχτα.
Νύχτα και μόνος μου ήταν και τότε που λίγο μετά τη Λάμια αντίκρισα, φευγαλέα είναι αλήθεια μα και τόσο έφτανε, το πιο φριχτό, το πιο αποτρόπαιο θέαμα. Εντάξει, κουφάρια ζώων είχα δει πολλά στους δρόμους μου. Ζώα που χτυπήθηκαν από διερχόμενα οχήματα και στη συνέχεια κομματιάστηκαν κάτω από τις ρόδες των άλλων που ακολούθησαν. Άτυχα ζώα. Σκυλιά, γάτες, αλεπούδες, αρουραίους, φίδια, πουλιά – τι ειρωνεία, πουλιά! – ακόμα και μια ολόκληρη αγελάδα μια φορά, θυμάμαι. Κουφάρι ανθρώπινο πάντως πρώτη φορά έβλεπα.

Τικ - Τακ

«Τι θέλεις να γίνεις, όταν μεγαλώσεις;» τη ρώτησα. Ήταν σκοτεινά και δε θυμάμαι καλά. Μπορεί και να ήταν εκείνη που με ρώτησε. Έστρεψε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο. Κοίταζε κάπου έξω και έμοιαζε να σκέφτεται την απάντηση. Κάπου εκεί έξω μπορεί και να υπήρχε το δικό της Άλεφ. Κάπου εκεί έξω πρέπει να ήταν γραμμένες οι απαντήσεις σε όλου του κόσμου τα ερωτήματα. Έκλεισε τα μάτια της για να δει καλύτερα. Για μια στιγμή. Και μετά τα άνοιξε διάπλατα. Έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα. Ταράχτηκα σφόδρα. Κι εγώ και το σύμπαν ολόκληρο. Κι εγένετο σεισμός. Πολλά μεγάλος σεισμός. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν έμεινε κάτι να μας θυμίζει.
Τι τεράστια που έγιναν τα μάτια της! «Γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;» τη ρώτησα. «Για να σε φάω καλύτερα», έκανε να με τρομάξει. «Άφησε τα αυτά! Κάτι σε ρώτησα. Τι θέλεις να γίνεις, όταν μεγαλώσεις; Πες μου!» Κάτι απάντησε μα εγώ δεν άκουσα καλά και ξαναρώτησα. «Καλά!» μου χαμογέλασε. «Κι εγώ;» «Κι εσύ καλά!» κι έκανε να με φιλήσει. «Τι κι εγώ; Τι καλά; Κοίταξε τριγύρω σου! Κοίτα να δεις τι έκανες! Τίποτα όρθιο δεν άφησες. Ο κόσμος του τέλους του κόσμου! Δε λέω, κάπως έτσι το φανταζόμουνα, αλλά…»
«Τι αλλά;» με πρόλαβε. «Δε χαίρεσαι που το έζησες; Που το περάσαμε παρέα; Μην ανησυχείς! Θα μεγαλώσουμε και όλα θα τα ξαναφτιάξουμε. Όλα! Από την αρχή. Μέχρι και κάποιο καινούριο προπατορικό αμάρτημα θα βρούμε να κάνουμε. Θυμάσαι; Καταστροφή – Δημιουργία. Καταστροφή – Δημιουργία. Τικ – Τακ. Τικ – Τακ. Τικ – Τακ…»

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

η ερμηνεία των ονείρων μου

Ο κύριος Έψιλον είχε γράψει κάπου κάποτε πως οφείλουμε να αναζητούμε στα ίδια τα όνειρά μας τα εγκλήματα που δεν έχουμε ακόμα σχεδιάσει και που άγρυπνοι ούτε καν τολμήσει να σκεφτούμε. Να τελούμε, δηλαδή, ακόμα και στον ύπνο μας, σε διαρκή εγρήγορση, σα να είμαστε όργανα της πιο ιδιωτικής αστυνομίας σε μυστική αποστολή και αδιάφορα δήθεν ροχαλίζοντας να ξεγελάμε το ίδιο μας το υποσυνείδητο εκμαιεύοντάς του ενδείξεις και πειστήρια.
Τη μέρα -ή τη νύχτα- εκείνη είδα τρία όνειρα ή νομίζω πως θυμάμαι τρεις διαφορετικές εικόνες σε μια μονάδα ύπνου. Οι δύο πρώτες ήταν δυσάρεστες, βίαιες κι εφιαλτικές. Η τρίτη ήταν γελοία.

Στην αρχή με είδα να επισκέπτομαι το γνώριμο σπίτι-εργαστήριο του –γνωστού και από παλιότερα όνειρα- φίλου μου του εφευρέτη, ο οποίος μόλις είχε κάνει, λέει, μια καινούρια σπουδαία ανακάλυψη. Είχε επινοήσει ένα μοναδικό πλυντήριο–στεγνωτήριο για ανθρώπινους εγκεφάλους.
Ο φίλος μου με παρακάλεσε –όπως το συνηθίζει, άλλωστε- να δοκιμάσω την εφεύρεσή του κι εγώ αμέσως αποδέχτηκα με συγκινητική αφέλεια και αυτοκτονική προθυμία. Έτσι, αφού αφαίρεσα το μυαλό μου με την ίδια ευκολία που κάποιος θα έβγαζε το καπέλο του, το παρέδωσα στα χέρια του φίλου και της επιστήμης. Εκείνος τότε το τοποθέτησε μέσα σε ένα πολύχρωμο και πολύπλοκο μηχάνημα, το οποίο και έθεσε αμέσως σε λειτουργία. Και αφού με διαβεβαίωσε πως σε λίγη μονάχα ώρα θα έχω πίσω το μυαλό μου, πλυμμένο, στεγνό και καθαρό, απαλλαγμένο από κάθε δυσάρεστη ανάμνηση και σκέψη περιττή, μου ζήτησε να περιμένω κοιτάζοντας έξω, από το παράθυρο το δρόμο.
Η εφεύρεση όμως φαίνεται πως δεν είχε ακόμα τελειοποιηθεί και ο εφευρέτης μου ξεκίνησε τότε με αστειάκια και μισόλογα να με προετοιμάζει για το ενδεχόμενο να έχω μόλις θυσιάσει το ίδιο μου το μυαλό για χάρη της έρποντος πολιτισμού και της καλπάζουσας προόδου.
Εγώ τότε, μη μπορώντας μάλλον να σκεφτώ κάτι καλύτερο, αφού δεν είχα πια μυαλό μες στο κεφάλι, απέμεινα να κοιτάζω έξω, από το παράθυρο το δρόμο, ώσπου κάποια στιγμή διέκρινα τον εαυτό μου να περνάει από κάτω. Στο σημείο αυτό αρχίζει το δεύτερο μέρος του ονείρου.

Ήμουν εγώ και περπατούσα σε ένα δρόμο και ήμουν έτσι, όπως περίπου είμαι και στην πραγματικότητα, μόνο που είχα και μια τεράστια κοιλιά, που με μεγάλο κόπο κουβαλούσα. Και τότε του ονείρου ο σιωπηλός αφηγητής μου αποκάλυψε πως εκείνη η κοιλιά δεν είχε δημιουργηθεί από αφρώδεις καταχρήσεις ή αγχώδεις παρενέργειες, αλλά πως ήμουν, λέει, έγκυος. Όχι γυναίκα έγκυος, μα ούτε άνδρας που προσποιούνταν τις ανεξήγητες των γυναικών μεταμορφώσεις. Ήμουνα έγκυος-εγώ και μάλιστα σε μήνα πολύ προχωρημένο και είχα μέσα μου ένα πολύ κανονικό παιδί, που εγώ ο ίδιος επρόκειτο σύντομα να γεννήσω.
Μα λίγο στο δρόμο παρακάτω και στο όνειρο έμπλεξα σε έναν σοβαρό καυγά, εγώ μόνος και έγκυος απέναντι σε μια ολόκληρη ομάδα από αλήτες. Κι ενώ στην αρχή αμυνόμουν και ανταπέδιδα τις προσβολές και τα χτυπήματα, στη συνέχεια υποχώρησα μπροστά στου δρόμου την αριθμητική υπεροχή.
Έπεσα κάτω προσπαθώντας να προφυλάξω το αβάσταχτο φορτίο μου, μα εκείνοι άρχισαν να με κλωτσάνε ακριβώς εκεί, στη φουσκωμένη μου κοιλιά. Πολλές φορές και με ολοένα και αυξανόμενη δύναμη και μανία.

Και τότε ξεκίνησε η τρίτη φάση του ονείρου, όπου η παρέα των αλητών ενώθηκε, συμπυκνώθηκε κι έγινε ένας άνθρωπος. Ένας αλήτης. Ο αλήτης-εγώ. Μάζεψα από κάτω το μωρό που είχα με τις κλωτσιές μου πρόωρα φέρει στο δρόμο και στον κόσμο, το αγκάλιασα, λέει, στοργικά και ορκίστηκα πως θα είμαι στο εξής ένας άξιος και υποδειγματικός πατέρας.

Όταν ξύπνησα παρέμεινα για λίγη ώρα ακόμα στο κρεβάτι μου κοιτάζοντας τον ελάχιστο ουρανό που αναλογούσε στο κελί μου και προσπαθώντας να μαντέψω αν είναι νωρίς ακόμα το πρωί ή ήδη αργά το απόγευμα.
Η μοναδική οπτική –και μόνο- φυγή προς τον έξω κόσμο ήτανε δυνατή μέσω ενός στενού τετράγωνου παράθυρου στην οροφή, το οποίο έβαζε σε δοκιμασία τα ένστικτα και τις αισθήσεις μου, άλλοτε κουβαλώντας τον μακρινό απόηχο μιας θάλασσας και άλλοτε επαναλαμβάνοντας μηχανικά ένα αλλόκοτο και γκρίζο σφυροκόπημα. Δεν είχε κάγκελα, αλλά κάθε ιδέα απόδρασης μέσα από αυτό μάλλον αποκλειόταν, αφού θα έπρεπε να ήμουν πρώτα γίγαντας για να το φτάσω εκεί ψηλά και ύστερα μικρό ξανά παιδάκι για να χωρέσω και να περάσω από μέσα του.
Είχα ακούσει κάποτε πως αν κάποιος κατάφερνε να βγάλει το κεφάλι του μέσα από μία τρύπα, τότε εύκολα ή δύσκολα θα ακολουθούσε μετά και το κορμί του. Ωστόσο, νομίζω πως κάπου κρύβεται κάποιος μυστικός συμβολισμός σε αυτήν την κουταμάρα, το νόημα του οποίου, δυστυχώς, για ακόμα μια φορά μου διαφεύγει.
Τετράγωνο σχήμα είχαν επίσης οι τοίχοι και κατά συνέπεια το πάτωμα και η οροφή, αλλά και το κρεβάτι μου ακόμα και αναρωτιόμουν τι επίδραση θα μπορούσε να ασκήσει αυτή η βάναυση αρμονία, μετά από μια μακρά παραμονή, στο σώμα και στη λογική μου. Σχεδίασα, μάλιστα, σχετικά κάποιες αστείες εικόνες στο χαρτί και διασκέδασα με αυτές για λίγη ώρα ένα βράδυ.
Το σιδερένιο τετράγωνο κρεβάτι μου ήταν και το μοναδικό έπιπλο εκεί μέσα κι έτσι αναγκαζόμουν, κάθε φορά που δοκίμαζα να ξεκινήσω το πραγματικά μεγάλο μου βιβλίο, να γράφω ξαπλωμένος - πράγμα που τελικά δεν ήταν και τόσο κακό όσο ίσως ακούγεται. Άλλωστε, κάτι παρόμοιο μου είχανε συστήσει οι ιατρονόμοι μου, όταν επέστρεψα από τον πόλεμο με τα παράσημα ανδρείας να μου κεντάνε τους σπονδύλους - να μη δουλεύω για πολλή ώρα καθιστός, να αναζητώ πάντα την ορθή στάση του σώματος, να χάσω βάρος, να ασκούμαι τακτικά και άλλα τέτοια φαιδρά και ακατανόητα.
Πάντοτε απορούσα πως μπορούν αυτοί οι άνθρωποι και παραμένουν σοβαροί και αγέλαστοι την ώρα που σερβίρουν συμβουλές στους ασθενείς τους.
Πάντως, τις πρώτες μέρες που πέρασα φυλακισμένος μέσα στον πέτρινό μου κύβο, αν χόρτασα στ’ αλήθεια από κάτι, ήτανε σίγουρα από ύπνο και από όνειρα. Είχε ανοίξει ο δυστυχής μου οργανισμός από παλιά κακό λογαριασμό, από την εποχή εκείνη, όπου με φαρμακευτική, ακόμα και με μηχανική κάποιες φορές, υποστήριξη υποχρεωνόμουν -βάσει εντολών- να παραμένω ξάγρυπνος για ολόκληρες βδομάδες, φυλλομετρώντας μεσημβρινούς και ημισφαίρια. Κακές συνήθεις που συνεχίστηκαν αμείωτες και αργότερα, μέσα στα χαρακώματα της ειρηνικής μα ένοχης καθημερινότητάς μου. Κι έτσι πίστεψα πως δήθεν απαλλαγμένος, έστω και προσωρινά, από υπαγορεύσεις άνωθεν, που μισό πραγματικές, μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν, θα μπορούσα ως αυτοκρατούμενος να ανατρέψω αυτήν τη σε βάρος του κοιμισμένου μου εαυτού βαριά αναλογία.
Είχα διαβάσει κάποτε πως ο ύπνος ο πολύς τον άνθρωπο αποβλακώνει. Δε ξέρω αν θα μπορούσα να θεωρηθώ ως αντιπροσωπευτικό ανθρώπινο παράδειγμα, πάντως, αν και έχω ήδη ζήσει τόσο καιρό με ορθάνοιχτα τα μάτια, δυσκολεύομαι ακόμα κι εγώ ο ίδιος να με κατατάξω ανάμεσα στους ευφυέστερους του είδους μου.
Περιμένοντας να δω αν τελικά θα σκοτεινιάσει ή θα φωτίσει περισσότερο ο ουρανός του άνωθεν τετράγωνου, σκέφτηκα άθελά μου τι θα συνέβαινε, άραγε, όταν οι ζεστές μέρες κάποια στιγμή θα έφευγαν και από το ψηλό παράθυρο θα άρχιζε μοιραία να τρυπώνει το φθινόπωρο. Λες και υπήρχε ήδη μες στο θολωμένο μου μυαλό από τότε, από τα πρώτα δειλά εικοσιτετράωρα, έστω και ως ιδέα ακατέργαστη, η προοπτική να παραμείνω εκεί μέσα, ώσπου να νιώσω τις μεγάλες του χρόνου νύχτες να έρχονται καταπάνω μου.
Η εναλλαγή των εποχών, οι κινήσεις των πλανητών, όλες αυτές οι βρώμικες ιστορίες - πως και δε έχουν εφεύρει ακόμα τρόπους να τις αφήσουν έξω από τα κελιά και τις υποζωές των καταδικασμένων του συστήματος; Λες και είναι λίγα τα προβλήματα που ήδη τους έχουν προκαλέσει. Ή μήπως αποτελεί και αυτό κομμάτι αναπόσπαστο της τιμωρίας τους; Ακούστε τον χρόνο, μυρίστε τη ζωή, αλλά μην τολμήσετε ποτέ το χέρι σας να απλώσετε! Ζήστε, μα μην αγγίζετε!

Όταν μετά την ύποπτο ανακωχή των Διδύμων, κλήθηκαν οι επίστρατοι να επιστρέψουν στα κάτεργα και στα κελιά τους, ελάχιστοι από αυτούς ανταποκρίθηκαν. Έτσι το Διευθυντήριο διέταξε όλους εμάς που δεν είχαμε από τα χημικά και τις ακτίνες ξεχάσει τη γραφή και την ανάγνωση να συντάξουμε καταλόγους με τους αρνητές – κανείς δε τολμούσε ακόμα να τους πει δραπέτες. Μέσα στις λίστες εκείνες κατόρθωσα, χωρίς κανένας να με υποψιαστεί, να κάνω τις δικές μου προγραφές, συμπληρώνοντας στα κρυφά ονόματα ανεκτίμητων παλιών συνεργατών και αγαπημένα πρόσωπα του τότε παρελθόντος. Και μάλλον μαζί με εμένα είχαν πολλοί άλλοι ομοτράπεζοι την ίδια σιχαμερή ιδέα, αφού των επικηρυγμένων τα ονόματα κοντεύανε να ξεπεράσουνε τον αριθμό των επιζώντων του πολέμου.
Τότε ήρθε το ευεργέτημα του προέδρου Μπιουκάναν και αντί να εξαπολύσει η Τετραρχία ανθρωποκυνηγητό, τέτοιο που θα έμοιαζε με χαζόσκυλο που κυνηγάει την ουρά του, βαφτίστηκε τόπος σωφρονισμού και εξορίας ολόκληρος ο πλανήτης.
Ανδρών διαφανών πάσα γη και φυλακή, όπως θα έλεγε και ο κύριος Έψιλον, αν υπήρξε ποτέ κύριος Έψιλον στ’ αλήθεια.