Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

η απάντηση του λύκου

«Λύκε, λύκε, είσαι εδώ;», γλύφει τα χείλη της για να γλιστρά πιο εύκολα το κάλεσμα και κλείνει το ραδιόφωνο. Βάζει δευτέρα και ύστερα ανοίγει τον καθρέφτη του αυτοκινήτου.
Από πίσω κάποιος κάτι προσπαθεί να ψιθυρίσει ρυθμικά αναβοσβήνοντας τους προβολείς του. «θέ - λω - να - σε...», ξεκινά να αποκωδικοποιεί το μήνυμα, μα σύντομα τα παρατάει. Απογοητεύεται. Ο λύκος δε θα μιλούσε έτσι.
Ξανά πρώτη - ξανά το βλέμμα στον καθρέφτη. Της αρέσει ετούτος ο καθρέφτης που την παρακολουθεί, όπου κι αν πάει εκείνη. Του δείχνει τα δόντια της. Γυαλίζουν τα δόντια, τρίζουνε, θέλουνε να δαγκώσουνε τη νύχτα. Λαχταρούν να κόψουνε στα δύο αυτή την πόλη.
Γλύφει ξανά τα χείλη. Μπορεί η ψυχή να στέγνωσε, τα χείλη όμως πρέπει να μείνουνε υγρά. «Λύκε, λύκε...!» Πάλι δευτέρα και κατεβάζει το παράθυρο. Κάνει να σβήσει το ραδιόφωνο ξανά, μα αυτό έχει ήδη σωπάσει. Αφουγκράζεται. Τι ήχος είναι αυτός παράταιρος που δεν την αφήνει τη νύχτα να ακούσει;
Κοιτάζει έξω. Ανθρωπάκια ανεβοκατεβαίνουνε τα πεζοδρόμια. Μπαινοβγαίνουνε στα καφέ, στριμώχνονται στις διαβάσεις. Παντού μονάχα ανθρωπάκια - και ο λύκος πουθενά.
Βλέπει ένα μπαρ να τρεμοσβήνει κάτω από φώτα κίτρινα. Κίτρινα όλα τους και ψεύτικα. Μαρσάρει. Θέλει να μπει μέσα στο μπαρ μαζί με το αυτοκίνητο. Περήφανη, αλύγιστη πάνω στο μαύρο άρμα της. Θέλει να ακούσει όλα αυτά τα κίτρινα χαμόγελα να σπάνε, κομμάτια κάτω από τις ρόδες της να γίνονται.
«Πού είσαι λύκε;» Κατεβάζει ταχύτητα και ανεβάζει τις στροφές της. Κοιτάζει τα κίτρινα φώτα και τα άσπρα ανθρωπάκια για ακόμα μια φορά και ετοιμάζεται. «Θα μπω εκεί μέσα και θα πάρω όσους περισσότερους γίνεται μαζί μου».
Ο παρκαδόρος όμως τη σταματά, την εμποδίζει. Πάντα θα βρίσκεται κάποιος κομπάρσος της ζωής να προλαβαίνει το κακό. Περιπτεράδες, τροχονόμοι, σερβιτόρες, βουβές γειτόνισσες και μακρινά ξαδέρφια. Μονοσήμαντοι, μονοδιάστατοι, μοναχικοί ήρωες που γεμίζουν τα καρέ και λειτουργούν ως φύλακες άγγελοι ή φύλακες γενικότερα. «Αφήστε το σε μένα, παρακαλώ!» Κατεβαίνει.
Καθώς της δίνει ένα ροζ χαρτάκι, εκείνη τον πλησιάζει και υποκλέπτει την οσμή του. Σαπούνι και αποσμητικό. Όχι, ο λύκος δε θα μύριζε έτσι.
Μπαίνει στο μπαρ με τα κίτρινα φώτα. Τα ανθρωπάκια εκεί μέσα μοιάζουν με κεριά που καίγονται χωρίς φωτιά και λειώνουν. Στάζει στο πάτωμα η κέρινή τους ύπαρξη. Στη λάσπη τους βυθίζει τα τακούνια της και προχωράει. Τα ανθρωπάκια τσακίζουνε τη γυμνασμένη μέση τους, τεντώνουν τον ευλύγιστο λαιμό τους και την κοιτάζουν. Ψάχνει το λύκο μέσα στα πεινασμένα βλέμματα. Ο λύκος αποκλείεται να κοίταζε έτσι. Πόσο απέχει η απογοήτευση από την απελπισία; Τρία με τέσσερα ποτά, μπορεί και λίγο παραπάνω. Περνάει στην αίθουσα με τους καθρέφτες. Παραγγέλνει.
«Το ποτό σας!». Σε ποιο από τα πολλαπλά της είδωλα απευθύνεται ο μπάρμαν; Ποιο από όλα ετούτα τα εγώ θα πιει απόψε; Ποιο θα μεθύσει; Ποιο στο τέλος θα πληρώσει το λογαριασμό; Κάνει να πιάσει το ποτήρι, μα κάποιο χέρι αρπάζει το δικό της. Για μια στιγμή το αίμα της παγώνει. «Εσύ! Τι κάνεις; Με θυμάσαι; Εγώ... Πάνε δέκα χρόνια, τουλάχιστον...». Δεν τον θυμάται, αλλά τι σημασία έχει; Θα τον θυμηθεί.
Ήταν βράδυ Σαββάτου και είναι Δευτέρα ξημερώματα. Ένα φιλί στο χέρι την ξυπνά και εκείνη κατεβαίνει από το όνειρο. Κρίμα και είχε πλάκα. Ήτανε, λέει, αυτή ο λύκος και όλο το δάσος μέσα της γελούσε. «Πρέπει να φύγω. Θα σε ξαναδώ;» Πού πάει; Γιατί πρέπει να φύγει; Τι δουλεία κάνει; Ποιος είναι; «Θα τελειώσω αργά το απόγευμα. Να περάσω να σε πάρω;»
Ήτανε ξημερώματα και είναι αργά το βράδυ. Τέσσερις βδομάδες γλίστρησαν αθόρυβα ανάμεσα σε προφυλακτικά και ολιγόλογα μηνύματα. Είναι και οι δυο γυμνοί στο πάτωμα. Εκείνη έχει ακουμπισμένο το κεφάλι στην κοιλιά του και ακούει τα σπλάχνα του να νιαουρίζουνε παράφωνα. Τίποτα άλλο δεν ακούγεται και η αφαίρεση μεθοδικά στήνει σαν την αράχνη τον ιστό και περιμένει.
«Να σε ρωτήσω κάτι;», σπάει εκείνος τη σχεδόν σιωπή. «Γιατί δε με φιλάς ποτέ στο στόμα;»
Γιατί έτσι! Δε ξέρω. Γιατί δε σε αγαπώ. Γιατί είσαι η πουτάνα μου και οι πουτάνες έχουνε στόμα μόνο για να γλύφουν. «Αλήθεια; Δεν το πρόσεξα», του απαντάει τελικά και σηκώνεται να φύγει από το δωμάτιο.
Μη φεύγεις! Κι αν είναι να φύγεις, φύγε μακριά μα πάρε με μαζί σου! «Πού πας;», την πιάνει από το χέρι, την κρατά και είναι σειρά του το αίμα το δικό του να παγώσει.
Πάω να πλυθώ. Να ζεματίσω το κορμί μου, να το τρίψω δυνατά, να φύγουν όλα τα ηλίθια νεκρά σου κύτταρα από πάνω μου. Να σε ξεφορτωθώ. «Πάω στο μπάνιο», το χέρι της τραβά και το ελευθερώνει.
Σηκώνεται κι αυτός και την ακολουθεί. «Πες μου, τι γίνεται με εμάς; Αισθάνεσαι για μένα κάτι;»
Αισθάνομαι τίποτα. «Τίποτα!», του φτύνει τη σκέψη της στο πρόσωπο και του γυρνά την πλάτη.
«Μα, εγώ, ξέρεις, σε ερωτεύομαι...», δεν προλαβαίνει εκείνος τη φράση του να ολοκληρώσει και εκείνη γυρίζει απότομα και τη ματιά της στα μάτια του καρφώνει.
Τα χείλη της στραβώνει και ο χρόνος τσαλακώνεται. «Τι λες; Αλήθεια; Και τι ξέρεις από έρωτα εσύ;».
Άγριο κύμα γκρεμίζει της άμμου το εφήμερο παλάτι και ο πόνος κάπου εκεί κοντά ακονίζει τις κοφτερές λεπίδες του.
Δέκα λεπτά μετά και εκείνος βγαίνει στο δρόμο τρέχοντας και ύστερα πάνω στη μοτοσικλέτα του τον δρόμο παίρνει, του δρόμου γίνεται και χάνεται τραβώντας ίσια μπροστά, προς την άκρη αυτής της πόλης. Σε αυτήν την πόλη όμως άκρες δεν υπάρχουν πια. Και όσο ο πόνος και ο πυρετός στο αίμα να σε τραβάν μπροστά, πάλι στο κέντρο πίσω καταλήγεις. Στρογγύλεψε η πόλη και έγινε ο πόνος κύκλος και σφαίρα στο αίμα ο πυρετός. Ψάχνεις γωνιά να βρεις μα οι ευθείες σε προδίδουν.
Δέκα λεπτά μετά και εκείνη μέσα στο μπάνιο πιο γυμνή από ποτέ αφήνει τα δάκρυά της να τρέξουνε ποτάμι. Αυτή η πόλη όμως κανένα πια υγρό να πάει χαμένο δεν αφήνει. Όλα εδώ ανακυκλώνονται. Έτσι σε λίγο τα δάκρυα που τώρα χύνει, θα λουστεί και ύστερα τα ίδια ετούτα δάκρυα θα πιει την πίκρα της να διώξει. Μα η πίκρα κατεβαίνοντας της στρίβει το λαιμό και της ανοίγει τρύπες στο στομάχι. Μαζεύεται, διπλώνεται, κάνει κι εκείνη πως τραβάει μπροστά, μα κάθεται και περιμένει.
Δυο ώρες μετά και εκείνος ακόμα προχωρά μπροστά μα η πόλη δεν τελειώνει. Κάποτε υπήρχαν όρια, υπήρχαν δράκοντες, ατρόμητοι φρουροί στα σύνορά της ακροβολισμένοι, να προστατεύουν τα περάσματα. Κανείς από έξω να μην μπει - κανένας από μέσα να μην της περισσέψει. Τώρα οι δράκοι πήρανε τιμητικές συντάξεις και κάθονται και λένε ιστορίες για λιποτάκτες και βάρβαρες επιδρομές, μα δεν τους πιστεύει πια κανένας.
Τώρα η πόλη δε χρειάζεται φρουρούς - είναι φρουρός η ίδια.
Απλώθηκε η πόλη σαν λεκές, τεντώθηκε, ξεχείλωσε και έξω από αυτή τίποτα πια δεν υπάρχει. Κι όμως, τα όριά της στένεψαν, πληθήνανε τα σύνορα. Πέσανε μπάρες και υψώθηκαν συρματοπλέγματα παντού. Σε κάθε αυλή, σε κάθε διάδρομο, σε κάθε διαμέρισμα. Στις ταράτσες στήθηκαν σκοπιές και οι ένοικοι αλλάζουν βάρδιες. Ασπάστηκε η πόλη ολόκληρη το ενιαίο αμυντικό της δόγμα και οι κάτοικοί της με το όπλο παρά πόδα, άγρυπνοι στέκουν πίσω από τη θωρακισμένη επιδερμίδα τους, πότε θα έρθει κρυφά και αθόρυβα ο ίδιος τους ο εαυτός να τους λεηλατήσει. Όλοι κάτι περιφρουρούν, όλοι κάποιον παραφυλάνε. Όλοι κάτι πολύτιμο να προστατέψουν προσπαθούν, μα την αξία τους να εκτιμήσουν δεν μπορούνε. Όλοι κάτι ξεχωριστό νομίζουνε πως κρύβουν μέσα τους, μα, από την πολλή την άμυνα, ξέχασαν τι είναι αυτό που διαφορετικούς τους κάνει και κάτω από τις στολές και τα καλώδια φαίνονται όλοι ίδιοι.
Τώρα η πόλη δε χρειάζεται φρουρούς - είναι φρουροί οι όλοι.
Δυο μέρες μετά και εκείνος ακόμα προχωρά μα η πόλη προχωρά και αυτή μαζί του. Στερέψανε τα καύσιμα στη μηχανή και τώρα πια έχει ανοίξει το μπουφάν και αφήνει τον άνεμο το σκάφος του να κυβερνά, μπροστά να τον πηγαίνει. Μα όσο πάει και δυναμώνει ο άνεμος. Ταράζεται η επιφάνεια της ασφάλτου και άγρια τσιμεντένια κύματα υψώνονται βουνά. Μία στροφή και η πλώρη της μοτοσικλέτας του στην άβυσσο βυθίζεται και ύστερα άλλη μια και το κύτος τινάζεται ψηλά στων περιστάσεων το ύψος.
Έχει από ώρα η πόλη εκδώσει απαγορευτικό, μα εκείνος, με τόσο θόρυβο ανάμεσα στα αυτιά του, δεν μπόρεσε τίποτα να ακούσει. Στριμώχνονται οι φρόνιμοι πίσω από τα ψηλά παράθυρα και μασουλώντας της υπακοής τη σιγουριά, στέκονται και παρατηρούν τον τρελό της μέρας καβάλα στο ξεψυχισμένο του άλογο να προσπαθεί το δρόμο να δαμάσει. Ψάχνει κάτι να βρει για να πετάξει πίσω του, μήπως τη μηχανή και τη συνείδησή του ξαλαφρώσει, μα δεν υπάρχει τίποτα.
Ανήμπορος, αδύναμος από διαύγεια και εφεδρείες πια απαλλαγμένος, κλείνει τα μάτια, τα χέρια του στο στήθος του σταυρώνει και αφήνει την πόλη και τον καιρό να κάνουν τη δουλειά τους.
Ξημερώματα της επόμενης μέρας και τα σωστικά συνεργεία των οδοκαθαριστών τον ανακαλύπτουν ξαπλωμένο στο πλάι του δρόμου, ανάμεσα σε πλαστικά μπουκάλια και σε νεράντζια σαπισμένα. Του δίνουνε χαστούκια, πρώτες βοήθειες και άχρηστες συμβουλές. Είναι ακόμα ζωντανός, κι ας μην του φαίνεται. Ανοίγει για μια στιγμή τα μάτια του, βλέπει τριγύρω του πορτοκαλιές στολές και αμέσως με ένα βαθύ αναστεναγμό τα ξανακλείνει. Θυμάται πως στο σχολείο ή σε κάποιο μπαρ είχε ακούσει κάποτε, πως εκεί μακριά, στο θάνατο, λέει, δεν υπάρχουν χρώματα. Άρα φαίνεται πως τη γλύτωσε, διέφυγε του μοιραίου. Φαίνεται πως όσο κι αν προχώρησε, η ζωή του η ξεροκέφαλη δεν τον άφησε πολύ μακριά να πάει, αφού ακόμα κάτι της χρωστούσε.
Σφίγγει τα πόδια και θυμάται πως έστω και μέχρι εκεί δεν έφτασε μονάχος. Είκοσι μέτρα παρακάτω η μηχανή του μουγκρίζει ακόμα και αιμορραγεί. Σηκώνεται, κουτσαίνοντας την πλησιάζει και με τα μάτια του πεισματικά κλειστά της δίνει τη χαριστική βολή. Παίρνει μαζί του τα κλειδιά και απομακρύνεται σαν κλέφτης που πάντα ήθελε να γίνει κάποτε φονιάς.
Μέχρι να επιστρέψει με τα πόδια στο κέντρο της πόλης, η μέρα έχει φύγει και η νύχτα έρχεται θυμίζοντάς του πως τόσες μέρες το δρόμο διασχίζοντας και τόσες ώρες στο δρόμο ξαπλωμένος, δεν έχει φάει τίποτα. Και να που ο δρόμος ή η τύχη ή και τα δυο μαζί τον φέρνουν, τη στιγμή που η νύχτα έχει για τα καλά στην πόλη απλωθεί, μπροστά στο μπαρ με τα κίτρινα φώτα που τώρα τρεμοανάβουν. Εκεί ακριβώς, όπου όλα ξεκινήσανε, εκεί κι εκείνος διαλέγει την πείνα του να λυτρώσει.
Είναι πολύ νωρίς ακόμα και μέσα δεν υπάρχουνε πολλοί, αλλά και αυτοί του φτάνουν. Ορμάει μέσα γρυλίζοντας, αφρίζοντας και με τη γλώσσα έξω κρεμασμένη και τρώει όποιον βρίσκεται μπροστά του.
Ακούνε έξω οι περαστικοί κραυγές και παρακάλια και φεύγουν μακριά όσο πιο γρήγορα μπορούνε. Θέλουν να τρέξουν, αλλά το βάρος από τις γυαλιστερές σακούλες με τα ψώνια, που στα χέρια τους κρατούν, δεν τους το επιτρέπει.
Η ώρα περνά, το μακελειό κάτω από τα κίτρινα φώτα συνεχίζεται, τα αποθέματα τελειώνουν, μα ευτυχώς εκείνος φαίνεται να έχει πια χορτάσει. Όχι από πείνα, μα από λαιμαργία πια, το δείπνο του ολοκληρώνει και τότε βλέπει πως έχει απομείνει μόνος του με τους καθρέφτες και τη μουσική.
Μα η μουσική είναι κακιά και μοχθηρή και οι καθρέφτες τον φοβίζουν. Και τότε εκείνος με βήματα δειλά και με τα χέρια απλωμένα αρχίζει να χορεύει. Άλλωστε είναι γνωστό, πως τα θηρία με το χορό ακόμα και την πιο άγρια μουσική μπορούν να εξημερώσουν.
Και τότε η πόρτα ανοίγει και μέσα στο μπαρ μπαίνει ένας γέρος λαχειοπώλης. Κοιτάζει γύρω του και βλέπει πως εκεί δεν υπάρχει πια κανείς που να έχει όρεξη την τύχη του να προκαλέσει, μα αυτός τον χορευτή πλησιάζει με θαρραλέα βήματα και του προσφέρει ένα λαχνό, το ιερό χορό του βάναυσα διακόπτοντας.
«Πότε κληρώνει;», ρωτάει εκείνος ξαφνιασμένος και ο γέρος του απαντά, «Κανείς δεν ξέρει. Δεν άκουσες; Η πόλη διέταξε γενική αναστολή όλων των κληρώσεων, μέχρι να πωληθεί και ο τελευταίος τυχερός λαχνός. Δηλαδή, μάλλον ποτέ ξανά. Αφού οι λαχνοί διαρκώς πολλαπλασιάζονται και εκείνοι που τους αγοράζουνε όλο και λιγοστεύουν». Και ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω του συμπληρώνει, «Άσε που κάτι παλικάρια σαν κι εσένα δε βοηθάνε και πολύ. Μου τρως την πελατεία, το ξέρεις;» Εκείνος σχεδόν ντρέπεται και ρίχνει το βλέμμα χαμηλά. «Συγγνώμη, δεν ήξερα. Αν θέλεις, σου τους αγοράζω εγώ όλους». Ο γέρος δεν μπορεί να μη γελάσει. «Ναι, ε; Κι αν κερδίσεις, τι θα τα κάνεις τα λεφτά; Θα τα μοιραστείς με όλους αυτούς που έχεις στο στομάχι σου;»
Και ύστερα βλέποντάς τον να κοκκινίζει και να σκύβει και άλλο το κεφάλι του, του λέει, «Έλα τώρα, πες μου! Τι είναι; Τι σου λείπει, θλιμμένε πρίγκιπα;»
Εκείνος τότε σηκώνει το βλέμμα του ξανά και κοιτάζοντας στα μάτια το λαχειοπώλη, μα βλέποντας χιλιάδες μίλια μακριά, ψιθυριστά το φανερώνει, «Μια απάντηση. Τι ξέρω από έρωτα;» Και ο άνθρωπος της τύχης αμέσως τον ξαναρωτά, «Πότε γιορτάζει εκείνη που σε ρώτησε;» «Δεν ξέρω. Καλά-καλά δεν πρόλαβα να μάθω το όνομά της».
«Τέλεια! Εσύ δε χρειάζεσαι κληρώσεις και λαχνούς. Είναι η τυχερή σου μέρα, φιλαράκο! Δεν ξέρεις πως απόψε γιορτάζουνε αυτές που πότε ακριβώς γιορτάζουν δε γνωρίζουμε, όλες εκείνες που δεν πρόλαβαν ποτέ να πούνε το όνομά τους; Τρέξε τώρα αμέσως να τη βρεις και αιφνιδίασέ την! Κάνε τη νύχτα ετούτη να είναι για εκείνη τόσο ξεχωριστή και αξέχαστη και τότε πια θα μάθει για τα καλά τι ξέρεις από έρωτα!», λέει ο γέρος λαχειοπώλης και λάμπει το ξεδοντιάρικό του πρόσωπο κάτω από τα κίτρινα φώτα, που τώρα πια περισσότερο με κόκκινα φαντάζουν. Και έτσι σιγά-σιγά εξαφανίζονται, πρώτα αυτός, ύστερα οι τυχεροί λαχνοί και τέλος το χαμόγελο.
Εκείνος, χωρίς να χάσει χρόνο, γεμίζει τρεις φορές, μα μόνο δυο αδειάζει το ποτήρι του -κρατάει την τρίτη για το δρόμο- σκορπάει όσα του περισσεύουν κέρματα στο μπαρ και βγαίνει έξω, αφού πρώτα καλά σκουπίσει τα παπούτσια του στο αόρατο χαλάκι της εξόδου.
Κοιτάζει το ψηλό μαρμάρινο ρολόι που είναι κρεμασμένο στη γωνία απέναντι - στο σημείο εκείνο συνήθιζαν οι άνθρωποι κάποτε ανθρώπους να κρεμάνε, αλλά αργότερα, με τους σύγχρονους ρυθμούς, κρίθηκε η παρουσία ενός ρολογιού πιο χρήσιμη και πιο επιβεβλημένη. Και το ρολόι του λέει αυτό που κανένας κρεμασμένος άνθρωπος δε θα έλεγε ποτέ, πως είναι νωρίς ακόμα και πως αν τρέξει λίγο την προλαβαίνει την γιορτή. Λίγα λεπτά μετά και μόλις μια παράγραφο πιο κάτω θα είναι έξω από την πόρτα της.
Χτυπάει το κουδούνι μια φορά, προληπτικά, μα εκείνη φαίνεται πως λείπει από το σπίτι και εκείνος νιώθει μετά από καιρό την τύχη να είναι και πάλι στο πλευρό του. Τραβάει από της τσέπης του τα βάθη τα κλειδιά και αρχίζει, ένα-ένα, αργά και βασανιστικά, στην τρύπα να τα δοκιμάζει. Τόσοι ενδιάμεσοι σταθμοί, τόσες διακλαδώσεις, τόσα εφήμερα δωμάτια που πέρασαν δίπλα από τη ζωή του, τον βάραιναν όλα ετούτα τα κλειδιά αιώνια να τα κουβαλάει πάνω του, σαν φυλακτά μεταλλικά του άγιου Διαρρήκτη. Μα το ήξερε πως κάποτε ένα από όλα αυτά κάπου θα έβρισκε να ταιριάξει. Έχει ήδη δοκιμάσει εννιά, στο δέκατο το πετυχαίνει. Ανοίγει η πόρτα, κάτω από τα πόδια του η τελευταία γραμμή άμυνας υποχωρεί και χωρίς να χάσει χρόνο, παραμερίζει συναγερμούς και αναστολές και μπαίνει μέσα στο άβατο με τη δίψα του ιερόσυλου και του προσκυνητή την τόλμη. Σηκώνει τα μανίκια του και στρώνεται αμέσως στη δουλειά.
Είναι δώδεκα παρά είκοσι και όλα είναι έτοιμα. Για μια στιγμή εκείνος σταματά και επιθεωρεί το έργο του και ολόκληρο το διαμέρισμα. Χαμογελάει σίγουρος. Τέτοια βραδιά μοναδική, τέτοια απίστευτη έκπληξη. Καλύτερη απάντηση δε θα μπορούσε ποτέ κανείς να δώσει. Τακτοποιεί τις τελευταίες λεπτομέρειες και το πονηρό χαμόγελό σε αθώο γέλιο εξελίσσεται.
Είναι δώδεκα παρά τέταρτο και μέσα στο ημίφως του αιφνιδιασμού μπροστά σε εκείνης τον καθρέφτη στέκεται, μα βλέπει τον εαυτό του. Κάνει πως στρώνει τις ουλές και τα τσουλούφια του. Θέλει με πρίγκιπας να μοιάζει, αφού μονάχα οι πρίγκιπες είναι ικανοί για τέτοια κατορθώματα. Δείχνει τα δόντια του στο είδωλο και τότε ακούει το νιαούρισμα.
Παράξενο, ποτέ δεν είχε προσέξει να υπάρχει μες στο σπίτι κατοικίδιο. «Πού είσαι γατούλα; Πού κρύβεσαι;» Ψάχνει ένα-ένα όλα τα δωμάτια. Το νιαούρισμα ακούγεται όλο και πιο δυνατά, μα πίσω από της γάτας τη φωνή, δε φαίνεται γάτα να υπάρχει.
Είναι δώδεκα παρά δέκα και κυνηγώντας το αόρατο γατί έχει σχεδόν ξεχάσει πού βρίσκεται, πώς βρέθηκε εκεί και τι τον περιμένει. «Πού είσαι ψιψίνα; Γιατί δε φανερώνεσαι;»
Μπροστά από τον καθρέφτη βιαστικά ξαναπερνά, κοιτάζεται για μια στιγμή ξανά και μια ιδέα εξωφρενική περνάει από το μυαλό του σαν σφαίρα αδέσποτη και όλες τις γυάλινες σκέψεις του τις θρυμματίζει.
Πλησιάζει, αγγίζει την παγωμένη λεία επιφάνεια και ύστερα κολλάει το αυτί του πάνω στο αυτί του ειδώλου του. Δε θέλει, δεν μπορεί να το πιστέψει, μα έχει από τον τρόμο και την ταραχή το πρόσωπο του αγριευτεί. Το άλλο πρόσωπο αντίκρυ στον καθρέφτη μοιάζει λίγο πιο ήρεμο. Ποιος ξέρει; Ίσως ο άλλος απέναντι κάτι παραπάνω να γνωρίζει.
Είναι δώδεκα παρά πέντε και ενώ ακούει το κλειδί στην πόρτα, παύει της γάτας και του αλλόκοτου το κάλεσμα. Και τώρα οι δυο τους!
Η πόρτα ανοίγει και εκείνη στέκεται στην είσοδο. Διστάζει να προχωρήσει. Τι συμβαίνει; Τι αστείο είναι αυτό; Μια σειρά από μικρά άσπρα κεράκια διασχίζει το διάδρομο δείχνοντας το δρόμο προς το σαλόνι. Μια μουσική, ίδια και αυτή με κερί που καίγεται και λειώνει την καλεί να συνεχίσει. Ανοίγει την τσάντα και ψάχνει το τηλέφωνο. Ανάβει το φως και η μακριά γραμμή με τις φλογίτσες στο πάτωμα εκμηδενίζεται. Το βρίσκει το τηλέφωνο, αλλά δεν ξέρει ποιον να πάρει.
Τώρα φωνάζει, «Τι συμβαίνει; Τι αστείο είναι αυτό;» Μπαίνει στο δωμάτιο και βλέπει το μονοπάτι των κεριών να προχωρά. Μα δεν της φτάνουν τα κεριά $ χρειάζεται και άλλο φως για να σκεφτεί και να αντιδράσει. Πάντα ονειρευότανε να υπήρχε κάτω από την παλάμη της ένας μεγάλος διακόπτης γενικός και ολόκληρης της πόλης ο ηλεκτρισμός να φεύγει και να έρχεται όποτε εκείνη το θελήσει.
Ανάβει ένα ακόμα φως και βλέπει στο κέντρο του δωματίου, στο πάτωμα κρασιά, γλυκά και φαγητά και ένα στεφάνι με λουλούδια γύρω τους να παριστάνει το τραπέζι. Κοιτάζει γύρω της, κάνει να κλείσει τη μουσική μα από την ταραχή της ανεβάζει την ένταση στο τέρμα. Διορθώνει το λάθος.
Τώρα ουρλιάζει, «Ποιος είσαι;» Δε θέλει να πάει στα άλλα τα δωμάτια. Αρνείται να παίξει το παιχνίδι του. Αν θέλει, ας έρθει αυτός εκεί. Ακούει μια φωνή, «Χρόνια πολλά!» Την ξέρει αυτή τη φωνή, δεν είναι ξένος. Είναι η τελευταία φωνή που θέλει τώρα εκεί μέσα να ακούσει, καλύτερα να ήταν ξένος, τελικά. «Πού είσαι; Πώς μπήκες εδώ μέσα; Τι θέλεις; Γιατί κρύβεσαι;»
Και τότε εκείνος από το πουθενά μπροστά της εμφανίζεται κρατώντας μια μεγάλη άσπρη τούρτα με ένα σωρό άσπρα κεράκια φορτωμένη, να στάζουν πάνω της. Την πλησιάζει τραγουδώντας ένα ηλίθιο τραγουδάκι. «Πώς μπήκες εδώ μέσα;»
Το ηλίθιο τραγουδάκι σταματά. «Χρόνια πολλά!», φωνάζει με όλη του τη δύναμη, σαν να είναι αυτή η ευχή η τελευταία του προσπάθεια. Φωνάζει και η φωνή μαζί με την ψυχή του ξεριζώνεται και κάνει ένα ακόμα βήμα. «Πώς μπήκες εδώ μέσα;», τον ξαναρωτά και αρχίζει να σχηματίζει έναν αριθμό στον κινητό της.
Εκείνος στέκεται και την κοιτάζει. Μοιάζει να προσπαθεί να θυμηθεί και χάνεται. Δεν τα καταφέρνει, θέλει μα δεν μπορεί και άλλωστε δεν είναι ο μόνος.
Εδώ μέσα κάνεις στον κόσμο πώς μπήκε δεν μπορεί να θυμηθεί. Κανείς ποτέ δεν έμαθε πως άνοιξε του κόσμου αυτού η πόρτα.
Και οι δυο τους το ξέρουν πως δεν είναι αργά. Υπάρχει και για τους δύο χρόνος. Και οι δύο προλαβαίνουνε να φύγουν, αλλά κανείς δεν πάει πουθενά.
Η νύχτα προχωρά και μια απάντηση ακόμα περιμένει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου