Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

τέσσερα, πέντε χρόνια πριν

-Πριν από μένα τι σκεφτόσουνα;
-Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι.
-Σκεφτόσουνα τις πρώην σου, το δέχομαι, εντάξει. Αλλά εγώ πού ακριβώς βρισκόμουνα τότε μες στο μυαλό σου;
-Μα τότε δεν σε γνώριζα.
-Ε, και; Τι σημασία έχει;
-Τώρα που το λες, μια φορά σε είχα σκεφτεί.
-Αλήθεια; Πότε ήταν;
-Το 2011. Νομίζω τον Δεκέμβρη.
-Μην με δουλεύεις. Εγώ ρωτάω σοβαρά.
-Όχι, αλήθεια λέω. Ήτανε βράδυ, ήμουνα στο σπίτι μου. Δεν είχα ύπνο. Βγήκα στο παράθυρο, να κάνω ένα τσιγάρο. Έκανε κρύο, μπορεί ακόμα και να χιόνιζε. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Άκουσα να φωνάζουν ένα όνομα. Ήτανε το δικό σου. Ήμουν εγώ που φώναζα. Θυμάμαι που αναγνώρισα την ίδια την φωνή μου. Έκλεισα το παράθυρο, γύρισα στο κρεβάτι. Λίγο μετά ήρθες και χτύπησες την πόρτα μου. Σου άνοιξα. Θυμάμαι που αναρωτήθηκα πώς είχες βγει μέσα σε αυτήν την παγωνιά με τόσα λίγα ρούχα. Φώναξα το όνομά σου άλλη μια φορά. Μου έκλεισες με ένα φιλί το στόμα. Μου ζήτησες να σε καλέσω στο κρεβάτι μου. Είπες, αν σου αρέσει τόσο το όνομά μου, πες μου να έρθω και θα σε κάνω να το φωνάζεις πιο συχνά. Μου έκλεισες το μάτι.
-Κι εσύ τι έκανες;
-Μετά από έναν χρόνο γνωριστήκαμε. Τέσσερα χρόνια πιο μετά κοντεύει να κλείσει η φωνή μου.

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

το παιδί

Κάποια στιγμή η ανηφόρα άρχισε σιγά-σιγά να εξομαλύνεται. Βρισκόμουν πια στα τελευταία μέτρα αυτής της λεωφόρου, που έμοιαζε να καταλήγει σε ένα παράδοξο αστικό οροπέδιο. Κοίταξα πίσω μου, όλον τον δρόμο που είχα διανύσει, και με έπιασε ίλιγγος, μόλις συνειδητοποίησα πόσο ψηλά είχα ανεβεί. Η (…) τώρα πια φαινόταν βυθισμένη μέσα σε εκείνον τον πολεοδομικό γκρεμό από τσιμέντο και από μέταλλο. Κοίταξα ξανά μπροστά. Τα τελευταία οικοδομικά τετράγωνα έσβηναν μαζί με τα φώτα της κεντρικής οδού και ύστερα ακολουθούσε κάτι σαν ζούγκλα, σαν ένα χάος αόριστο κι ανεξερεύνητο. Κοίταξα πλάι μου. Βρισκόμουν στον αριθμό 1567. Μόλις σαράντα νούμερα με χώριζαν από τον προορισμό μου, με τον οποίον είχα πια αποκτήσει οπτική επαφή, αν και προφανώς δεν γνώριζα ποιο από όλα αυτά, τα τελευταία σπίτια, ήταν εκείνο της φωνής. Και έτσι όπως προχωρούσα αναζητώντας με το βλέμμα μου, πρόσεξα ότι σε αντίθεση με την υπόλοιπη την πόλη, εδώ υπήρχε κόσμος. Υπήρχαν άνθρωποι γύρω μου πολλοί, σε όλα τα μπαλκόνια, που παρακολουθούσαν το πέρασμά μου κρατώντας την ανάσα τους, σαν να έβλεπαν ταινία. Παρέες, ζευγάρια, οικογένειες τρώγαν καρπούζια, παγωτά κι ό,τι άλλο είχε περισσέψει από τα μεσημεριανά τραπέζια και με κοιτούσαν σιωπηλοί, λες κι έκανα την πιο μεγάλη τρέλα. Κάποια παιδιά βάζαν κάτι τσιρίδες και με δείχνανε, μα οι γονείς τους τα συνέφερναν, σκύβοντας και ψιθυρίζοντας τους στο αυτί λόγια ακατανόητα, που μόνο λίγο πριν το θάνατό τους θα τα θυμόντουσαν ξανά και θα τα καταλάβαιναν. Ντράπηκα. Έσκυψα το κεφάλι και συνέχισα, χωρίς να ρίχνω καν ματιές στους αριθμούς του δρόμου. Δεν είχε, εξάλλου, νόημα. Είχα ήδη φτάσει και τώρα το μόνο που θα έπρεπε να με απασχολεί είναι το τι θα έλεγα για να δικαιολογηθώ που είχα τόσο πολύ καθυστερήσει. Και κάπως έτσι έφτασα μπροστά στο τελευταίο σπίτι της πλευράς με τους μονούς τους αριθμούς. Σήκωσα το κεφάλι μου και άκουσα κάτι πνιχτά γελάκια. 1605. Δεν μπορεί. Δεν είναι αυτό το τέλος. Κι αν δεν θυμόμουνα καλά; Κι αν είχα κάνει λάθος; Μια γριά καθότανε μόνη στη βεράντα αυτής της μονοκατοικίας και με κοιτούσε ειρωνικά, ενώ χάιδευε το σκαλιστό μπαστούνι της. Συγγνώμη, κυρία, εσείς μένετε εδώ; Αυτό είναι το τελευταίο σπίτι; Αντί για απάντηση, σήκωσε το μπαστούνι και το βάρεσε με δύναμη στο κάγκελο. Είδα το σχέδιο στην κορυφή του μπαστουνιού: ένα κεφάλι λύκου. Τρόμαξα. Πήγα και στάθηκα ξανά καταμεσής στο δρόμο. Κοίταξα όλα εκείνα τα μπαλκόνια που από πάνω μου κρεμόντουσαν. Κανένας δεν φαινόταν πρόθυμος για να με βοηθήσει. Εάν ξανάρθω προς τα μέρη σας, θα είμαι ζωσμένος με εκρηκτικά και όλους σας μαζί μου θα σας πάρω, να το ξέρετε, είπα κουνώντας τη γροθιά μου στον αέρα και έτσι συνέχισα φωνάζοντας και βρίζοντας, μα αυτοί γελούσαν και τα χάχανα σκέπαζαν τις φωνές μου. Κάποιοι αρχίσαν να μου πετάνε πράγματα και γρήγορα τους μιμηθήκαν κι οι άλλοι. Οι πιο πολλοί πετούσανε σκουπίδια και αντικείμενα ασήμαντα, μα κάποιοι έριχναν κειμήλια οικογενειακά και άλλα πολύτιμα που είχαν για χρόνια μες στα σπίτια τους φυλάξει. Μέχρι που ένας άρπαξε το ίδιο το παιδί του και καταπάνω μου κι αυτό το εκσφενδόνισε. Εγώ, για να προφυλαχθώ, έτρεξα ξανά κάτω από τη βεράντα της γριάς. Το πιτσιρίκι έσκασε επάνω στο οδόστρωμα, μα παραδόξως δεν φάνηκε να είχε πάθει κάποια σοβαρή ζημιά από αυτήν την πτώση. Ο πατέρας του, από τον τρίτο όροφο, του φώναζε να σηκωθεί και να γυρίσει σπίτι. Όμως αυτό εκεί, έκανε πως δεν άκουγε και έμενε ξαπλωμένο πάνω στο δρόμο ανάσκελα, σαν να λιαζόταν κάτω από έναν ήλιο που δεν επρόκειτο ξανά ποτέ να ανατείλει. Μου φάνηκε πως κάτι έλεγε, ενώ γυρνούσε με τρόπο το κεφάλι κι άλλοτε κοίταζε εμένα κι άλλοτε το σκοτάδι, μες στο οποίο χανότανε μετά τα σπίτια ο δρόμος. Έσκυψα, σύρθηκα προς το μέρος του, ενώ οι γείτονες είχαν αρχίσει πάλι τον βομβαρδισμό, και με μεγάλο κόπο έφτασα πλάι στο κεφαλάκι του. Τι λες, το ρώτησα. Θες να μου δείξεις κάτι; Μετά το δάσος, μου απάντησε, έχει και άλλους αριθμούς. Υπάρχουν κι άλλα σπίτια. Εκεί είναι το 1607. Συνέχισε να προχωράς. Έχεις ακόμα δρόμο.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

οι τελευταίες μέρες

-Αλήθεια, σκέφτηκες ποτέ πώς θα τελειώσουν όλα;
-Ποια όλα;
-Όλα, τα πάντα, η ζωή, εμείς, η ιστορία…
-Με ένα μπαμ, φαντάζομαι. Έτσι όπως κάνει, όταν τρυπάς μπαλόνι με καρφίτσα.
-Κι αν το ήξερες, τι θα έκανες;
-Θα έκλεινα τα αυτιά μου.
-Αν ήταν, λέει, να γίνει σε ένα μήνα η συντέλεια, πώς θα περνούσες τις τελευταίες μέρες;
-Μα η συντέλεια έγινε. Πάλι τα ίδια θα λέμε;
-Ναι, έγινε. Αλλά πες ότι τώρα γίνεται ξανά και έχεις να διαλέξεις. Τι θα έκανες, πριν καταστραφεί ολοσχερώς ο κόσμος;
-Θα αγόραζα ίσως μετοχές ή θα άρχιζα μαθήματα, να μάθω ξένες γλώσσες.
-Θα απαντήσεις σοβαρά ή μόνο μαλακίες;
-Δεν ξέρω… Μάλλον θα ήθελα να μείνω λίγο μόνος.
-Πάλι καλά.
-Τι εννοείς;
-Αν έλεγες πως θα θέλεις να τις περάσουμε μαζί, μάλλον θα με ξενέρωνες. 
-Κι εσύ αυτό δεν θέλεις;
-Εγώ ρωτάω τώρα. Και εκεί, στη μοναξιά σου, τι λες, θα με σκεφτόσουνα; Κι αν ναι, τι θα σκεφτόσουν ακριβώς; Αυτά που ζήσαμε μαζί ή όσα δεν προλάβαμε;
-Αν ήτανε να γίνει χθες, θα ήταν μάλλον το δεύτερο, μα αν είναι να γίνει αύριο, στα σίγουρα το πρώτο.
-Καλώς, λοιπόν. Ας γίνει!

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

οι δύο άλλοι

Το αυτοκίνητο του αγνώστου ευεργέτη μου ήταν παλιό, ενδεχομένως πιο παλιό κι από τον ίδιο ακόμα, αλλά φαινόταν να κάνει τη δουλειά του. Τόσο που σκέφτηκα πως θα μπορούσα να το εκμεταλλευτώ, αν η αποστολή μου στράβωνε και αναγκαζόμουν να γυρίσω, το ίδιο βράδυ κιόλας, πίσω στο σπίτι και στην πόλη μου. Βιάστηκα όμως να καταστρώσω αυτό το σχέδιο φυγής, αφού εκεί που οδηγούσα, κι ενώ έπαιζαν κάτι παράσιτα στο ράδιο, άκουσα τη μηχανή του να μουγκρίζει κι όλο μαζί να τρέμει και να αναταράσσεται. Πρόσεξα τότε την ένδειξη της στάθμης της βενζίνης. Ο καριόλης, το είχε αφήσει με το ντεπόζιτο αδειανό, με είχε εξαπατήσει, σκέφτηκα και κάπως έτσι δικαιολόγησα αναδρομικά όλα όσα είχα κάνει. Τα έβαλα με την τύχη μου. Έτσι όπως κινούμουν ανηφορικά, δεν είχα καν να ελπίζω πως θα με βοηθήσει ο δρόμος να πάω λιγάκι παραπέρα. Και ύστερα το αμάξι έσβησε. Άνοιξα τέρμα την ένταση στο ράδιο, βγήκα έξω, κοπάνισα την πόρτα και κοίταξα το νούμερο να δω πόσο είχα στο στόχο πλησιάσει: 1300 ακριβώς. Εντάξει, όχι και άσχημα, παρηγορήθηκα και άρχισα να περπατάω πάλι. Ήτανε ήδη νύχτα. Όλα τα φώτα της λεωφόρου ήτανε αναμμένα, μα πέρα από αυτά ολόκληρη η πόλη φαινόταν βυθισμένη σε ένα σκοτάδι σιωπηλό, πυκνό, πικρό και δύσοσμο. Κάτι σαν αποσύνθεση με είχε περικυκλώσει. Συνέχισα να προχωρώ, ενώ η κλίση του δρόμου γινόταν όλο και πιο απότομη. Τόσο που είχα την εντύπωση, όχι απλώς ότι ανέβαινα, μα ότι σκαρφάλωνα πάνω σε αυτό το ασφαλτοστρωμένο όρος. Ήμουν πια στο 1417 –εκεί υπήρχε ένα σχολείο, πράγμα που μου φάνηκε απροσδιόριστα παράδοξο- όταν σταμάτησα ξανά να πάρω μια ανάσα. Και τότε ήταν που άκουσα τα βήματα - όχι, δεν ήμουν μόνος. Γύρισα πίσω μου και είδα δυο τύπους να με ακολουθάνε. «Περίμενε, πάμε μαζί. Καλύτερα δεν είναι με παρέα;» Συγνώμη, μα δεν νομίζω ότι γνωριζόμαστε. «Και όμως, φαίνεται στα ίδια μέρη πως συχνάζουμε. Στο σπίτι της φωνής δεν πας;» Όχι, βαρέθηκα στο σπίτι μου και βγήκα μια βόλτα. «Ποια βόλτα; Κανείς σε αυτήν την πόλη δεν περπατάει άσκοπα. Όχι μια τέτοια μέρα. Όχι αυτήν την εποχή. Και σίγουρα όχι σε ετούτην την κατεύθυνση αυτής της λεωφόρου.» Η κουβέντα γινόταν όλο και πιο ενοχλητική. Άρχισα να κάνω υπολογισμούς, ποιον θα βαρέσω πρώτον. Ήταν κι οι δυο τους γεροδεμένοι και ψηλοί. Είχαν κι οι δυο το ίδιο όνομα – νομίζω ήταν Πάρης. Ήτανε δύο κι εγώ ήμουν πάλι μόνος μου. Είχα το μυστικό μου πλεονέκτημα, αυτό που και η ίδια η φωνή ακόμα αγνοούσε. Δεν ήξερα αν θα μου έφτανε. Έπρεπε να τους αιφνιδιάσω. Έτσι όπως βρισκόμουν πιο ψηλά, βούτηξα και κοπάνησα τον πρώτο στο κεφάλι. Αυτός ζαλίστηκε και έπεσε. Μέχρι να ξανασηκωθεί, θα έπρεπε με τον δεύτερο να έχω ξεμπερδέψει. Ο δεύτερος, με την ανοησία να στάζει από τα μάτια του, με ρώτησε, «γιατί το έκανες αυτό;» Βλέποντας πως δεν έχω όρεξη για άλλες συζητήσεις, όρμισε καταπάνω μου με τις γροθιές σφιγμένες. Τον άφησα λίγο να ξεθυμάνει βαρώντας με και αφήνοντάς τον να πιστέψει ότι πονούσα και υπέφερα. Μέχρι που βρήκα, κάποια στιγμή, το στήθος του αφύλακτο και με ένα μόλις χτύπημα τού έκοψα την ανάσα. Τα ηλίθιά του μάτια κόντεψαν να χυθούνε στο οδόστρωμα. Έκανε ένα βήμα πίσω, σκόνταψε, παραπάτησε. Έπεσα με όλη τη δύναμή μου πάνω του και συνέχισα έτσι να τον χτυπάω, μέχρι που ένιωσα πως ήταν πια αναίσθητος. Την ώρα εκείνη ο πρώτος φαινόταν να συνέρχεται. Σηκώθηκα όρθιος και στάθηκα από πάνω του, ενώ πάλευε να ανασηκωθεί σπρώχνοντας με το χέρι του το έδαφος. Του έδωσα μια κλωτσιά και αυτός σωριάστηκε ξανά. Ακόμα μία έφτανε για να περάσει όλη τη βραδιά εκεί, παρέα με τον φίλο του. Τους γύρισα την πλάτη και άρχισα ξανά να περπατώ, μα τότε ξαφνικά κατάλαβα ότι υπήρχε εκεί κοντά ένα κοινό που τόσην ώρα παρακολουθούσε σιωπηλό όλη ετούτη την παράσταση. Στα κάγκελα του σχολείου πλάι μας, στο νούμερο 1417, μια ομάδα πιτσιρίκια στέκονταν και με κοίταζαν. Τι γύρευαν, άραγε, εκεί, βραδιάτικα, καλοκαιριάτικα; Αμέσως άρχισα να τρέχω σαν να με κυνηγούσε ο διάβολος ή ότι άλλο αποτρόπαιο αυτά τα ανήλικα δαιμόνια εκεί αντιπροσώπευαν.