Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

άνω-κάτω πόλη

Είμαι στη Θεσσαλονίκη τον Δεκαπενταύγουστο και τριγυρνάω στην έρημη πόλη βγάζοντας φωτογραφίες. Όσοι από τους εναπομείναντες κατοίκους με προσέχουν, με κοιτάζουν με βλέμμα άλλοτε καχυποψίας και άλλοτε συμπόνιας.
Ανεβαίνω στην Άνω Πόλη. Βρίσκω κάπου ένα σύνθημα ερωτικού περιεχομένου. Μου αρέσει. Ενώ το τραβάω, ακούω μια φωνή: «Εγώ το έγραψα αυτό!». Γυρίζω και βλέπω έναν νεαρό φραπεδοφόρο να κάθεται στο μπαλκόνι του και να χαμογελάει περήφανος. «Καλό», του λέω και του ξαναγυρνάω την πλάτη. «Όλοι όσοι περνάνε από εδώ», συνεχίζει, «στέκονται και το προσέχουν. Όλοι εκτός από αυτήν για την οποία το έγραψα». Α, εδώ υπάρχει ιστορία, σκέφτομαι. «Μένει εδώ, στην γειτονιά, η αυτή;» ρωτάω. «Δεν έχω ιδέα. Αλλά δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα περάσει και από εδώ και θα το δει». «Και πώς θα καταλάβει, ρε φίλε, ότι το έγραψες για πάρτη της;». «Εντάξει, ας κάνει κάτι και αυτή. Ας το δουλέψει λίγο...» μου απαντάει, χωρίς χαμόγελο ετούτη τη φορά, και αμέσως επιστρέφουμε εκείνος στον καφέ κι εγώ στην κάμερά μου.
Το καλοκαίρι στις άδειες πόλεις μιλάει με παραβολές, συμπεραίνω, καθώς κατηφορίζω ξανά προς τη θάλασσα με τον ήλιο να βαράει κατακούτελα εμένα κι αυτήν την ιστορία.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2022

το πρότζεκτ

Πήγα, πριν λίγες μέρες, να παρακολουθήσω μια πολύ μοντέρνα παράσταση-περφόρμανς. Ωραία ήτανε, δεν λέω, αν και δεν κατάλαβα και πολλά. Δεν θέλω να κατηγορήσω τους καλλιτέχνες – ίσως και να έφταιγα εγώ που δεν ήμουν και πολύ συγκεντρωμένος. Είναι που η όλη φάση γινόταν σε υπαίθριο χώρο και μέχρι να το λήξουν με είχαν φάει τα κουνούπια. Κάποια στιγμή, μου φάνηκε ότι από όλο το κοινό μονάχα εγώ ήμουν αυτός που ξυνόμουν και αυτοχαστουκιζόμουν. Δεν είμαι σίγουρος, ωστόσο, αν τα κουνούπια τσιμπούσαν μόνο εμένα ή αν όλοι οι υπόλοιποι δεν διαμαρτύρονταν επειδή τα θεωρούσαν και αυτά μέρος του όλου πρότζεκτ.
Κάθε φορά, πάντως, που παρακολουθώ κάτι παρόμοιο, θυμάμαι που είχα επισκεφτεί, πριν πολλά χρόνια, ένα εκτροφείο στρουθοκαμήλων στην Ηλεία. Μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση η περίφραξη μες στην οποία ήταν μαντρωμένα τα εξωτικά πτηνά και η οποία δεν ήταν παρά ένα σύρμα δεμένο σε ύψος γύρω στο ενάμισι μέτρο. Οι στρουθοκάμηλοι το πλησίαζαν και μόλις έβρισκαν με το λαιμό τους πάνω του, έκαναν μεταβολή και γύριζαν πίσω. Όλοι γελούσαν με το θέαμα και έλεγαν, μα πόσο χαζά πουλιά είναι αυτά, που δεν μπορούν να καταλάβουν ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να σκύψουν λίγο για να αποφύγουν αυτό το ασήμαντο εμπόδιο που τους στερεί την ελευθερία τους. Στην πραγματικότητα όμως όλο αυτό δεν ήταν παρά μια επίσης παράσταση-περφόρμανς που είχε στήσει η φύση σε συνεργασία με τον δαιμόνιο πτηνοτρόφο ως σχόλιο για την ηττοπάθεια και την παραίτηση που γεννά το όλο πρότζεκτ της ψευδαίσθησης πως τα εκάστοτε δεσμά μας είναι πάντα τόσο σκληρά και ανυπέρβλητα.