Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

η μισινεζα

στον αναυρο, στην ακρια της πολης, λειτουργουσε καποτε παλια ενα καφενειο μεσα σε μια παραγκα. σε τοσο κακο χαλι ηταν, θυμαμαι, εκεινη η χτισμενη σχεδον πανω στην αμμο κατασκευη, που θα αρκουσε, ελεγες, ενα γερο κυμα του παγασητικου για να τη γκρεμισει μαζι με ολους τους κατα κανονα εξισου ετοιμορροπους θαμωνες της.
μεσα στην παραγκα ο αυστηρος κ αδεκαστος καφετζης ειχε αναρτησει, σε σημειο που να τις βλεπουν ολοι, δυο μεγαλες χαρτονενιες επιγραφες, με τις οποιες ενημερωνε τους πελατες του για τους ενδεδειγμενους κανονες συμπεριφορας εντος του καταστηματος. η μια επιγραφη, σαφης κ πολυ συγκεκριμενη, ελεγε: "απαγορευονται οι τσαμπουκαδες!" η δευτερη, αρκετα πιο ακατανοητη κ εμπεριεχουσα μυστηριες αγνωστες λεξεις -ειδικα αν ησουν ακομα οκτω χρονων- προειδοποιουσε: "μην διανοηθειτε να χρησιμοποιησετε μισινεζα!"
αν κ καλα-καλα, στην ηλικια εκεινη, δεν ημουν σιγουρος το ρημα διανοουμαι τι σημαινει κ πώς κλινεται, πιο πολυ ηταν η λεξη μισινεζα που εξηψε την περιεργεια μου. ρωτησα ετσι κ εμαθα πως μισινεζα ειναι ο λεπτος, διαφανης εως κ αορατος, σπαγκος που χρησιμοποιουν -που διανοουνται να χρησιμοποιουν, για την ακριβεια- οι ψαραδες, δενοντας στην ακρη του τα αγκιστρια κ τα δολωματα τους. αρα, τι; τι ακριβως ηταν αυτο που απαγορευοταν εντος του καφενειου; το ψαρεμα γενικως ή μηπως καποια συγκεκριμενη μεθοδος αλιειας; μηπως πισω απο την καφενειακη εκεινη, μα παντως δρακοντεια, νομοθεσια κρυβοταν καποιο ειδος μεταφορας του κοσμου των μεγαλων που αδυνατουσα ακομα να συλλαβω;
αργοτερα, μεγαλωντας, κ αφου ηρθα σε επαφη με τα ηλεκτρονικα παιχνιδια, που οι δυναμεις του σκοτους ειχαν επινοησει για να μολυνουν τη νεανικη μας αθωοτητα, κ αρχισα μοιραια να συχναζω στα καταστηματα που τα φιλοξενουσαν, εκπληκτος πληροφορηθηκα οτι η δευτερη επιγραφη ειχε να κανει με τα δυο αρχαια φλιπερακια που κρυβονταν μεσα στα βαθη της παραγκας. οχι, καμια μεταφορα, κανενα σχημα λογου. η διανοουμενη μισινεζα χρησιμοποιουνταν πολυ κυριολεκτικα απο καποιους επιτηδειους που εριχναν, τραβουσαν κ ξαναριχναν, οσες φορες γουσταραν, το ιδιο κερμα μες στη σχισμη του τετρισ κ του αρκανοϊντ. κ αν καποιος τοτε δεν τους επιανε κ αν δεν τους σταματουσε, πολυ φοβαμαι πως θα επαιζαν ακομα μεχρι τωρα.
τωρα πια αυτα τα ηλεκτρονικα παιχνιδια εχουν εξαφανιστει, τα τελευταια ουφαδικα κλεισανε εδω κ δυο δεκαετιες κ η προσταγη ινσερτ κοϊν εχει παψει να λειτουργει υπνωτιστικα στους σημερινους πιτσιρικαδες. παρολα αυτα, παντα καποιοι θα συνεχιζουν να κανουν τσαμπουκαδες κ ας απαγορευονται κ καποιοι αλλοι θα εκμεταλλευονται παντα των τσαμπουκαδων τον χαμο για να διανοουνται

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

περι πιστεως

πριν χρονια στην αθηνα.. ειμαι σε ενα μπαρ που το εχει ενας φιλος κ τα λεμε ενω αυτος δουλευει. διπλα μου καθεται ενας τυπος που εχει κατεβασει ηδη τεσσερα ποτα στον ιδιο χρονο που εγω χρειαστηκα για ενα. οσο πινει μοιαζει σαν να μιλαει με το ποτηρι του. κ επειδη, ως γνωστον, ο ηχος στο κενο δεν μεταδιδεται, το ποτηρι αδυνατει να αποκριθει οση ωρα μενει αδειο. καποια στιγμη σηκωνεται, παραπατα, φοραει το παλτο του. "τι σου χρωσταω;" λεει στον φιλο μου. "εικοσι", εκεινος του απανταει. ο τυπος ψαχνει μες στις τσεπες του. βγαζει ενα δεκαρικο μαζι με κατι κερματα. τα μετραει. μπερδευεται. τα χανει. τα ξαναμετραει φωναχτα. κ παλι δεν του φτανουν. ντρεπεται. κοιταει τον μπαρμαν ικετευτικα. "συγγνωμη, ρε συ φιλε.. να περασω κ να σου φερω αυριο τα υπολοιπα;" ο φιλος τού σπρωχνει πισω τα λεφτα του. "φερτα ολα αυριο ή οποτε ξαναρθεις." ο τυπος ακουμπαει την παλαμη του επανω στην καρδια του -αν κ η μουσικη βαραει την ωρα εκεινη, ειμαι σιγουρος σχεδον οτι ακουω τους αφηνιασμενους χτυπους της- κ φευγει. "τον ξερεις αυτον; ερχεται συχνα;" ρωταω μετα τον φιλο. "οχι", μου απαντα, "πρωτη φορα τον βλεπω." "κ τοτε", επιμενω, "πώς ξερεις οτι θα ερθει αυριο παλι να σε πληρωσει;" "μα ουτε αποψε ηξερα πως θα ερθει.. αλλα ηρθε", μου λεει σκουπιζοντας τον παγκο απο την υγρασια που αφησε ο πρωην διπλανος μου. τα μπαρ ειναι οι συγχρονοι ναοι μιας θρησκειας ακομα μη αναγνωρισμενης. μπορει οι πιο πολλοι να τα επισκεπτονται απλως απο συνηθεια, μα καποιοι, αυτοι που εχουν σταληθεια την αναγκη τους, πανε εκει γυρευοντας κατι πολυ συγκεκριμενο. κ αν δειτε καποιον να τα πινει μονος του κ να παραμιλαει, δεν ειναι παρα που προσευχεται μηπως κ εισακουστουν απο τον παντα αγνωστο θεο τα ερωτηματα του. οχι τοσο για το αν υπαρχει ζωη μετα τον θανατο, μα πιο πολυ για το αν θα υπαρξει μερα μετα τη νυχτα. κ οχι, ο φιλος-μπαρμαν δεν ηταν κανενας αφελης. ηξερε το παιχνιδι αυτο απεξω κ ανακατωτα: ολα.. θεοι, θρησκειες κ ναοι, χωρις μια πιστη αναγκαια κ ικανη, που να συνδεει λαο κ ιερατειο, αργα ή γρηγορα σβηνουν κ καταρρεουν

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

πετρες

τα συνεργεια του δημου ξηλωνουν κ ξαναφτιαχνουν τον πεζοδρομο. σκορπιοι κυβολιθοι παντου βαζουν στους περαστικους τρικλοποδιες κ δινουν στην πολη μια αισθηση ατακτης υπαιθρου. περναει ενας βιαστικος, κοιταζοντας το κινητο του. σκονταφτει πανω σε μια απο τις πετρες κ παραπατα. με το ενα ματι ακομα επανω στην οθονη του, γυρνα στην πετρα κ της ζητα συγγνωμη.
λιγο μετα περναει ενα ζευγαρι. το βημα τους συγχρονισμενο. δεν μιλουν. κρατουν βαριες σακουλες απο το ιδιο μαγαζι. οι σακουλες τριβονται αναμεταξυ τους κ δημιουργουν αναμεσα τους ενα συνορο ξεκαθαρο, πλαστικοποιημενο. αυτος κοιταει τον σωρο απο τις πετρες κ ονειρευεται γεφυρες κ παλατια. με το ζορι κρατιεται να μην τα παρατησει ολα κ να αρχισει να παιζει μαζι τους σαν να ηταν τουβλακια απο παιχνιδι συναρμολογουμενο. αυτην μοιαζει σαν κατι αλλο να την απασχολει. κατι κακο, ενοχλητικο. κατι την εμποδιζει. ξεμενει λιγο πισω. δυσκολευεται ετσι να συνεχισει. "στασου", του λεει. στεκεται αυτος. κουτσαινοντας, ξανα τον πλησιαζει. ακουμπαει το χερι της στον ωμο του, σηκωνει το ποδι της ψηλα κ βγαζει το παπουτσι. τα χειλη της βρισκονται μολις ελαχιστα χιλιοστα μακρυα απο τον λαιμο του. αυτος αφηνει τις αρχιτεκτονικες φαντασιωσεις του κ χανεται μεσα στο δασος των μαλλιων της. ενα πετραδακι πεφτει απο το παπουτσι, σκαει πανω στο εδαφος κ εκρηγνυται. το ωστικο του κυμα τα παρασερνει ολα. οι δυο τους κατανεμουν τωρα τις σακουλες με τα ψωνια τους καλυτερα κ συνεχιζουν πιασμενοι χερι-χερι.
υστερα ξεναπερνα ο πρωτος, ο σκουντουφλης. ακομα με το κινητο στα χερια του. βαδιζει κ πληκτρολογει πολυ εκνευρισμενος. μοιραια, πεφτει παλι πανω στην ιδια πετρα κ πεδικλωνεται ξανα. "αντε γαμησου κ εσυ", γυρναει κ της λεει. τα συνεργεια του δημου ξηλωνουν κ ξαναφτιαχνουν τον πεζοδρομο. σκορπιοι κυβολιθοι παντου διαταρρασουν την ισορροπια του αστικου πολιτισμου μας