Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

το τοπίο

Ταξιδεύω και είναι νύχτα.
Προσπαθώ να δω
από που περνώ.
Τι υπάρχει έξω από το παράθυρο.
Τι συνιστά τη διαδρομή μου.
Τα τζάμια είναι σκοτεινά και το γαλάζιο φως
της οροφής
σαν φίλτρο πάνω τους απλώνεται.
Τα μετατρέπει σε καθρέφτες.
Βλέπω εμένα που προσπαθώ να δω
από που περνώ.
Για το εισιτήριο που πλήρωσα, ετούτο το τοπίο
μου αξίζει.

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

η επισήμανση

Κάποτε
σε κάποιο ταξίδι με το τραίνο
ο ελεγκτής μου επισήμανε
πως το εισιτήριό μου ήτανε,
λέει,
άκυρο και πως έπρεπε
ή να πληρώσω πρόστιμο
ή να κατέβω στον επόμενο σταθμό περίπου ντροπιασμένος.
Μέχρι να αποφασίσω τι προτιμούσα από το δυο
φτάσαμε στην Αθήνα.

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

βιβλιοπροτασεις

φιλος υπαλληλος σε βιβλιοπωλειο μου εκμυστηρευτηκε οτι απο ολα οσα ακουει απο τους πελατες του, αυτο που τον εκνευριζει περισσοτερο ειναι η ερωτηση "εχετε να μου προτεινετε καποιο βιβλιο για την παραλια;" ετσι, με κινδυνο να χασει τη δουλεια του, αρχισε φετος να δινει απαντησεις του τυπου "ναι, παρτε το πολεμος κ ειρηνη, που εχει κ δεικτη προστασιας 50" ή "θα σας προτεινα το εγκλημα κ τιμωρια, που ειναι κ αδιαβροχο" κ αλλα τετοια ομορφα. "ρε, μηπως εισαι λιγο υπερβολικος;" τον ρωτησα. "κ επειτα, εσυ δηλαδη δεν διαβαζεις ποτε οταν πας για μπανιο;" "οχι βεβαια", μου απαντησε. "μια φορα μοναχα εκανα το λαθος, αλλα μου την ειπε δικαιως η διπλανη παρεα, επειδη εκανα τοσο θορυβο γυρνωντας τις σελιδες του βιβλιου μου, που δεν μπορουσαν οι ανθρωποι να συγκεντρωθουν στις ρακετες τους που επαιζαν."

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

ο ήρωας

Σκέφτηκα έναν ήρωα
μέσα σε κάποια ιστορία:
Ο ήρωάς μου πηγαίνει κάθε βράδυ στο σινεμά
και βλέπει κάθε βράδυ την ίδια ακριβώς ταινία.
Η υπόθεση της ταινίας είναι πολύ απλή:
Ένας τύπος που πάει κάθε βράδυ στο σινεμά
και βλέπει –κάθε βράδυ όμως- την ίδια ταινία.
Στην ταινία αυτή –στην ταινία μέσα στην ταινία εννοώ- παίζω εγώ.
Τρέχω, κυνηγάω, σκοτώνω, ερωτεύομαι, επινοώ,
γενικά κάνω διάφορα για χάρη της πλοκής και μόνο.
Μα κατά βάθος –κι αυτό είναι κάτι που ακόμα
και οι δημιουργοί του φιλμ το αγνοούν- σκέφτομαι.
Μεθοδικά κι επίμονα.
Σκέφτομαι έναν ήρωα
μέσα σε κάποια ιστορία.

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

2003

Αύγουστος του 2003. Έχω μόλις ανοίξει το γραφείο μου και ήδη σκέφτομαι να το κλείσω. Είμαι 28 χρονών και αρχίζω επιτέλους να προβληματίζομαι ως προς το τι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Είναι απόγευμα. Το καλοκαίρι γλιστράει και φεύγει έξω από το παράθυρο και εγώ, μην έχοντας άλλη παραθεριστική διέξοδο, φορτώνω στο αμάξι τις αποσκευές και φεύγω προς άγνωστη κατεύθυνση. Το βράδυ είμαι στην Αθήνα. Την ώρα που διασχίζω την έρημη Αχαρνών ακούω την πόλη μαζί μου να γελάει: «Ποια άγνωστη κατεύθυνση, ρε ψευταρά; Γιατί δεν παραδέχεσαι πως σου έλειψα; Γιατί δε λες πως μακριά μου δε μπορείς να κάνεις». Κλείνω το τζάμι και ανοίγω το ραδιόφωνο. Ο εκφωνητής απόψε κάνει πρόγραμμα για μένα. Δεν πάω αμέσως σπίτι, αλλά εξακολουθώ με λαιμαργία να ξανοίγομαι στις εγκαταλειμμένες λεωφόρους. Καμιά φορά, όταν με πιάνει το φανάρι, βιάζομαι τόσο να συνεχίσω την πορεία μου, που μόλις ανάβει το πράσινο ξανά, κορνάρω τον ίδιο τον εαυτό μου.

Το καλοκαίρι εκείνο ο άλλος είχε ξεμείνει στην Αθήνα. Δεν ήξερα πως ήτανε εκεί και ειλικρινά δε σκόπευα καθόλου να τον ψάξω. Όμως μέσα στην άδεια την μητρόπολη δυο μόνοι άνθρωποι είναι περίπου αναπόφευκτο ο ένας πάνω στον άλλον αργά ή γρήγορα να πέσει. Τον βρήκα στην πλατεία το επόμενο πρωί. Είχα ξυπνήσει από νωρίς γιατί ήθελα τη μέρα να προλάβω. Πήρα μπισκότα, γάλα και καφέ και κάθισα σε ένα παγκάκι να πάρω το πρωινό μου χαζεύοντας τους ναυαγούς του άστεως που αναζητούσαν πλοία στο τσιμεντένιο τους ορίζοντα και έπαιρναν για άλμπατρος τα περιστέρια. Ένιωσα ένα σκούντημα στον ώμο μου, γύρισα και τον είδα. Φορούσε ένα κίτρινο παλτό και όπως πάντα είχε έτοιμη μια ωραία ιστορία: «Το ξέρεις πως υπάρχει στο Μετς ένα στενό που οι χάρτες δεν το γράφουνε και ούτε οι ταχυδρόμοι το γνωρίζουν; Το ξέρεις πως κάποτε είχα μείνει και εγώ εκεί; Το ξέρεις πως το στενό αυτό μπορεί να το επισκεφτεί κανείς μια νύχτα κάθε χρόνο; Το ξέρεις πως η νύχτα αυτή φέτος είναι απόψε;» Όσα δεν ήξερα από αυτά, μπορούσα με κάποια ευκολία να μαντέψω. Το μόνο που στα σίγουρα δε γνώριζα ήταν πώς ακριβώς τη μέρα θα περνούσαμε μέχρι να ερχότανε η νύχτα επιτέλους.

-Να σε ρωτήσω κάτι;
-Ρώτα ό,τι θες. Δουλειά μου να απαντάω.
-Αλήθεια, έχει όνομα ο δρόμος που ζητάμε;
-Νομίζω ναι, αλλά αν θες, εμείς του δίνουμε άλλο.
-Πώς λέγεται;
-«Οδός Εκεί».
-Αστείο! Ποιος σκέφτηκε να δώσει τέτοιο όνομα;
-«Οδός Εδώ» λες να ήταν καλύτερα;
-Όσο είναι εκεί κι εγώ εδώ δεν ξέρω να απαντήσω.
-Όταν να θα πας κι εσύ εκεί, όταν το εδώ θα έρθει, δώσε το όνομα που θες. Πες την όπως γουστάρεις.
-Τι θα έλεγες αν την έλεγα τότε «Οδός Εκείνης»;
-Όλο εκείνη έχεις στο νου. Για μένα ούτε σκέψη.
-«Οδός του Άλλου» δεν πάει να την πω. Αυτό το «άλλου» όλοι «αλλού» να δεις θα το διαβάζουν.
-Ναι, έχεις δίκιο μα ευτυχώς. Όσο αυτοί μπερδεύονται, εγώ επιβιώνω.
-«Οδός Εγώ» θα σου άρεσε;
-Τέτοια οδός υπάρχει.
-Αλήθεια; Και που βρίσκεται; Να πάω εκεί να μείνω.
-Μάλλον δεν κοίταξες ποτέ τα γράμματα που στέλνω.
-Τι λες; Μα τα διαβάζω πάντοτε. Τα ξέρω απ’ έξω όλα.
-Το γράμμα ίσως που και που. Τον φάκελο καθόλου.
-Πλάκα μου κάνεις. Δε μπορεί.
-Μπορεί κι ας κάνω πλάκα.

Τις υπόλοιπες μέρες τις πέρασα στο σπίτι σου. Είχες μόλις μετακομίσει στο Χαλάνδρι. Βαριόμουν τα προάστια, το ήξερες. Μα εσύ με ήθελες εκεί αποκλεισμένο. Όλη τη μέρα στο κρεβάτι την περνούσαμε. Στου έρωτα τα επίμονα γυμνάσια. Το σπίτι ακόμα ήταν γιαπί. Μισοτελειωμένο. Μα η κρεβατοκάμαρά σου είχε προηγηθεί του υπόλοιπου οικοδομήματος. Υπήρχε εκεί πριν από εμάς. Πριν μπούνε τα θεμέλια. Πριν κατεβούν οι Δωριείς. Πριν γεννηθεί ο λόγος. Κι όταν η νύχτα ερχότανε, μου έλεγες, «σήκω, ντύσου!». Σαν λύκοι κατεβαίναμε στο κέντρο, στην Αθήνα. Μας ξέρανε, πηγαίναμε στα ίδια μέρη πάντα. Πάντα τα ίδια παραγγέλναμε. Άδειαζαν τα ποτήρια μας πριν λιώσουν τα παγάκια. Και πάντα η κουβέντα μας κατέληγε στα ίδια. «Πότε θα έρθεις μόνιμα; Πάμε στην Ελαφόνησο; Που ήσουν τόσα χρόνια;» Σαν λύκοι κατεβαίναμε και ύστερα γυρνούσαμε στο σπίτι σαν λιοντάρια. Κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε, λέγαμε το όνειρά μας. Κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε, μετρούσαμε ανάσες. Τους χτύπους της καρδιάς υπολογίζαμε και πάντα κάποιον βρίσκαμε που να μας περισσεύει. Κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε και ο καιρός περνούσε. Ο Αύγουστος ο πλακατζής ακόμα λέει ανέκδοτα με μας στους διπλανούς του μήνες.

Τις υπόλοιπες μέρες τις πέρασα έξω από το σπίτι σου. Είχα παρκάρει κάτω από των πεύκων τη σκιά και από εκεί σε κατασκόπευα. Κρατούσα σημειώσεις. Μάζευα από εσένα υλικό για να σε ξαναφτιάξω. Το ξέρω, δεν το ήξερες. Ε, τώρα το μαθαίνεις. Δε με ένοιαζε αν έλειπες. Τι κι αν βρισκόσουν στα νησιά, το σπίτι σου μου αρκούσε.

Είναι ξημερώματα. Κατηφορίζουμε το λόφο του Αρδηττού. Είμαι εγώ και έχω στο πλάι μου τον άλλον. Η πόλη μας στραβοκοιτά αγουροξυπνημένη. Δεν είμαστε ξένοι. Οι ξένοι, άλλωστε, εδώ ακόμα είναι ευπρόσδεκτοι. Είμαστε οι ξενιστές της. Το βήμα μας προδίδει ικανοποίηση. Το βλέμμα μας ίσως μαρτυρά μια απροσδιόριστη λαχτάρα. Είχα πει πως θα έμενα εδώ για άλλες έξι μέρες. Οι μέρες όμως πέρασαν μέσα σε μία νύχτα. Αναίτια, ανεξήγητα χάθηκε μία ζωή ολόκληρη χωρίς να μας ρωτήσει. Και κάπως έτσι έληξε κι αυτό το καλοκαίρι. Αναζητώντας της πόλης τα μυστήρια. Αδιαφορώντας για τα μυστικά της ίδιας μας της φύσης. Βαδίζουμε στην μονωμένη Ηρώδου του Αττικού και ύστερα τρυπώνουμε στον Εθνικό μας Κήπο. Κάποια στιγμή, γυρίζω προς το μέρος του, αλλά εκείνος λείπει. Εξαφανίστηκε κι αυτός. Λοιπόν, και τώρα οι δυο μας. Βγαίνω στην Πανεπιστημίου μοναχός. Τη διασχίζω και νιώθω πως κάνω κάτι πραγματικά παράνομο. Οι λίγοι που συναντώ στο δρόμο μου –οι πιο πολλοί παράφρονες- είναι οι συνένοχοί μου. Οι λίγοι που συναντώ στο δρόμο μου – κανείς δε σκέφτηκε ποτέ τι κάνουνε οι άνθρωποι αυτοί, όταν η πόλη ερημώνει. Οι λίγοι που συναντώ στο δρόμο μου. Ανεβαίνω την Μπενάκη. Κάποια γριά σε ένα μπαλκόνι μου φωνάζει. Φωνάζει εμένα. Με το όνομά μου με φωνάζει. Καμιά φορά, όταν η σκέψη σταματά, ακόμα την ακούω. Κι ύστερα φτάνω σπίτι μου, αλλά δε μπαίνω μέσα. Παίρνω το αυτοκίνητο και φεύγω πάλι πίσω. Και τα παράθυρα που έχω αφήσει ανοιχτά; Κι οι σκέψεις μου; Κι όλα τα πράγματά μου; Όχι, δεν είναι που δε νοιάζομαι. Όχι, που βιάζομαι δε φταίει. Άλλωστε, σε ένα χρόνο ακριβώς πάλι εδώ θα είμαι.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

2002

Αύγουστος του 2002. Δεν έχω ακόμα απολυθεί, αλλά έχω τόσο πολύ παλιώσει που μπαινοβγαίνω στην Πτέρυγα μόνο για να ανανεώνω τις εικονικές μου άδειες. Πρωί Δευτέρας. Μπαίνω από την Πύλη Αγχιάλου και είκοσι λεπτά μετά βγαίνω από την Πύλη Αλμυρού. Ο νέος στην έξοδο με χαιρετάει σα να είμαι αντιπτέραρχος τουλάχιστον και μου δείχνει με την άκρη του G3 του έναν τύπο που αράζει στο πλάι στη σκιά. «Μπορείτε μήπως να πάρετε μαζί σας το παλικάρι μέχρι τον Αλμυρό;» Το παλικάρι αφήνει τη σκιά και έρχεται και κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Είναι στο δρόμο μου. Πάει να πάρει το Κτελ για την Αθήνα. Του λέω να δώσει σε μένα τα λεφτά που θα έδινε για εισιτήριο και να μοιραστεί μαζί μου το ταξίδι. Δέχεται φυσικά. Μόλις περνάμε την Πελασγία, χωρίς να με ρωτήσει, βγάζει ένα cd από το σάκο του, το σπρώχνει μέσα στη σχισμή και ανοίγει στα τέρματα την ένταση. Μόλις τελειώνει το cd, μετά τις Θερμοπύλες, χωρίς να τον ρωτήσω εγώ ετούτη τη φορά, αρχίζει να μου μιλάει για την κοπέλα του. Η κοπέλα του είναι γιαπωνέζα. Φοιτήτρια, λέει, στη φιλοσοφική και στον ελεύθερο της χρόνο φωτομοντέλο για τα ιλουστρασιόν περιοδικά. Έχουν ελεύθερο χρόνο οι φιλόσοφοι; Δεν είναι ο χρόνος, ακόμα κι ο ελεύθερος, για αυτούς μια έννοια σχετική; Κι αν έχουν τέλος πάντων, και τότε πάλι δε φιλοσοφούν, όπως εμείς οι άλλοι; Λίγο πριν την έξοδο της Κηφισιά, τολμώ κι εγώ να πω λιγάκι τα δικά μου. Φαντάζομαι πως τα βρίσκει όλα αδιάφορα κι ανιαρά. Με διακόπτει: «Τι πας να κάνεις μέσα Αυγούστου στην Αθήνα;» Και τότε έρχεται η θεία επιφοίτηση και σκάει με δύναμη επάνω στο παρμπρίζ μου: «Διακοπές. Τι άλλο;»

Αφού τελείωσα με τις δουλειές για τις οποίες είχα στην πραγματικότητα κατέβει, πήρα το αμάξι μου ξανά και πήγα μέχρι τα Εξάρχεια. Πάρκαρα έξω ακριβώς από το φοιτητικό μου σπίτι –η αδερφή μου ακόμα σπούδαζε και το κρατούσαμε ακόμα- κι ανέβηκα δήθεν για να μαζέψω κάποια πράγματα. Ήταν ήδη απόγευμα. Άνοιξα τα παράθυρα και ξάπλωσα έτσι όπως ήμουν με τα ρούχα μου πάνω στο άστρωτο κρεβάτι. Αποκοιμήθηκα χαζεύοντας τον ράθυμο χορό της σκόνης. Όταν ξύπνησα είχε πια για τα καλά νυχτώσει. Απ’ έξω ακουγόταν μουσική. Μα ούτε φωνές ούτε και κάποια άλλη ένδειξη ανθρώπινης δραστηριότητας. Σηκώθηκα, άναψα ένα τσιγάρο και στάθηκα προσπαθώντας να αφουγκραστώ. Να καταλάβω τι συνέβαινε. Κανονικά έπρεπε ήδη να είχα φύγει. Έφτιαξα έναν δυνατό καφέ και άρχισα αμέσως τα τηλέφωνα. Όλοι ήταν σε διακοπές. «Τι έπαθες; Τι θες εδώ καλοκαιριάτικα;» Μα δε μπορεί. Όλο και κάποιος θα έχει ξεμείνει στα μετόπισθεν. Και τότε πρόσεξα ξανά τη μουσική. Το ίδιο ακριβώς τραγούδι –σουξέ εκείνου του καλοκαιριού- τέλειωνε και ξανάρχιζε. Πεισματικά επέμενε να παίζει διαρκώς σα να εμπεριείχε κάποιο μήνυμα κρυφό, που έπρεπε εγώ να καταλάβω.

Αφήνω το διαμέρισμα και βγαίνω στο διάδρομο. Καλώ το ασανσέρ. Είμαι στον ημιώροφο. Δεν ήτανε ανάγκη. Ή μήπως έχω άλλα σχέδια; Μπαίνω, πατάω το τελευταίο το κουμπί και εκτοξεύομαι. Μετά από μισό λεπτό φτάνει η σεληνάκατός μου στην ταράτσα. Η νύχτα από πάνω μου σπαράσσουσα. Το φως της πόλης έχει κάνει όλα τα αστέρια να ντραπούν και μόλις που διακρίνονται. Κοιτάζω λαίμαργα τριγύρω μου. Ο Στρέφης, ο Λυκαβηττός, τα δυτικά προάστια. Ποιανού είναι άραγε όλα αυτά; Ποιος να τα διαχειρίζεται, τώρα που τα έχουν αποποιηθεί οι μόνιμοί τους κάτοχοι; Αν κλέψω κάτι, τώρα που δεν υπάρχει εδώ κανείς για να με δει, ποιος θα το καταλάβει; Κι αν άραγε τους έκλεβα ολόκληρη την πόλη; Κι αν έτσι εδώ, μες στο κατακαλόκαιρο, την έκανα δικιά μου; Από το ύψος όπου βρίσκομαι η μουσική ακούγεται πολύ εξασθενημένη. Μα ωστόσο φτάνει στα αυτιά μου μια χαρά. Θα το θυμάμαι το τραγούδι αυτό. Κι αν κάποτε βρεθεί κάποιος να με ρωτήσει, τι έπαιζε εκείνη τη στιγμή που ξανά γνωριστήκαμε, θα ξέρω τι να του απαντήσω. Και τότε χτυπάει το τηλέφωνο. Είσαι εσύ. Πώς άραγε με βρήκες εδώ πάνω. Χαίρομαι που διαβάζω το όνομά σου στην οθόνη μου. Κι όμως, νιώθω λιγάκι σα να με έπιασες στα πράσα. «Που είσαι; Ακόμα δεν τελείωσες; Νύχτωσε – τι ώρα θα γυρίσεις;» Διστάζω. Δε βρίσκω την κατάλληλη απάντηση. Το ξέρεις σίγουρα καλά πόσο πολύ θα γούσταρα αυτή του τηλεφώνου η φωνή, με κάποιον τρόπο αυγουστιάτικο, να πάρει σάρκα ξαφνικά και να έρθει να σταθεί στο πλάι μου. Το ξέρεις ή μάλλον όχι, ακόμα είμαστε εκεί, στο 2002.

Όταν βγήκα ξανά στην εθνική οδό ήτανε πια μεσάνυχτα. Ήταν μια νύχτα φωτεινή και σκέφτηκα πως ίσως δε χρειάζεται να ταξιδέψω με αναμμένα φώτα. Στη θέση του συνοδηγού ο πρωινός συνταξιδιώτης μου είχε ξεχάσει το γκρίζο καπελάκι του. Και το εξωτικό χαμόγελο της γιαπωνέζας φιλενάδας καθρεφτιζόταν στον καθρέφτη μου μέχρι που έφτασα στο Βόλο.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

ο ηλιοθεραπευτής

-Γεια σου, Γιάννη!
-Ελένη!
-Τι κάνεις;
-Καλά είμαι. Πώς και με θυμήθηκες;
-Τι θες να πεις; Εσύ με έχεις ξεχάσει;
-Όχι βέβαια, αλλά…
-…αλλά δε με σκέφτεσαι καθόλου.
-Δε σε σκεφτόμουν τώρα. Με αιφνιδίασες.
-Καλό δεν είναι αυτό;
-Καλό είναι μάλλον, ναι.
-Που βρίσκεσαι;
-Στις Βρυξέλλες.
-Αυτό το ξέρω. Βλέπω τις αναρτήσεις σου.
-Με παρακολουθείς;
-Έτσι κι αλλιώς. Συχνά χωρίς να θέλω.
-Και τι κάνεις εκεί;
-Φωτογραφία, δουλειές του ποδαριού… διάφορα.
-Και στο Λονδίνο πότε θα έρθεις;
-Είναι πρόσκληση αυτό;
-Αφού δε με προσκαλείς εσύ εκεί, είπα να πάρω την πρωτοβουλία.
-Δεν ξέρω. Πότε εσύ μπορείς;
-Γιάννη, με θυμάσαι καθόλου;
-Σε θυμάμαι. Φυσικά.
-Χωρίς να κοιτάξεις τις φωτογραφίες μου, εννοώ.
-Σε θυμάμαι. Ξέρεις αυτό είναι το πρόβλημά μου.
-Λοιπόν, πότε θα έρθεις;
-Δεν ξέρω. Την Τετάρτη;

Είναι Δεκέμβριος. Είναι το 2010. Είμαι 35 ετών. Είμαι επιπόλαιος, σπάταλος, αναιδής και αφελής. Είναι Τετάρτη. Είναι το τρένο από Βρυξέλλες για Λονδίνο. Είναι 6 το πρωί.
Στα πρωινά δρομολόγια της Τετάρτης βρίσκεις πάντα τα πιο φτηνά εισιτήρια. Eurostar, το σιδηρούν καμάρι της Ευρώπης. Μέσα σε δυόμιση ωρίτσες από το Midi στο King’s Cross. Με την ενδιάμεση αναγκαία καταβύθιση στην άβυσσο της Μάγχης. Σκέφτομαι φόβους, τους ανακαλώ, για να ξεχάσω τις φοβίες μου. Τα τέρατα των θαλασσών, σεισμοί και τρομοκράτες. Μετράω τις ανάσες μου. Πάντα κάποια μου λείπει. Τα παρατώ. Αρχίζω να μετράω Λονδίνα.
1995, πρώτη φορά, στο δρόμο για το Μπέρμινχαμ. Είχε κατέβει και οι φίλοι μου. Περάσαμε ολόκληρη μια μέρα με τα πόδια. Μπαίναμε, βγαίναμε. Πουλούσαμε, αγοράζαμε. Βγήκαμε κερδισμένοι, με ύστερα πάλι χάσαμε. Ξεχάσαμε.
1999, δεύτερη φορά, στο δρόμο για το Κάρντιφ. Μια διανυκτέρευση στο σπίτι της Σοφίας. Όλη τη νύχτα βαρούσε το τηλέφωνο. Ποιος ήτανε; Ποιος είναι; Δυνάμωσε τη μουσική να μείνουμε μονάχοι! 
2004, δεύτερη φορά, στο δρόμο για Δουβλίνο. Τρεις μέρες αποκλεισμός στο Islington. Δυο βράδια βόλτες με την Τερέζα. Αλλάζαμε συνέχεια μετρό και λεωφορεία. Το τρίτο ήρθε κι ο φίλος της μαζί. Ακόμα τους χρωστάω.
2009, όχι, εκείνη δε μετράει.
2010, τρίτη φορά στα σίγουρα. Μετράω εγώ. Μου φτάνει.

Είχα δυόμιση χρόνια να τη δω. Από το καλοκαίρι εκείνο. Στο σπίτι μου –όχι, δεν έχω σπίτι- στη γειτονιά μου έστω, εκεί που τότε έμενα, υπάρχουν ακόμα ρολόγια σταματημένα, που δείχνουνε πεισματικά την ώρα που χωρίσαμε. Δεν ξέρω καν αν θα μπορούσα να το ονομάσω αυτό το πράγμα χωρισμό. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν καταφέραμε να ενωθούμε κάπως. Κολλήσαμε για λίγο, για προσωρινά κι αυτό ήτανε όλο. Κι ύστερα φύγαμε κι οι δυο. Και είπαμε κάποια στιγμή πως θα ξαναβρεθούμε. Κουβέντες τέτοιες της στιγμής – ποιος άραγε τους δίνει σημασία;
Καμιά φορά τους δίνω εγώ.

-Φαντάσου τον ήλιο!
Τη νύχτα εκείνη ήταν που εισήγαγα στο Ηνωμένο Βασίλειο τη μέθοδο του ηλιοθεραπευτή. Δεν πρόκειται για κάποια γνώση απόκρυφη. Δεν έχει καθόλου να κάνει με κάποιο νοσηρό μυστήριο. Είναι απλώς ένα συγκεκριμένο στυλ για να ξαπλώνει κάποιος στο κρεβάτι του. Πολύ τονωτικό, πολύ ευχάριστο στ’ αλήθεια.
-Μάντεψε από πού έρχονται σε σένα οι ακτίνες του.
Ειδικά για εκείνους που βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την παραμικρή ιδέα μεσογειακής ακτής. Ειδικά για τις στιγμές αυτές που ζουν στους χωροχρονικούς αντίποδες της όποιας έννοιας καλοκαίρι.
-Νιώσε τις να ταξιδεύουν πάνω στις επιδερμίδα σου.
Αυτή αμέσως την ασπάστηκε. Κι ούτε για μια στιγμή δε φάνηκε να δείχνει τα ελεεινά συμπτώματα εκείνης της εκ γενετής αμφιβολίας της.
-Θυμήσου την ανάγκη της σκιάς.
Η μέθοδος είναι απλή. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα κρεβάτι. Αν και στο πάτωμα ενδεχομένως να είναι ακόμα πιο απλά τα πράγματα. Ξαπλώνεις. Απλώνεσαι. Τεντώνεις νωχελικά τα άκρα σου στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Και πάνω από όλα, κλείνεις πολύ προσεκτικά τα μάτια.
-Κλείσε, προστάτεψε τα μάτια σου.
Όχι για να αποκοιμηθείς. Όχι για αφήσεις να έρθει το όνειρο κοντά σου. Μα για να μη μπορέσει ο ήλιος ο αδίστακτος την όραση σου να πληγώσει. Μη με ρωτάς ποιος ήλιος. Το ξέρω πως ήτανε μεσάνυχτα. Μέσα Δεκέμβρη. Κάμπντεν. Καρδιά της Βαβυλώνας. Υγρό Λονδίνο, σκοτεινό. Το ξέρω πως εκεί, μέσα σε αυτό το χαμηλό υπνοδωμάτιο, που πάντα είχες την εντύπωση πως θα έρθει ο ουρανός να σε πλακώσει, ο ήλιος ακόμα και αυτός της βορειοευρωπαϊκής ακίνδυνής του εκδοχής ακούγεται συνήθως σαν ανέκδοτο.
-Μη γελάς. Δεν είναι αστείο. Χαμογέλασε.
Άλλωστε, εδώ δε μίλησε κανείς για τον κυρ-ήλιο τον γνωστό, το σώμα το ουράνιο, μα για τον άλλο ήλιο. Τον ιδεατό. Τον ήλιο του μυαλού σου.
-Ζεστάθηκες;