Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

κατασκευάζοντας συνυπάρξεις


Το σχολικό έτος 2015-16 το πέρασα διαρκώς μετακινούμενος. Τυπικά η έδρα μου ήταν –και είναι ακόμα, δηλαδή- στον Βολο. Ουσιαστικά, ωστόσο, τις πιο πολλές μέρες της βδομάδας βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη, όπου και νοίκιαζα πλέον στο κέντρο το δικό μου διαμέρισμα. Επίσης, μία φορά τη βδομάδα δούλευα στη Λάρισα στα εργαστήρια του Δήμου και ένα τριήμερο κάθε μήνα πήγαινα και έκανα μαθήματα στο Θέατρο στα Γιάννενα. Αυτά, μαζί με ένα σωρό άλλες μικρότερες και μεγαλύτερες, τακτικές και άτακτες, διαδρομές και αποστάσεις, με έκαναν να αποκτήσω μια άλλη σχέση με το Ανταμομπίλ, μες στο οποίο πλέον ένιωθα πως ζούσα. Μέχρι που κάποια στιγμή άρχισα να του γράφω και ιστορίες.
Όταν, όμως, έφτασε το καλοκαίρι του 2016, είχα πια τόσο πολύ κουραστεί από τα συνεχόμενα ταξίδια που έλεγα πως πλέον λαχταρώ να περάσω τις διακοπές μου όσο πιο αμετακίνητος γίνεται. Έτσι, όχι μόνο απέρριπτα κάθε πρόταση για ένα νέο οδικό ταξίδι στα Βαλκάνια, αλλά κόντευα να απαρνηθώ σχεδόν το περιηγητικό μου παρελθόν λέγοντας πως όλα αυτά δεν ήταν παρά άσκοπες σπατάλες χρόνου, χρημάτων και ενέργειας και γενικά παλαβωμάρες.
Μέχρι που ένα βράδυ –μπορεί να ήταν και μεσημέρι, δεν έχει σημασία- μου σκάει ξαφνικά ένα μήνυμα από το Βέλγιο: «Έρχομαι Ελλάδα τέλος Ιουλίου. Τι λες; Πάμε κανένα ρόουνττριπ;» Το διάβασα και «ευθύς η κούρασις, η ανία, η σκέψεις φύγανε». «Ναι, ρε, εννοείται», απάντησα, «πάμε στο Σεράγεβο.»
Όπως με τον Κωστή, έτσι και με τον Βαγγέλη είχα κάνει ήδη ένα καλό οδικό ταξίδι, επιστρέφοντας τα Χριστούγεννα του 2011 από το Παρίσι στον Βόλο μέσω Ντιζόν, Λυών, Τορίνο, Μπολόνιας και φυσικά Ανκόνας και Ηγουμενίτσας. Η αλήθεια είναι ότι αν και εγώ πέρασα τότε πολύ καλά, σε εκείνον δεν του έμειναν και οι καλύτερες αναμνήσεις, αφού κάπου εκεί, στις όχθες του Ροδανού, άρπαξε ένα γενναίο κρυολόγημα και έφτασε σχεδόν ημιθανής στον τελικό προορισμό μας – θάρθει η ώρα κάποτε να γράψω και για αυτά και τότε θα γελάσουμε.
Και ενώ αρχίσαμε να σχεδιάζουμε το ταξίδι μας, προέκυψαν δυο σημαντικές ιδιαιτερότητες που θα το έκαναν να διαφέρει πολύ τόσο από αυτά που είχανε προηγηθεί όσο και από τα άλλα που ακολούθησαν. Πρώτον, ο Βαγγέλης αποφάσισε να μην βγάλει εισιτήριο αεροπορικό για την Ελλάδα αλλά για τη Ριέκα της Κροατίας, η οποία βρίσκεται στην πινέζα του χάρτη των Βαλκανίων, ζητώντας μου να πάω και να τον μαζέψω από εκεί και ύστερα να αρχίσουμε να κατηφορίζουμε τη Δαλματική ακτή μέχρι να φτάσουμε στο ύψος του Σεράγεβου και από εκεί να μπούμε στη Βοσνία. Το δέχτηκα με κάποια επιφύλαξη, αφού δεν λέω, ωραία η περιπέτεια, αλλά ακόμα τόσο μεγάλο ταξίδι χωρίς συνοδηγό δεν είχα –και δεν έχω ακόμα- δοκιμάσει. Δεύτερον, δυο μέρες πριν ξεκινήσω να ανηφορίζω από τη Θεσσαλονίκη τα Βαλκάνια ήρθε δεύτερο μήνυμα, από την Πάτρα αυτή τη φορά, με σχεδόν ίδιο περιεχόμενο με εκείνο του Βελγίου: «Τι σχέδια έχεις για διακοπές; Αν πας κανένα ρόουνττριπ, υπολόγισε κι εμένα.» Έτσι, ενώ λυνόταν το πρόβλημα της μοναχικής διαδρομής ως τη Ριέκα, αμέσως άλλο θέμα μού προέκυπτε. Πώς κάνεις τέτοιο ταξίδι παρέα με δυο συνεπιβάτες που δεν γνωρίζονται και ενδεχομένως να μην ταιριάζουν καθόλου μεταξύ τους; Ε, τι να πω; Πάμε, ξερωγώ, και βλέπουμε. «Μεθαύριο φεύγω για Κροατία και Βοσνία», του απάντησα. «Τι λες; Προλαβαίνεις να ετοιμαστείς και να έρθεις με το κτελ ως τη Θεσσαλονίκη;»
Δυο μέρες μετά περνούσαμε με τον Γκιούλο τα σύνορα στη Γευγελή και κατευθυνόμασταν προς το Βελιγράδι, όπου και θα διανυκτερεύαμε, πριν συνεχίσουμε για βορειότερα με κατεύθυνση το Ζάγκρεμπ. Το θέαμα του εξωφρενικά πηγμένου αυτοκινητοδρόμου στην αντίθετη κατεύθυνση, που πήγαινε προς το Αιγαίο, σε αντίθεση με την έρημη σχεδόν δική μας, με έκανε να αισθανθώ ότι βρίσκομαι για ακόμα μια φορά στη σωστή πλευρά του δρόμου.
Στο Βελιγράδι φτάσαμε το απόγευμα και πήγαμε κατευθείαν στην ούλιτσα Κουμπρίνα και στο διαμέρισμα που νοίκιαζα όσο έγραφα το «Για μια χούφτα δηνάρια». Ο Δημήτρης εντυπωσιάστηκε με την άνεση που έδειχνα κυκλοφορώντας στους δρόμους της σερβικής πρωτεύουσας. Η αλήθεια είναι ότι εξακολουθούσα να νιώθω μια αφύσικη σχεδόν οικειότητα με το όλο περιβάλλον. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να επιστρέφω πιο τακτικά σε αυτό, όπως και στα αντίστοιχα των Βρυξελλών και της Μαδρίτης. Στις πόλεις, δηλαδή, που δεν τις έχω απλώς επισκεφτεί, αλλά που νομίζω πως τις έχω με κάποιον τρόπο ζήσει.
Επειδή δεν θα μέναμε εκεί παρά ελάχιστες ώρες και την επόμενη πρωί-πρωί έπρεπε να συνεχίσουμε την πορεία μας, βγήκαμε σχεδόν αμέσως βόλτα. Ο Δημήτρης είχε κανονίσει να συναντηθεί με μια φίλη του βελιγραδιώτισσα, η οποία για να μην μας παιδέψει μάλλον βάζοντάς μας να ψάχνουμε ιδανικό σημείο για ραντεβού, μας είπε να πάμε να τη βρούμε στο Λέιλα – το αγαπημένο μου μπαρ στο Βελιγράδι.
Δεν υπάρχει πιο ευτυχισμένη στιγμή για έναν ταξιδιώτη από το να ξαναεπίσκεπτεται μέρη που έχει αγαπήσει και όχι μόνο να τα βρήσκει όπως τα άφησε, αλλά να νιώθει ότι όσο έλειπε, όσος καιρός και αν έχει στο μεταξύ περάσει, ένα κομμάτι του εαυτού του εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί και του κρατούσε θέση μέχρι να επιστρέψει και ο υπόλοιπος.
Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε νωρίς, ήπιαμε έναν βιαστικό καφέ στο παρακείμενο και επίσης αγαπημένο Αμελί, ψωνίσαμε προμήθειες από το πεκάρα της γειτονιάς και φύγαμε.   
Στα πρώτα διόδια που συναντήσαμε ο σέρβος υπάλληλος είχε όρεξη για πλάκες και μας ρώτησε πού πηγαίνουμε. Όταν του απαντήσαμε, αυτός αμέσως ξίνισε. «Μπέογκραντ, Μπέογκραντ, Μπέογκραντ», επανέλαβε πολλές φορές. Κατά τη γνώμη του, εάν θέλαμε να περιηγηθούμε στην παλαιά Γιουγκοσλαβία, δεν είχαμε παρά να γυρίσουμε πίσω και να εξαντλήσουμε τουριστικώς την ίδια την πρωτεύουσα.
Η διαδρομή πάνω στον αυτοκινητόδρομο που συνδέει το Βελιγράδι με το Ζάγκρεμπ –ένα από τα κατασκευαστικά καμάρια του παλαιού καθεστώτος- μες στο κατακαλόκαιρο έμοιαζε με έργο τέχνης, με τα ατέλειωτα χωράφια των ηλίανθων στα αριστερά και των καλαμποκιών στα δεξιά του δρόμου. Στάσεις δεν κάναμε πολλές, αλλά το όλο τοπίο μού είχε προκαλέσει μια τέτοια ραθυμία που παραλίγο να μας σταματήσει η τροχαία για επικίνδυνη βραδυπορία.
Έτσι φτάσαμε έξω από το Ζάγκρεμπ την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να ήμασταν ήδη στη Ριέκα. Έστειλα στον Βαγγέλη ένα μήνυμα ότι θα καθυστερήσουμε λίγο και περιοριστήκαμε στο να μια αβλαβή διέλευση μέσα από την πρωτεύουσα της Κροατίας, χαζεύοντάς την απλώς μέσα από τα παράθυρα. Την επόμενη φορά καλύτερα.
Μετά το Ζάγκρεμπ το τοπίο άλλαξε απότομα και οι πλατιές πεδιάδες έδωσαν τη θέση τους στα βουνά και σε μια μακρά εναλλαγή από γέφυρες και τούνελ. Στο μεταξύ ο Βαγγέλης, που είχε πια προσγειωθεί, μάλλον ανησυχούσε και έστελνε διαρκώς μηνύματα. «Τώρα, τώρα», του απαντούσα, «φτάνουμε.»
Και φτάσαμε επιτέλους στη Ριέκα, την πόλη με την πιο εντυπωσιακή είσοδο που είχα ως τότε συναντήσει. Χτισμένη σε ένα επίπεδο πολύ πιο χαμηλό από αυτό του αυτοκινητοδρόμου, έπρεπε να ακολουθήσουμε κάποια από τις εισόδους της που έμοιαζαν με ασφάλτινους γκρεμούς και στη συνέχεια να την παρακάμψουμε μέσω του περιφερειακού της δικτύου για να κατευθυνθούμε σε ένα από τα συνδεόμενα με γέφυρες νησιά που την περιτριγυρίζουν, όπου και βρίσκεται το ταπεινό, μα πάντως διεθνές, αεροδρόμιό της.
Όταν φτάσαμε εκεί και παρκάραμε έξω από τον χώρο των αφίξεων, δεν χρειάστηκε να ψάξουμε πολύ για να βρούμε τον Βαγγέλη, αφού ήδη τον ακούγαμε από μακριά να μιλάει –για την ακρίβεια να φωνάζει- στα ελληνικά σε κάποιον στο τηλέφωνο. Θυμίζω ότι οι δυο συνταξιδιώτες μου ακόμα δεν γνωρίζονταν, οπότε και εγώ είχα μια σχετική αγωνία μην τυχόν και δεν τα βρουν, μην δεν ταιριάξουνε τα γούστα τους, και για ασήμαντη, που λένε, αφορμή χαλάσει όλο το ταξίδι. Ο Βαγγέλης μάς είδε, έκλεισε το τηλέφωνο και με κεκτημένη ταχύτητα από τη συνομιλία που μόλις είχε τόσο απότομα διακόψει, με ρώτησε ρητορικά «πού είσαι, ρε μαλάκα».
Ισχύει πως έτσι όπως το κωλοβαρέσαμε, τον είχαμε στήσει κανένα δίωρο τουλάχιστον και ότι το Σπλιτ ή το Ζαντάρ, όπου σκοπεύαμε να μείνουμε το βράδυ εκείνο, απείχαν ακόμα αρκετά και σίγουρα η νύχτα θα μας προλάβαινε στον δρόμο. Και εδώ που τα λέμε ή τέλος πάντων εκεί που τα λέγαμε, η Ριέκα φαινόταν, από μακριά τουλάχιστον, ωραία και ενδιαφέρουσα. Μήπως να διανυκτερεύαμε εκεί και να μην την προσπερνούσαμε έτσι αδιάφορα και –λέμε τώρα- βιαστικά χωρίς να την επισκεφτούμε; Και κάπως έτσι, πριν καν προφτάσω να κάνω τις συστάσεις, μπήκαμε ξανά μες στο Ανταμομπίλ και πήραμε τον δρόμο για το κέντρο.
Μόνο που λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο, χωρίς τους ξενοδόχους για την ακρίβεια, αφού βρισκόμασταν σε ένα από τα πιο γνωστά θέρετρα της Αδριατικής, μέσα στη χάι σήζον, και μέχρι να βρούμε διαθέσιμο δωμάτιο, μας βγήκε λίγο η πίστη. Τελικά βρήκαμε κάτι, μόνο που αυτό δεν ήταν δωμάτιο ξενοδοχείου ακριβώς, αλλά ένα μέρος όπου φιλοξενούνταν προσωρινά διάφοροι άρτι αποφυλακισθέντες καθώς και άτομα που παρακολουθούσαν προγράμματα απεξάρτησης και έμοιαζε όντως με ίδρυμα ή κάτι τέτοιο ελάχιστα τουριστικό, αν και είχε θέα προς τη θάλασσα, που σίγουρα θα την απολαμβάναμε, αν δεν είχαν να καθαρίσουν τα παράθυρα από την εποχή του Τίτο. Εντάξει, ήταν σίγουρα φτηνό, αλλά συνήθως σε τέτοια μέρη πληρώνεσαι και δεν πληρώνεις για να μείνεις. Πάντως, έτσι όπως τα είχαμε καταφέρει, ήταν η μόνη λύση, εάν δεν θέλαμε να κοιμηθούμε μέσα στο αμάξι ή στην ύπαιθρο. Βολευτήκαμε, λοιπόν όσο καλύτερα μπορούσαμε, κάναμε και ένα μπάνιο και βγήκαμε να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα την πόλη.   
Η Ριέκα, όπως και οι άλλες πόλεις της Δαλματικής, αισθητικά είναι πιο πολύ ιταλική παρά βαλκάνια. Περπατώντας το βράδυ στο ιστορικό της κέντρο, ειλικρινά σου φαίνεται παραξενο που ακούς τριγύρω να μιλάει ο κόσμος σλάβικα. Ενδεχομένως αντίστοιχες σκέψεις να κάνει και ένας ξένος που επισκέπτεται την Κέρκυρα, ας πούμε και σε όλα τα άλλα τα λιμάνια στη Μεσόγειο από όπου πέρασαν οι βενετσιάνοι και έκαναν το κομμάτι τους.  
Κατά τη διάρκεια της βόλτας μας είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν κάπως και οι δυο συνταξιδιώτες μου, που μέχρι τότε ακόμα συμπεριφέρονταν σαν ξένοι που έτυχε να μοιράζονται τον ίδιο χώρο υποδοχής σε κάποιο ιατρείο ξεφυλλίζοντας παλιά περιοδικά και κοιτάζοντας συνέχεια την ώρα. Για να βοηθήσω την κατάσταση και να τους φέρω πιο κοντά άρχισα να αναφέρω τυχαία διάφορα κοινά χαρακτηριστικά τους: ότι είναι άντρες και οι δυο, ότι έχουν και οι δυο από μία αδερφή, ότι και οι δυο είναι αρτιμελής, ότι και οι δυο ανήκουν στο μόνο σωζόμενο υποείδος του χόμο σάπιενς και ότι αμφότεροι ανήκουν στη σπάνια κατηγορία ανθρώπων που τους έχει αφιερωθεί ένα ολόκληρο dreamtiger (το «Σαν το χασαπόσκυλο» στον Βαγγέλη, το «20.000 λεύγες κάτω απ’ότι χάλασα» στον Δημήτρη»). Εντάξει, αν το συνέχιζα, παίζει να βγαίνανε και σόι.            
Και αφού φάγαμε, ήπιαμε, περπατήσαμε και βγάλαμε και μερικές φωτογραφίες από κάτι μνημεία που λίγες ώρες πιο νωρίς αγνοούσαμε την ύπαρξή τους και ελάχιστα λεπτά μετά θα τα είχαμε ξεχάσει, είπαμε να επιστρέψουμε στο ίδρυμα και να την πέσουμε, γιατί την επόμενη μέρα μάς περίμεναν ακόμα περισσότερα και δυσκολότερα χιλιόμετρα.
Πρωινό ο παράξενος ξενώνας μας δεν πρόσφερε, αλλά είχε παντού σε κάθε διάδρομο αυτά τα βρωμερά μηχανήματα που φτιάχνουνε κάτι σαν καφέ, το οποίο προσωπικά λατρεύω. Είχε φέρει μαζί του και κάτι σοκολάτες κοτ ντ’ορ από το Βέλγιο ο Βαγγέλης. Κάναμε ένα μικρό πικνίκ εκεί έξω στα σκαλάκια με τους υπόλοιπους τρόφιμους να μας κοιτούν και να αναρωτιούνται από πού το σκάσαμε και ύστερα φορτώσαμε τα πράγματα και ξεκινήσαμε για νότια.
Στον δρόμο κάναμε τρεις μεγάλες στάσεις και ως συνήθως καμιά δεκαριά μικρότερες. Η πρώτη από τις σημαντικές ήταν στο Σμίλιαν, το χωριό του Νίκολα του Τέσλα, για να επισκεφτούμε το μουσείο του, το οποίο δεν είναι τόσο ενδιαφέρον όσο ακούγεται, αλλά επειδή είχα ήδη επισκεφτεί το αντίστοιχο στη Σερβία, γέλασα λίγο με τον τρόπο που οι παλαιογιουγκοσλάβοι πασχίζουν να αποδείξουν την επιμέρους εθνική καταγωγή των άξιων τέκνων της παλαιάς ενιαίας χώρας τους.
Η δεύτερη μεγάλη στάση ήταν στο Ζαντάρ. Εκεί, περιπλανώμενοι μέσα στα στενά μεσαιωνικά δρομάκια, είδαμε κάπου μια αναμνηστική επιγραφή για κάποιους παρτιζάνους που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής και της αντίστασης. Το μνημείο ήταν άγρια βανδαλισμένο με βρισιές –δεν χρειάζεται να μιλας τη γλώσσα για να καταλαβαίνεις τις «κακές» της λέξεις- και ναζιστικά ιδεογράμματα. Σταθήκαμε για να το φωτογραφίσουμε και αμέσως εμφανίστηκε από το πουθενά ένας ηλικιωμένος ντόπιος και άρχισε κάτι να μας λέει. Ο τόνος της φωνής του προέδιδε οργή και αγανάκτηση. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι έλεγε ο παππούς, και δεν αποκλείεται να μην μου άρεσαν τα λόγια του, εάν τα καταλάβαινα. Θα ήθελα, πάντως, να πιστεύω ότι το ξέσπασμα του δεν ήταν παρά μια απεγνωσμένη αντίδραση της μνήμης μπροστά στην εξάπλωση της βλακείας και της απανθρωπιάς πάνω σε αυτόν τον νέο, ολοκαινουριο, μα τελικά όχι τόσο γενναίο κόσμο.
Η τρίτη στάση ήταν για να ρίξουμε μια γρήγορη βουτιά σε μια ωραία παραλία λίγο πριν από το Σπλιτ, της οποίας όμως δεν συγκράτησα το όνομα. 
Αργά πια το απόγευμα, και ενώ ήδη βλέπαμε από μακριά το Ντουμπρόβνικ, αφήσαμε τα παράλια της Κροατίας και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς τη βοσνιακή ενδοχώρα. Ο στόχος της ημέρας ήταν να φτάσουμε, όσο γινόταν πιο νωρίς, και να διανυκτερεύσουμε στην πρώτη μεγάλη και σημαντική πόλη που βρισκόταν πάνω στον δρόμο μας για το Σεράγεβο: το θρυλικό Μόσταρ. 
Λίγο οι δρόμοι της Βοσνίας, όμως, και πιο πολύ η κούραση, χαθήκαμε και μπερδευτήκαμε τόσες πολλές φορές, που τελικά μας βρήκε η μαύρη νύχτα πάνω στα βουνά. Και μαζί με νύχτα, όταν μετά ανακαλύψαμε πόσο μεγάλη αναντιστοιχία υπήρχε ανάμεσα στους χάρτες μας και την επίσημη σηματοδότηση, ήρθε και η απελπισία. Τελικά, το Μόσταρ το βρήκαμε μάλλον συμπτωματικά, μετά από αρκετή ανούσια περιπλάνηση, αλλά δεν ξέρω πώς τα καταφέραμε και για ακόμα μια φορά φτάσαμε την πιο κατάλληλη στιγμή. Με το που μπήκαμε μέσα στην πόλη και κατεβάσαμε τα παράθυρα, ένα μουσικό πανδαιμόνιο εισέβαλε μέσα στο Ανταμομπίλ και μας έκανε αμέσως ξεχάσουμε πως τόσην ώρα το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να βρούμε ένα κρεβάτι για να την πέσουμε και να ξεκουραστούμε.      
Έτσι, αφού αφήσαμε το αμάξι κάπου πρόχειρα, κατεβήκαμε και αρχίσαμε να περπατάμε μες στα πλακόστρωτα δρομάκια που οδηγούσαν προς την περίφημη γέφυρα της πόλης, γύρω από την οποία είχε στηθεί ένα ξέφρενο γλέντι με ηλεκτρισμένους τσιγγάνικους σκοπούς και άναρχους ήχους εξωτικούς, βαριά ανατολίτικους.
Το ισλάμ εδώ πάνω στα βουνά δεν είναι μια διακριτική μειονότητα, αλλά μετά τον πόλεμο αποτελεί το απόλυτα κυρίαρχο στοιχείο. Όσο και αν προσπαθούν, όμως, να το προσεταιριστούν οι κραταιοί προστάτες του από την Τουρκία και την αραβική χερσόνησο, παραμένει βαθιά βαλκανικό και τελικά με έναν τρόπο μοναδικά δικό του ευρωπαϊκό, αν όχι και παγκόσμιο. Το βλέπεις αυτό παντού, στην εξωστρέφια των απλών ανθρώπων, στη διάθεσή των νέων να λησμονήσουν τις αφηγήσεις μίσους των γονιών και των παππούδων τους, στην επιθυμία τους να μοιραστούν με τους επισκέπτες τον πολιτισμό τους, όχι για να τους επιβάλουν και να τους αποδείξουν μια κάποια ανωτερότητα, αλλά για να κερδίσουν οι ίδιοι από αυτή την μοιρασιά. Να επανακτήσουν, δηλαδή, με έναν τρόπο πιο αρμονικό αυτό το ανακάτεμα που κάποτε μόνο το γιουγκοσλαβικό κεκτημένο μπορούσε να τους επιβάλλει.
Η ώρα, όμως, είχε περάσει και έπρεπε να βρούμε κάπου ένα κατάλυμα. Ευτυχώς, υπήρξαμε σταλήθεια τυχεροί, αφού εξαιτίας του πανηγυριού η πόλη είχε κατακλυστεί από επισκέπτες, και βρήκαμε εύκολα σχετικά τρία κρεβάτια σε ένα πεντάκλινο δωμάτιο ενός ξενώνα. Οι άλλοι δυο αναγκαστικοί συγκάτοικοι δεν μαζευτήκαν παρά τα ξημερώματα, έτσι δεν χρειάστηκε να κοινωνικοποιηθούμε περαιτέρω και πέσαμε για ύπνο σαν τα κούτσουρα.
Επειδή μέσα στην περιπλάνηση είχαμε ξεχάσει να τραφούμε, την επόμενη μέρα μάς ξύπνησε η πείνα μας και χωρίς να χάσουμε χρόνο αφήσαμε το χόστελ και σπεύσαμε να αδειάσουμε τα ράφια του πλησιέστερου φούρνου. Μετά καθίσαμε να πιούμε έναν καφέ με θέα ξανά την γέφυρα του Μόσταρ. Το βομβαρδισμένο και επανακατασκευασμένο μνημείο και σημείο αναφοράς της πόλης και ολόκληρης της χώρας εκείνη τη στιγμή λειτουργούσε ως βατήρας για βουτιές κάποιων παράτολμων τουριστών, ενώ από κάτω στις όχθες του Νερέτβα η γιορτή της προηγούμενης βραδιάς σιγόκαιε ακόμα, αφού μια ομάδα από τσιγγανόπουλα συνέχιζαν να τραγουδούν και να χορεύουν ασυνάρτητα. Και τότε ξαφνικά άρχισε να ψιλοβρέχει.
Μέχρι να φτάσουμε στο Ανταμομπίλ, η ντροπαλή ψιχάλα είχε μετατραπεί σε ένα μικρό κατακλυσμό που έμοιαζε σαν να μας λέει πως ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε. Άλλωστε, είχαμε να διασχίσουμε αρκετά βουνά μέχρι να φτάσουμε ως το Σεράγεβο, το οποίο, για να μην ξεχνιόμαστε, παρέμενε ο βασικός προορισμός μας. Στην έξοδο του Μόσταρ, στον τοίχο ενός σχολείου, είδα μέσα από το αμάξι βιαστικά μια σειρά από μεταποκαλυπτικά γκράφιτι και συνθήματα. «Μάλλον πρέπει κάποια στιγμή να ξαναπεράσω από εδώ», γύρισα και είπα στους συνταξιδιώτες μου, που ακόμα ήταν απασχολημένοι με το να μασουλούν τα παραδοσιακά μοσταριανά προϊόντα που είχαμε ψωνίσει.
Ο δρόμος για το Σεράγεβο υπήρξε, για μένα τουλάχιστον, η πιο ωραία στιγμή ολόκληρου του ταξιδιού. Μέσα από μια μαρκά διαδοχή κοιλάδων και ημιορεινών διαβάσεων, σε ένα ταλαιπωρημένο από τον χρόνο και την Ιστορία οδικό δίκτυο, με τη βροχή να δίνει ακόμα τον ρυθμό, αλλά και να ανεβάζει τον συντελεστή της δυσκολίας, η διαδρομή αυτή εξελισσόταν σε ένα έργο τέχνης εν κινήσει. Και μόνο για τέτοιου είδους ταξιδιωτικές εμπειρίες αξίζει να επιμένει, να αναζητά και να επισκέπτεται κανείς τα ελάχιστα πια ακατέργαστα τμήματα της γηραίας ηπείρου. Και τότε άναψε στο αμάξι η ένδειξη που λέει «βάλε βενζίνη άμεσα, αλλιώς, αν θες, συνέχισε τη βόλτα με τα πόδια».
Σταματήσαμε στο πρώτο βενζινάδικο που βρήκαμε, όπου παραλίγο να αφήσουμε και τα κόκκαλά μας, όταν λόγω μίας γελοίας παρεξήγησης, στην προσπάθειά μας να εξηγήσουμε δια της νοηματικής στη συμπαθή πωλήτρια πως θέλουμε παγάκια για τον καφέ μας, αυτή κάλεσε αμέσως σε βοήθεια την πολυμελή της οικογένεια δια τα περαιτέρω. Και αφού γλιτώσαμε με ελάχιστες απώλειες (είπα να μην επιμείνω πιο πολύ και να τους χαρίσω, ως δείγμα καλής θέλησης, τα ρέστα) ο δρόμος για την πολύπαθη βοσνιακή πρωτεύουσα ήταν πια ανοιχτός μπροστά μας.
Η πρώτη αίσθηση που σου δίνει το Σεράγεβο, όταν το επισκέπτεσαι, είναι αυτή του ζόφου και της καταχνιάς. Αν και βρισκόμασταν μες στο καλόκαιρο, αν και ακόμα ήτανε μεσημέρι και η βρόχη είχε πια κοπάσει, μια αποπνικτική μαυρίλα μάς έπιασε από τον λαιμό με το μπήκαμε στην πόλη. Με εμφανή ακόμα τα σημάδια από τον εμφύλιο, με τα βουνά να κρέμονται σαν απειλή τριγύρω του και με την πιο αποτρόπαιη δόμηση των εργατικών του συνοικιών να χτίζει ένα αισθητικό τείχος φαινομενικά απροσπέλαστο, το μόνο που έλειπε ήταν μια επιγραφή στην είσοδο που να λέει «εσείς που εισέρχεστε εδώ, αφήστε πίσω σας κάθε ίχνος ελπίδας».
Όσο πλησιάζαμε προς το ιστορικό κέντρο, τα πράγματα γίνονταν κάπως πιο φωτεινά και ευοίωνα, αλλά και πάλι ήταν φανερό πως όλο αυτό δεν ήταν παρά μια προσπάθεια των Βόσνιων να ρίξουν πάνω από την πρωτεύουσά τους ένα κάπως πιο φιλικό τουριστικό προκάλυμμα. Στο μεταξύ, η πρόσφατη ανάμνηση της ηλιόλουστης δαλματικής ακτής, όπου μόλις την προηγούμενη μέρα τριγυρνούσαμε, έδινε στο ταξίδι μια νότα παραλογισμού που δυσκολευόμασταν ακόμα να επεξεργαστούμε. Πόσοι πολλοί κόσμοι διαφορετικοί είχαν στριμωχτεί μέσα σε αυτήν την κάποτε ενιαία χώρα; Πόση πολλή Ιστορία μπορούσε ακόμα να χωρέσει αυτή η τόσο μπουκωμένη από αλληεξουδετερωμένες αφηγήσεις παρανοϊκή χερσόνησος;        
Το χόστελ όπου καταλύσαμε στο κέντρο της πόλης, στο εμπορικό κομμάτι της, θύμιζε περισσότερα τα αντίστοιχα όπου είχα μείνει στο παρελθόν στη Δυτική Ευρώπη. Εάν τραβούσε κάποιος τις κουρτίνες και έκλεινε με ωτοασπίδες τα αυτιά του εύκολα θα μπορούσε να φαντασιωθεί πως βρίσκεται στο Βερολίνο ή το Άμστερνταμ. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα σε υπαίθριο και στεγασμένο χώρο θα την παρατηρούσαμε μετά παντού σε όλο το Σεράγεβο. Στην πόρτα του δωματίο μας ήταν κολλημένο ένα αναμνηστικό σηματάκι από την χειμερινή Ολυμπιάδα του ’84, τη μασκότ της οποίας θα τη συναντούσαμε μετά ακόμα και στα πιο απίθανα σημεία. Έμοιαζε σαν να προσπαθούσαν οι Βόσνιοι να πουν στους ξένους επισκέπτες: «Κοιτάξτε, δεν ήμασταν πάντα τόσο επαρχιώτες, απρόσιτοι και απομονωμένοι. Κάποτε, ακόμα και Ολυμπιακούς Αγώνες είχαμε στην πόλη μας φιλοξενήσει.»
Αφού βολευτήκαμε στο δωμάτιο, βγήκαμε να βρούμε για να φάμε κάτι πιο στέρεο και υγιεινό από τα σνακ που είχαμε τις προηγούμενες ημέρες τόσο ασυλλόγιστα βουλιμικά καταναλώσει. Τελικά μετά από ενδελεχή αναζήτηση, καταλήξαμε σε ένα συμπαθητικό ανατολίτικο φαγάδικο που μες σε καπνούς και σε βρισιές και τούρκικες σημαίες σέρβιρε κάτι εκπληκτικά και εκρηκτικά εδέσματα.    
Όλη την υπόλοιπη μέρα την περάσαμε περιπλανώμενοι, άλλοτε αναζητώντας τη γέφυρα όπου ο Γκαβρίλο ο Πρίντσιπ δολοφόνησε τον Φραντς τον Φέρντιναντ και άλλοτε ανακαλύπτοντας τυχαία τοποθεσίες στις οποίες θυμόμασταν να αναφερονται συχνά τα δελτία ειδήσεων της δεκαετίας του ’90. Το μουσουλμανικό στοιχείο της πόλης ήταν πια τόσο έντονα αναβαθμισμένο που συνυπολογίζοντας σε αυτό τους πολυπληθείς τούρκους και άραβες τουρίστες καταλάβαινες πως γύρω από τον μύθο αυτής της πόλης εντέχνως πια κατασκευαζόταν ένα ιερό και προσκυνηματικό περίβλημα. Ένα αφήγημα μαρτυρικότητας μέσα από το οποίο οι Βόσνιοι επεδίωκαν να εισπράξουν μια ιστορική υπεραξία.
Κάποια στιγμή ο Γκιούλος, νομίζω, επεσήμανε πόσο μακρυά από τη Μέκκα βρίσκονται όλα αυτά τα τζαμιά και τα τεμένη για να του απαντήσει ο Βαγγέλης –μπορεί να ήμουν και εγώ- πως εάν δεν τους σταμάταγαν τους Τούρκους έξω από τη Βιέννη, αυτό το αστικό τοπίο σήμερα μπορεί και να το συναντούσαμε ακόμα και στο Όσλο. Και ύστερα πήγαμε να καπνίσουμε έναν άργιλε να πάνε τα σεκλέτια κάτω.
Βαρυφορτωμένοι από την πολλή Ανατολή, πιο αργά είπαμε να επιστρέψουμε στο πιο δυτικοευρωπαϊκό κομμάτι της πόλης και να πιούμε μια μπύρα στην άιρις παμπ που βρισκόταν δίπλα στο χόστελ μας. Εκεί, κάποια στιγμή, πιάσαμε κουβέντα με έναν από τους διπλανούς θαμώνες, ο οποίος αφού κουράστηκε να προσπαθεί να καταλάβει τι σόι γλώσσα μιλούσαμε, είπε να μας ρωτήσει.
Η κουβέντα με τον τύπο ήταν μια αληθινή αποκάλυψη. Αν και αρκετά νέος για να μπορεί να κουβαλάει με ασφάλεια τις προσωπικές του αναμνήσεις από τη διάλυση της χώρας και τον πόλεμο, μας περιέγραψε μέσα σε ελάχιστα λεπτά ολόκληρη την πονεμένη ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του και με έναν τρόπο μάλιστα τόσο σκληρά αυτοσαρκαστικό που ειλικρινά δεν ήξερες αν έπρεπε να γελάσεις με τα λεγόμενά του ή τον χτυπήσεις συμπονετικά στην πλάτη. Αυτός, πάντως, φάνηκε να διασκεδάζει με την αμηχανία μας και έβαλε τα γέλια συμπαρασύροντας και την παρεά του, που μέχρι τότε ελάχιστη μας είχε δώσει σημασία. Και όταν εμείς του κάναμε την ερώτηση του ενός εκατομυρρίου («πότε πιστεύεις ότι ήτανε καλύτερα, πριν ή τώρα;»), αυτός χωρίς κανέναν δισταγμό σηκώνοντας στον αέρα το ποτήρι του απάντησε: «Τη βλέπετε αυτην την μπύρα; Ξέρετε πόσο κοστίζει; Τόσο ακριβώς όσο και το μεροκάματό μου. Και σκεφτείτε ότι δουλεύω σαν το σκυλί όλη τη μέρα. Αλλά πριν άιρις παμπ δεν είχαμε και ο πατέρας μου μού έχει πει ότι η γιουγκοσλάβικες οι μπύρες ήτανε σκέτο κάτουρο. Δεν ξέρω. Εσείς τι θα διαλέγατε; Εγώ, πάντως, αυτό το πριν που λέτε δεν το έζησα. Κι εδώ στην παμπ άρχισα κάποτε να έρχομαι όχι για τα ποτά ή για τις γκόμενες, αλλά για να μαθαίνω αγγλικά από τα τραγούδια. Από την άλλη, κάθε φορά που μιλάμε για το πριν με τον πατέρα μου, ξέρετε τι είναι αυτό που μου λέει ότι του λείπει περισσότερο; Οι φίλοι του!»
Λίγο αργότερα, και ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι μου, άρχισα να στριφογυρίζω μες στο κεφάλι τα λόγια αυτά και ένα απρόσκλητο αίσθημα ντροπης ήρθε και άραξε πλάι στο μαξιλάρι μου.
Την επόμενη μέρα έπρεπε, δυστυχώς, να αφήσουμε πίσω το Σεράγεβο και να επιστρέψουμε στο Βελιγράδι. Για να γίνει αυτό είχαμε δυο επιλογές: Ή να ταξιδέψουμε από την πιο σύντομη οδό που περνούσε μέσα από τα σερβοβοσνιακά αυτόνομα εδάφη ή να κατευθυνθούμε και πάλι προς τα βόρεια και αφού περάσουμε ξανά για λίγο μέσα από την Κροατία να πάρουμε τον κεντρικό οδικό άξονα που είχαμε διασχίσει με τον Γκιούλο τρεις μέρες πριν ανάποδα πηγαινοντας να βρούμε τον Βαγγέλη. Η πρώτη διαδρομή μάς φαινόταν πολύ πιο λογική και ενδιαφέρουσα, αλλά όταν ζητήσαμε τη συμβουλή του τύπου που κρατούσε τον ξενώνα, αυτός μας εξόρκισε να μην διανοηθούμε να πάμε από εκεί γιατί θα μπλέξουμε άσχημα. Και όταν τον ρωτήσαμε τι εννοεί και μήπως υπερβάλλει, μας έδειξε τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στο λαιμό του και είπε: «Θα μπλέξετε, πιστέψτε με. Να, κοιτάξτε. Κι εγώ Σέρβος είμαι.»  
Τον πιστέψαμε. Αποχαιρετήσαμε με έναν καφέ στο πόδι το Σεράγεβο και πήραμε τη δεύτερη διαδρομή, κατευθυνόμενοι προς το βορειοανατολικό τμήμα της χώρας. Η αλήθεια είναι ότι και πάλι περάσαμε μέσα από περιοχές που ελέγχει η σερβοβοσνιακή διοίκηση, αλλά εντάξει, δεν πάθαμε και τίποτα. Ο δρόμος βέβαια ήταν άθλιος, αλλά όχι χειρότερος από αυτόν που είχαμε την προηγούμενη μέρα διασχίσει ερχόμενοι από το Μόσταρ. Μόνο που εκεί υπήρχε τριγύρω μας και ένα γοητευτικό τοπίο και έτσι δεν δίναμε και τόση σημασία στην ποιότητα του οδοστρώματος.
Ύστερα από λίγες ώρες αδιάφορης διαδρομής βρισκόμασταν ξανά στην Κροατία και από εκεί αρχίσαμε να κατηφορίζουμε ξανά προς το Αιγαίο. Πρακτικά το ταξίδι μας είχε ολοκληρωθεί, αλλά η απόσταση μέχρι τη Θεσσαλονίκη ακόμα ήταν μεγάλη. Εάν οδηγούσε κάποιος από τους συνταξιδιώτες μου και μοιραζόμασταν τον χρόνο στο τιμόνι, μπορεί και να το πλακώναμε και μέχρι τα μεσάνυχτα να ήμασταν στο σπίτι. Από την άλλη όμως, καθόλου δεν βιαζόμασταν. Και έπειτα, πώς γίνεται να περνάς έξω από το Βελιγράδι και να αντιστέκεσαι στον πειρασμό να το επισκεφτείς και να το περπατήσεις, κι ας είναι η δωδέκατη φορά μέσα σε τρία χρόνια ή ακόμα και η δεύτερη μέσα σε πέντε μέρες.
Λίγες ώρες αργότερα, αραγμένοι στα τραπεζάκια έξω από το Αμελί, το μόνο ανοιχτό μπαρ στη γειτονιά ίσως και ένα από τα ελάχιστα σε ολόκληρη την πόλη, που τώρα πια έμοιαζε λίγο με την Αθήνα μες στον Δεκαπενταύγουστο, κάναμε έναν απολογισμό της περιοδείας μας και βγάζαμε κάποια πρόχειρα συμπεράσματα σχετικά με την παράλογη αυτή την τάση των ανθρώπων να θέλουν να βρίσκονται παντού και πουθενά ταυτόχρονα.    

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

κάτι σαν μπάτσελορ

Από τις αρχές του καλοκαιριού του 2015, και ενόψει του επικείμενου γάμου του, δεχόμουν συνεχείς πιέσεις από τον Γεώ για να κάνουμε ένα νέο οδικό ταξίδι στα Βαλκάνια. Μέχρι τον Σεπτέμβριο το ταξίδι αυτό είχε πια πάρει μυθικές διαστάσεις, τα σχέδια για τη διαδρομή που θα ακολουθούσαμε άλλαζαν σχεδόν μέρα με τη μέρα και όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις όλα έδειχναν ότι τελικά μάλλον θα το αναβάλαμε. Στο μεταξύ προς το τέλος εκείνου του καλοκαιριού συνέβησαν ένα σωρό δραματικές αλλαγές στην προσωπική μου ζωή, με αποκορύφωμα την οριστική πια μετακόμισή μου στη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα, όσο και να το επιθυμούσα το ταξίδι αυτό, το μυαλού μου πια βρισκόταν αλλού και είχα πάψει πια να το πολυεπιδιώκω.
Μέχρι που μια μέρα –ή μια νύχτα το πιθανότερο- χτύπησε το τηλέφωνο μου και άκουσα τον Γεώ από την άλλη άκρη της γραμμής να ουρλιάζει: «Σε μια βδομάδα παντρεύομαι! Πάμε κάπου, οπουδήποτε! Ίσα που προλαβαίνω!» Μέσα σε ελάχιστες ώρες σχεδίασα μια πρόχειρη διαδρομή στον χάρτη και στο μυαλό μου, έβγαλα πράσινη κάρτα, ετοίμασα αποσκευές και το σημαντικότερο, έψησα και τον Μάριο να μας ακολουθήσει. Ήταν Παρασκευή και ο Γεώ θα έπρεπε την Τετάρτη το αργότερο να είναι πίσω με κίνδυνο, εάν το καθυστερούσε περισσότερο, να τίναζε στον αέρα την μελλοντική του έγγαμη συμβίωση. Το σχέδιό μου, ως εκ τούτου, ήταν απλό και εύκολα πραγματοποιήσιμο: Θα φεύγαμε την επόμενη μέρα για τη Θεσσαλονίκη, όπου ο γαμπρός είχε ήδη προγραμματίσει να ψωνίσει στολή για το επικείμενο μυστήριο, θα διανυκτερεύαμε εκεί και θα αναχωρούσαμε πρωί-πρωί την Κυριακή για τα βόρεια με στόχο να επισκεφτούμε μέσα σε τρεις μέρες τρεις τυχαία επιλεχθείσες πόλεις της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας αντίστοιχα (Νις, Κραϊόβα και Πλέβεν) και το απογευματάκι της Τετάρτης να έχουμε επιστρέψει. Πανεύκολο, ε;
Θεωρητικά, όχι, δεν ήταν δύσκολο. Άλλωστε, προσωπικά είχα ήδη τολμήσει πολύ χειρότερα και πολύ πιο αυθόρμητα ταξίδια. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις, πάντως, τη στιγμή που περνούσαμε τα σύνορα στη Γευγελή ούτε που θα μπορούσαμε να φανταστούμε τις εκπλήξεις -ευχάριστες και δυσάρεστες- που θα ακολουθούσαν και που θα εκτροχίαζαν την προσχεδιασμένη πορεία μας.
Έτσι, αφού διασχίσαμε την Άλλη Μακεδονία χωρίς να κάνουμε καμία απολύτως στάση, μπήκαμε στη Σερβία και σταματήσαμε για καφέ στην πρώτη πόλη που βρήκαμε μπροστά μας: το Βράνιε. Ο στόχος της πρώτης μέρας ήταν να φτάσουμε στη Νις και αφού ήδη την είχαμε πλησιάσει αρκετά πριν καν μεσημεριάσει, είχαμε αρκετό χρόνο για σκότωμα, δηλαδή για άσκοπη –φαινομενικά τουλάχιστον- περιπλάνηση. Αφήσαμε λοιπόν το Ανταμομπίλ κάπου, δίπλα σε ένα πάρκο και αρχίσαμε να περπατάμε προς άγνωστη κατεύθυνση μέχρι που βρεθήκαμε, χωρίς να το καταλάβουμε, μέσα σε έναν εξωφρενικά πολύβουο και πολύχρωμο τσιγγανομαχαλά. Η παρουσία εκεί μας παραδόξως πέρασε σχεδόν απαρατήρητη και μόνο όταν βγάλαμε τις κάμερες άρχισαν κάποιοι από τους ντόπιους, όχι να μας στραβοκοιτάζουν ακριβώς, αλλά μάλλον να περιεργάζονται σαν να προσπαθούν να καταλάβουν τι το αξιοθέατο είχαμε βρει για να θαυμάσουμε στην γειτονιά τους.
Και όταν μετά ανακαλύψαμε κάπου ανάμεσα στα παραπήγματα το χάλκινο άγαλμα ενός τρομπετίστα και αρχίσαμε να το φωτογραφίζουμε από κάθε πιθανή γωνία, κάποιοι από αυτούς δεν άντεξαν και ήρθαν να μας ζητήσουν ή να μας δώσουν –δεν θα μάθουμε ποτέ- εξηγήσεις.
Γυρίσαμε στο αμάξι και βρήκαμε πάνω στον υαλοκαθαριστήρα του μια ωραιότατη κλήση για παράνομο παρκάρισμα. Το όργανο της τάξης καθόταν παραδίπλα, θα έλεγες σαν αν μας περίμενε. Όταν πήγαμε για να του διαμαρτυρηθούμε πως δεν υπήρχε στον δρόμο εκεί κανένα σήμα που να απαγορεύει τη στάση ή τη στάθμευση, καταλάβαμε πως όντας μας περίμενε για να μας προτείνει –με τρόπο πάντα- την εναλλακτική βαλκάνια ποινή που προβλέπεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Με την ευχή να ήπιε στην υγειά μας το φιλοδώρημα που του δώσαμε, λίγα λεπτά μετά αφήναμε το Βράνιε για να κατευθυνθούμε λίγο πιο βορειότερα.
Και κάπου εκεί στον δρόμο, σε κάποιο βενζινάδικο, έρχεται η πρώτη έκπληξη. Την ώρα που γεμίζω το Ανταμομπίλ με φτηνή βαλκανική βενζίνη και ενώ ο Μάριος με τον Γεώ μαλώνουν για το ποια σλάβικα γαριδάκια θα αγοράσουνε, χτυπάει το τηλέφωνό μου. Είναι ο Κωστής. Τι θέλει, αναρωτιέμαι, και πού με βρήκε εδώ πέρα; Απαντώ. «Πού είστε;» «Στη Σερβία.» «Τι λες τώρα; Πότε φύγατε;» «Σήμερα το πρωί.» «Ναι, ε; Κι εμένα γιατί δεν μου είπατε να έρθω;» «Ε, έλα τώρα. Προλαβαίνεις.» Με βλέπουν οι άλλοι δύο να μιλάω στο τηλέφωνο και αμέσως καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά. Το κλείνω. «Ποιος ήταν;» «Κανείς. Τίποτα. Λάθος.» Μισή ώρα μετά  μου έρχεται μήνυμα από τον Κωστή. «Βρήκα ένα εισιτήριο για αύριο για Σόφια. Βολεύει να περάσετε να με μαζέψετε; Να το κλείσω;» «Τι έγινε;» οι άλλοι δύο πάλι με ρωτούν. «Μάλλον θα χρειαστεί να κάνουμε μία μικρή παράκαμψη», τους λέω.
Κι ενώ αρχίσαμε να ανοίγουμε χάρτες για να δούμε με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να αλλάξουμε διαδρομή χωρίς να μειώσουμε το ενδιαφέρον του ταξιδιού, που έτσι κι αλλιώς με την προσθήκη ενός ακόμα συνταξιδιώτη, έστω και αλεξιπτωτιστή, φαινόταν να εκτοξεύεται στα ύψη, κάποιος φώναξε «πεινάω» και έτσι, στην πρώτη έξοδο προς κατοικημένη περιοχή, χωρίς να το πολυσκεφτώ, έστριψα το τιμόνι.
Η πόλη που επιλέξαμε έτσι αυθόρμητα και ασυλλόγιστα ήταν το Λέσκοβατς. Για το οποίο Λέσκοβατς δεν γνωρίζαμε τίποτα απολύτως και ενδεχομένως τίποτα δεν επρόκειτο και να μαθαίναμε ποτέ εάν την κρίσιμη στιγμή κάποιος δεν φώναζε «πεινάω». Το Λέσκοβατς, λοιπόν, είναι μικρή πόλη στον νότο της Σερβίας, η οποία φημίζεται για ένα και μόνο πράγμα: Το τεράστιο λαϊκό πανηγύρι της που γίνεται μια φορά τον χρόνο μια Κυριακή του Σεπτεμβρίου, που –κοίτα να δεις άμα σε θέλει, δηλαδή- ήταν εκείνη ακριβώς η Κυριακή που εμείς επιλέξαμε τυχαία να το επισκεφτούμε. Έτσι μετά από μια μικρή ταλαιπωρία μέχρι να βρούμε κάπου, μες στον κακό χαμό, για να παρκάρουμε, βρεθήκαμε να περπατάμε σε έναν δρόμο όπου συναγωνίζονταν δεκάδες μπάντες χάλκινων για το ποια θα κάνει τον πιο μεγάλο σαματά και χιλιάδες σούβλες για το ποια θα προσελκύσει τους πιο πολλούς πεινασμένους πανηγυριστές.
Αφού φάγαμε, ήπιαμε και δεν χορέψαμε, σηκωθήκαμε, κάναμε μια μικρή βόλτα στο εμπορικό κομμάτι του πανηγυριού, ένα ακόμα κραυγαλέο βαλκάνιο παζάρι, και ύστερα επιστρέψαμε στο Ανταμομπίλ, γιατί η ώρα είχε περάσει και είχαμε και μια Νις μπροστά που για κάποιον λόγο ακόμα μάς περίμενε. Ενώ προσπαθούσα να βρω τον δρόμο για να βγούμε από το Λέσκοβατς, είδα κάπου με την άκρη του ματιού μου μια ημίγυμνη κοπέλα τυλιγμένη με ένα τεράστιο φίδι καταπράσινο. Κανονικό φίδι, θέλω να πω, ζωντανό, όχι ειδικό εφέ και τέτοια. Σίγουρα η νεαρή σερβοπούλα καθόλου δεν κινδύνευε και το έκανε για επίδειξη και τέτοια. Από την άλλη, όμως, και ενώ βγαίναμε ξανά στον αυτοκινητόδρομο, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ και να μην πλάσω ένα ηρωικό δράμα με το νου μου ή ακόμα καλύτερα να μην φαντασιωθώ μιαν επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος στην πιο ακραία εκδοχή, αυτή της χερσονήσου μας.
Με αυτά και με αυτά αργά το απόγευμα φτάσαμε τελικά στη Νις και πήγαμε καρφί προς το συμπαθητικό χόστελ που είχαμε ανακαλύψει ενάμιση χρόνο πριν με τον Νίκο, ανεβαίνοντας προς το Βελιγράδι. Αφού τακτοποιηθήκαμε, βγήκαμε μία βόλτα και αράξαμε κάπου σε ένα μπαρ αφενός για να κάνουμε απολογισμό της πρώτης μέρας του ταξιδιού μας αφετέρου για να δούμε τι θα κάναμε με τον Κωστή και που εκείνη τη στιγμή ακριβώς στην Αθήνα έφτιαχνε τις αποσκευές του για να έρθει και να μας συναντήσει.  
Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε νωρίς και βγήκαμε να πάρουμε κάπου το πρωινό μας. Η μετακαλοκαιρινή εικόνα της Νις δεν θύμιζε σχεδόν καθόλου αυτό το ομιχλώδες που είχα συγκρατήσει στην πρώτη μου επίσκεψη τον Μάρτιο του 2014. Καθίσαμε σε ένα ωραίο καφέ πλάι στο ποτάμι και μαζί με το πρωινό μας πήραμε και την απόφαση να μην πάμε προς τη Ρουμανία και τη Κραϊόβα, όπως είχαμε αρχικά σχεδιάσει, αλλά να κατευθυνθούμε προς τη Σόφια για να μαζέψουμε τον Κωστή από το αεροδρόμιο και μετά να συνεχίζαμε ακόμα πιο ανατολικά, ενδεχομένως προς τη Φιλιππούπολη. Και ύστερα βλέπαμε. Και γενικά είπαμε να αυτοσχεδιάσουμε λιγάκι, αφού καμία υποχρέωση σταλήθεια δεν μας βάραινε – πλην εκείνης του γάμου του Γεώ, η ημερομηνία του οποία πλησίαζε πια επικίνδυνα.
Πριν φύγουμε, όμως, από τη Νις, σίγουρα προλαβαίναμε να δούμε και κανένα αξιοθέατο. Έτσι σηκωθήκαμε, γυρίσαμε στο χόστελ, μαζέψαμε τα πράγματά μας, τα φορτώσαμε στο Ανταμομπίλ και εποχούμενοι άρχισαμε να ψάχνουμε το πιο σημαντικό μνημείο της πόλης: Τον Πύργο των Κρανίων.  
Τα υπολείμματα αυτής της μακάβριας κατασκευής, που χτίστηκε κάποτε από τους Οθωμανούς μετά μια αποτυχημένη εξέγερση των Σέρβων, δεν μας εντυπωσίασε τόσο όσο ίσως περιμέναμε ή όσο οι φωτογραφίες που είχαμε δει στο ίντερνετ μας έκαναν να φανταστούμε. Περισσότερο θα έλεγα ότι προβληματιστήκαμε για το εάν τα κρανία των επαναστατών είχαν όντως χρησιμοποιηθεί ως απαραίτητο δομικό υλικό για τη στερέωση του τείχους ή απλώς ως διακοσμητικό στοιχείο. Το ξέρω ότι αυτό ακούγεται κάπως κυνικό, αλλά δεν εκείνη τη στιγμή δεν ήταν έτσι ακριβώς, αφού η κουβέντα μας, παρά το τόσο πρωινό της ώρας και τη χαζομάρα που μας χαρακτηρίζει ως παρέα ομαδικώς, έφτασε σε κάτι βάθη υπαρξιακά που εγώ τουλάχιστον καθόλου δεν περίμενα.
Ύστερα κατευθυνθήκαμε προς την άλλη πλευρά της πόλης, εκεί όπου βρίσκεται το Μπούμπαν, άλλοτε διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί και τώρα ανέμελο πάρκο αναψυχής των Νισαίων. Εκεί βρήκαμε, θαυμάσαμε και φωτογραφίσαμε μέχρι τελικής πτώσεως των μπαταριών στις κάμερες μας τη γλυπτή σύνθεση με τις τρεις γιγάντιες γροθιές που αναδύονται μέσα από το έδαφος για να θυμίζουν τους νεκρούς Γιουγκοσλάβους της περιόδου της κατοχής. Αυτό το ξεκάθαρα σοσιαλιστικής αισθητικής μνημείο θα αποτελούσε και την αφορμή για το επόμενο ταξιδιωτικό μου κόλλημα, οι συνέπειες του οποίου μοιραία θα τροφοδοτήσουν με υλικό τα επόμενα κεφάλαια των παρόντων αποσπασμάτων.  
Με αυτά και με αυτά, μέχρι να αφήσουμε τη Νις είχε ήδη μεσημεριάσει και ο Κωστής σε λίγες ώρες θα προσγειωνόταν και θα περίμενε να πάμε και να τον μαζέψουμε στο αεροδρόμιο μιας άλλης –γειτονικής βέβαια- χώρας. Έτσι διασχίζοντας τον αυτοκινητόδρομο που συνδέει τη σερβική με τη βουλγάρικη πρωτεύουσα (μια διαδρομή που έχω ήδη αντίστροφα περιγράψει στο πρώτο κεφάλαιο του «Μπαλκανμομπίλ») φτάσαμε μετά από δύο περίπου ώρες στη Σόφια. Και μετά από μια έκρηξη παλιμπαιδισμού που αναπόφευκτα προκλήθηκε όταν συναντήσαμε τον Κωστή και από τρεις γίναμε πλέον τέσσερις, συνεχίσαμε προς τη Φιλιππούπολη ακάθεκτοι. 
Εδώ να κάνω μια μικρή παρένθεση και να πω ότι με τον Κωστή συνοδηγό έχω πραγματοποιήσει ένα από τα μεγαλύτερα οδικά ταξίδια μου στη δυτική Ευρώπη, όταν ξεκίνησα από τη Μαδρίτη τον Νοέμβριο του 2011 και μέσω Μπούργκος, Μπιλμπάο, Σαν Σαμπαστιάν, Μπορντώ, Κλερμόν-Φεράν, Μπεζανσόν, Σαφχάουζεν, Λιχτενστάιν, Λουγκάνο, Πάρμας, Μόντενας, Ανκόνας και Ηγουμενίτσας, επέστρεψα στον Βόλο. Όλο αυτό, βέβαια, είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία, η οποία μάλιστα εμπεριέχει και ένα πλήθος από άλλες μικρότερες, που ίσως κάποτε βρω τον λόγο και τη διάθεση να καθίσω και να τις γράψω. Αυτό που θέλω να πω τώρα είναι πως ο Κωστής ήταν ήδη ένας δοκιμασμένος, πολύτιμος και αποτελεσματικός συνταξιδιώτης. Όπως και ο Γεώ, άλλωστε – για τον Μάριο αυτή ήταν η πρώτη του παρόμοια εμπειρία. Κάθε ίχνος, ωστόσο, ταξιδιωτικής σοβαρότητας και οδικής υπευθυνότητας, την ώρα εκείνη που βρεθήκαμε και οι τέσσερις στριμωγμένοι μες στο Ανταμομπίλ, να ταξιδεύουμε στους βουλγάρικους αυτοκινητοδρόμους, φαινόταν να πηγαίνει περίπατο και να δίνει τη θέση του σε μια ατμόσφαιρα χαζοχαρούμενης λυκειακής πενθήμερης. 
Και κάπως έτσι, λίγο πριν φτάσουμε στο Πλόβντιβ, συνέβη το μοιραίο. Αν και δεν έτρεχα πολύ και γενικά κατάφερνα να μοιράζω την προσοχή μου ακριβοδίκαια ανάμεσα στις απαιτήσεις της διαδρομής και στο πάρτυ που εκτυλισσόταν μέσα στο αμάξι μου, κάποια στιγμή δεν πρόσεξα μία μικρή λακκούβα στο οδόστρωμα, έπεσα με φόρα μέσα της, έχασα για λίγο τον έλεγχο του οχήματος, τον ξαναβρήκα αμέσως ευτυχώς, μα δυστυχώς η ζημιά είχε ήδη γίνει: Η πρόσκρουση είχε τρυπήσει ένα από τα λάστιχα, το οποίο τώρα σφύριζε σαδιστικά καθώς ξεφούσκωνε και οδηγούσε το Ανταμομπίλ εκτός αγώνα στην άκρια του δρόμου, το ταξίδι μας σε νέο επαν απρογραμματισμό και εμάς σε μια σπαρταριστή νυχτερινή περιπέτεια.
Μικρή νομική παρένθεση: Προκειμένου να ταξιδέψεις με το αυτοκίνητο σου στο εξωτερικό, πρέπει να προμηθευτείς από τον φορέα οπου το έχεις ασφαλίσει το μαγικό χαρτάκι που λέγεται πράσινη κάρτα. Κάποτε έκανε κανένα μήνα για να βγει. Σήμερα κάνεις ακόμα και την τελευταία στιγμή πριν ταξιδέψεις μια αίτηση ονλαϊν και λίγο μετά σου το στέλνουν και το εκτυπώνεις μόνος σου – φτάνει να έχεις μια κόλλα Α4 χρώματος πράσινου μες στον εκτυπωτή σου. Βασικά, από ό,τι έχω καταλάβει, και σε λευκή ή και σε οποιουδήποτε άλλου χρώματος χαρτί να το εκτυπώσεις, το ίδιο πράγμα είναι πια, αφού πράσινη κάρτα την λένε πια για λόγους μάλλον παράδοσης. Τέλος πάντων, η πράσινη κάρτα αυτό που κάνει είναι να επεκτείνει την ισχύ της εθνικής ασφάλισης του αυτοκινήτου στην αλλοδαπή (προσοχή, όχι σε όλες τις χώρες και τις περιοχές – θυμηθείτε το κεφάλαιο εκείνο στο «Μπαλκανμομπίλ» με την επίσκεψη στο Κόσοβο). Αυτό σημαίνει πως ό,τι προβλέπει η ασφάλιση σου στην Ελλάδα τα ίδια ακριβώς ισχύουν και έξω. Με μια εξαίρεση: Την οδική βοήθεια. Η οδική βοήθεια σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, εάν δεν κάνω λάθος, είναι υποχρεωτική. Οπότε εάν δεν περιλαμβάνεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο που έχεις κάνει και θες να ταξιδέψεις με το αμάξι στο εξωτερικό, πρέπει να δώσεις κάτι παραπάνω και να την προσθέσεις. Και βασικά καλά θα κάνεις. Γιατί σκέψου να οδηγείς μες στην καλή χαρά στους βουλγάρικους δρόμους και να σε παθαίνεις ξαφνικά λάστιχο και να μην έχεις ρεζέρβα, αλλά μονάχα αυτό το μυστήριο κόλπο με την κόλλα που ρίχνεις εκεί που τρύπησε το ελαστικό και αυτό υποτίθεται πως το μπαλώνει και εσύ δεν έχεις ιδέα πως λειτουργεί αυτό το πράγμα και οι φίλοι και συνταξιδιώτες σου που ξέρουν υποτίθεται σου λένε «άστο θα το κάνουμε εμείς» και αντί να μπαλώσουν το τρυπημένο λάστιχο καταλήγουν να μαλώνουν και να κυνηγιούνται μες στα χωράφια ενώ στο μεταξύ νυχτώνει και έχει και πανσέληνο και όπου νάναι βγαίνουν παγανιά οι βούλγαροι βρυκόλακες. Και μην μου πεις πως δεν υπάρχουν βούλγαροι βρυκόλακες και ότι έχω μπερδέψει τη Βουλγαρία με τη Ρουμανία. Κάνε λίγο υπομονή ακόμα δύο κεφάλαια και εκεί τα ξαναλέμε.
Μετά από πολλές κλήσεις, παρεξηγήσεις, συνεννοήσεις στη νοηματική μέσω του τηλεφώνου και γενικά ωραίες καταστάσεις, έφτασε, λοιπόν, η οδική βοήθεια, όχι ακριβώς για να μας αλλάξει λάστιχο, αλλά για να μας μεταφέρει στο πλησιέστερο βουλκανιζατέρ, όπου και την επόμενη μέρα το πρωί θα μας εξυπηρετούσαν. Εντάξει, μικρό το κακό αλλά με όλα αυτά κόντευε πια μεσάνυχτα και από τα τρία βράδια του ταξιδιού μας είχε μείνει ένα για να κυκλοφορήσουμε και για να κάνουμε επιτέλους και κάτι σαν μπάτσελορ στον ευτυχή μελλόνυμφο. Επίσης, η όλη ταλαιπωρία μας είχε κάπως ξενερώσει και επειδή δεν ξέραμε ακόμα πόσο εύκολα θα βγάζαμε άκρη στο συνεργείο την επαύριο είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι βαδίζουμε ολοταχώς προς ένα ταξιδιωτικό φιάσκο. Και τότε πετάχτηκε ο τύπος της οδικής και είπε: «Ρωτήσατε την ασφάλειά σας σε ποιο ξενοδοχείο θα σας πάω;» «Τι εννοείς;» τον ρωτήσαμε εμείς. Τι εννοούσε, αλήθεια;
Ξανανοίγει η παρένθεση: Εάν ταξιδεύεις με το αμάξι στο εξωτερικό, κανονικά και με τον νόμο, με την πράσινη την κάρτα σου, την ασφαλιστική σου κάλυψη και την υποχρεωτική, όπως είπαμε, οδική βοήθεια και πάθεις ξαφνικά καμιά ζημιά που δεν μπορεί να αποκατασταθεί την ώρα εκείνη και πρέπει να διανυκτερεύσεις για να περιμένεις να ανοίξουν τα συνεργεία την επόμενη, τότε η ασφάλεια σου καλύπτει και τα έξοδα της διανυκτέρευσης, όπου και να βρίσκεσαι και όσο κόσμο συνταξιδεύει μαζί σου. Καλή φάση, ε; Μέχρι που σου μπαίνουν ιδέες να στήσεις κάποιο μικρό ατύχημα για να γλυτώσεις κανένα φράγκο. Καλά, δεν πάει έτσι. Μην το δοκιμάσεις, εάν δεν είσαι σίγουρος.
Έτσι, ακολούθηα τις οδηγίες του Βέγγο –δεν είναι αστείο, έτσι λεγόταν το παληκάρι από την οδική- και τηλεφώνησα εκ νέου στην εταιρεία για να ρωτήσω σε ποιο ξενοδοχείο της Φιλιππούπολης μπορούμε να καταλύσουμε. Και η εταιρεία μας έστειλε στο καλύτερο, φυσικά, το οποίο όμως ήταν κλειστό λόγω ανακαίνισης και ύστερα μας έστειλε σε ένα άλλο που ήταν πλήρες, αν και είμαι σίγουρος πως ο ρεσεψιονίστας έλεγε ψέματα, και ύστερα σε ένα τρίτο και φαρμακερό, που ευτυχώς ήταν μια χαρά και διαθέσιμο. Στο μεταξύ είχαμε λυσσάξει από την πείνα, αλλά επειδή το ξενοδοχείο μας ήταν κάπου στα περίχωρα, το μόνο που βρήκαμε ανοιχτό ήταν ένα διανυκτερεύον ψιλικατζίδικο. Εισβάλαμε, γεμίσαμε δύο σακούλες με ένα σωρό βλακείες και βρωμιές και ύστερα πήγαμε σε ένα παρκάκι παρακείμενο και κάναμε πικνίκ υπό τους ήχους ενός ζεύγους Φιλιππουπολιτών που ερωτοτροπούσαν αγρίως σε ένα μπαλκόνι πάνω από τα κεφάλια μας.      
Πολύ νωρίς την επόμενη μέρα, και ενώ ακόμα οι άλλοι τρεις κοιμόντουσαν, σηκώθηκα και κατέβηκα στην είσοδο του ξενοδοχείου, όπου με περίμενε ο Βέγγο για να με πάει στο συνεργείο όπου είχε αφήσει αποβραδίς το αμάξι μου. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό περιλαμβανόταν στις υποχρεώσεις του. Νομίζω ότι το έκανε από ευγένεια. Λίγο μετά, καθώς μου άλλαζαν λάστιχο τα μαστόρια, αρχίσαμε λιγάκι να τα λέμε, μέχρι που η κουβέντα πήγε στα πολιτικά και τότε αυτός βρήκε ευκαιρία και μου έκανε μία μικρή διάλεξη σχετικά με τη φύση και το χαρακτήρα των Βουλγάρων. Όσα μου είπε είναι πράγματα που ακούμε, ή και λέμε ακόμα, εμείς για τη δική μας χώρα (οι πολιτικοί μας είναι λαϊκιστές και απατεώνες, ο διοίκηση είναι διεφθαρμένη και βραδυκίνητη, ο πνευματικός κόσμος είναι στην κοσμάρα του, ο λαός είναι εύπιστος, αγράμματος, μίζερος, μοχθηρός και άλλα τέτοια όμορφα..). Όσο τον άκουγα, σκεφτόμουν πως όλα αυτά τα έχω ξανακούσει στην Ισπανία, στην Ιρλανδία, στο Βέλγιο, παντού σχεδόν όπου έχω ταξιδέψει. Κάπου εκεί θυμήθηκα και αυτόν τον αφορiσμό του Τζιάκομο του Λεοπάρντι, που έβαλα και στο προοίμιο αυτών των αποσπασμάτων.
Με ένα νέο λάστιχο και τρία κάπως παλιότερα έφυγα από το βουλκανιζατέρ και πήγα να μαζέψω τους άλλους από το ξενοδοχείο. Μετά καθίσαμε και ήπιαμε έναν καφέ κάπου εκεί κοντά σε ένα συνοικιακό καφενείο και κάναμε συμβούλιο. Μετά από την περιπέτεια και την ταλαιπωρία της προηγούμενης ημέρας είπαμε να μην το ρισκάρουμε άλλο και να μείνουμε ακόμα μία μέρα και την τελευταία νύχτα του ταξιδιού μας στη Φιλιππούπολη και αφού τη γυρίσουμε όσο περισσότερο μπορούσαμε, να πάρουμε την επόμενη μέρα τον δρόμο της επιστροφής. Και αφού η ασφάλεια δεν κάλυπτε άλλο πια τα έξοδα διαμονής μας, μπορούσαμε να μετακομίσουμε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο πιο οικονομικό στο κέντρο της πόλης. Εάν έχετε ήδη διαβάσει το «Μπαλκονμομπίλ», θα θυμάστε ίσως ότι μόλις πέντε μήνες νωρίτερα είχα περάσει ξανά από τη Φιλιππούπολη, οπότε ήξερα ακριβώς που έπρεπε να πάμε.
Ευτυχώς το Σεντράλ, ένα από τα πιο ωραία τσηπ χοτέλ όπου έχω καταλύσει, είχε διαθέσιμα δωμάτια. Μόλις τα κλείσαμε και ανεβήκαμε να αφήσουμε τις αποσκευές, αρχίσαμε και να μαλώνουμε για το ποιος θα μείνει με ποιον και κυρίως ποιος δεν θα μείνει με ποιον – κάτι που την προηγούμενη ελάχιστα μας είχε απασχολήσει. Έτσι επέστρεψε και το τόσο αναγκαίο τελικά κλίμα της πενθήμερης, το οποίο μεταξύ σαραντάρηδων παλαιών συμμαθητών είναι ικανό να λύσει όλου του κόσμου τα προβλήματα τα οποία βέβαια έχει προηγουμένως προκαλέσει.
Έτσι, περάσαμε όλη τη μέρα μέσα στην καλή χαρά, τριγυρνώντας στο ιστορικό κέντρο του Πλόβντιβ, χαζεύοντας αξιοθέατα, βγάζοντας φωτογραφίες, αιφνιδιάζοντας ανύποπτους ντόπιους με τις εξωφρενικές απορίες μας, τρώγοντας φαγητά του δρόμου, πίνοντας καφέδες, μπύρες και ρακές και κυρίως τρομοκρατώντας τον Γεώ ενόψει του επικείμενου γάμου του. Ο οποίος Γεώ εξόρκιζε από την αρχή του ταξιδιού τον χαρακτήρα του μπάτσελορ που εμείς του είχαμε αποδώσει, αλλά κατά τα άλλα αναζητούσε διαρκώς κάτι ασπούμε πιο ξεχωριστό για τη βραδυνή μας έξοδο.
Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε και οι τέσσερις με βαρύ πονοκέφαλο, με μερική απώλεια μνήμης και μια σχετική δυσανεξία στο φως του ήλιου και γενικά σε οποιοδήποτε ήχο. Φάγαμε για πρωινό κάτι ανατολίτικα γλυκά σε ένα ζαζαροπλαστείο εκεί κοντά στο ξενοδοχείο μας και όσο πιο αθόρυβα γινόταν μαζέψαμε τα πράγματά μας και αναχωρήσαμε.       
Κατά την επιστροφή κάναμε δυο-τρεις μικρές στάσεις για να ξεπιαστούμε και μία μεγαλύτερη για να φάμε σε κάποια από τις δεκάδες ταβέρνες που βρίσκονται ακροβολισμένες αριστερά και δεξιά στον δρόμο για τον Προμαχώνα. Επειδή η κατάσταση είχε τις τελευταίες ώρες παρασοβαρέψει, ο Κωστής ανέλαβε πρωτοβουλία και χρησιμοποιώντας το κινητό του σαν δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο άρχισε να μας παίρνει συνεντεύξεις. Θέλω να πιστεύω ότι ακόμα και αν κάποτε καταστραφεί ο κόσμος και η ανθρωπότητα, εάν κάποιος μπορέσει στο μακρινό μέλλον να βρει κάπου αυτό το ηχητικό υλικό και το αποκρυπτογραφήσει, θα καταφέρει πάνω σε αυτό να χτίσει ξανά από την αρχή τον πολιτισμό μας.

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

προσεχώς, βόμβες στο φλαμίνγκο


Στα τέλη του καλοκαιριού του 2014 βρέθηκα για ακόμα μια φορά στο σπίτι του Νίκου στη Θεσσαλονίκη, ψάχνωντας να βρω έναν τρόπο επιτέλους για να πάψω να επισκέφτομαι αυτήν την πόλη ως περαστικός. Όμως η οριστική μου μετακόμιση εδώ θα αργούσε ακόμα έναν χρόνο, αφού ακόμα απουσίαζε η βασική της προϋπόθεση. Έτσι, προς το παρόν συνέχιζα να παριστάνω τον τουρίστα, επιδιδόμενος μάλιστα, παρέα με τον Νίκο, στο παράδοξο είδος του «νεκροταφειακού» τουρισμού. Συμμαχικό νεκροταφείο στο Ζεϊτέλνικ, ινδικό νεκροταφείο στον Δενδροπόταμο, νεκροταφείο Βογομίλων στη Χαλκηδώνα, γενικά δεν είχαμε αφήσει ψυχή στην περιοχή που να μην την ενοχλήσουμε.
Το πρωί εκείνο ο Νίκος με ξύπνησε προτείνοντας μου με ενθουσιασμό να πάμε να δούμε από κοντά κάποιο από τα στρατιωτικά κοιμητήρια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που βρίσκονται κοντά στα σύνορα, εκεί όπου πριν έναν αιώνα απλωνόταν η γραμμή του Μακεδονικού Μετώπου. 
Έτσι, ξεκινήσαμε για τα βόρεια του Νομού Κιλκίς και μετά από μια όχι και τόσο σύντομη στάση στο Γυναικόκαστρο και την ώρα που ξεσπούσε μια αιφνίδια αυγουστιάτικη μπόρα, εμείς φτάναμε στη Δοϊράνη. Βρήκαμε το νεκροταφείο των πεσόντων συμμάχων μας, που είναι δίπλα ακριβώς στο συνοριακό φυλάκιο, το επισκεφτήκαμε στα γρήγορα και ύστερα, περάσαμε τα σύνορα για να δούμε τι καιρό κάνει στη γείτονα ακατονόμαστη ακόμα χώρα.
Μόλις βρεθήκαμε επί φυρομιανού εδάφους, η βροχή κόπασε και μέχρι να φτάσουμε στο πρώτο παραλίμνιο χωριό είχε σταματήσει και βγήκε ξανά ο ήλιος. Όλο αυτό το θεωρήσαμε, φυσικά, ως μια ακόμα απόδειξη της διαθνούς συνωμοσίας που τόσα χρόνια εξυφαίνεται σε βάρος της ελληνικότητας και της καλοκαιρινότητας της Μακεδονίας μας. Και ύστερα, έτσι όπως ήμασταν πεινασμένοι και για άλλα πράγματα πέρα από γνώση και εμπειρίες, είπαμε να καθίσουμε σε μια από τις ταβέρνες δίπλα στη λίμνη και να δοκιμάσουμε την επίσης κλεμμένη, εννοείται, από εμάς κουζίνα των μοχθηρών γειτόνων μας.
Οι ταβέρνες, όπως και όλο το χωριό ήταν γεμάτες από οικογένειες που παραθέριζαν στη Δοϊράνη, η οποία, ενώ από τη δικιά μας πλευρά είναι μέσα στην παρακμή και την εγκατάλειψη, από τη δικιά τους είναι κανονικό τουριστικό θέρετρο, χρωματισμένο επίσης από μια γκριζοκίτρινη παρακμή, που όμως εδώ μοιάζει λίγο πιο θελτκική ή έστω λίγο πιο ενδιαφέρουσα. Μια εξήγηση για αυτήν την διαφορά βρήκα, νομίζω, στο ύφος του σερβιτόρου, όταν ήρθε να πάρει παραγγελία και έκπληκτος ανακάλυψε ότι είμαστε Έλληνες. Το αμήχανο «και πώς και ήρθατε ως εδώ;» εύκολα μπροούσε να μεταφραστεί ως εξής: «Τι γυρεύετε εδώ πέρα στα λιμνάζοντα νερά; Αφού εσεις έχετε θάλασσα.»
Τέλος πάντων, φάγαμε, ήπιαμε, πληρώσαμε με το ισχυρό μας νόμισμα και βγήκαμε να κάνουμε μια βόλτα στην προκυμαία. Μια σάπια βάρκα που έφερε ένα ελληνικό γυναικείο όνομα είχε προσαράξει στην ακτή και είχε μετατραπεί σε εντευκτήριο βατράχων. Μάλλον κάποιος δικός μας ψαράς από απέναντι την εγκατέλειψε και αυτή ήρθε και ζήτησε άσυλο στους σλάβους. Ο τζόγος της Ιστορίας, σκέφτηκα. Ο ίδιος τζόγος που έφερε και τόσους νέους άντρες από τις γαλλικές και αγγλικές αποικίες πριν ένα αιώνα ως εδώ για να σκοτωθούν υπερασπιζόμενοι ένα μέτωπο που άνετα θα μπορούσε να είχε στηθεί κάποιες δεκάδες χιλιόμετρα παραπάνω ή παρακάτω.