Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

απεναντι

γυριζω προς το σπιτι με το αμαξι κ σταματαω στο γνωστο περιπτερο να παρω κατι για να πιω. "πανω στην ωρα ηρθες", μου λεει μολις βλεπει ο περιπτερας. "γιατι; τι εγινε;" τον ρωταω. "δεν βιαζεσαι, ε; θα κατσεις λιγο, δυο λεπτα, να μου προσεχεις το μαγαζι.. να πεταχτω εδω απεναντι." γυριζω κ κοιταζω απεναντι. δεν βλεπω κατι. οχι κατι συγκεκριμενο, δηλαδη, περα απο την εισοδο μιας πολυκατοικιας κ διπλα ενα φαρμακειο, που αυτην την ωρα ειναι κλειστο. "τι ειναι απεναντι;" τον ρωταω με κινδυνο να φανω αδιακριτος. ο περιπτερας μού κλεινει το ματι κ επαναλαμβανει: "δυο λεπτακια θα κανω μονο." δεν περιμενει αλλη απαντηση. βγαινει απο το περιπτερο, τεντωνεται, βαζει το πουκαμισο του μεσα απο το παντελονι κ διασχιζει τον δρομο. καθως τον παρακολουθω για να δω πού ακριβως θα παει, ακουω μια φωνη πισω μου: "συγγνωμη, ειστε εδω;" με εκνευριζει λιγο αυτη η ερωτηση. παλια, οποτε μου την εκαναν -οσες φορες δουλευα σε μαγαζια, δηλαδη- με το ζορι κρατιομουν να μην απαντησω κατι του τυπου: "οχι, ειμαι στο σπιτι μου κ κοιμαμαι. αυτο που βλεπεις δεν ειναι παρα το ολογραμμα μου." αυτη τη στιγμη, ομως, αυτο που με εκνευριζει περισσοτερο ειναι που ετσι οπως γυρισα για να δω ποιος με ρωταει, δεν προλαβα να δω πού εξαφανιστηκε ο περιπτερας. για καποιο λογο σκεφτομαι οτι καπου εκει, αναμεσα στην εισοδο της πολυκατοικιας κ το φαρμακειο, υπαρχει μια χρονοπυλη την οποια χρησιμοποιει, οποτε βρισκει καποιον να του κραταει το μαγαζι, για να περναει σε αυτο που ονομαζει.. "απεναντι". "συγγνωμη, ειστε εδω", ξαναρωταει ο αγνωστος. τον κοιταω λιγο καλυτερα. μοιαζει, θα ελεγα, καπως αλλοκοτος. θα στοιχηματιζα οτι ειναι εφοριακος ή επιτροπος σε εκκλησια ή κομπαρσος σε ταινιες του ντεϊβιντ λυντσ ή κατι τετοιο, τελος παντων. "εδω ειμαι", του απανταω, "αλλα μονο για δυο λεπτακια. αν θελετε να ψωνισετε θα περιμενετε να επιστρεψει το αφεντικο." "εχετε υπευθυνες δηλωσεις;" συνεχιζει να με ρωταει απτοητος. νιωθω οτι εχουμε αρχισει να χανουμε επαφη με την πραγματικοτητα, οποτε δεν επιμενω. "εχουμε, ναι." "καραμελες βουτυρου, εχετε;" "φυσικα. τι ερωτηση.." "ξυραφακια;" "ναι, ναι.. τα καλυτερα." "ενταξει", μου λεει. "αυτα. δεν θελω κατι αλλο." αποφασιζω να τα παιξω ολα για ολα: "να σας ρωτησω κατι;" "παρακαλω." "το μαλχολαντ ντραϊβ το εχετε δει;" ο αγνωστος χαμογελαει αρκετα περιεργα. ανοιγει το στομα του, αλλα δεν προλαβαινει να απαντησει. "δεν αργησα, ε;" ακουω τη φωνη του περιπτερα, ο οποιος επανεμφανιστηκε απο το πουθενα με τον ιδιο τροπο που εφυγε πριν δυο λεπτακια ακριβως. "οχι, ολα καλα", του απαντω κ του δειχνω το κουτακι που πηρα απο το ψυγειο. "κερασμενο", μου λεει, "για τον κοπο σου". ο περιπτερας μπαινει μεσα στο περιπτερο κ αρχιζει να εξυπηρετει τον μυστηριωδη αγνωστο. μπαινω κ εγω στο αμαξι κ φευγω για το σπιτι. μεχρι να φτασω δεν σκεφτομαι τιποτα αλλο παρα μοναχα το πώς θα ειναι ο κοσμος μας αυριο, αφου ο αγνωστος γυρισει κ αυτος στο σπιτι του, απλωσει πανω στο τραπεζι της κουζινας τις υπευθυνες δηλωσεις, τα ξυραφακια κ τις καραμελες βουτυρου κ βαλει σε εφαρμογη τα σκοτεινα του σχεδια. τελος παντων, ας απολαυσουμε τη βραδια. ακομα προλαβαινουμε

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

παιρνω φωτια

εχω ερθει στην αθηνα. ειμαι στα εξαρχεια κ παω να συναντησω εναν φιλο στην καλλιδρομιου. εκει που ανηφοριζω τη ζωοδοχου πηγης, βλεπω εναν γνωστο μου απο τα παλια να περπαταει αντιθετα, στο ιδιο πεζοδρομιο. καθως ετοιμαζομαι να του πω γεια, θυμαμαι οτι την τελευταια φορα που μιλησαμε ειχαμε μαλωσει. δυστυχως, δεν θυμαμαι ποια ηταν η αιτια της διαφωνιας μας, αλλα λογικα θα πρεπει να ηταν κατι παρα πολυ σοβαρο κ ασυγχωρητο για να μην το θυμαμαι τωρα. ο παλιος γνωστος με βλεπει κ εκεινος κ αμεσως γυριζει το κεφαλι του προς τα δεξια κ συνεχιζει να περπαταει χαζευοντας τις αφισσες κ τα συνθηματα στους τοιχους. αναρωτιεμαι αν εκεινος τουλαχιστον θυμαται. κ ενω αποφευγει να με κοιταξει με κινδυνο να σκονταψει καπου, να πεσει κ να φαει τα μουτρα του, εγω μπορω στα δεκα μετρα που ακομα μας χωριζουν να τον παρατηρω ανενοχλητος. αλλα να που τα παλια παθη δεν εχουν ακομα σβησει κ οσο πλησιαζει ο ενας τον αλλο νιωθω μια ακατανοητη οργη να ξυπναει μεσα μου. τον βλεπω που βαδιζει πεισματικα αδιαφορος κ φαντασιωνομαι πως ετσι οπως δεν βλεπει μπροστα του, ξαφνου γκρεμοτσακιζεται μεσα σε μια καταπακτη που για καποιο λογο χασκει καπου αναμεσα μας ή συνθλιβεται απο ενα πιανο με ουρα που -οχι για τον ιδιο λογο απαραιτητα- πεφτει επανω στο κεφαλι του. αμεσως ομως τον λυπαμαι κ προσθετω στην φαντασιωση μια αστραπιαια δικη μου κινηση που την καταλληλη στιγμη του σωζει τη ζωη κ τον κανει να μου ορκιστει αιωνια ευγνωμοσυνη. υστερα, λεει, καθομαστε κ πινουμε μια μπυρα στη βαλτετσιου κ τα λεμε κ θυμομαστε τα παλια κ το ενα φερνει το αλλο, οποτε αναποφευκτα τον ρωταω καποια στιγμη: "ρε συ, εμεις οι δυο γιατι μαλωσαμε τοτε;" κ τοτε εκεινος μου χαμογελα κ τσουγκριζοντας τα ποτηρια μας μου λεει: "τι σημασια εχει μωρε.. ελα τωρα, περασμενα ξεχασμενα.." κ εγω θυμωνω τοτε, γιατι ποιος νομιζει οτι ειναι δηλαδη, που θα μου πει τι εχει σημασια κ τι δεν εχει, κ τον αρπαζω κ τον πεταω μεσα στην καταπακτη κ ριχνω απο πανω του ενα πιανο, ενα συνθεσαϊζερ κ ενα εκκλησιαστικο οργανο. κ συνεχιζω να ανηφοριζω τη ζωοδοχου πηγης με το κεφαλι στραμμενο αριστερα, χαζευοντας τις αφισσες κ τα συνθηματα στους τοιχους. μεχρι που θυμαμαι τον φιλο που με περιμενει στην καλλιδρομιου κ τον εχω στησει ηδη ενα μισαωρο. τρεχω, φτανω στο παρασκηνιο, οπου εχουμε δωσει ραντεβου, κ τον βλεπω να χτυπαει νευρικα τα δαχτυλα του στο τραπεζι. "σορρυ", του λεω, "αλλα δεν μπορεις να φανταστεις τι μου ετυχε στον δρομο." ο φιλος δεν θελει να ακουσει τις δικαιολογιες μου κ μου λεει πως ειμαι ασυνεπης κ επιπολαιος κ πως βρηκε τεσσερα ορθογραφικα λαθη κ μια ασυμφωνια ρηματος-υποκειμενου στο τελευταιο βιβλιο μου. εγω του απανταω πως ειναι σχολαστικος κ αργοσχολος ταυτοχρονα κ ετσι αρχιζουμε να τσακωνομαστε. μεσα σε λιγα λεπτα η κριση εχει γενικευτει. σπαμε αυτοκινητα, καιμε καδους απορριματων, κανουμε απρεπεις χειρονομιες. οι υπολοιποι θαμωνες κ οι λιγοστοι περιοικοι, αντι να προσπαθησουν να μας χωρισουνε, καθονται κ μας παρακολουθουν με φιλαθλο ενδιαφερον. καποιοι, μαλιστα, βαζουνε κ στοιχηματα. οταν συνειδητοποιω οτι ο φιλος ειναι το φαβορι κ εγω το αουτσαϊντερ, παρεξηγιεμαι κ σηκωνομαι κ φευγω φωναζοντας: "αχαριστοι.. εγω φταιω που σας βαζω μεσα στις ιστοριες μου.." οπως απομακρυνομαι απο το επικεντρο των επεισοδιων, μου ερχεται μια ακατανικητη επιθυμια να περασω εξω απο το παλιο φοιτητικο μου σπιτι. στριβω στη ζωσιμαδων κ κατηφοριζω ξανα προς την τοσιτσα. στη γωνια με τσαμαδου το βρισκω εκει, στη θεση του. το παραθυρο μου ειναι ανοιχτο. στεκομαι κ το κοιταζω μαγεμενος. μετα απο λιγο καποιος βγαινει στο παραθυρο κ πεταει ενα αναμμενο τσιγαρο στον πεζοδρομο. αμεσως οι αναμνησεις μου αρπαζουνε φωτια. ολοκληρη η παλια μου γειτονια γινεται παραναλωμα

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

σχημα λογου

πινω καφε μονος σε ενα μαγαζι. καποια στιγμη ερχεται η σερβιτορα να μου αλλαξει το τασακι. "ευχαριστω", της λεω. "αυτος ο καιρος μάς εχει τρελανει", μου απαντα. δεν καταλαβαινω ποιο ειναι το προβλημα με τον καιρο. ισα-ισα, εμενα μου αρεσει που δροσισε καπως σημερα. αυτο που με προβληματιζει, ομως, πιο πολυ ειναι που η αλλαγη αυτη την εχει αναστατωσει τοσο που δεν μπορει να κρατηθει κ να μην το μοιραστει με εναν αγνωστο. απο την αλλη, καπως ετσι δεν πιανουνε κουβεντα οι αγνωστοι; για τον καιρο συνηθως δεν μιλανε; σιγουρα, παντως, δεν μιλανε για την ψυχικη υγεια τους. αλλα ενταξει, μπορει η κουβεντα της κοπελας να μην ειναι παρα ενα σχημα λογου, μια υπερβολη. αλλα γιατι να ειναι σχημα λογου η τρελα κ οχι ο καιρος; τελος παντων, το σκεφτομαι για λιγη ωρα κ οταν ερχεται ξανα για να μου γεμισει το ποτηρι μου νερο, παιρνω το πιο μετεωρολογικο μου υφος κ της λεω: "ενταξει, θα φτιαξει παντως αυριο." εκεινη ξαφνιαζεται. αν της ελεγα οτι αυριο θα πεσει κανενας μετεωριτης, ξερωγω, λιγοτερο παραξενο θα της φαινοταν. "ποιο πραγμα θα φτιαξει αυριο;" με ρωταει. "ο καιρος", της απαντω, "για αυτο δεν λεγαμε;" η σερβιτορα τωρα χαμογελα καπως ανακουφισμενη - ετσι νομιζω, δηλαδη. η προβλεψη μου της εφτιαξε το κεφι. την βλεπω τωρα να σερβιρει μεσα στην καλη χαρα κ υστερα να στελνει κ να διαβαζει μηνυματα στο κινητο της κ φανταζομαι πως ισως κανονιζει αυριο να παει στη θαλασσα. κ τοτε ειναι που με πιανει εμενα η ανησυχια. μπαινω να διαβασω το δελτιο καιρου κ βλεπω οτι κ αυριο θα βρεχει. θελω να της το πω, αλλα νομιζω οτι θα τα κανω χειροτερα τα πραγματα. απο την αλλη, αν κανονισει να παει για μπανιο με την παρεα της κ πεσουν πανω σε καμια, ασπουμε, θεομηνια, εμενα δεν θα κατηγορει; εμενα δεν θα βριζει; κ αν ξαναρθω εδω να πιω καφε κ την πετυχω, τι θα της πω; οτι κ εμενα η προβλεψη μου δεν ηταν παρα ενα σχημα λογου; οτι αφου πεσει ο ηλιος μιλαω γενικα με σχηματα λογου κ μεταφορες, επειδη εχω περασει μια σπανια ασθενεια κ μου εχει μεινει κουσουρι απο τοτε; ή μηπως οτι η φραση "θα φτιαξει (ο καιρος/ο κοσμος/η ζωη..) αυριο" ειναι, ετσι κ αλλιως, το απολυτο σχημα λογου κ στα σοβαρα δεν πρεπει κανενας να την παιρνει; απο τον προβληματισμο μου ερχεται η ιδια να με βγαλει, καθως πλησιαζει παλι το τραπεζι μου. χαμογελαει ακομα, αλλα τωρα με εναν τροπο πολυ πιο επαγγελματικο. σαν να θελει να βαλει μια ταξη σε ολη αυτην την αβολη κατασταση ή σαν να ετοιμαζεται να μου ζητησει κατι. "μπορειτε να με πληρωσετε;" μου λεει. "συγγνωμη, αλλα σχολαω κ πρεπει να παραδωσω." "ναι, βεβαια", της απαντω κ βαζω το χερι μου στην τσεπη, πολυ ανακουφισμενος τωρα κ εγω που ηρθε η κουβεντα επιτελους στα λεφτα κ αυτα μας επανεφεραν για τα καλα στον κοσμο της κυριολεξιας