Τρίτη 28 Απριλίου 2020

ολα καλα θα πανε

εχω βγει για τον καθιερωμενο πια απογευματινο περιπατο μου εδω εξω, στα μονοπατια. καθως περπαταω μεσα στα πευκα κ τις ελιες, πεφτω πανω σε εναν γνωστο μου, του οποιου το ονομα, ωστοσο, αγνοω κ που αν τον εβλεπα στην κανονικη ζωη πισω στην πολη, θα τον προσπερνουσα ισως. οπως θα με προσπερνουσε μαλλον κ αυτος, κανοντας -σιγουρα οχι τοσο πετυχημενα οσο εγω- πως δεν με ειδε. αλλωστε, το μονο που μας συνδεει ειναι οτι εχουμε συνυπαρξει καποια βραδια στις ιδιες παρεες, χωρις να εχουμε ανταλλαξει καποια κουβεντα της προκοπης, με υποκειμενο-ρημα-αντικειμενο, κ χωρις, απο οσο θυμαμαι, να μας εχουνε συστησει οι κοινοι μας φιλοι, τα γαϊδουρια. τωρα ομως που ζουμε κ οι δυο κατω απο ιδιαιτερες συνθηκες, τωρα που εχουμε αποκλειστει στις εξοχες κ η μονη διασκεδαση που μας εχει απομεινει ειναι να βγαινουμε κ να περπαταμε στα μονοπατια τα απογευματα, τωρα που ετσι εχουνε τα πραγματα, χωρις να το εχουμε επιλεξει, αποφασιζουμε κ οι δυο να κοντοσταθουμε λιγο κ να χαιρετηθουμε. "καλησπερα", λεω εγω διωχνοντας, αντι χειραψιας, κατι μυγακια μπροστα απο το προσωπο μου. "γεια σου.. φιλε", απανταει εκεινος, αφηνοντας αναμεσα στο "γεια σου" κ το "φιλε" εκεινο το χαρακτηριστικο κενο που προδιδει πως ουτε αυτος θυμαται το δικο μου ονομα. κ χωρις να χασει χρονο, μου κανει αμεσως την ερωτηση του ενος εκατομμυριου: "βγηκες για βολτα;" "ε, ναι..", του απανταω διφορουμενα, αφηνοντας υπονοιες πως ισως εχω βγει να ψαξω για χρυσο ή πως αναζητω καμια ξεχασμενη ναρκη απο τον δευτερο παγκοσμιο. ακολουθει μια παυση τοσο πολυ σπαρακτικη που σχεδον ακουμε τις τριχες των μαλλιων μας να ασπριζουν. τελικα, το παιρνω αποφαση κ τον αιφνιδιαζω: "κ εσυ.. βολτα, ε;" "ναι, ναι, βολτα κ εγω", μου απανταει. η συζητηση μας εχει αναψει πια για τα καλα. ολοκληρη η φυση τριγυρω μάς παρακολουθει με κομμενη την ανασα. ενα σαλιγκαρι που σερνεται αναμεσα στα ποδια μας πεφτει σε βαρια καταθλιψη. μια δεκαοχτουρα παιρνει φορα κ κοπαναει με δυναμη πανω σε εναν βραχο παρακατω. κ τοτε ερχεται η απολυτη ανατροπη. ο αγνωστος-γνωστος σφιγγει το χερι του γροθια, το φερνει ως το στηθος του κ λεει: "ολα θα πανε καλα." δεν το χωραει ανθρωπου νους. "ολα θα πανε καλα", μαγεμενος επαναλαμβανω. κ χωρις να συμπληρωσουμε ουτε μια λεξη αλλη περιττη, τραβαει ξανα τον δρομο του ο καθενας. κ ας μην εχουμε στο μυαλο μας καποια συγκεκριμενη διαδρομη. κ ας εχουμε βγει απλως για εναν απογευματινο περιπατο. πού θα παει, καποια στιγμη ολο κ καπου, λογικα, θα φτασουμε. ολα καλα θα πανε

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

η κατασταση

το σπιτι μου, το σπιτι οπου με βρηκε αυτη εδω η κατασταση, ειναι στην εξοχη. διπλα στη θαλασσα, μεσα στους ελαιωνες. μολις 10 χιλιομετρα μακρια απο την πολη οπου γεννηθηκα κ αμετρητα ετη φωτος απο ολες τις μεχρι χθες κεκτημενες μου συνηθειες. βρισκομαι εδω, μονος μου, απο τις 13 μαρτιου κ ολον αυτον τον καιρο τα μονα προσωπα που βλεπω δια ζωσης ειναι οι υπαλληλοι στο σουπερμαρκετ, οταν πηγαινω εκει για να ψωνισω τα απαραιτητα, ο τυπος στο περιπτερο, στον παραδιπλα οικισμο, ο οποιος για καποιον λογο, που ισως ποτε δεν προκειται να μαθω, με αποκαλει "γιατρε μου" κ καποιοι ελαχιστοι γειτονες, την υπαρξη των οποιων ως τωρα αγνοουσα, αλλα που ολο κ πιο συχνα πλεον συναντω οταν βγαινω τριγυρω για να περπατησω.
καθε μερα, εκει γυρω στις 5 το απογευμα, βγαινω απο το σπιτι κ παιρνω ενα απο τα μονοπατια που ξεκινουν περιπου απο εδω, οπου αυτη η κατασταση με εχει αποκλεισμενο, κ τραβουν προς κατευθυνσεις τελειως ασυναρτητες, αφου δεν ηταν ανθρωποι, υπευθυνοι κ λογικοι, εκεινοι που καποτε τα ανοιξαν, αλλα κατσικια, λυκοι κ αγριογουρουνα κ ποιος ξερει τι ειδους αλλα κτηνη, που τωρα εκμεταλλευονται το κακο που μας εχει βρει κ επιστρεφουν για να σφετεριστουν τον ζωτικο μας χωρο.
το πρωτο μονοπατι που ανακαλυψα ανεβαινει αποτομα ψηλα προς το βουνο, ωσπου καποια στιγμη συναντα την εθνικη οδο και βιαια διακοπτεται. μεχρι εκει φτανω οταν το επιλεγω. κ δεν τολμω να διασχισω τον δρομο κ να αναζητησω τη συνεχεια του μονοπατιου απεναντι. οχι, επειδη φοβαμαι τα αμαξια -σιγα τα αμαξια, δηλαδη, αφου κ οι δρομοι πια εχουνε ερημωσει- μα πιο πολυ γιατι προτιμω να καθομαι εκει, στην ακρια, κ να φανταζομαι πως το χαμενο νημα του μονοπατιου μπορει –ποιος ξερει;- να οδηγει σε αλλους κοσμους μυστικους, σε καταστασεις ιδανικες, μα δυστυχως ανεφικτες για τα δικα μας δεδομενα. ετσι, χαζευω για λιγο τις κακοτεχνιες στο οδοστρωμα κ υστερα παιρνω ξανα πισω την κατηφορα.
το δευτερο μονοπατι ειναι καπως πιο ενδιαφερον. την αφετηρια του τη βρισκω αφου περπατησω κατα μηκος της αμμουδερης ακτης κ υστερα ψιλοσκαρφαλωσω στα βραχια που την περιοριζουν. λιγα μετρα μετα ερχομαι παντα αντιμετωπος με κατι αγριοσκυλα τα οποια δεν φαινεται να με πολυσυμπαθουν, αλλα που εν παση περιπτωσει, δειχνουνε κατανοηση κ αφου το παιξουνε για λιγο κερβεροι, ετσι για το ξεκαρφωμα, μετα με αφηνουν να περασω. κ ετσι συνεχιζω να προχωρω κατω απο τα πευκα. κ υστερα συναντω αυλες εξοχικων κατοικιων με γυψινα αγαλματα, που απεικονιζουν κυκνους, δελφινια, νανους, ξωτικα, τριτωνες κ γοργονες. κ χανομαι μεσα σε κηπους με βαρυφορτωμενες λεμονιες. κ πνιγομαι μεσα στα χρωματα κ τα αρωματα της ανοιξης κ μες στις αλλεργιες. κ ξαναβγαινω στην ακτη. κ διασχιζω εναν, δυο, τρεις παραθαλασσιους οικισμους, που μεχρι χθες τους κυβερνουσανε δαιμονισμενες γατες κ τωρα εχουνε γινει καταφυγια των αυτοεξοριστων αυτης της πανδημιας. κ τοτε σκεφτομαι πως ο ιος ειμαι εγω. κ ο πλανητης ειναι ο ξενιστης που με ανεχεται, γιατι δεν εχει βρει ακομα τροπο για να με βγαλει απο τη μεση κ να το κανει να φανει σαν να ειναι ατυχημα. κ τοτε λεω "ολα καλα μεχρι εδω" κ ας ξερω οτι το μονοπατι καπου εδω τελειωνει. μα εγω κανω οτι δεν βλεπω μπροστα μου το αδιεξοδο κ επιστρεφω πισω εχοντας για ακομα μια φορα τον εαυτο μου κοροϊδεψει, πως η επιστροφη αυτη, οπως κ ολοκληρη η βολτα μου, οπως κ η ζωη μου ολοκληρη ηταν επιλογη μου.
το τριτο μονοπατι ειναι κ το πιο συναρπαστικο. δυστυχως, το ανακαλυψα μολις τις τελευταιες μερες, τυχαια, οταν βγηκα για να πεταξω τα σκουπιδια μου. το τριτο μονοπατι ξεκιναει απο το σημειο οπου οι παλαιοι τοποθετησαν πρωτα τους πρασινους κ στη συνεχεια τους μπλε καδους σκουπιδιων. ενα εξοχως στρατηγικο σημειο, αφου εκει υπαρχει το ικανο κ αναγκαιο πλατωμα που επιτρεπει στο απορριματοφορο να κανει τις μανουβρες του. εκτος, ομως, απο την εξυπηρετηση των αναγκων που υγειινη μάς εχει επιβαλει, δεν αποκλειεται στις προθεσεις των παλαιων να περιλαμβανοταν κ η επιθυμια τους να κρυψουν με τους καδους αυτο ακριβως, το τριτο μονοπατι. το μονοπατι που εγω, μονος κ για λογαριασμο ολοκληρης της ανθρωποτητας, τυχαια ανακαλυψα, κ ενω ειχα βγει για να πεταξω τα σκουπιδια μου, πριν απο λιγες μερες - το ξερω, επαναλαμβανομαι, αλλα ειναι αυτα τα φαινομενικα μικρα μα κατα βαθος σπουδαια κατορθωματα που κανουν αυτες τις μερες καπως να ξεχωριζουν. το τριτο μονοπατι μου, λοιπον, ανηφοριζει προς τα μελαγχολικα κατσαβραχα που ξεκινουν ψηλα απο το βουνο κ καταληγουν να τσαλαβουτουν μεσα στη θαλασσα, χωριζοντας την συντεταγμενη παραλια, που εχω εδω μπροστα στο σπιτι μου, απο μια αλλη παραλια αγρια κ ερημικη, υπουλη κ μονοχνωτη. βαδιζοντας πανω στο μονοπατι παρατηρω την παραλια αυτη απο ψηλα κ λεω εδω θα ερθω να κατασκηνωσω οταν σφιξουν οι ζεστες κ μαζι με αυτες σφιξει τριγυρω μου κ ο κλοιος των παραθεριστων, αν η κατασταση αυτη συνεχιστει, αν γινει αυτο που ολοι λαχταραμε κ τρεμουμε ταυτοχρονα. υστερα, ομως, σταματαω να ονειροπολω, γιατι το μονοπατι γινεται ολοενα κ πιο δυσβατο κ αναγκαζομαι να δινω μαχη με τα ορνια κ τα ερπετα που ξεπεταγονται συνεχεια μπροστα μου για να μου υπενθυμισουν οτι καλα θα κανω καποια στιγμη να επιστρεψω στο σπιτακι μου, να φτιαξω κατι για να φαω, να βαλω στο λαπτοπ να παιζει κανενα επεισοδιο, να ξανανιωσω ασφαλης, δικαιωμενος για το κομματι που καταφερα να αρπαξω απο την τουρτα του πολιτισμου, την ωρα που οι περισσοτεροι τριγυρω μου περιμεναν να εμφανιστει απο το πουθενα καποιο τιμωμενο προσωπο για να φυσηξει κ να σβησει τα κερακια. μα εγω συνεχιζω να περπατω γιατι θελω να δω πού βγαζει αυτο το τριτο μονοπατι. μεχρι που φτανω στην ακρη ενος γκρεμου κ βλεπω απο κατω να μου χαμογελα το χαος. κ καπως ετσι μενουμε εκει κ κοιταζομαστε πεισματικα κ ανυποχωρητα, μεχρι να βαλει τα γελια ο ενας απο τους δυο μας. κ ευτυχως, μεχρι στιγμης, γελαει το χαος πρωτο. κ ετσι γυριζω πισω στο σπιτι νικητης. κ μαγειρευω κατι να φαω επιτελους κ βαζω στο λαπτοπ να παιζει παντα το ιδιο επεισοδιο.
κ υστερα, χορτατος πια, φτιαχνω να πιω εναν καφε κ παω να στριψω ενα τσιγαρο. μα βλεπω οτι εχει τελειωσει ο καπνος. κ τοτε βαζω τα παπουτσια μου ξανα. κ στελνω μηνυμα για να ενημερωσω πως θελω να μετακινηθω για να προμηθευτω πρωτης αναγκης αγαθα, των οποιων δεν ειναι δυνατη ακομα η αποστολη τους. κ παιρνω το αμαξι μου κ παω στον παραδιπλα οικισμο, οπου εχει παντα ανοιχτο περιπτερο. κ ο περιπτερας με βλεπει κ με χαιρετα κ υστερα με ρωταει: "τι γινεται, γιατρε μου;" κ εγω τοτε σοβαρευομαι κ οσο μπορω πιο επιστημονικα του απαντω: "τι θες να γινει, ρε συναδελφε; κανονικα, ολοι στο τελος θα πεθανουμε, αλλα ετσι οπως παει το πραγμα -τι να σου πω;- δεν αποκλειεται κ να αναστηθουμε."