Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

οι κινηματογράφοι

Όταν ήμουν μικρός υπήρχαν ακόμα πολλοί κινηματογράφοι στην πόλη. Θυμάμαι να βγαίνουμε με τους γονείς μου και να ψάχνουμε να βρούμε σινεμά που να παίζει κάποια ταινία κατάλληλη για ανηλίκους. Καταλάβαινα πως εξαιτίας μου έχαναν κάποια έργα που ήθελαν να δουν και αν και προσπαθούσαν –ίσως όχι και τόσο αποτελεσματικά- να μου το κρύψουν, ένιωθα λίγο ενοχές. Από την άλλη, όμως, δυσκολευόμουν στ’ αλήθεια να το κατανοήσω. Αν με είχαν αφήσει στο σπίτι παρέα με τον παππού και τη γιαγιά, θα έβλεπα μάλλον στην μικρή ασπρόμαυρή τους τηλεόραση κάποια ταινία παρόμοια με αυτές που έπαιζαν οι κινηματογράφοι. Έτσι κατέληξα τότε στο προσωρινό συμπέρασμα πως ήτανε τα χρώματα που καθιστούσαν ένα έργο ακατάλληλο για ανηλίκους.
Όταν στο τέλος κατορθώναμε να βρούμε κάπου κάποιο φιλμ για όλη, που λεν, την οικογένεια η ώρα είχε περάσει δυστυχώς και η προβολή είχε ήδη ξεκινήσει. Τρυπώναμε μέσα στην αίθουσα στα σκοτεινά και όπου βρίσκαμε καθόμασταν. Θυμάμαι τον πατέρα μου να βγάζει το παλτό του, να το διπλώνει και να με βάζει να καθίσω πάνω του, έτσι ώστε να μπορώ να βλέπω το πανί, χωρίς να εμποδίζομαι από τους μπροστινούς μου. Ύστερα άκουγα τους δυο τους να μουρμουρίζουν ασταμάτητα, καθώς δοκίμαζαν συνήθως να μαντέψουν όσα είχαν προηγηθεί στις πρώτες σκηνές που είχαμε, λόγω της καθυστέρησής μας, χάσει.
Καμία από εκείνες τις ταινίες τώρα πια δε μπορώ να θυμηθώ. Κι όταν καμιά φορά ακούω τη μητέρα μου να λέει, «α, αυτό το έχουμε δει μαζί στο σινεμά», πολύ παραξενεύομαι. Όμως θυμάμαι ακόμα παραδόξως αρκετά καλά τους κινηματογράφους της παιδικής μου ηλικίας. Περίπου όλοι τους έχουνε σήμερα πλέον γκρεμιστεί. Όσοι δεν μετατράπηκαν σε σούπερ μάρκετ ή σε κλαμπ, στη θέση τους υψώθηκαν κάποιες από τις πιο σιχαμερές οικοδομές της αλουμίνιας δεκαετίας του ογδόντα. Λίγοι αντέξανε την επέλαση της αρπαχτής και της κακογουστιάς, που ως τις μέρες μας την τόσο -κατά τα άλλα υποτίθεται- περήφανή μου πόλη δυναστεύει. Και οι άλλοι που τόλμησαν να ανοίξουνε αργότερα, ανήκαν προφανώς σε κάποια άλλη λογική και δυσκολεύομαι με την ανάμνηση των άλλων των παλιών να τους συγκρίνω.
Αν είχα σήμερα μικρά παιδιά, πιστεύω πως θα τα πήγαινα όσο το δυνατόν συχνότερα στον κινηματογράφο. Θα φρόντιζα να πληροφορηθώ από νωρίς τι παίζει και τι ώρα ακριβώς αρχίζουνε οι προβολές, ίσως και να περνούσα πιο μπροστά να βγάλω εισιτήρια. Δε νομίζω να χρειαζότανε ποτέ τον γιο μου να ψηλώσω, με τη βοήθεια του διπλωμένου μου παλτού. Άλλωστε, πάει πολύς καιρός που έχω να βρεθώ μέσα σε αίθουσα κατάμεστη. Κανείς μπροστά μας δε θα κάθεται για να μας εμποδίζει. Προς το παρόν λέω να πάω καμιά φορά στο σινεμά με το βαφτισιμιό μου, μα όλο κάτι τυχαίνει διαρκώς κι όλο το αναβάλλω.

γεννημένη πρώτη νοεμβρίου

Όλοι το ξέρουνε καλά, και κάποιοι ας μη θέλουνε να το παραδεχτούνε, πως πάντα υπήρχε κάποιο θέμα με εκείνα τα παιδιά που έτυχε να γεννηθούν την πρώτη του Νοέμβρη. Κάτι παρόμοιο ισχύει φυσικά και για τα άλλα που γεννήθηκαν στις έντεκα Γενάρη, αλλά επειδή ανάμεσά τους υπάρχουν ήδη δύο φίλοι μου, ας μου επιτραπεί να ασχοληθώ μονάχα με τα πρώτα.
Ένα ζευγάρι που έμενε παλιά στον ίδιο όροφο με μένα απέκτησαν, χωρίς στ’ αλήθεια να το επιδιώξουνε μια όμορφη κορούλα. Στα πρώτα της γενέθλια, την πρώτη Νοεμβρίου του 2004, τη βάφτισαν Μαρία. Όχι γιατί φωνάζαν έτσι τη γιαγιά, μα πιο πολύ μήπως και το ασυνήθιστο ξορκίσουνε, καθώς το έβλεπαν μοιραία να προβάλλει, με τη βοήθεια του πιο κοινού των γυναικείων ονομάτων. Όμως σπανίως τα ονόματα τις τύχες ανατρέπουν, αφού κι αυτά επίσης είναι τυχερά και στη ζωή σχεδόν ποτέ κανείς δεν τα διαλέγει.
Στα δεύτερα γενέθλια του κοριτσιού άρχισαν οι ιστορίες. Εκεί που μόλις πέντε-έξι λέξεις μπορούσε να σχηματίσει η μικρή, το βράδυ της γιορτής της και μόλις τα δυο κεράκια έσβησε με τη βοήθεια όλων, γυρνάει, κοιτάζει τους γονιούς και τους αιφνιδιάζει. «Θέλω να πάω σπίτι μου!», σταυρώνει τα χεράκια, σμίγει το χνούδι των φρυδιών και αντίρρηση δε φαίνεται να θέλει να της φέρουν. «Ποιο σπίτι, ρε κορίτσι μου; Γιατί, εδώ τι είναι;» ρωτούν και οι δυο τους με λυγμό, την ώρα που οι συγγενείς το χώρο εκκενώνουν. «Δεν ξέρω. Πάντως, με το σπίτι μου αυτό εδώ δε μοιάζει.»
Τι κι αν το τρέξαν στους γιατρούς, τι πήγαν στους παππάδες, το πρόβλημα μεγάλωνε και λύση δε βρισκόταν. Μια ξένη μεγαλώνανε κι όμως την αγαπούσαν. Ολονυχτίς τους άκουγα δίπλα μου να μαλώνουν κι αφού έχασα τον ύπνο μου, είπα να βοηθήσω.
Γιατί δεν υπακούετε; Κάντε της το χατίρι! «Πατάς καλά, ρε γείτονα; Που θέλεις να την πάμε;» Ρωτήστε την και θα σας πει. Αν ξέρει, δεν πειράζει. Τι είχατε - τι χάσατε; Αν, όμως, δε γνωρίζει, θα δει τότε το λάθος της και ίσως το βουλώσει.
Την βάλαν στο αυτοκίνητο, πήγα κι εγώ μαζί τους. Και όλη την πόλη αρχίσαμε σα βλάκες να γυρνάμε. Στο τέλος καταλήξαμε κάπου στην παραλία. «Αυτό είναι το σπίτι μου!», το διαβολάκι διάλεξε μια μονοκατοικία και άρχισε να το γλεντά χτυπώντας παλαμάκια.
Πάρκαρε. Κατεβήκαμε. Χτυπήσαμε κουδούνι. Μέσα δεν ήτανε κανείς. Το σπίτι νοικιαζόταν. Ογδόντα τετραγωνικά. Μεγάλη ευκαιρία.
Και έτσι μετακόμισαν και ησυχάσαμε όλοι.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

κάποιος είχε ξεχάσει ένα παράθυρο ανοιχτό

Από παλιά πάντα με τρόμαζε και με γοήτευε ταυτόχρονα το να επισκέπτομαι μέσα στη νύχτα τα σχολεία. Κυρίως κατά την περίοδο των διακοπών και μάλιστα αυτών των Χριστουγέννων. Το ξέρω, ως πράξη, είναι οπωσδήποτε παράνομη. Άλλωστε, αφού αναγκαζόμουν να παραβιάζω πόρτες και κλειδαριές, μάλλον μιλάμε για διάρρηξη. Ωστόσο, ποτέ μου δεν το έκανα για κακό σκοπό. Ούτε να κλέψω κιμωλίες ήθελα, ούτε να βανδαλίσω τα θρανία τους. Γούσταρα μόνο για λίγο να αφουγκραστώ αυτό το μυστηριακό κενό που μένει σε έναν πολύβουο και πολυσύχναστο δημόσιο χώρο, όταν οι ημερόβιοι πληθυσμοί του τον εγκαταλείπουνε. Περίπου για τον ίδιο λόγο μου άρεσε να πηγαίνω το χειμώνα στα νησιά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Νομίζω πως έχω ήδη, με αυτόν τον τρόπο, επισκεφτεί περίπου τα μισά από τα λύκεια και τα γυμνάσια της πόλης. Να επισημάνω πως αποφεύγω τα δημοτικά, αφού ακόμα και εγώ, που πάω μια ζωή γυρεύοντας, τόσο εφιαλτικά άγρια σκηνικά στ’ αλήθεια δεν τα αντέχω. Όποιος έχει θαυμάσει μες στο σκοτάδι παιδικές ζωγραφικές νομίζω με καταλαβαίνει. Τις περισσότερες φορές πηγαίνω μόνος μου, αν και έχουν υπάρξει περιπτώσεις που έτυχα καλής και υπομονετικής παρέας. Κάποτε, μάλιστα, μια φίλη μου το πρότεινε, χωρίς να την έχω πιο μπροστά για τις παράξενες συνήθειές μου ενημερώσει. Πίστεψα τότε πως είχα βρει μια αδερφή ψυχή μα ακόμα εκείνη τη βραδιά παλεύω να ξεχάσω. Μια άλλη φορά εισβάλαμε με δυο παλιούς συμμαθητές στο ίδιο το παλιό μας το σχολείο. Μείναμε εκεί ως το πρωί, ήπιαμε και μεθύσαμε. Ο ένας από αυτούς κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε πάνω στην έδρα του διδάσκοντος, ενώ ο άλλος έγραφε στον πίνακα την ιστορία της ζωής του.
Την τελευταία φορά που το δοκίμασα ήτανε πρόπερσι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Δε σκόπευα, ασφαλώς, ο νέος χρόνος να με βρει μόνο μου μες στην τάξη, αλλά υπήρξε κάτι εκείνη τη βραδιά, το οποίο μοιραία με επηρέασε σε όλο το 2010. Έμενα τότε στα Παλιά και σε μία από τις πρώτες κιόλας βόλτες μου είχα προσέξει πως υπήρχε εκεί στη γειτονιά ένα μικρό σχολείο. Έτσι, την ώρα που όλοι στην πόλη ετοιμάζονταν να βάλουν τα καλά τους, εγώ σκαρφάλωνα τα κάγκελα και ξεκινούσα αμετανόητος τη νέα μου ανώφελη εξερεύνηση. Κάποιος είχε ξεχάσει ένα παράθυρο ανοιχτό και έτσι ίσως πιο εύκολα από ποτέ στο παρελθόν τρύπωσα μες στο κτίριο. Είδα σε μια καρέκλα κρεμασμένο ένα δερμάτινο παλτό και σκέφτηκα πως κάποιος αφηρημένος μαθητής την ώρα εκείνη μάλλον θα κρυώνει. Αν είχα προσέξει λίγο καλύτερα το μέγεθός του, ίσως και να προλάβαινα έγκαιρα να απομακρυνθώ από αυτήν την περιπέτεια. Ανέβηκα τη σκάλα και έφτασα στις αίθουσες του δεύτερου ορόφου. Βρήκα κάπου πεσμένο ένα τετράδιο, άναψα το τσιγάρο μου και αφού άραξα κοντά σε ένα παράθυρο που φωτιζόταν γενναιόδωρα από το φως του δρόμου, άρχισα να το ξεφυλλίζω, λες και υπήρχε κάτι πράγματι σε αυτό που να με ενδιαφέρει. Ήταν γεμάτο αριθμούς και σχήματα και αναπόφευκτα γρήγορα το βαρέθηκα. Πριν το πετάξω πίσω ξανά στη θέση του, είδα στην τελευταία του σελίδα να είναι γραμμένο τουλάχιστον καμιά πενηνταριά φορές το όνομα κάποιου κοριτσιού. Αναρωτήθηκα αν ήταν κάποιο είδος τιμωρίας. Κάτι θυμήθηκα και γέλασα. Και τότε άκουσα πολύ κοντά μου μια φωνή, «Μου δίνεις τη φωτιά σου;».

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

με τα πόδια (γ')

Ο φίλος μου ο εφευρέτης κάθισε κι έφτιαξε για πάρτη μου μια μηχανή που να με βοηθά να ξεπερνάω το φόβο μου για τα αεροπλάνα. Με φώναξα προχτές για να τη δω από κοντά και να τη δοκιμάσω. Έφτασα αργά προς τα μεσάνυχτα στο εργαστήριό του. Τον βρήκα πίσω στην αυλή ακούραστο να μαστορεύει ακόμα.
-Θα τα χαλάσεις τα ματάκια σου, έτσι όπως δουλεύεις στο σκοτάδι.
-Ας τα χαλάσω! Θα φτιάξω άλλα πιο καλύτερα. Έλα! Σε περιμένει.
Και με το κατσαβίδι του μου έδειξε στο βάθος την εφεύρεση που μου είχε ετοιμάσει.
-Τι είναι αυτό;
-Εσένα τι σου φαίνεται;
-Μοιάζει με αυτοκίνητο. Μάλλον πλάκα μου κάνεις.
-Είσαι χαζός, αλλά κατανοώ. Βλέπεις δεν είναι δυνατό να είμαστε όλοι μας εφευρέτες.
-Γιατί δε φτιάχνεις τότε μια συσκευή να σε καταλαβαίνω;
-Πάλι; Σου έχω φτιάξει ήδη μια, αλλά εσύ τη χάλασες. Την πήρες για παιχνίδι.
-Καλά, καλά! Δείξε μου τώρα αυτή πως λειτουργεί κι άσε τις μαλακίες!
Υπάκουος αυτός πλησίασε και άνοιξε την πόρτα. Μπήκα και κάθισα κι εγώ και άναψα τσιγάρο. Γύρισε ο φίλος το κλειδί και πάτησε τη μίζα. Το αμάξι πήρε αμέσως μπρος και τότε εγώ καλού κακού φόρεσα τη ζώνη ασφαλείας.
-Τι τη φοράς; Δεν πρόκειται να πάμε πουθενά. Άλλωστε, δεν κινείται.
-Άκου να δεις, αν ήταν να μείνω αταξίδευτος, καθόμουν και στο σπίτι.
Δεν πρόλαβα τη φράση μου, όμως, να ολοκληρώσω και άρχισαν να προβάλλονται στο κρύσταλλο εικόνες. Τοπία από χώρες ξωτικές κι ένδοξες πολιτείες.
-Α, μάλιστα! Εκτός από το αυτοκίνητο, μόλις εφηύρες και το σινεμά. Άντε μωρέ και αύριο φτιάξε και το ψυγείο!
-Σταμάτα! Άλλο μη μιλάς! Πες μόνο, τι γουστάρεις; Που θες να πας και δε μπορείς, κότα των αεροπλάνων!
-Δεν ξέρω. Πάμε κάπου πιο ζεστά! Πάγωσα εδώ πέρα.
-Ότι επιθυμεί ο κύριος! Χιλή ή Βραζιλία;
-Θα έλεγα Νότια Αφρική. Δεν ξέρω αν βολεύει.
Το είχα απωθημένο από παλιά να πάω στο Κέιπ Τάουν, να κάνω εκεί πρωτοχρονιά και να με βρει ανάποδα εκεί ο νέος χρόνος. Και τότε άρχισε ο φίλος μου να κάνει τα δικά του. Πάτησε τέσσερα κουμπιά, έστριψε δώδεκα μοχλούς, τράβηξε μια αντλία και ξαφνικά βρεθήκαμε στη χώρα του Μαντέλα.
-Καλά, πως το έκανες αυτό;
-Εσύ που κοροϊδεύεις…
-Όχι, σε παραδέχομαι. Το νόμπελ δεν το χάνεις.
-Κοίταξε να το πάρεις πρώτα εσύ και άσε με εμένα!
-Τι λες; Μαζί θα το σηκώσουμε. Με αυτήν εδώ τη μηχανή θα πάμε στη Στοκχόλμη.
Και εκεί που απολαμβάναμε των μακρινών ωκεανών το δροσερό αεράκι πλάι σε κορίτσια τροπικά και μαγικά κοκτέιλ, άρχισαν να μαζεύονται οι βάρβαροι τριγύρω.
-Μήπως να επιστρέφουμε; Φοβάμαι, θα μας φάνε.
-Εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα κι εγώ ούτε καν υπάρχω.
-Καλά. Το ξύλο, πάντως, θα το φας, υπάρχεις δεν υπάρχεις.
-Χρήματα θέλουν τα παιδιά. Πεινάνε, δεν το βλέπεις;
-Δεν έχω πάνω μου ψιλά. Μήπως να δώσω εσένα;
Και τότε τα παιδιά αρχίσανε το αμάξι να κουνάνε. Κι έτσι όπως ήταν ελαφρύ κι αυτοί ήταν χιλιάδες γρήγορα καταλήξαμε με το κεφάλι κάτω. Ο πιο σοφός από τους εισβολείς κάτι μονολογούσε, την ώρα που οι υπόλοιποι κλωτσούσανε τα τζάμια.
-Τι λέει ο μπάρμπας, ρε οδηγέ ; Μήπως καταλαβαίνεις;
-Νομίζω πως μετράει ανάποδα. Καλή χρονιά, μαλάκες!
-Γαμώτο, την Πρωτοχρονιά αλλιώς τη φανταζόμουν.
-Ας πρόσεχες τι εύχεσαι! Εγώ τώρα τι φταίω;
-Εντάξει, είπαμε, δε φταις. Δεν πάμε πίσω τώρα;
Δεν πρόλαβα τα μάτια μου ούτε να ανοιγοκλείσω κι αμέσως επιστρέψαμε στο σπίτι του εφευρέτη. Βγήκα από τη μηχανή κι άρχισα να τρεκλίζω.
-Κάτσε! Που πας; Περίμενε! Δε θες να σε πετάξω;
-Άσε, μωρέ! Δε βιάζομαι. Θα πάω με τα πόδια.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

ο κουρέας

Υφίσταμαι,
κάθε φορά που πάω να κουρευτώ,
την φλυαρία του κουρέα μου.
Κάθε φορά μεγάλο κόπο καταβάλλω,
για να συγκρατηθώ,
να μην του πω,
"μα βούλωσέ το, επιτέλους!".
Είναι καλό παιδί και ως επαγγελματίας άψογος.
Μια τέτοια μεταχείριση, όχι, δεν του αξίζει.
Για αυτό κι εγώ κάθε φορά που πάω να με κουρέψει,
σκέφτομαι επίμονα,
πασχίζω για να φανταστώ,
άλλα στοιχεία πιο κρυφά του χαρακτήρα του που ακόμα δεν γνωρίζω.
Τι κάνει άραγε στο σπίτι του;
Πώς φέρεται στις συναναστροφές του;
Τι μυστικά στριμώχνει στο κεφάλι του;
Πόσες βρωμιές τις σκέψεις του λερώνουν;

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

με τα πόδια (α')

Όταν αφήνω στο σπίτι το αυτοκίνητο και κατεβαίνω στο κέντρο με τα πόδια, κάθε φορά διαλέγω κι άλλη διαδρομή και πάντα όλο και κάτι, που δεν είχα ως τότε δει, στο δρόμο ανακαλύπτω. Υπάρχει, όμως, μία γειτονία που, όταν στ’ αλήθεια αναζητώ κάτι καινούριο να γνωρίσω, συνήθως προτιμώ να επισκέπτομαι, αφήνοντας τα βήματά μου προς αυτήν τυχαία να με πάνε.
Εκεί, σε αυτήν τη μαγική τη γειτονιά, μπορεί κανείς να δει και να θαυμάσει κάποια από τα πιο περίεργα μυστηριώδη σπίτια.
Υπάρχει, ας πούμε, «το σπίτι των παιδιών», όπου για κάποιο λόγο, εδώ και αιώνες κατοικούν μονάχα πιτσιρίκια. Κανείς ποτέ δε νοιάστηκε γιατί δε μεγαλώνουν, κανείς δε ρώτησε ποτέ που είναι οι γονείς τους. Περαστικοί αργόσχολοι στέκονται και κοιτάζουν που παίζουν στην αυλή αμέριμνα χωρίς να υπάρχει μια φωνή να βγει να τους φωνάξει, «Γρήγορα, στα κρεβάτια! Είναι αργά. Δε θα ξυπνάτε αύριο, να πάτε στο σχολείο.»
Ένα άλλο σπίτι αλλόκοτο βρίσκεται δύο βήματα λιγάκι παρακάτω. Είναι «το σπίτι του χαμένου έρωτα» και αν και δε μένει μόνιμα κανείς, κι όμως έχει περάσει από αυτό όλη σχεδόν η πόλη. Το σπίτι αυτό το επισκέπτονται ζευγάρια χωρισμένα και μόνο αφού περάσει χρόνος αρκετός από το χωρισμό τους. Έρχονται εδώ και ζουν μαζί για μία μόλις μέρα, ξαναθυμούνται τα παλιά και το νεκρό τους έρωτα για λίγο ανασταίνουν.
Εδώ κοντά είναι και αυτό «το σπίτι με τα αγάλματα», που οι άνθρωποι το θεωρούν πως είναι στοιχειωμένο. Ζούσε εδώ μια οικογένεια, μα τώρα έχει πετρώσει. Από το ανοιχτό παράθυρο μπορεί οποιοσδήποτε να δει, φτάνει μονάχα εύκολα με αυτά να μη τρομάζει, τη μάνα, τον πατέρα, τα τέσσερα παιδιά και τη γιαγιά ακόμα να κάθονται ασάλευτοι και χαμογελαστοί γύρω από το κυριακάτικο αιώνιο τραπέζι.
Τίποτα το ξεχωριστό στα σπίτια αυτά από έξω δεν υπάρχει. Κι όποιος περνάει βιαστικά τίποτα το παράξενο ποτέ του δεν προσέχει.
Ξέρω πολλούς που έχουνε όλη τη Γη γυρίσει. Που αν και ταξιδέψανε παντού, ζουν πάντα σαν τουρίστες. Που όλα τα γνωρίζουνε, κι όμως, την ίδια αυτή την πόλη τους αρνούνται να κοιτάξουν. Τρέχουν μονάχα από το σπίτι στη δουλειά, την πόλη προσπερνάνε. Λες και υπάρχει άλλο κάτι πέρα από τη ζωή που να τους κυνηγάει. Γι’ αυτό σας λέω, αφήστε το αυτοκίνητο. Βγείτε και περπατήστε!

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

λικέρ από χριστουγεννιάτικα στολίδια

Πριν από λίγους μήνες κάποιος μου συνέστησε μια νέα μέθοδο τη μνήμη μου για να ταλαιπωρώ και δήθεν να γυμνάζω. Να αφιερώνω, λέει, ένα μόλις δεκάλεπτο το βράδυ κάθε Κυριακής και να επιδιώκω να ανακαλώ με χρονολογική σειρά όλα τα γεύματα που έφαγα μες στη βδομάδα που πάει να τελειώσει. Δοκίμασα δυο-τρεις φορές αυτό το ενδιαφέρον πείραμα, με μάλλον όχι και τόσο ενθαρρυντικά αποτελέσματα για την πνευματική μου υγεία. Την Τρίτη δεν ήταν που έφαγα φακές; Α, όχι! Την Τρίτη είχα πάει για τσίπουρα. Ή μήπως ήταν την Τετάρτη; Γιατρέ, ανησυχώ. Αλήθεια, τι έχω πάθει;
Η καθεμιά από τις, γνώστες τουλάχιστον, αισθήσεις μας έχει ανοίξει στην τράπεζα της μνήμης μας έναν λογαριασμό και αναλόγως των καθημερινών μας παραστάσεων αδιάκοπα τον τροφοδοτεί, αγνοώντας επιδεικτικά τις θνητές ανάξιες αντοχές της. Η γεύση, ως αρχαιότερη και πιο δοκιμασμένη αίσθηση, έχει με την επίγεια μνήμη μας ανοιχτούς από παλιά λογαριασμούς, και ως εκ τούτου, ο άνθρωπος ήθελε μάλλον να μου πει πως, με το να ανατρέχω διαρκώς στις γευστικές μου προσλαμβάνουσες, θα οχυρωθώ καλύτερα μπροστά στην επικείμενη επέλαση της λήθης.
Πολύ πριν φτάσω να συμβουλευτώ τους ειδικούς –αν και δεν έμαθα ποτέ αυτός ο κάποιος ειδικός σε τι ειδικευόταν- έκανα από μόνος μου μια άσκηση παρόμοια το βράδυ της αλλαγής του χρόνου. Έτσι κάθε φορά αφιέρωνα ένα δεκάλεπτο περίπου, λίγο πριν φύγει ο παλιός και έρθει ο καινούριος, προσπαθώντας να ανακαλέσω μες στη μνήμη μου όλες τις προηγούμενες Πρωτοχρονιές –ή έστω τα Χριστούγεννα- της ενσυνείδητης ζωής μου. Εντάξει, σπάνια τα κατάφερνα να θυμηθώ πάνω από δέκα -δώδεκα ήταν το προσωπικό μου το ρεκόρ- από τις ένδοξες, μα τόσο ανούσιες, γιορτές που ήδη είχαν περάσει. Και πάντα κάπου σε αυτή τη διαδρομή, όλο και κάποιος από τους χρονικούς σταθμούς μου ξέφευγε μοιραία. Ενώ πολύ συχνά, το ομολογώ, τα μπέρδευα λιγάκι. Μόλις κατόρθωνα, ας πούμε, με σιγουριά να θυμηθώ την πόλη όπου γιόρτασα τον ερχομό του τέσσερα, ερχόταν τότε η παρέα του ενενήντα εννιά και πάνω στην πρώτη ανάμνηση απρόσκλητη κολλούσε. Τι περιλάμβανε, ωστόσο, το δείπνο της καθεμιάς Πρωτοχρονιάς, ποτέ μου δε δοκίμασα να δω αν άραγε το έχω τελικά οριστικά διαγράψει.
Μόλις προχτές για κάποιο λόγο, μάλλον σκοτεινό, θυμήθηκα ένα μικρό αστείο που κάποια φίλη μου παλιά μου είχε πει και τότε είχα γελάσει. Ήτανε, λέει, κατακαλόκαιρο και είχαμε πάει επίσκεψη σε κάποιο σπίτι φιλικό και κάποια στιγμή, που είχαμε όλοι βαρεθεί, έβγαλε η οικοδέσποινα να μας κεράσει ένα σπιτικό λικέρ, που η ίδια είχε φτιάξει. Προσωπικά, εμένα δε μου άρεσε, αλλά έτσι όπως με έχω ταλαιπωρήσει από παλιά με άλλα οινοπνεύματα, μάλλον δεν ήμουν ο κατάλληλος κριτής. Έτσι, γύρισα προς την τότε φίλη μου να δω στην έκφρασή της μήπως τουλάχιστον αυτή ευχαριστήθηκε το κέρασμα. Ο τρόπος, όμως, που έπινε πολύ διστακτικά και ύστερα κοιτούσε το ποτήρι της δε με άφηνε να βγάλω ασφαλές συμπέρασμα και τότε αναγκάστηκα να τη ρωτήσω ευθέως. Μαλακία, ε; δεν πίνεται με τίποτα! «Όχι, είναι απλώς λίγο παράξενο», μου απάντησε. Τι θες να πεις; «Έχει τη γεύση από χριστουγεννιάτικα στολίδια.»
Και έτσι, με τη βοήθεια αυτής της ξαφνικής ανάμνησης, κατέληξα πως τελικά αυτά τα δυο πειράματα, το πρώτο του κάποιου σε κάτι ειδικού και το άλλο του άσχετου γενικώς εμένα, ίσως και να βασίζονταν στην ίδια πάνω-κάτω πανανθρώπινη κοινή αισθητηριακή αφετηρία.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

όλες

Κάποτε πρέπει να γράψω την ιστορία αυτού του ανθρώπου. Τον παρακολουθώ από καιρό. Χρόνια τώρα. Και να μην ήθελα, δε θα μπορούσα για αυτόν να αδιαφορήσω. Είναι πολύ ξεχωριστός κι ας προσπαθεί συνέχεια να κρύψει όλα αυτά που τον κάνουν από εμάς να διαφέρει. Είναι ένας ερωτευμένος άνθρωπος.
Αυτό που οι άλλοι συνήθως του προσάπτουν, είναι που δεν κατάφερε ποτέ να ερωτευτεί μια και μοναδική γυναίκα. Υπήρξε πάντοτε ερωτευμένος με όλες τους και τις επιθυμούσε όλες τους ταυτόχρονα πολύ και δε σταμάτησε ποτέ να τους το δείχνει. Τις αγαπούσε όλες.
Δεν ήμουν σίγουρος εάν στ’ αλήθεια υπάρχει τέτοιος όρος, όταν πρώτη φορά του είπα, πως είναι ένας ερωτομανής. Αργότερα το έψαξα και βρήκα πως ερωτομανής είναι αυτός που επιδιώκει με μανία τα έντονα συναισθήματα, που εμφανίζονται στα πρώτα σταδία των σχέσεων. Δεν εννοούσα ακριβώς αυτό και πάλι ο ορισμός μου άρεσε. Ύστερα έψαξα λίγο περισσότερο και ανακάλυψα πως η ερωτομανία είναι κάτι περίπου σαν ασθένεια. Μία αυταπάτη, στην οποία ένα άτομο έχει την πεποίθηση ότι ένα άλλο άτομο -συνήθως μακριά από το δικό του περιβάλλον- είναι ερωτευμένο μαζί του. Καμία σχέση. Άλλο ήταν αυτό που ήθελα να πω. Έτσι, για ακόμα μια φορά, πρέπει να δώσω δικό μου ορισμό, ελάχιστα επιστημονικό το ομολογώ, μα σίγουρα δικό μου.
Ερωτομανής είναι αυτός που είναι πάντοτε ερωτευμένος, χωρίς να υπάρχει οπωσδήποτε πρόσωπο, στο οποίο να απευθύνονται τα συναισθήματά του. Αυτός που θέλει πάντα να βρίσκεται σε ερωτική εγρήγορση και διαρκώς σε νέα συναρπαστικά ειδύλλια να αναμειγνύεται, χωρίς να επιδιώκει οπωσδήποτε τη σύναψη δεσμών και την ανταλλαγή υγρών και αισθημάτων. Αυτός που ζει μόνο για το μιρκορομάντζο της στιγμής και αποφεύγει τους αιώνιους έρωτες, χωρίς τουλάχιστον φωναχτά να τους καταδικάζει. Ξέρω έναν τέτοιο άνθρωπο και κάποτε πρέπει την ιστορία του να γράψω.
Δεν πρόκειται για κάποιον συλλέκτη καρδιοκατακτητή. Αυτός, για τον οποίο σας μιλάω, είναι μονάχα ένας καλός πολιορκητής και τίποτα άλλο περισσότερο. Μα όταν πέφτει τελικά το κάστρο που γύρω του είχε τόσο καιρό στρατοπεδεύσει, όταν στο τέλος μπροστά στην πύλη του πύργου εμφανίζεται, μόνο κατακτητή αυτός στα θύματά του δε θυμίζει. Ο άνθρωπος ήρθε στη ζωή, έστω των γυναικών, για να κηρύξει την αγάπη. Χωρίς να θέλω να φανώ βλάσφημος και ασεβής στα μάτια σας, θα έλεγα πως είναι ένας Χριστός που ήρθε από την ανάποδη. Όχι ένας Αντίχριστος – ένας Χριστός-Χριστός, που κάπου μπέρδεψε, μες στην καρδιά του, αισθήσεις και αισθήματα και τώρα πια εξόριστος περιπλανιέται σε μια έρημο γένους θηλυκού και αορίστου χρόνου.
Ούτε μανιακός με το σεξ και τα παρελκόμενά του δε θα έλεγα πως είναι, όπως ίσως εσείς τώρα νομίζετε. Άλλωστε, αφού ερωτοτρόπησε σε όλη του τη ζωή με το ένα τέταρτο του γυναικείο πληθυσμού του βόρειου ημισφαιρίου, ελάχιστα πλέον μπορεί να θυμηθεί από αυτές τις σαρκικές του περιπέτειες. Και όταν η μνήμη κάνει προγραφές, τα πάθη και οι επιθυμίες μοιραία δε βρίσκουν τις αντιστοιχίες τους και σε άλλα πιο ποιητικά στρέφονται μονοπάτια.
Ζηλιάρης ναι, αυτό μπορούμε ασφαλώς να του το αποδώσουμε. Όχι πως ζήλεψε ποτέ τους άλλους άντρες, που είχαν την τύχη να αγκαλιάζουν τα εκάστοτε αντικείμενα του πόθου του. Τον εαυτό του ζήλευε πάντοτε αθεράπευτα, όχι αυτόν που έβλεπε όταν στεκόταν μπροστά από τον καθρέφτη, αλλά τον άλλον τον υπερφυσικό και ανύπαρκτο κακό του εαυτό, που μόνο αν ζούσε ίσως αιώνια και ταυτόχρονα σε όλα τα σημεία του πλανήτη, το όνειρό του θα κατόρθωνε να πραγματοποιήσει.
Ο άνθρωπος αυτός, την ιστορία του οποίου μάλλον δεν πρόκειται ποτέ να γράψω τελικά, δεν είναι ο πρίγκιπας κανενός παραμυθιού. Δεν είναι και ούτε πρόκειται ποτέ να γίνει ο άνδρας της ζωής καμιάς γυναίκας. Είναι ο άνδρας της στιγμής. Και η στιγμή είναι η μόνη του στ’ αλήθεια ερωμένη.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

το ασήμαντο

-Τι σκέφτεσαι;
-Δε σκέφτομαι.
-Μα, δε μπορεί, όλο και κάτι πάντοτε θα έχεις στο μυαλό σου.
-Τίποτα το σημαντικό.
-Έστω! Τι είναι αυτό το ασήμαντο που σκέφτεσαι, για πες μου!
-Δε σκέφτομαι, ετούτη τη στιγμή, κάτι συγκεκριμένο.
-Σκέφτεσαι κάτι, δηλαδή, αόριστο και ασαφές;
-Ας πούμε, ναι, περίπου.
-Και τι είναι αυτό;
-Δεν ξέρω. Πάει. Το ξέχασα.
-Αλήθεια; Και τώρα, ύστερα από αυτό, σκέφτεσαι κάτι άλλο;
-Σκέφτομαι τι ήταν, άραγε, αυτό, που λίγο πριν σκεφτόμουν.
-Και;
-Τι και;
-Τι ήταν αυτό που ήταν πριν και τώρα πια δεν είναι;
-Α, ναι! Το βρήκα! Αναρωτιόμουν, τι να σκέφτεσαι εσύ.
-Γιατί δε με ρωτούσες;
-Δεν ξέρω. Μπορεί γιατί με πρόλαβες εσύ και ζήτησες να μάθεις.
-Ωραία. Ρώτα με τώρα και εσύ!
-Τι θέλεις να ρωτήσω;
-Ρώτα με να σου πω τι σκέφτομαι!
-Τι σκέφτεσαι, αλήθεια;
-Δε σκέφτομαι. Σκεφτόμουνα. Τώρα σκεφτόμαστε μαζί.
-Αλήθεια; Τι σκεφτόμαστε;
-Τίποτα το σημαντικό.
-Το ήξερα!
-Το ξέρω…

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

τα τέσσερα κλειδιά

Την περασμένη Τρίτη έφυγα αργά πολύ από το γραφείο μου και γύρισα στο σπίτι με το πόδια. Ήθελα, στ’ αλήθεια, πολύ να περπατήσω για να μπουν ξανά τα κόκκαλα στη θέση τους, που η πολυθρόνα μου τα είχε για ώρες μαλθακώσει, αλλά και για να απολαύσω, έστω για ενάμιση χιλιόμετρο, το όμορφο κρύο του Δεκέμβρη.
Στου δρόμου τα μισά έκανα μια μικρή μα αναμενόμενη παράκαμψη να πιω ένα ποτάκι και πιο πολύ να βρω στο μπαρ κανέναν συναγωνιστή, μήπως και πούμε καμιά λυτρωτική βλακεία. Όλη τη μέρα ήμουνα τόσο βυθισμένος μέσα στα σοβαρά και τα δυσάρεστα, που είχα ανάγκη, πριν πάω να κοιμηθώ, από μια ποτισμένη στα αγαθά του αλκοόλ ανώφελη χαζοκουβέντα.
Την ώρα που έφτασα στο μαγαζί, ήταν περίπου άδειο. Δυο άγνωστοι πελάτες στα σκαμπώ κι ο φίλος μου πίσω από το μπαρ που έλυνε σουντόκου. Κάθισα και παρήγγειλα. Τι λέει; «Αυτά. Τα ίδια.» Ήπια το πρώτο βιαστικά, πριν λιώσουν τα παγάκια κι αυτός το ξαναγέμισε πριν να του το ζητήσω. Τι άλλα νέα; «Τι ρωτάς; Τελειώνουν τα δικά μας;»
Και τότε, λίγο πριν φτάσει στην κορύφωσή του ο διάλογος και θριαμβεύσει για ακόμα μια φορά η διαλεκτική της νύχτας, ανοίγει η πόρτα ξαφνικά και μπαίνει μια κυρία. Για λίγο κοντοστέκεται κι ύστερα πλησιάζει. Αράζει στην απέναντι πλευρά και βγάζει το παλτό της. Ποια είναι αυτή, οι τρεις πελάτες ρωτάμε σιωπηλά και τότε ταπεινώνεται ο παντογνώστης μπάρμαν, «πρώτη φορά τη βλέπω». Όμως, μακάρι το μυστήριο εκεί να σταματούσε. Εκείνη χαμογελαστή ζητάει ένα ουίσκι, «με έναν πάγο, σε παρακαλώ!» κι αμέσως σηκώνεται από τη θέση της και βγαίνει πάλι έξω.
Τα βλέμματα μας ως την πόρτα την συνόδεψαν, μάλλον όχι και τόσο ευγενικά, και ύστερα απορημένα διασταυρώθηκαν, «άλλο κι ετούτο πάλι!». Μάλλον θα βγήκε για τηλέφωνο. Ίσως να ξέχασε στο αμάξι τα τσιγάρα της και πήγε να τα πάρει. Οι άλλοι δυο παρήγγειλαν ξανά και αν και δε γνωρίζονταν, άρχισαν να τα λένε. Ο φίλος πέταξε στα σκουπίδια τα σουντόκου του κι εγώ έστριψα και άναψα και δεύτερο τσιγάρο.
Η ώρα, όμως, και η ζωή αδιάφορες κυλούσαν. Έλιωσε το μοναδικό παγάκι στο ποτό, μα αυτή που το παράγγειλε πίσω ξανά δεν ήρθε. Και αν δεν υπήρχε εκείνο το παλτό να τη θυμίζει αμυδρά, θα λέγαμε πως ίσως και να τη φανταστήκαμε και πως σε αυτό το μαγαζί δεν πάτησε ποτέ της.
Κάποια στιγμή οι δυο άγνωστοι –φίλοι επιστήθιοι τώρα πια- βαρέθηκαν, πληρώσανε και φύγαν. Μάζευε ο μπάρμαν τα ποτήρια τους κι εγώ κοιτούσα το ρολόι. «Κάτσε! Περίμενε! Που πας; Να βάλω άλλο ένα;» Πλάκα μου κάνεις; Και με αυτό, τι σκέφτεσαι να κάνεις; Γύρισε και είδε το γυναικείο το παλτό και το ορφανό ουίσκι. «Θες να το πιεις; Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται μάλλον να επιστρέψει.» Μήπως να δοκιμάσω το παλτό; Τι λες; Θα μου πηγαίνει; Για λίγο κοιταχτήκαμε χωρίς να πούμε λέξη κι αμέσως χιμήξαμε κι οι δυο να αδειάσουμε τις τσέπες.
Ούτε λεφτά, ούτε χαρτιά, κανένα αποδεικτικό να σβήνει το σκοτάδι. Ένα μπρελόκ μονάχα με τέσσερα κλειδιά και μια χαρτοπετσέτα. Πάνω της κάποιος είχε ζωγραφίσει με στυλό κάτι ακατανόητο. Έμοιαζε με αυτά τα σχέδια που φτιάχνουν τα παιδιά και ύστερα τα βλέπουν οι μεγάλοι και τρομάζουν.
Πάμε για ύπνο, είναι αργά. Και αύριο μέρα είναι. Αύριο, θα δεις, θα θυμηθεί, θα έρθει να τα ζητήσει. Τα φώτα κλείσαμε, σωπάσαμε τη μουσική και βγήκαμε στο δρόμο. Έξω από το μπαρ, στο πεζοδρόμιο απέναντι, καθότανε από ώρα εκεί και μας περίμενε να βγούμε. Το αύριο ήταν ήδη εκεί, χωρίς να μας ρωτήσει.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

η συντέλεια

-Άντε! Ένας ακόμα χρόνος έμεινε και πάει το παραμύθι!
-Τι θες να πεις; Τι εννοείς; Μιλάς με γρίφους πάλι;
-Ποιος γρίφος, ρε; Όταν μιλούν οι αριθμοί, οι άνθρωποι σωπαίνουν.
-Και τι θα γίνει, δηλαδή, του χρόνου τέτοια μέρα;
-Τι θες να γίνει; Η Συντέλεια! Το είπαν οι προφήτες;
-Τι λες; Ξέρεις τι ώρα ακριβώς; Πες μου, να κανονίσω!
-Καλά, καλά! Γέλα εσύ! Τρακόσες εξήντα πέντε μέρες έμειναν, ίσα που προλαβαίνεις.
-Τριακόσιες εξήντα έξι, θες να πεις. Δεν είναι δίσεκτο το δώδεκα;
-Έστω! Και πάλι λίγες είναι.
-Κι εσύ, που τα πιστεύεις όλα αυτά, για πες μου, τι θα κάνεις;
-Τι θες να κάνω; Θα πάω στο Περού. Να φύγω από τους πρώτους.
-Και τι είναι, ρε φίλε, το Περού; Πρώτο τραπέζι πίστα;
-Εκεί θα σκάσει στην αρχή. Το είπαν οι Αζτέκοι.
-Καλά προχτές δεν έλεγες πως το έχουν πει οι Μάγιας;
-Έλα μωρέ, τώρα μωρέ! Αυτοί είναι όλοι ίδιοι!
-Τι λες, ρε επιστήμονα; Και δε μου λες, μόνος θα πας ή θα έχεις και παρέα;
-Θα έρθει και η γυναίκα μου. Μόνη δεν την αφήνω.
-Και η μικρή;
-Δεν είναι ακόμα για ταξίδια η μικρή. Θα κάτσει στη γιαγιά της.
-Τι πάει να πει ακόμα, ρε; Αφού θα γίνει η Συντέλεια. Πότε θα μεγαλώσει;
-Άσε με, ρε! Από τη μέρα που γεννήθηκε, μόνοι μας ούτε ως τα Καλά Νερά να πάμε δε μπορούμε.
-Το έχεις κανονίσει, δηλαδή;
-Ε, τι σου λέω τώρα; Θα κάτσω το καλοκαίρι στη δουλειά και θα ζητήσω άδεια για όλον το Δεκέμβρη. Άσε που έχω βγάλει ήδη εισιτήρια.
-Τι; Από τώρα; Ένα χρόνο πριν;
-Αφού τα βρήκα προσφορά. Του χρόνου, λόγω της Συντέλειας, θα τα βαρέσουν στο κεφάλι!
-Απλή μετάβαση, φαντάζομαι.
-Όχι, μωρέ. Με επιστροφή.
-Μα, αφού θα γίνει η Συντέλεια…
-Κι άμα δε γίνει, και λένε οι Ίνκας παπαριές, πως θα γυρίσουμε μετά; Με τραίνο ή με τα πόδια;
-Καλά, μιλάμε είσαι σοφός! Σε είχα παρεξηγήσει.
-Εντάξει, εσύ κορόιδευε! Εγώ, τουλάχιστον, ξέρω καλά που θέλω να με βρει η τελευταία μέρα.
-Για εμένα η τελευταία μέρα είναι αυτή.
-Και την περνάς μαζί μου;
-Εντάξει, φεύγω. Πάω να πιω. Καλή Συντέλεια να έχουμε!
-Ναι, και του χρόνου σπίτια μας!
-Μαλάκα!
-Καραγκιόζη!

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

η ακρίδα

Όταν επέστρεψα από την Ισπανία, αναγκάστηκα να πάω να μείνω -για ακόμα μια φορά προσωρινά- στο πατρικό μου σπίτι. Επειδή, όμως, τα μεγάλα και αδειανά σπίτια από παλιά με τρόμαζαν, επέλεξα με τρόπο τεχνητό να το μικρύνω κάπως. Έτσι κλείδωσα όλα τα υπνοδωμάτια και κράτησα μονάχα το καθιστικό για να περνάω την ώρα μου και την κουζίνα, το πιο ζεστό δωμάτιο του σπιτιού, για να έχω να κοιμάμαι. Γενικά, όλη σχεδόν τη μέρα τριγυρνούσα εδώ κι εκεί και μόνο για τα απαραίτητα κατέληγα στο σπίτι.
Την εποχή εκείνη ακούγονταν πολλά για διαρρήξεις και κλοπές στην πόλη και τη γειτονιά μου. Έτσι, και για να μη νομίσουν οι κακοί πως είναι το σπίτι ακατοίκητο, φρόντιζα να αφήνω πάντα τα φώτα αναμμένα κι ανέβαζα την ένταση της μουσικής, υπογραμμίζοντας την παρουσία μου μοιραία με την κατακόρυφη αύξηση στην κατανάλωση του ρεύματος.
Σπάνια άνοιγα τα παράθυρα. Άλλωστε, ο χειμώνας είχε μπει πια για τα καλά και το κρύο εκείνης της χρονιάς καθόλου δεν αστειευόταν. Την μπαλκονόπορτα μονάχα της κουζίνας άφηνα για λίγη ώρα ανοιχτή, αμέσως μόλις σηκωνόμουν και μέχρι να ετοιμαστώ να φύγω από το σπίτι τρέχοντας τη μέρα να προλάβω. Έπρεπε που και που ο χώρος όπου κοιμόμουν λιγάκι να αερίζεται και ήταν απαραίτητο τα υποπροϊόντα των ονείρων μου να καίγονται λυτρωτικά στον καθαρό αέρα.
Θα είχαν ήδη περάσει δυο βδομάδες προσωρινής διαμονής στο πατρικό, όταν ένα πρωί είδα πάνω στο τζάμι της κουζίνας μία ακρίδα να με κοιτάζει ανυπόμονα. Κατάλαβα πως ήθελε πολύ μέσα στο σπίτι μου να μπει και πως, αφού είχε ήδη με κάποιον τρόπο πληροφορηθεί τις πρωινές συνήθειές μου, περίμενε να ανοίξω ξανά τη μπαλκονόπορτα χτυπώντας νευρικά τα πόδια της στη λεία επιφάνεια.
Αυτό ήταν το πρώτο πρωινό όπου, παρά τους μάλλον μεταφυσικούς κανόνες της υγιεινής, η υπνοκουζίνα μου δεν αερίστηκε καθόλου. Κράτησα για αρκετό καιρό επίμονα κλειστή την μπαλκονόπορτά, αφού για μέρες, μόλις ξυπνούσα, αντίκριζα στο τζάμι της τα μάτια αυτής της ξεροκέφαλης σιχαμερής ακρίδα. Θα μπορούσα να ανοίξω και να τη διώξω μακριά ή να της δώσω μια και να την τσακίσω δίχως τύψεις κάτω από την παντόφλα μου. Όμως, περίμενα καρτερικά, μήπως στο τέλος βαρεθεί και σε άλλο σπίτι παρακείμενο θελήσει να τρυπώσει.
Οι μέρες έγιναν βδομάδες και η κουζίνα μοιραία άρχισε να κατακλύζεται από τις αναθυμιάσεις των βραδινών μου καταχρήσεων και από τα κατάλοιπα των εγκλωβισμένων μου ονείρων. Ήδη σκεφτόμουν να μεταφερθώ σε κάποιο από τα κλειδωμένα υπνοδωμάτια, αφού η ακρίδα μου από εκεί δεν έλεγε με τίποτα να φύγει. Ώσπου, μια Κυριακή, που άργησα λιγάκι να ξυπνήσω, με κόπο άνοιξα τα μάτια μου και είδα τότε το αρθρόποδο να κόβει βόλτες αμέριμνο πάνω στο πάπλωμά μου.
Τρόμαξα στην αρχή, μα στη συνέχεια πιο πολύ απόρησα. Πως τα είχε καταφέρει τελικά να εισβάλει μες στο σπίτι; Πως μπόρεσε να μου παραβιάσει την ασφάλεια; Πως τόλμησε τις ιδιωτικότητάς μου τα σπαρτά να έρθει να μου ρημάξει; Έκανα να σηκωθώ πολύ προσεκτικά, μα αυτή με ένα ακαριαίο και ακριδίσιο πήδημα βρέθηκε πάνω στην τηλεόραση.
Δεν ξέρω πόση ώρα έφαγα να την καταδιώκω μάταια. Μετά, αφού κουράστηκα, της άνοιξα, όχι και τόσο εύκολα την πόρτα –τόσες μέρες ερμητικά κλειστή, είχε σχεδόν μαγκώσει- κι είπα, αν θέλει, ας φύγει από μόνη της, εγώ άλλο δεν παίζω. Το κύμα του διοξειδίου που εξέβαλε αιφνίδια στη γειτονιά προσέβαλε τις άγιες μυρωδιές από τα κυριακάτικα τραπέζια. Και η ακρίδα, σκαρφαλωμένη πάνω στο ψυγείο μου, σαδιστικά γελούσε με τις ενοχές μου.
Από τη μέρα εκείνη άρχισα πάλι να ανοίγω τακτικά κάθε πρωί την μπαλκονόπορτα. Δεν ξέρω ακόμα αν η απρόσκλητή μου επισκέπτρια φωλιάζει μες στο σπίτι. Είναι καιρός που έχω να τη δω και πια δεν την ακούω. Κάποια στιγμή μάλλον θα με βαρέθηκε και για άλλους στόχους πιο ενδιαφέροντες θα έψαξε στα διπλανά τα σπίτια. Ίσως να ήθελε μονάχα να μείνει εδώ προσωρινά, μόνο που το προσωρινά αυτή στ’ αλήθεια να το εννοούσε.

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

ομολογία

Δεν τα κατάφερα ποτέ ως φοιτητής να διαπρέψω. Αδιάφορη υπήρξε εκείνη η εποχή και σήμερα σχεδόν την έχω πια ξεχάσει. Μου είναι αδύνατο να ανασυντάξω μες στο μυαλό μου ολόκληρη μια μέρα της εξάχρονης φοιτητικής ζωής μου. Πόσο μάλλον πάνω στο χαρτί να την ανασυνθέσω.
Αφέθηκα να με παρασύρουν οι άνεμοι του τέλους του αιώνα. Σκαρφάλωσα στο οικοδόμημα ενός κόσμου που, ενώ κατέρρεε, σήκωνε διαρκώς πατώματα. Υπήρξα αφελής. Θυσίασα πολλά από αυτά που νόμισα πως είχα, μα οι άνεμοι δε φύσηξαν ποτέ. Έζησα μες στην άπνοια. Περνούσανε τα χρόνια, οι εποχές αλλάζανε και οι παγετοί διαδέχονταν τις αμμοθύελλες. Στ’ αλήθεια, όμως, φύλλο δεν κουνήθηκε όλα αυτά τα χρόνια.
Δε μου έφταιξε κανείς κι ας τα έβαλα με ολόκληρο τον κόσμο. Σκότωσα, βίασα, λήστεψα, πλαστογράφησα. Διέσχισα σχολαστικά όλο τον ποινικό μας κώδικα. Μέχρι και το πτυχίο της σχολής με δόλο και απάτη το απέκτησα. Σαράντα ένα κατά συρροή μαθήματα. Κανείς δε βρέθηκε ποτέ να με κατηγορήσει. Μόνος μου πήγα κάποια στιγμή και παραδόθηκα. Κι εκείνοι, αφού με άκουσαν πολύ προσεκτικά, μου είπαν να πηγαίνω. Βγαίνοντας έξω στο διάδρομο, κλείνοντας πίσω μου την πόρτα, τους άκουσα να σκαν στα γέλια και να ξεκαρδίζονται. Αλήθεια, πως μπόρεσαν να κρατηθούν έξι ολόκληρα χρόνια;

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

μικρή κυρία

Κάπνιζε ελάχιστα. Δεν το έκανε λόγω υγείας, όχι. Ούτε και φυσικά αισθητικής. Κάπνιζε σπάνια, διότι σπάνια επιθυμούσε να καπνίσει. Κάποιοι της είχαν πει πως το τσιγάρο καθόλου δεν της πήγαινε. Άλλοι της λέγαν πως πολύ την σοβαρεύει. Η ίδια πίστευε ότι την έκανε μάλλον να φαίνεται αστεία.
Έκλεινε πάντα το ένα μάτι, όταν τραβούσε τον καπνό. Πριν καν προλάβει ο καπνός ψηλά στο μάτι της να σκαρφαλώσει. Καλού κακού. Έτσι έκλεινε το μάτι στο τσιγάρο. Όπως και σε όλες του κόσμου τις κακές συνήθειες. Τα πάθη. Τις ανησυχίες. Τις έντονες συγκινήσεις. Δεν ήταν που δεν ήθελε να τα γευτεί όλα αυτά. Όχι, δεν το έκανε λόγω υγείας. Η αισθητική του λάθους δεν την απασχολούσε. Ήθελε αλήθεια να τα ζει όλα αυτά, όποτε μόνη της επέλεγε μέσα σε αυτά να ζήσει. Να είναι μονάχα ο εαυτός της. Μια κυρία του εαυτού της. Κυρία κανονική. Μικρή κυρία, αλλά κυρία.
«Καλά, μη βιάζεσαι», της είπε ο φίλος της μια μέρα. «Μην είσαι τόσο σίγουρη! Ποτέ κανείς δεν ξέρει...» Δεν τον άφησε τη φράση του να τελειώσει. «Δώσε μου τώρα ένα φιλί, μα φρόντισε να είναι αλήθεια!» Τα χείλη σούφρωσε και έκλεισε τα μάτια της. Και τα δυο της μάτια ετούτη τη φορά. Πριν τη φιλήσει ο φίλος της. Πριν καν προλάβει να σκαρφαλώσει ψηλά στα μάτια η αλήθεια. Καλού κακού.

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

δεν δαίμονας

Με πιάνει απελπισία κάθε φορά που αναλογίζομαι πόσο πολύ χρόνο πολύτιμο και ζωτικό ξόδεψα στη φοιτητική ζωή μου. Ώρες ατέλειωτες με ανθρώπους που λίγο πριν δε γνώριζα και τώρα δε θυμάμαι. Μήνες ανώφελοι μέσα σε υπόγεια με θέα.
Τι προσπαθούσα; Τι ήταν αυτό που επιδίωκα; Αλήθεια, υπήρχε κάτι; Πόσο εγώ ήμουν αυτός; Πόσο αυτός έχει επιβιώσει; Ποιος κέρδισε;
Κάτι πρέπει να είχα κατά νου, μα το έχω πια ξεχάσει. Τι είναι αυτό που απέμεινε; Το μούδιασμα στα δάχτυλα. Μια σκοτεινή λατρεία. Ένας γελοίος ψίθυρος δίπλα στο μαξιλάρι. Η αγωνία, η αγωνία.
Έτρεχα για να προλάβω κάτι.
Όταν ήμουν φοιτητής είχα μακριά μαλλιά. Δε μου πήγαιναν.
Δυο-τρεις φορές ήρθε ο δαίμονας μου να με βρει στο δρόμο από το σπίτι μου για τη σχολή. Από το σπίτι στο δρόμο για άλλο σπίτι. Το άλλο σπίτι. Κι εγώ νομίζω έκανα τότε πως δεν τον είδα. Τον προσπέρασα. Μια μέρα τον θυμάμαι να έρχεται πολύ κοντά μου επικίνδυνα. Προσπάθησε να με σπρώξει από το πεζοδρόμιο. Τελευταία στιγμή γλίτωσα τις ρόδες των διερχομένων. Πρόλαβα και τον είδα καθώς απομακρύνοταν. Φορούσε ένα πράσινο μαντήλι στο λαιμό του.
Με αυτή την ίδια τη μορφή, με λίγο διαφορετική αμφίεση, τον ξανασυνάντησα μετά από έξι χρόνια. Μπαινόβγαινε τόσο καιρό στα όνειρα μου κι έτσι ακόμα τον θυμόμουν. Σα να μη πέρασε μια μέρα. Σα να μη πέρασε κανείς. Ήταν όμως πια αργά. Τώρα ήταν αυτός που έκανε μάλλον πως δε με είδε.

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

το σενάριο

Αυτό το βρήκα σήμερα το πρωί στο facebook. Σκέφτηκα με άλλα λόγια, δικά μου, να το πω, μα είπα, άσε καλύτερα, ας μη το αδικήσω. Ιδού, λοιπόν αυτούσιο:
«Αυτό το μήνυμα είναι για όσους βγαίνουν τη νύχτα, πηγαίνουν σινεμά, και τους σπουδαστές που βγαίνουν από το πανεπιστήμιο ή κολέγιο: “Αν ένα παιδί που κλαίει στο δρόμο, σε οποιαδήποτε περιοχή, με μία διεύθυνση στο χέρι και σας πει να το πάτε στην διεύθυνση που λέει (ακόμα κι αν είναι κοντά), πηγαίντε το στην αστυνομία και όχι στην διεύθυνση. Αυτή είναι η νέα μέθοδος που χρησιμοποιούν για απαγωγή, ληστείες και βιασμούς.” Κοινοποιήστε την παρούσα ανακοίνωση και στείλετέ την σε όσο περισσότερους φίλους σας γίνεται. Μπορείτε να αποτρέψετε πολύ πόνο από οικογένειες...»
Πέρα από τη μάλλον προφανή άχαρη μεταγλώττιση, μου φάνηκε ύποπτο πολύ το παραπάνω κείμενο και έτσι είπα λιγάκι να το ψάξω. Όμως, σε όσα δελτία κακών συμβάντων και να ανέτρεξα, όσο και να μελέτησα τα ρεπορτάζ του τρόμου, τίποτα τέτοιο σχετικό δεν άκουσα, δεν είδα. Είπα πως μάλλον θα ήτανε κι αυτό ακόμα ένα σιχαμερό, κακόγουστο αστείο, από αυτά που σπέρνουν στο κοινό άθλιοι φημολάγνοι.
Και ύστερα σκέφτηκα ξανά το ύφος της γραφής του και άρχισα να στέκομαι σε λέξεις και σε λεπτομέρειες που είχα προσπεράσει. Κυρίως έστρεψα την προσοχή στους παραλήπτες του μηνύματος και είδα πως κάτι δεν πήγαινε καλά στην πρώτη κιόλας φράση. Το «όσους βγαίνουνε τη νύχτα» εντάξει το κατάλαβα. Τη νύχτα στήνει ο τρόμος σκηνικά και σίγουρα η ιστορία αυτή χρειάζεται σκοτάδι. Γιατί όμως «όσους πηγαίνουν σινεμά» και όχι τους άλλους που μετά το σινεμά στο σπίτι τους γυρνάνε; Κι όλους αυτούς που προτιμούν θεατρικά ή μουσικά θεάματα, δε θα έπρεπε άραγε κανείς να τους ειδοποιήσει; Και για «τους σπουδαστές που βγαίνουν το πανεπιστήμιο» τι να πω; Τι πάει να πει που βγαίνουν; Που αποφοιτούν; Εντάξει, αυτό μου μοιάζει λογικό. Αλλιώς, αν εννοεί όταν σχολούν από το μάθημα, νόημα εγώ δε βγάζω.
Κι ύστερα είπα, αρκετά! Ήρθε η ώρα πια της επιτόπιας μελέτης. Κι αφού είμαι λίγο μεγάλος για σπουδές, άνοιξα την εφημερίδα μου, μήπως και παίζει και στο χωριό καμιά καλή ταινία. Υπήρχε μια που μου άρεσε ο τίτλος της. Μια άλλη οι προβολές της με βολεύαν. Διάλεξα τελικά στην τύχη και ξεκίνησα να πάω με τα πόδια. Όμως, καμιά εγκληματική οργάνωση με τη μορφή μικρού παιδιού στο δρόμο μου δεν είδα.
Το φιλμ ήτανε μάλλον μέτριο. Λίγο σασπένς, λίγο σαδιστικό μοντάζ, πολύ τρομοκρατία μουσική και ερμηνείες λαμπερές, που άλλοτε ερμήνευαν κι άλλοτε εξηγούσαν. Στο δρόμο για το σπίτι μου θυμήθηκα που κάποιος δάσκαλος παλιά μου είχε πει πως οι κακές ταινίες κάνουνε καλό, γιατί τις σκέφτεσαι μετά και τότε αναρωτιέσαι, πως θα τη γύριζες εσύ μια τέτοια ιστορία. Και αναπόφευκτα γύρισε πίσω η σκέψη μου στο μήνυμα του facebook και τότε ήταν που βρήκε λύση το μυστήριο και νόημα απέκτησε του κόσμου η βλακεία.
«Κοινοποιήστε την παρούσα ανακοίνωση και στείλετέ την σε όσο περισσότερους φίλους σας γίνεται.» Όλο και κάποιος θα βρεθεί ένα καλύτερο σενάριο από αυτό να κάτσει και να γράψει.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

μη ιστορία

Αυτό το βρήκα μέσα στον κάδο ανακύκλωσης. Τι ακριβώς συμβαίνει μέσα εκεί ποτέ μου δεν κατάλαβα. Κι όταν δίνω εγώ την εντολή ο κάδος να αδειάσει, αναρωτιέμαι σε ποια ψηφιακή χωματερή αδειάζονται τα ανεπιθύμητα αρχεία μου; Και πρώτα από όλα γιατί τον λέμε κάδο ανακύκλωσης; Αν πάρω κάτι από εκεί και το δημοσιεύσω, τι ανακυκλώνω ακριβώς; Το κείμενο ή εμένα; Για να δούμε:

«Κανονικά, τώρα θα έπρεπε να φτιάξω μιαν άλλη ιστορία. Να κάνω πως δε συμβαίνει τίποτα κι ύστερα να ανακαλέσω μία ανάμνηση παλιά ή να μαντέψω κάτι. Κάτι που ίσως μου συμβεί ή που θα πάθει ο κόσμος. Κάτι από του παρελθόντος το βυθό και από του μέλλοντος το βάθος. Άλλωστε, λένε πως δεν υφίσταται παρόν. Διάρκεια στο τώρα δεν υπάρχει. Τίποτα δε χωράει μέσα του. Τίποτα έξω από αυτό ποτέ δεν περισσεύει. Κι όμως, είναι φορές που αυτό το ελάχιστο παρόν κρατάει πολύ και διαρκεί, δε λέει να τελειώσει. Λες «τώρα», και μέχρι να το πεις, έχεις σχεδόν γεράσει. Είναι κάτι στιγμές κακές και φονικές, που πέφτει ο χρόνος πάνω σου και σε καταπλακώνει. Και κάπως έτσι η ιστορία ξεκινά κάτω από του χρόνου τη σιδερένια επιτήρηση.
Κανονικά, αυτή η άλλη ιστορία αρχίζει κάπως έτσι: Πες μου, που είσαι; Δε σου ζητάω να μου πεις που βρίσκεσαι. Πού είσαι, πες μου μόνο! Μονάχα αυτό και άλλο τίποτα μη πεις. Έτσι, θέλω να το γνωρίζω. Μπορεί να με ρωτήσει η ιστορία αυτή εδώ που προσπαθώ, που είσαι να της γράψω. Και τότε να ρεζιλευτώ εγώ μπροστά στην ξένη ιστορία. Που δεν θα έχω να της δώσω μια απάντηση. Που ούτε στα ψέματα δε θα τολμάω καν το που να συμπληρώσω. Δεν ξέρεις πόσο μοχθηρές γίνονται αυτές οι μισοϊστορίες. Κακιώνουνε, όταν δεν παίρνουνε απάντηση, δε σε αφήνουν να γράψεις τη συνέχεια. Κρύβουν τις πρώτες λέξεις της αρχής και δε μπορείς ούτε στον τίτλο καν πίσω να επιστρέψεις. Μη-ιστορίες, με εμένα μέσα σε ένα χρόνο πια νεκρό και εσένα κάπου σε έναν χώρο αμφίβολο. Ξέρεις πως πάει συνήθως μια τέτοια ιστορία; Περίπου κάπως έτσι:
Τώρα, εγώ.»

Τώρα, μάλιστα.

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

ο συνοδηγός

Το Νοέμβριο του 2010 ξεκίνησα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό με αυτοκίνητο. Ήταν αυτό για μένα τότε στ’ αλήθεια μια πράξη τολμηρή και επικίνδυνη. Είχα από χρόνια αναπτύξει μέσα μου μια αλλόκοτη –όχι και τόσο, όμως, ανεξήγητη- φοβία που είχε να κάνει με κάθε είδους μετακίνηση. Έτσι απέφευγα σε γενικές γραμμές όλες τις μακρινές και τροχοφόρες αφηγήσεις. Κάποτε, όμως, τελικά επαναστάτησα, καθώς κοιτούσα διαρκώς το χώρο μου τριγύρω να στενεύει κι αισθάνθηκα τον κίνδυνο κάποια στιγμή να αποκλειστώ μες στο δωμάτιό μου. Κι είπα ως εδώ, δε πάει πια, θα πάω στο Παρίσι. Αυτή ήταν η πρώτη εκστρατεία μου επί ευρωπαϊκού εδάφους κι ακολουθήσαν άλλες δυο κι ελπίζω και σε άλλες.
Υπάρχει, ωστόσο, κάτι που δεν κατάφερα να ξεπεράσω ακόμα. Δεν έχω τολμήσει καν να το σκεφτώ πως φεύγω δίχως συντροφιά για ένα τέτοιο ταξίδι. Όχι, δεν είναι η κούραση των χιλιομέτρων που φοβάμαι, ούτε η πλήξη της μοναχικής διαδρομής. Άλλωστε, ήδη έχω ζήσει μιάμιση ζωή μέσα στις εθνικές οδούς παρέα με εμένα. Κι έχω απολαύσει εμπειρίες αληθινά μοναδικές διασχίζοντας την εθνική παράλληλα με την ατομική μου επικράτεια, πριν οι φοβίες αρχίσουν τη λογική μου να ξεσκίζουνε. Αυτό που δε με αφήνει να πάρω αύριο κιόλας το πρωί το αμάξι μου και μόνος μου να πάω στο Βερολίνο είναι η ανασφάλεια μπροστά στο κτήνος της αλλοδαπής που ζει ακόμα παρασιτικά μες στο επαρχιώτικο μυαλό του αντικοσμοπολίτη.
Γι’ αυτό, προς το παρόν τουλάχιστον, βασίζω την επιβίωση του ταξιδιού επάνω στον εκάστοτε γενναίο συνοδηγό μου. Έτσι, κάθε φορά που σχεδιάζω πλέον μια μακρά –και όχι προφανώς τη συντομότερη- πορεία πάνω στο νέο χάρτη μου της γηραιάς ηπείρου, ταυτόχρονα αναζητώ και πρόσωπο κατάλληλο για να με συνοδεύσει. Φροντίζω, μάλιστα, σε κάθε νέα οδική μου περιπέτεια μαζί μου να παίρνω κάποιον άλλον, περίπου με το ίδιο σκεπτικό, που διασχίζω την αναπόφευκτη ιταλική χερσόνησο κάθε φορά διανυκτερεύοντας σε άλλη σπουδαία πόλη. Λέει ένας φίλος πως κάνω συλλογή συνοδηγών κι ίσως ετούτη τη φορά άδικο να μην έχει.
Πάντως, ο ιδανικός ο υποψήφιος για την περίοπτη αυτή εκ δεξιών μου θέση πρέπει να συγκεντρώνει φυσικά κάποια προσόντα απαραίτητα. Κυρίως, θα πρέπει να έχει υπομονή, γιατί αλλιώς, αν βιάζεται, ας πάρει αεροπλάνο! Καλό θα είναι, έπειτα, να είναι σχολαστικά προσεκτικός, όταν με βοηθάει, γιατί εγώ συστήματα πλοήγησης στο αμάξι μου δε βάζω. Τρίτον, αν ενοχλείται από το κάπνισμα, μάλλον θα υποφέρει. Θα πρέπει επίσης να φροντίζει για τη μουσική. Αν έχει, τέλος, και δίπλωμα οδήγησης, κι αυτό συνεκτιμάται.
Σε γενικές γραμμές αρκούν αυτά. Άλλες εγώ δεν έχω απαιτήσεις. Εξάλλου, αν μοιραστούμε βενζίνες και διόδια, τα άλλα θα τα βρούμε. Όποιος, λοιπόν, ενδιαφέρεται, το Μάρτιο φεύγω ξανά για Ισπανία!

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

η εξωγήινη

Μέχρι και χθες στο ιστολόγιο αυτό δημοσιεύονταν αποκλειστικά κείμενα γραμμένα από εμένα και την ονειροτίγρη μέσα μου. Απόψε, όμως, ήρθε η ώρα να κάνω μια εξαίρεση. Με έχετε ακούσει, ίσως, κάποιοι από εσάς να γράφω για κάποια «εξωγήινη». Φυσικά, ποια είναι αυτή κανείς –εκτός από την ίδια, και πάλι φυσικά- δε ρώτησε να μάθει. Κι ίσως δεν πρόκειται ποτέ να αποκαλυφτεί του μυστηρίου της η αληθινή ταυτότητα. Ίσως προλάβει κι ολοκληρώσει πιο μπροστά τη μυστική αποστολή κ επιστρέψει στον εξωτικό πλανήτη της, όπου η ώρα είναι πάντα μπλε και η βροχή έρχεται συνήθως από κάτω. Ίσως να φύγει προτού να τη γνωρίσετε, αφήνοντας μονάχα πίσω της λίγες φωτογραφίες και ένα-δυο κείμενα χειρόγραφα πάνω σε μικροσκοπικά χαρτάκια. Είπα, λοιπόν, να κάνω μια εξαίρεση και να φιλοξενήσω εδώ, στη γη του ενός ανθρώπου, ένα δικό της κείμενο, που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα μήνυμα που μου έστειλε πριν από λίγες μέρες – παράξενο, είναι σα να έχουν περάσει διακόσια χρόνια από τότε. Σκέφτηκα πως θα έπρεπε την άδεια για αυτό να της ζητήσω, μα η ονειροτίγρης βιαζότανε πολύ κι επέμενε. «Αύριο», μου έλεγε, «ποιος ξέρει τι θα γίνει;». Επιτρέψτε μου να διατηρήσω τη σύνταξη και την ορθογραφία της εξωγήινης συντάκτριας. Αλήθεια, υπάρχει λόγος.

«τι με προβληματιζει; πολλα. σχετικα με μενα. δεν ξερω αν ειναι πραγματα σχετικα με τον ανθρωπο. δεν ξερω αν εγω ειμαι ο ανθρωπος. παντως σκεφτομαι πραγματα σχετικα με μενα. εγω βλεπω και αντιλαμβανομαι τον ανθρωπο οπως ειμαι και αισθανομαι εγω. ετσι τον φανταζομαι. φανταζομαι ειναι κατανοητο. και καποια πραγματα ειναι πολυ ωραια. καποια ναι. καποια χαιρομαι που τα βλεπω ετσι. με τι θα ηθελα να ασχοληθω λοιπον. ναι, νομιζω πρεπει να εχει σχεση με μενα. συγγνωμη, ακουγεται αρκετα εγωκεντρικο και εγωιστικο. αλλα στα δικα μου ματια, ο ανθρωπος ειμαι εγω. ειναι ο ανθρωπος ο οποιος αντιλαμβανομαι. πως μπορω να μιλησω για καποιον αλλο; να φανταστω καποιον αλλο; ολα αυτα ειναι υποθεσεις. σε ολα εμπεριεχομαστε εμεις. ειτε θελουμε να δημιουργησουμε εναν αλλο χαρακτηρα ειτε να σκεφτομαστε ως καποιος αλλος-διαφορετικος σκεφτομαστε ως εμεις με καποια δεδομενα παραλληλα, δεν το αποχωριζομαστε το εγω μας. οποτε εγω. εγω. εγω; τι να πω για εμενα; με γνωριζω. ακομα με γνωριζω. και νομιζω οτι δεν θα με μαθω ποτε. συνεχως αλλαζω, σκεφτομαι καινουρια πραγματα, σκεφτομαι τα ιδια πραγματα διαφορετικα. μου αρεσει βεβαια. καθε φορα νιωθω και σοφοτερη. σκεφτομαι: μα πως δεν τα σκεφτομουν ετσι και παλιοτερα; και αργοτερα θα σκεφτομαι το ιδιο για το τωρα. εχει ενδιαφερον δε λεω. αλλα δεν μπορω να προσδιορισω το εγω. αλλα ολα σχετιζονται με το εγω. οποτε δεν μπορω να προσδιορισω τιποτα. ολα τα βλεπω απο την αρχη. μπορει σημερα να πηγα στο (…) και να ειδα ενα φυλλο. χτες να ειδα ενα φυλλο. πριν ενα χρονο να ειδα ενα φυλλο. πριν δεκα χρονια να ειδα ενα φυλλο. και μεθαυριο μπορει να κοιταξω ενα φυλλο οπως δεν το κοιταξα ποτε. και απο μεθαυριο το φυλλο να το βλεπω διαφορετικα. τι ομορφια! ομορφια. ομορφια. μαλακιες. ακου εκει ομορφια. μ'αρεσει παντως. μου φαινεται ελκυστικο να το ζω. απο αυτη την αποψη, μια ομορφια.»

Αυτά…

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

το ξανά και το τώρα

-Πότε με ξαναερωτεύτηκες;
-Χμ… Δεν το περίμενα ποτέ αυτό να με ρωτούσες.
-Ε, ναι. Γιατί; Τι νόμισες; Σου το ρωτάω τώρα.
-Εσύ δε λες πως τώρα δε θέλεις τέτοια να ακούς;
-Αυτό είναι άλλο τώρα. Τώρα υπάρχουνε πολλά. Και τώρα πες μου, αν θέλεις.
-Λες να μη θέλω να σου πω;
-Τότε γιατί διστάζεις;
-Δε φτάνει να μιλάω εγώ. Πρέπει να με ακούσεις.
-Ακούω, σου λέω. Απάντησε! Πότε με ερωτεύτηκες ξανά;
-Πρώτον, δεν έπαψα ποτέ. Ποτέ δεν το ένιωσα αυτό κάπως να λιγοστεύει.
-Ναι, μα τώρα λες πως είναι αλλιώς.
-Γιατί μόνο στα τώρα τα δικά σου μπορούν τα τώρα να είναι αλλιώς;
-Εντάξει, έχεις δίκιο.
-Δε θέλω δίκιο. Χόρτασα. Θέλω να κάνω λάθος.
-Λάθος στο πότε με ερωτεύτηκες ξανά.
-Όχι, λάθη δε γίνονται σε αυτά. Ας κάνω λάθος στα άλλα.
-Πάντως, τώρα απάντηση ακόμα δε μου δίνεις.
-Κι όμως, εγώ την έδωσα. Αν με άκουγες καλύτερα, τώρα δε θα ρωτούσες.
-Τι θες να πεις;
-Σου είχα πει, πως σε ερωτεύτηκα ξανά, την ώρα που χωρίζαμε.
-Τι λες; Πως γίνεται αυτό; Αφού διαφωνούσες.
-Γι’ αυτό ακριβώς και έγινε. Αλλιώς θα αδιαφορούσα.
-Πάλι περίεργα τα λες.
-Μπορεί. Αλλά τα λέω.
-Καλά, λοιπόν. Συνέχισε.
-Θυμάσαι, εκείνη τη βραδιά, τα λόγια που μου είπες;
-Κι εσένα δε σου άρεσαν.
-Δε μου άρεσαν όσα άκουσα, μα αγάπησα τα άλλα.
-Ποια άλλα; Πες, τι εννοείς; Δε σε καταλαβαίνω.
-Τα άλλα που μου έκρυψες. Αυτά που έχεις στο μυαλό. Αυτά που έχεις μέσα σου και πάντα θα αγαπάω. Αυτά που τότε σε έφεραν κοντά. Αυτά που τώρα σε παίρνουν μακριά μου. Θέλεις να ζήσεις. Να κυνηγήσεις. Να γευτείς. Θέλεις να κάνεις λάθος. Θέλεις να τριγυρίσεις. Να χαθείς. Οι χάρτες δε σε νοιάζουν. Θυμάσαι που με ρώτησες, πότε σε ερωτεύτηκα για πρώτη μου φορά; Θυμάσαι; Βενετία;
-Θυμάμαι, ναι. Δεν το ξεχνώ.
-Ε, και ετούτη τη φορά, πάλι το ίδιο είναι.
-Μα τώρα θέλω μόνη μου.
-Κι εγώ το ίδιο θέλω. Ας τριγυρίσουμε κι οι δυο, σαν «άδικες κατάρες». Μικρός ο κόσμος. Αστεία η ζωή. Αν δε χαθούμε τώρα εδώ, πως θα ξαναβρεθούμε;
-Και μέχρι τότε;
-Ως τότε εγώ θα σε αγαπώ. Θα μείνω ερωτευμένος.
-Και οι πληγές;
-Τις έχω πια κι αυτές ερωτευτεί. Αφού τις άνοιξες εσύ, κι αυτές τις αγαπάω.
-Και τώρα που είναι ανοιχτές;
-Αυτό το τώρα είναι αλλιώς, όπως θα έλεγες κι εσύ. Και ξέρεις τι αλλάζει;
-Ξέρω, αλλά δεν ξέρω αν συμφωνείς.
-Τώρα τα τώρα είναι δυο. Ένα αυτό που με ρωτάς. Και ένα που σου απαντάω. Κι εγώ σε ερωτεύομαι σε αυτά τα δύο τώρα. Γι’ αυτό και είναι πιο πολύ. Γι’ αυτό και το άλλο, το παλιό, μοιάζει με τόσο λίγο. Τότε, που ήταν ένα κι έφτανε, ήταν μόνο δικό μου. Τώρα έχω και το τώρα σου. Γι’ αυτό και δεν τελειώνει. Κι αν κάθε βράδυ ξεψυχά, ξαναγεννιέται το πρωί και πάλι ξεκινάει.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

το φάντασμα

Ήταν Δευτέρα βράδυ, όταν με επισκέφτηκε το φάντασμα εκείνου του Μηχανικού και ήμουνα στο σπίτι. Όχι, δεν ήμουν στο δικό μου ακριβώς, αλλά στης αδερφής μου. Κάπου στο εξωτερικό ταξίδευε και μου είχε αφήσει τα κλειδιά να αλλάξω παραστάσεις. Να βλέπω θάλασσα, μόλις ξυπνάω το πρωί με ανοιχτά τα μάτια. Ήδη είχα μείνει δέκα μέρες σε αυτό το διαμέρισμα και την επόμενη η αδερφή μου θα επέστρεφε κι έπρεπε να το αφήσω. Έτσι δεν πήγα πουθενά και είπα το βράδυ μου στο σπίτι να περάσω, απολαμβάνοντας τη σαγηνευτική θέα στο σκοτεινό λιμάνι. Μα κάτι άλλο δεν είχα αρχίσει εδώ να γράφω; Α, ναι!
Εκείνο εκεί το βράδυ της Δευτέρας ήταν που με επισκέφτηκε στης αδερφής το σπίτι το φάντασμα εκείνου του Μηχανικού, την ώρα που εγώ χάζευα τη θέα στο λιμάνι. Δεν το έλεγες φάντασμα κανονικό το φάντασμα εκείνο, αφού και ο Μηχανικός που αντιπροσώπευε ποτέ ως άνθρωπος κανονικός στα αλήθεια δεν υπήρξε. Ήταν μονάχα ήρωας σε κάποια ιστορία γελοία πολύ και τραγική και δημοσιευμένη, μες στην οποία ο μη άνθρωπος αυτός είχε, μετά από μια άδοξη ζωή, ένα μακάβριο τέλος, που όσο να ‘ναι την ιστορία μου την βόλευε, να πούμε την αλήθεια. Έτσι κι εγώ θα πίστευα πως με έναν τέτοιο θάνατο φριχτό και αποτρόπαιο που του είχα επιφυλάξει, μάλλον δε θα έτρεφε αισθήματα πολύ ευγενικά για το δημιουργό του.
Κι όμως, το πνεύμα του Μηχανικού ήρθε να με επισκεφτεί εκείνη τη Δεύτερα με φιλική διάθεση και όχι με άδεια χέρια. Εντάξει, λιγάκι στην αρχή με τρόμαξε, έτσι όπως είδα ξαφνικά μπροστά μου τη μορφή αυτή που έμοιαζε με πάζλ απαίσιο κακοσχηματισμένο – κάποια κομμάτια του μάλλον είχαν ξεχαστεί βαθιά στου πηγαδιού τον πάτο. Ύστερα, αφού ηρέμησα, τον ρώτησα τί κάνει, πώς κι από εδώ και άλλα τέτοια τυπικά, έτσι να σπάσει ο πάγος. «Καλά, εσείς τι κάνετε; Γράφετε κάτι τώρα;» Κάτι σκαλίζω, είπα να πω, μα είπα ότι να ‘ναι. Μπα, το παράτησα το σπορ, το έριξα στο σκάκι. «Το ξέρω. Και άλλωστε, για το λόγο αυτό πήρα το θάρρος να σας δω. Σας έφερα ένα δώρο.» Δεν είναι ανάγκη, σας παρακαλώ! Αλήθεια, δε βλέπω κάτι να κρατάτε. Μάλλον τα λόγια μου τον πρόσβαλαν και άρχισε να φωνάζει. «Κι αυτό τι είναι, ρε άνθρωπε; Πλάκα μου κάνεις τώρα;» Αυτό το ποιο; «Αυτό αυτό!», απάντησε και πάνω στο τραπέζι μου κοπάνησε το φάντασμα του δώρου. Α, μάλιστα! Κατάλαβα. Και δε μου λέτε, τι είναι αυτό; Κάρτα αλλαγής δε βλέπω. «Είναι μία σκακιέρα αόρατη. Γιατί; Δε σας αρέσει;» Τι λέτε τώρα; Θα σας κόστισε μία περιουσία.
Φάνηκε να αγνοεί την ειρωνεία μου και απέναντί μου στρώθηκε τρίβοντας τις παλάμες. «Ελάτε τώρα! Ας παίξουμε οι δυο μας μια παρτίδα. Κι ας βάλουμε ένα στοίχημα, να πάει καλά ο χρόνος!» Ποιος χρόνος; Είναι Μάιος! Κι εγώ στοιχήματα άλλα με νεκρούς είπα, δεν ξαναβάζω. Είδα ένα δάκρυ να κυλά και δάγκωσα τη γλώσσα. Εντάξει, το παράκανα. Στο κάτω-κάτω ήμουν εγώ που έβαλα να τον φάνε. Κύριε, συγχωρέστε με! Δεν ξέρω πια τι λέω. Στήστε τα εσείς και έρχομαι. Πάω να κατουρήσω.
Όσο έπλενα τα χέρια, το σκέφτηκα καλύτερα κι είπα, τι έχω να χάσω; Θα έκανα το χατίρι του, θα έπεφτα για ύπνο και την επόμενη με καθαρό –λέμε τώρα- μυαλό, θα έκαιγα όλα τα αντίτυπα από το Σχέδιο Τρόμου.
Γύρισα και τον βρήκα να περιμένει στο σαλόνι ανυπόμονος και να χαμογελάει. «Παίζετε πρώτος, κύριε!» Ε, βέβαια, αφού εγώ έχω τα λευκά. Τι είχα πιει, γαμώτο, όταν τον έφτιαχνα αυτόν και βγήκε βαρεμένος;
Έξι κινήσεις ήτανε μάλλον αρκετές. Φώναξε «Ματ!» και άρχισε αμέσως να πανηγυρίζει σα μικρό παιδί το δίκαιο θρίαμβό του. Γρήγορα, όμως, συνήλθε και απότομα σοβάρεψε. Και τότε τι μου λέει; «Το έχασες το στοίχημα. Ώρα για να πληρώσεις!» Ποιο στοίχημα; Και πως προέκυψε ο ενικός; Μήπως πήραμε θάρρος; «Κάτσε και γράψε τώρα μια καλύτερη για μένα ιστορία! Κάτι που να είμαι εγώ ο νικητής κι οι άλλοι να με τρέμουν!» Τι λες, ρε φίλε, τώρα; Γίνονται αυτά τα πράγματα; Τι είναι η λογοτεχνία; «Δε με ενδιαφέρει εμένα. Αφού έπαιξες και έχασες, πρέπει και να πληρώσεις.» Καλά, καλά. Άσε με λίγο και θα δω, τι θα μπορούσε να συμβεί με την περίπτωση σου. «Εντάξει. Ε, να πηγαίνω τώρα και εγώ, μη σας κουράζω άλλο.»
Κι ενώ γύριζε πίσω στις ευγένειες κι από το σπίτι ετοιμαζότανε να φύγει, σκέφτηκα να του κάνω μια ερώτηση, μη μείνω με την απορία. Και δε μου λες, αν κέρδιζα εγώ, εσύ μετά τι θα έκανες για μένα; «Μα, ό,τι μου ζητούσατε. Γιατί; Μήπως γυρεύετε ρεβάνς;» Κάθισε κάτω, σε παρακαλώ! Δε σε πειράζει, αν έπαιρνα τώρα εγώ τα μαύρα;