Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

μια κουνημενη φωτογραφια

στο πλοιο για τη νισυρο. πενηνταρης, μαλλον δωδεκανησιος, καθεται στο καταστρωμα κ μιλαει μονος του. στην αρχη φαινεται σαν να μιλαει στο τηλεφωνο, αφου αναμεσα στα λογια του μεσολαβουν μεγαλες παυσεις. ο,τι λεει εχει εναν μακροσυρτο παραπονιαρικο ερωτηματικο τονο. σαν να ψαχνει απαντησεις που δεν προκειται να του δοθουν ποτε. επειτα, αρχιζει να φωναζει. ολοι γυριζουν κ τον κοιταζουν. βαραει το χερι του στο πλαστικο τραπεζι, βριζει κ καταριεται. οι ελληνες γελουν, οι αλλοδαποι τρομαζουν. γινεται η ατραξιον της διαδρομης. οι ταξιδιωτες αποσυρουν το ενδιαφερον τους απο τα βραχια κ τους γλαρους κ στρεφουν τα κινητα τους προς το μερος του. το οργισμενο παραληρημα του κινειται εναλλαξ, αλλοτε προς το πολιτικο προσωπικο της χωρας που "τον προδωσε" κ αλλοτε προς μιαν ελενη που "δεν τον πιστεψε ποτε" - στη συνεχεια, παραδοξως, το σχημα αυτο λειτουργει κ αντιστροφα. καποιος απο το πληρωμα τον πλησιαζει, του απευθυνεται σαν να ειναι φιλος του, δικος του ανθρωπος, κ του λεει να ηρεμησει. "ηρεμος ειμαι", του απανταει αυτος κ του δειχνει ποσο σταθερα ειναι τα χερια του, λες κ του ζητησαν να τραβηξει φωτογραφια κ αυτος υποσχεται οτι δεν θα βγει κουνημενη. "καλα, μην φωναζεις παντως.. ενοχλεις τον κοσμο", του λεει ο ενστολος κ απομακρυνεται. αυτος κοιταζει εκπληκτος τριγυρω του. λες κ μολις ανακαλυψε πως δεν ταξιδευει μονος. ντρεπεται. σταματαει τις φωνες κ αρχιζει το τραγουδι: "λε.. μωρε, λεμο.. νακι μυρωδατο.." τραγουδαει ομορφα, αν κ η φωνη του σπαει διαρκως. λιγο παρακατω, εκει οπου ο στιχος παρακαλαει το λεμονακι να "μην παραμυριζει τοσο", του βγαινει ενας λυγμος κ ξαφνικα, η ηρεμη ως τωρα θαλασσα, αρχιζει τους κυματισμους κ αυτη ετσι, για να τον σιγονταρει

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

το κουτακι

γυριζοντας, πριν λιγο, προς το σπιτι, σταματαω να παρω καπνο σε ενα περιπτερο. διπλα στο ψυγειο στεκεται ενας τυπος με μια μπυρα στο χερι, ο οποιος μοιαζει, οχι μονο σαν να θελει κατι να μου πει, αλλα σαν να με περιμενε εκει ολο το βραδυ για να μου κανει την ερωτηση του ενος εκατομμυριου. "ρε φιλαρακι, να σε ρωτησω κατι;" μου λεει. "μην του απαντας.. θα μπλεξεις", πεταγεται ο περιπτερας, που προφανως δεν ειναι φιλος μου στο φεϊσμπουκ. "πες μου, σε παρακαλω, ειναι σωστα πραγματα αυτα;" συνεχιζει ο αγνωστος, σχηματιζοντας με το χερι του κατι σαν κυκλο στον αερα. "ποια αυτα;" τον ρωταω, αν κ δεν ειμαι καθολου σιγουρος αν μπορει σταληθεια να γινει πιο συγκεκριμενος. "αυτα", μου ξαναλεει φωναζοντας αυτη τη φορα κ με το χερι του σχηματιζει εναν κυκλο ακομα μεγαλυτερο εντασσοντας μες στα "αυτα" τον δρομο, τη νυχτα, τη μπυρα, το περιπτερο, την πολη κ ολοκληρο το συμπαν. η φωνη του εχει κατι απο θυμο αλλα κ απο παραπονο. "ασε τον ανθρωπο ησυχο", φωναζει απο μεσα κ ο περιπτερας, με τον οποιον μαλλον ουτε στην κανονικη ζωη δεν προκειται να γινουμε μια μερα φιλοι. "οχι, δεν ειναι ωραια πραγματα αυτα", του απαντω για να παω με τα νερα του κ να απεμπλακω απο τον διαλογο. "οχι, ρε φιλαρακι.. οχι, λαθος κανεις", μου λεει πολυ πιο ηρεμα τωρα, "ωραια ειναι ολα αυτα τα πραγματα.. σωστα δεν ειναι. αυτο ειναι κ το προβλημα." κ αμεσως δινει μια κ βουταει μες στο κουτακι που κραταει στο χερι του κ εξαφανιζεται για παντα