Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

μια παρτίδα

χθες το βραδυ γυρισα σπιτι κ μην εχοντας υπνο μπηκα να παιξω λιγο σκακι στο ιντερνετ. στο σαϊτ, που επισκεπτομαι συνηθως για αυτο το λογο, συχναζουν κυριως ευρωπαιοι παικτες, οποτε, επειδη ηταν σαββατοβραδο στη γηραια μας ηπειρο, δεν υπηρχαν κ πολλοι αντιπαλοι την ωρα εκεινη διαθεσιμοι. ανοιξα τραπεζι κ περιμενα για κανενα τεταρτο, μεχρι που εμφανιστηκε καποιος τυπος απο τη νορβηγια με το ψευδωνυμο "nihilist" (το δικο μου ειναι "legeon"). αφου παιξαμε 3-4 συντομες παρτιδες ο σκανδιναβος ειχε, φαινεται, ορεξη για κουβεντα κ βλεποντας τη χωρα καταγωγης μου, ανοιξε παραθυρο διαλογου κ με ρωτησε "τι κανεις, φιλε μου; πώς ειναι τα πραγματα εκει κατω;" αφου του εδωσα μια μαλλον βαριεστημενη απαντηση, θεωρησα σωστο να τον ρωτησω κ εγω με τη σειρα μου "κ εσεις εκει, ολα καλα; τι φαση εκει πανω;" "δεν ξερω", μου απαντα, "δεν ασχολουμαι κ πολυ τα τελευταια χρονια." "μπα, πώς κ ετσι;" τον ξαναρωτω. "ετσι, γιατι ειμαι φυλακισμενος.." "τι εννοεις;" "ειμαι ισοβιτης. ξερεις, εκανα κατι παρα πολυ κακο." νορβηγια, νιχιλιστ, ισοβιτης.. τι διαολο, με τον μπρεϊβικ παιζω σκακι τοσην ωρα, αναρωτιεμαι κ αν κ υποψιαζομαι οτι ο μαλακομαγνητης μου εχει χτυπησει παλι κοκκινο, δεν κλεινω το παραθυρο κ του προτεινω να παιξουμε ακομα μια παρτιδα, βαζοντας στοιχημα αυτη τη φορα. "τι στοιχημα μπορουμε να βαλουμε απο εδω;" ρωταει. "αν χασεις, θα μου πεις γιατι σε εχουν μεσα." "κ αν κερδισω;" "τοτε θα σου πω εγω γιατι ακομα ειμαι ελευθερος", του απανταω. "γαμωτο, εισαι παλαβος", μου λεει, " κ η νορβηγια δεν ειναι καν στην ευρωπαϊκη την ενωση.. ουτε με γκρεξιτ δεν μπορω να σε απειλησω." κ καπου εκει το ληξαμε. αλλαξα σαϊτ κ μεχρι τα ξημερωματα συνεχισα να παιζω αργες κ σιωπηλες παρτιδες με βαρετους κ αλανθαστους ασιατες αντιπαλους..

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

κυριακή στο χωριό

Είναι η εποχή του τρύγου και οι μισοί σχεδόν από τους εγγεγραμμένους στο εκλογικό μου τμήμα έρχονται για να ψηφίσουν με τα δάχτυλά τους μελανιασμένα από τους χυμούς του σταφυλιού. Οι συγχωριανοί τους στην εφορευτική επιτροπή τους πειράζουν λέγοντάς τους πως θα τους βγάλουν άκυρες τις ψήφους τους. Όλοι γελάνε. Την ίδια ώρα, ομάδες μαυροντυμένων νεαρών, νομότυποι εκπρόσωποι μιας εγκληματικής οργάνωσης, μπαινοβγαίνουν στα εκλογικά τμήματα σε όλην την επαρχία, πουλώντας τσαμπουκά και νταηλίκι. Κανείς δεν ασχολείται με τα αιματοβαμμένα χέρια τους. Κανείς δεν αστειεύεται. Κανένας δεν γελάει. Τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών κρατάνε την ανάσα τους, ελπίζοντας να μην έχει γίνει καμιά στραβή και δεν βρεθεί το κωλόχαρτό τους ανάμεσα στα άλλα ψηφοδέλτια. Μόλις οι κανίβαλοι απομακρυνθούν από το σχολείο, όλοι, αριστεροί, κεντρώοι, δεξιοί, παλιοί και νέοι μνημονιακοί, όλοι ευρωπαϊστές, όλοι τους δημοκράτες, θα βγούνε στο παράθυρο να κάνουνε τσιγάρο και να διασκεδάσουν με τον τρελό του χωριού, που ουρλιάζει από το πρωί μες στο προαύλιο πως μία άλλη εποχή, αυτή του θερισμού, έρχεται, πλησιάζει…

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

η χάρη

Δεν ξέρω πόση ώρα ξόδεψα σε εκείνη την αναγκαία, κατά τα άλλα, στάση, μα όταν άρχισα πάλι να τρέχω με το ποδήλατό μου –ήταν δικό μου τώρα πια, αφού κανείς δεν βρέθηκε εκ νέου να το κλέψει, όσο το είχα παρατημένο έξω, εκεί στο πεζοδρόμιο- είχε αρχίσει να βραδιάζει. Σκέφτηκα πως ίσως θα έπρεπε να βρω κάποια δικαιολογία για αυτήν την καθυστέρηση, αλλά από την άλλη, δεν έφτανε που ανταποκρίθηκα στο αίτημα της άγνωστης φωνής; Που άφησα το σπίτι μου και βρέθηκα –ναι, βρέθηκα, δεν πήγα, δεν ταξίδεψα- χωρίς λεφτά, χωρίς καμία εξασφάλιση σε αυτήν την πόλη την τόσο κραυγαλέα ανύπαρκτη, σε αυτήν την τραβηγμένη μέχρι την πλάνη του ορίζοντα έρημη λεωφόρο; Όχι, ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί η φωνή να είχε δυσαρεστηθεί, αν όχι και εξοργιστεί, από την επιπολαιότητά μου. Και έπειτα, μπορεί εκτός από εμένα και τον συνεπιβάτη μου στο τρένο να υπήρχανε και άλλοι που δέχτηκαν κι ανταποκρίθηκαν στην ίδια πρόσκληση ταυτόχρονα με μένα. Η σκέψη πως, μετά από όλα αυτά, υπήρχε η πιθανότητα να φτάσω δεύτερος στο σπίτι του αριθμού 1607 με τρέλαινε. Επιτάχυνα. Παρά την ζέστη και την ανηφόρα, άρχισα να χτυπάω τα πετάλια με μανία. Είχα αγχωθεί, μα ευτυχώς το άγχος μου αυτό με έσπρωχνε μπροστά και με έκανε να περιφρονώ τον ολοένα και αυξανόμενο πόνο στα γόνατα και στους καρπούς μου. Το ποδήλατο, ωστόσο, δεν φάνηκε να συμμερίζεται τα πάθη μου και λίγη ώρα αργότερα με άφησε μονάχο, καθώς τρύπησε το μπροστινό του λάστιχο. Έπρεπε να συνεχίσω με τα πόδια. Κοίταξα το νούμερο σε εκείνο το σημείο της λεωφόρου: βρισκόμουν στο 711. Είχα αναμφίβολα σημειώσει μια πρόοδο σημαντική, μα ακόμα ήμουν μακριά. Ένα αμάξι πέρασε τότε δίπλα μου κορνάροντας δαιμονισμένα και με τρόμαξε. Αναρωτήθηκα εάν ο οδηγός ήθελε να μου δείξει πως πρέπει να προσέχω ή ήταν ένας ακόμα μνηστήρας της φωνής που πανηγύριζε με αυτόν τον τρόπο, θεωρώντας ότι είχα πια τεθεί εκτός της διεκδίκησης. Και όμως, λίγα μόλις μέτρα μετά φρέναρε απότομα και έβγαλε το χέρι του έξω από το παράθυρο καλώντας με να πάω κοντά του. Έτρεξα, πριν να το μετανιώσει, και τον πρόλαβα. Που πας, με ρώτησε. Στο τέλος αυτού εδώ του δρόμου, του απάντησα αόριστα, αποφεύγοντας να πω τον κρίσιμο αριθμό, ο οποίος ενδεχομένως να με πρόδιδε. Δικός μας δεν είσαι, ξαναρώτησε. Δεν ήξερα τι εννοούσε, μα είπα ναι και εκείνος ευχαριστημένος μου έδειξε τη θέση του συνοδηγού. Κάθισα και έδεσα τη ζώνη. Βρήκε την κίνηση αυτή μάλλον χαριτωμένη, με κοίταξε, μου χαμογέλασε. Θα κάνουμε μια μικρή στάση πρώτα, αν δεν σε πειράζει, είπε. Με πείραζε. Δεν το είπα. Έτσι κι αλλιώς δεν έχεις κι άλλη επιλογή, συμπλήρωσε. Άλλο αυτοκίνητο σήμερα σε αυτήν την πόλη δεν κινείται. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να τον σκοτώσω και αυτόν και να έφτανα μέσα σε ελάχιστα λεπτά στο σπίτι της φωνής, χωρίς καθυστερήσεις, αλλά δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την φονική μου σκέψη και αυτός ξανασταμάτησε. Η μικρή στάση που λέγαμε, είπε και μου έλυσε τη ζώνη ασφαλείας. Κοίταξα έξω από το παράθυρο: 745. Κατέβα, μου είπε, σε χρειάζομαι. Πρέπει να μου το ξεπληρώσεις. Πήγα να διαμαρτυρηθώ, αλλά με πρόλαβε. Κι αν είσαι καλός, σε αφήνω μετά να με σκοτώσεις και να μου πάρεις το αμάξι μου. Να φτάσεις μέσα σε ελάχιστα λεπτά στο σπίτι της φωνής, χωρίς άλλες καθυστερήσεις. Και γιατί να μην το κάνω από τώρα, να ξεμπερδεύω μια ώρα αρχύτερα, ρώτησα. Γιατί είσαι περίεργος, μου απάντησε. Θέλεις να φύγεις, βιάζεσαι, αλλά αλήθεια, πες μου, πόσο μακριά μπορείς να πας χωρίς να μάθεις τι σόι χάρη είναι αυτή που πρόκειται να σου ζητήσω; Τι σόι χάρη είναι αυτή; Μου έδειξε ένα σπίτι. Ήταν στον αριθμό 747 του ίδιου πάντα δρόμου. Μετά μου έδειξε μια γυναίκα που στεκόταν και μας κοιτούσε από το μπαλκόνι του. Ύστερα μου έβαλε στο χέρι ένα κλειδί και με έσπρωξε μέχρι την εξώπορτα. Μου είπε ότι αυτός θα περιμένει στο αμάξι. Άνοιξε τέρμα το ραδιόφωνο. Είχα σχεδόν ξεχάσει πως υπήρχε η μουσική. Θυμήθηκα πόσο σιχαινόμουνα εκείνο το τραγούδι. Ξεκλείδωσα την πόρτα. Το ίδιο ακριβώς τραγούδι κατέβαινε τη σκάλα από τον πάνω όροφο. Τώρα πια έπρεπε να βρω μια πραγματικά καλή δικαιολογία για όλη αυτήν την καθυστέρηση.

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

οι δύο δάφνες

Όταν βγήκα από το σταθμό ήτανε πια απόγευμα, και μολονότι η (…) βρίσκεται αρκετά πιο βόρεια από τη δική μου πόλη, δεν έλεγε ακόμα να δροσίσει. Θα ήθελα να βρω κάποια σκιά για να κρυφτώ μέχρι να πέσει ο ήλιος, μα είχα, υποτίθεται, μία αποστολή. Έπρεπε να βρω το συντομότερο το σπίτι όπου με είχαν προσκαλέσει. Είχα σημειώσει τη διεύθυνσή του επάνω στην παλάμη μου, αλλά έτσι όπως ίδρωνα συνέχεια, όταν την άνοιξα δεν είδα παρά μόνο μια μουτζούρα. Ευτυχώς με τα νούμερα πάντα τα πήγαινα καλύτερα. Έτσι, αν και είχα ξεχάσει τελείως την οδό, θυμόμουν πως το σπίτι βρισκόταν στον αριθμό 1607. Πόσοι τόσο μεγάλοι δρόμοι να υπήρχαν στη (…); Αργά ή γρήγορα με κάποιον τρόπο θα το έβρισκα. Όμως η άγνωστη φωνή με είχε προειδοποιήσει, έπρεπε να πάω εκεί όσο πιο γρήγορα γινότανε. Η (…) φαινόταν έρημη, όπως και η δική μου πόλη. Ρώτησα δυο παιδιά που βρήκα ξαπλωμένα καταμεσής στην άσφαλτο, όμως δεν μίλαγαν την γλώσσα μου. Συνέχισα να προχωρώ, μα όποιον συναντούσα ήταν παράφρων ή νεκρός, πράγμα που δεν επέτρεπε καμιά επικοινωνία. Ύστερα βρήκα ένα ταξί. Ο οδηγός κοιμόταν επάνω στο τιμόνι του. Τον ξύπνησα. Του είπα ότι ήμουν άφραγκος, αλλά βιαζόμουνα να βρω το 1607 κάποιας οδού που είχα ξεχάσει το όνομά της. Μου είπε ότι μπορεί να με πετάξει ως εκεί, φτάνει να τον απασχολούσα καθοδόν, να του έλεγα μια ιστορία τόσο καλή και αληθινή που να μπορούσε να τον κρατήσει ξύπνιο. Του απάντησα ότι η μόνη ιστορία που ήξερα να πω ήταν αυτή που τώρα αφηγούμαι και πως ακόμα ήταν νωρίς για να γνωρίζω πώς θα εξελισσότανε. Τον απογοήτευσα. Μου έδειξε τον δρόμο προς το βάθος. «Συνέχισε να περπατάς. Το σπίτι που αναζητάς βρίσκεται στο τέλος αυτής της λεωφόρου.» Ήθελα να μάθω πώς ήταν τόσο σίγουρος, αλλά τον πήρε αμέσως ξανά κοντά του ο ύπνος. Ούτε να τον ευχαριστήσω μα ούτε και να τον εκδικηθώ δεν πρόλαβα. Κοίταξα τα νούμερα εκεί όπου βρισκόμουν. Ακόμα ήτανε διψήφια. Μέχρι να φτάσω ως 1607, θα με έπιανε η νύχτα. Το καλοκαίρι, η ζωή θα τέλειωνε. Θα πέθαινε η ιστορία, πριν κάνει καν τα πρώτα της τα βήματα. Θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου. Έψαξα, βρήκα ένα ποδήλατο ξεκλείδωτο. Δεν το έκλεψα. Αν όλα πήγαιναν καλά, θα το γυρνούσα πίσω. Έτσι όπως ήταν όλη η πόλη έρημη, έτσι όπως γέμιζαν τα μάτια μου με αίμα, πίστεψα ότι σε λίγη ώρα θα είχα φτάσει στον προορισμό. Μα ο δρόμος ήταν ανηφορικός και η ζέστη τόσο αφόρητη. Κοίταξα ψηλά, στον ουρανό. Ήταν, νομίζω, προφανές, ο ήλιος ερχόταν καταπάνω μας. Ένας ακόμα λόγος να βιαστώ. Να φτάσω στο σπίτι, στη φωνή όσο γινότανε πιο γρήγορα. Συνέχισα να προχωρώ μέχρι που είδα να με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου και είπα, ας κάνω μια στάση. Διψούσα. Είδα στο πλάι ένα ζαχαροπλαστείο ανοιχτό. Ήταν στον αριθμό 224. Ακόμα ήμουν τόσο μακριά. Διψούσα. Μπήκα μέσα. Ζήτησα να μου δώσουνε νερό. Τους είπα ότι δεν έχω να πληρώσω. Τα γλυκά τους έλιωναν στις βιτρίνες τους και έσταζαν. Το ίδιο και τα δυο κορίτσια πίσω από τον πάγκο που μου κοιτούσαν τρομαγμένα. Έμοιαζαν πολύ κι εγώ διψούσα τόσο. Της ρώτησα αν είναι αδερφές κι αυτές κουνήσαν τα κεφάλια του. Το μόνο που ήθελα ήταν ένα ποτήρι με νερό. Ορκίστηκα, αν μου το έδιναν, πως δεν θα τις πειράξω. Όσο η μια μου το έφερνε, η άλλη κατέβαζε τα στόρια. Τα γλυκά έλιωναν. Τα βούτυρα και τα σιρόπια τους κυλούσανε στο πάτωμα. Αρχίσαμε μαζί τους να κυλιόμαστε κι εμείς. Τη μια την λέγαν Δάφνη. Της άλλης δεν το συγκράτησα το όνομα. Τις φώναζα Δάφνη και τις δυο όσο παλεύαμε εκεί, πάνω στο γλυκερό μωσαϊκό. Κολλούσαμε και προσπαθώντας να σηκωθούμε όρθιοι γλιστρούσαμε και ξαναπέφταμε. Γελούσαμε και κλαίγαμε ταυτόχρονα. Μετά από εννέα μήνες οι δύο Δάφνες θα γεννούσαν δυο παιδιά, που θα αναλάμβαναν να αναστήσουνε την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό μετά από τη συντέλεια. Όμως, αντί για την ιερή αυτή αποστολή, θα περνούσαν όλη την μέρα ξαπλωμένα επάνω στο ανέμελο οδόστρωμα, μέχρι να περάσουν από πάνω τους οι ρόδες κάποιου μισοκοιμισμένου ταξιτζή και να σβηστούνε όλα, οριστικά ετούτη τη φορά, μέσα σε μια πόλη άδεια, σε μια πόλη γεμάτη με νεκρούς και με παράφρονες.

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

ποιος είναι ο σκοπός του χρονοταξιδιού σας;

-Θα ήθελες να μπορούσες να ταξιδέψεις στο χρόνο;
-Φυσικά! Και ποιος δεν θα ήθελε;
-Και που λες να πήγαινες; Στο μέλλον ή στο παρελθόν;
-Στο παρελθόν, βέβαια. Αφού το ξέρεις, δεν μου αρέσει να χαλάω την έκπληξη.
-Ξέρεις τι λένε για τους χρονοταξιδιώτες του παρελθόντος; Ότι οι μισοί από αυτούς πάνε πίσω για να αλλάξουνε τα πράγματα και οι άλλοι μισοί για να τα ξαναζήσουνε.
-Έτσι λένε, ε;
-Εσύ τι από τα δύο θα έκανες;
-Εγώ θα έκανα, κατά κάποιον τρόπο, και τα δυο ταυτόχρονα.
-Τι εννοείς; Αυτό δεν γίνεται.
-Και όμως.
-Μα πώς; Σε ποια χρονιά θα πήγαινες;
-Πότε είπαμε πως έκανες για πρώτη σου φορά έρωτα;
-Τι σημασία έχει;
-Έχει, θα δεις. Απάντησε!
-Στα δεκαοκτώ.
-Πάλι καλά. Τουλάχιστον, δεν θα με κυνηγάει μετά για αποπλάνηση η χρονοαστυνομία. Θα πήγαινα πίσω, που λες, σε εκείνην τη χρονιά, πριν γίνει το μοιραίο, θα σε έβρισκα, θα σου την έπεφτα και θα σε ξεπαρθένευα.
-Και πού το ξέρεις ότι θα σου καθόμουνα;
-Μα το έχεις ήδη κάνει.