Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

πάρε σκυλί!

-Θέλω παιδί!
-Πάρε σκυλί!
-Τι λες; Το ίδιο είναι;
-Όχι, το ζώο τρώει περισσότερο και ζει πιο λίγα χρόνια.
-Δεν ψάχνω κατοικίδιο.
-Α! Υπάρχουν και τα αδέσποτα. Να υιοθετήσεις ένα!
-Θέλω παιδί, σου λέω!
-Γιατί;
-Γιατί ήρθε η ώρα μου.
-Η ώρα δεν έρχεται ποτέ. Η ώρα περνάει μόνο.
-Γιατί θέλω να αφήσω διάδοχο.
-Σε τι να σε διαδεχτεί; Ποιο το βασίλειό σου;
-Γιατί βαρέθηκα τη μοναξιά, τη θλίψη, την ανία.
-Τότε να πάρεις σπάνιελ! Κάνουν καλή παρέα.
-Μα είναι το σπίτι μου μικρό. Δεν έχω καν μπαλκόνι.
-Υπάρχουν και οι γάτες.
-Είσαι μαλάκας και κακός!
-Ίσως, αλλά μου πάει.

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

τα χώματα

-Πως λένε το αγοράκι σας;
-Δεν είναι αγοράκι.
-Α! Να με συγχωρείτε! Ξέρετε...
-Μπα, μάλλον δε σας συγχωρώ. Άλλωστε, δε με νοιάζει.
-Δεν είστε η μητέρα του;
-Όχι! Η μάνα του μας άφησε. Εγώ είμαι ο μπαμπάς του.
-Μα, δε μπορεί! Δε γίνεται...
-Εσάς; Ποιο είναι το δικό σας;
-Αυτό που παίζει με τα χώματα! Με τη σπασμένη μύτη.
-Αλήθεια; Πως το έπαθε;
-Χθες βράδυ πάλι είχαμε κάποια διαφωνία.
-Χμ... Νομίζω πως του πάει.
-Ναι, μου θυμίζει τον πατέρα του.
-Α, ναι; Και που είναι ο καημένος;
-Νομίζω πια δε με αγαπάς.
-Νομίζω δε σε νοιάζει.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

η αγάπη μου σε κανένα δεν έφερε την ευτυχία

Κριτικό σημείωμα για το μυθιστόρημα «Ένας Ήρωας του Καιρού μας» του Μιχαήλ Λέρμοντωφ (Михаи́л Ю́рьевич Ле́рмонтов), όπως το διάβασα από την μετάφραση του Ανδρέα Σαραντόπουλου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος το 1985.

«Μπορεί αύριο να πεθάνω!.. και δε θα μείνει στη γη κανένας που να με κατάλαβε απόλυτα. Άλλοι θα με θεωρούν χειρότερο, άλλοι καλύτερο απ’ ότι είμαι στην πραγματικότητα… Άλλοι θα πουν: ήταν ένα γενναίο παιδί, άλλοι – ήταν ένα παλιοτόμαρο. Και η μια και η άλλη άποψη θα είναι ψεύτικη. Ύστερα απ’ αυτά αξίζει τάχα τον κόπο να ζει κανείς; κι όμως συνεχίζει να ζει – από περιέργεια: καρτερεί κάτι καινούριο… Γελοίο και δυσάρεστο!» Το «Ένας Ήρωας του Καιρού μας» αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας. Το μυστήριο έως και μυστικιστικό αυτό βιβλίο (ο μυστικισμός πάει αναπόφευκτα πακέτο με τον ρώσικο προεπαναστατικό πολιτισμό) συγκεντρώνει όλου του λογοτεχνικού κόσμου της παραξενιές, σε σημείο που ακόμα και σήμερα να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο γρίφο, ακόμα και για τον πιο έμπειρο και υποψιασμένο αναγνώστη.
Από άποψη είδους, είναι και δεν είναι μυθιστόρημα. Και αυτό επειδή τα επιμέρους κεφάλαιά του («Μπέλα», «Μαξίμ Μαξίμιτς», «Ταμάν», «Πριγκίπισσα Μαίρη» και «ο Μοιρολάτρης») όχι μόνο θα μπορούσαν να σταθούν ως αυτοδύναμα αφηγήματα αλλά μάλιστα τα τρία από αυτά αρχικά ως τέτοια κυκλοφόρησαν.
Από άποψη ύφους, μολονότι αρχικά φαίνεται να είναι βαθιά ποτισμένο από το ακατανίκητο πνεύμα του ρομαντισμού του 19ου αιώνα, στη συνέχεια φλερτάρει με τέτοιο ανορθόδοξο τρόπο με τον ψυχρό (σε βαθμό κακουργήματος) ρεαλισμό, που είναι σα να ανοίγει το δρόμο προς το μοντερνισμό και την πρωτοπορία, σε μια εποχή όπου η ρώσικη πεζογραφία μόλις που είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα της βήματα (Ο Αλέξανδρος Πούσκιν, γενάρχης της ρωσικής πεζογραφίας και μέντορας του Λέρμοντωφ είχε κάνει τη δική του ηρωική έξοδο από το μάταιο ετούτο κόσμο μόλις δυο χρόνια πριν).
Από άποψη πλοκής, ενώ αρχίζει με μια αλληλουχία από εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, όπου ο αφηγητής και ήρωας μπερδεύονται (για παράδειγμα ο αφηγητής της «Μπέλα», Μαξίμ Μαξίμιτς είναι και ένας από τους ήρωες του ομώνυμου κεφαλαίου), στη συνέχεια καταλήγουμε να παρακολουθούμε τη διήγηση μέσα από τις σημειώσεις (που μέσω του πιο κοινού συγγραφικού τεχνάσματος βρίσκονται ξαφνικά στα χέρια του κυρίως αφηγητή) του προφανέστατου alter ego του συγγραφέα, του διαβόητου Πετσόριν, των οποίων η αυτοψυχαναλυτική διάσταση δεν αργεί να το καταστήσει ημερολόγιο του ίδιου του Λέρμοντοφ.
Από άποψη σκοπού, τον οποίο ο συγγραφέας υπηρετεί επιλέγοντας να γράψει ένα τέτοιο προκλητικά πολυσήμαντο έργο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συγγραφέας υποδύεται έναν ρόλο μάλλον προδρομικό, αφού ως ντοστογιεφσκυκότερος του Ντοστογιέφκυ κατορθώνει να φτιάξει μια μήτρα «ψυχολογικού μυθιστορήματος», ανοίγοντας με τον ταπεινό του αυτόν τρόπο το δρόμο για τα ψυχοαριστουργήματα του μεγαλύτερου συγγραφέα όλων των εποχών.
Από άποψη ιδεολογίας, εκεί βρίσκεται και το παραδοξότερο του όλου πράγματος. Ο «ήρωας» μας είναι ανήθικος! Δηλαδή είναι πολύ πραγματικός και ανθρώπινος. Τόσο πολύ που οι λέξεις στο «ημερολόγιό του» να μοιάζουν με τις απόκρυφες σκέψεις ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτό το τόλμημα προκάλεσε τόση σφοδρή αντίδραση στην καθυστερημένη πνευματικά και υπερσυντηρητική τσαρική Ρωσία της εποχή του, που ανάγκασε τον Λέρμοντωφ να γράψει σχετικά: «Θα πείτε τι κέρδισε η ηθική από αυτό; Να με συγχωρείτε. Αρκετά τάισαν τον κόσμο με γλυκίσματα και του χαλάσανε το στομάχι. Χρειάζονται πικρά φάρμακα. Διαβρωτικές αλήθειες. Μα μη νομίζετε, ωστόσο, ύστερα από αυτό πως ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου είχε κάποτε το περήφανο όνειρο να γίνει διορθωτής των ανθρώπινων ελαττωμάτων. Ο θεός να τον γλυτώσει από μια τέτοια χοντροκοπιά! Απλώς του έκανε κέφι να περιγράψει το σύγχρονο άνθρωπο, τέτοιον που τον καταλαβαίνει και, για δυστυχία δική του και δική σας, που τον έχει συναντήσει πάρα πολύ συχνά.» (από τον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης) 
Στα κύκλο των λογοτεχνικών παράδοξων του μυθιστορήματος αυτού έρχεται τέλος να προστεθεί και ένα ακόμα, ιστορικό αυτή τη φορά, αφού στο τελευταίο κεφάλαιό του «Ήρωα» παρακολουθούμε τους πρωταγωνιστές του να παίζουν ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι για μεγάλα παιδιά, το οποίο θα καθιερωθεί μετέπειτα -και λόγω του Λέρμοντωφ- ως «ρωσική ρουλέτα» - αφού βεβαίως προηγηθεί η εφεύρεση του περιστρόφου (revolver) από τους κυρίους Smith και Wesson, που όσο να είναι μια ματιά στη ρωσική λογοτεχνία της εποχής τους, δε μπορεί, θα την είχαν ρίξει.
Ας κάνουμε μια απόπειρα να συνοψίσουμε την υπόθεση αυτού του μυθιστορήματος: Ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στον Καύκασο συναντά κάποιον λοχαγό Μαξίμιτς, ο οποίος και του μεταφέρει, με τρόπο ιδιαίτερα γλαφυρό, μια γενναία ερωτική ιστορία με άδοξο, ωστόσο, τέλος (κάποιος ρώσος αξιωματικός ερωτεύεται μια Τσερκεζοπούλα, κλέβονται, αλλά δεν προλαβαίνουν να ζήσουν τον έρωτα τους γιατί αυτή πεθαίνει). Στη συνέχεια ο συγγραφέας και ο Μαξίμιτς συναντούν τυχαία κάπου εκεί, στα βάθη της ρωσικής ανατολής, τον περί ου ο λόγος άτακτο αξιωματικό και τα λένε. Ο Πετσόριν (το όνομα του παλικαριού που λέγαμε) θα εξαφανιστεί περίπου όπως εμφανίστηκε, αφήνοντας όμως στα χέρια του συγγραφέα μας το ημερολόγιό του. Διαβάζοντάς το μαθαίνουμε πως τα κατορθώματα του «ήρωα του καιρού μας» δεν είναι και τόσο ηρωικά τελικά, αφού σε αυτά συμπεριλαμβάνονται –μεταξύ άλλων- η ερωτική εξαπάτηση δυο γυναικών (ταυτόχρονα) και ο δια της προσχεδιασμένης μονομαχίας φόνος κάποιου φίλου του. Στο μεταξύ, παρακολουθούμε τις απόψεις του για τις γυναίκες, τον έρωτα, τη φιλία, τη φύση και την περιπέτεια, αλλά και την απεγνωσμένη άγνοια του για τα μυστήρια της ζωής. Πιο ανθρώπινος πεθαίνεις, δηλαδή. Στο τέλος σκοτώνεται -πως αλλιώς;- σε κάποια μονομαχία, όπως και ο ίδιος ο Λέρμοντωφ μόλις ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση του βιβλίου και όπως και ο Πούσκιν λίγο νωρίτερα φυσικά. Κανονική επιδημία.
Πάμε πίσω στο ρομαντισμό τώρα. Ο νεαρός Λέρμοντωφ έδωσε τα διαπιστευτήρια του στη ρωσική λογοτεχνία σε ηλικία 23 ετών με το επικήδειό του ποίημα «Ο θάνατος του ποιητή», το οποίο συνέθεσε το 1837 προ τιμήν του πνευματικού του πατέρα, του Πούσκιν. Αν και αξιωματικός του τσαρικού ιππικού (αν είσαι ρομαντικός, που θα πας να καταταγείς, στο πυροβολικό;), τόσο στο ποίημα του αυτό όσο και στα άλλα έργα του, δεν παραλείπει να ασκεί κριτική στους θεσμούς και στην κοινωνικές συμβάσεις, πράγμα που τον οδηγεί από τη μια δυσμενή μετάθεση στην άλλη, μέχρι να πάρει το φύλλο πορείας που τόσο προφανώς αναζητούσε από το πεδίο της τιμής για τον άλλο κόσμο, το 1841, κάπου στο δρόμο για τον «αγαπημένο» του Καύκασο. Όλα αυτά σε μια εποχή που το σύνολο ίσως των ανήσυχων και μορφωμένων νέων της Ευρώπης δυναστεύονταν ακόμα από το φάντασμα του Μπάιρον κι ο θάνατος από φυσιολογικά αίτια στο κρεβατάκι του σπιτιού σου θεωρούταν σχεδόν ντροπή. Κάπως έτσι, με τέτοιες ρομαντικές αποσκευές, ο συγγραφέας μας «έστειλε» τον ήρωά του στον Καύκασο, αλλά ο Καύκασος μάλλον είχε άλλα σχέδια.
Ο Καύκασος υπήρξε πεδίο πολεμικών συγκρούσεων και διαφυλετικών αναστατώσεων πολύ πριν ανακαλυφθούν τα ενεργειακά κοιτάσματα στα σπλάχνα του. Ο Πετσόριν, ο Μαξίμιτς, ο Βούλιτς και τα άλλα παιδιά που εμφανίζονται σε αυτό το μυθιστόρημα, έχουν βρεθεί εκεί για να κάνουν αυτό ακριβώς που κάνει ακόμα και σήμερα ο Όμορφος/Κόκκινος Στρατός (οι Ρώσοι χρησιμοποιούν την ίδια λέξη –красный- για τα επίθετα κόκκινος και όμορφος), για να συμμαζέψουν, δηλαδή, τις ατίθασες φυλές της αχανούς Μητέρας Ρωσίας. Πέρα όμως από καπάκι της κολάσεως, που κάποιος ξέχασε να κλείσει, η περιοχή δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί και έναν επίγειο παράδεισο, με την άγρια φυσική ομορφιά των ανυπότακτων τοπίων της και το μεθυστικό χαρμάνι πολιτισμών που τόσο χαρακτηριστικά εντυπώνεται στα πρόσωπα των γυναικών της. Με λίγα λόγια, καλός χρυσός ο ρομαντισμός, αλλά μπροστά στην κραυγαλέα πραγματικότητα κάθε κομψευόμενη λογοτεχνική διπλωματία περιττεύει. Άλλωστε, και ο Μπάιρον, όταν έφτασε στο Μεσολόγγι, του έφυγε, όσο να είναι, η μαγκιά. Δε θα του έφευγε του Λέρμοντωφ στο Γκρόζνι;
Έτσι ο φίλος μας ο Μιχαήλ, μπορεί να μην πρόλαβε να αλλάξει τις προσωπικές απόψεις του και να ξεκολλήσει εγκαίρως τα υπαρξιακά του απωθημένα από το τρίπτυχο περιπετειώδης ζωή-ασυμβίβαστες ιδέες-ένδοξος θάνατος, αλλά ως προς τη γραφή του τελικά δε μπόρεσε να αντισταθεί και της προσέδωσε μια ρεαλιστική πνοή, που όχι μόνο δεν παγιδεύεται από τον πειρασμό του νατουραλιστικής αναπαραγωγής της περιβάλλουσας και αν μη τι άλλο γοητευτικής πραγματικότητας, αλλά προχωράει και ακόμα παραπέρα, αναζητώντας τις άλλες αλήθειες που κρύβονται πίσω από την επίσημη και προφανή αλήθεια. Και βέβαια, ως γνήσιος μα υπερβολικά πρώιμος ροκ σταρ, πιστός στο δόγμα του «ζήσε γρήγορα – πέθανε νέος», έκανε την υπέρβασή του στην λογοτεχνία, δίνοντας ένα έργο τόσο μεγαλειώδες, «τρέχοντας» την εποχή του και ίσως την ίδια την Ιστορία και σίγουρα την ιστορία του, και έφυγε, κατά τον δαίμονα εαυτού, όσο ακόμα ήταν νωρίς, για να μη δει τους καρπούς των πνευματικών του κόπων να ωριμάζουν και να σαπίζουν μέσα στο κεφάλι του.
Έφυγε, αλλά μας άφησε πίσω του αυτόν τον βρωμιάρη τον Πετσόριν, αφού φρόντισε να του αποδώσει τον τίτλο του ήρωα, με τέτοιο τρόπο, που να μας προκαταβάλλει από το εξώφυλλο ακόμα του μυθιστορήματος. Ποιος όμως είναι ο Πετσόριν; Είναι κάτι περισσότερο από ενσάρκωση του έκπτωτου αρχαγγέλου Σαταναήλ; Μήπως αυτά που σκέφτεται και λέει είναι κάτι βαθύτερο από μια φωνή βοώντος εν τη στέπα; Και πόσο ήρωας είναι, άραγε, τελικά αυτός ο ήρωας;
Συγνώμη, αλλά εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση επί προσωπικού: Πριν από πολλά χρόνια μια φίλη που σπούδαζε στην Αγγλία και έκανε μια εργασία πάνω στη ρώσικη λογοτεχνία, μου έστειλε ένα γράμμα, όπου μου έγραφε πως διάβασε ένα βιβλίο του οποίου ο ήρωας της θύμιζε πάρα πολύ εμένα. Εγώ έσπευσα φυσικά να το βρω και να το διαβάσω, αλλά στην πρώτη ανάγνωση, απογοητεύτηκα οικτρά, κυρίως για τη γνώμη της φίλης μου για μένα. Στη συνέχεια όμως, όταν περίπου έντρομος συνειδητοποίησα πως διαβάζοντας τον «ήρωα του καιρού μας» ήταν σα να ξανακοιτούσα τις μυστικές σελίδες κάποιου ξεχασμένου ημερολογίου μου, που κάποιος είχε κατορθώσει, με έναν τρόπο ακατανόητο, να μου τις υποκλέψει και να εκθέσει έτσι ανεπανόρθωτα αυτές μαζί με μένα, άρχισα και να καταλαβαίνω δυο-τρία πράγματα περισσότερα για τη συγγραφή και τη λογοτεχνία. Προφανώς και ευτυχώς ο Πετσόριν δεν είναι εγώ, δηλαδή δεν είναι μόνο εγώ. Είναι όλοι μας. Είναι ο άνθρωπος της νέας εποχής, του καιρού μας, έτσι όπως με τρόπο σχεδόν σαδιστικό και απροκάλυπτο επέλεξε ο Λέρμοντωφ να μας τον προφητεύσει. Δεν είναι ο ανήθικος που οι κριτικοί της τσαρικής Ρωσίας θέλησαν να ξαποστείλουνε στο πυρ το εξώτερο. Είναι ο άνδρας ο πέρα από την ηθική –και όχι αυτός της νέας ηθικής- αλλά και ο πέρα από αυτοσκοπούς και στρατηγικές επιδιώξεις. Ο άνθρωπος που «περνάει αδιάφορα από αμφιβολία σε αμφιβολία, όπως έπεφταν οι πρόγονοί του από τη μια πλάνη στην άλλη», όπως αποφαίνεται ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου, ενώ ανακοινώνει τα αποτελέσματα της πρώτης ιστορικά παρτίδας (κάτι σαν) ρώσικης ρουλέτας. Όχι ο ασυνείδητος που σκέφτεται μονάχα φωναχτά και για αυτό παρεξηγείται καμιά φορά από τους άλλους και απομονώνεται, αλλά ο υποσυνείδητος που, όντας ήδη ψυχικά αποσυνάγωγος, πράττει όσα έχει να πράξει φωναχτά και παρασύρει με τις πράξεις του τους πάντες στη κοχλάζουσα κόλαση των ταπεινών ενστίκτων του. Και αυτό, όχι αντλώντας δύναμη από την απελευθερωμένη από τα στερεότυπα δεσμά της άγρια φύση του, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε αχαλίνωτος ντεσαντικός ήρωας, αλλά σε βάρος της ίδιας του της συνείδησης –αφού υποφέρει προφανώς- και οπωσδήποτε των αρχών του (ο Γκαίτε δε θα τον έβαζε απλούστατα να κραυγάζει, «δεν έχω αρχές, αλλά έχω τέλος/χαρακτήρα»;). Για αυτό και έχω καταλήξει από τότε στο εξής συμπέρασμα: οι συγγραφείς χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, σε αυτούς που γράφουν καλά, σε αυτούς που γράφουν ξεχωριστά και σε αυτούς που γράφουν αυτά που δε μπορούν ή δε γουστάρουν έστω να γράψουν οι υπόλοιποι. Και έναν τέτοιο ήρωα, σαν και αυτόν του Λέρμοντωφ, τουλάχιστον πριν από τον Λέρμοντωφ, κανείς δε θα τολμούσε να τον κατασκευάσει.
Λίγος Πετσόριν προς υποστήριξη των παραπάνω: «Φέρνω στη μνήμη μου όλο το παρελθόν μου και αναρωτιέμαι άθελά μου: για ποιον λόγο έζησα, για ποιο σκοπό γεννήθηκα; Μα σίγουρα αυτός ο σκοπός υπήρχε, και, σίγουρα ο προορισμός μου ήταν υψηλός, γιατί νιώθω μέσα στην ψυχή μου τεράστιες δυνάμεις… Μα δεν είχα μαντέψει αυτό τον προορισμό, παρασύρθηκα από τα θέλγητρα που έχουν τα μάταια και αχάριστα πάθη. Από το καμίνι τους βγήκα ψυχρός και σκληρός σαν το σίδερο, μα έχασα για πάντα τη φλόγα των ευγενικών προσπαθειών – το καλύτερο άνθος της ζωής. Κι από τότε πόσες φορές δεν έχω παίξει το ρόλο του τσεκουριού στα χέρια της μοίρας! Σα φονικό εργαλείο έπεφτα στο κεφάλι των καταδικασμένων θυμάτων συχνά χωρίς κακία, πάντα χωρίς συμπάθεια… Η αγάπη μου σε κανένα δεν έφερε την ευτυχία, γιατί δε θυσίαζα τίποτα για εκείνους που αγαπούσα: αγαπούσα για δικό μου λογαριασμό, για δική μου ευχαρίστηση. Δεν ικανοποιούσα παρά μια παράξενη ανάγκη της καρδιάς μου καταβροχθίζοντας λαίμαργα τα αισθήματά τους, την τρυφερότητά τους, τις χαρές και τα βάσανά τους – και ποτέ δε μπορούσα να χορτάσω. Έτσι ένας πεινασμένος κοιμάται εξαντλημένος και βλέπει μπροστά του πλούσια φαγητά και κρασιά που ν’ αφρίζουν. Κατατρώει μέσα στην έκστασή του τα’ αόριστα δώρα της φαντασίας, και νιώθει πιο ελαφρά. Μα έτσι και ξυπνήσει – το όνειρο χάνεται… μένει μόνο ο διπλός καημός: η πείνα και η απελπισία!»
Είναι ο Πετσόριν ο σύγχρονος πολιτισμός; Ο Θουκυδίδης ή ο Μαρξ θα εντόπιζαν μεθοδικά στο «φόβο του αιφνίδιου θανάτου» τη γενεσιουργό αιτία του πολιτισμού. Ο Λέρμοντωφ απλώς αναρωτιέται, «η αναμονή ενός βίαιου θανάτου δεν είναι τάχα μια πραγματική αρρώστια;». Τι θέλει να μας πει, δηλαδή, εδώ ο ποιητής; Μήπως πως είναι αρρώστια ο ίδιος ο πολιτισμός; Και η θεραπεία του ποια είναι; Τα άγρια άλογα και οι στέπες του Καυκάσου; Ο ίδιος, απαντώντας στη δριμεία κριτική των συγχρόνων του, θα πει: «Είναι αρκετό που επισημάνθηκε η νόσος, και όσο για τη θεραπεία της – αυτό μόνο ο Θεός το γνωρίζει!». Και αμέσως μετά θα σπεύσει να πάει να Τον βρει, για να Τον πιάσει από το γιακά και να Τον ρωτήσει αυτοπροσώπως.

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Ειδύλλιον

Κόρη λευκή και τροφαντή, κόρη μητέρα φύση,
Πως ήρθες στο βαγόνι μου; Ποιος άγγελος σε στέλνει;
Ποια Αμάλθεια σου έδωσε τέτοιους μαστούς σαν βρύση;
Που δίνουν στη ζωή πνοή και ύμνους απαγγέλνει.

Πως έγινε και έχασε το ένδοξο Πιεμόντε
Τέτοια ζωοδότρα ομορφιά, τέτοιο τρανό φουστάνι;
Και πάει στης Μαρσίλιας κάποιον μαρκήσιο ή κόντε,
Να του αναθρέψει τα παιδιά και άντρες να τα κάνει.

Της Λιγουρίας οι καημοί που με έδιωξαν στα ξένα,
Φτωχό, επαίτη, νηστικό, ξωμάχο ορφανεμένο,
Λες και με λυπηθήκανε και πέμψανε εσένα,
Να μου γιατρέψεις τις πληγές μέσα σ’ αυτό το τρένο.

Γυναίκα, άσε με να πιω το γάλα απ’ τις θηλές σου!
Δώσ’ μου ζωή και δύναμη να αντέξω το ταξίδι!
Κι άσε να σου λυτρώσω εγώ τις άγριες ορμές σου,
Πριν γίνει πέτρα το ψωμί και το κρασί σου ξύδι.

Μέσα στου Μάη τη γιορτή, στης άνοιξης τη δόξα,
Γονατιστός παρακαλώ, θεά, να με ελεήσεις.
Κι αν με ρωτήσουν οι ελεγκτές, «τι είναι αυτή η λόξα;»,
Θα απαντήσω γελαστός, «το κάλεσμα της φύσης!»

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Ηδύλειο

Γένοβα, Βαρέζε, Σαβόνα, Σαν Ρέμο. Βράχια αρπακτικά και κύματα ασπόνδυλα. «Οι επιβάτες από Αρετζάνο, τα εισιτήριά σας παρακαλώ.» Η Σκύλα και η Χάρυβδη. Η Γέφυρα και η Σήραγγα. «Οι επιβάτες με προορισμό την Αλμπένκα να ετοιμάζονται.» Νενίκηκά σε γεωγραφία!
Τελευταία αμαξοστοιχία από Γένοβα για Μασσαλία. Τελευταία λέξη του πολιτισμού. Τελευταία μέρα του κόσμου. Τελευταίο σπάραγμα. Τελευταίο βαγόνι. Δυο επιβάτες. Δυο άγνωστοι. Δύο απωθημένα ταξιδεύουν αντικριστά. Χωρίς να μιλούν. Χωρίς να γνωρίζονται. Χωρίς να ξέρουν.
Αυτή. Πριγκίπισσα του Πιεμόντε κάποτε.
Αυτός. Ιππότης ποτέ ξανά της Λιγουρίας.
Αυτή. Χαζεύει το τοπίο.
Αυτός. Κοιτάζει τα βυζιά της.
Πίσω. Ο ήλιος. Η γη. Τα χωράφια. Οι μέρες που δεν τελειώνουνε ποτέ. Οι νύχτες που δε λένε ακόμα να αρχίσουν. Η ζωή. Η μοίρα. Η δουλειά. Η φτώχια. Ο Θεός.
Μπροστά. Η Γαλλία!
Τριαντάφυλλα. Πορτοκαλιές και λεμονιές. Μέθη των αρωμάτων. Ένας Μάιος ανηλεής τρυπώνει μέσα στο βαγόνι τους. Κάθε σταθμός και μια δοκιμασία. Ο ήλιος πυρπολεί το σιδερένιο ερπετό. Το πρωινό λυγίζει τις αισθήσεις. «Μην κύπτετε έξω!» Αντέξτε! Υπομείνατε! Αντισταθείτε!
Το τρένο που εισβάλει μες στην άνοιξη. Το τρένο που τη φύση διακορεύει. Αργά. Σαδιστικά. Επίμονα. Τάγγια και Ιμπέρια. Μαρίνα ντι Αντόρα.
Στα γόνατά τους οι αποσκευές.
Αυτή. Δυο δέματα κι ένα καλάθι κολατσιό.
Αυτός. Τα σύνεργά του και άλλη μία αλλαξιά.
Αυτή. Είκοσι πέντε ίσως.
Αυτός. Περίπου είκοσι.
Στο τρένο καμιά αξία δεν έχουν όλα αυτά. Στο τρένο όλοι του φαίνονται ίδιοι. Φτάνει να έχουν εισιτήριο. Φτάνει τους ελεγκτές να σέβονται. Φτάνει ο προορισμός του καθενός να υπάρχει στο δρομολόγιό του. Νόμος και όχι Ευαγγέλιο. Όχι, το τρένο δεν είναι ο Θεός. Είναι η Δημοκρατία!
Κι ενώ η φύση αφυπνίζεται αυτοί αποκοιμιούνται. Γλιστρούν μέσα στον ρυθμικό τον ύπνο τους. Όλα μες στο βαγόνι τους γλιστρούν. Το κολατσιό πάνω στα γόνατά της. Στο μέτωπο ο ιδρώτας του. Η νιότη. Η άνοιξη. Η ζωή. Όλα τριγύρω τους γλιστρούν. Οι Άλπεις. Η Μεσόγειος. Μόνο το τρένο μένει σταθερό. Μόνο αυτό αντέχει.
Κι ύστερα ανοίγουνε τα μάτια τους ξανά. Αυτήν την ξυπνάει η πείνα της. Αυτόν η όρεξή της. Αυγά, ψωμί, κορόμηλα. Αλέθουνε τα δόντια της. Το βλέμμα του λιγώνουν. Μετράει τις μπουκιές της. Στα χείλη της τα ποτισμένα με κρασί λιώνουν οι αντοχές του. Η αξιοπρέπεια του μετριέται στα ψίχουλα που πέφτουνε στο μπούστο της.
Το μπούστο της σπαρμένο ψίχουλα. Τα ψίχουλα τα ελάχιστα και τα θεόρατα βυζιά της. Η όρασή του δοκιμάζεται σκληρά, ενώ αυτή αγκομαχά και ξεφυσά. Κάτι την βασανίζει. Λύνεται, ξεκουμπώνεται. Άσπρο, λινό εσώρουχο. Άσπρο, δεμένο κρέας. Λες και πλημμύρισε βυζί ολόκληρο βαγόνι.
Ήρθε η ώρα να μιλήσουνε.
Για τον καιρό.
Για τα χωριά τους.
Για το ταξίδι.
Για τους κοινούς γνωστούς.
Για τους ίδιους.
Τα λόγια τους τραγούδι γλυκό, μελωδικό με στίχους κοινότυπους, χαζούς. Λόγια απλών ανθρώπων. 
Αυτή. Παντρεμένη.
Αυτός. Γύρευε δουλειά.
Αυτή. Δύο παιδιά.
Αυτός. Γύρευε δουλειά.
Αυτή. Παραμάνα σε μια κυρία του κόσμου του καλού στη Μασσαλία.
Αυτός. Του είπαν ότι στη Μασσαλία υπάρχουνε δουλειές.
Και ξαφνικά πάλι σιωπή. Έχει μεσημεριάσει. Η ζέστη γίνεται αφόρητη. Η σκόνη χρυσαφιά ομίχλη. Η κραυγαλέα άνοιξη φέρνει μες στο βαγόνι τους τα πάθη όλης της φύσης. Τριαντάφυλλα. Πορτοκαλιές και λεμονιές. Μέθη των αρωμάτων. Οι ταξιδιώτες καταφεύγουνε ξανά στον ρυθμικό υπνάκο τους. Το τραίνο συνεχίζει.
Ξυπνούν ξανά απότομα. Κλάμα, καημός και οδυρμός. Ποιος είναι ετούτος ο σταθμός; Που έχουν σταματήσει; Πλάι στις ράγες ένα μωρό στην αγκαλιά της μάνας του. Χτυπιέται και ουρλιάζει. Αυτή κοιτάζει το μωρό και ύστερα μηχανικά χαϊδεύει το πρησμένο στήθος της. Αυτός καταλαβαίνει.
«Ζαλίζομαι. Λιποθυμώ.»
«Τι θέλετε να κάνω;»
«Όποια έχει γάλα όπως εγώ, πρέπει να δίνει το βυζί δυο-τρεις φορές τη μέρα.»
«Πως θα μπορούσα, άραγε;»
«Φτάνει να το πιέσω. Βρύση, σας λέω, γίνεται. Κανείς δεν το πιστεύει.»
«Μήπως εάν δοκίμαζα…»
«Το έχει να λέει η γειτονιά. Και όλο το Καζάλε.»
«Κυρία, ξέρετε, εγώ…»
«Αχ και να είχα το μωράκι αυτό! Θα το έπνιγα στο γάλα!»
Ιδροκοπά, τεντώνεται. Βογκάει κι αναστενάζει. Ανοίγει ακόμα ένα κουμπί. Μια ρώγα ξεπροβάλει. Παραληρεί, παρακαλά, την τύχη καταριέται. Να ανασάνει δε μπορεί. Ανοίγει ακόμα δυο κουμπιά. Το ρούχο καταρρέει. Και τότε άξαφνα σιωπή. Κοιτάζονται μονάχα. Δυο λέξεις τους χωρίζουνε. Δυο μόνο ερωτήσεις.
Αυτός. «Μπορώ;»
Αυτή. «Θέλεις;»
Αυτός πέφτει στα γόνατα. Αυτή τον αγκαλιάζει. Από τη μέση την κρατά και το βυζί δαγκώνει. Βυζαίνει, πίνει λαίμαργα και την ανακουφίζει. Χαϊδεύει το κεφάλι του και του χαμογελάει. Ο ήλιος μες στη θάλασσα βουτά. Η νύχτα τους σκεπάζει. Το τραίνο δίνει το ρυθμό και η φύση τους κανόνες.
«Αρκεί, παιδί μου! Ευχαριστώ! Μπήκε η ψυχή στο σώμα.»
«Εγώ, κυρία, ευχαριστώ! Ήμουν δυο μέρες νηστικός. Όχι, δεν άντεχα άλλο.»

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

η τελευταία επιθυμία

Ο κόσμος του κόσμου. Ο κόσμους του τέλους. Το τέλος του κόσμου. Το τέλος του τέλους. Ο κόσμος του τέλους του κόσμου. Το τέλος του κόσμου του τέλους.
«Σταμάτα, σε παρακαλώ!»
Σταματώ. Στέκομαι. Σωπαίνω. Σωπαίνω διαμαρτυρόμενος. Σιωπώ για να ακουστώ καλύτερα. Ακούγομαι τώρα; Ε; Ακούγομαι;
«Τι θέλεις, επιτέλους; Τι ζητάς;»

-Και πως σκοπεύεις να την περάσεις τη συντέλεια, λοιπόν;
Γύρισα και την κοίταξα. Το ερωτηματικό κρεμόταν ακόμα από την άκρη των χειλιών της. Ήθελα να το αρπάξω με τη γλώσσα μου και να της το απαντήσω.
-Δεν έχω κάνει σχέδια. Γιατί ρωτάς; Θέλεις κάτι να μου προτείνεις;
Μου χαμογέλασε. Έσκυψε πάνω από το ποτήρι της. Έριξε στο πρόσωπό της τα μαλλιά της. Το ένα μάτι χάθηκε. Το άλλο, όταν με κοίταξε ξανά, έλεγε «σήκω, πάμε!».
-Χορεύουμε;
-Δε χορεύω, αλλά μπορώ να κάνω μια εξαίρεση.
-Για μένα ή για το τέλος;
-Χορεύουμε;
-Μου το ζητάς ή απλώς αναρωτιέσαι;
-Με σένα ως το τέλος.

Ήταν η τέταρτη φορά που βγαίναμε. Τις τρεις προηγούμενες την είχα γυρίσει στο σπίτι της με το αμάξι. Την πρώτη την καληνύχτισα πριν βγει. Τη δεύτερη την ώρα που έψαχνε μπροστά στην πόρτα τα κλειδιά της. Την τρίτη ίσως και να είχα φτάσει μέχρι τα σκαλιά. «Μη με τρομάξεις», μου είχε πει. Την τρόμαξα. Δεν το ήθελα. Σειρά της ίσως τώρα.
-Θέλεις να αφήσεις το αυτοκίνητο; Θέλεις να ανέβεις πάνω;
-Θέλεις να δούμε παρέα τη συντέλεια; Θες να μας βρει μαζί, αγκαλιασμένους;
Όχι, δεν έψαχνα να βρω τρόπο την προφητεία να ξορκίσω. Όχι, δε με ένοιαζε την τελευταία τη στιγμή να ψάξω καταφύγιο. Το τέλος είχε ήδη πια συμβεί. Κι ήμουν εγώ ο μόνος επιζήσας. Κι ήταν εκείνη η επιθυμία μου. Κι ήμασταν κάτι, λέει, σαν τους πρωτόπλαστους. Από τη λάσπη του πολιτισμού κι από την ίδια τη σάρκα μας πλασμένοι. Και ψάχναμε για ένα καινούριο προπατορικό αμάρτημα. Κάτι που τον παράδεισό μας να κατέλυε. Κάτι που να μας έκανε ξανά να πάρουμε τους δρόμους.

Το φως του δρόμου.
Το μισάνοιχτο παράθυρο.
Το φλογισμένο σου σεντόνι.
Το σώμα σου αντανάκλαση στου ονείρου τη σκιά μου.
Το σώμα σου σκιά του δρόμου στο δωμάτιο.
Το σώμα σου πλάι στο δικό μου σώμα.
Το υγρό σου πυρ να πυρπολεί τις σκέψεις μου.
Το πέρασμα ανάμεσα στα δυο κορμιά μας.
Το μονοπάτι που πάει προς τον παράδεισο.
Το φως στο τέλος του μονοπατιού.
Το τελευταίο σου φιλί.
Το τέλος αυτού του δρόμου και του κόσμου.

-Υπάρχει, λες, κάτι μετά;
-Υπάρχω εγώ. Σου φτάνει;
-Πως είσαι τόσο σίγουρος;
-Είναι που έχω ξανάρθει.
-Εδώ; Στο τέλος; Και τι έγινε; Πως σε άφησαν να φύγεις;
-Ίσως να τους ξεγέλασα. Ίσως με λυπηθήκαν.
-Και ήσουν και τότε μόνος σου;
-Γιατί; Είμαι και τώρα;
-Όχι. Για να ρωτώ, είμαι κι εγώ. Ρωτώ γιατί υπάρχω.
-Θα υπάρχεις, λες, και ύστερα;
-Το τώρα δε σου φτάνει;
-Τώρα είναι το ύστερα. Μετά θα είναι το πάντα.

Όταν ξύπνησα, μόλις που είχε ξημερώσει. Η νέα μέρα ανέτειλε κι ο ήλιος έστελνε μια χαραμάδα φως πάνω στην άγρυπνη ακόμα επιδερμίδα της. Ένας νέος συντελεσμένος κόσμος μας περίμενε. Εκείνη, μέσα στο όνειρο ακόμα, χαμογελούσε κι από την άκρη των χειλιών της κρέμονταν τρεις τελείες. Έσκυψα και τη φίλησα. Η οσμή του τέλους πλανιόταν μέσα στο δωμάτιο. Η γεύση του είχε για πάντα το μαξιλάρι της ποτίσει. «Μη με ξυπνάς ακόμα», μου μουρμούρισε. Γύρισα. Την αγκάλιασα. Το πρόσωπό μου βούτηξε στο δάσος των μαλλιών της. Η ύπαρξή μου χάθηκε στου ονείρου της τη δίνη. «Τι έγινε; Δεν τελείωσε; Υπάρχουμε ακόμα;» Υπάρχουμε. Νικήσαμε. Κι ο κόσμος συνεχίζει. Αλλά αν δε θέλεις να το δεις, υπάρχει ακόμα χρόνος. Τα μάτια τότε άνοιξε. Με κοίταξε. Με είδε. «Τι θες να πεις; Από εμάς τους δύο εξαρτάται τελικά; Εμείς αποφασίζουμε;» Δεν πρόλαβα να δώσω την απάντηση. Αυτός ο νέος κόσμος ήταν δικό μας δημιούργημα. Όπως τον φτιάξαμε εμείς, εμείς θα τον τελειώναμε. Ακόμα κι οι συντέλειες καμιά φορά ζητούν μια δεύτερη ευκαιρία.

Την τελευταία επιθυμία. Τέλος χωρίς τελευταία επιθυμία γίνεται; Δε γίνεται. Έχουμε και δικαιώματα εμείς του τέλους, ξέρετε.
«Καλά, καλά… Λέγε! Τι θέλεις;»
Θέλω ένα τέλος που να μοιάζει με αρχή. Θέλω να είναι όμορφο. Θέλω να το θυμάμαι. Θέλω εκείνην.
«Τέλος!»