Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Τα Σήμερα

Ζήσε, σαν να μην έμαθες ζωή
τι πάει να πει. Ζωή, στ’ αλήθεια, τι σημαίνει.
Ζήσε, αν θέλεις, και τις δικές μας
τις ζωές. Ίσως κάτι να βρεις μέσα σε αυτές.
Κάτι για να ταιριάξεις.

Ζήσε κρυφά! Κρύψε καλά! Ζάλη ζωή
- ζημιά ζωή. Ζήσε και έλα πες μας!
Κρύψε εδώ! Ψάξε εκεί!
Ζήσε ζωή! Ζήτα να δεις! Ζήλεψε,
ζύγισέ την!

Ζήσε, σαν να μην έζησες τα πριν. Ζήσε
σαν τα μετά να είναι νεκρά, τα ύστερα, τα έπειτα,
τα ίσως, τα μακάρι.
Ζήσε τώρα τα σήμερα!
Πέθανε μια άλλη μέρα!

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Ένα Φως

Άφησέ μου ένα φως!
Όχι, δεν είναι το σκοτάδι που φοβάμαι.
Απ’ το σκοτάδι έρχομαι και προς τα εκεί πηγαίνω.
Φίλος μου το σκοτάδι κι αδερφός.
Όχι, δεν το φοβάμαι.

Άφησε μου μονάχα ένα φώς!
Κάτι να δίνει σάρκα στις σκιές.
Κάτι να ζωντανεύει τα όνειρά μου.
Μια χαραμάδα για να τρυπώνουν τα φαντάσματα μες στο δωμάτιό μου.

Άφησε αναμμένο ένα φως!
Άσε την πόρτα μου μισάνοιχτη!
Να ακούω τους ψιθύρους σας.
Να βλέπω την αλήθεια.
Να γίνει ακόμα μια φορά το μαξιλάρι μου σχεδία και πυξίδα.

Άφησε το φως του διαδρόμου ανοιχτό!
Και μη μου λες να έχω όνειρα γλυκά!
Απόψε, μην προσευχηθείς για μένα!

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

τι όμορφη μέρα!

Τι όμορφη μέρα!
Κοιτώ τον ήλιο
κι αυτός μου καίει τα μάτια.
Δακρύζω ομορφιά.
Εισπνέω την ατμόσφαιρα
κι εκπνέω αισθήσεις παρανάλωμα.

Τι όμορφη μέρα!
Διασπώμαι.
Διαθλώμαι.
Διαστέλλομαι.
Ανατέλλω!

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

λος αφραγκος

πριν λιγο στον πεζοδρομο παιζανε δυο πλανοδιοι μουσικοι, πολυ κοντα ο ενας στον αλλον. ο πρωτος, γυρω στα πενηντα, επαιζε στο βιολι, κατι ρωσικα.. οτσι τσορνια κ τετοια. ο δευτερος, πιο πιτσιρικας, επαιζε στην κιθαρα του ρεντιοχεντ ή ετσι μου φανηκε τουλαχιστον. ο ηχος κ των δυο εβγαζε κατι παραπονιαρικο κ ετσι, οπως επεφταν οι συγχορδιες του ενος πανω στου αλλου, η μειξη δεν ακουγοτανε κ τοσο ενοχλητικα παραταιρη. καποια στιγμη περναει μια παρεα κοριτσιων μπροστα απο τον κιθαριστα. τον κοιταζουν, τον σχολιαζουν, του χαμογελουν κ η μια παει κοντα του κ του ριχνει ενα κερμα μεσα στη θηκη του οργανου του. αυτος ζωηρευει κ παιζει με μεγαλυτερη ενταση πλεον μονο για παρτη τους. ο βιολιστης, παραδιπλα, παρακολουθει, ζηλευει μαλλον λιγο κ οχι μονο αρχιζει να παιζει κ αυτος πιο εντονα, αλλα αλλαζει αιφνιδιως ρεπερτοριο, κανοντας ενα αλμα απο τις στεπες της ρωσιας ως τα λιμανια της αργεντινης. ο νεαρος δεχεται την προκληση, αφηνει το κομματι του κ τον σιγονταρει σε αυτο το ξελιγωμενο τανγκο του μεσημεριου. τωρα δεν τους παρακολουθουν μοναχα τα κοριτσια, αλλα ολοκληρη η πολη. τελειωνουν, ο κοσμος τους χειροκροτα, τα κοριτσια ριχνουν ακομα ενα κερμα, αυτη τη φορα μεσα στη θηκη του βιολιου κ απομακρυνονται, αφου εχουν πια ολοκληρωσει την αποστολη τους. "να σου πω, ρε μπαρμπα," φωναζει ο κιθαριστας στον βιολιστη, "τι λες; κανουμε συγκροτημα;" "κ δεν κανουμε", του απαντα ο αλλος. "κ πώς λες να το πουμε;" "ξερωγω.. οι αφραγκοι σου αρεσει;"

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Ama La Natura

η αγία αφροδίτη

Τα Χριστούγεννα του 2003 τα πέρασα στο Μόναχο. Είχα ξεκινήσει να ταξιδεύω με το τραίνο ολόκληρη τη γηραιά μας ήπειρο, αλλά επειδή, κάπου στα ιταλοελβετικά σύνορα τα σχέδιά μου διαψεύστηκαν, κατέληξα να περάσω τον περισσότερο καιρό στο μπούνκερ του φίλου μου του Γιώργου στη σιωπηλή πρωτεύουσα της Βαυαρίας.
Τις βέβηλες μέρες που προηγήθηκαν εκείνης της άγιας νύχτας τριγυρνούσα σαν τον λύκο στις γειτονιές γύρω από τη Max Weber Platz, μέχρι που ένα βράδυ, περιμένοντας το τραμ σε κάποια στάση, μπροστά σε μία φωτισμένη διαφήμιση, όπου η δεσποινίδα Χάιντι Κλουμ διαφήμιζε κάποια επώνυμα εσώρουχα -χαρά στο θάρρος της, μέσα σε αυτήν την παγωνιά...- γνώρισα μια καναδή βιολαντσελίστρια, που δούλευε σε μια από τις πολλές συμφωνικές ορχήστρες της πόλης. Την κάλεσα στο πάρτυ και ύστερα της πρότεινα να φέρει και τη χάρτινη φίλη της μαζί, που χαμογελαστή μας άκουγε χωρίς να παρεμβαίνει. Σίγουρα το φαγητό θα έφτανε για όλους.
Δυστυχώς από το τραπέζι της παραμονής τίποτα δεν περίσσεψε για την επόμενη ημέρα. Όσοι έχουν βρεθεί να επισκέπτονται κάποια καθολική πρωτεύουσα τη μέρα των Χριστουγέννων και δεν έχουν φροντίσει από πριν να κάνουν τις κατάλληλες προμήθειες, έχουν γνωρίσει σίγουρα το φάσμα της λιμοκτονίας. Το απόγευμα της 25ης κι ενώ απελπισμένοι περπατούσαμε με το Γιώργο στους έρημους δρόμους του Shwaben, ψάχνοντας για κάποιο εστιατόριο ή έστω κάποιο μπαρ που να σερβίρει σούπες, πέσαμε πάνω σε μια ταβέρνα ελληνική, που έφερε το όνομα κάποιου νησιού του Αιγαίου. Ήταν επίσης και αυτή κλειστή, μα εμείς σταθήκαμε και προσπαθήσαμε να χορτάσουμε την πείνα μας διαβάζοντας το αναρτημένο της μενού που είχε στη βιτρίνα. Κι ύστερα αρχίσαμε να προσέχουμε τη διακόσμηση του μαγαζιού κι η όρεξη μας κόπηκε μαχαίρι.
Πάντοτε πίστευα ότι τα ελληνικά εστιατόρια του εξωτερικού συναγωνίζονται σε ένα άτυπο πρωτάθλημα κακογουστιάς, μα αυτό που έβλεπα ξεπερνούσε κάθε διεστραμμένη φαντασία. Εκεί, στα ημιφωτισμένα ενδότερα του καταστήματος, μέσα σε μια προθήκη που θα την ζήλευε και ο Λούβρος, εκτίθετο ένα γύψινο ομοίωμα της Αφροδίτης της Μήλου, του οποίου η θεία γύμνια, ωστόσο, καλυπτότανε από μια άθλια κόκκινη στολή κι ένα ασορτί σκουφάκι. Οι ιδιοκτήτες της ταβέρνας είχαν κατορθώσει με την ιδέα τους αυτή να εξευτελίσουν ταυτόχρονα δυο σύμβολα και έβαζαν πλέον πολύ ψηλά τον πήχη στο αγώνισμα της κιτς πλειοδοσίας. Δεν τολμήσαμε ούτε καν να το φωτογραφίσουμε εκείνο το ανοσιούργημα κι αφήσαμε τη μίζερη εικόνα των μανικιών με τα λευκά γουνάκια, που κρέμονταν από τα σπασμένα χέρια του ομοιώματος για να απομακρυνθούμε όσο γινότανε πιο γρήγορα από τον τόπο του εγκλήματος.
Λίγο πιο κάτω βρήκαμε τελικά ανοιχτό ένα συνοικιακό καπνοπωλείο. Αγοράσαμε τσιγάρα και αλμυρά μπισκότα κι ο μπάρμπας που το είχε μας γέμισε και από ένα ποτηράκι με φτηνό κονιάκ, ευχόμενος μας κάτι. Το ήπιαμε και παραγγείλαμε ακόμα μία γύρα. Ρίξαμε μια ματιά στο μαγαζί. Τρεις-τέσσερις μεθυσμένοι, μοναχικοί πελάτες είχαν ριχτεί σε έναν αβυσσαλέο εσωτερικό μονόλογο, αλλά έτσι δυνατά που σκέφτονταν ήταν σαν να τα λένε ή σαν να προσεύχονταν ομαδικά στον άγνωστο θεό που έκρυβαν εκεί, μες στα κεφάλια τους.
"Η ομορφιά", μου είπε ο Γιώργος χτυπώντας το ποτήρι μου. "Η ομορφιά", επανέλαβα εγώ. Ήπιαμε, ζεσταθήκαμε και βγήκαμε ξανά στο δρόμο.

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

La Voie Royale

σαν να μην υπάρχει αυριο

Θέλεις να την περάσουμε μαζί
την τελευταία νύχτα;

Να δώσουμε στις λέξεις νόημα;
Να κοιμηθούμε αγκαλιά;
Να φάμε ο ένας τον άλλον;

Θέλεις το τέλος να κάνουμε αρχή;
Να πιούμε από τις υποσχέσεις μας;
Να φύγουμε από το χρόνο μακριά;
Να γίνουμε τα πάντα;

Θες να με κρύψεις μέσα σου;

Και αν μας πιάσουν,
πάνω στην κρίσιμη στιγμή,
θα πούμε, "όχι, δεν είναι αυτό που εσείς νομίζετε!"

Να είσαι εσύ τριγύρω μου.
Να είμαι εγώ ανάμεσα σε σένα και σε σένα.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

ο αιώνιος αντάμης

Το «L'Éternel Adam» είναι ένα από τα λιγότερα γνωστά βιβλία του Ιουλίου Βερν, το οποίο ωστόσο προσωπικά θεωρώ πως ίσως είναι και το καλύτερό του. Πρόκειται για μία σύντομη νουβέλα, επιστημονικής φαντασίας εννοείται, όπου ο κεντρικός του ήρωας ύστερα από μια κάποια συντέλεια του κόσμου βρίσκεται ξαφνικά να είναι –σχεδόν- ο μόνος κάτοικος του πλανήτη Γη και αναλαμβάνει όχι μόνο να διαφυλάξει τον ανθρώπινο πολιτισμό, αλλά και να δημιουργήσει πάνω σε αυτήν την κληρονομία –ως περίπου μόνος κληρονόμος- τη νέα ανθρωπότητα. Δεν πρόκειται να αποκαλύψω εδώ την τραγική κατάληξη της αποστολής του, η οποία από μόνη της θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα για ένα σωρό άλλα βιβλία.
Ωστόσο, η ιδέα πως ο κόσμος όλος, για κάποιο λόγο, καταστρέφεται και ο ένας και μοναδικός επιζών αυτής της καταστροφής είμαι εγώ είναι μια από τις πιο αγαπημένες εμμονές που μπαινοβγαίνουν, από τα παιδικά μου χρόνια ακόμα, στις σκέψεις και στα όνειρά μου. Και για να μην παρεξηγούμαι, δεν είναι κάτι που στ’ αλήθεια να το επιθυμώ και ούτε καν με θέλγει ως ενδεχόμενο σενάριο. Άλλο αν κάποτε σε κάποια στιγμή συγγραφικής εμπάθειας τόλμησα περίπου να το ευχηθώ. Και ακόμα πιο άλλο, φυσικά, που πάντα νόμιζα ότι η προφητεία του μεγάλου Γάλλου λογοτέχνη, που έντεχνα διατύπωσε με τον «Αιώνιο Αδάμ» του, κάπου σε κάποια πιθανή πραγματικότητα ίσως και να αφορούσε εμένα.
Δεν ξέρω πόσο επικείμενη είναι η τελική καταστροφή. Δεν έχω ιδέα αν θα μπορέσω ποτέ ο ίδιος να ανταποκριθώ στις προφανείς υποχρεώσεις και τις άγνωστες συνθήκες ενός κόσμου μετά την αποκάλυψη. Και δε γνωρίζω βέβαια αν τελικά θα άντεχα το ρόλο το δυσβάσταχτο του μόνου επιζώντα. Αυτό για το οποίο όμως είμαι σίγουρος είναι πως αν υπήρχε κάποιος τρόπος, λέει, να πληροφορηθώ πως έρχεται η μέρα η ρημάδα της συντέλειας και χρόνος δεν υπάρχει παρά μονάχα για τακτοποιήσω τις πιο επείγουσες από τις εκκρεμότητές μου, τότε ένα από τα πράγματα που οπωσδήποτε θα έκανα θα ήταν να κάτσω και να γράψω ένα βιβλίο σαν κι αυτό. Κάτι, ας πούμε, σαν αποχαιρετισμό μα και σαν καλωσόρισμα ταυτόχρονα.

Και κάτι ακόμα. Δεν είναι τόσο το τέλος του κόσμου που με ανησυχεί, όσο ο κόσμος του τέλους που στ’ αλήθεια με τρομάζει. Άλλωστε, η συντέλεια έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Δε φταίει αυτή αν δεν την καταλάβαμε.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

ρώτα με πρώτα!

Μη με ρωτάς, "γιατί εμένα;".
Ρώτα σωστά!
Ρώτα με πρώτα!
Ρώτα τα άλλα να σου πω.
Μη με ρωτάς, "γιατί εμένα;".
Μη με ρωτάς. Δε θα σου πω.
Ρώτα για εμένα!
Ρώτα εμένα!
Πρώτα εκεί, ύστερα εδώ.
Μη με ρωτάς, "γιατί εμένα;".
Ρώτα εσένα! "Γιατί εγώ;"

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα

Δε θα σε ειδοποιήσει από πριν.
Χρόνο να το σκεφτείς δεν πρόκειται να σου αφήσει.
Να ετοιμαστείς κατάλληλα,
να υλοποιήσεις τις τελευταίες σου ευχές,
να χαιρετήσεις ότι αγαπάς,
να εκδικηθείς όσα έχεις μισήσει.
Αν περιμένεις να έρθει και να σου το πει,
δεν πρόκειται ποτέ σου να προλάβεις.
Δε θα μάθεις ποτέ το πότε και το πώς.
Ξέχνα τις προφητείες τις σοφές
 και τις σαφείς προβλέψεις.
Δε θα σου πει, "έχε το νου σου, έρχομαι!".

Απλώς, κάποια στιγμή, θα έρθει.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

η κρυψώνα

Το έχουν, λέει, προγραμματίσει από καιρό
να γίνει η συντέλεια
μία από αυτές τις μέρες.
Όσο το ξέρουν ήδη, έχουνε φτιάξει καταφύγια.
Όσοι το υποψιάζονται, ήδη ψάχνουν κρυψώνες.

Κι εγώ, που τα αστεία πάντα τα παίρνω σοβαρά,
που πάντα αυτά τα σοβαρά νομίζω για αστεία,
θυμήθηκα πως πρέπει κάπου να κρυφτώ
την τελευταία ώρα.

"Βάλε με εδώ, στην άκρη των χειλιών σου!" σου είπα χθες το βράδυ.
"Κρύψε με εδώ, για λίγο, μέχρι που να περάσει το κακό
και ύστερα θα δούμε.
Μόνο το νου σου, σε παρακαλώ, μη σου γλιστρήσω και με καταπιείς
μαζί με τον καφέ σου!"

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

jokers


Να ‘μαστε πάλι εδώ, μαλάκα! Πάνε κοντά δύο χρόνια… Δεν επιστρέφουν τελικά μόνο οι δολοφόνοι στον τόπο του εγκλήματος. Καμιά φορά γυρνάνε και τα θύματα. Και μάλιστα στο ίδιο γαμημένο μεξικάνικο. Τι στον πούτσο μεξικάνικο είναι αυτό; Με ιταλικό όνομα, Κινέζο μάγειρα και Ελληνάρα μαίτρ; Α, ρε κρίση που σας χρειάζεται! Τι στο διάολο, πάλι πρώτος έφτασα;
-Καλησπέρα! Έχετε κάνει κράτηση;       
-Ε…  ναι! Αλλά δεν ξέρω σε ποιο όνομα… Μισό λεπτό παρακαλώ!
-Μάλλον είστε για τα γενέθλια της Αγγελικής.
-Φαίνεται, ε;
Ναι αμήχανε μαλάκα! Για την Αγγελική είμαι. Παπάρα, ε παπάρα! Όλη κι όλη μια παρέα έχεις και το παίζεις και δύσκολος, να πούμε…
-Περάστε! Από εδώ παρακαλώ!
Ναι! Ξενάγησε με στις Βερσαλλίες σου, ξιπασμένε! Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Τι γυρεύω εδώ, γαμώτο; Ποιος είμαι; Που πάει ο κόσμος τα σαββατόβραδα; Τι έμπνευση κι αυτή, να έρθω στα γενέθλια της πρώην μου; Γαμώ τον πολιτισμό μου, γαμώ! Γεια σας, πολιτισμένοι άνθρωποι!
-Γεια σου! Είσαι ο Γιάννης, ε;
-Φαίνεται, ε;
Χάρηκα! Χάρηκες! Χαρήκαμε! Άλλη μια χειραψία και θα ξεράσω τα μπουρίτος που ακόμα δεν έφαγα.
-Η Αγγελική;
-Ε, την ξέρεις τώρα την Αγγελική. Θα άργησε πάλι για να κάνει εντύπωση. Εγώ είμαι ο Στέφανος. Συνάδερφος. Οι περισσότεροι εδώ δουλεύουμε στο ίδιο γραφείο.
Στ’ αρχίδια μου!
-Έχουμε ακούσει ένα σωρό πράγματα για σένα. Είναι σχεδόν σαν να σε ξέρουμε.
Με συγκινείτε! Η τουαλέτα που είναι;
-Με τη δικηγορία ασχολείσαι ακόμα ή το έχεις ρίξει τελείως στα καλλιτεχνικά;
Θεέ μου! Αγγελική! Τι τους έχεις πει, γαμώτο;
-Καπνίζουμε εδώ;
-Να ‘το και το τιμώμενο πρόσωπο!
-Χρόνια πολλά!
-Πολύχρονη, Αγγελικούλα!
Φιλιούνται, αγκαλιάζονται. Ρε την Αγγελική! Αγέραστη! Κι ανέραστη επίσης… Όπα! Αυτή η ψηλή μαζί της ποια είναι;
-Χρόνια πολλά, Αγγελική!
-Γιάννη μου, δεν ξέρεις πόσο ευτυχισμένη με έκανες που ήρθες απόψε!
Καλά! Μην κλάψεις κιόλας!
-Αυτό είναι για σένα!
-Σε ευχαριστώ πολύ! Γνωρίστηκες με τα παιδιά, ε; Παιδιά, ο Γιάννης!
-Γνωριστήκαμε, γνωριστήκαμε… Την κοπέλα δεν ξέρω μόνο.
-Α! Η Βασιλική! Βασιλική ο Γιάννης, που σου έλεγα!
Γεια σου Βασιλική! Είμαι ο Γιάννης, ο πρώην της ευτυχισμένης εορτάζουσας. Που παράτησα τη δικηγορία για τα καλλιτεχνικά. Τι λες; Τους γαμάμε όλους τώρα και φεύγουμε καλπάζοντας στο ηλιοβασίλεμα;
-Χάρηκα!
-Γεια σου Γιάννη!
Τι μάτια είναι αυτά! Από πού τα πήρες; Να πάω να πάρω κι εγώ δύο. Να τα έχω να με κοιτάνε. Κάθισε δίπλα μου, σε παρακαλώ!
-Εγώ, παιδιά, θα κάτσω δίπλα στο Γιάννη! Με συγχωρείτε, αλλά έχω κοντά δυο χρόνια να τον δω. Παραγγείλατε;
Τον πούλο!

-Τι έγινε, Γιαννάκη; Σαν πολύ δεν την κοιτάζεις τη μικρή;
Κι εσένα τι σε νοιάζει; Αδερφή σου είναι;
-Καμία σχέση! Πως σου ήρθε αυτό;
-Τι πώς μου ήρθε; Μάτια έχω και βλέπω…
-Όχι ρε! Αφού σου εξήγησα… δεν είμαι σε φάση.
-Δεν είσαι, αλλά το έχεις φάει το κορίτσι. Αφού σου αρέσει. Γιατί δεν το παραδέχεσαι;
-Δε λέω…
-Όχι αυτό σου έλειπε να πεις κιόλας. Πάντως, αν θες να μάθεις, είναι ελεύθερη…
Α, μια χαρά!
-…και ψάχνεται κιόλας.
Τι λες τώρα;!
-Άσε που είναι και στο στυλ σου…
-Ποιο είναι το στυλ μου;
-Ε… ξέρεις τώρα… αυτό… το εναλλακτικό.
Εναλλακτική να σε πουν τα παιδιά σου, πατσαβούρα!
-Λες, ε;
-Λέω. Εσύ τι λες; Να κανονίσω για κανένα ποτάκι μετά;
-Να σου πω. Δε νομίζεις ότι είναι λίγο άκυρο να μου κάνεις προξενιό τη φίλη σου;
-Καλέ γιατί; Αφού σας αγαπάω και τους δύο κι αφού ταιριάζετε…
-Όπα, όπα! Άραξε! Ακόμα δεν τον είδαμε…
-…Γιάννη τον βαφτίσαμε! Εγώ, πάντως, θα το προτείνω, Γιάννη.
-Όχι, ρε! Περίμενε!
Ναι, μωρή βλαμμένη! Κάνε και κάνα καλό! Μην πάει και στράφι όλη η βραδιά, να πούμε. Σκυλοβαρέθηκα με τους μαλάκες τους συναδέρφους τους και τις παπαριές τους. Με τις ερωτήσεις τους μου ήπιανε με τα μπουρίτος τους το αίμα! Έτσι και τα είχαμε ακόμα, δηλαδή, με αυτούς θα βγαίναμε; Τι γλίτωσα, Θεέ μού!
-Παιδιά, θα πάμε για ποτάκι μετά, ε; Δε θα μου την κοπανίσετε!
-Εγώ έχω πρωινό ξύπνημα.
-Εγώ, σόρρυ, αλλά έχω και τη μάνα μου στο σπίτι.
-Εγώ δεν πίνω. Παίρνω αντιβίωση.
-Εγώ…
Ξέρω, ξέρω… Εσύ έχεις να βγάλεις βόλτα τη αρκούδα. Τι διάολο; Συνεννοημένοι είναι όλοι τους; Καλά, όχι πως θα μου λείψουνε. Αλλά τι; Στο τέλος θα καταλήξουμε οι τρεις μας…
-Εσύ, Βασιλική. Θα έρθεις για ένα ποτάκι, έτσι;
-Ε… εγώ…
-Θα έρθεις, θα έρθεις. Τι, μόνοι μας θα πάμε;
Κάτι βρωμάει εδώ. Αλλά έτσι και συνήθισες στα βρώμικα, στο τέλος σου αρέσουν.
-Και… που θα πάμε;
-Τι πού; Στο Τζόκερς! Δουλεύει και το μωρό μου απόψε.
Ε, πες το ρε Αγγελικούλα πως είσαι μες στον έρωτα. Λέω κι εγώ, από που κι ως που μας βγήκες και υπεράνω; Οπότε θα είμαστε και μια ωραία ατμόσφαιρα…
-Λέω να σας ακολουθήσω και εγώ. Βαριέμαι να γυρίσω από τώρα.
Αυτή η αδερφή ο Στέφανος τον είχα κόψει απ’ την αρχή να ‘ναι της προσκολλήσεως. Τι το θες, ρε κακομοίρη, το ποτό. Δεν πας, να πούμε, στο σπιτάκι σου, να παίξεις με τις κούκλες;

Μες στη μαλακία το Τζόκερς. Παλιά τουλάχιστον έπαιζε και καμιά μουσική της προκοπής. Ο Στέφανος στο στοιχείο του. Κοίτα χορό ο πούστης! Βασίλισσα της βραδιάς! Ο δε μπάρμαν-νέο γκομενάκι της Αγγελικής, δε μπορεί, μια λοβοτομή την έχει σίγουρα χτυπήσει. Αλλά τι κάθομαι και ασχολούμαι; Για άλλη δουλειά είμαστε εδώ. Κι αυτό το κορίτσι, που πήγε και στριμώχτηκε εκεί μέσα; Συμπληγάδες πρέπει να περάσω για να της πάρω καμιά κουβέντα.
Κάτσε, ρε Στέφανε, να πούμε! Θα μας βγάλεις κανένα μάτι!
-Συγνώμη! Συγνώμη! Επ! Τι έγινε;
-Καλά! Εσύ;
-Καλά μωρε! Απλά γέρασα μάλλον και δεν τα αντέχω αυτά…
-Ε, όχι και γέρασες! Πόσο είσαι;
-Πόσο με κάνεις;
Πιο κοινότυπος πεθαίνεις…
-Τριάντα; Τριάντα δύο;
-Τριάντα, ε; Τι πίνεις να σε κεράσω, κοπελιά;
-Α, όχι! Ευχαριστώ! Δε θα πιω άλλο.
-Καλά! Δεν το εννοούσα. Που λέει ο λόγος…
-Τι πράγμα;
-Τίποτα.
-Όχι, πες!
-Άμα είναι να σε κεράσω, πάμε αλλού!
-Που αλλού; Τώρα ήρθαμε, αφού..
-Ε, έλεγα να πηγαίναμε πουθενά πιο ήσυχα να τα λέγαμε…
-Τι λες;
-Είδες! Πώς να γίνει κουβέντα εδώ μέσα;
-Δεν καταλαβαίνω.
-Εσύ, έρχεσαι συχνά εδώ;
-Ε… με την Αγγελική…
-Σε σέρνει, ε;
-Α όχι, όχι! Μου αρέσει!
-Έχεις πολύ όμορφο χαμόγελο!
-Τι πράγμα;
-Λέω, θέλω να σε γαμήσω!
-Μα τι λες; Δε σε ακούω!
Το ξέρω! Μόλις έκανα τσεκ. Καλά πάω να κάνω ένα τσιγάρο έξω. Ξελαρυγγιάστηκα, να πούμε…
-Πάω έξω!
-Οκ! Έρχομαι!
Όπα! Όταν θέλεις, μια χαρά ακούς, ε; Πάμε, πάμε! Κάτσε όμως γιατί για να περάσουμε από εδώ μέσα πρέπει να ρίξουμε ξύλο. Κάτσε ρε Στέφανε χορευταρά! Θα ξεβιδωθείς και άντε να σε ξανασυναρμολογούμε μετά. Συγνώμη! Συγνώμη! Άντε Γαμήσου! Συγνώμη! Φτου, ξελεφτερία! Αυτά είναι!
-Γιάννη, ξέχασα τα τσιγάρα μου μέσα;
-Πάρε από τα δικά μου, μωρέ! Πού να ξαναμπαίνεις τώρα;
-Ευχαριστώ!
-Έχεις πολύ όμορφο χαμόγελο, Βασιλική!
-Το ξαναείπες αυτό.
-Νόμισα ότι δε με άκουγες…
Ωχ! Μαλακία! Όλα τα άκουγε μάλλον και με έπαιζε το καριολάκι. Αλλά, αν είναι έτσι, τότε γουστάρει μάλλον, ε; Ε, ναι! Τι;
-Είναι λίγο περίεργο, ε;
-Ποιο πράγμα;
-Ε, που εσύ και η Αγγελική… μετά από τόσο καιρό… δηλαδή…
-Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους, Βασιλική!
-Τι είναι αυτά που λες;
-Τίποτα. Ένα τραγούδι…
-Πρώτη φορά το ακούω.
Άμα σε φιλήσω τώρα, θα γίνει το τραγούδι μας.
-Θέλω να σε φιλήσω.
-Γιατί;
-Τι γιατί; Γιατί έτσι! Γιατί μου αρέσεις.
-Κι εμένα μου αρέσεις, Γιάννη… Αλλά… η Αγγελική; Ε… Μμμ…
Κορίτσι μου! Ε… Χμμ… Τα τσακίσαμε τα σκορδόψωμα, ε;