Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

ξενες λεξεις

καποιοι μαλωνουνε στη γειτονια. ακουω τις φωνες τους. ανοιγω το παραθυρο κ αν κ οι φωνες γινονται λιγακι πιο συγκεκριμενες, απο οσα λενε δεν καταλαβαινω τιποτα. σκυβω κ βλεπω μια γυναικα μπροστα στην εισοδο της διπλανης πολυκατοικιας να βριζει σε μια γλωσσα αδιανοητα αγνωστη κοιταζοντας ψηλα προς τα μπαλκονια. ακολουθω το βλεμμα της κ βλεπω, σε ενα μπαλκονι διπλα, εναν αντρα να της απαντα αναλογα, με μια βια τοσο ακατασχετη που ειναι σαν να πεταει λεξεις πανω στο κεφαλι της. ωστοσο, αν κ το σκηνικο εχει αποκτησει εικονα, το ερωτημα παραμενει: τι γλωσσα μιλανε αυτοι οι δυο; το ιδιο προβλημα ακριβως φαινεται πως εχουν κ αλλοι γειτονες, εξισου αδιακριτοι με μενα, που εχουν βγει εξω κ τους παρακολουθουν, με φιλαθλο ενδιαφερον. ειχα διαβασει καπου πως οπου και να ζεις, σε οποιο περιβαλλον κ αν εχεις επιλεξει ή αναγκαστει να φτιαξεις τη ζωη σου, οταν θυμωνεις κ οργιζεσαι, επιστρεφεις παντα στη μητρικη σου γλωσσα. μα τη γλωσσα αυτων των δυο ανθρωπων ειμαι σιγουρος πως ουτε οι ιδιες οι μαναδες τους δεν θα μπορουσαν τωρα να την καταλαβουν. ισως, σκεφτομαι, να μην ειναι μια γλωσσα αληθινη, αλλα να την εχουνε επινοησει, σε αλλες στιγμες πιο ευτυχισμενες της ζωης τους για να επικοινωνουνε στα κρυφα κ να λενε πραγματα τρυφερα, ερωτικα, ενδεχομενως βρωμικα, χωρις οι αλλοι -εμεις, οι ξενοι δηλαδη- να τους καταλαβαινουν. ή ισως κ να εχουν υιοθετησει μια γλωσσα κατασκευασμενη, των κλινγκον ασπουμε ή των ξωτικων της μεσης γης, κ μαζι με την οργη τους τωρα να προσπαθουν να επιδειξουνε στη γειτονια κ την πολυσχιδη τους ευρυμαθεια. σε καθε περιπτωση, τα οποια παλια ομορφα συναισθηματα φαινεται πως εχουν σβηστει απο καιρο κ εχουν απομεινει μοναχα οι λεξεις να ανεβοκατεβαινουν πια απο τον τριτο στο ισογειο. καποια στιγμη, λιγο πριν κλεισω το παραθυρο, πιανω μια λεξη επιτελους, την οποια μαλιστα την ακουω εις διπλουν: μια απο αυτον του μπαλκονιου κ μια απο αυτην του δρομου. η λεξη ειναι αθηνα. χωρις να ειμαι απολυτως σιγουρος, μαντευω πως αυτη του ειπε: "γυριζω ολη τη μερα στην αθηνα κ εχω διαρκως την αισθηση οτι βλεπω το προσωπο σου καπου" κ αυτος της απαντησε: "σε ολη την αθηνα, δωδεκα χρονια που ειμαστε εδω, δεν εχω δει γυναικα πιο ομορφη απο σενα". αλλα δεν ξερω, μπορει να εχω κανει λαθος. ετσι κ αλλιως δεν εχω, δυστυχως ή ευτυχως, στη διαθεση μου αλλα συμφραζομενα

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

βησιγοτθοι

μια παρεα τουριστων εχει σταματησει μπροστα στο περιπτερο της πλατειας κ το φωτογραφιζει, σαν να ειναι αξιοθεατο. ο περιπτερας, που δεν εχει ξυπνησει σημερα καλα κ δεν αισθανεται κ τοσο αξιοθεατος, τους κοιταζει στραβωμενος. οι ξενοι δεν πτοουνται. στη χωρα τους δεν υπαρχουνε περιπτερα κ τους τελευταιους στραβωμενους περιπτεραδες τους εξολοθρευσαν οι βησιγοτθοι. καποιοι στιγμη, ενας απο αυτους, ο πιο πολυταξιδεμενος, σκεφτεται οτι ισως πρεπει να ψωνισουνε κ κατι, για να ευχαριστησουν τον γραφικο ιθαγενη, που τοση ωρα τους υπεμενε σχετικα αταραχος, χωρις να τους πεταξει ουτε μια σοκοφρετα στο κεφαλι. οποτε, τον πλησιαζει κ αρχιζει να του ζηταει στα αγγλικα ενα πακετο καραμελες με γευση μεσοπολεμο. υστερα, ομως, βλεπει την εξισου στραβωμενη επιγραφη που λεει πως το καταστημα δεν δεχεται καρτες κ βερεσεδια, ζηταει συγγνωμη κ αποσυρει την παραγγελια του. οι τουριστες απομακρυνονται. ο περιπτερας, ανακουφισμενος καπως, κοιταζεται στο κενο, βλαστημαει λιγο κ στρωνει την ανυπαρκτη χωριστρα του. το περιπτερο χασκογελα, καθως φαντασιωνεται τον αρχαιολογο του 32ου αιωνα να το ανακαλυπτει, καθως θα ανασκαφτει την πλατεια και υστερα να ανακοινωνει πως μαλλον προκειται για ταφικο μνημειο του τοπικου στραβωμενου εις την αιωνιοτητα αρχοντα κι ολα τα διασωθεντα εμπορευματα.. τσιγαρα, ξυραφακια, χαρτομαντηλα, τα αναλογα κτερισματα του

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

κλασικες σπουδες

ειδα εναν τυπο να περπαταει στον δρομο κ να μιλαει μονος του στα αρχαια. τον ακολουθησα για λιγο, προσπαθωντας να καταλαβω αν λεει κατι συγκεκριμενο. δεν ειμαι σιγουρος αλλα νομιζω οτι ελεγε στιχους απο την οδυσσεια. μετα βαρεθηκα να τον ακολουθω κ αλλαξα πεζοδρομιο. αυτος, σαν να το καταλαβε -αν κ δεν γυρισε ουτε στιγμη να με κοιταξει- αλλαξε πεζοδρομιο επισης κ συνεχισε να απαγγελει ανεβαζοντας αρκετα την ενταση της φωνης του. καποιοι περαστικοι τρομαξανε. καποιοι αλλοι γελασαν μαζι του. ενας του φωναξε: "ετσι ειναι, φιλε, οπως τα λες". ο τυπος τοτε κοντοσταθηκε, αφησε τη ραψωδια του στη μεση, εριξε μια ματια τριγυρω του κ ειπε στα νεα ελληνικα: "καλα, σε κλεινω τωρα γιατι εχουν μαζευτει κατι περιεργοι εδω κ με κοιταζουν σαν να εχω ερθει απο την ωγυγια". υστερα εβγαλε απο το αυτι του το ακουστικο, το πεταξε στην τσεπη κ συνεχισε σιωπηλος τον δρομο του. οι περαστικοι επεστρεψαν στην περαστικοτητα τους. ο συνομιλητης του τυπου, στην αλλη ακρη της γραμμης, αποφασισε να παρατησει τις κλασικες σπουδες κ να γινει συντηρητης ανελκυστηρων. εγω σταματησα σε μια βιτρινα με ειδη μπεμπε κ αναρωτηθηκα για ακομα μια φορα τι λαθος εχω κανει στη ζωη μου. οι μνηστηρες της πηνελοπης, μην αντεχοντας να περιμενουν αλλο, αρχισαν να σφαζονται για πλακα απο μονοι τους. το πεζοδρομιο απο τη ντροπη του αλλαξε πεζοδρομιο

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2023

δυο ωραίες ιδέες

μια ωραία ιδέα θα ήταν, ίσως,
στη θέση των άμοιρων πανσέδων,
που τοποθέτησε η δημοτική αρχή
στα πάρκα και τα πεζοδρόμια
προς εξωραϊσμό της παρακμής της πόλης,
να πάμε και να φυτέψουμε ασπάλαθους
- αχρείαστοι να είναι

μια ωραία ιδέα θα ήταν, ίσως,
για να στεριώσει η γέφυρα,
αυτή τη φορά, να χτίσουμε
τον πρωτομάστορα τον ίδιο

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

ορέλιο

Ο Γκαμπριέλ ο Γκαρσία ο Μάρκες έχει γράψει ένα ωραίο πολιτικό διήγημα που φέρει τον τίτλο "Μια από αυτές τις μέρες". Στο διήγημα αυτό ο ήρωας, ο οδοντίατρος Ορέλιο Εσβάραμ, δέχεται στο ιατρείο του τον δήμαρχο της πόλης, ο οποίος υποφέρει από φρικτούς πόνους που του έχει προκαλέσει ένα χαλασμένο δόντι. Ο οδοντίατρος σιχαίνεται τον τοπικό άρχοντα και μάλιστα φαίνεται να έχει και προηγούμενα μαζί του, καθώς τον θεωρεί υπεύθυνο για κάτι πολύ σκοτεινό που έχει συμβεί στο παρελθόν και για το οποίο φυσικά δεν λογοδότησε ποτέ στη δικαιοσύνη, καθώς οι δεσμοί της διαφθοράς κινούν τα νήματα στην πόλη και τη χώρα - για την Κολομβία μιλάμε τώρα.
Παρόλα αυτά, είναι γιατρός και δεν μπορεί να αρνηθεί τις υπηρεσίες του στον πονεμένο Δήμαρχο. Έτσι, τον καθίζει στην οδοντιατρική καρέκλα, κι αφού εξετάσει προσεκτικά το στόμα του, αποφαίνεται πως πρέπει να του αφαιρέσει το δόντι χωρίς αναισθησία, επειδή έχει δημιουργήσει απόστημα. Ο άρχοντας τρομάζει, κλαψουρίζει, διαμαρτύρεται, αλλά τελικά αναγκάζεται να αποδεχτεί το πόρισμα της επιστήμης. Ο ήρωάς μας, που δείχνει πια να απολαμβάνει το γεγονός ότι ο ασθενής βρίσκεται πια στο έλεός του, τη στιγμή που του ξεριζώνει το χαλασμένο δόντι με την τσιμπίδα, λέει "χωρίς μνησικακία, αλλά μάλλον με μια πικρή τρυφερότητα": "τώρα θα πληρώσεις για τους είκοσι νεκρούς μας". Λίγη ώρα μετά, κι ενώ ο ταλαίπωρος Δήμαρχος σκουπίζει τα δάκρυά του, προσέχει τον ιστό μιας αράχνης στην οροφή του κατά τα άλλα καθαρού και τακτοποιημένου ιατρείου και μοιάζει να συνειδητοποιεί -αν όχι αυτός, τουλάχιστον ο αναγνώστης της ιστορίας- ότι έπεσε στην παγίδα του γιατρού. Διότι όσο ισχυρός, όσο διεφθαρμένος και διαπλεκόμενος να είσαι, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, τα δόντια σου μοιραία θα χαλάσουν.
Αυτά στην μακρινή και εξωτική Κολομβία. Στη χώρα μας, στο λίκνο της Δημοκρατίας και του Δυτικού Πολιτισμού, όπου μέχρι πριν κάποιες δεκαετίας τον ρόλο των οδοντιάτρων τον έπαιζαν οι μπαρμπέρηδες, δεν υπάρχει λόγος να καταφεύγουμε σε τέτοιες αποτρόπαιες ακρότητες. Ο δικός μας ιστός της αράχνης είναι στημένος πάνω από την κάλπη - η οποία, τώρα που το σκέφτομαι, αφού τη χρησιμοποιούμε τόσο σπάνια λογικό είναι να έχει αραχνιάσει. Χωρίς μνησικακία, λοιπόν, διαχωρίζοντας την απονομή της δικαιοσύνης από την εκδίκηση, αλλά με κάποια πικρή τρυφερότητα για αυτά που έχουν προηγηθεί και για τα άλλα που είναι να ακολουθήσουν, ας θεραπεύσουμε το απόστημα κι ας πάμε παρακάτω.
Και κάτι ακόμα. Στο τέλος του διηγήματος του Μάρκες, κι αφού ο δεσμός εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου έχει αποκατασταθεί και πάλι, ο Ορέλιο Εσβάραμ ρωτάει τον Δήμαρχο σε ποιον να στείλει τον λογαριασμό -"σε σένα ή στην πόλη;- για να πάρει την απάντηση: "το ίδιο είναι". Αλλά αυτά, είπαμε, συμβαίνουν μόνο στην Κολομβία. Εδώ η Πόλη είμαστε εμείς. Εμείς είμαστε ο Δήμος.

Τρίτη 29 Αυγούστου 2023

αλφεράτζ

Πριν από δεκαεννιά χρόνια, χθες το βράδυ, πήγα να δω μια ταινία σε έναν συνοικιακό κινηματογράφο θερινό – ήτανε καλοκαίρι. Είχα ξεμείνει μόνος μου σε ολόκληρη την πόλη. Ακόμα και το προσωπικό του σινεμά έλειπε σε διακοπές – όχι και τόσο επαγγελματικό εκ μέρους τους. Μόνος μου έβγαλα εισιτήριο. Μόνος μου μπήκα στην αυλή – η ταινία είχε ήδη ξεκινήσει να παίζει από μόνη της. Πήγα στο μπαρ. Κι εκεί κανείς. Έσπασα το ψυγείο και πήρα μια μπύρα. Κάθισα μπροστά. Καλού κακού έκλεισα και τον ήχο στο τηλέφωνό μου. Άναψα ένα τσιγάρο.

Πριν από δεκαπέντε χρόνια, εικοσιέξι λεπτά αργότερα, ήρθε μια γυναίκα και κάθισε από πίσω μου ακριβώς. Γύρισα και τη ρώτησα μήπως την ενοχλώ. Εκείνη έβγαλε τα μαύρα της γυαλιά και σκούπισε τα μάτια της. Τα μάτια της ήταν πράσινα – έτσι μου φάνηκαν, δηλαδή… στο σινεμά, στα ψέματα, όλα τα μάτια είναι πράσινα. Ύστερα ξαναγύρισα και της έδειξα τη μπύρα μου. Της είπα ότι το ψυγείο στο μπαρ είναι ανοιχτό. Εκείνη έβαλε τα γέλια. Η ταινία που βλέπαμε, όμως, ήταν δραματική. Οι ηθοποιοί σταμάτησαν να παίζουν. Σαν να παρεξηγήθηκαν.

Μετά ήρθε και ένας άλλος τύπος και κάθισε δίπλα στη γυναίκα. Γύρισα και τη ρώτησα αν την ενοχλεί. Εκείνη μου απάντησε πως είναι ο άντρας της ζωής της. Ορκίστηκα να μην ασχοληθώ ξανά και επέστρεψα στη μπύρα μου. Στο μεταξύ, οι ηθοποιοί ξανάρχισαν να παίζουν, αν και αρκετά πιο βαριεστημένα από πριν. Ο τύπος από πίσω μου ρώτησε τότε τι είχε χάσει. Η γυναίκα δεν απάντησε, οπότε κατάλαβα πως απευθυνότανε σε μένα. Χωρίς να γυρίσω αυτή τη φορά άρχισα να αφηγούμαι μια ιστορία που μόλις εκείνη τη στιγμή είχα επινοήσει. Οι ηθοποιοί στην ταινία σταμάτησαν ξανά.

Μόλις τελείωσα την ιστορία μου –την άφησα επίτηδες να εκκρεμεί σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο σημείο- οι ηθοποιοί έκαναν έναν κύκλο και αγκαλιάστηκαν. Μιλούσανε ψιθυριστά, σαν να συνωμοτούσαν. Πού και πού, κάποιος γυρνούσε και κοιτούσε προς το μέρος μου. Ύστερα, ο πιο διακεκριμένος από αυτούς χτύπησε παλαμάκια και όλοι επέστρεψαν στις θέσεις τους. Κάποιος ξερόβηξε. Κάποιος άλλος έβγαλε μέσα από το πουκάμισό του ένα φυλαχτό και το φίλησε. Μετά άρχισαν να παίζουν την ιστορία μου από το σημείο ακριβώς όπου την είχα αφήσει.  

Η ιστορία, όμως, και πάλι ήταν δραματική. Και η μπύρα μέσα στο μπουκάλι έβραζε. Σηκώθηκα να πάρω μίαν άλλη. Θέλετε κάτι από το μπαρ, ρώτησα το ζευγάρι που καθόταν πίσω μου. Η γυναίκα μού απάντησε πως δεν είναι ζευγάρι και σκούπισε ξανά τα μάτια της. Ο τύπος ούτε που με κοίταξε. Η ιστορία –η δικιά μου ιστορία- τον είχε συνεπάρει. Πήγα στο μπαρ. Πήρα μια μπύρα και ένα σακουλάκι πατατάκια με γεύση σκοτωμένο καλοκαίρι. Επέστρεψα στη θέση μου. Ένα φως στην πολυκατοικία απέναντι άναψε και έσβησε τέσσερις φορές. Εσύ ήσουν – το ξέρω.

Πριν από δεκαεπτά χρόνια, μισό λεπτό πριν το διάλειμμα, κι ενώ στην ταινία συμβαίναν αδιανόητες ανατροπές, παρατήρησα στον ουρανό, πάνω από την οθόνη ένα κατακόκκινο αστέρι. Γύρισα και ρώτησα τους από πίσω μου αν το έβλεπαν κι εκείνοι. Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της και είπε πως είμαστε όλοι μας χαμένοι. Ο τύπος άνοιξε το στόμα του επιτέλους, και αφού έβγαλε έναν αναστεναγμό, είπε πως είναι ο Αλφεράτζ, ο πιο φωτεινός αστέρας στο σύμπλεγμα της Ανδρομέδας. Τον ρώτησα πού το ξέρει. Εκείνος αναστέναξε ξανά. Η γυναίκα έγειρε προς το μέρος του, τον χάιδεψε στο μάγουλο και θυμωμένη μού είπε να κοιτάω τη δουλειά μου.

Στο διάλειμμα βγήκα έξω στον δρόμο. Περπάτησα γύρω από το τετράγωνο ψάχνοντας για λεφτά. Λίγο πριν φτάσω ξανά στην είσοδο του κινηματογράφου, βρήκα τελικά ένα πορτοφόλι κάτω από τη ρόδα ενός αυτοκινήτου. Το τράβηξα, το άνοιξα. Είχε μέσα ένα σωρό κατακόκκινα χαρτονομίσματα. Άρχισα να τα μετράω. Ένα τραγούδι άρχισε να ακούγεται από ένα ανοιχτό παράθυρο. Σήκωσα το κεφάλι μου και το τραγούδι σώπασε. Έβαλα τα λεφτά στην τσέπη. Τα χέρια μου είχαν γίνει επίσης κατακόκκινα. Προσπάθησα να σκουπιστώ και λέρωσα και το πουκάμισό μου. Το τραγούδι πάνω από το κεφάλι μου ξανάρχισε.

Πριν από έντεκα χρόνια, Παρασκευή προς Σάββατο, μπήκα ξανά στο σινεμά. Οι ηθοποιοί στη οθόνη κάθονταν και περίμεναν. Κάποιοι έπαιζαν χαρτιά. Κάποιον τον είχε πάρει ο ύπνος. Ο πιο διακεκριμένος από αυτούς, αν και ο χαρακτήρας που υποδυόταν είχε πριν το διάλειμμα σκοτωθεί, μόλις με είδε, σαν να ξαναζωντάνεψε. Σφύριξε στους άλλους και αμέσως άρχισαν ξανά να παίζουν. Προχώρησα προς τη θέση μου, την όποια όμως την είχε καταλάβει ο τύπος που πιο πριν καθόταν πίσω μου. Κάθισα στη δικιά του. Η γυναίκα, δίπλα μου τώρα πια, μου ζήτησε να της κρατάω το χέρι μέχρι να τελειώσει η ταινία, το καλοκαίρι και ολόκληρος ο κόσμος. Δέχτηκα.  

Πριν από δέκα χρόνια, Αύγουστο –πάντα Αύγουστο- είχα πάει να δω μια ταινία σε έναν κινηματογράφο συνοικιακό. Αν και η ταινία στην αρχή δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον, από ένα σημείο και μετά έγινε τόσο θανάσιμα ανιαρή, που ένιωσα να σταματάει η καρδιά μου. Ύστερα σήκωσα το βλέμμα μου πάνω από την οθόνη και άρχισα να παρατηρώ τον Αλφεράτζ, τον πιο λαμπρό αστέρι στο σύμπλεγμα της Ανδρομέδας. Ρώτησα τον τύπο που καθότανε μπροστά μου –παρέλειψα να πω ότι δεν ήμουν και τόσο μόνος τελικά- και με διαβεβαίωσε ότι αυτός όντως είναι ο Αλφεράτζ, ο αστέρας προστάτης των κλεφτών και των πορτοφολάδων.

Πριν από οκτώ χρόνια, την ώρα που γράφονται ετούτες οι γραμμές, είδα ξαφνικά ένα άλλο φως περίπου ισοδύναμο να διασχίζει τον ουρανό και να πηγαίνει καταπάνω στο αστέρι μου. Σκούντηξα τον τύπο που από το διάλειμμα και μετά καθόταν πια στην μπροστινή μου θέση. Αυτό είναι αεροπλάνο, μου απάντησε. Μα τι συμβαίνει εκεί πάνω; Πώς είναι δυνατόν; Δεν βλέπουν ότι αν συνεχίσουν την πορεία αυτή θα συγκρουστούν με τον Αλφεράτζ; Τι επιπολαιότητα! Ο τύπος γέλασε. Η γυναίκα δίπλα μου άφησε το χέρι μου και σκούπισε τα μάτια της. Ύστερα παρατήρησε την παλάμη της. Ήτανε κατακόκκινη. Κοιταχτήκαμε. Ντράπηκα.

Στο μεταξύ, στην ταινία οι ηθοποιοί είχανε πάλι σταματήσει να παίζουν και κοιτούσαν κι αυτοί τον ουρανό πάνω από τα κεφάλια τους. Κάποιοι, πιο φιλότιμοι, προσπάθησαν να εντάξουν το αστρικό επεισόδιο στην εξέλιξη του έργου – παραδόξως, με κάποιον τρόπο, ταίριαζε. Σύντομα, όμως, τα παράτησαν κι αυτοί και άρχισαν να βάζουνε στοιχήματα για το αν θα γίνει τελικά ή θα αποφευχθεί η σύγκρουση. Ο τύπος μπροστά μου σηκώθηκε και φώναξε: Μα τι βλακείες είναι αυτές; Τι έχετε πάθει όλοι σήμερα; Ο πιο διακεκριμένος από τους ηθοποιούς τού απάντησε στον ίδιο τόνο. Ο τύπος έσφιξε τις γροθιές του και κινήθηκε προς την οθόνη. Ο ηθοποιός έβγαλε τα γυαλιά και το σακάκι του. Οι υπόλοιποι μπήκαν ανάμεσά τους για να αποτρέψουν τα χειρότερα – κι ας ήταν όλα από την αρχή ξεκάθαρα προδιαγεγραμμένα.

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

ρουμπικ

διασχιζω ενα παρκο. σε ενα παγκακι καθεται ενας μπαμπας με την κορη του κ προσπαθει να της μαθει να λυνει τον κυβο του ρουμπικ. η μικρη βαριεται αφορητα. παντα πιστευα οτι η λεξη ρουμπικ ειναι συντομογραφια του ρουβικωνα, του ποταμου που διεσχισε ο ιουλιος ο καισαρας πριν παει να πλακωθει με τον πομπηιο κ αναφωνησε τοτε το περιφημο: "ο κυβος εριφθη". κυβος, ρουβικωνας, ρουμπικ.. τελος παντων, καμια σχεση. απλη συνωνυμια. ρουμπικ λεγοταν ο ουγγρος αρχιτεκτονας που τον επινοησε. ενταξει, συμβαινουνε αυτα, δεν βαριεσαι.
λιγο παρακατω, σε αλλο παγκακι, ενας τυπος μονος του. με κοιταζει σαν κατι να του θυμιζω. οποτε μου συμβαινει αυτο, νιωθω την υποχρεωση πως πρεπει πρωτος εγω να θυμηθω απο πού γνωριζομαστε με τον εκαστοτε αλλον. τελικα, μολις φτανω διπλα του ακριβως, ο τυπος με ρωταει αν εχω να του δωσω ενα τσιγαρο. του δινω εμφανως μαλλον ξενερωμενος που δεν ακολουθησε καποια σπαρακτικη διαδικασια αναγνωρισης. αυτος το καταλαβαινει κ κανει ο,τι μπορει για να επανορθωσει. "δεν μου λες, ρε φιλε", με ρωτα, "αυτος εκει, στο αγαλμα, ποιος ειναι;" γυριζω κ βλεπω μια προτομη του σατωμβριανδου. δηλαδη, ενταξει, θα μπορουσε να ειναι του οποιουδηποτε, αλλα το γραφει κιολας απο κατω. ο τυπος, αν δεν ειναι αναλφαβητος, μου κανει πλακα μαλλον. επειδη δεν θελω να μαλωσουμε -κανει κ τοση ζεστη- περιοριζομαι στο να του δωσω τη σωστη απαντηση κ να ξεχασω το ολο επεισοδιο. "ο σατωμβριανδος", του λεω. "α, μπραβο", μου απανταει αυτος, "κ ελεγα.. τι μου θυμιζει.."
λιγο πριν βγω απο το παρκο, βρισκω ενα παγκακι αδειο κ αποφασιζω να κατσω κ να σκεφτω λιγο το μελλον μου. βγαζω να καπνισω κ εγω, αλλα δεν εχω κ πολυ ορεξη κ τελικα δεν το αναβω. δεν ξερω, αν ειχα τωρα εναν κυβο του ρουμπικ, μπορει να δοκιμαζα κ να τον λυσω. εχω δει κατι βιντεο με διαφορους εξυπνακηδες που τον λυνουν μεσα σε ελαχιστα δευτερολεπτα, ενω ταυτοχρονα κανουν θαλασσιο σκι, πεφτουν με αλεξιπτωτο ή καθαριζουν φασολακια. εγω, θα ξεκινουσα πιο ταπεινα. θα εβαζα εναν πιο ρεαλιστικο στοχο. ασπουμε, μεχρι να ξυπνησουνε οι προτομες των φιλελληνων μες στα παρκα κ αρχισουνε να προσπαθουν να θυμηθουν πώς διαολο βρεθηκαν εδω περα

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

ζαρια

δυο παιζουν στο καφενειο ταβλι. ο ενας ειναι ο καφετζης. ο αλλος, ο πελατης, σε καθε ζαρια που φερνει αναφωνει: "μα, τι ατυχια ειναι αυτη;" ο καφετζης δεν δινει σημασια. ξερει καλα πως τιποτα σε αυτον τον κοσμο δεν ειναι αποτελεσμα συμπτωσεων, αλλα σκληρης δουλειας, στρατηγικης, μεθοδου. ακομα κ οι ηττες ή μαλλον ειδικα αυτες. ολες οι ηττες στη ζωη του, αλλωστε, υπηρξαν αψογα δουλεμενες.
καποια στιγμη ο πελατης τον ρωτα: "ρε συ, ποσο-ποσο ειμαστε,;" "εξηνταδυο-εξηνταδυο, ζωη να εχουμε", του απαντα ο καφετζης. ο πελατης τον κοιταζει απορημενος. "σειρα ειμαστε, ρε, το ξεχασες;". ο πελατης χαμογελα. αν το ακουγε για πρωτη φορα αυτο το αστειο ισως κ να γελουσε.
τελευταια ζαρια. τελευταια του ευκαιρια να προηγηθει. τελευταια ελπιδα να αλλαξει κατι σε αυτον τον αδικο τον κοσμο. κουναει τα ζαρια μεχρι αυτα να ζαλιστουν κ υστερα τα ριχνει. το ενα, αυτο που πεφτει μεσα, ειναι εξι. το αλλο, αυτο που φευγει μακρια, δεν προκειται να μαθουμε ποτε. το ζαρι πεφτει, χτυπαει καπου, εξοστρακιζεται, εκτοξευεται, εξαφανιζεται απο προσωπου γης, βγαινει εκτος ατμοσφαιρας κ υστερα μπαινει σε τροχια κ συνεχιζει να παρακολουθει απο εκει ψηλα τα τεκταινομενα.
"τωρα τι κανουμε; το ληγουμε;" ρωταει ο πελατης. "οχι, ρε συ, απο τωρα;" του απαντα ο καφετζης. "ακομα νεοι ειμαστε"

Τρίτη 27 Ιουνίου 2023

διαίρεση

Σύμφωνα με ένα από τα πιο περίφημα παράδοξα του Ζήνωνα του Ελεάτη, ο Αχιλλέας αποφάσισε, λέει, να συμμετάσχει σε έναν αγώνα δρόμου με αντίπαλο μια χελώνα. Ο σούπερ σταρ της ελληνικής μυθολογίας, ο οποίος φημιζότανε για το φερ πλέι του, έδωσε ένα μικρό προβάδισμα στο συμπαθές ερπετό και ξεκίνησε να τρέχει μόνο όταν αυτό έφτασε στα μισά της προκαθορισμένης απόστασης. Όταν, όμως, έφτασε εκεί, στου δρόμου τα μισά, η χελώνα, που στο μεταξύ συνέχιζε να προχωρά, είχε ήδη φτάσει λιγάκι παρακάτω και τώρα ο γιος της Θέτιδας έπρεπε να καλύψει μια νέα απόσταση προκειμένου να τη φτάσει. Και επειδή, ως γνωστόν, ο χώρος -όπως και η ντροπή, άλλωστε- μπορεί να διαιρεθεί σε άπειρα μέρη, η χελώνα εξακολούθησε να προπορεύεται και ο ήρωάς μας, που ένα θέμα με τη διαχείριση του θυμού όσο νάναι το είχε, τα πήρε στο κρανίο και εγκατέλειψε τον αγωνιστικό χώρο βρίζοντας θεούς και ημίθεους.
Να πούμε εδώ, βέβαια, ότι ο συλλογισμός του Ζήνωνα κινείται, ως συνήθως, στο ιδεατό πεδίο της λογικής και όχι σε αυτό της ζώσας εμπειρίας. Έτσι, στο μεν πρώτο μπορεί η χελώνα να κέρδισε τελικά και να προκρίθηκε στην επόμενη φάση όπου αντιμετώπισε τον λαγό στον μύθο του Αισώπου, στη δε δεύτερη, ωστόσο, ο Αχιλλέας είχε στην πραγματικότητα στήσει τον αγώνα προκειμένου να κερδίσει στον παράνομο στοιχηματισμό ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, το οποίο και σκόπευε να διαθέσει για να καλύψει το χρέος της ΔΕΥΑΦ (Δημόσια Επιχείρηση Ύδρευσης Αρχαίας Φθίας), αλλά δυστυχώς υπέκυψε στον πειρασμό και παρήγγειλε με απευθείας ανάθεση, εννοείται, να του φτιάξουν κάτι ωραιότατα ξώφτερνα σανδάλια. Και η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή, νομίζω.

Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

τσιρκο

περιμενω στο φαναρι. εχει κινηση. καθε φορα που αναβει πρασινο περναει μονο ενας. μπροστα μου, στη διαβαση ειναι ενας ακροβατης. οσο κραταει το κοκκινο κανει το νουμερο του με κατι μπαλες χρωματιστες κ υστερα μαζευει απο τους οδηγους ο,τι εχουν ευχαριστηση.
"ζογκλερ", με διορθωνει ο συνοδηγος.
"τι πραγμα", τον ρωταω.
"ζογκλερ ειναι, ρε ασχετε. ακου εκει ακροβατης. σιγα μην ειναι κ κλοουν".
"ναι, ενταξει, εστω", του απαντω εκνευρισμενος, καθως σκεφτομαι πως ειμαι μεσα στο αμαξι μονος μου κ πλεον οταν πηζω στην κινηση, στους δρομους, δεν πιανω κουβεντα με τον εαυτο μου απλως, αλλα να μου τη λεω κιολας.
το φαναρι αναβει πρασινο. φευγουν ολοι οι μπροστινοι μου. στο τσακ δεν το προλαβαινω εγω. τωρα παρακολουθω απο κοντα το σοου.
"εχεις κανενα κερμα", τον ρωτω.
"οχι, μοναχα καρτα".
θεε μου, τι ψευτης, σκεφτομαι.
το νουμερο ολοκληρωνεται. ο θηριοδαμαστης των φαναριων, αφηνει τις μπαλες τις χρωματιστες να αιωρουνται πανω απο τη διαβαση, ερχεται στο παραθυρο κ μου χαριζει ολη την εισπραξη της μερας

Τρίτη 30 Μαΐου 2023

συνταξιμα

μια παρεα παιδιων παιζει μπαλα στην πλατεια. καποια στιγμη, ενα απο αυτα βαραει ενα σουτ αλλα αστοχει κ οι φιλοι του αρχιζουν να το κοροϊδευουν. το παιδι δικαιολογειται λεγοντας πως αν φορουσε τα καινουρια του παπουτσια, δωδεκα γκολ θα ειχε βαλει σημερα, τουλαχιστον. ε, κ γιατι δεν πας να τα φορεσεις, του λενε, διπλα ειναι το σπιτι σου. μα αμα τα βαλω κ παιξω με αυτα, δεν θα ειναι πια καινουρια. η παρεα προβληματιζεται με αυτο που ακουει. το παιχνιδι διακοπτεται κ αρχιζουν να το κουβεντιαζουν. "βλακειες λεει ο φιλος", υποστηριζει καποιος. "ενταξει μπορει τα παπουτσια να παψουν να ειναι ολοκαινουρια, σε καθε περιπτωση ομως, θα ειναι καινουριοτερα απο αυτα που ηδη φοραει." "οχι, ενταξει, εχει μια βαση αυτο που λεει", καποιος αλλος αποφαινεται. "δεν γινεται να αντιμετωπιζουμε την καινουριοτητα ως σχετικο μεγεθος. κ μονο αν βγουν απο το κουτι τους τα παπουτσια, χανουν για παντα αυτην την ιδιοτητα." "ναι, αλλα για μια στιγμη", ισχυριζεται ενας τριτος. "το ζητουμενο ειναι η αποτελεσματικοτητα των παπουτσιων. αν οντως μπορει να βαλει δωδεκα γκολ με αυτα, η αγορα τους -η πραξη, δηλαδη, που τα κατεστησε για αυτον καινουρια- δικαιωνεται. με αλλα λογια, θα εχουν βγαλει τα λεφτα τους, πριν καν προλαβουν να παλιωσουν." "εγω παιδια, παντως", ενας τεταρτος πεταγεται, "λεω να αφησουμε τη μπαλα κ να γυρισουμε ολοι στα σπιτια μας κ να διαβασουμε, να μορφωθουμε, να τελειωσουμε το σχολειο, να μπουμε στο πανεπιστημιο, να βγουμε στην αγορα εργασιας, να συγκεντρωσουμε τα απαιτουμενα συνταξιμα ενσημα, κ πρωτα ο θεος ναμαστε καλα, ξαναμαζευομαστε εδω οταν θα ειμαστε κωλογεροι κ τοτε το ξανασυζηταμε." "εκπληκτικη ιδεα", φωναζει η μπαλα κ παιρνει φορα απο μονη της, πεφτει πανω σε μια παρακειμενη τζαμαρια κ τη σπαει

Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

το χρεος

στεκεται μπροστα στο αμαξι του κ μιλαει στο κινητο του. η πορτα του αμαξιου μισανοιχτη. ηταν ετοιμος να μπει κ να αναχωρησει, αλλα το τηλεφωνημα τον προλαβε. κραταει τη συσκευη μπροστα στο προσωπο του κ εχει βαλει ανοιχτη ακροαση. απο την αλλη ακρη της γραμμης ακουγεται μια γυναικεια φωνη να λεει: "αν δεν το κανεις εσυ, κανενας δεν θα το κανει". ο αντρας κοιταζει το ηχειο σαν να περιμενει να βγει κατι ακομα απο εκει μεσα. το ηχειο ομως μενει σιωπηλο. η γυναικα περιμενει μιαν απαντηση. "αν δεν το κανω εγω, δεν θα το κανει κανενας αλλος", σκεφτεται ο ανδρας κ αρχιζει να συνειδητοποιει το μεγεθος της αποστολης του. οχι, ποτε δεν ονειρευτηκε να αναλαβει ενα τετοιο χρεος. ποτε δεν ζηλεψε καποιο ηρωικο ιδανικο. μα τωρα που νιωθει το αβασταχτο βαρος της ευθυνης, γνωριζει πολυ καλυτερα απο τον καθενα πως δεν μπορει να αποποιηθει τον ρολο που του επιφυλαξε η μοιρα για να παιξει. κ ας εχει ξεκινησει για αλλου. κ ας βρισκεται ηδη με το ενα ποδι μεσα στο αυτοκινητο του. "ελα, με ακους; εισαι εκει;" ακουγεται παλι η φωνη της γυναικας. ο αντρας παιρνει μια βαθια ανασα σαν να θυμαται ξαφνικα πως χρειαζεται οξυγονο για να ζησει, για να αντεξει στην περιπετεια αυτη που ονομαζεται ζωη διπλα σε αλλους ανθρωπους. κ υστερα κλεινει την πορτα αποφασιστικα, κλεινει κ την ανοιχτη ακροαση, φερνει τη συσκευη στο αυτι του κ απανταει: "ενταξει, ρε αλεξανδρα. θα γυρισω κ θα το απλωσω το πλυντηριο. ενταξει, ενταξει"

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

καλες πραξεις

την κυριακη, εκει οπου περπατουσα, ειδα μια ηλικιωμενη κυρια να στεκεται διπλα σε εναν καδο σκουπιδιων κ να κοιταζει μεσα με απογνωση. οταν πλησιασα αρκετα, σαν να συνηλθε καπως. μου χαμογελασε, μου εδειξε τη σακουλα που κρατουσε κ μου ειπε: "μα τι χαζη που ειμαι.. αντι για τα σκουπιδια, πεταξα την τσαντα μου". προσφερθηκα για να τη βοηθησω, αλλα οσο παλευα να ανασυρω την τσαντα απο τον πατο του καδου οπου βρισκοταν, την ακουσα να λεει "αχ, λιγο πιο ψηλος να ησουν θα την εφτανες" κ οσο ναναι λιγακι εκνευριστηκα. οταν τα καταφερα τελικα, η κυρια με ευχαριστησε κ εφυγε, κρατωντας στο ενα χερι της την τσαντα κ στο αλλο τη σακουλα με τα σκουπιδια, που παιζει να επεστρεψαν στο σπιτι της
σημερα, με σταματησε καποιος στον δρομο κ μου ζητησε ενα ευρω που του ελειπε για να βγαλει εισιτηριο για το παρισι

Σάββατο 8 Απριλίου 2023

το παρασημο

κατω στον δρομο περναει καποιος παιζοντας ακορντεον. η μελωδια γνωριμη, αν κ με τον τροπο που την αποδιδει την εχει κανει δικια του κ του δρομου. απο ψηλα ακουγεται μια φωνη ηλικιωμενη: "ε, εσυ.. μουσικε.. στασου λιγο". ο μουσικος κοντοστεκεται. μαζι του κοντοστεκεται κ το κομματι του. η γηραια κυρια στο απεναντι μπαλκονι κραταει στο χερι ενα πενταευρω. παιρνει ενα μανταλακι απο την απλωστρα της, το μαγκωνει για να μην το παρει ο αερας κ το πεταει στον δρομο. ο μουσικος σκυβει κ το μαζευει. βαζει το χαρτονομισμα στην τσεπη κ υστερα, καπως αμηχανος, δειχνει το μανταλακι στη γυναικα. "κρατα το", του φωναζει αυτη κ του χαμογελαει. αυτος βαζει το μανταλακι πανω στο στηθος, στο πουκαμισο κ αρχιζει να παιζει παλι. απο ψηλα το μανταλακι μοιαζει με παρασημο. απο απεναντι η γιαγια μοιαζει ερωτευμενη

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

ειναι κατι αποψε;

στη γειτονια οπου μενω υπαρχει ενα περιπτερο που παραμενει ανοιχτο ολο το εικοστετραωρο. διπλα στο περιπτερο βρισκεται μια σταση των αστικων λεωφορειων. αναμεσα στη σταση κ το περιπτερο ειναι ενα παγκακι. στο παγκακι αυτο καθεται ολα σχεδον τα βραδια ενας τυπος, πινει μπυρες κ συζηταει μονος του. καμια φορα του απανταει ο περιπτερας - συνηθως για να του βαλει τις φωνες, να μην ενοχλει με τον μονολογο του τους πελατες του. πιο σπανια πιανουν κουβεντα μαζι του καποιοι απο αυτους που περιμενουν το λεωφορειο, μαλλον για να περασουνε την ωρα τους.
χθες αργα μεσα στη νυχτα, που κατεβηκα να παρω κ εγω κατι για να πιω, τον πετυχα πρωτη φορα να ειναι σιωπηλος, πραγμα που μου εκανε εντυπωση. σχεδον θα ελεγα πως ανησυχησα. ρωτησα τον περιπτερα κ μου ειπε.
λιγη ωρα νωριτερα ειχανε, λεει, μαζευτει μπροστα στη σταση ενα σωρο κοριτσια, ντυμενα, στολισμενα, ετοιμα για τη βολτα του σαββατοβραδου. ο τυπος φανηκε να αναστατωνεται κ αρχισε να αναρωτιεται φωναχτα: "μα πού πανε ολες αυτες; τι γινεται αποψε;" ο περιπτερας τού επεσημανε πως ειναι σαββατο βραδυ, αλλα η εξηγηση αυτη του τυπου δεν του φανηκε αρκετη, οποτε αποφασισε να διαλευκανει μονος του το μυστηριο. ετσι, πλησιασε τα κοριτσια κ αρχισε να τα ρωταει: "μα πού πατε, ρε κοριτσια; τι γινεται; ειναι κατι αποψε;"
καποια απο τα κοριτσια -που να πουμε εδω πως δεν αποτελουσανε κοινη παρεα- γελασαν. καποια αλλα αδιαφορησαν. δυο ομως απο αυτα θεωρησαν σωστο να του απαντησουν: "παμε στο παρτυ μιας φιλης μας, που εχει τα γενεθλια της". ο περιπτερας ειδε τοτε τον τυπο να εκπλησσεται κ να μελαγχολει ταυτοχρονα, χωρις ομως να μπορει να πει με σιγουρια αν εφταιγε το περιεχομενο της απαντησης ή το ιδιο το γεγονος πως του εδωσαν καποια σημασια επιτελους. "σε παρτυ, ε; εγω δεν εχω παει ποτε σε παρτυ στη ζωη μου", τους ειπε κ γυρισε στη μπυρα του κ στο παγκακι του. τωρα, ομως, ηταν η σειρα των κοριτσιων να προβληματιστουνε. κοιταχτηκαν, καπως συνεννοηθηκαν μεταξυ τους συνωμοτικα κ υστερα γυρισαν προς τον τυπο κ του ειπανε: "ε, ελα μαζι μας τοτε".
η διηγηση του περιπτερα εδω διακοπηκε αποτομα, καθως δυο αλανια ηρθαν για να ψωνισουνε. καθως ο περιπτερας τούς εδινε τα ρεστα, ακουσα τον εναν να προσπαθει να πεισει τον αλλον πως πρεπει οπωσδηποτε να παει να ψηφισει στις εκλογες κ πως δεν πρεπει να αντιμετωπιζει τοσο χαλαρα το μελλον του. "ποιο μελλον, ρε; με δουλευεις;" του απαντησε ο αλλος, "το μελλον δεν υπαρχει". τα δυο αλανια εφυγαν κ εγω γυρισα στον περιπτερα γεματος αγωνια.
"κ αυτος τι εκανε; πηγε μαζι τους τελικα;"
"σιγα μην πηγαινε. μιλαμε, οσα χρονια τον ξερω, παιζει να μην εχει απομακρυνθει απο το οικοδομικο τετραγωνο."
"κ στα κοριτσια τι ειπε;"
"τι να πει; σηκωθηκε απο το παγκακι, κεραυνοβολημενος κ μεχρι να καταφερει να βαλει τρεις στη σειρα, ηρθε το λεωφορειο."
"κ δηλαδη, δεν ειπε τιποτα;"
"πώς.. ειπε. εδειξε στα κοριτσια τα ρουχα, τα παπουτσια του κ τους απολογηθηκε.. πού να ερθω ετσι μαζι σας, οπως ειμαι; ρεζιλι θα σας κανω, σιγουρα".
"ρε τον ανθρωπο.. τι επαθε", ειπα για να πω κατι.
"δεν βαριεσαι, ρε φιλε", μου απαντησε ο περιπτερας, δειχνοντας μου καπου απροσδιοριστα εξω απο το περιπτερο, "δεν βλεπεις τι γινεται; στη χωρα του χαμενου λεωφορειου ζουμε"

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023

οι κολλητοι

ειμαι στο πεζοδρομιο κ περιμενω να αναψει πρασινο για να περασω απεναντι. ερχεται καποιος και στεκεται διπλα μου ακριβως. γυριζω, τον κοιταζω. με κοιταζει κ αυτος. κοιταζομαστε. ετσι, για λιγο, φευγαλεα. για μια μολις στιγμη. δεν λεμε κατι. δεν χρειαζεται. ειμαστε απλως δυο πεζοι που στεκομαστε στην ακρια του δρομου κ περιμενουμε να αναψει πρασινο. ωστοσο, παιζει να υπαρχουν κ αλλα πραγματα που μας συνδεουν. μπορει να πινουμε κ οι δυο τον καφε μας σκετο, μπορει να εχουμε επισκεφτει και οι δυο τη λημνο το ιδιο καλοκαιρι, μπορει να ειδαμε την ιδια νυχτα, στο ιδιο σινεμα, την ιδια κωμωδια κ να ημασταν, λεει, οι μονοι μεσα στο κοινο που δεν γελασαμε. κοιταζω το κοκκινο ανθρωπακι στο φαναρι. το ανθρωπακι αυτο η τριχρονη ανηψια μου, αντι για σταματη, το λεει σταματινα. βλεπω τον τυπο διπλα μου να κοιταει το ρολοϊ του. το ξανασκεφτομαι. ναι, σιγουρα υπαρχουν κ ενα σωρο αλλα πραγματα που μας χωριζουν. εγω, ασπουμε, σε αντιθεση με αυτον, ουτε στεγαστικο δανειο εχω παρει, ουτε πηγαινω καθε δευτερη βδομαδα στο γηπεδο, ουτε χτυπησα ποτε καποιον με το αμαξι μου κ υστερα τον εγκατελειψα. κ ομως, να που τωρα βρισκομαστε εδω, ο ενας πλαϊ στον αλλον, και σε πολυ λιγο θα αρχισουμε να διασχιζουμε μαζι τον δρομο κ απο μακρια ενδεχομενως κ να μοιαζουμε σαν να ειμαστε φιλοι κολλητοι κ να βολταρουμε παρεα. η σταματινα σβηνει κ αμεσως η γρηγορια ή η γρηγορουλα -δεν ειμαι σιγουρος- φωτιζεται. ο αγνωστος κανει το πρωτο βημα. εγω μενω στη θεση μου. στο τριτο βημα ο αγνωστος γυριζει κ με κοιταζει. για μια στιγμη. για λιγο, φευγαλεα. οχι, δεν μπορω. αρνουμαι. δεν θελω καν να το διακινδυνεψω. θα μεινω κ θα περιμενω το επομενο. ετσι κ αλλιως, εγω δεν βιαζομαι. να μια ακομα διαφορα μας, αγαπητε. μακρια κ αγαπημενοι, αγνωστε

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

αντισκηνα

πριν δεκα χρονια ημουν στη μαδριτη. το σπιτι οπου εμενα ηταν κοντα σε κατι δικαστηρια. καθε φορα που περνουσα απο εκει εβλεπα εναν τυπο διαμαρτυρομενο να εχει κατασκηνωσει στο πεζοδρομιο απεξω κ να εχει ζωσει το αντισκηνο του με ενα σωρο χαρτονια που πανω τους ειχε γραψει προφανως τα αιτηματα του. την εποχη εκεινη τα ισπανικα μου περιοριζονταν στις φρασεις "una caña, por favor", "un viejo holborn amarillo" κ "la muerte me espera, antes de llegar de cordoba" -τα απολυτως απαραιτητα, δηλαδη- οποτε χωρις μεταφραση δεν καταλαβαινα για ποιον λογο διαμαρτυροταν ο ανθρωπος, αλλα ηθελα να μαθω.
ετσι, μια μερα τον πλησιασα, δηθεν πως ηθελα να φωτογραφισω τα χαρτονια του κ αυτος, ολο χαρα που καποιος ενδιαφερθηκε επιτελους για τον αγωνα του, εσπευσε να μου εξηγησει πως ο λογος που τον κατεβασε στο πεζοδρομιο ηταν το τοτε νεο οικογενειακο δικαιο της ισπανιας που περιοριζε, λεει, τα δικαιωματα των χωρισμενων πατεραδων σε σχεση με την επιμελεια των ανηλικων τεκνων τους. οσο μιλουσε εγω κουνουσα το κεφαλι μου, για να δειξω οτι τον καταλαβαινω, οτι καταλαβαινω το προβλημα του δηλαδη, καθως αφου ειδε πως ειμαι ξενος επελεξε να μου τα εξηγησει ολα στα αγγλικα ή τελος παντων σε αυτο το οπτικοακουστικο υπερθεαμα που θεωρουν πως ειναι τα αγγλικα οι ιβηρες. επισης, που κ που εβγαζα κ κατι ηχους, τυπου "χμ", "αχα", "μμμ" κ τετοια, για να δειξω οτι δεν τον καταλαβαινω απλως, αλλα οτι τον νιωθω, οτι συμπασχω με τον τροπο μου, οτι βρισκομαι ασπουμε στο πλευρο του.
"εσυ, εχεις παιδια", με ρωτησε στο τελος. "οχι", του απαντησα, καπως απογοητευοντας τον. "κ απο πού εισαι;" ξαναρωτησε. "απο την ελλαδα", του ειπα εγω περηφανος. κ τοτε, στο ακουσμα κ μονο του λικνου της δημοκρατιας κ του δυτικου πολιτισμου, ο τυπος αλλαξε χιλια χρωματα. ντραπηκε, εσκυψε το κεφαλι του, πεταξε μεσα στη σκηνη το χαρτονι που κρατουσε κ ειπε: "με συγχωρεις, φιλε μου.. ξεχνα ολα οσα σου ειπα. εχεις πολυ πιο σοβαρα προβληματα απο το δικο μου κ εγω σε πρηζω τοσην ωρα.. εχεις να μεινεις καπου αποψε;"
επτα χρονια μετα επεσα πανω σε εναν αλλο διαμαρτυρομενο κατασκηνωτη, αυτη τη φορα στην ουασιγκτων, κ μαλιστα στο παρκο που βρισκεται απεναντι απο τον λευκο οικο κ του οποιου το ονομα αυτη τη στιγμη μου διεφευγει. εκει δεν χρειαστηκα βοηθεια για να διαβασω τα χαρτονια της διαμαρτυριας του. ηταν ενας βετερανος του πολεμου στο ιρακ, που αντιμετωπιζε σοβαρα προβληματα υγειας κ ζητουσε ιατροφαρμακευτικη περιθαλψη. τα ειπα λιγο κ με αυτον κ οταν με ρωτησε where am I from, για να μην εχουμε παλι προβληματα, του ειπα πως ειμαι απο το μπρααβος, αλλα τα τελευταια χρονια ζω στο πεντος, κ ξεμπερδεψα. διπλα του ηταν ενας αλλος τυπος που απλως ζητιανευε. ειχε κ αυτος ενα χαρτονι που εγραφε: "too dumb to steal too ugly to prostitute"

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023

στο αθορυβο

πινω καφε σε ενα μαγαζι. στο διπλανο τραπεζι μια ηλικιωμενη κυρια διαβαζει εφημεριδα. καποια στιγμη νιωθω πως κατι θελει να μου πει. γυριζω, την κοιταζω κ βλεπω οτι δεν μιλαει σε μενα, αλλα διαβαζει ψιθυριστα το αρθρο που βρισκεται κατω απο τα ματια της. θυμαμαι πως κ η γιαγια μου, καμια φορα, διαβαζε καπως ετσι τους υποτιτλους απο τα ξενα σηριαλ που παρακολουθουσε κ καπως με την αναμνηση αυτη, ασπουμε, συγκινουμαι.
λιγο μετα, ομως, που αρχιζω κ ξεχωριζω μεσα απο το μουρμουρητο της καποιες λεξεις, κ κυριως οταν προσεχω τον τροπο που τονιζει καποιες απο αυτες, ενω αλλες μοιαζει σαν να τις αποσιωπα, να τις εξαφανιζει, συνειδητοποιω οτι η γυναικα αυτη στην πραγματικοτητα δεν διαβαζει την εφημεριδα της, αλλα μαλλον προσευχεται ή απαγγελει, ξερωγω, καποιο ξορκι μαγικο που οταν το ολοκληρωσει, θα αποκαλυφθει πως ολα οσα ειναι γραμμενα εκει μεσα, ολη η επικαιροτητα, ολοκληρη αυτη η φρικιαστικη, φαιδρα ειδησειογραφια δεν ειναι πλεον παρα ενα ονειρο, μια σκια, μια πλανη. βεβαια, και η γιαγια μου, τωρα που το ξανασκεφτομαι, ισως δεν ηταν οι υποτιτλοι της τηλεορασης αυτο που την ακουγα καμια φορα να επαναλαμβανει, αλλα, ποιος ξερει, μπορει να προσπαθουσε να μας πει πού ειχε κρυψει καποιον θησαυρο ή ποτε, ποια μερα κ ωρα ακριβως θα καταστραφει ο κοσμος ή ποιο σταληθεια ειναι το νοημα της ζωης ή κατι τετοιο τελος παντων, μεχρι που μια μερα εφυγε κ πηρε το οποιο μυστικο μαζι της.
απο αυτες τη σκεψεις ερχεται να με βγαλει ο γιος της διπλανης κυριας, που φτανει καποια στιγμη στο μαγαζι, καπως εκνευρισμενος. "ελα, ρε μανα... γιατι δεν το σηκωνεις το τηλεφωνο; δεκα φορες σε πηρα...", της λεει κ τραβαει καρεκλα για να κατσει. "με συγχωρεις, αγορι μου", του απανταει εκεινη, ριχνοντας μια ματια στην απαρχαιωμενη συσκευη της, "δεν το ακουσα, γιατι σας εχω βαλει ολους στο αθορυβο"
x

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2023

γαμω

εχω κατεβει στην αγορα κ παω να παρω το αμαξι μου για να γυρισω σπιτι. δεν εχω ψωνισει τιποτα. βασικα, δεν βγηκα καν για να ψωνισω. τελος παντων, μπαινω στο αμαξι κ ξεκιναω να γυριζω προς το σπιτι. καποια στιγμη -δεν εχω απομακρυνθει κ πολυ- βλεπω ενα αλλο αυτοκινητο να ξεπαρκαρει ακριβως μπροστα μου. εγω δεν ψαχνω για παρκαρισμα. βασικα, μολις ξεπαρκαρα απο λιγο παρακατω. αλλα κοιταζω τη θεση που αφηνει ο φιλος οδηγος κ δεν μπορω να αντισταθω - μιλαμε για θεσαρα. βγαζω αλαρμ κ ξαναπαρκαρω. ο απο πισω με βριζει για την τυχη μου. πού να ηξερε, σκεφτομαι, ενω τον παρακολουθω απο τον καθρεφτη μου χαιρεκακα. σβηνω κ κατεβαινω.
ωραια, κ τωρα τι κανω, αναρωτιεμαι βλακωδως. τη βολτα μου στα μαγαζια την εκανα. τα ψωνια που δεν σκοπευα να κανω, καταφερα τελικα κ οντως δεν τα εκανα. τους στοχους που ειχα βαλει για το εικοσιδυο σιγουρα δεν τους πετυχα - εκτος απο εναν, παλι καλα, αλλιως τωρα μαλλον δεν θα τα λεγαμε. παντως, βρηκα παρκαρισμα -κ μαλιστα πανευκολα- κ ας μην το εψαχνα, κ ας ηθελα τοσο πολυ να επιστρεψω σπιτι.
κ ενω τα συλλογαμαι ολα αυτα ελευθερα, νιωθω ενα σκουντηγμα στην πλατη. κατι θα εφαγα, σκεφτομαι, κ θα με πειραξε - δεν δινω σημασια. το σκουντηγμα, ομως, επαναλαμβανεται. γυρναω κ τι βλεπω; μια γυναικα αγνωστη -σε μενα αγνωστη, εσας μπορει κ να ειναι φιλη σας- να μου χαμογελαει. της χαμογελω κ εγω - γιορτες ειναι, δεν βαριεσαι.. η αγνωστη με το χαμογελο μού δινει το τηλεφωνο της. προς θεου.. τη συσκευη, εννοω. οχι το νουμερο. το παιρνω κ βγαζω απο την τσεπη το δικο μου. δεν θυμαμαι να ειχα βαλει μεσα στους στοχους της χρονιας το να ανταλλαξω δωρα με μιαν αγνωστη, αλλα γιατι οχι.. ενταξει. η αγνωστη, ομως, αρνειται την ανταλλαγη κ μου ζηταει μονο να τη βγαλω μια φωτογραφια. "οκευ", της λεω, "το εχω, αστο πανω μου". παω να σηκωσω το κινητο κ αυτη το κατεβαζει. "οχι εδω", μου λεει, "εκει, στο δεντρο, απεναντι". κοιταζω απεναντι. εχει οντως ενα δεντρο. πώς δεν το προσεξα νωριτερα; "αντε καλα", της λεω, "παμε".
περναμε παρεα απεναντι. το δεντρο, εντωμεταξυ, κομπλε.. φωτακια, γιρλαντες, αστερια, καλικατζαροι.. απο ολα εχει πανω του. εχει κ εναν αστεγο απο κατω που κοιμαται του καλου καιρου κ βλεπει μαλιστα κ ονειρο. στο ονειρο του, λεει, ειμαστε κρεμασμενοι απο το δεντρο ολοι εμεις. μιλαμε κ γαμω τα ονειρα. γαμω την κοινωνια, δηλαδη, το συστημα κ τον πολιτισμο μας. τελος παντων, πηγαινει, καθεται κ η αγνωστη απο κατω κ μου ποζαρει, σαν να μην τρεχει τιποτα. σηκωνω εγω το κινητο κ τη φωτογραφιζω. τραβαω κ καμια πενηνταρια φωτογραφιες ακομα - δεν μπορει, καποια θα της αρεσει. παω να της δωσω πισω το κινητο, με προλαβαινει παλι. "ειμαι ωραια;" με ρωτα. δεν ειμαι σιγουρος αν εννοει στη φωτογραφια ή στην πραγματικοτητα. λεω να το ρισκαρω. "πιο ομορφη απο ποτε", της απαντω, λες κ την ξερω κ απο χθες. "σε ευχαριστω", μου λεει, "θα τη στειλω στην αυστραλια στον φιλο μου". δυσκολευομαι να διαχειριστω αυτην την πληροφορια. ευχομαι αισιον κ ευτυχες το νεο ετος κ επιστρεφω στο αμαξι μου.
στο οποιο αμαξι εχω αφησει αναμμενα τα αλαρμ. καπως ετσι, νομιζω, πως περασε ολοκληρη η χρονια.. με αναμμενα τα αλαρμ, σε ολοκληρο τον κοσμο. "αντε, μπες μεσα, τελειωνε", μου λεει το αμαξι κ ανυπομονο ανοιγει την πορτα απο μονο του. "καλη ιδεα", του απαντω, κανοντας εναν διερχομενο οδηγο τρισευτυχισμενο - παιζει να ειναι ο ιδιος που λιγο πριν με εβριζε. αντε, κ του χρονου.. μπαινω