Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

προσωρινά

καμιά φορά
μας λείπουν λέξεις
κι όμως συνεννοούμαστε

*

αν θες αλήθεια
να μιλήσουμε για προοπτική
κάτσε όσο πιο ψηλά μπορείς
και κοίτα με
καθώς θα ανεβαίνω

*

πώς γίνεται να ταξιδεύω διαρκώς
και η απόσταση να παραμένει ίδια;

*

αντί για άμμο
οι κλεψύδρες μου έχουν
στάχτη από τσιγάρο

*

γράφω πάντα καπνίζοντας
κι όμως ακόμα
φωτιά δεν έχω βάλει

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

δύο στην πόρτα

βγαίνω στην πόρτα να καπνίσω, από μπροστά μου περνάνε ομπρέλες και κουκούλες και κάτι φάτσες βροχερές και κάτι μάτια πολύ συννεφιασμένα, λίγο μετά περνάει και ένας τύπος ασκεπής, υπαίθριος, ακάλυπτος, προχωράει μέσα στη βροχή και γελάει μόνος του, σαν να θυμήθηκε ένα αστείο που του είχαν πει πριν από χρόνια και δεν μπόρεσε να κρατηθεί, να περιμένει, να πάει μέχρι το σπίτι του και να γελάσει εκεί ιδιωτικά, χωρίς κανείς να τον προσέχει, σαν να κατάλαβε μόλις το ανέκδοτο με το οποίο ξεκαρδίστηκαν οι φίλοι του χθες βράδυ και ντράπηκε να τους το πει, αλλά δεν ντράπηκε να προσποιηθεί πόσο καλά μαζί τους πως περνάει, θέλω πολύ να τον ρωτήσω τι είναι αυτό που τον έχει κάνει να γελά, θέλω, μα δεν τολμάω, προσπαθώ να μαντέψω, όπως κάνω όταν βλέπω να περνάνε από μπροστά μου άλλοι τύποι σκυθρωποί, έξαλλοι, δακρυσμένοι, προσπαθώ, μα δεν τα καταφέρνω, με τα δράματα συνήθως είναι πιο εύκολα τα πράγματα, στα αστεία είναι που συνήθως παιδευόμαστε να βρούμε τι είναι αυτό που μας συνδέει με τον κόσμο, στα αστεία είναι που για πάντα θα παραμένουμε ξεδιάντροπα ανέκδοτοι, χωρίς κανείς να μας καταλαβαίνει, κοίτα να δεις που το τσιγάρο έσβησε. κοίτα να δεις που βρέχει

*

το αγαπημένο μου παιχνίδι, όταν βγαίνω στην πόρτα να καπνίσω, είναι να ακούω τις κουβέντες των περαστικών, ιδίως εκείνων που μοιάζουν σαν να μιλάνε μόνοι τους, μα που ωστόσο απευθύνονται σε ακροατές αόρατους, κρυμμένους στο κεφάλι τους ή έστω μες στο τηλέφωνό τους, μου αρέσει να τους παρακολουθώ όπως περνούν, να αρπάζω φράσεις φευγαλέες, καμιά φορά μονάχα λέξεις αποκομμένες, στερούμενες νοήματος, και ύστερα να τις πιάνω, να τις ενώνω, να τις συναρμολογώ, να φτιάχνω ιστορίες, μες στις οποίες συμμετέχουν όλοι τους, μες στις οποίες όλοι τους παλεύουν, υποφέρουν, χάνουν, κερδίζουν, συμβιβάζονται, ελπίζουν, ξαναχάνουν, αυτοί απλώς περνάνε από δίπλα μου, πάντα ανυποψίαστοι, πάντα αθώοι, αφελείς, ανήμποροι να φανταστούν ότι αυτός ο τύπος που έχει βγει στην πόρτα να καπνίσει, αυτός εδώ ο άνθρωπος άλλη δουλειά δεν έχει από το να κλέβει των άλλων τις ψυχές, μήπως και σώσει έτσι τη δική του

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

τα καρτοτηλεφωνα της πλατειας αμερικης

τελη της δεκαετιας του '90. βρισκομαι στην αθηνα κ φιλοξενουμαι σε ενα σπιτι στην πλατεια αμερικης. ακομα δεν εχω αποκτησει κινητο κ ετσι κυκλοφορω παντα με μια τηλεκαρτα. πανω στην πλατεια αμερικης υπηρχαν τοτε τεσσερα καρτοτηλεφωνα. στα παγκακια διπλα απο αυτα καθε απογευμα μαζευονταν ολοι οι ξενοι που ζουσαν γυρω απο την πλατεια κ ελεγαν τα νεα τους. καθε φορα που περνουσα απο διπλα τους, ακουγα αυτην την πολυγλωσση βαβουρα κ χαιρομουν που εμενα κ εγω σε μια τοσο κοσμοπολιτικη γειτονια. γιατι αν δεν ειναι αυτο κοσμοπολιτισμος, τοτε τι ειναι; τα παρτυ στα ιλουστρασιον νησια; το ντρεσ κοουντ στα καζινα; οσο βραδυαζε κ ερχοντουσαν ολο κ περισσοτεροι να προστεθουν στη γενικη συνελευση των ηνωμενων εθνων της κατω κυψελης, τοσο μεγαλωναν κ οι ουρες πισω απο τα καρτοτηλεφωνα.
ενα βραδυ, που βρισκομαι κ εγω εκει, αναμεσα τους, κ περιμενω με την τηλεκαρτα στο χερι να ερθει η σειρα μου, ξεσπαει μπροστα μου απο το πουθενα ενας καυγας. ενας τυπος, με ολες τις φλεβες στο λαιμο του τεντωμενες, φωναζει στα ελληνικα σε εναν αφρικανο, αλλα ουσιαστικα απευθυνεται σε ολοκληρο τον κοσμο. λεει οτι δεν ειναι δυνατον αυτος που ειναι ελληνας πολιτης, που πληρωνει φορους κ εχει υπηρετησει στον στρατο, να περιμενει μια ωρα για να παρει ενα γαμωτηλεφωνο. οι ξενοι δεν του απαντουν. ο αφρικανος, μαλιστα, του δινει το ακουστικο κ του παραχωρει με σκυμμενο το κεφαλι τη σειρα του. οι ξενοι δεν βγαζουνε μιλια. θα ελεγες οτι κρατανε την ανασα τους. οι δικοι μας, ομως, αντιδρουν. οσοι ηδη βρισκονται εκει κοντα, αλλα κ αλλοι που ακουν τη φασαρια κ πλησιαζουν, εστω απο περιεργεια, αρχιζουν να επιτιθενται στον στρατευμενο κ φορολογουμενο συμπατριωτη τους. "τι πραγματα ειναι αυτα; θα επρεπε να ντρεπεσαι", του λενε. αυτος ειναι πλεον εξαλλος. ουρλιαζει, βριζει, απειλει. το ακουστικο κοντευει να σπασει μες στη σφιγμενη του γροθια.
κ τοτε, μεσα απο το πληθος βγαινει μια κυριουλα φορτωμενη με ενα σωρο σακουλες απο το σουπερμαρκετ. "τι κανεις εδω;" του λεει, "δεν εχουμε στο σπιτι μας τηλεφωνο; ρεζιλι μας εκανες παλι.. θα τον πεθανεις τον πατερα σου." αμεσως εξαφανιζονται οι φλεβες απο τον λαιμο του οργισμενου νεου. το προσωπο του απο κατακοκκινο γινεται ασπρο σαν το χαρτι των βιβλιων που δεν τολμησε ποτε του να διαβασει. αφηνει το ακουστικο κ βουρκωμενος σχεδον παιρνει τον δρομο για το σπιτι. η κυριουλα τον ακολουθει σκορπωντας ξοπισω της συγγνωμες, οπως σκορπουσε στο παραμυθι ψιχουλα ο κοντορεβυθουλης. να βρει τον δρομο της ξανα, να βγει κ αυριο περηφανη εξω, στην κοινωνια.
στην ιδια κοινωνια ακριβως οπου μολις 20 χρονια μετα ισως οι πιο πολλοι εβρισκαν την κυριουλα γραφικη κ υποστηριζαν τον εξαλλο γιο της με λογια κ με πραξεις. δεν μπορω να πω με σιγουρια τι εγινε μεσα σε αυτα τα χρονια κ εχουν αλλαξει τοσο του κοσμου οι συμπεριφορες. δεν ξερω, μπορει κ να φταιει που τωρα πια ολοι εχουμε κινητα κ δεν χρειαζεται να περιμενουμε παρεα με τους ξενους σε κοινες ουρες πισω απο τα καρτοτηλεφωνα