Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

ο θερισμός

Είμαι το μεγαλύτερο αστυνομικό δαιμόνιο που έχει περάσει από τον χώρο της λογοτεχνίας. Είναι αναρίθμητα τα εγκλήματα που έχω εξιχνιάσει. Τόσο πολλά που κάποτε κι εγώ ακόμη απορώ. Πότε πρόλαβα; Τα περισσότερα από αυτά τα έχω σχεδόν ξεχάσει. Όταν καμιά φορά με σταματούν άγνωστοι στον δρόμο ή σε καμιά σκοτεινή και ξεχασμένη σελίδα, για να με συγχαρούν για κάποια παλιά μεγάλη επιτυχία, αισθάνομαι εξαιρετικά αμήχανα. Επειδή είμαι ευγενικός άνθρωπος, συνήθως προσποιούμαι πως θυμάμαι. Αφήνω τους άγνωστους να μου σφίξουν το χέρι και να με κοιτάξουν στα μάτια με θαυμασμό. Κι έπειτα ανεβάζω τους γιακάδες μου και φεύγω μακριά τους βιαστικά. Τι να κάνω; Δεν θέλω να περάσω στην ιστορία ως το πιο ξεχασιάρικο αστυνομικό δαιμόνιο της λογοτεχνίας.
Για όλα αυτά, βέβαια, υπεύθυνος δεν είναι παρά ένας και μόνο άνθρωπος. Ο συγγραφέας που με εμπνεύστηκε και με εκμεταλλεύεται τόσα χρόνια. Απογοητευμένος που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει ο ίδιος αστυνομικός επιθεωρητής ή ντετέκτιβ ή κάτι τέτοιο, έφτιαξε εμένα. Με προίκισε με ένα σωρό σπάνιες ικανότητες, δε λέω. Πιο έξυπνος ήρωας από εμένα δεν έχει περάσει από την παγκόσμια αστυνομική λογοτεχνία. Όχι, αχάριστος δεν είμαι. Κι o πιο ακούραστος. Χωρίς πλάκα. Όλου του κόσμου οι αστυνομίες αμφιβάλλω αν κατάφεραν ποτέ τόσο πολλά μυστήρια να διαλευκάνουν. Όσα με έβαλε ο συγγραφέας μου να λύσω. Και με έφτιαξε και γενναίο πολύ. Ατρόμητο. Αν ήταν στον κόσμο τον πραγματικό ένας σαν κι εμένα να τα βάλει με τόσο κακό μαζεμένο, στ’ αλήθεια κακό δεν θα υπήρχε. Τέλειο με έκανε. Λίγο καλύτερη μνήμη δεν μπορούσε να μου δώσει;
Τώρα όμως που οι πιο κακοί κακοί στη φυλακή σαπίζουν κι οι πιο καλοί καλοί κοιμούνται ήσυχοι, ήρθε η ώρα το μυστικό να φανερώσω. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα κατόρθωνα ποτέ να κάνω, αν απέναντι στο δικό μου, το ακαταμάχητο αστυνομικό δαιμόνιο, δεν κρυβόταν η πιο σκοτεινή και πανούργα εγκληματική φυσιογνωμία. Γιατί έτσι είναι φτιαγμένος ο κόσμος των βιβλίων. Αλλά κι ο κόσμος ο πραγματικός δεν είναι, απ’ ό,τι έχω ακούσει, και πολύ διαφορετικός. Γιατί, αν δεν υπήρχε το κακό αντίκρυ στο καλό να το στηρίζει, κόσμοι δεν θα υπήρχαν. Κι ένας γέρος φιλόσοφος που ήρθε με έναν τόμο του βαρύ κάποτε δίπλα σε μια δική μου περιπέτεια να στηριχτεί, έλεγε πως θα ‘ρθει η ώρα που ένα θα γίνει το καλό με το κακό. Και τότε όλοι μας θα γίνουμε θεοί. Και πια, ούτε καλό ούτε κακό δεν θα υπάρχουν.
Για τη μεγάλη αυτή σκοτεινή εγκληματική φυσιογνωμία, για το υπέρτατο κακό, είχα πάντα τις υποψίες μου. Από την πρώτη μου υπόθεση. Από τότε που ο αγαπημένος μου συγγραφέας με εμπιστεύτηκε και με έσπρωξε να κολυμπήσω στα βαθιά νερά. Ήμουν πολύ νέος τότε και άπειρος. Αλλά ήμουν και τολμηρός. Και θρασύς. Και ήξερα από τότε πως τα αντανακλαστικά μου δεν πρόκειται ποτέ να με προδώσουν. Χειρίστηκα το ζήτημα με εξαιρετικό επαγγελματισμό και φαντασία δημιουργική. Κέρδισα τον σεβασμό των ανωτέρων μου αλλά και τον θαυμασμό των αναγνωστών. Έναν θαυμασμό που σύντομα έμελλε να εξελιχτεί σχεδόν σε λατρεία. Γιατί οι αναγνώστες λατρεύουν να βλέπουν τον εαυτό τους σε υπερβολή, κι εγώ αυτό τους πρόσφερα και με το παραπάνω.
Κι όμως από την πρώτη εκείνη υπόθεση –μια συνηθισμένη ιστορία εγκλήματος πάθους– κατάλαβα πως αυτός ο θαυμασμός δεν ήταν και τόσο άδολος. Είδα αναγνώστες να χαμογελάνε πονηρά αρκετές σελίδες πριν φτάσω στη λύση του μυστηρίου. Είδα και άλλους να πηδάν σελίδες, αγχωμένοι σχεδόν, και τη λύση να την επισπεύδουν, αδιαφορώντας φυσικά για τη ναυτία που μου προκαλούσαν με την πράξη τους αυτή. Τους σιχαίνομαι αυτούς τους τύπους. Μα πρόσεξα και άλλους αναγνώστες έντρομους να κλείνουν το βιβλίο στα μισά της ανάλυσης περίπου. Τη στιγμή που όλα τα στοιχεία είχαν λίγο πολύ αποκαλυφθεί και εγώ ήμουν έτοιμος να ξεκινήσω το παζλ να συμπληρώνω. Και τότε εγώ, δαίμονας πραγματικός, άρχισα τα νερά να θολώνω και να συλλαμβάνω τα μικρά ψαράκια, αφήνοντας έτσι τους καρχαρίες να πλησιάσουν πιο κοντά.
Τόσα χρόνια και τόσοι τόμοι πέρασαν κι εγώ συνέχισα, συνεπής στη στρατηγική μου. Γέμισα τα κελιά με φουκαράδες μικροκακοποιούς που απλώς έτυχε να βρίσκονται τη λάθος στιγμή σε λάθος τόπο. Έστειλα στον δήμιο ανήσυχες ψυχές, ευφάνταστες, πρόθυμες να ομολογήσουν τα πιο ειδεχθή εγκλήματα. Έναν έναν, όλους τους φακέλους που οι προϊστάμενοι και ο συγγραφέας μού ανέθεσαν, τους τακτοποίησα έτσι, ώστε όλοι τους να νιώθουν ικανοποιημένοι. Κι όμως, κανένας δεν κατάλαβε –ούτε καν ο εξυπνάκιας ο δημιουργός μου– πως εγώ κάθε φορά που έκλεινα έναν φάκελο, πλησίαζα όλο και περισσότερο το απόλυτο κακό που κρυβόταν από πίσω. Ή έστω που με κοίταζε από απέναντι, άλλοτε πονηρά, άλλοτε αγχωμένα και κάποιες φορές με τρόμο. Γλεντούσα με την ψυχή μου που έπαιζα έτσι με το κακό. Και συνέχιζα να παίζω, εκ του ασφαλούς βέβαια. Όντας χάρτινος, δεν κινδύνευα να πάθω και πολλά. Πάει καιρός που το κακό έκαιγε βιβλία για να ζεσταθεί.
Περάσανε τα χρόνια και οι τόμοι και το παιχνίδι παρακράτησε. Για το κακό δεν ξέρω, μα εγώ ήδη από καιρό το έχω βαρεθεί. Λίγο που οι ικανότητές μου άρχισαν να αμβλύνονται, λίγο που η ελαφράδα της μνήμης μου κοντεύει να με καταντήσει γραφικό. Αρκετά! Δεν παίζω άλλο. Άλλωστε τα τελευταία στοιχεία που μου έλειπαν για να στριμώξω το σκοτεινό και πονηρό αυτό μυαλό, τα μάζεψα κι αυτά. Μου τα έδωσε μονάχο του. Γέρασε κι αυτό μαζί μ’ εμένα, κι ας είμαι χάρτινος εγώ και χωματένιο εκείνο. Στο τέλος το έκανε το σφάλμα το μοιραίο. Προδόθηκε. Ξεχάστηκε ένα βράδυ και, αντί την τελευταία μου περιπέτεια να διαβάσει, άρχισε στις σελίδες μου επάνω σημειώσεις να κρατά. Την πάτησε. Με τα στοιχεία αυτά τώρα πια με τίποτα δεν γλιτώνει. Αρκετό κακό έσπειρε. Ήρθε η ώρα του θερισμού. Κι ο συγγραφέας μου ακόμα συμφώνησε και μου ‘γραψε, «Πέμψον τον δρέπανόν σου και θέρισον!» Έφτασε η ώρα την τελευταία μου αποστολή να εκτελέσω.
Εντάξει, το αναγνωρίζω. Τέλεια εγκλήματα δεν υπάρχουν. Αξίζει πάντως κανείς να προσπαθήσει. Κι εσύ προσπάθησες αρκετά. Έβαλες τον καημένο τον δημιουργό μου και μ’ έφτιαξε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν σου. Μην τυχόν σε ξεπεράσω σε ικανότητες και σε προλάβω, πριν τα σχέδιά σου εφαρμόσεις. Τόσα και τόσα εγκλήματα, δεν χόρτασες. Αν είχες αποσυρθεί νωρίτερα, τώρα θα τα πίναμε μαζί σε κάποιο μπαρ σαν φίλοι. Μα εσύ ήθελες κι άλλο. Κάθε φορά και περισσότερο. Τόσο αίμα. Τόσα δάκρυα. Μούσκεψαν οι σελίδες μου, και τώρα πια που άρχισα να γερνάω αυτή η υγρασία με τσακίζει. Τι ήθελες δηλαδή; Να με εξοντώσεις κι εμένα με τέτοιο τρόπο ύπουλο; Όχι, δεν μας αξίζει τέτοιο φινάλε. Κι άλλωστε, χωρίς εμένα τι θα έκανες; Θα είχες βαρεθεί. Κι εγώ, μη νομίζεις, για να μη βαρεθώ δεν σε είχα ως τώρα κυνηγήσει. Το ξέρω, θα μου λείψεις. Αλλά εμένα αυτή είναι η δουλειά μου. Και τίποτε άλλο δεν ξέρω τόσο καλά να κάνω.
Και μην τολμήσεις με τον συγγραφέα να τα βάλεις. Αυτός δεν είναι παρά ο δημιουργός. Και οι δημιουργοί έχουν πάντα καλές προθέσεις. Έχουν το άλλοθι το ακλόνητο πως, ό,τι κάνουν, το κάνουν από αγάπη. Κι έπειτα εσύ δεν με παρήγγειλες σ’ αυτόν να με δημιουργήσει; Το ξέρεις καλά. Έτσι είναι οι δημιουργοί, προσφορά και ζήτηση. Πάντα στης αγοράς τους νόμους υπακούνε. Φτάνει, λοιπόν! Ως εδώ! Παράτα τα! Δεν σε γλιτώνει τίποτα. Χαιρέτησε τους φίλους, τις αγάπες σου, που τόσα χρόνια τους ξεγέλαγες κι αύριο θα βγουν να πουν πως ήσουν το πιο καλό παιδί. Πως πέφτουν απ’ τα σύννεφα. Θα βρέξει ανθρώπους αύριο. Μην τολμήσεις να κάνεις καμιά τρέλα! Μην το κάνεις πιο δύσκολο ακόμα! Δείξε αξιοπρέπεια! Κάν’ το με στιλ! Πήγαινε μονάχος σου και παραδώσου τώρα! Και ομολόγησέ τα όλα! Κι αν δεν σε πιστέψουν, κι αν γελάσουν μαζί σου, πες τους πως σε στέλνω εγώ. Το μεγαλύτερο αστυνομικό δαιμόνιο που έχει περάσει από τον χώρο της λογοτεχνίας. Και ραντεβού στην κόλαση, συνεταιράκι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου