Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

πενθιμο μικρο

 πεθανε η γιαγια ενος φιλου κ μετα την κηδεια μαζευτηκαν στο σπιτι οι πιο στενοι τους συγγενεις να τους συλλυπηθουνε. ηταν ολοι τους θλιμμενοι, μα οπως συμβαινει συχνα με τους ανθρωπους που φευγουνε σε αρκετα μεγαλη ηλικια, δεν ελειπαν τα αστεια, καθως θυμοντουσαν διαφορα απο οσα ειχε πει κ ειχε κανει η γιαγια. ο μονος που εμοιαζε ξενος με το ολο σκηνικο ηταν ο παππους, ο οποιος καθοταν σε μια γωνια κ παρακολουθουσε αμιλητος κ ανεκφραστος. μονο στον εγγονο του, στον φιλο που μου ειπε αυτην την ιστορια δηλαδη, μιλουσε κ καθε φορα που περνουσε απο μπροστα του, του επιανε το χερι κ του ελεγε: "εσενα, μετα σε θελω". καποια στιγμη εφτασε η ωρα του "μετα" κ το σπιτι αρχισε να αδειαζει απο τους συγγενεις κ εμεινε μονη η οικογενεια. ο εγγονος βιαζοτανε κ αυτος να φυγει, αλλα μολις τον ειδε ο παππους να βαζει το παλτο του, τον φωναξε κοντα του κ του ειπε: "πού πας; αφου σου ειπα. περιμενε να φυγουν ολοι." ο φιλος εβγαλε το παλτο κ καθισε διπλα στον παππου, περιμενοντας να φυγουν οι γονεις κ τα αδερφια του. μολις εμειναν μοναχοι, ο παππους τιναχτηκε ορθιος, κ αφου εβαλε το δικο του το παλτο, ειπε στον εγγονο του: "αντε, σηκω, παμε". "πού;" "θα δεις. θα σου πω στον δρομο."

μπηκανε στο αυτοκινητο κ κατευθυνθηκαν προς το κεντρο. στον δρομο ο παππους εδινε συνεχεια οδηγιες. οταν εφτασαν εξω απο ενα εμπορικο καταστημα, του ειπε "εδω ειμαστε" κ του ζητησε να παρκαρει καπου εκει κοντα κ να τον περιμενει. ο παππους βγηκε απο το αμαξι κ μπηκε μεσα στο μαγαζι. ο εγγονος κοιταξε τη βιτρινα. το μαγαζι πουλουσε εσωρουχα. λιγο μετα ο παππους βγηκε κρατωντας μια μεγαλη πλαστικη σακουλα. γυρισε στο αμαξι, κ παραμενοντας ακομα πεισματικα ανεκφραστος, ζητησε απο τον εγγονο του να τον παει ξανα στο σπιτι. στον δρομο της επιστροφης κανενας δεν εβγαλε κουβεντα. μονο, λιγο πριν φτασουν, ο φιλος δεν αντεξε, γυρισε κ τον ρωτησε: "τι πηγες κ ψωνισες, ρε παππου; γιατι ηταν τοσο επειγον;" "σλιπ", του απαντησε ο παππους, "η συγχωρεμενη μονο σωβρακα με αφηνε να φοραω." κατι χοντρες σταγονες αρχισαν να βαρανε πανω στο παρμπριζ. ο φιλος ανοιξε τους υαλοκαθαριστηρες. ο παππους εβγαλε τα γυαλια του κ τα σκουπισε πανω στη μαυρη του γραβατα

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

ο συναδελφος

πολλα χρονια πριν. ταξιδευω νυχτα με το κτελ για την αθηνα. μισοκοιμαμαι. καποια στιγμη χτυπαει το τηλεφωνο μου. μεχρι να το βρω κ να απαντησω ο ηχος του εχει ξυπνησει αρκετους τριγυρω μου. μιλαω χαμηλοφωνα κ υστερα το κλεινω κ το βαζω στο αθορυβο. λιγο μετα νιωθω ενα σκουντηγμα στο ωμο. γυριζω, βλεπω εναν τυπο αγριεμενο πανω απο το κεφαλι μου. "τι εγινε;" τον ρωταω. "το κινητο σου", μου απαντα. "ναι, με συγχωρεις", του λεω, "το ειχα ξεχασει, αλλα τωρα το εχω στο αθορυβο." "οχι", μου λεει, "τελειως να το κλεισεις". "γιατι;" του λεω, "θα μπλοκαρει το κτελ κ δεν θα μπορει να επικοινωνησει με τον σταθμο στις τρεις γεφυρες για να ζητησει αδεια προσγειωσης;" "να το κλεισεις", επιμενει αυτος, "μου προκαλει προβληματα στην υγεια μου με την ακτινοβολια που εκπεμπει". μενω για λιγο σιωπηλος ισα για να βεβαιωθω οτι δεν κανει πλακα κ υστερα τον ρωταω αν αυτο το παθαινει απο ολα τα κινητα τηλεφωνα ή μονο απο το δικο μου. η ερωτηση τον εξοργιζει κ αρχιζει να φωναζει, ξυπνωντας πια το συνολο των συνεπιβατων, που προσπαθουν να καταλαβουν τι συμβαινει. ο μονος που φαινεται πως δεν χρειαζεται εξηγησεις ειναι ο οδηγος, ο οποιος σηκωνει τα ματια στον καθρεφτη κ υστερα με μια φωνη διεκπεραιωτικη λεει απο μικροφωνου: "κατσε, ρε συναδελφε, στη θεση σου. ηρεμησε. μην ενοχλεις τον κοσμο". ο "συναδελφος" επιστρεφει οντως στη θεση του μουρμουριζοντας ανακατα βρισιες κ ορους της φυσικοχημειας. καποιοι γελανε. ο διπλανος μου κουναει το κεφαλι του. σε δεκα λεπτα εχουν ολα ξεχαστει κ το κοιμισμενο κτελ συνεχιζει το ταξιδι του απροσκοπτα.

φετος το καλοκαιρι. ειμαι στο βολο. εχω αφησει το ανταμομπιλ στο συνεργειο, κ μολις ο μηχανικος με ειδοποιει πως ειναι ετοιμο, παιρνω ενα ταξι κ παω να το παραλαβω. ο ταξιτζης φοραει μασκα, οπως κ εγω, αλλωστε. καπου στου δρομου τα μισα χτυπαει το κινητο μου. το βγαζω κ απανταω. καθως μιλαω ακουω κ τον οδηγο να λεει κατι, το οποιο μου φαινεται τοσο εξωφρενικο που δεν μπορω να πιστεψω οτι απευθυνεται σε εμενα. να ομως που ο οδηγος το επαναλαμβανει. λεω στον φιλο στο τηλεφωνο να περιμενει λιγο κ γυριζω προς το μερος του. "συγγνωμη, σε μενα μιλατε;" του λεω. "κλεισε το κινητο σου", μου ξαναλει τριτη φορα -ή μηπως τεταρτη- αυτος, "η ακτινοβολια του μου προκαλει σοβαρα προβληματα στην υγεια μου." δεν μπορει, σκεφτομαι, αλλα ενταξει δεν αποκλειεται κιολας. "το παθαινετε αυτο απο ολα τα κινητα γενικα", τον ρωταω, "ή μονο συγκεκριμενα απο το δικο μου;" δεν μπορει, σκεφτεται τωρα κ αυτος, αλλα ενταξει δεν αποκλειεται κιολας. γυριζει κ αυτος κ με κοιτα. για ωρα κοιταζομαστε στα ματια, ενω το ταξι συνεχιζει να προχωραει ουσιαστικα ακυβερνητο. μεσα απο τη διαβολικη συσκευη που επιμενω να κραταω ακομα ανοιχτη στο χερι μου μολις που ακουγεται η αγωνιωδης φωνη του φιλου: "ελα ρε.. με ακους; πού εισαι; τι επαθες;" λιγο πριν συμβει κατι μοιραιο κ μη αναστρεψιμο ο ταξιτζης επιστρεφει το βλεμμα του στον δρομο, βγαζει τη μασκα του, αναστεναζει βαθια κ μου λεει: "αμα θες, βγαλε κ τη δικια σου. ετσι κ αλλιως ολοι μας θα πεθανουμε"