Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

1607

Αφού κατόρθωσα να ξεφορτωθώ οριστικά όλες τις απειλές και τα εμπόδια, που αυτή η διαδρομή μού είχε επιφυλάξει, έφτασα έξω από το σπίτι με τον αριθμό 1607, το μόνο μετά το δάσος που στεκότανε όρθιο, αφού όλα τα υπόλοιπα τριγύρω του κείτονταν σε ερείπια. Ήταν ψηλό και πέτρινο και έμοιαζε με πύργο, του οποίου οι πρώτοι δύο όροφοι ήταν καλά κρυμμένοι πίσω από παράθυρα τυφλά κι από χτισμένες πόρτες. Στον τρίτο όροφο κρεμότανε ένα μικρό μπαλκόνι. Επάνω στο μπαλκόνι διέκρινα μια γυναικεία μορφή με την πλάτη της γυρισμένη προς το δρόμο. Το μόνο που μπορούσα να πω με σιγουριά, από εκείνη την απόσταση εκείνη και μέσα στο ημίφως, ήταν πως είχε μαύρα μακριά μαλλιά. Πάντως, φαινόταν να είναι μόνη της. Αν και δεν είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή τολμήσει να εικονοποιήσω τη φωνή που είχα ακούσει στο τηλέφωνο, αμέσως συνειδητοποίησα πως ήτανε εκείνη. Σκέφτηκα πως τα είχα καταφέρει τελικά, μα πάλευα να κρύψω τον ενθουσιασμό μου. Αφού ακόμα βρισκόμουνα στο δρόμο και με όλα αυτά που είχα τη μέρα και τη νύχτα εκείνη συναντήσει, πριν την ακούσω να μου μιλάει από κοντά, δεν ήτανε καθόλου εύκολο να πω πως είχα ολοκληρώσει την αποστολή μου. Πως είχα με επιτυχία ανταπεξέλθει σε όλες τις δοκιμασίες που αυτή συνεπαγότανε. Πως ήμουν ακόμα ζωντανός. Πως δεν με είχε καταπιεί η άθλια ετούτη πόλη. Πλησίασα στην είσοδο. Ήτανε κλειδωμένη και όσο και να έψαξα δεν βρήκα κουδούνι να χτυπήσω. Έπρεπε μάλλον να της φωνάξω να μου ανοίξει. Δεν ήξερα ή δεν θυμόμουν, όμως, το όνομά της και ντράπηκα να χρησιμοποιήσω κάποια άλλη λέξη ακατάλληλη για τέτοιες περιστάσεις. Έτσι, αποφάσισα να σκαρφαλώσω μέχρι το μπαλκόνι της, πατώντας πάνω στις πέτρες της τοιχοδομής που εξείχανε. Πάτησα και ανέβηκα. Την ώρα που έφτανα στον πρώτο όροφο, άκουσα μέσα από τα σφραγισμένα του παράθυρα ήχους του πάθους και της ηδονής. Μάντεψα τους εντοιχισμένους εραστές, που έκρυβαν εκείνα τα ντουβάρια. Την ώρα που έφτανα στον δεύτερο, είδα μέσα από τις ρωγμές του, γυμνές σκιές ανθρώπων που χορεύανε σε έναν ρυθμό τέτοιο, που μόνο οι απολαύσεις του έρωτα μπορούν να υπαγορεύσουν. Μάντεψα το τραγούδι. Την ώρα που πιανόμουν από το κάγκελο του μπαλκονιού, ανέτειλε ο ήλιος. Στάθηκα πίσω από την πλάτη της. Ήτανε μαύρα, αλήθεια, τα μαλλιά της. Κι ήταν επίσης μακριά. Αν ήθελε, αν φρόντιζε, αν τα έριχνε στο δρόμο, θα είχα πιαστεί από αυτά. Θα έφτανα στην ώρα μου. Δεν θα είχα ανάγκη άλλο πια από δικαιολογίες. «Άργησες» , είπε, χωρίς να με κοιτάξει. Άργησα, αλλά ήρθα. Και από ότι βλέπω, έφτασα πρώτος. Κέρδισα. «Ποιος σου είπε ότι υπήρχανε κι άλλοι μες στο παιχνίδι; Πώς έβγαλες τέτοιο αυθαίρετο συμπέρασμα;» Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Κι όλος αυτός ο κόσμος; «Άδικα ψάχνεις για εχθρούς. Μόνος εχθρός ο δρόμος. Έφτασες. Τα κατάφερες. Σταμάτα να γκρινιάζεις. Για πες, τι δώρο μού έφερες;» Ήρθα εγώ. Είμαι εδώ. Δεν είναι ετούτο αρκετό; «Όχι», μου απάντησε αυτή, «έφτασες, μα δεν φτάνει. Πρέπει να ψάξεις τρόπο και να βρεις κάπως να επανορθώσεις.» Να επανορθώσω, αλλά πώς; Τι θα ήθελες να κάνω; «Να κάνεις ακόμα τίποτα. Θα κάνουμε μαζί μετά. Να πεις μπορείς, ωστόσο. Είσαι καλός, μου είπαν, στο να λες, να φτιάχνεις ιστορίες. Διάλεξε μια και πες την μου. Διάλεξε μια και χτύπα. Αν μου αρέσει η ιστορία σου, μένεις εδώ μαζί μου. Αν δεν μου αρέσει, πέφτεις ξανά στο δρόμο και γκρεμίζεσαι. Γυρνάς αμέσως σπίτι. Χωρίς το πρόσωπο να δεις, τα μάτια να κοιτάξεις. Χωρίς να μάθεις αν άξιζε πραγματικά να κάνεις το ταξίδι.» Ήθελα να διαμαρτυρηθώ, μα ήξερα ότι, και δίκιο να είχα, θα το έχανα. Η πιο καλή ιστορία μου ήταν αυτή που ζούσα. Πώς θα μπορούσα, άραγε, να την αφηγηθώ, πριν καν αυτή τελειώσει; Πώς θα μπορούσα να προβλέψω με ασφάλεια την εξέλιξη, χωρίς να την προκαταβάλω; Είχα και άλλες ιστορίες για να πω. Έχω πολλές ακόμα. Μα όλες τους μοιάζανε –μοιάζουν ακόμα, δηλαδή- αδιάφορες, ασήμαντες, κοινές, μπροστά σε αυτήν που εκείνο το μικρό μπαλκόνι σήκωνε. Μπροστά σε αυτήν, που η πόλη είχε ανεχθεί. Στην ιστορία όλου αυτού του ταξιδιού, που ο δρόμος είχε αντέξει.

Την επόμενη φορά που θα έρθω, που θα βρεθώ εδώ ξανά , στην πόλη σου, η πόλη δεν θα υπάρχει. Θα είναι πάλι καλοκαίρι και θα έχει ο κόσμος εξαφανιστεί, μα για ακόμα μια φορά θα έχει ξεχάσει μαζί του να με πάρει. Θα σηκωθώ, θα φύγω από το σπίτι μου, χωρίς να έχει χτυπήσει το τηλέφωνο. Θα έρθω χωρίς κανείς να με έχει προσκαλέσει. Θα περπατήσω μέχρι το σταθμό. Θα ανεβώ στο τρένο. Θα ταξιδέψω μόνος μου . Σε όλη τη διαδρομή θα παριστάνω πως μιλώ με τους συνεπιβάτες. Θα κάνω πως ακούω. Θα λέω ιστορίες από τα καλοκαίρια που περάσανε, μπορεί ακόμα κι από αυτό, μα δεν θα τις πιστεύω. Θα φτάσω αργά το απόγευμα. Θα είναι η ζέστη αφόρητη. Θα ζεματάει ο ήλιος. Θα ψάξω για το σπίτι σου. Δεν θα θυμάμαι την οδό, μα θα έχω έναν αριθμό στο δέρμα μου χαράξει. Θα πάω να πάρω ένα ταξί, αλλά στη θέση του οδηγού θα υπάρχει το όνειρό του . Θα στρίβει το τιμόνι το όνειρο. Θα γίνεται εφιάλτης. Θα πω, ας πάω με τα πόδια, μα θα σκοντάφτω διαρκώς επάνω σε σκιές παιδιών που θα απλώνονται εκεί, καταμεσής στο δρόμο. Ο δρόμος θα έχει ξηλωθεί και από την σπασμένη άσφαλτο θα βγαίνουνε ζιζάνια, κοτρόνες και αγκάθια. Θα κλέψω ένα ποδήλατο. Δεν θα προλάβω να πάω μακριά. Στα πρώτα μέτρα θα σκάσουν και τα δύο του λάστιχα. Θα επιστρέψω στο σταθμό. Θα πω, ας πάω με το τρένο. Δεν θα υπάρχουν ράγες για να πατήσει πάνω τους. Θα φτιάξω τις δικές μου. Θα φτιάξω ράγες και γραμμές, για να πατάνε πάνω τους τα λόγια μου κι οι λέξεις. Για να μπορούν να ταξιδεύουν οι ιστορίες μου. Να φτάνουνε σε σένα. Θα διασχίσω με το τρένο μου όλη τη λεωφόρο. Θα σκίσω στα δυο ολόκληρη τη γαμωπόλη σου για να έρθω πιο κοντά σου. Θα την ανοίξω διάπλατα. Θα της καρφώσω το πέρασμά μου βαθιά μέσα στις σάρκες της. Θα της χαράξω την πορεία μου επάνω στην επιδερμίδα της, να έχει να με θυμάται. Για όσα θα γίνονται τριγύρω μου δεκάρα δεν θα δώσω. Για όσα βρεθούν στο δρόμο μου θα αδιαφορήσω. Θα μείνω πιστός , προσηλωμένος μονάχα εκεί, στο σπίτι σου, στο στόχο μου. Μπροστά μου θα κοιτάω. Θα φτάσω κάποια στιγμή σε αυτήν εδώ τη γειτονιά. Το τρένο θα το παρκάρω κάτω από το μπαλκόνι σου. Όχι, μέχρι το τέλος , είπα. Θα το γυρίσω, θα το στρέψω καταπάνω σου. Θα σκαρφαλώσω με αυτό μέχρι την κάμαρα σου. Μόλις με δεις να αποβιβάζομαι μες στο δωμάτιό σου, θα με ρωτήσεις, «ήρθες; Τώρα σκεφτόμουν να σε πάρω στο τηλέφωνο», θα πεις και θα απλώσεις τα άκρα σου στου ορίζοντα τα τέσσερα σημεία. Θα ανέβω στο κρεβάτι σου. Θα σε αρπάξω. Θα σε γυρίσω μπρούμητα. Θα υψώσω μαξιλάρια κάτω από τη λεκάνη σου. Θα αρχίσω με τη γλώσσα να μετρώ τις κορυφογραμμές σου . Θα σκύψω ακόμα πιο βαθιά, μέσα στα έγκατά σου. Θα πιω νερό από την πηγή . Θα ξεδιψάσω, αλλά ακόμα θα πεινώ. Θα θέλω να σε φάω. Θα σηκωθώ στα γόνατα. Θα σε ανασηκώσω. Θα σφίξω τις παλάμες μου γύρω από τη μέση σου. Θα σε χαϊδεύω , ξέρεις πώς, εκεί που σε πονάει περισσότερο, μα δεν θα μπαίνω μέσα. Θα περιμένω να το ζητήσεις πρώτα εσύ. Να με παρακαλέσεις. Τότε θα μπω. Θα σε πηδήξω δυνατά κι εσύ θα πνίγεις τις κραυγές και θα δαγκώνεις τα σεντόνια σου. Φώναξε, τότε θα σου πω. Φώναξε, τι φοβάσαι; Μόνοι στον κόσμο μείναμε. Ποιος θες να σε ακούσει; Θα σου τραβήξω τα μαλλιά. Θα σε αποκαλύψω. Κι όλο θα μπαίνω μέσα πιο πολύς. Κι όλο θα φτάνω πιο βαθιά. Κι όλο οι φωνές σου θα γκρεμίζουνε ότι έχει απομείνει όρθιο μέσα σε αυτήν την πόλη. Όταν, θα έχουν τελειώσει όλα, κι εμείς μαζί μέσα σε αυτά, κι ο κόσμος μέσα από εμάς, κι αυτή η ιστορία, θα μείνουμε να αχνίζουμε κοιτώντας το ταβάνι. Θα ψάχνουμε τα αστέρια, να βρούμε το ιδανικό για να μετακομίσουμε, τώρα που ο πλανήτης ξεψυχά, τώρα που η γη πεθαίνει. Και τότε θα ρωτήσω, αλήθεια λες, σκεφτόσουν να με πάρεις στο τηλέφωνο, την ώρα που με είδες; Και τότε εσύ θα πεις ξανά το ψέμα σου . Πως με σκεφτόσουν διαρκώς. Πως με είχες πάρει άπειρες φορές, μα πάντα εγώ μιλούσα. Πως μου άφηνες μηνύματα, «έλα το βράδυ από εδώ, σε θέλω, σε έχω ανάγκη. Έλα, θα είμαι μόνη μου, στο σπίτι και στον κόσμο.» Και επάνω στο όμορφο το ψέμα αυτό μαζί θα χτίσουμε από την αρχή τη νέα ανθρωπότητα.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

τα δάσος

Ναι, και τότε μπήκα μες στο δάσος. Συνέχισα να προχωρώ πάνω στη λεωφόρο, που αφού είχε πλέον βαρεθεί να διασχίζει αυτήν την πεθαμένη πόλη, εισέβαλλε μέσα σε εκείνην την οργιώδη βλάστηση, που πόδι ανθρώπινο ποτέ δεν τόλμησε να την καταπατήσει. Όχι, δεν έβλεπα απολύτως τίποτα. Μονάχα περπατούσα. Βάδιζα εκεί, στα σκοτεινά, κι έκανα υποθέσεις. Υπέθετα πως ήμουνα πολύ κοντά στον τελικό προορισμό, αλλά και πιο μακριά από ποτέ από το σπίτι μου. Υπέθετα πως ήμουν ακόμα ζωντανός - αυτό το υποθέτω ακόμα. Υπέθετα πως είχα απομείνει πια ο μόνος προσκεκλημένος της φωνής, αφού όσοι από τους άλλους πέρασαν μέσα από τη δική μου την αφήγηση –λες και υπήρχε άλλη- τους είχα με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο –κυρίως με τον άλλον- θέσει εκτός του παιχνιδιού και εξουδετερώσει. Και όσοι δεν βρήκαν τρόπο να τρυπώσουν μες στην ιστορία μου, ήταν έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτοι, δεν με ενδιαφέραν. Τέλος υπέθετα ότι συνέχιζα να προχωρώ μπροστά, μα έτσι όπως βασιζόμουν αποκλειστικά στην σίγουρα αμφιλεγόμενη αφή των παπουτσιών μου, η υπόθεση αυτή φοβόμουν πως θα οδηγούσε σε κάποιο θέαμα κωμικοτραγικό, όταν θα ανέτειλε ξανά σε λίγη ώρα ο ήλιος. Πάντως, όσο κινούμουν πάνω σε δρόμο λείο και επίπεδο, θεωρητικά τουλάχιστον, όλα πηγαίνανε καλά. Έπρεπε να παραμείνω πάση θυσία πάνω σε αυτό το οδόστρωμα. Έτσι, κάθε φορά που σκόνταφτα πάνω σε κάποια πέτρα , κάθε φορά που ένας κορμός μού έκοβε το δρόμο, έκανα αμέσως ελιγμούς, διορθώνοντας την κατά τα άλλα αυστηρά ευθύγραμμη πορεία μου. Ήξερα πως έτσι και έχανα τη μόνη ασφαλή οδό που μου είχε απομείνει, πως έτσι και έκανα το λάθος και άρχιζα να περπατώ στο ανώμαλο το έδαφος του δάσους, τότε αυτομάτως όλα θα τελειώνανε. Κανείς ποτέ δεν θα άκουγε να λεν κάτι για μένα. Κανείς δεν θα νοιαζότανε να πληροφορηθεί πού ακριβώς είχα χαθεί, πού είχα ταξιδέψει. Κανένας δεν θα μάθαινε ποτέ πώς πέρασα αυτό το καλοκαίρι. Κι αυτό, εκείνη τη στιγμή, μου έμοιαζε με κρίμα ακόμα πιο μεγάλο και από το να μην φτάσω τελικά ως τον προορισμό μου. Έτσι συνέχισα να προχωρώ μες στο πυκνό σκοτάδι. Κι ενώ ευχόμουν να έβρισκα κάπου μια σύμμαχο πηγή φωτός να με διευκολύνει, σύντομα το μετάνιωσα, όταν είδα να ξεφυτρώνουν ανάμεσα στα δέντρα διάφορες λάμψεις απόκοσμες, φρικιαστικές. Είπα πως θα ήτανε μάτια θηρίων και αρπακτικών, που παραμόνευαν να πιάσουν κάθε διερχόμενη τροφή που έψαχνε να βρει βραδιάτικα χαμένα σπίτια κι αριθμούς στην σκοτεινή πλευρά της πόλης. Σκέφτηκα ότι ίσως η φωνή να γνώριζε πως θα έπεφτα σε αυτήν την δόλια παγίδα. Πως ήταν όλη αυτή η άγρια πανίδα τα κατοικίδια ζωάκια της και πως τα τάιζε μοιράζοντας προσκλήσεις στα ανώνυμά της θύματα, που έκαναν το λάθος να απαντούν μες στο κατακαλόκαιρο σε αγνώστου προελεύσεως επίμονα και θελκτικά τηλεφωνήματα. Είπα να κάνω πίσω. Μα μέχρι να το πάρω απόφαση, οι λάμψεις με είχανε για τα καλά σφιχτά περικυκλώσει. Σταμάτησα. Όχι, δεν είχε νόημα να κάνω κάτι άλλο. Μάταια πάλευα να δω τι είδους ζώα ήταν αυτά που θα με κατασπάραζαν. Ένιωθα τα γρυλίσματα, άκουγα τις ανάσες, μα ούτε το περίγραμμά τους να διακρίνω στο περίπου δεν κατάφερνα. Θα με έτρωγε κυριολεκτικά τα μαύρο το σκοτάδι. Κι ενώ περίμενα τα κτήνη να κάνουνε την πρώτη κίνηση -όχι πως θα προλάβαινα εγώ να την ανταποδώσω- μου ήρθε μια ιδέα από αυτές που, μέσα στα βιβλία, πάντα γεννούν οι ήρωες σε τέτοιες περιπτώσεις. Σκέφτηκα πως ίσως αν τους μίλαγα, να με καταλαβαίναν, και αν όχι να με συμπαθούσανε, έστω να με μισούσαν τόσο, που να σιχαίνονταν όχι μονάχα να με φαν, μα και να με ακουμπήσουν. Ναι, αυτή ήταν οπωσδήποτε η μόνη μου ελπίδα. Να κάτσω και να τους αφηγηθώ μια από τις ιστορίες που με είχαν φέρει ως εδώ, μια από αυτές που είχανε τον κόσμο καταστρέψει. Είχα πολλές, διάφορες, αλήθεια, στο μυαλό μου. Μάλιστα κάποιες από αυτές τις είχα ήδη γράψει. Χάρη σε αυτές, εξάλλου, είχα φτάσει ως εκεί, χάρη σε αυτούς που τις διαβάζανε είχα επιβιώσει. Έπρεπε, όσο πιο γρήγορα γινόταν, να επιλέξω την καλύτερη. Το ακροατήριό μου είχε ανοίξει ήδη τα σαγόνια του. Για ακούστε τώρα λίγο.

Το καλοκαίρι του 1993 ήρθα πρώτη φορά στη (...). Μέχρι τότε η πόλη σας δεν μου ήταν άγνωστη ακριβώς, αφού είχα ακούσει για αυτήν να λέγονται διάφορα. Τα πιο πολλά από αυτά αρνιόμουνα να τα πιστέψω. Μου έμοιαζαν με υπερβολές, από αυτές που λένε οι άνθρωποι που δεν τολμούν να ταξιδέψουνε έξω από τη γειτονιά τους. Εμένα όμως, η δική μου γειτονιά, την εποχή εκείνη, είχε ξεσηκωθεί και γύρευε τρόπο για να με διώξει. Έτσι, κι εγώ το εκμεταλλεύτηκα, τα μάζεψα και πήρα το τρένο για τα βόρεια, για να διαπιστώσω από κοντά αν όλοι αυτοί οι μύθοι είχανε κάποια σχέση με την πραγματικότητα. Είχα πιστέψει τότε πως έτσι και ανακάλυπτα κάτι σημαντικό εδώ και ύστερα έβρισκα κάποιον τρόπο μαζί μου να το πάρω, όχι μονάχα θα με συγχωρούσαν η γειτονιά κι η πόλη μου , μα θα μου έδιναν μια δεύτερη ευκαιρία, και αργά ή γρήγορα θα υποτάσσονταν σε όλα εκείνα τα παράφορά μου σχέδια για το τότε μέλλον, τα οποία με τόσο επιμελή αφέλεια κατέστρωνα. Στο τρένο που ανέβηκα θέση κενή δεν είχε και έτσι, αν και είχα βγάλει εισιτήριο, αναγκάστηκα να ταξιδέψω όρθιος. Οι υπόλοιποι επιβάτες με χλεύαζαν σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Μου έλεγαν, «πού πας. ρε αλήτη, απατεώνα; Πάλι κρυψώνα ψάχνεις να κρυφτείς; Πάλι αναζητάς συνένοχους για να τους κοροϊδέψεις;» Εγώ έκανα πως δεν άκουγα, πως αδιαφορούσα και κρεμασμένος στο παράθυρο πάλευα να συγκεντρωθώ στο βιαστικό τοπίο της φυγής μου. Λίγο πριν φτάσουμε στη (...), ένα κορίτσι με ένα άσπρο πουκάμισο ήρθε κοντά μου να μου πει πως μου παραχωρεί τη θέση της. Της είπα ότι τώρα πια δεν έχει νόημα –τα ερεβώδη προάστια της (...) ήδη είχαν κάνει τους επιβάτες του τρένου να τρομάξουνε και να βουλώσουν επιτέλους τα βρωμερά τους στόματα. Αυτή όμως επέμεινε και τότε εγώ της αντιπρότεινα να βγούμε το βράδυ μία βόλτα. Φτάσαμε, βγήκαμε από το σταθμό και πήραμε ένα ταξί για να μας πάει ως το κέντρο – θα περπατούσαμε, αλλά μόλις είχε αρχίσει να πέφτει μια γαλακτερή βροχή κι έτρεχαν όλοι να προφυλαχθούν όπως κι όπου μπορούσαν. Ο ταξιτζής μας κρυφοκοίταζε από το καθρεφτάκι του, ενώ αυτή άπλωνε τα δάχτυλά της πάνω στο παντελόνι μου και μου ψιθύριζε στο αυτί τα πιο χυδαία λόγια. Άρχισα να ξεκουμπώνω το άσπρο πουκάμισό της και παραλίγο να χαθεί ο έλεγχος του οχήματος, την ώρα που προσπαθούσε ο οδηγός να αποφύγει άλλα ζευγάρια που ερωτοτροπούσαν ξαπλωμένα πάνω στο ήδη μουλιασμένο από τη βροχή οδόστρωμα. Κάποια στιγμή μας έπιασε φανάρι και τότε εμείς ανοίξαμε την πόρτα του ταξί, βρήκαμε έξω και τρέξαμε μακριά γελώντας και φωνάζοντας. Τρέχαμε πιασμένοι χέρι-χέρι, μέχρι που το κορίτσι είδε κάτι σε μια βιτρίνα και σταμάτησε απότομα. Τι έγινε, τη ρώτησα. «Θέλω να φάω όλα αυτά» , είπε και μου έδειξε πίσω από την τζαμαρία κάτι γλυκά που μας περίμεναν εκεί, στα ράφια παρατεταγμένα. Έσπασα το τζάμι και αρχίσαμε να τα καταβροχθίζουμε χωρίς καμία τύψη. Μαζί τους καταπίναμε κομμάτια θρύψαλα γυαλί, μα όχι, δεν μας ένοιαζε. Ήμασταν τόσο νέοι. Και ολόκληρο τον κόσμο να γινότανε να τρώγαμε, μπορούσαν ακόμα τα στομάχια μας να αντέξουνε κάθε δοκιμασία. Τα φώτα στους δρόμους της (...) ανάψανε. «Κοίτα» , μου είπε και έδειξε ψηλά, «σαν να έρχεται η νύχτα. Έχεις κάπου να κοιμηθείς; Απόψε που θα μείνεις;» Με κάλεσε στο σπίτι της. Ήταν στο τέλος εκείνης της λεωφόρου. Κλέψαμε ένα ποδήλατο και διασχίσαμε με αυτό όλη σχεδόν την πόλη. Μέχρι που η πόλη εξαφανίστηκε μέσα σε ένα δάσος σκοτεινό, από όπου συρίγματα και βρυχηθμοί ακούγονταν μονάχα. Όχι, δεν ήθελα να μπω, της είπα πως φοβάμαι. «Και πώς θα φτάσεις σπίτι μου; Νόμιζα πως με θέλεις.» Να κάνω πίσω ήταν αργά, μα άλλο τόσο ήταν νωρίς μπροστά να προχωρήσω. Και τότε ήταν που σκέφτηκα την παρακάτω ιδέα. Ας μπούμε, είπα, μα ας κάνουμε πρώτα ένα τσιγάρο. Της πρόσφερα, της άναψα και ύστερα έβαλα φωτιά στο άσπρο πουκάμισο της. Και κάηκε μαζί με αυτήν κι ολόκληρο το δάσος κι όσες ζωές το κατοικούσανε φύγαν κι αυτές μαζί της. Αυτή ήταν η ιστορία μου και αν δεν αρέσει, έχω και άλλες να σας πω. Και είναι φτιαγμένες όλες τους από την ίδια ύλη. Από την στάχτη που άφησε εκείνη εκεί η νύχτα.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

σχεδον αυθεντικος ποιητικος διαλογος με εναν μπατσο

-γεια σας! θα ηθελα να κανω αλλαγη ταυτοτητας.
-λογω απωλειας ή λογω φθορας, κυριε;
-λογω φθορας, αλλα οχι της ταυτοτητας.
-τι εννοειτε; -λογω φθορας του χρονου.. αυτος ο τυπος στην φωτογραφια θα μπορουσε να ειναι ο γιος μου.
-χα! εχετε παιδια κυριε;
-απο οσο γνωριζω, οχι. δεν προλαβα.. στα νιατα μου ημουν με αλλα απασχολημενος.
-ε, τοτε μαλλον λογω απωλειας θελετε να αλλαξετε ταυτοτητα.. απωλειας του χρονου.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

εχετε κατι για μενα

πριν λιγες μερες ημουν με την παρεα μου σε ενα καφε σε εναν πεζοδρομο. ειχε ωραια μερα κ καθομασταν σε ενα τραπεζι εξω, μαζευοντας ηλιο κ χαζευοντας την περαντζαδα αυτης της πολης, που ζει διαρκως ενα αιωνιο φθινοπωρο. καποια στιγμη μας πλησιασε ενας αντρας περιπου στην ηλικια μου, που ουτε η εμφανιση του ουτε κ γενικα η σταση του εδειχναν πως ητανε ζητιανος. χωρις να απλωσει το χερι του, χωρις να δωσει στη φωνη του καποια χροια ικετευτικη, σταθηκε μπροστα μας κ απλως μας ρωτησε: "εχετε κατι για μενα;" οι δυο φιλοι μου βιαστηκαν, ο ενας να ψαξει στις τσεπες του για κερματα κ ο αλλος να του κανει νοημα να παει παρακατω. αυτος τοτε συγκεντρωσε το βλεμμα του σε μενα, που φανηκα πιο διστακτικος, κ επανελαβε πιο προσωπικα αυτη τη φορα: "εχεις κατι για μενα;" για καποιο λογο πιστεψα, εκεινη τη στιγμη, οτι ο ανθρωπος αυτος δεν ηρθε για να μας ζητησει χρηματα ή καποια ελεημοσυνη, αλλα πως κατι αλλο συνωμοτικο, μυστηριο κρυβοταν πισω απο την ερωτηση του. στο μεταξυ, ο ενας φιλος ειχε βγαλει μισο ευρω κ το ειχε ακουμπησει πανω στο τραπεζι, ενω ο αλλος, που ειχε θεωρησει πως το ερωτημα του ξενου δεν επρεπε να μεινει για παντα αναπαντητο, του ειπε, "οχι, φιλε μου, δεν εχουμε". ο αγνωστος, ωστοσο, αδιαφορωντας τοσο για το κερμα οσο και για την αρνηση -κ τα δυο τον ιδιο στοχο ειχαν, αλλωστε: να τον κανουνε να φυγει, να παει αλλου, να μας αφησει ησυχους- επεμεινε κ ρωτησε τριτη φορα κοιτωντας με στα ματια: "εχεις κατι για μενα;" αληθεια, ειχα αρχισει να αισθανομαι αβολα, δυσαρεστα, αμηχανα. προσπαθησα να συμβιβασω τις αντιδρασεις των δυο φιλων μου κ σπρωχνοντας το κερμα προς το μερος του απαντησα, "αυτο εδω.. σου φτανει;" το ανεκφραστο, μεχρι εκεινη τη στιγμη, βλεμμα του πηρε μια δοση οχι θλιψης, μα πιο πολυ συμπονιας, κ σπαζοντας μισο χαμογελο, μας γυρισε την πλατη κ απομακρυνθηκε, χωρις να δοκιμασει την τυχη του στα υπολοιπα τραπεζια. αν κ το περιστατικο μας απασχολησε ελαχιστα κ αμεσως μετα σχεδον αλλαξαμε κουβεντα, η απορια που μου γεννησε κολλησε πανω στη σκεψη μου σαν βδελα. σημερα το πρωι, πηγαινοντας να παρω το αμαξι μου, συναντησα τον ιδιο ανθρωπο ξανα να ψαχουλευει μεσα σε εναν καδο με απορριματα. οχι, δεν εμοιαζε καθολου με τους επαιτες κ τους ρακοσυλλεκτες που εχω δει σε αυτην εδω την πολη. ηταν περιπου εκει, στην ηλικια μου. ισως κ λιγο να μου εμοιαζε. με λιγη κακη τυχη θα μπορουσα, λεει, να ημουνα εγω αυτος εδω ο ανθρωπος. θα μπορουσα εγω να τριγυρνω κ να ρωτω τους αλλους αν εχουνε για εμενα κατι. την ωρα που περνουσα απο διπλα του, σταματησε να ψαχνει, γυρισε κ με κοιταξε. με αναγνωρισε κ αυτος. καταλαβε. "τωρα εχεις", μου ειπε. ετρεξα στο αμαξι μου, εβαλα μπρος κ εφυγα οσο γινοτανε πιο γρηγορα με κατευθυνση, οπως κ καθε τριτη, την εθνικη οδο, την εξοδο. η πολη φθινοπωριασε. ο κοσμος χειμωνιαζει.