Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Με ξύπνησες από νωρίς.
Μου είπες ψέμματα πως είχε πάει δώδεκα.
πως τέλειωνε ο χρόνος.
Μου είπες πως με ονειρεύτηκες,
πως είχε γεύση από χώμα, από χορτάρι, το φιλί μου.
Μου ζήτησες μιαν εκδρομή
- σε πήγα.

Πήγαμε πάλι στο χωριό.
Καθίσαμε στο ίδιο το τραπέζι.
Ήταν νωρίς και ερημιά.
Μου είπες "διώξε τα σκυλιά",
φοβήθηκες.

Ύστερα, στην επιστροφή,
με φίλαγες κάθε φορά που άλλαζα ταχύτητα.
Κάποιο αμάξι μας προσπέρασε
- οι άνθρωποι μας κοίταζαν κι έκαναν τον σταυρό τους.
Μου είπες στο κρεβάτι να γυρίσουμε.
"Ακόμα ούτε δώδεκα", είπες, "δεν έχει πάει".

Άλλη μια τέτοια Κυριακή
και σίγουρα χαθήκαμε.

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Ρόδος

Το Μάιο του 2000 τον πέρασα στη Ρόδο. Ένας στενός μου φίλος υπηρετούσε τότε την θητεία του εκεί και είχε νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα μέσα στην παλιά πόλη. Με προσκάλεσε να πάω για λίγες μέρες μετά το Πάσχα και όντως εγώ ξεκίνησα για ένα τριήμερο, παίρνοντας μαζί μου ελάχιστες αποσκευές και χρήματα. Ακόμα δεν είχα τελειώσει τυπικά με τις σπουδές μου και υποτίθεται πως τον Ιούνιο είχα να δώσω δυο μαθήματα για να βελτιώσω το βαθμό του πτυχίου μου, αφού βρισκόμουν οριακά κοντά στο λίαν καλώς. Τελικά το μόνο που κατάφερα να κάνω ήταν να πάω τα βιβλία και τις σημειώσεις μου μια βόλτα ως τα Δωδεκάνησα. Όχι μόνο δεν διάβασα σελίδα, αλλά ούτε καν σε εκείνη την τελευταία εξεταστική δεν παρουσιάστηκα και αρκέστηκα στο βαθμό "σκέτο καλώς", ο οποίος καθόλου δεν επηρέασε την έτσι κι αλλιώς αδιάφορη μετέπειτα καριέρα μου.
Τον ένα αυτόν μήνα που πέρασα στη Ρόδο καθόλου τελικά δεν τον μετάνιωσα, αν και πλέον ελάχιστα θυμάμαι από όσα έκανα εκεί, τις μέρες που αλήτευα στην πόλη και στο νησί ολόκληρο, κατά κανόνα μόνος μου, αφού ο φίλος ήταν διαρκώς σχεδόν απασχολημένος με τις υποχρεώσεις του. Αν δοκίμαζα να ανασυνθέσω με λέξεις εκείνη την αλήτική μου καθημερινότητα, κατασκευάζοντας μια μέρα, ας πούμε τυπικά ροδίτικη, θα την έφτιαχνα περίπου κάπως έτσι:
Ξυπνούσα το πρωί κατά τις 10 και έπαιρνα το πρωινό μου σε έναν φούρνο που τον είχαν κάτι κορίτσια, οι οποίες νομίζω πως ήταν αδερφές. Κάθε μέρα, ενώ μου σέρβιραν τον καφέ και τα άλλα παρελκόμενα, ανέχονταν το ανόητο πρωινό μου φλερτ κ πάντα μου έδιναν αόριστες υποσχέσεις πως κάποιο βράδυ θα πίναμε μαζί ένα ποτό. Σχεδόν μου άρεσε όλο αυτό το δούλεμα.
Μετά άρχιζα να βολτάρω μέσα στις γειτονιές των ιπποτών φτιάχνοντας μέσα στο κεφάλι μου σχέδια καθόλου ιπποτικά για τον νέο αιώνα που μόλις τότε ξεκινούσε. Που και που, επισκεπτόμουν κάποιο από τα μουσεία και άλλα αξιοθέατα, αλλά κυρίως προσπαθούσα να ανακαλύψω ή να εφεύρω τα δικά μου, που οι ταξιδιωτικοί οδηγοί ποτέ δεν θα έμπαιναν στον κόπο να τα αναφέρουν.
Μετά, όταν μεσημέριαζε, καθόμουν πάντα για καφέ στο ίδιο καφενείο. Δεν θυμάμαι καθόλου το όνομά του και η αλήθεια είναι πως δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό. Μου άρεσε γιατί είχε ένα τραπεζάκι κάτω από έναν πλάτανο, ο οποίος και έδινε το όνομά του στο οθωμανικό μνημείο που στεκόταν πλάι του και το οποίο ήδη γνώριζα καλά από ένα κόμικ του ούγκο πραττ που τότε με μανία διάβαζα.
Ύστερα γύριζα στο σπίτι και άραζα, συνήθως, στο μπαλκόνι. Άνοιγα τα βιβλία της σχολής για να τα ξανακλείσω μετά από λίγα δευτερόλεπτα και έπειτα καθόμουν και άκουγα τους ήχους του νότου και του μεσημεριού, που έστηναν στα αυτιά μου τις πιο περίεργες και θελκτικές συγχορδίες. Ήθελα τόσο πολύ να βάλω λόγια σε αυτήν την μυστηριώδη μουσική, αλλά ακόμα μου έλειπαν οι λέξεις.
Το απόγευμα ξανάβγαινα, λίγο πριν επιστρέψει ο φίλος μου στο σπίτι. Η αλητεία μου τώρα στρεφόταν προς την καινούρια πόλη, όπου εκεί η εξερεύνηση έπαιρνε άλλες πιο συναρπαστικές, ας πούμε, διαστάσεις. Μπορεί να ήταν αδιάφορη τουριστικά, μα εγώ ποτέ δεν ήμουνα τουρίστας. Είμαι συλλέκτης, πάντοτε τέτοιος ήμουνα, και ας μην το είχα ακόμα τότε συνειδητοποιήσει.
Η βόλτα μου κατέληγε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Στο ξενοδοχείο όπου είχα μείνει την πρώτη φορά που είχα πάει στο νησί, την άνοιξη του 1993, στην πανταήμερη μου. Δεν ξέρω τι είδους έλξη ήταν αυτή που με τραβούσε προς τα εκεί, ούτε τι ακριβώς ήταν αυτό που έψαχνα να βρω ή να εξακριβώσω. Αν και τώρα, μετά από όλα όσα πέρασα, ίσως και να μπορούσα να κάνω κάποιες υποθέσεις.
Κι ύστερα γύριζα ξανά στο σπίτι, έκανα μπάνιο, κουβέντιαζα λιγάκι με τον φίλο μου, που μου έλεγε αστείες ιστορίες από το στρατόπεδο και τις αντάλλαζα με άλλες δικές μου τόσα φριχτά επινοημένες, που τελικά τις πίστευε για να με κάνει να σωπάσω. Κάπου εκεί, την ώρα που σουρούπωνε ακούγαμε από κάποιο σπίτι διπλανό να παίζει ένα πιάνο. Καμιά φορά νομίζω πως το ακούω ακόμα.
Κάθε βράδυ δειπνούσαμε στη λέσχη των αξιωματικών της πόλης. Όσο έτρωγα κοιτούσα τον τεράστιο χάρτη των Δωδεκανήσων που κρεμόταν δίπλα στο τραπέζι μας και όλο έλεγα να πάω σε κάποιο άλλο από τα κοντινά νησιά, μα όλο το ανέβαλα. Τελικά, την τελευταία μέρα, πήρα το πλοίο και πήγα ως την Σύμη, από όπου υποτίθεται ότι η οικογένειά μου έλκει μια μακρινή καταγωγή της.
Στο τέλος καταλήγαμε σε κάποιο από τα μπαρ της οδού Μιλτιάδου, όπου ο φίλος μου είχε ήδη εκεί τα στέκια του. Πίναμε μέχρι εκείνος να νυστάξει και μέχρι να ξυπνήσω εγώ για τα καλά και να μου έρθει η όρεξη για άλλες περιπλανήσεις πιο νυχτερινές και ακόμα πιο ανώφελες. Σίγουρα, από τότε το είχα καταλάβει, πως θα έκανα ως άδικη κατάρα μια καριέρα σταλήθεια πολύ αξιοζήλευτη.
Εν πάση περιπτώσει, ο Μάιος εκείνος κάποια στιγμή τελείωσε και πήρα το πλοίο και επέστρεψα σε αυτό που τότε θεωρούσα ως κανονική ζωή. Αντί για εξετάσεις, έκανα τα χαρτιά για την ορκωμοσία μου και μπήκα σχεδόν αμέσως στην μακρά και ανόητη διαδικασία να επιλέξω τι ακριβώς θα ήθελα να κάνω τώρα με το καλούτσικο πτυχίο μου. Μια διαδικασία που στην πραγματικότητα δεν θα τελείωνε ποτέ και θα λυνότανε, κάποια στιγμή, ως πρόβλημα δια της καταργήσεως του. Σίγουρα έχουν από την μνήμη μου σβηστεί πολλά σημαντικά και ενδιαφέροντα που μου συνέβησαν τον μήνα εκείνο στο νησί. Αλλά για να επέλεξε η μνήμη μου να μην τα συγκρατήσει πιστεύω ότι θα είχε και αυτή τους λόγους της. Η μνήμη είναι ο καλύτερος κριτής, μπορεί οι βουλές της να παραμένουν άγνωστες, αλλά από κάποια στιγμή και ύστερα αφέθηκα να εμπιστεύομαι τυφλά τον σκοτεινό μηχανισμό της. Άλλωστε, οι αναμνήσεις μου -τώρα πια μπορώ με βεβαιότητα να το πω- αφορούν τις περισσότερες φορές το μέλλον -όσο παράλογο και να ακούγεται- παρά το παρελθόν μου.
Και κάπως έτσι, τώρα που μπήκα στη διαδικασία αυτήν την αναμνησιακή, συνειδητοποιώ ότι μου έχει μόλις γεννηθεί μια μεγάλη απορία: Έναν ολόκληρο μήνα που τριγύριζα στα μέρη σου, πώς γίνεται και δεν σε πέτυχα. Αλήθεια, πες μου, πού κρυβόσουν;

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

του ντοστογιέφσκυ η μάνα

-Τι είναι αυτά που γράφεις, παιδάκι μου; Μήπως να ψάξουμε γιατρό να σε κοιτάξει;
-Τι λες, ρε μάνα; Λογοτεχνία είναι, να πούμε! Γιατί το παίρνεις τόσο προσωπικά;
-Τι λογοτεχνία μου λες; Αυτά δεν είναι ωραία πράγματα... Μήπως να πάμε σε παπά να σε διαβάσει;
-Καλά είμαι, σου λέω. Μην μπερδεύεσαι, άλλο εγώ και άλλο τα βιβλία.
-Πώς άλλο, δηλαδή;
-Να, κοίτα. Ας πούμε ότι ερχότανε ο Ντοστογιέφσκυ και σου ζητούσε, λέμε τώρα, το διαμέρισμα που έχουμε από πάνω. Εσύ, θα του το νοίκιαζες;
-Και βέβαια. Γιατί να μην το νοίκιαζα στον άνθρωπο;
-Ναι, ε; Κι ας έγραψε εκείνο το βιβλίο, όπου ο ήρωας σκοτώνει την σπιτονοικοκυρά του με τσεκούρι;
-Τι λες; Το ίδιο είναι;
-Είδες; Άλλο αυτός και άλλο τα βιβλία του...
-Όχι, δεν εννοώ αυτό.
-Αλλά;
-Για τον Ντοστογιέφσκυ ας ανησυχήσει η μάνα του Ντοστογιέφσκυ. Εγώ έχω εσένα για να ανησυχώ. Πεινάς; Μήπως να σου ζεστάνω τα γεμιστά να φας;

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ο μπελάς

Κατά το πρώτο έτος φοίτησής μου στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας έκανα πολλές εργασίες, κάποιες από τις οποίες χρησιμοποίησα ως υλικό σε προηγούμενα βιβλία των Dreamtigers και κυρίως στο «Για αύριο» (Ιούνιος 2014). Τον Ιανουάριο του 2012, στο μάθημα της «Ιστορίας Ευρωπαϊκής και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», η διδάσκουσα, κυρία Νικολαΐδου, μας ζήτησε να γράψουμε ένα «κριτικό σημείωμα» για κάποιο κλασικό λογοτεχνικό κείμενο. Τότε έκανα το λάθος να παρασυρθώ για ακόμα μια φορά από τις αναγνωστικές μου εμμονές και να επιλέξω από το σύνολο της «κλασικής λογοτεχνίας» που είχα ήδη διαβάσει το βιβλίο που με είχε ταλαιπωρήσει όσο κανένα άλλο τόσο διαβάζοντάς το όσο και αναβιώνοντάς το, κατά κάποιον τρόπο, σε κάποιες από τις προηγούμενες φάσεις της συναρπαστικά αδιάφορης ζωής μου. Το «Ένας ήρωας του καιρού μας» υπήρξε για μένα το κατεξοχήν βιβλίο-μπελάς. Ήμουν ακόμα έφηβος, όταν μια μεγαλύτερη μου φίλη μου το συνέστησε, λέγοντάς μου ότι ο ήρωας –ο διαβόητος Πετσόριν- της θύμιζε εμένα. Το πήρα και το διάβασα και ενώ ελάχιστα κατάλαβα τόσο από το πνεύμα του όσο και από την πλοκή του, ένιωσα είναι η αλήθεια, σε κάποια από τα σημεία όπου ο πρωταγωνιστής μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, πως ξαναδιάβαζα, ας πούμε, σελίδες του ημερολογίου μου, το οποίο ένας σατανικός ρώσος του τότε προηγούμενου αιώνα μού είχε με κάποιον τρόπο υποκλέψει. Τα έξι χρόνια της φοιτητικής μου ζωής το βιβλίο αυτό τα πέρασε κρυμμένο ανάμεσα σε άλλα σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκη μου, για να ανασυρθεί αργότερα, στην πιο κρίσιμη ίσως καμπή της ζωής μου, όταν μια άλλη φίλη, περίπου συνομήλικη, μου ζήτησε να της προτείνω κάτι για να διαβάσει. Σε ένα ξέσπασμα φρενήρους επιπολαιότητας της έδωσα τον «Ήρωα» επισημαίνοντάς της να τον προσέχει, γιατί από όλα τα βιβλία αυτό είναι το αγαπημένο μου. Είχε περάσει αρκετός καιρός από την πρώτη μου ανάγνωση κι είχα ξεχάσει τι ακριβώς είχα υπογραμμίσει ή σημειώσει τότε πάνω στις σελίδες του. Λίγες μέρες μετά μου το επέστρεψε ταχυδρομικώς και φυσικά ποτέ δεν ξανασυναντηθήκαμε. Τότε έκανα ένα πείραμα. Πήγα κι αγόρασα το μυθιστόρημα του Λέρμοντωφ ξανά, στην ίδια ακριβώς μετάφραση, και το διάβασα για δεύτερη φορά, υπογραμμίζοντας και σημειώνοντας εκ νέου αυτά που θεωρούσα πιο σημαντικά ή εκείνα που με συγκινούσαν περισσότερο. Πέρα από το ίδιο ενοχλητικό συναίσθημα, πως κάποιος αλιτήριος μπορούσε ακόμα να τρυπώνει μέσα στο κεφάλι μου και να διαβάζει τις πιο κρυφές μου σκέψεις, η σύγκριση των δύο αναγνώσεων, τις οποίες χώριζε μια ολόκληρη δεκαετία, ήταν τόσο τρομακτική που σχεδόν με πανικόβαλε: Είχα υπογραμμίσει τα ίδια πάνω-κάτω αποσπάσματα και είχα κρατήσει στο περιθώριο των δύο αντιτύπων περίπου τις ίδιες σημειώσεις! Έκρυψα και τα δυο αντίτυπα στο βάθος της βιβλιοθήκης μου, αφού απέρριψα, όχι χωρίς πολύ σκέψη είναι η αλήθεια, την αποτέφρωσή τους και προκειμένου να μην ξαναβιώσω τα ίδια συναισθήματα μετά από άλλα δέκα χρόνια, μπήκα ο ίδιος σε μια άλλου τύπου περιπέτεια, επιδιώκοντας να γίνω εγώ ετούτη τη φορά ο ήρωας του καιρού μου. Πάνω στην περιπέτεια αυτή βασίζεται το ατυχές αδημοσίευτό μου μυθιστόρημα. Πάνω στην ατυχία του και την αδημοσίευσή του βασίζονται το πείραμα κι η ιστορία των Dreamtigers. Πάνω σε αυτές πατάω σήμερα εγώ και γράφω αυτά που γράφω. Εν πάση περιπτώσει, περίπου την στιγμή που επέστρεφα από την περιπέτειά μου, έπεσα πάνω στην εκφώνηση της άσκησης που λέγαμε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ανέσυρα τα δυο αντίτυπα του «Ήρωα» από τα βάθη της βιβλιοθήκης μου, τα ακούμπησα επάνω στο γραφείο μου και άρχισα να γράφω σαν καλό παιδί την εργασία μου. Την ώρα που έγραφα, μια τρίτη φίλη, αρκετά μικρότερή μου ετούτη τη φορά, πέρασε από το σπίτι μου για μία σύντομη επίσκεψη. Ενώ της έφτιαχνα καφέ, αυτή πήρε τους δύο «Ήρωες» στα χέρια της και άρχισε να τους ξεφυλλίζει. «Να σου το δανειστώ αυτό, που το έχεις και διπλό; Ωραίο φαίνεται…», είπε και παραλίγο να μου φύγει η κούπα από τα χέρια. «Όχι», αμέσως της απάντησα. «Δανείσου καλύτερα εμένα!»

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

γιατί γράφω

Πάω σήμερα το πρωί στο οικείο αστυνομικό τμήμα για μια δουλειά γραφειοκρατικού χαρακτήρα και πέφτω πάνω σε έναν παλιό μου συμμαθητή και νυν μπάτσο.
"Τι έγινε ρε", μου λέει αντί για καλημέρα, "γράφεις τίποτα;"
"Γιατί, ρε ψευταρά; Με διαβάζεις;" του απαντώ.
"Άμα γράψεις κάνα καλό αστυνομικό, θα σε διαβάσω. Μου αρέσουνε αυτά. Διάβασα ένα τελευταία με έναν γάλλο συνάδερφο, γαμάτο! Γούσταρα κάπου που έλεγε πως έγινε μπάτσος γιατί δεν πίστεψε ποτέ του στις συμπτώσεις..."
"Όχι", του λέω, "δεν κατάλαβες, αυτός είναι συνάδερφος δικός μου. Εγώ, επειδή δεν πιστεύω στις συμπτώσεις, άρχισα κάποτε να γράφω..."

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

τα χαμένα

Έχω χάσει πάρα πολλά βιβλία. Τα πιο πολλά υπήρξαν δανεικά κι αγύριστα. Τα έδωσα σε φίλους για να τα ρίξουν μια ματιά κι αυτοί, διαβάζοντάς τα, τόσο πολύ τα αγάπησαν, που ξέχασαν πως ήτανε δικά μου. Τους συγχωρώ, κι εγώ το έχω κάνει.
Είναι άλλα που τα άφησα, κάπου, σε κάποια πλαζ σεπτεμβριανή, σε κάποιο αδειανό σκαμπό, δίπλα σε ένα κρεβάτι. Ούτε τα ξέχασα ακριβώς ούτε να απαλλαγώ από αυτά στ’ αλήθεια δεν προσπάθησα. Είναι που οι ιστορίες τους τόσο πολύ ταιριάξανε με εκείνα εκεί τα μέρη, που εν τέλει αφομοιώθηκαν στης μνήμης το τοπίο.
Κάποια, το παραδέχομαι, τα αντάλλαξα, αν και ήξερα πως είχαν πια εξαντληθεί, πως δεν θα τα ξανάβρισκα, με άλλες ιστορίες άγραφες, με ιδέες που δεν τόλμησε ποτέ κανείς να τις σκεφτεί, με ανθρωποφάγες λέξεις.
Τέλος, είναι κι εκείνα που τα πήρανε οι χωρισμοί. Που φεύγοντας τα άφησα σε άλλες βιβλιοθήκες και ύστερα δεν τόλμησα να τα διεκδικήσω. Μα αν γράφω τώρα επειδή έτσι μπορώ να λέω πράγματα που διαφορετικά ποτέ δεν καταφέρνω, μήπως αυτή είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να σου τα ζητήσω;
Έτσι, λοιπόν –ναι, σε σένα απευθύνομαι- αν τύχει και τώρα να είσαι εκεί κι εμένα να διαβάζεις, αν έχεις ακόμα εκείνα τα βιβλία που για ομήρους σου τα κράτησες, αν πια δεν τα χρειάζεσαι, αν πείστηκες πως τη δουλειά τους μια χαρά την κάνανε –μαζί με αυτά σκεφτόμουνα το σπίτι σου κι εσένα- αν θες να δεις τι κρύβεται μετά το τέλος των ιστοριών, αν στων σελίδων τους το περιθώριο ακόμα τον γραφικό μου χαρακτήρα ξεχωρίζεις, αν δεν τα έκαψες κι αυτά μαζί με όλα τα άλλα, δεν κάνω πλάκα, το εννοώ, τα θέλω ακόμα πίσω.
Έχω χάσει πάρα πολλά βιβλία. Έχασα γενικά πολλά. Μια μονότονη διαδοχή απωλειών υπήρξε η ζωή μου. Άλλα τα δάνεισα σε φίλους μου και τα έκαναν δικά τους. Άλλα τα εγκατέλειψα σε αγαπημένα μέρη. Άλλα υπήρξαν το αντίτιμο για αυτά που τώρα έχω. Και κάποια άλλα – ενδεχομένως τα πιο ενοχλητικά- ουσιαστικά τα χάρισα για να μπορέσω απερίσπαστος να γράψω τα δικά μου.

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014