Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

προς τα κατω

παω να φυγω το πρωι απο το σπιτι. μπαινω στο ασανσερ. δεν εχω κοιμηθει καλα. δεν εχω πιει καφε ακομα. αντι για το ισογειο, παταω το κουμπι του πρωτου. το ασανσερ, ετσι κ αλλιως, πηγαινει προς τα κατω. θυμαμαι πως ειχα διαβασει καπου πως αν βρεθεις μεσα σε ασανσερ που πεφτει, το καλυτερο που εχεις να κανεις ειναι να αρχισεις να χοροπηδας, με την ελπιδα, λεει, η στιγμη της προσκρουσης να σε βρει στον αερα. το δικο μου το ασανσερ δεν πεφτει ομως. κατεβαινει αργα κ σταθερα. πολυ επαγγελματικο εκ μερους του. παλι καλα. πού να αρχιζω τωρα να χοροπηδω, ετσι οπως ειμαι, χωρις καφε κ αγουροξυπνημενος. μετα απο λιγο το ασανσερ φτανει σε αυτο που εγω νομιζω ακομα πως ειναι το ισογειο. βγαινω, κοιταζω τριγυρω μου κ λεω: "α, κοιτα να δεις.. μαλλον λαθος κουμπι πατησα." μετα θυμαμαι που στη ρωσια η αριθμηση των οροφων ξεκιναει παντα απο το επιπεδο της κεντρικης εισοδου. ετσι αυτο που για μας ειναι ισογειο, για τους ρωσους ειναι ο πρωτος οροφος. αυτο που για εμας ειναι πρωτος οροφος, για το ξανθο γενος ειναι ο δευτερος. αυτο που για εμας ειναι ο δευτερος οροφος, για τους απογονους του πουσκιν κ του γκαγκαριν ειναι ο τριτος, κ παει λεγοντας. αναρωτιεμαι αν ο γκαγκαριν χοροπηδουσε μεσα στο βοστοκ 1 την ωρα που αυτο προσγειωνοταν στις οχθες του βολγα. σκεφτομαι να γυρισω πισω στο ασανσερ κ να διορθωσω το συντομοτερο δυνατον το λαθος μου. αλλα ενταξει, σχεδον εχω φτασει στον προορισμο μου. συνεχιζω απο τις σκαλες. "κατι με τραβαει προς τα κατω." δεν το λεω εγω αυτο. αυτα ηταν, λενε, τα τελευταια λογια του πουσκιν. αληθεια

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

η γραμμη

ειμαι σε γραμμη αναμονης εδω κ μιση ωρα. οσο βρισκομαι σε αναμονη, ακουω ενα αδιανοητα εξοργιστικο μουσικο θεμα, το οποιο εχει επιλεχθει με προφανη σκοπο να με εκνευρισει κ να με κανει να κλεισω το τηλεφωνο. καθε τρια λεπτα περιπου η μουσικη διακοπτεται για να ακουστει μια εξισου ενοχλητικη φωνη να λεει "αυτη τη στιγμη ολες οι γραμμες μας ειναι απασχολημενες. παρακαλω περιμενετε". αν κ γνωριζω πως προκειται για ηχογραφημενο μηνυμα, μετα τις πρωτες επαναληψεις, εχω ξεκινησει καποιες φιλοτιμες -θελω να πιστευω- προσπαθειες να αποσπασω καποιες πληροφοριες παραπανω απο το μηχανημα ή εστω να το αποσυντονισω κ ετσι να χτυπησω το αορατο κ πανισχυρο συστημα που κρυβεται απο πισω. "σιγουρα ειναι ολες οι γραμμες σας απασχολημενες; μηπως ειναι καμια παλιογραμμη που κωλοβαρα κ αποφευγει να με εξυπηρετησει; κ ποσο λετε να περιμενω, δηλαδη; γιατι αν ειναι να κανουμε μαζι εδω πρωτοχρονια πειτε μου να παω να βαλω τα καλα μου. αληθεια, μηπως ξερετε πώς λεγεται το κομματι που με εχετε βαλει να ακουω τοσην ωρα; να ξερω να το παραγγελνω στους ντιτζεϊδες οποτε βγαινω εξω." κ τοτε ξαφνικα, κ ενω εχω ηδη αρχισει να σκεφτομαι πως λογικα καπως ετσι πρεπει να ξεφευγει το μυαλο του ανθρωπου, η γραμμη ανοιγει κ ακουγεται μια αλλη φωνη πολυ πιο φιλικη κ παρεϊστικη να μου συστηνεται κ να με ρωτα πώς θα μπορουσε να με εξυπηρετησει. αιφνιδιαζομαι. ειλικρινα δεν θυμαμαι καν γιατι τους τηλεφωνησα. κομπιαζω. ψαχνω στα χαρτια που βρισκονται μπροστα μου μηπως κ βρω κατι που να με βοηθησει. η υπαλληλος, στο μεταξυ, με ενημερωνει οτι για τη δικη μου ασφαλεια η κληση μας καταγραφεται. "τι εννοειτε;" τη ρωτω, "ολοκληρη η κληση; ακομα κ αυτα που ελεγα τοσην ωρα που με ειχατε σε αναμονη;" η υπαλληλος γελαει -ετσι νομιζω, δηλαδη- μετα σκουνταει τη διπλανη της κ της κανει μια χαρακτηριστικη χειρονομια, σαν να της λεει "παλι σε τρελαρα πεσαμε". η διπλανη τής κανει νοημα κ της ζηταει να με βαλει σε ανοιχτη ακροαση για να με μπορουν να με ακουν ολοι μεσα στην αιθουσα κ να προσφερω ετσι ενα ευχαριστο διαλειμμα σε αυτο το μιζερο κ γκριζο πρωινο τους. η δικια μου την ξανασκουντα κ με εξαιρετικο επαγγελματισμο πνιγουν κ οι δυο τα αφριζοντα τους γελια. κ εκει πανω στην καλη χαρα, παταει μαλλον κατα λαθος ενα κουμπι, κ χωρις να κλεισει η γραμμη, αρχιζει παλι να ακουγεται το μουσικο θεμα της αναμονης. για καποιο λογο εχω αρχισει να τη συμπαθω αυτην τη μελωδια. "παρακαλω, κυριε. πειτε μου, πώς μπορω να σας εξυπηρετησω;" μου λεει το κοριτσι. αναρωτιεμαι αν την ακουμε κ οι δυο αυτην τη μουσικη ή συνεχιζω να κινουμαι μονος μου σε ρυθμους παραφροσυνης. μοναχα ενας τροπος υπαρχει να το μαθω. "χορευουμε;" της λεω

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

το μηλο

καθομαι μονος σε ενα μπαρ κ περιμενω παρεα. το μαγαζι ειναι ψιλοαδειο κ εκτος απο τη μουσικη προς το παρον το μονο που ακουγεται ειναι τα λογια ενος ζευγαριου που καθεται σε ενα απο τα τραπεζια. το ζευγαρι μαλωνει. ενταξει, δεν εχω στησει κ αυτι, αλλα τους ακουω τοσην ωρα να κλινουν το ρημα καταλαβαινω σε ολους τους χρονους κ ολες τις εγκλισεις, που μπορω να πω με βεβαιοτητα πως θεμα της διαφωνιας τους ειναι η ελλειψη κατανοησης στη σχεση τους. κ τοτε, πανω στον κακο χαμο, ανοιγει η πορτα κ μπαινει ενας ζητιανος. ο ζητιανος παει κατευθειαν προς το τραπεζι του ζευγαριου τη στιγμη που ο καυγας τους εχει αρχισει να ξεφευγει κ ακουγονται πλεον κουβεντες ασυγχωρητες. το ζευγαρι δεν προσεχει τον ζητιανο που στεκεται πανω απο τα κεφαλια τους με την παλαμη απλωμενη. ο τυπος χτυπαει το χερι δυνατα επανω στο τραπεζι. η τυπισσα τού λεει να παει να γαμηθει κ αρχιζει να μαζευει τα πραγματα της. ο ζητιανος, αταραχος, βγαζει μεσα απο την τσεπη του παλτου του ενα πρασινο μηλο κ το ακουμπαει αναμεσα τους. οι δυο καυγατζηδες το βουλωνουν κ κοιταζουν το μηλο σαν να επροκειτο για απασφαλισμενη χειροβομβιδα. ο ζητιανος ακουμπαει τα χερια του στους ωμους τους κ τους χαμογελαει πατρικα ή καπως ετσι τελος παντων. αυτοι τον κοιταζουν με δεος κ συγκινηση. μια απροσδιοριστη γαληνη απλωνεται σε ολοκληρο το μαγαζι. ξαφνικα, ολοι αγαπανε ολους. ο τυπος βγαζει κατι απο την τσεπη του κ το δινει στον ζητιανο. ο ζητιανος φερνει το χερι του στο στηθος, κανει μια μικρη υποκλιση κ φευγει χωρις να πλησιασει τους υπολοιπους θαμωνες. η τυπισσα απλωνει το χερι της κ χαϊδευει το μηλο. ο τυπος απλωνει το χερι του κ χαϊδευει το δικο της. κοιταζονται στα ματια. χαμογελανε. "ποσα του εδωσες", τον ρωταει αυτη. "τι σε νοιαζει;" αυτος της απανταει. ο καυγας αρχιζει παλι απο την αρχη. η μουσικη παιρνει πρωτοβουλια κ δυναμωνει απο μονη της για να μην τους ακουμε. το πρασινο μηλο πανω στο τραπεζι τους συνεχιζει να πρασινιζει κ αλλο

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

στο ονομα μου

ξεκινησα να παω για πρωτη φορα επισκεψη στο σπιτι ενος φιλου. εφτασα στη διευθυνση που μου ειχε δωσει κ αρχισα να ψαχνω το ονομα του στα κουδουνια. δεν το βρηκα. τον πηρα τηλεφωνο για να του πω να μου ανοιξει. δεν μου απαντησε. τον ξαναπηρα. τα ιδια. αρχισα να εκνευριζομαι. ειπα να φυγω. μετα θυμηθηκα οτι κ εγω εχω να βαλω το ονομα μου σε θυροτηλεφωνο απο τοτε που ημουν φοιτητης κ ζουσα στα εξαρχεια. σε ολα τα αλλα σπιτια οπου εμεινα μετα, οπως κ σε αυτο οπου μολις, πριν μια βδομαδα, μετακομισα, κρυβομουν κ κρυβομαι ακομα πισω απο τα ονοματα των παλαιων ενοικων. αλλα σε εκεινο που καποτε υπηρξε το φοιτητικο μου σπιτι ο παλαιος, για να μην πω ο αρχαιος, ενοικος παραδοξως παραμενω εγω. καμια φορα, οταν κατεβαινω στην αθηνα κ περναω απο την τοσιτσα, σταματω στον αριθμο 20 κ βλεπω το ονομα μου στο κουδουνι. κ ας εφυγα απο αυτο το σπιτι το 2000. το ονομα μου ειναι ακομα εκει. καποιος ακομα παραγγελνει πιτσες στο ονομα μου. καποιος καλει τους φιλους του στο σπιτι κ τους λεει να χτυπησουν το κουδουνι που λεει "ανταμης". καποτε, μπηκα στον πειρασμο να το χτυπησω κ εγω, αλλα τρομοκρατηθηκα στη σκεψη οτι μπορει να ακουσω τον εικοσιπενταχρονο εαυτο μου να ρωταει "ποιος ειναι" κ εφυγα τρεχοντας σχεδον. οχι, δεν ειμαι καθολου σιγουρος πως θα ειχα να του δωσω μια σοβαρη κ υπευθυνη απαντηση που να μπορουσε να ικανοποιησει κ εκεινον κ εμενα. μαζι με τα χρονια, ομως, να που περασε κ η ωρα. λιγο πριν αρχισω να βαραω στην τυχη τα κουδουνια της ξενης πολυκατοικιας, χτυπησε το τηλεφωνο. ο φιλος ηταν. "σπρωξε", μου ειπε, "ειναι ανοιχτα"

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

βαμπίρ και γιου εφ όου


Θα χρειαστεί να περάσουν σχεδόν δύο χρόνια μέχρι να επιχειρήσω το επόμενο ταξίδι στα Βαλκάνια και στο εξωτερικό γενικότερα. Το ‘17 που μεσολάβησε, μπορεί να υπήρξε μια χρονιά γεμάτη συγκινήσεις, αλλά μια σειρά από αρνητικές εξελίξεις μέσα στο καλοκαίρι του με ανάγκασαν να ακυρώσω κάθε σχέδιο που είχα τολμήσει να κάνω το χειμώνα. Με ένα σωρό ταξιδιωτικά απωθημένα μαζεμένα και την επαγγελματική μου κατάσταση να σταθεροποιείται την επόμενη χρονιά, θα έλεγα πως δεν άργησα να πάρω το αίμα μου πίσω. Έτσι, το τριήμερο της Πρωτομαγιάς του 2018 ξεκίνησα με τον Νίκο για ένα σύντομο αλλά εξαιρετικά περιεκτικό ταξίδι στην πάντα ακαταμάχητη την άνοιξη Βουλγαρία.
Ξεκινήσαμε από τη Θεσσαλονίκη Σάββατο απόγευμα και αφού περάσαμε για ακόμα μια φορά τον Προμαχώνα, κατευθυνθήκαμε προς τη Σόφια, έτσι ώστε να διανυκτερεύσουμε εκεί και να εκμεταλλευτούμε ολόκληρη την επόμενη μέρα προχωρώντας αργά και απολαυστικά προς τα βουλγαρικά ενδότερα. Λίγο μετά τα σύνορα, βέβαια, παραλίγο το ταξίδι μας να τερματιστεί βιαίως, πριν καν ακόμα ξεκινήσει, όταν ένας ηλικιωμένος οδηγός, που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, έχασε τον έλεγχο του οχήματός του και αυτό πήρε την πρωτοβουλία να έρθει καταπάνω στο Ανταμομπίλ για να το γνωρίσει από κοντά και ενδεχομένως να του ζητήσει αυτόγραφο.
Ευτυχώς, τελευταία στιγμή έκανα έναν μάλλον αυθόρμητο ελιγμό και το απέφυγα. Πρόλαβα, όμως, να δω το έντρομο βλέμμα του γέροντα καμικάζι και στη συνέχεια για αρκετά χιλιόμετρα βυθίστηκα σε σκέψεις. Τι θα συμβεί όταν κι εγώ φτάσω στην ηλικία του; Θα μου αφαιρέσουν άραγε λόγω μειωμένων αντανακλαστικών το δίπλωμα; Θα μου στερήσουν οι νεότεροι την πιο αγαπημένη μου συνήθεια; Θα ταξιδεύω μόνο με τα εκδρομικά πούλμαν των οίκων ευγηρίας; Ή μήπως θα περιορίζομαι στις αναμνήσεις των ένδοξων εποχών και θα αναπολώ κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τα περασμένα μεγαλεία των μεγάλων δρόμων; Από τα βάθη αυτών των προβληματισμών με ανέσυρε ο Νίκος, ο οποίος δείχνοντάς μου στην οθόνη του μια φωτογραφία με μια ακατανόητη κατασκευή, μου είπε: «Τρέλα, ε; Εκεί θα πάμε αύριο.»
Είχε νυχτώσει πια για τα καλά όταν φτάσαμε στη Σόφια. Βρήκαμε εύκολα το χόστελ όπου είχαμε κάνει κράτηση και αφού αφήσαμε τα πράγματά μας στο δωμάτιο, βγήκαμε να κάνουμε μια βόλτα μέχρι τον Άγιο Αλέξανδρο τον Νιέφσκι, χαζεύοντας στο μεταξύ διάφορα άλλα σημαντικά και ασήμαντα αξιοθέατα.
Τη γνώμη μου για τη βουλγάρικη πρωτεύουσα την έχω ήδη καταγράψει μες στα αποσπάσματα του «Μπαλκανμομπίλ» και δεν υπάρχει λόγος τώρα να επαναλαμβάνομαι. Θα έλεγα, πάντως, ότι αυτή τη φορά αυτό που μου έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση ήταν, όσο παράξενο και αν ακούγεται, το μέρος όπου μείναμε. Αν και ξεκάθαρα διακατεχόμενο από μια φρενήρη χίπστερ αισθητική και αν και στρατηγικά απευθυνόμενο σε πολύ νεότερους από εμάς ταξιδιώτες, το όμορφο αυτό σπιτάκι της ούλιτσα Κάντσεβ, με τον κήπο, μες στην καρδιά του θελκτικά παρηκμασμένου ιστορικού κέντρου της Σόφιας, με έβαλε στον πειρασμό να ξαναέρθω και να μείνω εκεί για ένα μεγαλύτερο διάστημα, ακόμα και μόνος ενδεχομένως. Να φαντασιώνομαι, για κάποιον λόγο, πως επιστρέφω και κρύβομαι εκεί και ύστερα πως απαλλαγμένος από τις συνήθεις περισπάσεις, κατασκευάζω με την ησυχία μου ακόμα έναν κόσμο μυστικό, ακόμα ένα σύμπαν πεισματικά παράλληλο.
Το επόμενο πρωί, αφού πήραμε ένα ξεκαρδιστικό πρωινό στο υπόγειο του χόστελ, αποχαιρετήσαμε προς το παρόν τη Σόφια και αναχωρήσαμε για ανατολικότερα. Την πρώτη μας στάση την κάναμε λίγο έξω από τη Στάρα Ζαγκόρα για να δούμε ένα από τα περίφημα και θηριώδη σοσιαλιστικά μνημεία που ευδοκιμούσαν για μισό αιώνα βορείως των συνόρων μας. Τα βουλγάρικα κάπως πιο βλαχομπαρόκ από τα αντίστοιχα διαστημικά της παλαιάς Γιουγκοσλαβίας, αλλά εμφανώς πιο καλοσυντηρημένα, αποτελούν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ατραξιόν της χώρας.  Το συγκεκριμένο αποτελείται από μια εξωφρενική γλυπτική σύνθεση που απεικονίζει μια ομάδα ένοπλων Βούλγαρων στρατιωτών, ύψους μερικών δεκάδων μέτρων, υπό τη διακριτική διοίκηση ενός Ρώσου αξιωματικού και προσπαθεί να αφηγηθεί μια ιστορία όπου η εθνική υπερηφάνεια συγκρούεται με τις πολιτικές επιλογές και κερδισμένο βγαίνει όπως πάντα το άθλημα.
Η δεύτερη στάση ήταν στο Καζανλούκ. Μια ασήμαντη μικρή πόλη λιγάκι βορειότερα, όπου όμως διασώζεται σχεδόν ακέραιος ένας ολόκληρος θρακικός τύμβος – μνημείο, μάλιστα, παγκόσμιας κληρονομιάς, Ουνέσκο και τέτοια, ξέρετε. Βέβαια το ίδιο το μνημείο μόνο απέξω το χαζέψαμε, αφού οι δαιμόνια αρχαιολογική υπηρεσία της γείτονος έχει φροντίσει να κατασκευάσει δίπλα του μία πιστή –έτσι λένε, τουλάχιστον- αναπαράσταση. Εν πάση περιπτώσει, και πάλι ο ζωγραφικός διάκοσμος εντός  της τελευταίας κατοικίας του εκλιπόντος Θράκα είναι πολύ εντυπωσιακός και εύγλωττος.      
Καθοδόν προς την τρίτη στάση μας, που ήδη από μακρυά  μπορούσαμε να τη διακρίνουμε, κάναμε άλλη μια μικρή εκτός προγράμματος ενδιάμεση, όταν συναντήσαμε τυχαία πάνω στον δρόμο μας, και κάπου εκεί στο πουθενά, τον επίσης γιγαντιαίο (ένα θέμα με τα μεγέθη το έχουνε οι γείτονες) μεταλλικό αδριάντα ενός τύπου, με τον οποίο προσπαθήσαμε και να γνωριστούμε κάπως καλύτερα, αλλά όσο και αν το προσπαθήσαμε δεν καταφέραμε να βρούμε κάποια σχετική επιγραφή που να μας τον συστήνει.
Η τρίτη στάση ήταν και όλα τα λεφτά, που λένε. Σε μια από τις ψηλότερες κορυφές της Στάρα Πλάνινα (της γνωστής και ως Αίμος ή Μπαλκάν οροσειράς, που έδωσε το όνομά της και σε όλη τη χερσόνησο)  βρίσκεται η Μπουζλουντζά, το ερείπιο του πιο εντυπωσιακό μνημείου του παλαιού καθεστώτος, που μοιάζει με ούφο που ήρθε από το άουτερ σπέις και προσγειώθηκε ανάμεσα στους έκπληκτους νοτιοσλάβους για να κηρύξει τις αρετές της σοσιαλισμού και της αταξικής κοινωνίας. Αν και η κεντρική του είσοδος ήταν αμπαρωμένη και φυλαγόταν διακριτικά από κάτι χωροφύλακες που κάθονταν στα σκαλοπάτια του και χάζευαν τη θέα, ο Νίκος προσπάθησε να μπει στο εσωτερικό από μια τρύπα που βρήκε κάπου ανοιχτή και να το φωτογραφίσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να σκίσει σε κάτι σιδεριές το χέρι του. Αυτό που μου έκανε, πάντως, ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το πλήθος των ξένων λαθροεπισκεπτών, σχεδόν από ολόκληρο τον κόσμο, που μαζί με μας το είχανε πολιορκήσει, αν και επισήμως δεν θεωρείται ούτε μνημείο ούτε καν  αξιοθέατο και κανείς καθωσπρέπει τουριστικός οδηγός δεν το περιλαμβάνει.
Από εκεί ψηλά στην Μπουζλουντζά μπορούσαμε να δούμε απέναντι και τον επόμενο μας στόχο, που ήταν επίσης κτισμένος πάνω στην ίδια κορυφογραμμή, αλλά αυτή τη φορά ερχόταν από μιαν άλλη εποχή πολύ πιο μακρινή και ακίνδυνη και ως εκ τούτου βρισκόταν και σε πολύ καλύτερη κατάσταση: Ο πύργος της Σίπκα. Χτισμένο έναν αιώνα πιο νωρίς εις ανάμνηση του τελευταίου και πιο κρίσιμου για την τύχη των Βουλγάρων ρωσοτουρκικού πολέμου, και μάλιστα στο σημείο όπου δόθηκε η πιο σημαντική του μάχη, το μνημείο αυτό, σε αντίθεση με το προηγούμενο, όχι απλώς έχει περίοπτη θέση του στην επίσημη τουριστική βιτρίνα της χώρας, άλλα αποτελεί και εκδρομικό προορισμό όλων των βουλγάρικων σχολείων. Αφού καταφέραμε να προσπεράσουμε τα σμήνη των αλαλάζοντων πιτσιρικιών, φτάσαμε στην κορυφή του πύργου, όπου ο δυνατός αέρας, αφού προσπάθησε να με απογειώσει, μου πήρε το καπέλο μου ως σουβενίρ, πράγμα που εκείνη τη στιγμή πολύ με ενόχλησε. Αργότερα, όταν κατεβήκαμε ξανά στο πάρκιν, βρήκα το καπέλο πεταμένο κάπου κοντά στο Ανταμομπίλ, το μάζεψα και το ξαναφόρεσα. Θαύμα , μάλλον.
Η πέμπτη και τελευταία στάση κράτησε λίγο περισσότερο, αφού την συνδυάσαμε και με ένα καλό γεύμα. Το παραδόξως άγνωστό μας Γκάμπροβο το βρήκαμε τυχαία καθώς σε αυτό μας οδήγησε η πείνα μας. Χτισμένη πάνω σε ένα παράτολμο για την εποχή του πολεοδομικό πείραμα και διακοσμημένη με ένα σωρό μνημεία της βουλγαρικής αναγεννήσεως –ό,τι και αν σημαίνει αυτό το πράγμα- η γραμμική αυτή πόλη, μήκους μερικών δεκάδων χιλιομέτρων και πλάτους μόλις ελάχιστων οικοδομικών τετραγώνων, υπήρξε κάποτε το καμάρι της νέας Βουλγαρίας. Σήμερα, βέβαια, έχει πέσει στην βαθιά την παρακμή, όπως και όλα τα πράγματα στον κόσμο και στην Ιστορία που από πρωτοπόρα μετατρέπονται απλώς σε αξιοπερίεργα. Με αυτά και με αυτά φτάσαμε κάποια στιγμή αργά το απόγευμα στο Βέλικο το Τάρνοβο, την αρχαία πρωτεύουσα των Βουλγάρων, όπου και σκοπεύαμε εξαρχής να διανυκτερεύσουμε.       
Με εξαίρεση το εντυπωσιακό του κάστρο και κάποια άλλα μνημεία εξίσου σημαντικά που βρίσκονται περιμετρικώς της πόλης, ο Παλαιός Τύρναβος δεν μοιάζει να κουβαλάει πια κάποια από την αίγλη των ένδοξων εποχών του. Για ώρα παλεύαμε να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι η ασήμαντη γειτονιά στην οποία μας είχαν οδηγήσει οι χάρτες ήταν πράγματι το ιστορικό του κέντρο. Και όταν βρήκαμε επιτέλους κάποιον ξενώνα για να μείνουμε, είπαμε εντάξει, δεν πειράζει, αφού φτάσαμε ως εδώ, ας κάτσουμε και ας ξεκουραστούμε και αύριο μέρα είναι, θα πάμε προς τη Μαύρη Θάλασσα να βρούμε κανένα μέρος πιο αξιοθέατο.
Το επόμενο πρωί η επίσκεψη στο Τσάρεβατς, το κάστρο των παλαιών Βοουλγάρων ηγεμόνων μπορώ να πω ότι μας αποζημίωσε και με το παραπάνω, αλλά η ιδέα της εύξεινης ανατολής, που μας είχε πια καρφωθεί στο κεφάλι, έκανε να εγκαταλείψουμε την πόλη βιαστικά και έτσι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε από τα βουνά και να ψάχνουμε τη συντομότερη οδό προς τη θάλασσα. Μετά από μια μακρά διαδρομή σχεδόν χωρίς καμία στάση, μέσα από μία αξέχαστη εναλλαγή τοπίου, φτάσαμε έξω από το Μπουργκάς και από εκεί κατευθυνθήκαμε προς την ιστορική Σωζόπολη.    
Από τις τρεις παλιές παραευξείνιες πόλεις που σκοπεύαμε να επισκεφτούμε εκείνη τη μέρα, Η Σωζόπολη ήταν η πιο μεγάλη εμμονή του Νίκου, αφού, λίγες μέρες πριν ξεκινήσουμε, είχε δει κάπου τυχαία ένα ντοκυμανταίρ για ένα νεκροταφείο βρυκολάκων που οι αρχαιολόγοι είχαν, λέει, εκεί ανακαλύψει. Οι όποιες μου ενστάσεις για την αξιοπιστία αυτής της ειδήσεις και για το αν υπάρχουν ή έστω έχουν υπάρξει γενικά σταλήθεια βαμπίρ και νεκροζώντανοι δεν φάνηκαν ούτε στιγμή να τον πτοούνε. Έτσι μόλις φτάσαμε στην Σωζόπολη και αφού δεν υπήρχε φυσικά κάπου κάποια επιγραφή που να υποδεικνύει το μέρος αυτό που αναζητούσαμε, αρχίσαμε να ρωτάμε τους ντόπιους: «Συγγνώμη, έχετε τίποτα βρυκόλακες εδώ; Και αν ναι, μπορείτε να μας πείτε πού συχνάζουν;»
Τελικά, μετά από πολλές παρεξηγήσεις και αφού κατά τύχη μάλλον γλιτώσαμε από τα χειρότερα, βρήκαμε το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης και μπήκαμε για να ζητήσουμε μια πιο επιστημονική βοήθεια. Ο νεαρός που συναντήσαμε εκεί, αφού μας άκουσε υπομονετικά κουνώντας το κεφάλι του κάπως απροσδιόριστα, μας απάντησε σε αρκετά καλά ελληνικά πως έχουμε πέσει θύματα της παραπληροφόρησης και πως αυτό που είχε δει ο Νίκος στο ντοκυμανταίρ δεν ήταν παρά μια ακόμα από τις περίεργες ταφικές συνήθειες του σκοτεινού βαλκανικού μας παρελθόντος, όπου όταν κάποιος συμπεριφερόταν κάπως, ασπούμε, πιο αντικοινωνικά, του έβγαινε το όνομα και οι άλλοι οι φυσιολογικοί για να είναι σίγουροι πως δεν θα συνεχίσει τις παραξενιές και μετά τον θάνατό του, τον έθαβαν μες στον ασβέστη και καλού κακού του κάρφωναν κι ένα παλούκι πάνω στον θώρακά του και πως αν θέλαμε να δούμε τέτοια πράγματα μπορούσαμε να τα αναζητήσουμε ακόμα και στα ελληνικά νησιά και δεν χρειαζόταν να τραβηχτούμε εκεί πάνω. Επειδή ο τύπος με το ζόρι συγκρατιόταν για να μην γαμηθεί στα γέλια, είπα να αλλάξουμε κουβέντα και τον ρώτησα από πού είναι. «Οι οικογένεια μου είναι από εδώ», μου απάντησε. «Κάποιοι, ξέρετε, επιστρέψαμε.» Έτσι, μετά από αυτό, αλλάξαμε και στόχευση, και αφού αφήσαμε πίσω τα αχυρένια σπίτια της Σωζόπολης, φύγαμε για να αναζητήσουμε τα υπολείμματα του μαυροθαλασσίτικου ελληνικού στοιχείου λίγα χιλιόμετρα πιο βόρεια, στην ξύλινη Αγχίαλο.   
Ο παραθαλάσσιος δρόμος για το Πομόριε –όπως τη λένε σήμερα οι Βούλγαροι- ήταν κάπως αποκαρδιωτικός με όλα αυτά τα κτηνώδη και αντιαισθητικά ξενοδοχειακά συγκροτήματα. Λίγο πριν από την είσοδο στην πόλη είδαμε, όμως, στο πλάι του δρόμου μια εντυπωσιακή επιγραφή στα ελληνικά, που έλεγε «Ουλπιανών Αγχιαλέων» και σταματήσαμε να τη φωτογραφίσουμε. Μες στην Αγχίαλο δεν βρήκαμε, πάντως, κάτι ενδιαφέρον. Τα σπίτια, οι δρόμοι, το παραλιακό της μέτωπο έμοιαζαν όλα σαν να είχαν φτιαχτεί μόλις προχθές και κάθε ίχνος παρελθόντος να είχε με τρόπο απομακρυνθεί από το προσκήνιο. Απογοητευμένοι, είδαμε μόνο έξω από την πόλη φεύγοντας μια κάπως πιο παλιά εκκλησία και μπήκαμε λίγο μέσα για να τη χαζέψουμε.
Ένας παπάς, που εκείνη τη στιγμή ψιλοκοιμόταν στα στασίδια της, πετάχτηκε αμέσως πάνω και έσπευσε να μας καλωσορίσει και βασικά να μας υποδείξει το παγκάρι του, το οποίο εμείς είχαμε βλάσφημα προσπεράσει. Μετά, μόλις άκουσε να μιλάμε ελληνικά, σαν να ενθουσιάστηκε και άρχισε να μας λέει τα δικά του, για την περίοδο που υπηρετούσε στην Κρήτη, για τη μετάθεση που πάλευε να πάρει σε κάποιο παρεκκλήσι στην Κωνσταντινούπολη και για το πόσο το Πατριαρχείο δεν εκτιμά τη μόρφωση και τον ιερατικό του έργο και τον κρατάει εκεί στο πουθενά παροπλισμένο. Αφού ακούσαμε τον πόνο του, είπαμε να τον ρωτήσουμε αν έχουν μείνει άλλοι Έλληνες στην Αγχίαλο, αλλά πριν προλάβουμε καν να ολοκληρώσουμε την ερώτηση, αυτός φώναξε «όχι, φύγανε όλοι, φύγανε» για να συμπληρώσει μετά μέσα από τα δόντια: «Και καλά κάνανε.»
Το παραευξείνιο ταξιδιωτικό μας τρίπτυχο ολοκληρώθηκε στην πέτρινη Μεσημβρία, όπου και είχαμε αποφασίσει στο μεταξύ να διανυκτερεύσουμε. Η πόλη αυτή που οι τουριστικοί οδηγοί την έχουν βαφτίσει τελευταία ως το Ντουμπρόβνικ της Μαύρης Θάλασσας είναι σταλήθεια ένα ανοιχτό μουσείο. Μέσα σε μια έκταση ελάχιστη μπορεί εδώ κανείς να συναντήσει ένα σωρό από ελληνικά, ρωμαϊκά και κυρίως μεσαιωνικά μνημεία, τα πιο πολλά σε τόση άριστη κατάσταση που αναρωτιέσαι αν όντως είναι τόσο παλιά όσο αναφέρουν οι σχετικές επιγραφές ή μήπως τα έχουν φτιάξει πρόσφατα με συγχρηματοδότηση της ευρωπαϊκής μας ένωσης.  Όπως και να έχει, πάντως, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό και αν και μπορείς να περιπλανηθείς μέσα σε λίγη ώρα σε ολόκληρο αυτό το περιτειχισμένο κομμάτι γης, που μοιάζει σαν να επιπλέει πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, μια επιθυμία να μείνεις κι άλλο και να το τριγυρίσεις μέχρι που να το βαρεθείς, όσο νάναι, τη νιώθεις. Εδώ, βέβαια, κολλάει αυτό που λένε «πρόσεξε τι εύχεσαι», αλλά ακόμα είμαστε στα τέλη του Απριλίου. Πού να το φανταζόμουν εκείνη τη στιγμή το καλοκαίρι τι θα μου επιφύλασσε.
Νωρίς την άλλη μέρα, ξυπνήσαμε, πήραμε ένα κάπως υπερβολικό πρωινό, φορτώσαμε τα πράγματα στο Ανταμομπίλ και αναχωρήσαμε για τη Θεσσαλονίκη. Έτσι, για να μην ξαναπεράσουμε από τους ίδιους δρόμους και επειδή ελπίζαμε ότι μπορούσε να μας προκύψει καθοδόν όλο και κάποια απρόβλεπτη συγκίνηση, είπαμε να αλλάξουμε διαδρομή και να γυρίσουμε πίσω προς την Ελλάδα μέσω Χασκόβου και Κάρτζαλι, διασχίζοντας και πάλι τη Ροδόπη, όπως είχα κάνει τρία χρόνια πριν επιστρέφοντας από τη Φιλιππούπολη.
Το έχω ήδη γράψει και στο «Μπαλκανμομπίλ», στο αντίστοιχο απόσπασμα, η διαδρομή αυτή είναι μία από τις ωραιότερες όχι μονάχα της Βαλκανικής, αλλά ενδεχομένως ολόκληρης της Ευρώπης. Από αυτές που όταν τις ολοκληρώνεις και φτάνεις σπίτι σου, πλήρης από εικόνες και κατάκοπος από την απαιτητική οδήγηση, το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι να κάνεις είναι να ανοίξεις ξανά τους χάρτες και τα ημερολόγια και να αρχίσεις να το σκέφτεσαι πότε θα ξαναφύγεις. 

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

κατασκευάζοντας συνυπάρξεις


Το σχολικό έτος 2015-16 το πέρασα διαρκώς μετακινούμενος. Τυπικά η έδρα μου ήταν –και είναι ακόμα, δηλαδή- στον Βολο. Ουσιαστικά, ωστόσο, τις πιο πολλές μέρες της βδομάδας βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη, όπου και νοίκιαζα πλέον στο κέντρο το δικό μου διαμέρισμα. Επίσης, μία φορά τη βδομάδα δούλευα στη Λάρισα στα εργαστήρια του Δήμου και ένα τριήμερο κάθε μήνα πήγαινα και έκανα μαθήματα στο Θέατρο στα Γιάννενα. Αυτά, μαζί με ένα σωρό άλλες μικρότερες και μεγαλύτερες, τακτικές και άτακτες, διαδρομές και αποστάσεις, με έκαναν να αποκτήσω μια άλλη σχέση με το Ανταμομπίλ, μες στο οποίο πλέον ένιωθα πως ζούσα. Μέχρι που κάποια στιγμή άρχισα να του γράφω και ιστορίες.
Όταν, όμως, έφτασε το καλοκαίρι του 2016, είχα πια τόσο πολύ κουραστεί από τα συνεχόμενα ταξίδια που έλεγα πως πλέον λαχταρώ να περάσω τις διακοπές μου όσο πιο αμετακίνητος γίνεται. Έτσι, όχι μόνο απέρριπτα κάθε πρόταση για ένα νέο οδικό ταξίδι στα Βαλκάνια, αλλά κόντευα να απαρνηθώ σχεδόν το περιηγητικό μου παρελθόν λέγοντας πως όλα αυτά δεν ήταν παρά άσκοπες σπατάλες χρόνου, χρημάτων και ενέργειας και γενικά παλαβωμάρες.
Μέχρι που ένα βράδυ –μπορεί να ήταν και μεσημέρι, δεν έχει σημασία- μου σκάει ξαφνικά ένα μήνυμα από το Βέλγιο: «Έρχομαι Ελλάδα τέλος Ιουλίου. Τι λες; Πάμε κανένα ρόουνττριπ;» Το διάβασα και «ευθύς η κούρασις, η ανία, η σκέψεις φύγανε». «Ναι, ρε, εννοείται», απάντησα, «πάμε στο Σεράγεβο.»
Όπως με τον Κωστή, έτσι και με τον Βαγγέλη είχα κάνει ήδη ένα καλό οδικό ταξίδι, επιστρέφοντας τα Χριστούγεννα του 2011 από το Παρίσι στον Βόλο μέσω Ντιζόν, Λυών, Τορίνο, Μπολόνιας και φυσικά Ανκόνας και Ηγουμενίτσας. Η αλήθεια είναι ότι αν και εγώ πέρασα τότε πολύ καλά, σε εκείνον δεν του έμειναν και οι καλύτερες αναμνήσεις, αφού κάπου εκεί, στις όχθες του Ροδανού, άρπαξε ένα γενναίο κρυολόγημα και έφτασε σχεδόν ημιθανής στον τελικό προορισμό μας – θάρθει η ώρα κάποτε να γράψω και για αυτά και τότε θα γελάσουμε.
Και ενώ αρχίσαμε να σχεδιάζουμε το ταξίδι μας, προέκυψαν δυο σημαντικές ιδιαιτερότητες που θα το έκαναν να διαφέρει πολύ τόσο από αυτά που είχανε προηγηθεί όσο και από τα άλλα που ακολούθησαν. Πρώτον, ο Βαγγέλης αποφάσισε να μην βγάλει εισιτήριο αεροπορικό για την Ελλάδα αλλά για τη Ριέκα της Κροατίας, η οποία βρίσκεται στην πινέζα του χάρτη των Βαλκανίων, ζητώντας μου να πάω και να τον μαζέψω από εκεί και ύστερα να αρχίσουμε να κατηφορίζουμε τη Δαλματική ακτή μέχρι να φτάσουμε στο ύψος του Σεράγεβου και από εκεί να μπούμε στη Βοσνία. Το δέχτηκα με κάποια επιφύλαξη, αφού δεν λέω, ωραία η περιπέτεια, αλλά ακόμα τόσο μεγάλο ταξίδι χωρίς συνοδηγό δεν είχα –και δεν έχω ακόμα- δοκιμάσει. Δεύτερον, δυο μέρες πριν ξεκινήσω να ανηφορίζω από τη Θεσσαλονίκη τα Βαλκάνια ήρθε δεύτερο μήνυμα, από την Πάτρα αυτή τη φορά, με σχεδόν ίδιο περιεχόμενο με εκείνο του Βελγίου: «Τι σχέδια έχεις για διακοπές; Αν πας κανένα ρόουνττριπ, υπολόγισε κι εμένα.» Έτσι, ενώ λυνόταν το πρόβλημα της μοναχικής διαδρομής ως τη Ριέκα, αμέσως άλλο θέμα μού προέκυπτε. Πώς κάνεις τέτοιο ταξίδι παρέα με δυο συνεπιβάτες που δεν γνωρίζονται και ενδεχομένως να μην ταιριάζουν καθόλου μεταξύ τους; Ε, τι να πω; Πάμε, ξερωγώ, και βλέπουμε. «Μεθαύριο φεύγω για Κροατία και Βοσνία», του απάντησα. «Τι λες; Προλαβαίνεις να ετοιμαστείς και να έρθεις με το κτελ ως τη Θεσσαλονίκη;»
Δυο μέρες μετά περνούσαμε με τον Γκιούλο τα σύνορα στη Γευγελή και κατευθυνόμασταν προς το Βελιγράδι, όπου και θα διανυκτερεύαμε, πριν συνεχίσουμε για βορειότερα με κατεύθυνση το Ζάγκρεμπ. Το θέαμα του εξωφρενικά πηγμένου αυτοκινητοδρόμου στην αντίθετη κατεύθυνση, που πήγαινε προς το Αιγαίο, σε αντίθεση με την έρημη σχεδόν δική μας, με έκανε να αισθανθώ ότι βρίσκομαι για ακόμα μια φορά στη σωστή πλευρά του δρόμου.
Στο Βελιγράδι φτάσαμε το απόγευμα και πήγαμε κατευθείαν στην ούλιτσα Κουμπρίνα και στο διαμέρισμα που νοίκιαζα όσο έγραφα το «Για μια χούφτα δηνάρια». Ο Δημήτρης εντυπωσιάστηκε με την άνεση που έδειχνα κυκλοφορώντας στους δρόμους της σερβικής πρωτεύουσας. Η αλήθεια είναι ότι εξακολουθούσα να νιώθω μια αφύσικη σχεδόν οικειότητα με το όλο περιβάλλον. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να επιστρέφω πιο τακτικά σε αυτό, όπως και στα αντίστοιχα των Βρυξελλών και της Μαδρίτης. Στις πόλεις, δηλαδή, που δεν τις έχω απλώς επισκεφτεί, αλλά που νομίζω πως τις έχω με κάποιον τρόπο ζήσει.
Επειδή δεν θα μέναμε εκεί παρά ελάχιστες ώρες και την επόμενη πρωί-πρωί έπρεπε να συνεχίσουμε την πορεία μας, βγήκαμε σχεδόν αμέσως βόλτα. Ο Δημήτρης είχε κανονίσει να συναντηθεί με μια φίλη του βελιγραδιώτισσα, η οποία για να μην μας παιδέψει μάλλον βάζοντάς μας να ψάχνουμε ιδανικό σημείο για ραντεβού, μας είπε να πάμε να τη βρούμε στο Λέιλα – το αγαπημένο μου μπαρ στο Βελιγράδι.
Δεν υπάρχει πιο ευτυχισμένη στιγμή για έναν ταξιδιώτη από το να ξαναεπίσκεπτεται μέρη που έχει αγαπήσει και όχι μόνο να τα βρήσκει όπως τα άφησε, αλλά να νιώθει ότι όσο έλειπε, όσος καιρός και αν έχει στο μεταξύ περάσει, ένα κομμάτι του εαυτού του εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί και του κρατούσε θέση μέχρι να επιστρέψει και ο υπόλοιπος.
Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε νωρίς, ήπιαμε έναν βιαστικό καφέ στο παρακείμενο και επίσης αγαπημένο Αμελί, ψωνίσαμε προμήθειες από το πεκάρα της γειτονιάς και φύγαμε.   
Στα πρώτα διόδια που συναντήσαμε ο σέρβος υπάλληλος είχε όρεξη για πλάκες και μας ρώτησε πού πηγαίνουμε. Όταν του απαντήσαμε, αυτός αμέσως ξίνισε. «Μπέογκραντ, Μπέογκραντ, Μπέογκραντ», επανέλαβε πολλές φορές. Κατά τη γνώμη του, εάν θέλαμε να περιηγηθούμε στην παλαιά Γιουγκοσλαβία, δεν είχαμε παρά να γυρίσουμε πίσω και να εξαντλήσουμε τουριστικώς την ίδια την πρωτεύουσα.
Η διαδρομή πάνω στον αυτοκινητόδρομο που συνδέει το Βελιγράδι με το Ζάγκρεμπ –ένα από τα κατασκευαστικά καμάρια του παλαιού καθεστώτος- μες στο κατακαλόκαιρο έμοιαζε με έργο τέχνης, με τα ατέλειωτα χωράφια των ηλίανθων στα αριστερά και των καλαμποκιών στα δεξιά του δρόμου. Στάσεις δεν κάναμε πολλές, αλλά το όλο τοπίο μού είχε προκαλέσει μια τέτοια ραθυμία που παραλίγο να μας σταματήσει η τροχαία για επικίνδυνη βραδυπορία.
Έτσι φτάσαμε έξω από το Ζάγκρεμπ την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να ήμασταν ήδη στη Ριέκα. Έστειλα στον Βαγγέλη ένα μήνυμα ότι θα καθυστερήσουμε λίγο και περιοριστήκαμε στο να μια αβλαβή διέλευση μέσα από την πρωτεύουσα της Κροατίας, χαζεύοντάς την απλώς μέσα από τα παράθυρα. Την επόμενη φορά καλύτερα.
Μετά το Ζάγκρεμπ το τοπίο άλλαξε απότομα και οι πλατιές πεδιάδες έδωσαν τη θέση τους στα βουνά και σε μια μακρά εναλλαγή από γέφυρες και τούνελ. Στο μεταξύ ο Βαγγέλης, που είχε πια προσγειωθεί, μάλλον ανησυχούσε και έστελνε διαρκώς μηνύματα. «Τώρα, τώρα», του απαντούσα, «φτάνουμε.»
Και φτάσαμε επιτέλους στη Ριέκα, την πόλη με την πιο εντυπωσιακή είσοδο που είχα ως τότε συναντήσει. Χτισμένη σε ένα επίπεδο πολύ πιο χαμηλό από αυτό του αυτοκινητοδρόμου, έπρεπε να ακολουθήσουμε κάποια από τις εισόδους της που έμοιαζαν με ασφάλτινους γκρεμούς και στη συνέχεια να την παρακάμψουμε μέσω του περιφερειακού της δικτύου για να κατευθυνθούμε σε ένα από τα συνδεόμενα με γέφυρες νησιά που την περιτριγυρίζουν, όπου και βρίσκεται το ταπεινό, μα πάντως διεθνές, αεροδρόμιό της.
Όταν φτάσαμε εκεί και παρκάραμε έξω από τον χώρο των αφίξεων, δεν χρειάστηκε να ψάξουμε πολύ για να βρούμε τον Βαγγέλη, αφού ήδη τον ακούγαμε από μακριά να μιλάει –για την ακρίβεια να φωνάζει- στα ελληνικά σε κάποιον στο τηλέφωνο. Θυμίζω ότι οι δυο συνταξιδιώτες μου ακόμα δεν γνωρίζονταν, οπότε και εγώ είχα μια σχετική αγωνία μην τυχόν και δεν τα βρουν, μην δεν ταιριάξουνε τα γούστα τους, και για ασήμαντη, που λένε, αφορμή χαλάσει όλο το ταξίδι. Ο Βαγγέλης μάς είδε, έκλεισε το τηλέφωνο και με κεκτημένη ταχύτητα από τη συνομιλία που μόλις είχε τόσο απότομα διακόψει, με ρώτησε ρητορικά «πού είσαι, ρε μαλάκα».
Ισχύει πως έτσι όπως το κωλοβαρέσαμε, τον είχαμε στήσει κανένα δίωρο τουλάχιστον και ότι το Σπλιτ ή το Ζαντάρ, όπου σκοπεύαμε να μείνουμε το βράδυ εκείνο, απείχαν ακόμα αρκετά και σίγουρα η νύχτα θα μας προλάβαινε στον δρόμο. Και εδώ που τα λέμε ή τέλος πάντων εκεί που τα λέγαμε, η Ριέκα φαινόταν, από μακριά τουλάχιστον, ωραία και ενδιαφέρουσα. Μήπως να διανυκτερεύαμε εκεί και να μην την προσπερνούσαμε έτσι αδιάφορα και –λέμε τώρα- βιαστικά χωρίς να την επισκεφτούμε; Και κάπως έτσι, πριν καν προφτάσω να κάνω τις συστάσεις, μπήκαμε ξανά μες στο Ανταμομπίλ και πήραμε τον δρόμο για το κέντρο.
Μόνο που λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο, χωρίς τους ξενοδόχους για την ακρίβεια, αφού βρισκόμασταν σε ένα από τα πιο γνωστά θέρετρα της Αδριατικής, μέσα στη χάι σήζον, και μέχρι να βρούμε διαθέσιμο δωμάτιο, μας βγήκε λίγο η πίστη. Τελικά βρήκαμε κάτι, μόνο που αυτό δεν ήταν δωμάτιο ξενοδοχείου ακριβώς, αλλά ένα μέρος όπου φιλοξενούνταν προσωρινά διάφοροι άρτι αποφυλακισθέντες καθώς και άτομα που παρακολουθούσαν προγράμματα απεξάρτησης και έμοιαζε όντως με ίδρυμα ή κάτι τέτοιο ελάχιστα τουριστικό, αν και είχε θέα προς τη θάλασσα, που σίγουρα θα την απολαμβάναμε, αν δεν είχαν να καθαρίσουν τα παράθυρα από την εποχή του Τίτο. Εντάξει, ήταν σίγουρα φτηνό, αλλά συνήθως σε τέτοια μέρη πληρώνεσαι και δεν πληρώνεις για να μείνεις. Πάντως, έτσι όπως τα είχαμε καταφέρει, ήταν η μόνη λύση, εάν δεν θέλαμε να κοιμηθούμε μέσα στο αμάξι ή στην ύπαιθρο. Βολευτήκαμε, λοιπόν όσο καλύτερα μπορούσαμε, κάναμε και ένα μπάνιο και βγήκαμε να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα την πόλη.   
Η Ριέκα, όπως και οι άλλες πόλεις της Δαλματικής, αισθητικά είναι πιο πολύ ιταλική παρά βαλκάνια. Περπατώντας το βράδυ στο ιστορικό της κέντρο, ειλικρινά σου φαίνεται παραξενο που ακούς τριγύρω να μιλάει ο κόσμος σλάβικα. Ενδεχομένως αντίστοιχες σκέψεις να κάνει και ένας ξένος που επισκέπτεται την Κέρκυρα, ας πούμε και σε όλα τα άλλα τα λιμάνια στη Μεσόγειο από όπου πέρασαν οι βενετσιάνοι και έκαναν το κομμάτι τους.  
Κατά τη διάρκεια της βόλτας μας είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν κάπως και οι δυο συνταξιδιώτες μου, που μέχρι τότε ακόμα συμπεριφέρονταν σαν ξένοι που έτυχε να μοιράζονται τον ίδιο χώρο υποδοχής σε κάποιο ιατρείο ξεφυλλίζοντας παλιά περιοδικά και κοιτάζοντας συνέχεια την ώρα. Για να βοηθήσω την κατάσταση και να τους φέρω πιο κοντά άρχισα να αναφέρω τυχαία διάφορα κοινά χαρακτηριστικά τους: ότι είναι άντρες και οι δυο, ότι έχουν και οι δυο από μία αδερφή, ότι και οι δυο είναι αρτιμελής, ότι και οι δυο ανήκουν στο μόνο σωζόμενο υποείδος του χόμο σάπιενς και ότι αμφότεροι ανήκουν στη σπάνια κατηγορία ανθρώπων που τους έχει αφιερωθεί ένα ολόκληρο dreamtiger (το «Σαν το χασαπόσκυλο» στον Βαγγέλη, το «20.000 λεύγες κάτω απ’ότι χάλασα» στον Δημήτρη»). Εντάξει, αν το συνέχιζα, παίζει να βγαίνανε και σόι.            
Και αφού φάγαμε, ήπιαμε, περπατήσαμε και βγάλαμε και μερικές φωτογραφίες από κάτι μνημεία που λίγες ώρες πιο νωρίς αγνοούσαμε την ύπαρξή τους και ελάχιστα λεπτά μετά θα τα είχαμε ξεχάσει, είπαμε να επιστρέψουμε στο ίδρυμα και να την πέσουμε, γιατί την επόμενη μέρα μάς περίμεναν ακόμα περισσότερα και δυσκολότερα χιλιόμετρα.
Πρωινό ο παράξενος ξενώνας μας δεν πρόσφερε, αλλά είχε παντού σε κάθε διάδρομο αυτά τα βρωμερά μηχανήματα που φτιάχνουνε κάτι σαν καφέ, το οποίο προσωπικά λατρεύω. Είχε φέρει μαζί του και κάτι σοκολάτες κοτ ντ’ορ από το Βέλγιο ο Βαγγέλης. Κάναμε ένα μικρό πικνίκ εκεί έξω στα σκαλάκια με τους υπόλοιπους τρόφιμους να μας κοιτούν και να αναρωτιούνται από πού το σκάσαμε και ύστερα φορτώσαμε τα πράγματα και ξεκινήσαμε για νότια.
Στον δρόμο κάναμε τρεις μεγάλες στάσεις και ως συνήθως καμιά δεκαριά μικρότερες. Η πρώτη από τις σημαντικές ήταν στο Σμίλιαν, το χωριό του Νίκολα του Τέσλα, για να επισκεφτούμε το μουσείο του, το οποίο δεν είναι τόσο ενδιαφέρον όσο ακούγεται, αλλά επειδή είχα ήδη επισκεφτεί το αντίστοιχο στη Σερβία, γέλασα λίγο με τον τρόπο που οι παλαιογιουγκοσλάβοι πασχίζουν να αποδείξουν την επιμέρους εθνική καταγωγή των άξιων τέκνων της παλαιάς ενιαίας χώρας τους.
Η δεύτερη μεγάλη στάση ήταν στο Ζαντάρ. Εκεί, περιπλανώμενοι μέσα στα στενά μεσαιωνικά δρομάκια, είδαμε κάπου μια αναμνηστική επιγραφή για κάποιους παρτιζάνους που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής και της αντίστασης. Το μνημείο ήταν άγρια βανδαλισμένο με βρισιές –δεν χρειάζεται να μιλας τη γλώσσα για να καταλαβαίνεις τις «κακές» της λέξεις- και ναζιστικά ιδεογράμματα. Σταθήκαμε για να το φωτογραφίσουμε και αμέσως εμφανίστηκε από το πουθενά ένας ηλικιωμένος ντόπιος και άρχισε κάτι να μας λέει. Ο τόνος της φωνής του προέδιδε οργή και αγανάκτηση. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι έλεγε ο παππούς, και δεν αποκλείεται να μην μου άρεσαν τα λόγια του, εάν τα καταλάβαινα. Θα ήθελα, πάντως, να πιστεύω ότι το ξέσπασμα του δεν ήταν παρά μια απεγνωσμένη αντίδραση της μνήμης μπροστά στην εξάπλωση της βλακείας και της απανθρωπιάς πάνω σε αυτόν τον νέο, ολοκαινουριο, μα τελικά όχι τόσο γενναίο κόσμο.
Η τρίτη στάση ήταν για να ρίξουμε μια γρήγορη βουτιά σε μια ωραία παραλία λίγο πριν από το Σπλιτ, της οποίας όμως δεν συγκράτησα το όνομα. 
Αργά πια το απόγευμα, και ενώ ήδη βλέπαμε από μακριά το Ντουμπρόβνικ, αφήσαμε τα παράλια της Κροατίας και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς τη βοσνιακή ενδοχώρα. Ο στόχος της ημέρας ήταν να φτάσουμε, όσο γινόταν πιο νωρίς, και να διανυκτερεύσουμε στην πρώτη μεγάλη και σημαντική πόλη που βρισκόταν πάνω στον δρόμο μας για το Σεράγεβο: το θρυλικό Μόσταρ. 
Λίγο οι δρόμοι της Βοσνίας, όμως, και πιο πολύ η κούραση, χαθήκαμε και μπερδευτήκαμε τόσες πολλές φορές, που τελικά μας βρήκε η μαύρη νύχτα πάνω στα βουνά. Και μαζί με νύχτα, όταν μετά ανακαλύψαμε πόσο μεγάλη αναντιστοιχία υπήρχε ανάμεσα στους χάρτες μας και την επίσημη σηματοδότηση, ήρθε και η απελπισία. Τελικά, το Μόσταρ το βρήκαμε μάλλον συμπτωματικά, μετά από αρκετή ανούσια περιπλάνηση, αλλά δεν ξέρω πώς τα καταφέραμε και για ακόμα μια φορά φτάσαμε την πιο κατάλληλη στιγμή. Με το που μπήκαμε μέσα στην πόλη και κατεβάσαμε τα παράθυρα, ένα μουσικό πανδαιμόνιο εισέβαλε μέσα στο Ανταμομπίλ και μας έκανε αμέσως ξεχάσουμε πως τόσην ώρα το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να βρούμε ένα κρεβάτι για να την πέσουμε και να ξεκουραστούμε.      
Έτσι, αφού αφήσαμε το αμάξι κάπου πρόχειρα, κατεβήκαμε και αρχίσαμε να περπατάμε μες στα πλακόστρωτα δρομάκια που οδηγούσαν προς την περίφημη γέφυρα της πόλης, γύρω από την οποία είχε στηθεί ένα ξέφρενο γλέντι με ηλεκτρισμένους τσιγγάνικους σκοπούς και άναρχους ήχους εξωτικούς, βαριά ανατολίτικους.
Το ισλάμ εδώ πάνω στα βουνά δεν είναι μια διακριτική μειονότητα, αλλά μετά τον πόλεμο αποτελεί το απόλυτα κυρίαρχο στοιχείο. Όσο και αν προσπαθούν, όμως, να το προσεταιριστούν οι κραταιοί προστάτες του από την Τουρκία και την αραβική χερσόνησο, παραμένει βαθιά βαλκανικό και τελικά με έναν τρόπο μοναδικά δικό του ευρωπαϊκό, αν όχι και παγκόσμιο. Το βλέπεις αυτό παντού, στην εξωστρέφια των απλών ανθρώπων, στη διάθεσή των νέων να λησμονήσουν τις αφηγήσεις μίσους των γονιών και των παππούδων τους, στην επιθυμία τους να μοιραστούν με τους επισκέπτες τον πολιτισμό τους, όχι για να τους επιβάλουν και να τους αποδείξουν μια κάποια ανωτερότητα, αλλά για να κερδίσουν οι ίδιοι από αυτή την μοιρασιά. Να επανακτήσουν, δηλαδή, με έναν τρόπο πιο αρμονικό αυτό το ανακάτεμα που κάποτε μόνο το γιουγκοσλαβικό κεκτημένο μπορούσε να τους επιβάλλει.
Η ώρα, όμως, είχε περάσει και έπρεπε να βρούμε κάπου ένα κατάλυμα. Ευτυχώς, υπήρξαμε σταλήθεια τυχεροί, αφού εξαιτίας του πανηγυριού η πόλη είχε κατακλυστεί από επισκέπτες, και βρήκαμε εύκολα σχετικά τρία κρεβάτια σε ένα πεντάκλινο δωμάτιο ενός ξενώνα. Οι άλλοι δυο αναγκαστικοί συγκάτοικοι δεν μαζευτήκαν παρά τα ξημερώματα, έτσι δεν χρειάστηκε να κοινωνικοποιηθούμε περαιτέρω και πέσαμε για ύπνο σαν τα κούτσουρα.
Επειδή μέσα στην περιπλάνηση είχαμε ξεχάσει να τραφούμε, την επόμενη μέρα μάς ξύπνησε η πείνα μας και χωρίς να χάσουμε χρόνο αφήσαμε το χόστελ και σπεύσαμε να αδειάσουμε τα ράφια του πλησιέστερου φούρνου. Μετά καθίσαμε να πιούμε έναν καφέ με θέα ξανά την γέφυρα του Μόσταρ. Το βομβαρδισμένο και επανακατασκευασμένο μνημείο και σημείο αναφοράς της πόλης και ολόκληρης της χώρας εκείνη τη στιγμή λειτουργούσε ως βατήρας για βουτιές κάποιων παράτολμων τουριστών, ενώ από κάτω στις όχθες του Νερέτβα η γιορτή της προηγούμενης βραδιάς σιγόκαιε ακόμα, αφού μια ομάδα από τσιγγανόπουλα συνέχιζαν να τραγουδούν και να χορεύουν ασυνάρτητα. Και τότε ξαφνικά άρχισε να ψιλοβρέχει.
Μέχρι να φτάσουμε στο Ανταμομπίλ, η ντροπαλή ψιχάλα είχε μετατραπεί σε ένα μικρό κατακλυσμό που έμοιαζε σαν να μας λέει πως ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε. Άλλωστε, είχαμε να διασχίσουμε αρκετά βουνά μέχρι να φτάσουμε ως το Σεράγεβο, το οποίο, για να μην ξεχνιόμαστε, παρέμενε ο βασικός προορισμός μας. Στην έξοδο του Μόσταρ, στον τοίχο ενός σχολείου, είδα μέσα από το αμάξι βιαστικά μια σειρά από μεταποκαλυπτικά γκράφιτι και συνθήματα. «Μάλλον πρέπει κάποια στιγμή να ξαναπεράσω από εδώ», γύρισα και είπα στους συνταξιδιώτες μου, που ακόμα ήταν απασχολημένοι με το να μασουλούν τα παραδοσιακά μοσταριανά προϊόντα που είχαμε ψωνίσει.
Ο δρόμος για το Σεράγεβο υπήρξε, για μένα τουλάχιστον, η πιο ωραία στιγμή ολόκληρου του ταξιδιού. Μέσα από μια μαρκά διαδοχή κοιλάδων και ημιορεινών διαβάσεων, σε ένα ταλαιπωρημένο από τον χρόνο και την Ιστορία οδικό δίκτυο, με τη βροχή να δίνει ακόμα τον ρυθμό, αλλά και να ανεβάζει τον συντελεστή της δυσκολίας, η διαδρομή αυτή εξελισσόταν σε ένα έργο τέχνης εν κινήσει. Και μόνο για τέτοιου είδους ταξιδιωτικές εμπειρίες αξίζει να επιμένει, να αναζητά και να επισκέπτεται κανείς τα ελάχιστα πια ακατέργαστα τμήματα της γηραίας ηπείρου. Και τότε άναψε στο αμάξι η ένδειξη που λέει «βάλε βενζίνη άμεσα, αλλιώς, αν θες, συνέχισε τη βόλτα με τα πόδια».
Σταματήσαμε στο πρώτο βενζινάδικο που βρήκαμε, όπου παραλίγο να αφήσουμε και τα κόκκαλά μας, όταν λόγω μίας γελοίας παρεξήγησης, στην προσπάθειά μας να εξηγήσουμε δια της νοηματικής στη συμπαθή πωλήτρια πως θέλουμε παγάκια για τον καφέ μας, αυτή κάλεσε αμέσως σε βοήθεια την πολυμελή της οικογένεια δια τα περαιτέρω. Και αφού γλιτώσαμε με ελάχιστες απώλειες (είπα να μην επιμείνω πιο πολύ και να τους χαρίσω, ως δείγμα καλής θέλησης, τα ρέστα) ο δρόμος για την πολύπαθη βοσνιακή πρωτεύουσα ήταν πια ανοιχτός μπροστά μας.
Η πρώτη αίσθηση που σου δίνει το Σεράγεβο, όταν το επισκέπτεσαι, είναι αυτή του ζόφου και της καταχνιάς. Αν και βρισκόμασταν μες στο καλόκαιρο, αν και ακόμα ήτανε μεσημέρι και η βρόχη είχε πια κοπάσει, μια αποπνικτική μαυρίλα μάς έπιασε από τον λαιμό με το μπήκαμε στην πόλη. Με εμφανή ακόμα τα σημάδια από τον εμφύλιο, με τα βουνά να κρέμονται σαν απειλή τριγύρω του και με την πιο αποτρόπαιη δόμηση των εργατικών του συνοικιών να χτίζει ένα αισθητικό τείχος φαινομενικά απροσπέλαστο, το μόνο που έλειπε ήταν μια επιγραφή στην είσοδο που να λέει «εσείς που εισέρχεστε εδώ, αφήστε πίσω σας κάθε ίχνος ελπίδας».
Όσο πλησιάζαμε προς το ιστορικό κέντρο, τα πράγματα γίνονταν κάπως πιο φωτεινά και ευοίωνα, αλλά και πάλι ήταν φανερό πως όλο αυτό δεν ήταν παρά μια προσπάθεια των Βόσνιων να ρίξουν πάνω από την πρωτεύουσά τους ένα κάπως πιο φιλικό τουριστικό προκάλυμμα. Στο μεταξύ, η πρόσφατη ανάμνηση της ηλιόλουστης δαλματικής ακτής, όπου μόλις την προηγούμενη μέρα τριγυρνούσαμε, έδινε στο ταξίδι μια νότα παραλογισμού που δυσκολευόμασταν ακόμα να επεξεργαστούμε. Πόσοι πολλοί κόσμοι διαφορετικοί είχαν στριμωχτεί μέσα σε αυτήν την κάποτε ενιαία χώρα; Πόση πολλή Ιστορία μπορούσε ακόμα να χωρέσει αυτή η τόσο μπουκωμένη από αλληεξουδετερωμένες αφηγήσεις παρανοϊκή χερσόνησος;        
Το χόστελ όπου καταλύσαμε στο κέντρο της πόλης, στο εμπορικό κομμάτι της, θύμιζε περισσότερα τα αντίστοιχα όπου είχα μείνει στο παρελθόν στη Δυτική Ευρώπη. Εάν τραβούσε κάποιος τις κουρτίνες και έκλεινε με ωτοασπίδες τα αυτιά του εύκολα θα μπορούσε να φαντασιωθεί πως βρίσκεται στο Βερολίνο ή το Άμστερνταμ. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα σε υπαίθριο και στεγασμένο χώρο θα την παρατηρούσαμε μετά παντού σε όλο το Σεράγεβο. Στην πόρτα του δωματίο μας ήταν κολλημένο ένα αναμνηστικό σηματάκι από την χειμερινή Ολυμπιάδα του ’84, τη μασκότ της οποίας θα τη συναντούσαμε μετά ακόμα και στα πιο απίθανα σημεία. Έμοιαζε σαν να προσπαθούσαν οι Βόσνιοι να πουν στους ξένους επισκέπτες: «Κοιτάξτε, δεν ήμασταν πάντα τόσο επαρχιώτες, απρόσιτοι και απομονωμένοι. Κάποτε, ακόμα και Ολυμπιακούς Αγώνες είχαμε στην πόλη μας φιλοξενήσει.»
Αφού βολευτήκαμε στο δωμάτιο, βγήκαμε να βρούμε για να φάμε κάτι πιο στέρεο και υγιεινό από τα σνακ που είχαμε τις προηγούμενες ημέρες τόσο ασυλλόγιστα βουλιμικά καταναλώσει. Τελικά μετά από ενδελεχή αναζήτηση, καταλήξαμε σε ένα συμπαθητικό ανατολίτικο φαγάδικο που μες σε καπνούς και σε βρισιές και τούρκικες σημαίες σέρβιρε κάτι εκπληκτικά και εκρηκτικά εδέσματα.    
Όλη την υπόλοιπη μέρα την περάσαμε περιπλανώμενοι, άλλοτε αναζητώντας τη γέφυρα όπου ο Γκαβρίλο ο Πρίντσιπ δολοφόνησε τον Φραντς τον Φέρντιναντ και άλλοτε ανακαλύπτοντας τυχαία τοποθεσίες στις οποίες θυμόμασταν να αναφερονται συχνά τα δελτία ειδήσεων της δεκαετίας του ’90. Το μουσουλμανικό στοιχείο της πόλης ήταν πια τόσο έντονα αναβαθμισμένο που συνυπολογίζοντας σε αυτό τους πολυπληθείς τούρκους και άραβες τουρίστες καταλάβαινες πως γύρω από τον μύθο αυτής της πόλης εντέχνως πια κατασκευαζόταν ένα ιερό και προσκυνηματικό περίβλημα. Ένα αφήγημα μαρτυρικότητας μέσα από το οποίο οι Βόσνιοι επεδίωκαν να εισπράξουν μια ιστορική υπεραξία.
Κάποια στιγμή ο Γκιούλος, νομίζω, επεσήμανε πόσο μακρυά από τη Μέκκα βρίσκονται όλα αυτά τα τζαμιά και τα τεμένη για να του απαντήσει ο Βαγγέλης –μπορεί να ήμουν και εγώ- πως εάν δεν τους σταμάταγαν τους Τούρκους έξω από τη Βιέννη, αυτό το αστικό τοπίο σήμερα μπορεί και να το συναντούσαμε ακόμα και στο Όσλο. Και ύστερα πήγαμε να καπνίσουμε έναν άργιλε να πάνε τα σεκλέτια κάτω.
Βαρυφορτωμένοι από την πολλή Ανατολή, πιο αργά είπαμε να επιστρέψουμε στο πιο δυτικοευρωπαϊκό κομμάτι της πόλης και να πιούμε μια μπύρα στην άιρις παμπ που βρισκόταν δίπλα στο χόστελ μας. Εκεί, κάποια στιγμή, πιάσαμε κουβέντα με έναν από τους διπλανούς θαμώνες, ο οποίος αφού κουράστηκε να προσπαθεί να καταλάβει τι σόι γλώσσα μιλούσαμε, είπε να μας ρωτήσει.
Η κουβέντα με τον τύπο ήταν μια αληθινή αποκάλυψη. Αν και αρκετά νέος για να μπορεί να κουβαλάει με ασφάλεια τις προσωπικές του αναμνήσεις από τη διάλυση της χώρας και τον πόλεμο, μας περιέγραψε μέσα σε ελάχιστα λεπτά ολόκληρη την πονεμένη ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του και με έναν τρόπο μάλιστα τόσο σκληρά αυτοσαρκαστικό που ειλικρινά δεν ήξερες αν έπρεπε να γελάσεις με τα λεγόμενά του ή τον χτυπήσεις συμπονετικά στην πλάτη. Αυτός, πάντως, φάνηκε να διασκεδάζει με την αμηχανία μας και έβαλε τα γέλια συμπαρασύροντας και την παρεά του, που μέχρι τότε ελάχιστη μας είχε δώσει σημασία. Και όταν εμείς του κάναμε την ερώτηση του ενός εκατομυρρίου («πότε πιστεύεις ότι ήτανε καλύτερα, πριν ή τώρα;»), αυτός χωρίς κανέναν δισταγμό σηκώνοντας στον αέρα το ποτήρι του απάντησε: «Τη βλέπετε αυτην την μπύρα; Ξέρετε πόσο κοστίζει; Τόσο ακριβώς όσο και το μεροκάματό μου. Και σκεφτείτε ότι δουλεύω σαν το σκυλί όλη τη μέρα. Αλλά πριν άιρις παμπ δεν είχαμε και ο πατέρας μου μού έχει πει ότι η γιουγκοσλάβικες οι μπύρες ήτανε σκέτο κάτουρο. Δεν ξέρω. Εσείς τι θα διαλέγατε; Εγώ, πάντως, αυτό το πριν που λέτε δεν το έζησα. Κι εδώ στην παμπ άρχισα κάποτε να έρχομαι όχι για τα ποτά ή για τις γκόμενες, αλλά για να μαθαίνω αγγλικά από τα τραγούδια. Από την άλλη, κάθε φορά που μιλάμε για το πριν με τον πατέρα μου, ξέρετε τι είναι αυτό που μου λέει ότι του λείπει περισσότερο; Οι φίλοι του!»
Λίγο αργότερα, και ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι μου, άρχισα να στριφογυρίζω μες στο κεφάλι τα λόγια αυτά και ένα απρόσκλητο αίσθημα ντροπης ήρθε και άραξε πλάι στο μαξιλάρι μου.
Την επόμενη μέρα έπρεπε, δυστυχώς, να αφήσουμε πίσω το Σεράγεβο και να επιστρέψουμε στο Βελιγράδι. Για να γίνει αυτό είχαμε δυο επιλογές: Ή να ταξιδέψουμε από την πιο σύντομη οδό που περνούσε μέσα από τα σερβοβοσνιακά αυτόνομα εδάφη ή να κατευθυνθούμε και πάλι προς τα βόρεια και αφού περάσουμε ξανά για λίγο μέσα από την Κροατία να πάρουμε τον κεντρικό οδικό άξονα που είχαμε διασχίσει με τον Γκιούλο τρεις μέρες πριν ανάποδα πηγαινοντας να βρούμε τον Βαγγέλη. Η πρώτη διαδρομή μάς φαινόταν πολύ πιο λογική και ενδιαφέρουσα, αλλά όταν ζητήσαμε τη συμβουλή του τύπου που κρατούσε τον ξενώνα, αυτός μας εξόρκισε να μην διανοηθούμε να πάμε από εκεί γιατί θα μπλέξουμε άσχημα. Και όταν τον ρωτήσαμε τι εννοεί και μήπως υπερβάλλει, μας έδειξε τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στο λαιμό του και είπε: «Θα μπλέξετε, πιστέψτε με. Να, κοιτάξτε. Κι εγώ Σέρβος είμαι.»  
Τον πιστέψαμε. Αποχαιρετήσαμε με έναν καφέ στο πόδι το Σεράγεβο και πήραμε τη δεύτερη διαδρομή, κατευθυνόμενοι προς το βορειοανατολικό τμήμα της χώρας. Η αλήθεια είναι ότι και πάλι περάσαμε μέσα από περιοχές που ελέγχει η σερβοβοσνιακή διοίκηση, αλλά εντάξει, δεν πάθαμε και τίποτα. Ο δρόμος βέβαια ήταν άθλιος, αλλά όχι χειρότερος από αυτόν που είχαμε την προηγούμενη μέρα διασχίσει ερχόμενοι από το Μόσταρ. Μόνο που εκεί υπήρχε τριγύρω μας και ένα γοητευτικό τοπίο και έτσι δεν δίναμε και τόση σημασία στην ποιότητα του οδοστρώματος.
Ύστερα από λίγες ώρες αδιάφορης διαδρομής βρισκόμασταν ξανά στην Κροατία και από εκεί αρχίσαμε να κατηφορίζουμε ξανά προς το Αιγαίο. Πρακτικά το ταξίδι μας είχε ολοκληρωθεί, αλλά η απόσταση μέχρι τη Θεσσαλονίκη ακόμα ήταν μεγάλη. Εάν οδηγούσε κάποιος από τους συνταξιδιώτες μου και μοιραζόμασταν τον χρόνο στο τιμόνι, μπορεί και να το πλακώναμε και μέχρι τα μεσάνυχτα να ήμασταν στο σπίτι. Από την άλλη όμως, καθόλου δεν βιαζόμασταν. Και έπειτα, πώς γίνεται να περνάς έξω από το Βελιγράδι και να αντιστέκεσαι στον πειρασμό να το επισκεφτείς και να το περπατήσεις, κι ας είναι η δωδέκατη φορά μέσα σε τρία χρόνια ή ακόμα και η δεύτερη μέσα σε πέντε μέρες.
Λίγες ώρες αργότερα, αραγμένοι στα τραπεζάκια έξω από το Αμελί, το μόνο ανοιχτό μπαρ στη γειτονιά ίσως και ένα από τα ελάχιστα σε ολόκληρη την πόλη, που τώρα πια έμοιαζε λίγο με την Αθήνα μες στον Δεκαπενταύγουστο, κάναμε έναν απολογισμό της περιοδείας μας και βγάζαμε κάποια πρόχειρα συμπεράσματα σχετικά με την παράλογη αυτή την τάση των ανθρώπων να θέλουν να βρίσκονται παντού και πουθενά ταυτόχρονα.    

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

κάτι σαν μπάτσελορ

Από τις αρχές του καλοκαιριού του 2015, και ενόψει του επικείμενου γάμου του, δεχόμουν συνεχείς πιέσεις από τον Γεώ για να κάνουμε ένα νέο οδικό ταξίδι στα Βαλκάνια. Μέχρι τον Σεπτέμβριο το ταξίδι αυτό είχε πια πάρει μυθικές διαστάσεις, τα σχέδια για τη διαδρομή που θα ακολουθούσαμε άλλαζαν σχεδόν μέρα με τη μέρα και όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις όλα έδειχναν ότι τελικά μάλλον θα το αναβάλαμε. Στο μεταξύ προς το τέλος εκείνου του καλοκαιριού συνέβησαν ένα σωρό δραματικές αλλαγές στην προσωπική μου ζωή, με αποκορύφωμα την οριστική πια μετακόμισή μου στη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα, όσο και να το επιθυμούσα το ταξίδι αυτό, το μυαλού μου πια βρισκόταν αλλού και είχα πάψει πια να το πολυεπιδιώκω.
Μέχρι που μια μέρα –ή μια νύχτα το πιθανότερο- χτύπησε το τηλέφωνο μου και άκουσα τον Γεώ από την άλλη άκρη της γραμμής να ουρλιάζει: «Σε μια βδομάδα παντρεύομαι! Πάμε κάπου, οπουδήποτε! Ίσα που προλαβαίνω!» Μέσα σε ελάχιστες ώρες σχεδίασα μια πρόχειρη διαδρομή στον χάρτη και στο μυαλό μου, έβγαλα πράσινη κάρτα, ετοίμασα αποσκευές και το σημαντικότερο, έψησα και τον Μάριο να μας ακολουθήσει. Ήταν Παρασκευή και ο Γεώ θα έπρεπε την Τετάρτη το αργότερο να είναι πίσω με κίνδυνο, εάν το καθυστερούσε περισσότερο, να τίναζε στον αέρα την μελλοντική του έγγαμη συμβίωση. Το σχέδιό μου, ως εκ τούτου, ήταν απλό και εύκολα πραγματοποιήσιμο: Θα φεύγαμε την επόμενη μέρα για τη Θεσσαλονίκη, όπου ο γαμπρός είχε ήδη προγραμματίσει να ψωνίσει στολή για το επικείμενο μυστήριο, θα διανυκτερεύαμε εκεί και θα αναχωρούσαμε πρωί-πρωί την Κυριακή για τα βόρεια με στόχο να επισκεφτούμε μέσα σε τρεις μέρες τρεις τυχαία επιλεχθείσες πόλεις της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας αντίστοιχα (Νις, Κραϊόβα και Πλέβεν) και το απογευματάκι της Τετάρτης να έχουμε επιστρέψει. Πανεύκολο, ε;
Θεωρητικά, όχι, δεν ήταν δύσκολο. Άλλωστε, προσωπικά είχα ήδη τολμήσει πολύ χειρότερα και πολύ πιο αυθόρμητα ταξίδια. Παρά τις όποιες επιφυλάξεις, πάντως, τη στιγμή που περνούσαμε τα σύνορα στη Γευγελή ούτε που θα μπορούσαμε να φανταστούμε τις εκπλήξεις -ευχάριστες και δυσάρεστες- που θα ακολουθούσαν και που θα εκτροχίαζαν την προσχεδιασμένη πορεία μας.
Έτσι, αφού διασχίσαμε την Άλλη Μακεδονία χωρίς να κάνουμε καμία απολύτως στάση, μπήκαμε στη Σερβία και σταματήσαμε για καφέ στην πρώτη πόλη που βρήκαμε μπροστά μας: το Βράνιε. Ο στόχος της πρώτης μέρας ήταν να φτάσουμε στη Νις και αφού ήδη την είχαμε πλησιάσει αρκετά πριν καν μεσημεριάσει, είχαμε αρκετό χρόνο για σκότωμα, δηλαδή για άσκοπη –φαινομενικά τουλάχιστον- περιπλάνηση. Αφήσαμε λοιπόν το Ανταμομπίλ κάπου, δίπλα σε ένα πάρκο και αρχίσαμε να περπατάμε προς άγνωστη κατεύθυνση μέχρι που βρεθήκαμε, χωρίς να το καταλάβουμε, μέσα σε έναν εξωφρενικά πολύβουο και πολύχρωμο τσιγγανομαχαλά. Η παρουσία εκεί μας παραδόξως πέρασε σχεδόν απαρατήρητη και μόνο όταν βγάλαμε τις κάμερες άρχισαν κάποιοι από τους ντόπιους, όχι να μας στραβοκοιτάζουν ακριβώς, αλλά μάλλον να περιεργάζονται σαν να προσπαθούν να καταλάβουν τι το αξιοθέατο είχαμε βρει για να θαυμάσουμε στην γειτονιά τους.
Και όταν μετά ανακαλύψαμε κάπου ανάμεσα στα παραπήγματα το χάλκινο άγαλμα ενός τρομπετίστα και αρχίσαμε να το φωτογραφίζουμε από κάθε πιθανή γωνία, κάποιοι από αυτούς δεν άντεξαν και ήρθαν να μας ζητήσουν ή να μας δώσουν –δεν θα μάθουμε ποτέ- εξηγήσεις.
Γυρίσαμε στο αμάξι και βρήκαμε πάνω στον υαλοκαθαριστήρα του μια ωραιότατη κλήση για παράνομο παρκάρισμα. Το όργανο της τάξης καθόταν παραδίπλα, θα έλεγες σαν αν μας περίμενε. Όταν πήγαμε για να του διαμαρτυρηθούμε πως δεν υπήρχε στον δρόμο εκεί κανένα σήμα που να απαγορεύει τη στάση ή τη στάθμευση, καταλάβαμε πως όντας μας περίμενε για να μας προτείνει –με τρόπο πάντα- την εναλλακτική βαλκάνια ποινή που προβλέπεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Με την ευχή να ήπιε στην υγειά μας το φιλοδώρημα που του δώσαμε, λίγα λεπτά μετά αφήναμε το Βράνιε για να κατευθυνθούμε λίγο πιο βορειότερα.
Και κάπου εκεί στον δρόμο, σε κάποιο βενζινάδικο, έρχεται η πρώτη έκπληξη. Την ώρα που γεμίζω το Ανταμομπίλ με φτηνή βαλκανική βενζίνη και ενώ ο Μάριος με τον Γεώ μαλώνουν για το ποια σλάβικα γαριδάκια θα αγοράσουνε, χτυπάει το τηλέφωνό μου. Είναι ο Κωστής. Τι θέλει, αναρωτιέμαι, και πού με βρήκε εδώ πέρα; Απαντώ. «Πού είστε;» «Στη Σερβία.» «Τι λες τώρα; Πότε φύγατε;» «Σήμερα το πρωί.» «Ναι, ε; Κι εμένα γιατί δεν μου είπατε να έρθω;» «Ε, έλα τώρα. Προλαβαίνεις.» Με βλέπουν οι άλλοι δύο να μιλάω στο τηλέφωνο και αμέσως καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά. Το κλείνω. «Ποιος ήταν;» «Κανείς. Τίποτα. Λάθος.» Μισή ώρα μετά  μου έρχεται μήνυμα από τον Κωστή. «Βρήκα ένα εισιτήριο για αύριο για Σόφια. Βολεύει να περάσετε να με μαζέψετε; Να το κλείσω;» «Τι έγινε;» οι άλλοι δύο πάλι με ρωτούν. «Μάλλον θα χρειαστεί να κάνουμε μία μικρή παράκαμψη», τους λέω.
Κι ενώ αρχίσαμε να ανοίγουμε χάρτες για να δούμε με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να αλλάξουμε διαδρομή χωρίς να μειώσουμε το ενδιαφέρον του ταξιδιού, που έτσι κι αλλιώς με την προσθήκη ενός ακόμα συνταξιδιώτη, έστω και αλεξιπτωτιστή, φαινόταν να εκτοξεύεται στα ύψη, κάποιος φώναξε «πεινάω» και έτσι, στην πρώτη έξοδο προς κατοικημένη περιοχή, χωρίς να το πολυσκεφτώ, έστριψα το τιμόνι.
Η πόλη που επιλέξαμε έτσι αυθόρμητα και ασυλλόγιστα ήταν το Λέσκοβατς. Για το οποίο Λέσκοβατς δεν γνωρίζαμε τίποτα απολύτως και ενδεχομένως τίποτα δεν επρόκειτο και να μαθαίναμε ποτέ εάν την κρίσιμη στιγμή κάποιος δεν φώναζε «πεινάω». Το Λέσκοβατς, λοιπόν, είναι μικρή πόλη στον νότο της Σερβίας, η οποία φημίζεται για ένα και μόνο πράγμα: Το τεράστιο λαϊκό πανηγύρι της που γίνεται μια φορά τον χρόνο μια Κυριακή του Σεπτεμβρίου, που –κοίτα να δεις άμα σε θέλει, δηλαδή- ήταν εκείνη ακριβώς η Κυριακή που εμείς επιλέξαμε τυχαία να το επισκεφτούμε. Έτσι μετά από μια μικρή ταλαιπωρία μέχρι να βρούμε κάπου, μες στον κακό χαμό, για να παρκάρουμε, βρεθήκαμε να περπατάμε σε έναν δρόμο όπου συναγωνίζονταν δεκάδες μπάντες χάλκινων για το ποια θα κάνει τον πιο μεγάλο σαματά και χιλιάδες σούβλες για το ποια θα προσελκύσει τους πιο πολλούς πεινασμένους πανηγυριστές.
Αφού φάγαμε, ήπιαμε και δεν χορέψαμε, σηκωθήκαμε, κάναμε μια μικρή βόλτα στο εμπορικό κομμάτι του πανηγυριού, ένα ακόμα κραυγαλέο βαλκάνιο παζάρι, και ύστερα επιστρέψαμε στο Ανταμομπίλ, γιατί η ώρα είχε περάσει και είχαμε και μια Νις μπροστά που για κάποιον λόγο ακόμα μάς περίμενε. Ενώ προσπαθούσα να βρω τον δρόμο για να βγούμε από το Λέσκοβατς, είδα κάπου με την άκρη του ματιού μου μια ημίγυμνη κοπέλα τυλιγμένη με ένα τεράστιο φίδι καταπράσινο. Κανονικό φίδι, θέλω να πω, ζωντανό, όχι ειδικό εφέ και τέτοια. Σίγουρα η νεαρή σερβοπούλα καθόλου δεν κινδύνευε και το έκανε για επίδειξη και τέτοια. Από την άλλη, όμως, και ενώ βγαίναμε ξανά στον αυτοκινητόδρομο, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ και να μην πλάσω ένα ηρωικό δράμα με το νου μου ή ακόμα καλύτερα να μην φαντασιωθώ μιαν επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος στην πιο ακραία εκδοχή, αυτή της χερσονήσου μας.
Με αυτά και με αυτά αργά το απόγευμα φτάσαμε τελικά στη Νις και πήγαμε καρφί προς το συμπαθητικό χόστελ που είχαμε ανακαλύψει ενάμιση χρόνο πριν με τον Νίκο, ανεβαίνοντας προς το Βελιγράδι. Αφού τακτοποιηθήκαμε, βγήκαμε μία βόλτα και αράξαμε κάπου σε ένα μπαρ αφενός για να κάνουμε απολογισμό της πρώτης μέρας του ταξιδιού μας αφετέρου για να δούμε τι θα κάναμε με τον Κωστή και που εκείνη τη στιγμή ακριβώς στην Αθήνα έφτιαχνε τις αποσκευές του για να έρθει και να μας συναντήσει.  
Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε νωρίς και βγήκαμε να πάρουμε κάπου το πρωινό μας. Η μετακαλοκαιρινή εικόνα της Νις δεν θύμιζε σχεδόν καθόλου αυτό το ομιχλώδες που είχα συγκρατήσει στην πρώτη μου επίσκεψη τον Μάρτιο του 2014. Καθίσαμε σε ένα ωραίο καφέ πλάι στο ποτάμι και μαζί με το πρωινό μας πήραμε και την απόφαση να μην πάμε προς τη Ρουμανία και τη Κραϊόβα, όπως είχαμε αρχικά σχεδιάσει, αλλά να κατευθυνθούμε προς τη Σόφια για να μαζέψουμε τον Κωστή από το αεροδρόμιο και μετά να συνεχίζαμε ακόμα πιο ανατολικά, ενδεχομένως προς τη Φιλιππούπολη. Και ύστερα βλέπαμε. Και γενικά είπαμε να αυτοσχεδιάσουμε λιγάκι, αφού καμία υποχρέωση σταλήθεια δεν μας βάραινε – πλην εκείνης του γάμου του Γεώ, η ημερομηνία του οποία πλησίαζε πια επικίνδυνα.
Πριν φύγουμε, όμως, από τη Νις, σίγουρα προλαβαίναμε να δούμε και κανένα αξιοθέατο. Έτσι σηκωθήκαμε, γυρίσαμε στο χόστελ, μαζέψαμε τα πράγματά μας, τα φορτώσαμε στο Ανταμομπίλ και εποχούμενοι άρχισαμε να ψάχνουμε το πιο σημαντικό μνημείο της πόλης: Τον Πύργο των Κρανίων.  
Τα υπολείμματα αυτής της μακάβριας κατασκευής, που χτίστηκε κάποτε από τους Οθωμανούς μετά μια αποτυχημένη εξέγερση των Σέρβων, δεν μας εντυπωσίασε τόσο όσο ίσως περιμέναμε ή όσο οι φωτογραφίες που είχαμε δει στο ίντερνετ μας έκαναν να φανταστούμε. Περισσότερο θα έλεγα ότι προβληματιστήκαμε για το εάν τα κρανία των επαναστατών είχαν όντως χρησιμοποιηθεί ως απαραίτητο δομικό υλικό για τη στερέωση του τείχους ή απλώς ως διακοσμητικό στοιχείο. Το ξέρω ότι αυτό ακούγεται κάπως κυνικό, αλλά δεν εκείνη τη στιγμή δεν ήταν έτσι ακριβώς, αφού η κουβέντα μας, παρά το τόσο πρωινό της ώρας και τη χαζομάρα που μας χαρακτηρίζει ως παρέα ομαδικώς, έφτασε σε κάτι βάθη υπαρξιακά που εγώ τουλάχιστον καθόλου δεν περίμενα.
Ύστερα κατευθυνθήκαμε προς την άλλη πλευρά της πόλης, εκεί όπου βρίσκεται το Μπούμπαν, άλλοτε διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί και τώρα ανέμελο πάρκο αναψυχής των Νισαίων. Εκεί βρήκαμε, θαυμάσαμε και φωτογραφίσαμε μέχρι τελικής πτώσεως των μπαταριών στις κάμερες μας τη γλυπτή σύνθεση με τις τρεις γιγάντιες γροθιές που αναδύονται μέσα από το έδαφος για να θυμίζουν τους νεκρούς Γιουγκοσλάβους της περιόδου της κατοχής. Αυτό το ξεκάθαρα σοσιαλιστικής αισθητικής μνημείο θα αποτελούσε και την αφορμή για το επόμενο ταξιδιωτικό μου κόλλημα, οι συνέπειες του οποίου μοιραία θα τροφοδοτήσουν με υλικό τα επόμενα κεφάλαια των παρόντων αποσπασμάτων.  
Με αυτά και με αυτά, μέχρι να αφήσουμε τη Νις είχε ήδη μεσημεριάσει και ο Κωστής σε λίγες ώρες θα προσγειωνόταν και θα περίμενε να πάμε και να τον μαζέψουμε στο αεροδρόμιο μιας άλλης –γειτονικής βέβαια- χώρας. Έτσι διασχίζοντας τον αυτοκινητόδρομο που συνδέει τη σερβική με τη βουλγάρικη πρωτεύουσα (μια διαδρομή που έχω ήδη αντίστροφα περιγράψει στο πρώτο κεφάλαιο του «Μπαλκανμομπίλ») φτάσαμε μετά από δύο περίπου ώρες στη Σόφια. Και μετά από μια έκρηξη παλιμπαιδισμού που αναπόφευκτα προκλήθηκε όταν συναντήσαμε τον Κωστή και από τρεις γίναμε πλέον τέσσερις, συνεχίσαμε προς τη Φιλιππούπολη ακάθεκτοι. 
Εδώ να κάνω μια μικρή παρένθεση και να πω ότι με τον Κωστή συνοδηγό έχω πραγματοποιήσει ένα από τα μεγαλύτερα οδικά ταξίδια μου στη δυτική Ευρώπη, όταν ξεκίνησα από τη Μαδρίτη τον Νοέμβριο του 2011 και μέσω Μπούργκος, Μπιλμπάο, Σαν Σαμπαστιάν, Μπορντώ, Κλερμόν-Φεράν, Μπεζανσόν, Σαφχάουζεν, Λιχτενστάιν, Λουγκάνο, Πάρμας, Μόντενας, Ανκόνας και Ηγουμενίτσας, επέστρεψα στον Βόλο. Όλο αυτό, βέβαια, είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία, η οποία μάλιστα εμπεριέχει και ένα πλήθος από άλλες μικρότερες, που ίσως κάποτε βρω τον λόγο και τη διάθεση να καθίσω και να τις γράψω. Αυτό που θέλω να πω τώρα είναι πως ο Κωστής ήταν ήδη ένας δοκιμασμένος, πολύτιμος και αποτελεσματικός συνταξιδιώτης. Όπως και ο Γεώ, άλλωστε – για τον Μάριο αυτή ήταν η πρώτη του παρόμοια εμπειρία. Κάθε ίχνος, ωστόσο, ταξιδιωτικής σοβαρότητας και οδικής υπευθυνότητας, την ώρα εκείνη που βρεθήκαμε και οι τέσσερις στριμωγμένοι μες στο Ανταμομπίλ, να ταξιδεύουμε στους βουλγάρικους αυτοκινητοδρόμους, φαινόταν να πηγαίνει περίπατο και να δίνει τη θέση του σε μια ατμόσφαιρα χαζοχαρούμενης λυκειακής πενθήμερης. 
Και κάπως έτσι, λίγο πριν φτάσουμε στο Πλόβντιβ, συνέβη το μοιραίο. Αν και δεν έτρεχα πολύ και γενικά κατάφερνα να μοιράζω την προσοχή μου ακριβοδίκαια ανάμεσα στις απαιτήσεις της διαδρομής και στο πάρτυ που εκτυλισσόταν μέσα στο αμάξι μου, κάποια στιγμή δεν πρόσεξα μία μικρή λακκούβα στο οδόστρωμα, έπεσα με φόρα μέσα της, έχασα για λίγο τον έλεγχο του οχήματος, τον ξαναβρήκα αμέσως ευτυχώς, μα δυστυχώς η ζημιά είχε ήδη γίνει: Η πρόσκρουση είχε τρυπήσει ένα από τα λάστιχα, το οποίο τώρα σφύριζε σαδιστικά καθώς ξεφούσκωνε και οδηγούσε το Ανταμομπίλ εκτός αγώνα στην άκρια του δρόμου, το ταξίδι μας σε νέο επαν απρογραμματισμό και εμάς σε μια σπαρταριστή νυχτερινή περιπέτεια.
Μικρή νομική παρένθεση: Προκειμένου να ταξιδέψεις με το αυτοκίνητο σου στο εξωτερικό, πρέπει να προμηθευτείς από τον φορέα οπου το έχεις ασφαλίσει το μαγικό χαρτάκι που λέγεται πράσινη κάρτα. Κάποτε έκανε κανένα μήνα για να βγει. Σήμερα κάνεις ακόμα και την τελευταία στιγμή πριν ταξιδέψεις μια αίτηση ονλαϊν και λίγο μετά σου το στέλνουν και το εκτυπώνεις μόνος σου – φτάνει να έχεις μια κόλλα Α4 χρώματος πράσινου μες στον εκτυπωτή σου. Βασικά, από ό,τι έχω καταλάβει, και σε λευκή ή και σε οποιουδήποτε άλλου χρώματος χαρτί να το εκτυπώσεις, το ίδιο πράγμα είναι πια, αφού πράσινη κάρτα την λένε πια για λόγους μάλλον παράδοσης. Τέλος πάντων, η πράσινη κάρτα αυτό που κάνει είναι να επεκτείνει την ισχύ της εθνικής ασφάλισης του αυτοκινήτου στην αλλοδαπή (προσοχή, όχι σε όλες τις χώρες και τις περιοχές – θυμηθείτε το κεφάλαιο εκείνο στο «Μπαλκανμομπίλ» με την επίσκεψη στο Κόσοβο). Αυτό σημαίνει πως ό,τι προβλέπει η ασφάλιση σου στην Ελλάδα τα ίδια ακριβώς ισχύουν και έξω. Με μια εξαίρεση: Την οδική βοήθεια. Η οδική βοήθεια σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, εάν δεν κάνω λάθος, είναι υποχρεωτική. Οπότε εάν δεν περιλαμβάνεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο που έχεις κάνει και θες να ταξιδέψεις με το αμάξι στο εξωτερικό, πρέπει να δώσεις κάτι παραπάνω και να την προσθέσεις. Και βασικά καλά θα κάνεις. Γιατί σκέψου να οδηγείς μες στην καλή χαρά στους βουλγάρικους δρόμους και να σε παθαίνεις ξαφνικά λάστιχο και να μην έχεις ρεζέρβα, αλλά μονάχα αυτό το μυστήριο κόλπο με την κόλλα που ρίχνεις εκεί που τρύπησε το ελαστικό και αυτό υποτίθεται πως το μπαλώνει και εσύ δεν έχεις ιδέα πως λειτουργεί αυτό το πράγμα και οι φίλοι και συνταξιδιώτες σου που ξέρουν υποτίθεται σου λένε «άστο θα το κάνουμε εμείς» και αντί να μπαλώσουν το τρυπημένο λάστιχο καταλήγουν να μαλώνουν και να κυνηγιούνται μες στα χωράφια ενώ στο μεταξύ νυχτώνει και έχει και πανσέληνο και όπου νάναι βγαίνουν παγανιά οι βούλγαροι βρυκόλακες. Και μην μου πεις πως δεν υπάρχουν βούλγαροι βρυκόλακες και ότι έχω μπερδέψει τη Βουλγαρία με τη Ρουμανία. Κάνε λίγο υπομονή ακόμα δύο κεφάλαια και εκεί τα ξαναλέμε.
Μετά από πολλές κλήσεις, παρεξηγήσεις, συνεννοήσεις στη νοηματική μέσω του τηλεφώνου και γενικά ωραίες καταστάσεις, έφτασε, λοιπόν, η οδική βοήθεια, όχι ακριβώς για να μας αλλάξει λάστιχο, αλλά για να μας μεταφέρει στο πλησιέστερο βουλκανιζατέρ, όπου και την επόμενη μέρα το πρωί θα μας εξυπηρετούσαν. Εντάξει, μικρό το κακό αλλά με όλα αυτά κόντευε πια μεσάνυχτα και από τα τρία βράδια του ταξιδιού μας είχε μείνει ένα για να κυκλοφορήσουμε και για να κάνουμε επιτέλους και κάτι σαν μπάτσελορ στον ευτυχή μελλόνυμφο. Επίσης, η όλη ταλαιπωρία μας είχε κάπως ξενερώσει και επειδή δεν ξέραμε ακόμα πόσο εύκολα θα βγάζαμε άκρη στο συνεργείο την επαύριο είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι βαδίζουμε ολοταχώς προς ένα ταξιδιωτικό φιάσκο. Και τότε πετάχτηκε ο τύπος της οδικής και είπε: «Ρωτήσατε την ασφάλειά σας σε ποιο ξενοδοχείο θα σας πάω;» «Τι εννοείς;» τον ρωτήσαμε εμείς. Τι εννοούσε, αλήθεια;
Ξανανοίγει η παρένθεση: Εάν ταξιδεύεις με το αμάξι στο εξωτερικό, κανονικά και με τον νόμο, με την πράσινη την κάρτα σου, την ασφαλιστική σου κάλυψη και την υποχρεωτική, όπως είπαμε, οδική βοήθεια και πάθεις ξαφνικά καμιά ζημιά που δεν μπορεί να αποκατασταθεί την ώρα εκείνη και πρέπει να διανυκτερεύσεις για να περιμένεις να ανοίξουν τα συνεργεία την επόμενη, τότε η ασφάλεια σου καλύπτει και τα έξοδα της διανυκτέρευσης, όπου και να βρίσκεσαι και όσο κόσμο συνταξιδεύει μαζί σου. Καλή φάση, ε; Μέχρι που σου μπαίνουν ιδέες να στήσεις κάποιο μικρό ατύχημα για να γλυτώσεις κανένα φράγκο. Καλά, δεν πάει έτσι. Μην το δοκιμάσεις, εάν δεν είσαι σίγουρος.
Έτσι, ακολούθηα τις οδηγίες του Βέγγο –δεν είναι αστείο, έτσι λεγόταν το παληκάρι από την οδική- και τηλεφώνησα εκ νέου στην εταιρεία για να ρωτήσω σε ποιο ξενοδοχείο της Φιλιππούπολης μπορούμε να καταλύσουμε. Και η εταιρεία μας έστειλε στο καλύτερο, φυσικά, το οποίο όμως ήταν κλειστό λόγω ανακαίνισης και ύστερα μας έστειλε σε ένα άλλο που ήταν πλήρες, αν και είμαι σίγουρος πως ο ρεσεψιονίστας έλεγε ψέματα, και ύστερα σε ένα τρίτο και φαρμακερό, που ευτυχώς ήταν μια χαρά και διαθέσιμο. Στο μεταξύ είχαμε λυσσάξει από την πείνα, αλλά επειδή το ξενοδοχείο μας ήταν κάπου στα περίχωρα, το μόνο που βρήκαμε ανοιχτό ήταν ένα διανυκτερεύον ψιλικατζίδικο. Εισβάλαμε, γεμίσαμε δύο σακούλες με ένα σωρό βλακείες και βρωμιές και ύστερα πήγαμε σε ένα παρκάκι παρακείμενο και κάναμε πικνίκ υπό τους ήχους ενός ζεύγους Φιλιππουπολιτών που ερωτοτροπούσαν αγρίως σε ένα μπαλκόνι πάνω από τα κεφάλια μας.      
Πολύ νωρίς την επόμενη μέρα, και ενώ ακόμα οι άλλοι τρεις κοιμόντουσαν, σηκώθηκα και κατέβηκα στην είσοδο του ξενοδοχείου, όπου με περίμενε ο Βέγγο για να με πάει στο συνεργείο όπου είχε αφήσει αποβραδίς το αμάξι μου. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό περιλαμβανόταν στις υποχρεώσεις του. Νομίζω ότι το έκανε από ευγένεια. Λίγο μετά, καθώς μου άλλαζαν λάστιχο τα μαστόρια, αρχίσαμε λιγάκι να τα λέμε, μέχρι που η κουβέντα πήγε στα πολιτικά και τότε αυτός βρήκε ευκαιρία και μου έκανε μία μικρή διάλεξη σχετικά με τη φύση και το χαρακτήρα των Βουλγάρων. Όσα μου είπε είναι πράγματα που ακούμε, ή και λέμε ακόμα, εμείς για τη δική μας χώρα (οι πολιτικοί μας είναι λαϊκιστές και απατεώνες, ο διοίκηση είναι διεφθαρμένη και βραδυκίνητη, ο πνευματικός κόσμος είναι στην κοσμάρα του, ο λαός είναι εύπιστος, αγράμματος, μίζερος, μοχθηρός και άλλα τέτοια όμορφα..). Όσο τον άκουγα, σκεφτόμουν πως όλα αυτά τα έχω ξανακούσει στην Ισπανία, στην Ιρλανδία, στο Βέλγιο, παντού σχεδόν όπου έχω ταξιδέψει. Κάπου εκεί θυμήθηκα και αυτόν τον αφορiσμό του Τζιάκομο του Λεοπάρντι, που έβαλα και στο προοίμιο αυτών των αποσπασμάτων.
Με ένα νέο λάστιχο και τρία κάπως παλιότερα έφυγα από το βουλκανιζατέρ και πήγα να μαζέψω τους άλλους από το ξενοδοχείο. Μετά καθίσαμε και ήπιαμε έναν καφέ κάπου εκεί κοντά σε ένα συνοικιακό καφενείο και κάναμε συμβούλιο. Μετά από την περιπέτεια και την ταλαιπωρία της προηγούμενης ημέρας είπαμε να μην το ρισκάρουμε άλλο και να μείνουμε ακόμα μία μέρα και την τελευταία νύχτα του ταξιδιού μας στη Φιλιππούπολη και αφού τη γυρίσουμε όσο περισσότερο μπορούσαμε, να πάρουμε την επόμενη μέρα τον δρόμο της επιστροφής. Και αφού η ασφάλεια δεν κάλυπτε άλλο πια τα έξοδα διαμονής μας, μπορούσαμε να μετακομίσουμε σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο πιο οικονομικό στο κέντρο της πόλης. Εάν έχετε ήδη διαβάσει το «Μπαλκονμομπίλ», θα θυμάστε ίσως ότι μόλις πέντε μήνες νωρίτερα είχα περάσει ξανά από τη Φιλιππούπολη, οπότε ήξερα ακριβώς που έπρεπε να πάμε.
Ευτυχώς το Σεντράλ, ένα από τα πιο ωραία τσηπ χοτέλ όπου έχω καταλύσει, είχε διαθέσιμα δωμάτια. Μόλις τα κλείσαμε και ανεβήκαμε να αφήσουμε τις αποσκευές, αρχίσαμε και να μαλώνουμε για το ποιος θα μείνει με ποιον και κυρίως ποιος δεν θα μείνει με ποιον – κάτι που την προηγούμενη ελάχιστα μας είχε απασχολήσει. Έτσι επέστρεψε και το τόσο αναγκαίο τελικά κλίμα της πενθήμερης, το οποίο μεταξύ σαραντάρηδων παλαιών συμμαθητών είναι ικανό να λύσει όλου του κόσμου τα προβλήματα τα οποία βέβαια έχει προηγουμένως προκαλέσει.
Έτσι, περάσαμε όλη τη μέρα μέσα στην καλή χαρά, τριγυρνώντας στο ιστορικό κέντρο του Πλόβντιβ, χαζεύοντας αξιοθέατα, βγάζοντας φωτογραφίες, αιφνιδιάζοντας ανύποπτους ντόπιους με τις εξωφρενικές απορίες μας, τρώγοντας φαγητά του δρόμου, πίνοντας καφέδες, μπύρες και ρακές και κυρίως τρομοκρατώντας τον Γεώ ενόψει του επικείμενου γάμου του. Ο οποίος Γεώ εξόρκιζε από την αρχή του ταξιδιού τον χαρακτήρα του μπάτσελορ που εμείς του είχαμε αποδώσει, αλλά κατά τα άλλα αναζητούσε διαρκώς κάτι ασπούμε πιο ξεχωριστό για τη βραδυνή μας έξοδο.
Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε και οι τέσσερις με βαρύ πονοκέφαλο, με μερική απώλεια μνήμης και μια σχετική δυσανεξία στο φως του ήλιου και γενικά σε οποιοδήποτε ήχο. Φάγαμε για πρωινό κάτι ανατολίτικα γλυκά σε ένα ζαζαροπλαστείο εκεί κοντά στο ξενοδοχείο μας και όσο πιο αθόρυβα γινόταν μαζέψαμε τα πράγματά μας και αναχωρήσαμε.       
Κατά την επιστροφή κάναμε δυο-τρεις μικρές στάσεις για να ξεπιαστούμε και μία μεγαλύτερη για να φάμε σε κάποια από τις δεκάδες ταβέρνες που βρίσκονται ακροβολισμένες αριστερά και δεξιά στον δρόμο για τον Προμαχώνα. Επειδή η κατάσταση είχε τις τελευταίες ώρες παρασοβαρέψει, ο Κωστής ανέλαβε πρωτοβουλία και χρησιμοποιώντας το κινητό του σαν δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο άρχισε να μας παίρνει συνεντεύξεις. Θέλω να πιστεύω ότι ακόμα και αν κάποτε καταστραφεί ο κόσμος και η ανθρωπότητα, εάν κάποιος μπορέσει στο μακρινό μέλλον να βρει κάπου αυτό το ηχητικό υλικό και το αποκρυπτογραφήσει, θα καταφέρει πάνω σε αυτό να χτίσει ξανά από την αρχή τον πολιτισμό μας.

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

προσεχώς, βόμβες στο φλαμίνγκο


Στα τέλη του καλοκαιριού του 2014 βρέθηκα για ακόμα μια φορά στο σπίτι του Νίκου στη Θεσσαλονίκη, ψάχνωντας να βρω έναν τρόπο επιτέλους για να πάψω να επισκέφτομαι αυτήν την πόλη ως περαστικός. Όμως η οριστική μου μετακόμιση εδώ θα αργούσε ακόμα έναν χρόνο, αφού ακόμα απουσίαζε η βασική της προϋπόθεση. Έτσι, προς το παρόν συνέχιζα να παριστάνω τον τουρίστα, επιδιδόμενος μάλιστα, παρέα με τον Νίκο, στο παράδοξο είδος του «νεκροταφειακού» τουρισμού. Συμμαχικό νεκροταφείο στο Ζεϊτέλνικ, ινδικό νεκροταφείο στον Δενδροπόταμο, νεκροταφείο Βογομίλων στη Χαλκηδώνα, γενικά δεν είχαμε αφήσει ψυχή στην περιοχή που να μην την ενοχλήσουμε.
Το πρωί εκείνο ο Νίκος με ξύπνησε προτείνοντας μου με ενθουσιασμό να πάμε να δούμε από κοντά κάποιο από τα στρατιωτικά κοιμητήρια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που βρίσκονται κοντά στα σύνορα, εκεί όπου πριν έναν αιώνα απλωνόταν η γραμμή του Μακεδονικού Μετώπου. 
Έτσι, ξεκινήσαμε για τα βόρεια του Νομού Κιλκίς και μετά από μια όχι και τόσο σύντομη στάση στο Γυναικόκαστρο και την ώρα που ξεσπούσε μια αιφνίδια αυγουστιάτικη μπόρα, εμείς φτάναμε στη Δοϊράνη. Βρήκαμε το νεκροταφείο των πεσόντων συμμάχων μας, που είναι δίπλα ακριβώς στο συνοριακό φυλάκιο, το επισκεφτήκαμε στα γρήγορα και ύστερα, περάσαμε τα σύνορα για να δούμε τι καιρό κάνει στη γείτονα ακατονόμαστη ακόμα χώρα.
Μόλις βρεθήκαμε επί φυρομιανού εδάφους, η βροχή κόπασε και μέχρι να φτάσουμε στο πρώτο παραλίμνιο χωριό είχε σταματήσει και βγήκε ξανά ο ήλιος. Όλο αυτό το θεωρήσαμε, φυσικά, ως μια ακόμα απόδειξη της διαθνούς συνωμοσίας που τόσα χρόνια εξυφαίνεται σε βάρος της ελληνικότητας και της καλοκαιρινότητας της Μακεδονίας μας. Και ύστερα, έτσι όπως ήμασταν πεινασμένοι και για άλλα πράγματα πέρα από γνώση και εμπειρίες, είπαμε να καθίσουμε σε μια από τις ταβέρνες δίπλα στη λίμνη και να δοκιμάσουμε την επίσης κλεμμένη, εννοείται, από εμάς κουζίνα των μοχθηρών γειτόνων μας.
Οι ταβέρνες, όπως και όλο το χωριό ήταν γεμάτες από οικογένειες που παραθέριζαν στη Δοϊράνη, η οποία, ενώ από τη δικιά μας πλευρά είναι μέσα στην παρακμή και την εγκατάλειψη, από τη δικιά τους είναι κανονικό τουριστικό θέρετρο, χρωματισμένο επίσης από μια γκριζοκίτρινη παρακμή, που όμως εδώ μοιάζει λίγο πιο θελτκική ή έστω λίγο πιο ενδιαφέρουσα. Μια εξήγηση για αυτήν την διαφορά βρήκα, νομίζω, στο ύφος του σερβιτόρου, όταν ήρθε να πάρει παραγγελία και έκπληκτος ανακάλυψε ότι είμαστε Έλληνες. Το αμήχανο «και πώς και ήρθατε ως εδώ;» εύκολα μπροούσε να μεταφραστεί ως εξής: «Τι γυρεύετε εδώ πέρα στα λιμνάζοντα νερά; Αφού εσεις έχετε θάλασσα.»
Τέλος πάντων, φάγαμε, ήπιαμε, πληρώσαμε με το ισχυρό μας νόμισμα και βγήκαμε να κάνουμε μια βόλτα στην προκυμαία. Μια σάπια βάρκα που έφερε ένα ελληνικό γυναικείο όνομα είχε προσαράξει στην ακτή και είχε μετατραπεί σε εντευκτήριο βατράχων. Μάλλον κάποιος δικός μας ψαράς από απέναντι την εγκατέλειψε και αυτή ήρθε και ζήτησε άσυλο στους σλάβους. Ο τζόγος της Ιστορίας, σκέφτηκα. Ο ίδιος τζόγος που έφερε και τόσους νέους άντρες από τις γαλλικές και αγγλικές αποικίες πριν ένα αιώνα ως εδώ για να σκοτωθούν υπερασπιζόμενοι ένα μέτωπο που άνετα θα μπορούσε να είχε στηθεί κάποιες δεκάδες χιλιόμετρα παραπάνω ή παρακάτω.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

παρακαμπτήρια μυστήρια


Την μετάβαση στο Βελιγράδι μέσω Αλβανίας και Μαυροβουνίου που δεν τόλμησα να κάνω με τον Νίκο τον Μάρτιο του 2014, την κατάφερα τελικά τέσσερις μήνες μετά, παρέα με τον Γεώ και τον Δημήτρη. Το ταξίδι αυτό, το πιο περιπετειώδες μέχρι στιγμής από όσα έχω κάνει στα Βαλκάνια, το σχεδιάζαμε με τον Γεώ από καιρό, σε σημείο που να έχει πάρει ήδη μυθικές διαστάσεις πριν καν το ξεκινήσουμε. Αρχικά επρόκειτο να το πραγματοποιήσουμε μόνοι οι δυο μας, αλλά ο Δημήτρης, ο πιο πολυταξιδεμένος με διαφορά από όλους τους φίλους μου, έκανε, την τελευταία στιγμή κυριολεκτικά, την έκπληξη και ήρθε να προστεθεί στους επιβάτες του Ανταμομπίλ.
Το ταξίδι ουσιαστικά ξεκίνησε από εκεί ακριβώς όπου τελείωσε η προηγούμενη βαλκανική μου μικροπεριπέτεια: από τη Φλώρινα. Προκειμένου, λοιπόν, να εκμεταλλευτούμε ολόκληρη την πρώτη μέρα για να διασχίσουμε με ασφάλεια την Αλβανία και να φτάσουμε το βράδυ στην Ποντγκόριτσα, επιλέξαμε να διανυκτερεύσουμε την προηγούμενη στη Φλώρινα και να αναχωρήσουμε για τα σύνορα όσο το δυνατόν χαράματα. Μου είχε φανεί λίγο αστείο το να επισκέπτομαι την πόλη όπου έκανα ακόμα το μεταπτυχιακό μου για λόγους εξωσχολικούς, αλλά τελικά αποδείχτηκε σοφή επιλογή. Επίσης, το βράδυ εκείνο στη Φλώρινα ο Γεώ ξεκίνησε το διατροφικό του πείραμα, το οποίο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Πολύ νωρίς το πρωί, λοιπόν, σηκωθήκαμε, φορτώσαμε στο αμάξι της αποσκευές και τις απαραίτητες προμήθειες και ξεκινήσαμε για το συνοριακό φυλάκιο της Κρυσταλλοπηγής. Καμιά ώρα μετά, ως εκ θαύματος, βρισκόμασταν ξανά πίσω στη Φλώρινα, αφού συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε ξεχάσει τα διαβατήριά μας στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Εν πάση περιπτώσει, νωρίς ακόμα το πρωί ξαναξεκινήσαμε για τα ελληνοαλβανικά σύνορα, αλληλοβριζόμενοι για την επιπολαιότητα και την απροσεξία μας. Λίγες ώρες μετά, και επί αλβανικού πλέον εδάφους, θα ανακαλύπταμε ότι ο Γεώ είχε επίσης ξεχάσει το δίπλωμα οδήγησης και εγώ την κάρτα ανάληψης μετρητών στον Βόλο. Τέλος πάντων, για αυτό είναι οι φίλοι.
Επίσης, στα σύνορα πέσαμε πάνω σε μια μακρά αναμονή, οπότε και ναυάγησε οριστικά το σχέδιο μας να φτάσουμε στο Μαυροβούνιο πριν πέσει η νύχτα. Θα λέγαμε ίσως ότι δεν ξεκινήσαμε καλά, αλλά ευτυχώς η συνέχεια υπήρξε ασυγκρίτως ευτυχέστερη.
Στην Αλβανία κάναμε τρεις μεγάλες στάσεις και καμιά δεκαριά μικρότερες για διάφορους λόγους. Η πρώτη μεγάλη στάση ήταν στην Κορυτσά, για την οποία είχα προηγουμένως διαβάσει ότι θεωρείται η πιο ωραία αλβανική πόλη. Και είναι, πράγματι, πολύ όμορφη, με αρκετά παλιά εντυπωσιακά κτήρια, πολλά από τα οποία δυστυχώς έχουν ανακαινιστεί με τρόπο τέτοιο που αντί να αναδεικνύουν την ιστορία τους προδίδουν τη βιασύνη των ιδιοκτητών τους να βγάλουν κέρδος από αυτά. Πάντως, η πόλη –το κέντρο της τουλάχιστον- έχει μια παράδοξη αριστοκρατική ατμόσφαιρα και οι κάτοικοί της είναι πολύ ευγενικοί – από τις σπάνιες φορές που ακούς στον δρόμο να σε ρωτούν εάν χρειάζεσαι βοήθεια χωρίς να το ζητήσεις. Σε κάποιο δρομάκι πέσαμε πάνω σε έναν ταπεινό ξενώνα, η ιδιοκτήτρια του οποίου καθόταν στα σκαλάκια και έτρωγε σύκα. Μόλις μας είδε, σηκώθηκε αμέσως, σκούπισε τα χέρια της στο φουστάνι της και μας ρώτησε αν ψάχνουμε για δωμάτιο. Εμείς όμως είχαμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας. Μια άλλη φορά, ίσως.
Η δεύτερη στάση έγινε στο Πόγραδετς, στην άλλη πλευρά της λίμνης Οχρίδας από εκείνη που είχα επισκεφτεί τον Μάρτιο. Η άναρχη είσοδος της πόλης μάς τρόμαξε λιγάκι. Άθλιοι χωματόδρομοι, χωρίς σήματα και φανάρια με πιτσιρίκια που έπαιζαν ανάμεσα στα διερχόμενα αυτοκίνητα και πλανόδιους πωλητές που μόνο που δεν μας άρπαξαν μέσα από το αυτοκίνητο για μας πείσουν να ρίξουμε έστω και μια ματιά στην αλλοπρόσαλη πραμάτεια τους. Τελικά καταφέραμε να φτάσουμε σχεδόν χωρίς απώλειες στις όχθες της λίμνης, όπου και αφήσαμε κάπου το Ανταμομπίλ και βγήκαμε να πιούμε έναν καφέ και να περπατήσουμε. Καθίσαμε σε ένα καφενείο μπροστά σε κάτι που έμοιαζε με πλαζ και όπου λιάζονταν καμιά διακοσαριά οικογένειες. Όσο θολό και αποτρόπαιο κι αν φαινόταν το νερό, τα πιτσιρίκια το γλεντούσαν και έκαναν όλα όσα κάνουν τα παιδιά, παντού σε όλον τον κόσμο, όταν έρχονται ομαδικώς σε επαφή με το υγρό στοιχείο. Για μια στιγμή σκεφτήκαμε κι εμείς να βουτήξουμε, αλλά οι τερατολογίες του σερβιτόρου για όσα μας περίμεναν στη συνέχεια της διαδρομής μάς έκοψαν τη φόρα.
Η επόμενη μεγάλη στάση ήταν τα Τίρανα. Μέχρι τα Τίρανα, όμως, σταματήσαμε αρκετές φορές για να προσευχηθούμε ή για να ευχαριστήσουμε τον Μολώχ της ασφάλτου που δεν μας έκανε την τιμή να μας συμπεριλάβει στις θυσίες του. Ειλικρινά, εάν θέλετε να νιώσετε μεγάλες συγκινήσεις, εάν θεωρείτε την οδήγηση μια βαρετή συνήθεια, εάν είστε φίλοι του μηχανοκίνητου αυτοχειριασμού, πάρτε το αμάξι σας και βγείτε μια βόλτα στους αυτοκινητόδρομους της Αλβανίας.
Στα Τίρανα φτάσαμε κάποια στιγμή το απόγευμα. Οι δυο συνταξιδιώτες μου θέλαν να γευματήσουν επειγόντως. Οπότε, εγώ που είχα ήδη σκάσει από τα φρούτα που είχα αγοράσει από τους υπαίθριους πωλητές της εθνικής οδού, είπα να αυτονομηθώ για λίγο και να κάνω μια βόλτα με τη φωτογραφική μου μηχανή. Τα Τίρανα είναι η χαρά του αστικού φωτογράφου. Οι υπερβολές στις κορυφογραμμές των οικοδομών και στην πολυχρωμία των προσόψεων, το δυσδιάκριτο όριο ανάμεσα στις αυλές και στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στον δημόσιο και των ιδιωτικό χώρο, η ρευστότητα κάθε είδους οικιστικού και πολεοδομικού σχεδιασμού έχουν μετατρέψει την πόλη σε ένα εξωφρενικό σκηνικό κινηματογραφικής ταινίας. Μόνο που πρέπει να μείνεις, να ζήσεις και να το ψάξεις αρκετά, μέχρι να καταλάβεις εάν τελικά η ταινία αυτή είναι τρόμου ή κωμωδία.
Όταν επιβιβαστήκαμε ξανά στο Ανταμομπίλ για να συνεχίσουμε για τον Βορρά που μας περίμενε, οι φίλοι μου μού επισημάναν κάτι που εγώ μέσα στο χάσιμο της βόλτας μου δεν πρόσεξα καθόλου. Παντού, σε όλην την πόλη, σε μπαλκόνια και σε παράθυρα κρεμόντουσαν γερμανικές σημαίες. Σε τρεις μέρες ήταν ο τελικός του Μουντιάλ της Βραζιλίας και οι Αλβανοί είχαν αποφασίσει να δείξουν τη συμπάθειά τους απροκάλυπτα σε μία από τις δύο φιναλίστριες. Αργότερα, όταν θα αντικρύζαμε το Βελιγράδι επίσης σημαιοστολισμένο με τα αργεντίνικα εθνικά χρώματα, θα καταλαβαίναμε ότι όλο αυτό ήταν κάτι πολύ πιο σοβαρό από μια αθώα οπαδική προτίμηση.
Από τα Τίρανα μέχρι τα σύνορα του Μαυροβουνίου μάς είχε απομείνει καμιά κατοσταριά χιλιόμετρα σχετικά ομαλού δρόμου, αλλά έτσι όπως τα είχαμε καταφέρει ήταν μοιραίο πια να μας βρει η νύχτα πολύ πριν φτάσουμε στον προορισμό μας. Το τοπίο, όσο προχωρούσαμε βορειότερα, άλλαζε διαρκώς και τώρα πια αντί για δάση και βουνά βλέπαμε στα αριστερά μας τον ήλιο να δύει πάνω από την Αδριατική. Επειδή από το πρωί οδηγούσα διαρκώς εγώ, αν και δεν ένιωθα καθόλου κουρασμένος, ζήτησα από τον Δημήτρη να με αντικαταστησει στο τιμόνι, πιο πολύ για να χαζέψω λιγάκι τη διαδρομή πιο ξέγνοιαστος. Στο μεταξύ, ο τεράστιος ορεινός όγκος του Μαυροβουνίου που ορθωνόταν μπροστά μας σαν την Μόρντορ μάς υπενθύμιζε οτί ακόμα απέχαμε αρκετά από τον ημερήσιο στόχο μας.
Κι όταν, λίγο μετά είδαμε το μήκος της ουράς των οχημάτων που περίμεναν για να περάσουνε τα σύνορα, αρχίσαμε πια να σκεφτόμαστε μήπως να επιστρέψουμε στη Σκόδρα για να ψάξουμε εκεί όσο ακόμα ήταν νωρίς κάποιο κατάλυμα. Τελικά, και χάρη μάλλον στο διπλωματικό διαβατήριο του Δημήτρη, το οποίο θα αποδειχτεί εξαιρετικά χρήσιμο και στη συνέχεια, μπορέσαμε και γλιτώσαμε αρκετή αναμονή και το Ανταμομπίλ προσέθεσε την επίσκεψη σε ακόμα μια χώρα στο βιογραφικό του.
Ευτυχώς, η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου δεν απείχε πολύ από τα νότια σύνορα της χώρας. Οι προβλέψεις μου, όμως, για μια εύκολη εύρεση δωματίου και η σχετική τακτική μου που ανέπτυξα ήδη σε προηγούμενο κεφάλαιο αμέσως διαψεύστηκαν, αφού δεν είχα καθόλου υπολογίσει πως βρισκόμασταν σε φουλ τουριστική περίοδο. Έτσι, μετά από μια μάλλον κουραστική περιπλάνηση στο κέντρο της Ποντγκόριτσας ή σε αυτό που εμείς εκείνη τη στιγμή θεωρήσαμε ως κέντρο, καταφύγαμε στην αναζήτηση μέσω διαδικτύου, η οποία και μας οδήγησε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο λίγο έξω από την πόλη, το μόνο ίσως με διαθέσιμα κρεβάτια.
Αν και ήταν ήδη αρκετά αργά και εμείς πολύ κουρασμένοι από την ολοήμερη και περιπετειώδη βόλτα, είπαμε να δοκιμάσουμε μια μικρή, έστω, εκ νέου κάθοδο στο κέντρο για να μην φύγουμε το επόμενο πρωί χωρίς να έχουμε δει τι παίζει με την πρωτεύουσα αυτού του νέου και παλαιού ταυτόχρονα κράτους. Έτσι, αφού φάγαμε κάτι πρόχειρο, ήπιαμε ένα ποτό κάπου στα όρθια και περπατήσαμε για καμιά περίπου ώρα σε αυτό που οι ντόπιοι, αυτή τη φορά, μας υπέδειξαν ως κέντρο της πόλης, κατέληξα στα εξής βιαστικά και εννοείται αυθαίρετα συμπεράσματα:
Το Μαυροβούνιο, όπως και όλες οι άλλες, παλιές και νέες χώρες των Βαλκανίων, επείγεται να αποδείξει στους επισκέπτες του, αν όχι και στους ίδιους του τους κατοίκους, πόσο πολύ ευρωπαϊκή πόλη είναι –η αγορά του μοιάζει αποστειρωμένη από καθετί ανατολίτικο- πόσο πολύ θέλει να ενταχθεί στους δυτικοευρωπαϊκούς πολιτικούς θεσμούς –παντού, όλες οι συναλλαγές γίνονται παραδόξως με ευρώ- πόσο πολύ η ιστορική του σύνδεση με τη αδερφή Σερβία οφείλεται σε παρεξήγηση –η χρήση της λέξης Γιουγκοσλαβία και τα παραγώγων της μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε καυγά- και πόσο μεγάλη ανάγκη έχει η οικονομία του από το συναλλαγμα των Ρώσων –ολόκληρη η χώρα μετατρέπεται σιγά-σιγά σε μια κανονική τουριστική αποικία του ξανθού γένους.
Ειλικρινά, τέσσερα χρόνια μετά από εκείνο το ταξίδι, ελάχιστα πράγματα θυμάμαι πια από την Ποντγκόριτσα. Από το Μαυροβούνιο, πάντως, γενικά δεν πρόκειται με τίποτα να ξεχάσω την υπέροχη διαδρομή που κάναμε την επόμενη μέρα, διασχίζοντας κοιλάδες και βουνά, πάνω σε έναν άνετο και ασφαλή καινούριο αυτοκινητόδρομο, για να φτάσουμε στη Σερβία και στον βασικό μας προορισμό. Και μόνο αυτή η συγκεκριμένη μέρα του ταξιδιού υπήρξε ικανή για να δικαιώσει την επιλογή μας να επισκεφτούμε τη χώρα οδικώς, για να μπορούμε ανά πάσα στιγμή να κάνουμε στάση όπου γουστάραμε για να χαζέψουμε τη άγρια μαυροβουνίσια φύση, για να φάμε σε κάποια από τις ταβέρνες των χωριών, για να αγοράσουμε αυτά τα εκρηκτικά λικέρ αμπελοφιλοσοφώντας με τους υπαίθριους πωλητές στις άκρια του δρόμου.
Τέλος, εντύπωση μού έκαναν τα σύνορα ανάμεσα στη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Όχι λόγω της αυστηρότητας των υπαλλήλων –ήδη είχα ψιλοσυνηθίσει τα ένστολα βαλκανικά βλέμματα- όσο λόγω της τεράστιας απόστασης ανάμεσα στα δυο φυλάκια. Η νεκρή ζώνη μεταξύ Μαυροβούνιων και Σέρβων είναι η μεγαλύτερη που έχω δει –μιλάμε για δεκάδες χιλιόμετρα- σε όλα τα οδικά ταξίδια μου. Λες και οι δύο παλιοί συγκάτοικοι να μην θέλουν πια ούτε να βλέπουν ούτε να ακούν ο ένας τον άλλον.
Με αυτά και με αυτά φτάσαμε κατά το απόγευμα της δεύτερης μέρας του ταξιδιού μας στο Βελιγράδι. Για το οποίο Βελιγράδι, διαβάστε σχετικά εδώ: http://dreamtigers.gr/sites/default/files/free_ebooks/gia_mia_xoufta_dinaria.pdf. Είπαμε, στα παρόντα απόσπάσματα άλλο είναι το θέμα.
Μετά από τρεις μέρες ήρθε η ώρα να αφήσουμε ξανά το αγαπημένο Βελιγράδι και να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Βιασύνη ιδιαίτερη δεν υπήρχε και ήδη είχαμε συμφωνήσει ότι θα κάναμε μια στάση καθοδόν στα Σκόπια, όπου και θα διανυκτερεύαμε. Μόλις μπήκαμε, όμως, στο Ανταμομπίλ κάποιος -δεν θυμάμαι τώρα ποιος- πέταξε την πιο τρελή ιδέα: «Μήπως, αντί να πάμε προς τα Σκόπια κατευθείαν, να κάναμε μια μικρή παράκαμψη;» «Τι είδους παράκαμψη, δηλαδή;» «Να μωρέ, μήπως να περνούσαμε και μια βόλτα από το Κοσσυφοπέδιο;»
Αμέσως άνοιξαν οι χάρτες, ενώ ο Δημήτρης, ως πιο έμπειρος και προνοητικός, έσπευσε να συμβουλευτεί τους σχετικούς ιστότοπους για να βεβαιωθεί ότι το ιδιόμορφο καθεστώς το κρατιδίου μπορούσε να αντέξει τον ταξιδιωτικό μας αυθορμητισμό.
Η παράκαμψή μας εννοείται ότι μας έβαλε σε νέες περιπέτειες με το φτάσαμε στα παράδοξα σύνορα του Κοσόβου. Εκεί, αφού περάσαμε από τρεις ελέγχους, έναν από Σέρβους αστυνομικούς, έναν από τους άντρες του Ηνωμένων Εθνών και έναν από τους Κοσοβάρους φύλακες, υποχρεωθήκαμε να πληρώσουμε ένα σεβαστό για τα βαλκανικά δεδομένα ποσό για την ασφάλεια του Ανταμομπίλ, αφού η πράσινη κάρτα δεν ισχύει εντός αυτής της ταραγμένης επικράτειας. Επίσης, και στους τρεις ελέγχους που περάσαμε, ρωτηθήκαμε, όχι και τόσο εθιμοτυπικά για τον σκοπό του ταξιδιού μας, χωρίς μάλλον να τους πείσουμε με τις ειλικρινείς μα όχι και τόσο αληθοφανείς απαντήσεις μας.
Την ίδια ακριβώς απορία δημιουργήσαμε και στους κατοίκους της Πρίστινας, σε όσους ήρθαμε σε επαφή, δηλαδή, εκεί όπου καθίσαμε να φάμε και όλοι μας κοιτούσαν σαν να προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς δεν πήγαινε καλά με την περίπτωσή μας. Εκεί, όμως, όπου παραλίγο να δημιουργήσουμε πραγματικό θέμα, σε σημείο να επέμβουν μέχρι και οι ειρηνευτικές δυνάμεις ήταν μετά, όταν κάνοντας βόλτα στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, αρχίσαμε να βγάζουμε φωτογραφίες αυτά που εμείς θεωρούσαμε αξιοθέατα. Το μόνο, πάντως, αληθινό αξιοθέατο που συναντήσαμε, το μόνο δηλαδή μνημείο που τόσο οι ταξιδιωτικοί οδηγοί όσο και οι ίδιοι οι Πριστινέζοι προτείνουν ως τέτοιο, ήταν μια λέξη στα αγγλικά, χτισμένη με γιγαντιαία γράματα, ζωγραφισμένα όλα σε χρώματα παραλλαγής, και στολισμένη ολόγυρα με νατοϊκες και αμερικάνικες σημαίες. Η λέξη newborn.
Φεύγοντας από την Πρίστινα και καθοδόν για τα Σκόπια είχαμε ακόμα μια παρολίγον εξαιρετικά δυσάρεστη εμπειρία. Αν και δεν έτρεχα ιδιαιτέρως γρήγορα, ξάφνου εμφανίστηκε μπροστά μας μια μικρή αστυνομική δύναμη και μας ζήτησε να σταματήσουμε δια τα περαιτέρω. Οι πρώην Γιουγκοσλάβοι αστυνομικοί είναι διαβόητοι για την επινοητικότητά τους, όταν θέλουν να σου κόψουν κλήση, δηλαδή όταν θέλουν να σου δώσουν μια ευκαιρία να δοκιμάσεις την εμπειρία της δωροδοκίας δημόσιου λειτουργού. Οι συγγεκριμένοι εκτός από επινοητικοί ήταν και βαρέως οπλισμένοι με πολυβόλα και άλλα τέτοια όμορφα, οπότε είπαμε να μην το ρισκάρουμε και αρχίσαμε να να ψάχνουμε στις τσέπες για πεντάευρα (διαβαλκανική μονάδα «φιλοδωρήματος»). Παραδόξως, όμως, εμείς είχαμε μόλις πέσει στους τιμιότερους ένστολους της χερσονήσου, που όχι μόνο δεν ήθελαν τα λεφτά μας, αλλά ήταν και εξαιρετικά πρόθυμοι να μας εξηγήσουν πόσο σοβαρό αδίκημα είναι η απόπειρα χρηματισμού ενστόλου κοσσυφόπαιδος. «Καλά, αφήστε το πάνω μου», είπε ο Δημήτρης, και βγήκε από το αμάξι με το διπλωματικό διαβατήριο στα δόντια. Λίγα λεπτά μετά τα παιδιά με τα αυτόματα μάς χαιρετούσαν χαμογελαστά και μας εύχονταν καλό ταξίδι.
Ο δρόμος για τα σπίτια μας ήταν πλέον ανοιχτός. Αλλά για να φτάσουμε ως εκεί έπρεπε να περάσουμε από την τελευταία πίστα του παιχνιδιού: Τα Σκόπια.
Στα Σκόπια δεν μπήκαμε στη διαδικασία να ψάξουμε για κατάλυμα, αφού είχαμε ήδη κλείσει ηλεκτρονικώς ένα δωμάτιο σε έναν ξενώνα που βρισκόταν συμπτωματικά ακριβώς απέναντι από την ελληνική πρεσβεία. Ως εκ τούτου, μπήκαμε μες στην πόλη και κατευνθυνθήκαμε καρφί προς μια συγκεκριμένη διεύθυνση. Κι αφού τακτοποιήσαμε το αμάξι και τις αποσκευές, βγήκαμε για να θαυμάσουμε από κοντά –εγώ, θυμίζω, το είχα ξαναδεί πριν τέσσερα κεφάλαια- το περίφημο «««ιστορικό»»» κέντρο της πόλης.
Δεν σκοπεύω, φυσικά, να αρχίσω εδώ να αναπτύσσω τη γνώμη μου για το ονοματολογικό ζήτημα, το χρονικό του οποίου, πάντως, επιμένω πως εάν υπήρχε τρόπος να πληροφορηθούν σχετικά οι αρχαίοι Μακεδόνες θα είχαν γαμηθεί στα γέλια με τα καραγκιοζιλίκια μας. Τέλος πάντων, όπως θα έχετε ήδη, φαντάζομαι, προσέξει, όταν αναφέρομαι στη γείτονα, άλλες φορές την ονομάζω Φυρομία –μου αρέσει γιατί, για κάποιον λόγο, μού θυμίζει χώρα της έπικ φάντασυ λογοτεχνίας- άλλες την λέω «Χώρα δίχως Όνομα» -που να μην πω τώρα τι θυμίζει- και κάπου, αν δεν κάνω λάθος, Άλλη Μακεδονία – που παραπέμπει και σε κάποιο άλλο σύμπαν παράλληλο και τέτοια ώραια πράγματα. Όσους από τους κατοίκους αυτής της χώρας γνώρισα στα ταξίδια μου μού φάνηκαν άνθρωποι φιλικοί, ευχάριστοι και ειλικρινείς και το πιο σημαντικό, όσο γαμημένα παράδοξο και να ακούγεται, φιλέλληλες –άλλωστε, οι περισσότεροι μιλούσαν άψογα σχεδόν τα ελληνικά. Από όποια μεριά και να το πιάσουμε, η Άλλη Μακεδονία, όπως και ολόκληρη η Νότια Βαλκανική είναι η φυσική μας ενδοχώρα. Σε ολόκληρο τον κόσμο, ρόλος της κάθε ενδοχώρας είναι να κοιτάζει διαρκώς προς τα παράλια και ρόλος των παραλίων είναι, αν όχι να κοιτούν και να καρφώνονται, τουλάχιστον να μην αποστρέφονται την ενδοχώρα τους. Άμα στις δυο πλευρές κουμάντο κάνουν απατεώνες και ψυχασθενείς, είναι απολύτως λογικό τα κοιτάγματα αυτά να οδηγήσουν σε στραβώματα, μανούρες και καυγάδες. Αν όμως παίζουν λογικά παιδιά που ανοίγουν, λέμε τώρα, πού και πού και κανένα βιβλίο Ιστορίας, τα βλέμματα τα εκατέρωθεν μπορούν να οδηγήσουν στις πιο ωραίες καταστάσεις. Και όσο για τα ονόματα αυτά είναι για να γκρινιάζουν οι συμπεθέρες στο τραπέζι μετά από τη βάφτιση.
Κοίτα να δεις που την ψιλοείπα τη γνώμη μου τελικά. Τέλος πάντων, ωραία όλα αυτά, αλλά ειλικρινά, όποιος δεν έχει δει από κοντά το κέντρο των Σκοπίων, πρέπει να πάει το συντομότερο. Πιο εξωφρενικό, παραλληρηματικό, φαραωνικό θεματικό πάρκο παίζει να μην έχει υπάρξει ποτέ στην παγκόσμια ιστορία. Όλοι αυτοί οι γιγαντιαίοι Φίλιπποι, Βουκεφάλες, Ολυμπιάδες και φυσικά Αλέξανδροι, όλα αυτά τα χάλκινα, πέτρινα και μαρμάρινα τερατουργήματα συνθέτουν έναν ύμνο στην παράνοια, τόσο εξώφθαλμα κακόγουστο, που καταντά πραγματικά υπέροχος. Γενικά αν ήσουν Σκοπιανός γλύπτης τα τελευταία χρόνια την είχες κάνει την περιουσία σου – πάντως, με μια λίγο πιο προσεχτική παρατήρηση μπορεί να δει κανείς ανάμεσα στα πιο ταπεινά και ανώνυμα αγάλματα κάποιες μικρές πράξεις αντίστασης των καλλιτεχνών σε όλην αυτήν την τρέλα.
Αφού χορτάσαμε από τέχνη και Ιστορία, αφήσαμε το κέντρο των Σκοπίων και κατευθυνθήκαμε με τα πόδια προς την πραγματική παλιά πόλη, που μοιάζει αρκετά με τη δικιά μας Άνω Πόλη και καθίσαμε να φάμε κάπου στο αντίστοιχο Τσινάρι. Εκεί ολοκλήρωσε και ο Γεώ τον γαστρονομικό του μαραθώνιο, αφού κατάφερε να τραφεί επί έξι μέρες –με ότι αυτό συνεπάγετο για τη στομαχική υγεία του- με το ίδιο ακριβώς πιάτο, το οποίο συναντιέται φυσικά παντού στα καυτερά Βαλκάνια: Κεμπάπια. Για να βγάλει την επόμενη μέρα, επί ελληνικού εδάφους πια, το πολυαναμενόμενο πόρισμα, πως τελικά από όλα όσα κι αν δοκίμασε στη Φλώρινα τα φτιάχνουνε καλύτερα, δίνοντας έτσι στο ταξίδι μας μια επίγευση φαιδρής ματαιότητας.