Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

η έμπνευση

Ταξιδεύω
μόνος
νύχτα
με το αυτοκίνητό μου.
Οδηγώ και οι ιδέες σκάνε στο κεφάλι μου,
όπως τα έντομα πάνω στα παρμπρίζ μου.
Τα έντομα ενδεχομένως να έχουν τάσεις αυτοκτονικές
- ποτέ μου δε θα μάθω.
Οι ιδέες πάντως ελπίζουν σε κάποιο είδος μετεμψύχωσης
- θέλουν να γίνουν ιστορίες.
Ταξιδεύω
μόνος
νύχτα
με το αυτοκίνητό μου.
Το πρώτο πράγμα που κάνω μόλις φτάσω
είναι να κάτσω και να γράψω.
Γενικά κάνω ό,τι μπορώ.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

θεματικο

βγηκα χθες βραδυ κ συναντησα στο μπαρ εναν φιλο που μολις ειχε γυρισει απο το παρισι, οπου, μεταξυ αλλων, επισκεφτηκε κ τη ντισνεϊλαντ. ο φιλος, αφου μου ειπε πώς τα περασε, μου προτεινε να φτιαξουμε ενα παρομοιο παρκο στην ελλαδα, με θεματα απο την ελληνικη μυθολογια, τονιζοντας μου οτι κατι τετοιο θα αρεσε πολυ στους ξενους κ οι τουριστες θα συνερρεαν για να κανουν βολτα με το τραινακι του τρομου που θα περνουσε αναμεσα απο τη σκυλα κ τη χαρυβδη ή για να βγαλουν σελφι με τον κυκλωπα πολυφημο κ τη λερναια υδρα. οταν του επισημανα πως η ιδεα του ηταν εκπληκτικη, μα πως μια τετοια υπαρπαραγωγη χρειαζεται τεραστιο κεφαλαιο, εκεινος δεν φανηκε καθολου να πτοειται. "μην ανησυχεις, ρε", μου ειπε, "ενα χωραφι θελουμε μοναχα κ καμια δεκαρια φορτηγα με τουβλα." "τουβλα, γιατι;" απορησα εγω. "για να χτισουμε εναν καλο λαβυρινθο στην εισοδο του παρκου", μου απαντησε, "να μπαινουν οι επισκεπτες απο εκει κ να μην ξαναβγαινουνε ποτε τους." κ αφου καταλαβα επιτελους οτι ο φιλος εκανε πλακα, κ αφου γελασαμε κ οι δυο, τσουγκρισαμε τα ποτηρια μας κ συνεχισαμε να πινουμε κ να τα λεμε ανεμελοι, ενω ο μινωταυρος που καθοτανε στο διπλανο σκαμπω ζητουσε απο τον ντιτζεϊ να δυναμωσει κ αλλο την ενταση της μουσικης, να μην ακουγεται η κοιλια του που γουργουριζε

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

ευγενη αερια

ο πλανοδιος που πουλαει μπαλονια καθε μερα στον πεζοδρομο , σημερα, λογω της επικειμενης επετειου, αλλαξε εμπορευμα κ πουλαει σημαιες. οι πιτσιρικαδες , που ψωνιζαν απο αυτον τις αλλες μερες για να κανουν χαβαλε ρουφωντας απο τα μπαλονια το ηλιο, σημερα ψαχνουν αμηχανοι να βρουν ποια αλλα ευγενη αερια μπορει να κρυβει η γαλανολευκη

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

οι ρινόκεροι

Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Το καλοκαίρι αυτό το σπίτι δεν υπάρχει. Το σπίτι σου –όσο και αν οι ένοικοι αλλάζουνε- δικό μου θα είναι πάντα. Αυτό θα είναι το σπίτι μου. Εγώ θα είμαι του δρόμου. Στο σπίτι αυτό που τώρα κατοικώ θα κάνουν μπάνιο οι ρινόκεροι το άλλο καλοκαίρι.

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

τα εισιτήρια

Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Αύγουστος 2004. Τρελό καλοκαιράκι. Με άφησε εκείνο το ταξί δύο στενά πιο κάτω. «Καλύτερα, φίλε, να συνεχίσεις μόνος σου», μου είπε ο ταρίφας. Εσύ είχες βγει κι είχες αράξει στα σκαλιά. Φορούσες μονάχα το μαγιώ σου. «Άργησες», είπες και με μάλωσες. Εγώ δε βρήκα κάτι για να πω. Είχα ξεχάσει εκεί στο μέλλον, μακριά, κάθε δικαιολογία. «Που είναι τα εισιτήρια;» Τι λες; Ποια εισιτήρια; Μάταια προσπαθώ να θυμηθώ. Που λέγαμε να πάμε; Ήταν η Φολέγανδρος; Τα Κύθηρα; Η Μήλος; Μήπως η Ελαφόνησος; Πάντα η Ελαφόνησος. Πήγα –θα πάω δηλαδή- αλλά χωρίς εσένα. Το βράδυ, Γιάννη, ξέχασες; Μου έταξες πως θα με πας. Κάπου που να μην έχω ξαναπάει ποτέ. Ούτε στα όνειρά μου. Κάπου που άλλος άνθρωπος δεν πάτησε ακόμα. Και τότε ήρθε η υπόσχεση και διέλυσε το σύμπαν. Θυμήθηκα. Θυμάμαι. Πάμε! Τώρα, όσο ακόμα είναι ψηλά. Όσο μπορούμε ακόμα να πετάξουμε. Σήκω, σου λέω! Φύγαμε! Στον ήλιο! Στην ταράτσα!

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

όλα όσα μου έλειπαν

Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Αύγουστος του 2007 και μόλις είχαμε γυρίσει από την Κρήτη. Ήθελες να μου δείξεις το σπίτι όπου μεγάλωσες. Ήταν στην Αγία Παρασκευή. Για κάποιο λόγο μου φάνηκε οικεία η γειτονιά σου. Φτάσαμε και παρκάραμε μπροστά στο σπίτι ακριβώς. Αύγουστος ήταν, είπαμε, η πόλη είχε αδειάσει. Σε είχε πιάσει ένας ενθουσιασμός ακατανόητος. Δεν ήξερα αν το διασκέδαζες ή αν στεναχωριόσουν. Μου έδειχνες από έξω τους τοίχους του σπιτιού και προσπαθούσες να με ξεναγήσεις στων αναμνήσεων σου τον παράδεισο. Και όμως, το αισθάνθηκα πως κάποια κόλαση εφηβική εκεί τριγύρω ακόμα τριγυρνούσε. Σε άφησα μονάχη να παραμιλάς. Νομίζω μάλιστα πως δάκρυσες – δεν ήθελες να σε κοιτάζω. Έκανα μόνος έναν γύρω του σπιτιού, μήπως και ανακαλύψω κάτι που πολύ εμένα να ενδιέφερε. Κάτι που να ερμήνευε με άλλα λόγια λογικά αυτήν την οικειότητα που ένιωθα. Λες κι ήταν το δικό μου πατρικό. Λες κι έμενε, κάποτε παλιά, η πρώτη αγαπημένη μου μέσα σε αυτό το σπίτι. Στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχε μια μικρή αυλή. Κάποιος είχε αφήσει την σιδερένια πόρτα της μισάνοιχτη. Την έσπρωξα και μπήκα. Το σπίτι είχε από χρόνια πια εγκαταλειφτεί. Κανείς δεν το ξανακατοίκησε. Έμοιαζε λες και η οικογένειά σου το άφησε και έφυγε για να γλυτώσει μιαν άγνωστη καταστροφή – μάλλον σας κάναν φάρσα. Σκόνταψα πάνω σε κάτι μέσα στη ζούγκλα του οικογενειακού μικρόκοσμου και έσκυψα να το μαζέψω. Ήτανε ένα μουσικό κουτί. Σάπιο και σκουριασμένο. Κι όμως, το κούρδισα κι αυτό ανταποκρίθηκε. Την ήξερα αυτήν τη μελωδία. Εκεί, στην πίσω αυλή, του εγκαταλειμμένου σου σπιτιού, τη μέρα εκείνη, εκείνου του καλοκαιριού που πέρασα στο σπίτι σου, έμαθα όλα αυτά που μου έλειπαν από όσα ήθελα για σένα να γνωρίζω.

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

ξέρω τι σου χρειάζεται

Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Είχα αρχίσει να εμφανίζω τα συμπτώματα αυτής της ενοχλητικής αρρώστιας. Προσπάθησα να σου το κρύψω στην αρχή, αλλά εσύ σύντομα με κατάλαβες. Τα βράδια, μου έλεγες, παραμιλούσα σε άγνωστες γλώσσες μες στον ύπνο μου. Πες μου, τι με άκουσες να λέω; σε ρώτησα εγώ - αγχώθηκα. Ήτανε μάλλον που φοβήθηκα μήπως προδώσω κάποια των άλλων μυστικά, από αυτά που μέσα κρατώ για πάντα φυλαγμένα. «Δεν ξέρω», μου απάντησες. «Ήτανε κάτι σαν λατινικά. Έτσι μου φάνηκε, τουλάχιστον. Αλήθεια, ποιος παραμιλά σε πεθαμένες γλώσσες;» Είναι που στα όνειρά μου κάνω παρέα με νεκρούς. Τα μεταφράζω όλα στα λόγια τους, μπας και τους καλοπιάσω. «Ξέρω τι σου χρειάζεται», είπες και μου έδειξες μια πόρτα μυστική, κρυμμένη πίσω από την ντουλάπα σου. «Μπες εδώ μέσα και περίμενε!» Μπήκα μες στο κλειστό δωμάτιο. Νόμιζα πως θα ερχόσουν και εσύ, μα έκλεισες πίσω από την πλάτη μου την πόρτα και με κλείδωσες. Και ύστερα σε άκουσα να σπρώχνεις την ντουλάπα μακριά, να αφήνεις την κλειδαρότρυπα ελεύθερη. Ήθελες να σε βλέπω. Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι. Σκυμμένος εκεί, στην έκπληκτη εκείνη κλειδαρότρυπα. Να προσπαθώ να βρω τι σήμαινε όλη αυτή η βρώμικη χορογραφία που συνέθετες μόνη τις νύχτες πάνω στο κρεβάτι σου. Μέχρι που κάποιο βράδυ –θα με είχε πάρει ο ύπνος και μάλλον δε σε άκουσα- σε είδα ξαφνικά να στέκεσαι σχεδόν γυμνή πάνω από το κεφάλι μου. Σε είδα που χαμογελούσες και κατάλαβα. Τι έλεγα, σε ρώτησα, βέβαιος πως ήτανε για ακόμα μια φορά του ύπνου μου τα ιδρωμένα λόγια που σε είχανε πάλι διασκεδάσει. «Βγάλε και το εσώρουχό σου!», είπες. Μα δε φοράω τίποτα. «Όχι εσύ, χαζέ! Εγώ. Αυτό σε άκουσα να λες. Στα ζωντανά πια τώρα.»

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

τα τείχη και η απόσταση

Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Εσύ είχες πια από καιρό φύγει για την Αγγλία. Μου έγραφες να έρθω στο Λονδίνο να σε βρω, μα κάθε φορά που άρχιζα να φτιάχνω τις αποσκευές, άλλαζες γνώμη και μου έλεγες «περίμενε, δεν είναι ακόμα η κατάλληλη στιγμή, δεν ήρθε η ώρα ακόμα». Βαρέθηκα να περιμένω και είπα να φέρω κι εσένα και το Λονδίνο ακόμα και την ώρα, τη στιγμή εδώ, πίσω στη γειτονιά σου. Άργησα λίγο το σπίτι σου να βρω. Μπερδεύτηκα. Δεν ήξερα ποια έξοδο της Μεσογείων να διαλέξω. Ξεκίνησα τότε τον κόσμο να ρωτώ. Και επειδή δεν τη θυμόμουν τη διεύθυνση, τους έλεγα «συγνώμη, μήπως ξέρετε που μένει το κορίτσι;» Οι απαντήσεις τους ελάχιστα βοήθησαν και τότε άρχισα το όνομά σου να φωνάζω. Μα εσύ δεν ήσουνα εκεί. Το σκέφτηκα ξανά καλύτερα. Έπρεπε μάλλον να φωνάξω δυνατότερα. Να ουρλιάξω την επιθυμία μου. Τα τείχη να γκρεμίσω. Να ταξιδέψει η φωνή πάνω από την Αδριατική, τις Άλπεις να περάσει, να κάνει στάση στο Παρίσι για καφέ –ίσως εκεί να έβρισκε εκείνο το δαχτυλίδι που είχες χάσει- να βγει στη Μάγχη ορθόπλωρη, να ανεβεί τον Τάμεση, το Ίσλιγκτον να βρει ανυπεράσπιστο και να το εμβολίσει. Ξέρεις, στην ιστορία τη δική μας, τείχη στ’ αλήθεια δεν υπήρξανε ποτέ. Το μόνο τείχος ήταν η απόσταση. Το σπίτι σου, όμως, ακόμα ήτανε εκεί, στη θέση του. Με άκουσε, με είδε, μου απάντησε. Ήταν μπροστά στα μάτια μου. Τόσην ώρα κύκλους έκανα. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Δε μου άρεσαν τα εύκολα. Μια πρόκληση ζητούσα. Χτύπησα το κουδούνι σου. Είδα, ακόμα έγραφε πάνω του το όνομά σου. Κανείς μέσα δεν ήτανε. Και τότε το διέρρηξα. Σήμερα πλέον είναι αργά. Πάει, τελειώνει ο Αύγουστος. Και άλλα αστεία ψέματα δεν προλαβαίνω πια να σου κατασκευάσω. Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Το ξέρεις πως εκεί, σε εκείνο το παλιό, το παιδικό κρεβάτι σου, ακόμα κοιμάται η σκιά σου;