Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ο ασθενης μηδεν

περυσι, περιπου τετοιες μερες. εχω παρει το τραινο απο τη θεσσαλονικη για να κατεβω στην αθηνα. το βαγονι μου ειναι σχεδον αδειο. απλωνομαι στη θεση μου κ απλωνω τα πραγματα μου στις απεναντι. περναει ο ελεγκτης. "παρακαλω, τα εισιτηρια σας." αφου ελεγχει το δικο μου εισιτηριο, βγαζω ενα βιβλιο κ αρχιζω να διαβαζω.
μετα την κατερινη ερχεται ενας τυπος, στεκεται πανω απο το κεφαλι κ βηχει. γυριζω, τον κοιταζω. "τι εγινε;" του λεω. δεν μου απανταει. μοναχα βηχει. υστερα μου ζηταει συγγνωμη κ με ρωταει αν μπορει να καθισει. ολα αυτα χωρις να πει ουτε λεξη. απλως δειχνει τη θεση ακριβως απεναντι, οπου κ βρισκεται ο σακος μου. ανασηκωνομαι, κοιταζω τριγυρω. το βαγονι εξακολουθει να ειναι σχεδον αδειο. θελω να του πω "γιατι, ρε ανθρωπε, δεν πας καπου αλλου να κατσεις;" μα δεν το κανω. ντρεπομαι. τον ξανακοιταζω. σιγουρα ειναι απο αλλου. μαλλον δεν ξερει ελληνικα. τουλαχιστον δεν θα μου πιασει κουβεντα. το πολυ-πολυ να με κολλησει - ακομα ζουσαμε στην εποχη της υγειονομικης μας αθωοτητας. μαζευω τον σακο κ εκεινος καθεται. βηχει. χαμογελαει. ξαναβηχει. εγω επιστρεφω στο βιβλιο μου.
ξαναπερναει ο ελεγκτης. τωρα ζηταει απο τον τυπο εισιτηριο. χωρις "παρακαλω" αυτη τη φορα. ο τυπος δεν καταλαβαινει. "εισιτηριο, δεν εχεις εισιτηριο;" του λεει ο ελεγκτης, χωρις ωστοσο να αγριεψει. μοναχα βγαζει εναν αναστεναγμο, σαν να λεει "μπλεξαμε παλι, μπλεξαμε". στο μεταξυ, ο βηχας του τυπου εχει γινει εντονοτερος. βγαζω το δικο μου εισιτηριο κ του το δειχνω. "τικετ", του λεω. "α, τικετ", λεει κ αυτος, καπως ανακουφισμενος. βγαζει απο την τσεπη διαφορα χαρτια κ αρχιζει να τα ψαχνει. ο ελεγκτης αναστεναζει ξανα. θα ηθελε ισως να το παιξει πιο αυστηρος, αλλα βαριεται αφορητα. ο τυπος βρισκει τελικα το εισιτηριο του. ο ελεγκτης το παιρνει, το κοιταζει, του ανοιγει μια τρυπα με αυτο το πραγμα που κραταει στα χερια του κ λεει: "οκ, εσυ στο λιανοκλαδι κατεβαινεις." αισθανομαι οτι κατι δεν παει καλα εδω, αλλα ηδη πολυ εχω ασχοληθει, οποτε αρχιζω κ παλι να διαβαζω.
ο βηχας, ομως, του απεναντι οσο παει κ χειροτερευει. λογικα, μεχρι το λιανοκλαδι θα αρχισω να βηχω κ εγω. μεχρι την αθηνα θα βηχει ολο το τραινο. μεχρι να μπει το 2020 θα εχει πεσει αρρωστη ολοκληρη η χωρα.
δεν προλαβαινω να τελειωσω το κεφαλαιο κ ο τυπος με σκουνταει. ζηταει, παλι με νοηματα, στυλο κ ενα χαρτι να γραψει. σκεφτομαι πως ισως εχει να πει μια ιστορια πιο ενδιαφερουσα απο ολες αυτες που γραφω ή διαβαζω. του δινω ενα στυλο κ το βιβλιο μου, ανοιγμενο στις τελευταιες λευκες σελιδες. αυτος γραφει κατι οσο πιο αργα κ βασανιστικα μπορει κ υστερα μου το δειχνει. τρεις λεξεις κ ενα ερωτηματικο που μοιαζει με δρεπανι: "athens vathis victoria?" ζηταει οδηγιες. ναι, αλλα τι φαση, σκεφτομαι, βικτωρια ή βαθης; "αθηνα πας;" τον ρωταω. αυτος βηχει δυο φορες, που μαλλον σημαινει "μαλλον". τραβαω απο τα χερια του το εισιτηριο. οντως γραφει λιανοκλαδι.
βλεπω τον ελεγκτη να ξαναπερνα κ τον φωναζω. "αθηνα παει αυτος εδω", του λεω, "μαλλον του βγαλαν λαθος εισιτηριο". "σωστο ειναι το εισιτηριο", μου απανταει, "ετσι κανουνε ολοι αυτοι. βγαζουν εισιτηριο μεχρι εκει που φτανουν τα λεφτα τους κ υστερα κλαιγονται να τους αφησουμε να κατεβουν στο τερμα". στο μεταξυ ο ξενος εχει αρχισει να βηχει παλι σαν τρελος. "δεν πας καπου αλλου να κατσεις", μου λεει ο ελεγκτης, "ποιος ξερει τι σοϊ αρρωστιες κουβαλαει". "να σου πω", του λεω βαζοντας ηδη το χερι μου στην τσεπη, "ποση ειναι η διαφορα ως την αθηνα;" "οχι, δεν παει ετσι", μου απαντα, "πρεπει να κατεβει στο λιανοκλαδι κ εκει να αγορασει καινουριο εισιτηριο". "κ ποση ωρα κραταει η σταση στο λιανοκλαδι;" επιμενω. "δυο λεπτα", μου λεει, "ασε.. ουτε τσιγαρο δεν προλαβαινεις να αναψεις."
δεν λεμε τιποτα αλλο. μοναχα κοιταζομαστε στα ματια για λιγη ωρα, σαν να παιζουμε αυτο το παιχνιδι που χανει οποιος γελασει πρωτος. τελικα χανει ο ελεγκτης κ φευγει απο το βαγονι. "τι εγινε; υπαρχει προβλημα;" με ρωταει ο τυπος απο απεναντι, χωρις παλι να πει ουτε μια λεξη. "ασε, θα το κανονισω εγω", του απαντω κ τον καθησυχαζω.
το τραινο συνεχιζει να κυλαει πανω στις ραγες προς τα νοτια. εγω συνεχιζω να διαβαζω το βιβλιο που κρατω στα χερια μου, αλλα πια δεν καταλαβαινω κ πολλα απο αυτα που γραφει. καποια στιγμη μοιραια με παιρνει ο υπνος.
οταν ξυπναω απεναντι μου δεν καθεται κανεις. τεντωνομαι, κοιταζω γυρω μου. ο τυπος εχει εξαφανιστει. περιμενω λιγο. τιποτα. υστερα ακουω απο τα μεγαφωνα: "αμφικλεια, οι επιβατες να ετοιμαζονται για αποβιβαση". παει το λιανοκλαδι, το περασαμε. σηκωνομαι. αρχιζω να ψαχνω στα διπλανα βαγονια.
βρισκω στο μπαρ τον ελεγκτη. "που πηγε αυτος που καθοτανε απεναντι μου;" τον ρωταω. "κατεβηκε", μου λεει αυτος, "γιατι ρωτας; σε εκλεψε;" καταλαβαινω πως δεν εχει νοημα να επιμεινω αλλο. αλλα δεν φευγω. μενω εκει κ αρχιζουμε παλι το παιχνιδι μας. κοιταζομαστε ξανα στα ματια, αμιλητοι κ ανεκφραστοι. αυτη τη φορα χανει οποιος θα βηξει πρωτος.
παραδοξως, κερδιζω παλι. ενω απομακρυνομαι, τον ακουω πισω μου να πνιγεται στον βηχα. γυριζω, καθομαι στη θεση μου. κοιταω να δω τι ωρα εχει παει. σε μια ωρα περιπου θα ειμαστε στην αθηνα. σε λιγοτερο απο δυο μηνες θα εχουμε μπει στο 2020. σε τρεις μηνες κ κατι θα εχει ανοιξει το καπακι της κολασεως κ θα τιποτα ξανα δεν θα ειναι οπως πρωτα.
μονο αυτο το ερωτηματικο στις πισω λευκες σελιδες του βιβλιου που τοτε διαβαζα θα μοιαζει ακομα με δρεπανι

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

δυο ασκησεις για το σπιτι

τη μερα εκεινη κανονικα ηταν να παμε εκδρομη, αλλα χαλασε αιφνιδια ο καιρος κ μειναμε τελικα στο σπιτι. εγω ειχα ξενερωσει αφανταστα κ καθομουν στο παραθυρο αμιλητος, κοιταζοντας τους δρομους να μετατρεπονται σε ποταμια. ο παππους μου, για να με παρηγορησει καπως, βγηκε μες στη βροχη κ πηγε να μου αγορασει κατι απο το μικρο συνοικιακο βιβλιοχαρτοπωλειο. μεχρι να επιστρεψει στο σπιτι, ειχε γινει μουσκεμα. η γιαγια του εβαλε τις φωνες που βγηκε ετσι, μες στην κακοκαιρια. εγω εβγαλα απο την πλαστικη σακουλα το δωρο του κ αρχισα να το περιεργαζομαι. ηταν μια παιδικη, εικονογραφημενη εκδοχη της ελληνικης μυθολογιας. αφου χαζεψα για λιγη ωρα τις ζωγραφιες κ τους τιτλους των κεφαλαιων -ολοι τους εξωφρενικα ακατανοητοι- διαβασα την πρωτη ιστορια, που λεγοταν κοσμογονια κ ενιωσα κατι να εκρηγνυται μεσα στο κεφαλι μου. υστερα παρατηρησα οτι οι υπολοιπες ιστοριες ηταν μοιρασμενες σε θεους κ ηρωες. τοσο οι μεν οσο κ οι δε ειχαν μαλλον καποια θεματακια συμπεριφορας. η μονη τους διαφορα ηταν οτι οι θεοι εκαναν οτι γουσταραν χωρις να δινουν λογαριασμο σε κανεναν, ενω οι ηρωες εκαναν επισης τα δικα τους μεχρι που στο τελος συνηθως ετρωγαν το κεφαλι τους. διαβασα τις περιπετειες του ηρακλη, του οδυσσεα, του ιασονα κ ειπα κοιτα να δεις, αυτοι οι ανθρωποι πολεμησαν για να ειμαστε εμεις σημερα ελευθεροι. αρκετα χρονια αργοτερα, που θα μαθαινα τι μεγαλα καθαρματα ηταν ολοι αυτοι οι τυποι, αντι να πεσουν στην υποληψη μου, απλως αναθεωρησα τις αποψεις μου σχετικα με το ηρωικο στοιχειο. γιατι ηρωας δεν ειναι αυτος που περναει την ωρα του κανοντας διαρκως παληκαριες, αλλα εκεινος που ρισκαρει ξεροντας πολυ καλα πως εχει κατι να χασει. οπως, ας πουμε, ο παππους μου, για τα δικα μου μυθολογικα δεδομενα. τελος παντων, το βιβλιο αυτο παιζει να βρισκεται ακομα στο πατρικο μου, καταχωνιασμενο σε καποιο ντουλαπι του παιδικου μου δωματιου. ισως μια μερα παω να ψαξω παλι να το βρω. ισως μεθαυριο που ειναι αργια κ λενε πως θα βρεξει

*

ο γειτονας μου ειχε φιλοξενησει το καλοκαιρι κατι φιλους του. μια μερα ακουσα απο διπλα εναν απο αυτους να τον ρωταει ποιος ειναι ο κωδικος για το ιντερνετ. μετα ακουσα τον γειτονα να του τον υπαγορευει φωναχτα κ αυθορμητα τελειως πηρα ενα στυλο κ τον σημειωσα στο βιβλιο που διαβαζα εκεινη την ωρα. σημερα, για καποιον λογο, απο το πρωι δεν εχω ιντερνετ. εκλεισα κ ανοιξα ξανα καμια εικοσαρια φορες το ρουτερ, πηρα τηλεφωνο στη γραμμη εξυπηρετησης της εταιρειας, ρωτησα κατι φιλους που ξερουν απο αυτα κ ολο με κοροϊδευουν πως ειμαι λεει τεχνολογικα αναλφαβητος.. ακρη δεν μπορεσα να βγαλω. τα παρατησα. αργα το απογευμα ακουσα τον γειτονα να φωναζει παλι κατι ακατανοητο κ θυμηθηκα πως ειχα σημειωμενο καπου τον κωδικο της δικης του συνδεσης. θυμηθηκα πως τον ειχα γραψει στις πρωτες σελιδες καποιου βιβλιου που τοτε διαβαζα, μα ποιο βιβλιο ηταν αυτο το ειχα πια ξεχασει. ετρεξα στη βιβλιοθηκη κ αρχισα να ψαχνω σε ολα οσα διαβασα τους τελευταιους μηνες. οταν τον βρηκα τελικα, χαρηκα λες κ ειχα ανακαλυψει καποιον χαμενο θησαυρο. γυρισα στον υπολογιστη κ αρχισα να τον πληκτρολογω στις συνδεσεις που εβλεπα να βρισκονται κοντα μου. με την τριτη το πετυχα. η ολη διαδικασια μου προκαλεσε εναν τρελο ενθουσιασμο, λες κ ειχα κανει τη χακερια του αιωνα κ οπου ναναι θα μου χτυπουσε την πορτα η διωξη ηλεκτρονικου εγκληματος. κριμα που δεν ηταν εδω οι φιλοι μου οι εξυπνακηδες να δουν ποιος ειναι ο τεχνολογικα αναλφαβητος. αφου βεβαιωθηκα οτι η προσβαση ειναι ανοιχτη κ τα σκυλια δεμενα, εφτιαξα καφε κ στρωθηκα να μελετησω τα νεα της ημερας. λιγο μετα ακουσα παλι τον γειτονα μου να φωναζει. δεν καταλαβαινα τι ελεγε, αλλα ενιωσα πως ηταν κατι σοβαρο, πως ειχε καποιο θεμα. ανοιξα το παραθυρο κ τον ειδα να στεκεται στην αυλη του ακινητος κ να κοιταει τον ουρανο. σηκωσα το κεφαλι μου κ εγω κ τοτε ειδα με τρομο πως ειμαστε ολομοναχοι σε ολοκληρο το συμπαν