Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Μπλε

Της ζήτησα να μου πει μια ιστορία.
Έπρεπε κάτι να ακούσω. Επειγόντως. Ήταν στ’ αλήθεια ζήτημα ζωής και θανάτου. Μια ιστορία. Όποια να ‘ναι. Ό,τι να ‘ναι.
Κατάλαβε πως το εννοούσα. Πως της μιλούσα σοβαρά. Ένιωσε πόσο σοβαρό ήταν για μένα. Και πόσο τη χρειαζόμουν την ιστορία εκείνη. Μια οποιαδήποτε ιστορία που θα μπορούσε τη στιγμή εκείνη την Ιστορία την ίδια να τη σώσει.
«Μα εγώ δεν ξέρω ιστορίες να λέω», απολογήθηκε. «Ούτε καν παραμύθια. Και κάποιες λίγες που μου έχουν πει, τις έχω κι αυτές μπερδέψει. Δεν θυμάμαι πού είναι το τέλος και πού η αρχή τους. Αποσπάσματα έχουν απομείνει μόνο να τραυλίζουν μες στο μυαλό μου. Κομμάτια κι αποσπάσματα από τη μία και μοναδική ιστορία του κόσμου».
«Μα, αν είναι έτσι, πες μου τη δική σου ιστορία. Δεν μπορεί. Όλοι οι άνθρωποι έχουν μια τέτοια. Κάποιοι μάλιστα έχουν και περισσότερες. Εγώ θυμάμαι πως ένα βράδυ έφτασα να μετρήσω δεκάξι διαφορετικές ιστορίες της ζωής μου».
«Όχι όλοι. Εγώ δεν έχω δική μου ιστορία να σου πω. Αλλά και να έχω, και πάλι δεν μπορώ σωστά να την αφηγηθώ. Δεν ξέρω. Κι αν το δοκίμαζα, μάλλον από τη μέρα τη σημερινή θα ξεκινούσα. Νόημα δεν θα έβγαζες. Για μένα και πάλι τίποτα δεν θα καταλάβαινες, και πάλι άλλη θα είχες απέναντί σου να της γκρινιάζεις».
Τι άλλο να κάνω δεν ήξερα. Απελπίστηκα. Μια ιστορία θα μου έσωζε τη ζωή. Στα σκοτάδια μου ξαναβυθίστηκα. Κι εκείνη χαμογελαστή απέμεινε να με κοιτάζει. Τίποτα, γαμώτο, δεν έλεγε. Μόνο χαμογελούσε. Και μόνο την τελευταία στιγμή μίλησε. Τη δωδεκάτη ώρα. Άργησε πολύ, μα το κακό τελικά το πρόλαβε.
«Έχεις μπλε μάτια», έκανε, «όπως κι εγώ!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου