Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

προσωρινά

καμιά φορά
μας λείπουν λέξεις
κι όμως συνεννοούμαστε

*

αν θες αλήθεια
να μιλήσουμε για προοπτική
κάτσε όσο πιο ψηλά μπορείς
και κοίτα με
καθώς θα ανεβαίνω

*

πώς γίνεται να ταξιδεύω διαρκώς
και η απόσταση να παραμένει ίδια;

*

αντί για άμμο
οι κλεψύδρες μου έχουν
στάχτη από τσιγάρο

*

γράφω πάντα καπνίζοντας
κι όμως ακόμα
φωτιά δεν έχω βάλει

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

δύο στην πόρτα

βγαίνω στην πόρτα να καπνίσω, από μπροστά μου περνάνε ομπρέλες και κουκούλες και κάτι φάτσες βροχερές και κάτι μάτια πολύ συννεφιασμένα, λίγο μετά περνάει και ένας τύπος ασκεπής, υπαίθριος, ακάλυπτος, προχωράει μέσα στη βροχή και γελάει μόνος του, σαν να θυμήθηκε ένα αστείο που του είχαν πει πριν από χρόνια και δεν μπόρεσε να κρατηθεί, να περιμένει, να πάει μέχρι το σπίτι του και να γελάσει εκεί ιδιωτικά, χωρίς κανείς να τον προσέχει, σαν να κατάλαβε μόλις το ανέκδοτο με το οποίο ξεκαρδίστηκαν οι φίλοι του χθες βράδυ και ντράπηκε να τους το πει, αλλά δεν ντράπηκε να προσποιηθεί πόσο καλά μαζί τους πως περνάει, θέλω πολύ να τον ρωτήσω τι είναι αυτό που τον έχει κάνει να γελά, θέλω, μα δεν τολμάω, προσπαθώ να μαντέψω, όπως κάνω όταν βλέπω να περνάνε από μπροστά μου άλλοι τύποι σκυθρωποί, έξαλλοι, δακρυσμένοι, προσπαθώ, μα δεν τα καταφέρνω, με τα δράματα συνήθως είναι πιο εύκολα τα πράγματα, στα αστεία είναι που συνήθως παιδευόμαστε να βρούμε τι είναι αυτό που μας συνδέει με τον κόσμο, στα αστεία είναι που για πάντα θα παραμένουμε ξεδιάντροπα ανέκδοτοι, χωρίς κανείς να μας καταλαβαίνει, κοίτα να δεις που το τσιγάρο έσβησε. κοίτα να δεις που βρέχει

*

το αγαπημένο μου παιχνίδι, όταν βγαίνω στην πόρτα να καπνίσω, είναι να ακούω τις κουβέντες των περαστικών, ιδίως εκείνων που μοιάζουν σαν να μιλάνε μόνοι τους, μα που ωστόσο απευθύνονται σε ακροατές αόρατους, κρυμμένους στο κεφάλι τους ή έστω μες στο τηλέφωνό τους, μου αρέσει να τους παρακολουθώ όπως περνούν, να αρπάζω φράσεις φευγαλέες, καμιά φορά μονάχα λέξεις αποκομμένες, στερούμενες νοήματος, και ύστερα να τις πιάνω, να τις ενώνω, να τις συναρμολογώ, να φτιάχνω ιστορίες, μες στις οποίες συμμετέχουν όλοι τους, μες στις οποίες όλοι τους παλεύουν, υποφέρουν, χάνουν, κερδίζουν, συμβιβάζονται, ελπίζουν, ξαναχάνουν, αυτοί απλώς περνάνε από δίπλα μου, πάντα ανυποψίαστοι, πάντα αθώοι, αφελείς, ανήμποροι να φανταστούν ότι αυτός ο τύπος που έχει βγει στην πόρτα να καπνίσει, αυτός εδώ ο άνθρωπος άλλη δουλειά δεν έχει από το να κλέβει των άλλων τις ψυχές, μήπως και σώσει έτσι τη δική του

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

τα καρτοτηλεφωνα της πλατειας αμερικης

τελη της δεκαετιας του '90. βρισκομαι στην αθηνα κ φιλοξενουμαι σε ενα σπιτι στην πλατεια αμερικης. ακομα δεν εχω αποκτησει κινητο κ ετσι κυκλοφορω παντα με μια τηλεκαρτα. πανω στην πλατεια αμερικης υπηρχαν τοτε τεσσερα καρτοτηλεφωνα. στα παγκακια διπλα απο αυτα καθε απογευμα μαζευονταν ολοι οι ξενοι που ζουσαν γυρω απο την πλατεια κ ελεγαν τα νεα τους. καθε φορα που περνουσα απο διπλα τους, ακουγα αυτην την πολυγλωσση βαβουρα κ χαιρομουν που εμενα κ εγω σε μια τοσο κοσμοπολιτικη γειτονια. γιατι αν δεν ειναι αυτο κοσμοπολιτισμος, τοτε τι ειναι; τα παρτυ στα ιλουστρασιον νησια; το ντρεσ κοουντ στα καζινα; οσο βραδυαζε κ ερχοντουσαν ολο κ περισσοτεροι να προστεθουν στη γενικη συνελευση των ηνωμενων εθνων της κατω κυψελης, τοσο μεγαλωναν κ οι ουρες πισω απο τα καρτοτηλεφωνα.
ενα βραδυ, που βρισκομαι κ εγω εκει, αναμεσα τους, κ περιμενω με την τηλεκαρτα στο χερι να ερθει η σειρα μου, ξεσπαει μπροστα μου απο το πουθενα ενας καυγας. ενας τυπος, με ολες τις φλεβες στο λαιμο του τεντωμενες, φωναζει στα ελληνικα σε εναν αφρικανο, αλλα ουσιαστικα απευθυνεται σε ολοκληρο τον κοσμο. λεει οτι δεν ειναι δυνατον αυτος που ειναι ελληνας πολιτης, που πληρωνει φορους κ εχει υπηρετησει στον στρατο, να περιμενει μια ωρα για να παρει ενα γαμωτηλεφωνο. οι ξενοι δεν του απαντουν. ο αφρικανος, μαλιστα, του δινει το ακουστικο κ του παραχωρει με σκυμμενο το κεφαλι τη σειρα του. οι ξενοι δεν βγαζουνε μιλια. θα ελεγες οτι κρατανε την ανασα τους. οι δικοι μας, ομως, αντιδρουν. οσοι ηδη βρισκονται εκει κοντα, αλλα κ αλλοι που ακουν τη φασαρια κ πλησιαζουν, εστω απο περιεργεια, αρχιζουν να επιτιθενται στον στρατευμενο κ φορολογουμενο συμπατριωτη τους. "τι πραγματα ειναι αυτα; θα επρεπε να ντρεπεσαι", του λενε. αυτος ειναι πλεον εξαλλος. ουρλιαζει, βριζει, απειλει. το ακουστικο κοντευει να σπασει μες στη σφιγμενη του γροθια.
κ τοτε, μεσα απο το πληθος βγαινει μια κυριουλα φορτωμενη με ενα σωρο σακουλες απο το σουπερμαρκετ. "τι κανεις εδω;" του λεει, "δεν εχουμε στο σπιτι μας τηλεφωνο; ρεζιλι μας εκανες παλι.. θα τον πεθανεις τον πατερα σου." αμεσως εξαφανιζονται οι φλεβες απο τον λαιμο του οργισμενου νεου. το προσωπο του απο κατακοκκινο γινεται ασπρο σαν το χαρτι των βιβλιων που δεν τολμησε ποτε του να διαβασει. αφηνει το ακουστικο κ βουρκωμενος σχεδον παιρνει τον δρομο για το σπιτι. η κυριουλα τον ακολουθει σκορπωντας ξοπισω της συγγνωμες, οπως σκορπουσε στο παραμυθι ψιχουλα ο κοντορεβυθουλης. να βρει τον δρομο της ξανα, να βγει κ αυριο περηφανη εξω, στην κοινωνια.
στην ιδια κοινωνια ακριβως οπου μολις 20 χρονια μετα ισως οι πιο πολλοι εβρισκαν την κυριουλα γραφικη κ υποστηριζαν τον εξαλλο γιο της με λογια κ με πραξεις. δεν μπορω να πω με σιγουρια τι εγινε μεσα σε αυτα τα χρονια κ εχουν αλλαξει τοσο του κοσμου οι συμπεριφορες. δεν ξερω, μπορει κ να φταιει που τωρα πια ολοι εχουμε κινητα κ δεν χρειαζεται να περιμενουμε παρεα με τους ξενους σε κοινες ουρες πισω απο τα καρτοτηλεφωνα

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

αλαρμ

οδηγαω. περασμενα μεσανυχτα κ βρεχει. καποιος απο πισω μού παιζει τα φωτα. σκεφτομαι πως θελει να με προσπερασει. κανω στην ακρη. δεν με προσπερνα. κανει στην ακρη κ αυτος, κολλαει απο πισω μου κ συνεχιζει να μου παιζει τα φωτα. μηπως ειναι καποιος γνωστος, αναρωτιεμαι. κοιταω απο τον καθρεφτη. δεν μπορω να δω το προσωπο του καθαρα κ το αυτοκινητο του δεν μου θυμιζει κατι. παταω γκαζι κ απομακρυνομαι. ξοπισω μου αυτος, απτοητος, συνεχιζει να με ακολουθει κ να μου κανει σημα με το φως των προβολεων. αρχιζω να εκνευριζομαι. "τι θες, ρε φιλε;" φωναζω δυνατα, λες κ υπαρχει περιπτωση ετσι να με ακουσει. ενταξει, σκεφτομαι οσο πιο ψυχραιμα μπορω, ισως ο ανθρωπος χρειαζεται βοηθεια. βεβαια μπορει να ειναι κ ψυχοπαθης δολοφονος, ξερωγω - αλλα γιατι παντα ο νου μας να πηγαινει στο κακο; γιατι να ειμαστε καχυποπτοι παντα με τους αγνωστους; λιγο μετα βρισκω μια εσοχη, αναβω τα αλαρμ κ σταματαω. πισω μου σταματαει κ αυτος. ελαχιστα εκατοστα χωριζουν τωρα τα αυτοκινητα μας. κανεις δεν βγαινει εξω. κοιταζω τον καθρεφτη μου ξανα. ο τυπος εχει σκυμμενο το κεφαλι κ παλι δεν με αφηνει να δω το προσωπο του. το σεναριο του ψυχοπαθους δολοφονου κερδιζει τωρα εδαφος. να βγω πρωτος εξω δεν παιζει - θα με φαει λαχανο. ασε που βρεχει κιολας. απο την αλλη τι σημασια εχει αν βραχω, αν ειναι να με φαει; κατεβαζω το παραθυρο, βγαζω το χερι εξω κ τον ξαναρωταω φωναχτα, πιστευοντας πως τωρα θα με ακουσει: "τι θες, ρε φιλε;" εκεινη τη στιγμη συνειδητοποιω πως την προσφωνηση "ρε φιλε" τη χρησιμοποιω παντα οταν απευθυνομαι σε ανθρωπους που ουτε ειναι ουτε κ υπαρχει περιπτωση ποτε να γινουν φιλοι μου. ο ψυχοπαθης μου "φιλος" ουτε τωρα μου απαντα. οχι με λογια τουλαχιστον, αφου στο μεταξυ εχει αρχισει κ παλι να παιζει με τα φωτα. τοτε θυμαμαι ξαφνικα πως πρεπει να γυρισω σπιτι κ να απλωσω τα ρουχα που ειχα βαλει απο το μεσημερι στο πλυντηριο - θα εχουνε σαπισει. αναβω φλας, γυριζω το τιμονι αριστερα, βγαινω στον δρομο κ αρχιζω να τρεχω σαν να μην υπαρχει αυριο. ο αλλος παραδοξως δεν με ακολουθει. τι τον νοιαζουν, αλλωστε, αυτον τα ρουχα μου - εχει κ τα προβληματα του. απο τον καθρεφτη βλεπω για τελευταια φορα τα φωτα του να αναβοσβηνουνε σπαραχτικα. η βροχη δυναμωνει. η νυχτα τα καταπινει ολα. αντιο φιλε

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

οσο βρισκομαι μεσα της

παω στην τραπεζα για να πληρωσω κατι. το μηχανημα που δινει νουμερα προτεραιοτητας ειναι σκεπασμενο με ενα χαρτι που γραφει "ληξη συναλλαγων". κοιταζω την ωρα. 13:16. τι φαση; στις δυο δεν κλεινουνε οι τραπεζες; μηπως αλλαξε κατι; μηπως το συστημα δουλευει ακομα με τη θερινη κ ολους μας κοροϊδευει; παω κ ρωταω μια υπαλληλο. "κοιταξτε ποσος κοσμος περιμενει", μου λεει υπαλληλιστικα. "ναι, αλλα εγω εχω ερθει στην ωρα μου", πελατιοδως διαμαρτυρομαι. "τι ειδους συναλλαγη θελετε να κανετε;" με ρωταει σχεδον με ενδιαφερον. "να πληρωσω κατι", βαριεστημενα απαντω. "το εγραψα ηδη, ξερετε, στην αρχη αυτης της ιστοριας." η υπαλληλος σηκωνει το κεφαλι της κ κοιταζει την πρωτη προταση, τις πρωτες-πρωτες λεξεις. "εχετε δικιο", μου λεει απολογητικα, "αλλα κ εσεις.. αφου ηταν τοσο επειγουσα η υποχρεωση σας, γιατι δεν ερχοσασταν λιγο νωριτερα;" σειρα μου να ξαναδιαβασω απο την αρχη αυτην την ιστορια. πουθενα δεν εχω αναφερει οτι επειγομαι - οχι πως δεν ισχυει. ποιος ξερει.. μαλλον πανω στη βιασυνη μου θα το παρελειψα, αλλα να που ερχεται η υπαλληλος για να το συμπληρωσει. σειρα μου τωρα να παραδεχτω πως εχει δικιο εκεινη. ενταξει, ετσι κ αλλιως, μια ιστορια ειναι. ο,τι γουσταρω κανω, οσο βρισκομαι κ κινουμαι μεσα της. "να ειστε καλα", της λεω. φευγω κ επιστρεφω πιο νωρις, δυο ολοκληρες ωριτσες. 11:16. παω στο μηχανημα που δινει νουμερα προτεραιοτητας. εκπληκτος βλεπω ξανα ενα χαρτι να το σκεπαζει. πανω στο χαρτι, με μεγαλα ολοστρογγυλα γραμματα γραφει: "προσοχη! η πολλη αυτοαναφορικοτητα καθυστερει τις τραπεζικες συναλλαγες κ βλαπτει τη μυθοπλασια"

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

η μισινεζα

στον αναυρο, στην ακρια της πολης, λειτουργουσε καποτε παλια ενα καφενειο μεσα σε μια παραγκα. σε τοσο κακο χαλι ηταν, θυμαμαι, εκεινη η χτισμενη σχεδον πανω στην αμμο κατασκευη, που θα αρκουσε, ελεγες, ενα γερο κυμα του παγασητικου για να τη γκρεμισει μαζι με ολους τους κατα κανονα εξισου ετοιμορροπους θαμωνες της.
μεσα στην παραγκα ο αυστηρος κ αδεκαστος καφετζης ειχε αναρτησει, σε σημειο που να τις βλεπουν ολοι, δυο μεγαλες χαρτονενιες επιγραφες, με τις οποιες ενημερωνε τους πελατες του για τους ενδεδειγμενους κανονες συμπεριφορας εντος του καταστηματος. η μια επιγραφη, σαφης κ πολυ συγκεκριμενη, ελεγε: "απαγορευονται οι τσαμπουκαδες!" η δευτερη, αρκετα πιο ακατανοητη κ εμπεριεχουσα μυστηριες αγνωστες λεξεις -ειδικα αν ησουν ακομα οκτω χρονων- προειδοποιουσε: "μην διανοηθειτε να χρησιμοποιησετε μισινεζα!"
αν κ καλα-καλα, στην ηλικια εκεινη, δεν ημουν σιγουρος το ρημα διανοουμαι τι σημαινει κ πώς κλινεται, πιο πολυ ηταν η λεξη μισινεζα που εξηψε την περιεργεια μου. ρωτησα ετσι κ εμαθα πως μισινεζα ειναι ο λεπτος, διαφανης εως κ αορατος, σπαγκος που χρησιμοποιουν -που διανοουνται να χρησιμοποιουν, για την ακριβεια- οι ψαραδες, δενοντας στην ακρη του τα αγκιστρια κ τα δολωματα τους. αρα, τι; τι ακριβως ηταν αυτο που απαγορευοταν εντος του καφενειου; το ψαρεμα γενικως ή μηπως καποια συγκεκριμενη μεθοδος αλιειας; μηπως πισω απο την καφενειακη εκεινη, μα παντως δρακοντεια, νομοθεσια κρυβοταν καποιο ειδος μεταφορας του κοσμου των μεγαλων που αδυνατουσα ακομα να συλλαβω;
αργοτερα, μεγαλωντας, κ αφου ηρθα σε επαφη με τα ηλεκτρονικα παιχνιδια, που οι δυναμεις του σκοτους ειχαν επινοησει για να μολυνουν τη νεανικη μας αθωοτητα, κ αρχισα μοιραια να συχναζω στα καταστηματα που τα φιλοξενουσαν, εκπληκτος πληροφορηθηκα οτι η δευτερη επιγραφη ειχε να κανει με τα δυο αρχαια φλιπερακια που κρυβονταν μεσα στα βαθη της παραγκας. οχι, καμια μεταφορα, κανενα σχημα λογου. η διανοουμενη μισινεζα χρησιμοποιουνταν πολυ κυριολεκτικα απο καποιους επιτηδειους που εριχναν, τραβουσαν κ ξαναριχναν, οσες φορες γουσταραν, το ιδιο κερμα μες στη σχισμη του τετρισ κ του αρκανοϊντ. κ αν καποιος τοτε δεν τους επιανε κ αν δεν τους σταματουσε, πολυ φοβαμαι πως θα επαιζαν ακομα μεχρι τωρα.
τωρα πια αυτα τα ηλεκτρονικα παιχνιδια εχουν εξαφανιστει, τα τελευταια ουφαδικα κλεισανε εδω κ δυο δεκαετιες κ η προσταγη ινσερτ κοϊν εχει παψει να λειτουργει υπνωτιστικα στους σημερινους πιτσιρικαδες. παρολα αυτα, παντα καποιοι θα συνεχιζουν να κανουν τσαμπουκαδες κ ας απαγορευονται κ καποιοι αλλοι θα εκμεταλλευονται παντα των τσαμπουκαδων τον χαμο για να διανοουνται

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

περι πιστεως

πριν χρονια στην αθηνα.. ειμαι σε ενα μπαρ που το εχει ενας φιλος κ τα λεμε ενω αυτος δουλευει. διπλα μου καθεται ενας τυπος που εχει κατεβασει ηδη τεσσερα ποτα στον ιδιο χρονο που εγω χρειαστηκα για ενα. οσο πινει μοιαζει σαν να μιλαει με το ποτηρι του. κ επειδη, ως γνωστον, ο ηχος στο κενο δεν μεταδιδεται, το ποτηρι αδυνατει να αποκριθει οση ωρα μενει αδειο. καποια στιγμη σηκωνεται, παραπατα, φοραει το παλτο του. "τι σου χρωσταω;" λεει στον φιλο μου. "εικοσι", εκεινος του απανταει. ο τυπος ψαχνει μες στις τσεπες του. βγαζει ενα δεκαρικο μαζι με κατι κερματα. τα μετραει. μπερδευεται. τα χανει. τα ξαναμετραει φωναχτα. κ παλι δεν του φτανουν. ντρεπεται. κοιταει τον μπαρμαν ικετευτικα. "συγγνωμη, ρε συ φιλε.. να περασω κ να σου φερω αυριο τα υπολοιπα;" ο φιλος τού σπρωχνει πισω τα λεφτα του. "φερτα ολα αυριο ή οποτε ξαναρθεις." ο τυπος ακουμπαει την παλαμη του επανω στην καρδια του -αν κ η μουσικη βαραει την ωρα εκεινη, ειμαι σιγουρος σχεδον οτι ακουω τους αφηνιασμενους χτυπους της- κ φευγει. "τον ξερεις αυτον; ερχεται συχνα;" ρωταω μετα τον φιλο. "οχι", μου απαντα, "πρωτη φορα τον βλεπω." "κ τοτε", επιμενω, "πώς ξερεις οτι θα ερθει αυριο παλι να σε πληρωσει;" "μα ουτε αποψε ηξερα πως θα ερθει.. αλλα ηρθε", μου λεει σκουπιζοντας τον παγκο απο την υγρασια που αφησε ο πρωην διπλανος μου. τα μπαρ ειναι οι συγχρονοι ναοι μιας θρησκειας ακομα μη αναγνωρισμενης. μπορει οι πιο πολλοι να τα επισκεπτονται απλως απο συνηθεια, μα καποιοι, αυτοι που εχουν σταληθεια την αναγκη τους, πανε εκει γυρευοντας κατι πολυ συγκεκριμενο. κ αν δειτε καποιον να τα πινει μονος του κ να παραμιλαει, δεν ειναι παρα που προσευχεται μηπως κ εισακουστουν απο τον παντα αγνωστο θεο τα ερωτηματα του. οχι τοσο για το αν υπαρχει ζωη μετα τον θανατο, μα πιο πολυ για το αν θα υπαρξει μερα μετα τη νυχτα. κ οχι, ο φιλος-μπαρμαν δεν ηταν κανενας αφελης. ηξερε το παιχνιδι αυτο απεξω κ ανακατωτα: ολα.. θεοι, θρησκειες κ ναοι, χωρις μια πιστη αναγκαια κ ικανη, που να συνδεει λαο κ ιερατειο, αργα ή γρηγορα σβηνουν κ καταρρεουν

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

πετρες

τα συνεργεια του δημου ξηλωνουν κ ξαναφτιαχνουν τον πεζοδρομο. σκορπιοι κυβολιθοι παντου βαζουν στους περαστικους τρικλοποδιες κ δινουν στην πολη μια αισθηση ατακτης υπαιθρου. περναει ενας βιαστικος, κοιταζοντας το κινητο του. σκονταφτει πανω σε μια απο τις πετρες κ παραπατα. με το ενα ματι ακομα επανω στην οθονη του, γυρνα στην πετρα κ της ζητα συγγνωμη.
λιγο μετα περναει ενα ζευγαρι. το βημα τους συγχρονισμενο. δεν μιλουν. κρατουν βαριες σακουλες απο το ιδιο μαγαζι. οι σακουλες τριβονται αναμεταξυ τους κ δημιουργουν αναμεσα τους ενα συνορο ξεκαθαρο, πλαστικοποιημενο. αυτος κοιταει τον σωρο απο τις πετρες κ ονειρευεται γεφυρες κ παλατια. με το ζορι κρατιεται να μην τα παρατησει ολα κ να αρχισει να παιζει μαζι τους σαν να ηταν τουβλακια απο παιχνιδι συναρμολογουμενο. αυτην μοιαζει σαν κατι αλλο να την απασχολει. κατι κακο, ενοχλητικο. κατι την εμποδιζει. ξεμενει λιγο πισω. δυσκολευεται ετσι να συνεχισει. "στασου", του λεει. στεκεται αυτος. κουτσαινοντας, ξανα τον πλησιαζει. ακουμπαει το χερι της στον ωμο του, σηκωνει το ποδι της ψηλα κ βγαζει το παπουτσι. τα χειλη της βρισκονται μολις ελαχιστα χιλιοστα μακρυα απο τον λαιμο του. αυτος αφηνει τις αρχιτεκτονικες φαντασιωσεις του κ χανεται μεσα στο δασος των μαλλιων της. ενα πετραδακι πεφτει απο το παπουτσι, σκαει πανω στο εδαφος κ εκρηγνυται. το ωστικο του κυμα τα παρασερνει ολα. οι δυο τους κατανεμουν τωρα τις σακουλες με τα ψωνια τους καλυτερα κ συνεχιζουν πιασμενοι χερι-χερι.
υστερα ξεναπερνα ο πρωτος, ο σκουντουφλης. ακομα με το κινητο στα χερια του. βαδιζει κ πληκτρολογει πολυ εκνευρισμενος. μοιραια, πεφτει παλι πανω στην ιδια πετρα κ πεδικλωνεται ξανα. "αντε γαμησου κ εσυ", γυρναει κ της λεει. τα συνεργεια του δημου ξηλωνουν κ ξαναφτιαχνουν τον πεζοδρομο. σκορπιοι κυβολιθοι παντου διαταρρασουν την ισορροπια του αστικου πολιτισμου μας

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

το χαρτακι

καθεται μονος στο ακριανο τραπεζι κ διαβαζει αθλητικη εφημεριδα. καθε πεντε λεπτα βγαζει απο την τσεπη ενα μικρο χαρτακι, το ξεδιπλωνει, του κρυφοχαμογελα κ αμεσως μετα το εξαφανιζει παλι. η τελετουργια αυτη συνοδευεται απο δυο καχυποπτα, αριστερα κ δεξια, κοιταγματα, πριν το χαρτακι αποκαλυφθει, κ ενα διακριτικο χαϊδεμα της τσεπης, μολις αυτο κρυφτει ξανα απο το φως της μερας. η ωρα, ομως, περναει. ηδη εχει κανει πολλη υπομονη. ηδη απολαυσε αρκετα το γλυκο βασανιστηριο του. καιρος να δωσει ενα τελος σε ολα αυτα. καιρος να εισπραξει αυτο που η μερα του χρωσταει. φωναζει το παιδι για να πληρωσει. βγαζει δυο-τρια κερματα, αλλα αλιμονο μαζι με αυτα γλιστραει κ το χαρτακι εξω. κανει μια αποτυχημενη προσπαθεια για να πεταξει μακρια κ υστερα προσγειωνεται αθορυβα διπλα απο του σερβιτορου το παπουτσι. πανω του τωρα διακρινεται ξεκαθαρα το λογοτυπο του οπαπ – το δευτερο ανεπισημο εθνοσημο της χωρας. ο σερβιτορος σκυβει να το μαζεψει κ ευθυμα ρωταει τον πελατη του: «τι εγινε, κυρ κωστα; κερδισαμε; κερδισαμε;» ο κυρ κωστας αρπαζει το χαρτακι απο τα χερια του παιδιου, το τσαλακωνει, το σκιζει, το ριχνει μεσα στο πικροκατακαθι του καφε.. «οχι, σκουπιδι ειναι». σηκωνεται, βαζει τα χερια μεσα στις αδειες πλεον τσεπες του κ απομακρυνεται μουρμουριζοντας πολυ εκνευρισμενος: «τι θρασος.. τι αναιδεια.. ακου εκει κερδισαμε»

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

πεμπτη

δυο γεροι μοιραζονται το ιδιο παγκακι στον πεζοδρομο. ο ενας διαβαζει εφημεριδα κ μονολογει. ο αλλος κραταει ενα μικρο τετραγωνο χαρτακι κ το πηγαινοφερνει πισω μπρος κατω απο τα θολωμενα ματια του. καποια στιγμη κουραζεται απο την προσπαθεια κ παραιτειται. "ρε.. για πες μου εσυ, που βλεπεις πιο καλα.. τι γραφει εδω περα;" ο αλλος του αρπαζει απο το χερι το χαρτι, του ριχνει μια ματια στα γρηγορα κ αμεσως επιστρεφει στην εφημεριδα του, χωρις να του απαντησει. "λεγε, ρε.. τι γραφει το χαρτι;" "γραφει οτι μια μερα ολοι θα πεθανουμε." αφου σωπασουν για λιγο κ οι δυο, ξαναπετιεται ο πρωτος. "κ δεν μου λες.. τι μερα θα ειναι, λεει;" "οχι.. αλλα δεν θα ειναι πεμπτη σιγουρα", ο αλλος αποφαινεται κ αμεσως διπλωνει την εφημεριδα κ σηκωνεται. "αντε, κουνισου.. παμε να πιουμε ενα. ακομα προλαβαινουμε." τα φυλλα των δεντρων πεφτουν με κροτο πανω στο πλακοστρωτο. τα συννεφα μαζευονται ανορεχτα - βαριουνται κ να βρεξουν. ενα γατι ξεσκιζει μια σακουλα σκουπιδιων. παραδοξως, παντου τριγυρω ακομα ειναι πεμπτη

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

καμπουλ

περιμενω στην ουρα στην τραπεζα. διπλα ακριβως στο αριστερο ποδι του μπροστινου μου κειται ενα δεκαευρω. τον σκουνταω. "κυριε, αυτο δικο σας ειναι;" ο κυριος κοιταζει το χαρτονομισμα. δισταζει. δεν μιλαει. τελικα σκυβει κ το μαζευει, αλλα αντι να το ριξει μες στην τσεπη του, συνεχιζει να το κοιταζει απο κοντα. μοιαζει σαν να το εξερευνα. σαν να παλευει να θυμηθει αν οντως υπαρχει κατι που να τους συνδεει. τελικα γυριζει κ μου το δινει λεγοντας "οχι, δεν ειναι δικο μου". θυμαμαι που στη μοσχα, οπου καποτε ειχα παει, καποιοι επιτηδειοι πετουσαν στον δρομο μικρα χαρτονομισματα, ασημαντης αξιας, κ οταν κανενας ανυποψιαστος τουριστας εκανε το λαθος να σκυψει κ να τα μαζεψει, του την επεφταν κατηγορωντας τον οτι τους τα ειχε κλεψει. μα ετσι οπως το κραταω κ το κοιταζω τωρα εγω αμηχανος, μονο με επιτηδειο δεν μοιαζω. ποσο μαλλον με ρωσο. στη μαδριτη, παλι, οπου ειχα μεινει λιγο περισσοτερο, ακουγα τους ισπανους να αποκαλουν το πεντακοσαευρω "μπιν λαντεν" - κανεις δεν ξερει πού βρισκεται ακριβως, μου εξηγουσαν, κ μονο επειδη το εχουν δει καποια στιγμη στην τηλεοραση γνωριζουν πως υπαρχει. ενα δεκαευρω ομως, δεν μπορει.. τι ειδους κριση ανοικειοτητας μπορει να προκαλεσει; τη μαλλον κωμικη αμηχανια μου ερχεται να διαταραξει το σκουντηγμα της κυριουλας απο πισω μου. "αντε, παιδακι μου, προχωρα", μου λεει κ μου δειχνει το αδειο διαθεσιμο ταμειο. "συγγνωμη, μηπως σας επεσε αυτο;" τη ρωταω, δειχνοντας της το καταραμενο χαρτονομισμα. "οχι ακομα", μου απανταει κ μου το αρπαζει απο τα χερια, διαρρηγνυοντας το χωροχρονικο συνεχες κ κανοντας με να νιωσω τουριστας στην καμπουλ ή στο ισλαμαμπαντ τουλαχιστον

Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

η ανακωχη της γραμμης 31

ειμαι στο λεωφορειο. διπλα μου καθεται ενας τυπος που μοιαζει να εχει ερθει απο αλλου. ορθιος, απο πανω του σχεδον, ενας δικος μας τον στραβοκοιταει. καποια στιγμη χτυπαει το τηλεφωνο του ξενου. ο ηχος κλησης του ενα τραγουδι βαρυ ανατολιτικο. το βγαζει, το κοιταει δειλα, το ξαναβαζει μες στη τσεπη του χωρις να απαντησει. ο αλλος, ο ορθιος, τωρα τον κοιταζει πια πολυ αγριεμενος. θελει να τον αρπαξει κ να του δωσει ενα μαθημα. να τον πεταξει εξω απο το κινουμενο οχημα κ απο τη στασιμη μας χωρα. να ομως που το τηλεφωνο ξαναχτυπα. ο ξενος το βγαζει, το ξανακοιτα, στραβωνει ενοχα τα μουτρα του κ ευθυς το ξανακρυβει. αλλα ο αμανες της συσκευης απλωνεται παντου κ ολοι, ορθιοι κ καθημενοι, αναζητουνε την πηγη του. ο αδεκαστος ορθιος τιμωρος ανοιγει το στομα του για να μιλησει εκ μερους του επιβατικου κοινου κ ολοκληρου του εθνους: "γιατι δεν απαντας, ρε; εχουμε ορεξη, νομιζεις, να ακουμε ολοι εμεις τον μουεζινη σου;" "ε.. ειναι η γυναικα μου.. με ψαχνει", του απανταει ο ξενος σε σπαστα συζυγικα. ο δικος μας μοιαζει σαν να θυμαται οικεια κακα κ αμεσως μαλακωνει. "να το βαζεις σε λειτουργεια πτησης. εγω αυτο κανω παντα, οταν φευγω απο το σπιτι κ εχω το κεφαλι μου ησυχο. ξερεις ποσες ωρες εχω ετσι στον αερα εγω; κανονικα, θα επρεπε τωρα να ημουν σμηναρχος, τουλαχιστον." τους ακουω να συνεχιζουν να τα λενε συνωμοτικα, σαν φιλοι τωρα πια κ συμμαχοι. μιση κ παθη προαιωνια μπρος στον κοινο εχθρο καταλαγιαζουν. κ καπου εδω, στην αλλη σταση κατεβαινω

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

η εξηγηση

στην πολυκατοικια απεναντι καποιος παταει, καθε πεντε λεπτα περιπου, το κουμπι που ανοιγει την πορτα της εισοδου. οι περαστικοι ακουν τον χαρακτηριστικο ηχο κ αιφνιδιαζονται. καποιοι σχεδον τρομαζουν. κοιταζουν διερευνητικα την πορτα, τα κουδουνια κ υστερα συνεχιζουν την πορεια τους κ επιστρεφουν στην καθημερινοτητα τους. κανεις δεν φαινεται να θελει να εκμεταλλευτει την προσκληση του αορατου ενοικου. κ ομως, ο τυπος που μενει απο πανω συνεχιζει, ανα πενταλεπτο, να ανοιγει την εισοδο της πολυκατοικιας, χωρις κανεις να του το ζητησει. προσπαθωντας να βρω μια εξηγηση στην αλλοκοτη αυτη συμπεριφορα, εφτιαξα μια λιστα ιστοριων που ενδεχομενως να κρυβονται απο πισω:
α. ηλικιωμενος με προβλημα ακοης που μπερδευει τη βαβουρα της τηλεορασης με το ηχο κλησης του θυροτηλεφωνου κ προθυμα ανταποκρινεται,
β. πιτσιρικας με προβλημα διαχειρισης της ενεργητικοτητας του που παταει οποιο κουμπι βρει μπροστα του μεχρι να πετυχει αυτο που πυροδοτει τα εκρηκτικα,
γ. φαντασμα πρωην ενοικου, με λυμενα πια ολα του τα θνητα προβληματα, που σπαει πλακα με τους ζωντανους
για να περασει η ωρα, κ οσο ψαχνω για να βρω την τεταρτη πιθανη εξηγηση, φτανει μηχανοκινητος ντελιβερας, παρκαρει, κατεβαινει, ακουμπαει ραθυμα στην τζαμαρια της πορτας κ λιγο μετα, μολις ξανα ο ηχος ακουστει -σαν συνεννοημενος- σπρωχνει κ την ανοιγει. ενταξει, δεν λεω κατι καινουριο - το εχει πει κ ο γκυ ο ντε μωπασσαν πολυ καλυτερα εδω κ εναμιση αιωνα. απο ολα τα ανθρωπινα ενστικτα, αυτο της πεινας επαναφερει παντα τη μυθοπλασια σε συνθηκες σκληρου κ ακαμπτου ρεαλισμου κ υποβιβαζει καθε φαντασιολαγνεια σε ταπεινο ορεκτικο, μεχρι να σερβιριστει το κυριως πιατο της επιβιωσης

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

η ακριβης διευθυνση

μπαινω σε ταξι να παω καπου. επειδη δεν θυμαμαι την ακριβη διευθυνση του προορισμου μου, δινω μια οδηγια στο περιπου.. στην αθηνων, μετα τη δεη, πριν το σχολειο. ο ταξιτζης, που προφανως δεν του αρεσουν οι γενικολογιες, δεν ξεκιναει. "τι εγινε;" τον ρωταω. αυτος δεν μιλαει. με κοιταει δυσπιστα, διερευνητικα, καχυποπτα. μετα απο αρκετα λεπτα νεκρου τηλεοπτικου χρονου μου λεει: "πες μου, πού ακριβως πηγαινεις." "ε, καπου εκει", του λεω, "σε ενα στενο, καθετο στην αθηνων.. δεν θυμαμαι πώς λεγεται.." ο ταξιτζης δεν μασαει. ή θα του πω πού ακριβως θελω να με παει ή θα κατεβω να παω με τα ποδια. τελικα, με κινδυνο να φανει αδιακριτος με ρωταει: "τι ειναι εκει στο στενο που πας;" με κινδυνο να φανω κ εγω πως υπεκφευγω του απαντω: "να σου πω.. ασε με στο σχολειο.. μια χαρα.. διπλα ειναι.. θα το βρω." συμβιβαζεται κ ξεκιναει. λιγο μετα, κ ενω κινουμαστε με τοσο εξωφρενικη ταχυτητα που μολις εχουμε προσπερασει κατι βαριεστημενα σαλιγκαρια, γυρναει κ μου λεει: "δασκαλος εισαι, ε;" σκεφτομαι οτι το αυθαιρετο αυτο συμπερασμα το εβγαλε επειδη του ειπα να με αφησει στο σχολειο, ενω εαν του ελεγα στη δεη θα ελεγε πως ειμαι ηλεκτρολογος. αποφασιζω να τα παιξω ολα για ολα. "οχι", του λεω, "δικηγορος." γυρναει κ με ξανακοιταει, εκπληκτος τωρα πια. αν του ελεγα πως ειμαι εκπαιδευτης δελφινιων ή συντηρητης πυρηνικων αντιδραστηρων, θα το δεχοταν ασυγκριτα πιο ευκολα. μεχρι να βγουμε στην αθηνων δεν μου ξαναμιλαει. καποια στιγμη, λιγο πριν το τελος αυτης της ιστοριας, επιτελους φτανουμε. "να σε ρωτησω κατι", μου λεει, ενω εγω βγαζω να τον πληρωσω, "παρακαλω", του απαντω, ετοιμος να εξεταστω προφορικα εκ νεου σε ολα τα μαθηματα της νομικης ταυτοχρονα. "τριαντα χρονια δουλευω σαν το σκυλι στον δρομο κ ολο χρωσταω, ανασα δεν μπορω να παρω.. κ το αμαξι ακομα χρεωμενο το εχω.. κ τωρα να, μου λενε πως θα μου παρουν κ το σπιτι.. πες μου, πού να παω να βρω το δικιο μου;" σειρα μου να τον κοιταξω χωρις να μπορω να βρω να πω μια σωστη κουβεντα. παραξενο, δευτερη φορα μεσα στην ιδια μερα που με ρωτουν κ εγω δεν ξερω μια ακριβη διευθυνση να δωσω

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

τα συμφραζομενα

μπαινω στη βιβλιοθηκη κ βλεπω δυο τυπους να συζητανε χαμηλοφωνα. ολοι ετσι μιλανε στις βιβλιοθηκες γενικα, αλλα για καποιο λογο νιωθω οτι οι ψιθυροι αυτων των δυο κρυβουν κατι πολυ συνωμοτικο κ καταχθονιο. κατι πολυ κακο, σατανικο πρεπει αυτοι οι δυο να σχεδιαζουνε κ αν δεν κανω κατι γρηγορα για να τους ξεσκεπασω, θα ειναι αργα τοσο για τη βιβλιοθηκη οσο κ για τον κοσμο ολοκληρο. τους πλησιαζω χωρις να τους κοιτω κ κανω πως αναζητω κατι στα ραφια που βρισκονται πανω απο τα κεφαλια τους. οι δυο συνωμοτες, σιγουροι για τη αμεταφραστη μυστικοτητα του σχεδιου τους, συνεχιζουν να τα λενε, αδιαφορωντας επιδεικτικα για την παρουσια μου. με πολυ κοπο καταφερνω να πιασω στον αερα λιγες λεξεις τους ("σαπουναδα", "παρακειμενος", "στυλοβατης", "εννοειται", "ακροβατεις", "ορμωμενος", "διαλειμμα" ή "διαλυμα" - για την τελευταια δεν ειμαι κ τοσο σιγουρος, δεν βοηθανε κ τα συμφραζομενα), αλλα δεν μπορω ακομα να βγαλω ασφαλες συμπερασμα. καποια στιγμη χτυπαει το κινητο του ενος κ ο αλλος του κανει αμεσως αυστηρη παρατηρηση που εξακολουθει να διατηρει ως ηχο κλησης τη μελωδια του εθνικου υμνου της ονδουρας κ οχι της νικαραγουας, οπως κανονικα θα επρεπε. μπερδευομαι ακομα περισσοτερο. η βιβλιοθηκαριος σηκωνει το φρυδι κ με κοιταζει επιτιμιτικα, λες κ ειμαι εγω ο αορατος τυμπανιστης που συνεχιζει περηφανα να τυμπανιζει στο ηχειο της ασιγαστης συσκευης - γιατι δεν το σηκωνεις επιτελους, ρε ανθρωπε; τελικα, παιρνω στην τυχη ενα βιβλιο κ παω να της δωσω για να το περασει στην καρτελα μου. η βιβλιοθηκαριος χαϊδευει στοχαστικα το τραχυ εξωφυλλο του κ υστερα φοραει το πιο ειρωνικο της υφος κ μου λεει: "κοιτα να δεις.. εχουμε κατορθωσει μια χαρα να αμφισβητουμε την υπαρξη του θεου, αλλα για τις θεομηνιες του κουβεντα δεν σηκωνουμε, ε;"

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

η αντιγραφη

μπαινω στο κτελ να φυγω για τον βολο. βλεπω μια κυριουλα να καθεται στη θεση μου. βαριεμαι να το κανω θεμα. αλλωστε, εχει ενα σωρο θεσεις κενες. δεν χαθηκε ο κοσμος. οχι ακομα, δηλαδη. παω λιγο πιο πισω. βλεπω εναν τυπο να καθεται μοναχος του κ να γραφει σε ενα σημειωταριο που εχει ακουμπισμενο πανω στα γονατα του. "συγγνωμη, καθεται κανεις εδω;" ρωταω δειχνοντας προς το παραθυρο. ο τυπος μοιαζει σαν να τρομαζει λιγο με την ερωτηση μου. γυριζει αργα προς την κενη θεση διπλα του, σαν να φοβαται με αυτο που θα αντικρισει, την κοιταζει πολυ ερευνητικα κ υστερα την αγγιζει, την ψηλαφει, περιπου την χαϊδευει. "οχι", μου απανταει τελικα, "κανενας." θελει ακομα τεσσερα λεπτα μεχρι να αναχωρησουμε κ σκεφτομαι οτι προλαβαινω να τραβηξω τα πραγματα στα ορια τους. τον κοιταζω επιμονα, δυσπιστα, συνωμοτικα, παραφορα. σκυβω κ του ψιθυριζω: "εισαι σιγουρος;" ο τυπος αντιλαμβανεται οτι αυτη ειναι η ευκαιρια του να γινει ηρωας αυτης της ιστοριας. ανασηκωνεται κ μετακινειται στη -φαινομενικα τουλαχιστον- κενη θεση στο παραθυρο, παραχωρωντας μου αυτην του διαδρομου. το κτελ ξεκιναει. βγαζω το λαπτοπ μου, το ακουμπαω στα γονατα κ αρχιζω τωρα κ εγω να γραφω αυτα που τωρα εσυ διαβαζεις. ο διπλανος μου συνεχιζει να μουτζουρωνει το σημειωματαριο του, αλλα πλεον φροντιζει να κρυβει με την ελευθερη παλαμη του ολα αυτα που γραφει. νομιζω οτι μοιαζουμε σαν να δινουμε εξετασεις κ ο καλος μαθητης παλευει να μην αφησει τον αδιαβαστο να αντιγραψει απο το γραπτο του. μην μπορωντας να κανω διαφορετικα, αυτοσχεδιαζω. γραφω ο,τι ξερω μεχρι να βγουμε στην εθνικη οδο κ υστερα επικεντρωνομαι στα σχεδια μου για αυτο το καλοκαιρι. ενταξει, ειπαμε, δεν χαθηκε ο κοσμος. οχι ακομα, δηλαδη. υπαρχει παντα κ ο σεπτεμβριος

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

ο θορυβος

κανει το αμαξι μου, εδω κ λιγες μερες, εναν θορυβο παραξενο. κατι σαν γκρινια, σαν παραπονο. κατι σαν "δεν την παλευω αλλο". το παω στο συνεργειο. το ανοιγει ο μηχανικος, το ψαχνει. "δεν βλεπω κατι", αποφαινεται. "ολα ειναι στη θεση τους." "κ ο θορυβος;" τον ρωταω. "δεν ξερω", μου απαντα, "μπορει να ειναι κ που παλιωσε. ενταξει.. τα εβγαλε τα λεφτα του". φευγω. το παω στην αντιπροσωπεια. το βαζουνε στα μηχανηματα. το λυνουν κ το ξαναδενουνε. "δεν βρισκουμε κατι", μου λεει ο αρχιμαστορας. επιμενω: "κ αυτο που ακουγεται, τι ειναι;" βλεπω ολους τους εξουσιοδοτημενους ωμους να ανασηκωνονται κ φευγω αμεσως κ απο εκει απογοητευμενος. αποφασιζω να το παω μια βολτα ως τη θαλασσα. ανοιγω τερμα το ραδιοφωνο να μην το ακουω που κανει σαν τον δαιμονισμενο. στα φαναρια μια γριουλα με κοιτα κ κανει τον σταυρο της. κατι αδεσποτα ουρλιαζουν, αλυχτουν. ενας πιτσιρικας με δειχνει στον μπαμπα του. ο μπαμπας σκυβει, χαϊδευει το κεφαλακι του παιδιου κ υστερα ξυνει λιγακι το δικο του. στο μεταξυ, μεχρι να αναψει πρασινο, το ανταμομπιλ εχει αρχισει να βγαζει προειδοποιησεις στο καντραν σε αγνωστες κ μαλλον νεκρες γλωσσες. κ ενω αναρωτιεμαι ποσο κοστιζει ενας εξορκισμος αυτοκινητου κ αν τον καλυπτει η ασφαλεια, απομακρυνομαι απο την πολη αργα κ βασανιστικα. φτανω στην παραλια. βγαινω, παιρνω πετσετα κ μαγιω απο το πορτμπαγκαζ κ παω κ βουταω. οσο κολυμπαω, το κοιταζω να με κοιταζει απο την ακτη κ κανω σκεψεις εξαιρετικα δυσαρεστες. ναι, μαλλον ηρθε η ωρα του δυσκολου αποχωρισμου. το ξερω, δεν ειναι κ πιο ευστοχη, η πιο καλογραμμενη αγγελια, αλλα οποιος ενδιαφερεται για ενα πολυταξιδεμενο 500ρι φιατ, μοντελο του 2008, μαυρου χρωματος, με ανοιγομενη οροφη κ κοκκινα δερματινα καθισματα, ηρωα μιας ομωνυμης συλλογης διηγηματων κ σκηνικο αλλων πολλων ιστοριων που ακομα δεν εχουν βρεθει λεξεις να τις πουν, ματια να τις διαβασουν, ας στειλει μηνυμα αυστηρα προσωπικο, πριν να το μετανιωσω. τιμη συζητησιμη. μονο σοβαρες προτασεις

Κυριακή 26 Μαΐου 2019

λιγες στροφες ακομα

ενα σκυλι εχει ξαπλωσει εδω απεξω στη σκια κ κοιμαται. η μερα ομως προχωρα κ μαζι της κινουνται κ ολες οι σκιες κ πανε παρακατω. ο σκυλος ξυπναει, βλεπει τον ηλιο να καιει απο πανω του κ του γαυγιζει πολυ ενοχλημενος. μετα παει κ αραζει κατω απο τη νερατζια κ αποκοιμιεται παλι. αλλα η γη εκει, αδιαφορη για τις τρεχουσες αναγκες του τετραποδου, συνεχιζει να στριφογυρνα γυρω απο τον εαυτο της, αφηνοντας τον συντομα ξανα μονο κ απροστατευτο. αυτος ξαναξυπνα. κοιταζει τον ηλιο κ τωρα του γρυλιζει εξαλλος. υστερα σερνεται κ χωνεται στην εισοδο μιας πολυκατοικιας. σκυβει, μυριζει τη σκια. μοιαζει σαν να τη δοκιμαζει. σαν να της λεει: "κοιτα, μην φυγεις τωρα κ απο εδω.. κανονισε παλι να με προδωσεις". αλλα τα μαρμαρα της εισοδου ειναι τοσο δροσερα. το φως του ηλιου δεν τα εχει ακομα ακουμπησει. τα βλεφαρα του σκυλου κλεινουνε. ο υπνος ερχεται ξανα κ αυτη τη φορα φερνει μαζι του κ ενα ωραιο ονειρο. μεσα στο ονειρο ο σκυλος στριφογυρνα κ αυτος γυρω απο τον εαυτο του, παλευοντας να πιασει την ουρα του, να τη δαγκωσει δυνατα, να φτασει ως το τελος. σε καθε στροφη ερχεται ολο κ πιο κοντα. δεν μπορει.. σε λιγο θα τα καταφερει. τριγυρω του, κ παντα μες στο ονειρο, ολοκληρος ο κοσμος, κ φυσικα μεσα σε αυτον, ολης της πολης τα αδεσποτα ακινητα, αμιλητα στεκουν κ τον κοιταζουν. ολο το συμπαν κραταει την ανασα του. δεν μπορει.. αν οχι αυτος, τοτε κανεις. λιγες στροφες ακομα κ την εφτασε. λιγες στροφες ακομα κ ολοι μαζι θα εχουμε νικησει

Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

η εξεταστικη

ειναι μονοι τους. οι δυο τους. επιτελους μονοι. καθονται σε αντικριστα μπαλκονια. αυτος διαβαζει ενα βιβλιο της σχολης. αυτη εχει το λαπτοπ της στα γονατα κ κανει εργασιες. απο το λαπτοπ ακουγεται μουσικη. αυτος σηκωνει το κεφαλι που κ που κ την κοιταζει. αυτη κοιταζει επισης να δει αν την κοιταζει οντως ο απεναντι, ενω τα χρωματα της οθονης συνεχιζουν να βαφουνε τα μαγουλα της. στο μεταξυ, η μουσικη, αργα και μεθοδικα, χτιζει γεφυρα αναμεσα στα δυο μπαλκονια. οταν αρχιζει να παιζει το κρισιμο κομματι, αυτος βαζει το δαχτυλο σελιδοδεικτη κ σηκωνεται. αυτη τον βλεπει κ ανεβαζει λιγο ακομα την ενταση. η γεφυρα εχει πια στερεωθει. ο πιο τολμηρος μπορει ανετα να βγαλει ποδι στο κενο κ να αρχισει να τη διασχιζει. "ποιο τραγουδι ειναι αυτο;", της ψιθυριζει φωναχτα. αυτη τον κοιταζει δηθεν εκπληκτη με βλεμμα τυπου "συγγνωμη, σε μενα μιλας;" εξαιρετικη ερμηνεια, η οποια δυστυχως δεν προλαβαινει να ολοκληρωθει. "τι ποιο τραγουδι, ρε μαλακα; πλακα κανεις;" ακουγεται απο τα ενδοτερα του φοιτητικου διαμερισματος η φωνη του ραθυμου συγκατοικου. "το εχεις λιωσει τοσες μερες να το ακους κ τωρα κανεις πως δεν το θυμασαι;" η γεφυρα καταρρεει με παταγο. το χαμογελο της, παντως, παραμενει εκει, στη θεση του. κ αυτην την εξεταστικη του ιουνιου ποιος ανθρωπος ανεραστος την επινοησε;

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

λευκος τοιχος

τον βλεπω καθε φορα στο ιδιο ακριβως παγκακι. αλλοτε σαββατο βραδυ με μια μπυρα απο το περιπτερο κ αλλοτε κυριακη απογευμα με εναν πλαστικο καφε, εναμιση ευρω μαζι με το νερακι. τον βλεπω, τον παρατηρω, μαντευω τη ζωη του. τον φανταζομαι να ντυνεται, να δενει τα κορδονια του, να λεει, ανοιγοντας την πορτα του σπιτιου: "θα παω μια βολτα". το σπιτι του δεν τον παρεξηγει - δεν εχει καν μπαλκονι. η βολτα του πεντε-εξι οικοδομικα τετραγωνα. μια καλησπερα στον περιπτερα, ενα "τι κανεις;" στην κοπελια στην καφετερια. απο ολοκληρο το γαμημενο συμπαν το αχανες αυτος εδω ειναι ο δικος του κοσμος. κεντρο του κοσμου κ του συμπαντος εκεινο το παγκακι. απο ολα τα παγκακια στον πεζοδρομο το πιο αδικημενο. απεναντι του βρισκεται ενα λευκο ντουβαρι - ουτε μια υποσχεση παραθυρο ουτε ενα συνθημα οργη, παραπονο, ελπιδα. τον βλεπω καθε σαββατο βραδυ, καθε κυριακη απογευμα, καθως περναω απο εκει. τον βλεπω, τον παρατηρω. κ υστερα μαζι του κ εγω κοιταζω εκει απεναντι, προς τον λευκο τον τοιχο. ποιος ξερει τοσο καιρο τι ταινιαρες επανω του προβαλλονται κ μονο αυτος τις βλεπει

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

στο μεταξυ

περπαταω στην παραλια. μπροστα μου ενας τυπος μιλαει στο κινητο. ετσι νομιζω, δηλαδη - μπορει κ να τα λεει με καποιον φανταστικο του φιλο. καποια στιγμη ο φιλος του -πραγματικος ή φανταστικος, δεν θα μαθουμε ποτε- κατι του λεει που τον εξοργιζει αφανταστα. αρχιζει να φωναζει: "θα κανεις αυτο που σου λεω εγω -ακους;- αυτο που σου λεω εγω θα κανεις." τη στιγμη εκεινη, ενας αλλος νυχτερινος περιπατητης, με βημα εμφανως ταχυτερο, κ αυτη τη φορα μετα βεβαιοτητας μιλωντας στο τηλεφωνο -προλαβα κ ειδα τη συσκευη- με προσπερνα, φτανει διπλα ακριβως στον προπορευμενο κ λεει, σαν να του απανταει: "ο,τι θελω θα κανω.. ο,τι θελω." ο αιφνιδιος συγχρονισμος των δυο παραλληλων κ παραλιακων διαλογων κανει τους δυο αγνωστους να στρεψουν τα κεφαλια τους, να κοιταχτουν στα ματια, ενδεχομενως να αναρωτηθουν ποιοι ειναι στα αληθεια κ πού παν, τι γινεται στον κοσμο, ποιες μυστικες δυναμεις κινουν απο ψηλα τα νηματα, ποιοι αορατοι μηχανισμοι ρυθμιζουν τις ζωες τους. υστερα, κ για τον φοβο, ισως, καποιας μοιραιας συγκρουσης, ξαναγυριζουν τα κεφαλια τους μπροστα κ συνεχιζουν την πορεια τους, ετσι απλα, σαν να μην συνεβη τιποτα.
στο μεταξυ εγω, εκμεταλλευομενος το χωροχρονικο κενο που η ολη φαση εχει ανοιξει αναμεσα τους, συνεχιζω αμεριμνος να περπαταω στην παραλια, ενω ταυτοχρονα εχω ηδη επιστρεψει σπιτι μου κ γραφω υπο πιεση αυτην την ιστορια, προσπαθωντας, οπως παντα, να συνδυασω αυτο που μου λεν να κανω με εκεινο που ειμαι σιγουρος σχεδον πως κατα βαθος θελω

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

αμετανοητα ορθιοι

σημερα στο λεωφορειο ανεβηκε καποια στιγμη ενας ηλικιωμενος. εριξε μια ματια τριγυρω του, μα ολα τα καθισματα ηταν ηδη πιασμενα. αμεσως καποιος, μολις τον ειδε, εσπευσε να του παραχωρησει τη θεση του. μεχρι εκει ολα καλα. το θεμα ειναι οτι ο ευγενικος επιβατης παιζει να ηταν συνομιληκος, αν οχι κ αρχαιοτερος, του αλλου. ετσι ο παππους, αντι να εκτιμησει την ευγενικη χειρονομια, κοντοσταθηκε, κ αφου τον κοιταξε καλα απο πανω μεχρι κατω, του ειπε: "ποσο χρονων εισαι, ρε;" "ογδοντα", του απαντησε ο αλλος. "ε, τοτε.. ξανακατσε. εγω ειμαι ειμαι εβδομηνταεννια." "αληθεια; δεν σου φαινεται.." "θες μηπως να δειξω κ ταυτοτητα;" τελος παντων, να μην τα πολυλογω.. μισοαστεια-μισοσοβαρα, αρχισαν να μαλωνουν. σηκωθηκε κ ενας νεαρος, λειτουργωντας μαλλον πυροσβεστικα, μπας κ καθισουνε κ οι δυο τους κ ηρεμησουν. εκεινοι ομως παρεμειναν, μεχρις οτου κατεβηκα τουλαχιστον, εκει, μεσα στη μεση, αμετανοητα ορθιοι, συνεχιζοντας να την λεει ο ενας στον αλλον. ο ενας, μαλιστα, εβγαλε και τις προσφατες εξετασεις αιματος, που για καποιο λογο κουβαλουσε μαζι του, κ αρχισε να τις διαβαζει φωναχτα για να αποδειξει ποσο καλη ειναι η υγεια του.
ολοι σχεδον οι αλλοι επιβατες γελουσανε μαζι τους κ διασκεδαζαν. κ ομως, υπηρχε κατι πολυ συγκινητικο σε αυτην τη γεροντοκοκορομαχια. ηταν σαν να εβλεπες δυο γυμνασιοπαιδα, που για καποια ασημαντη εφηβικη αφορμη ειχανε στησει ανελεητο καυγα, καθως γυριζανε στο σπιτι απο το σχολειο. κ ολοι ξερουμε πως για καποια παιδια αυτη η αποσταση, απο το σχολειο ως το σπιτι, ως μεγεθος αποτελει ενα απο τα πιο σχετικα, απροβλεπτα κ ευμεταβλητα πραγματα στον κοσμο. για καποια παλιοπαιδα αυτη η διαδρομη μπορει κ να κρατησει μερικες δεκαετιες παραπανω

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

φωναχτα

σε ενα παγκακι στην πλατεια καθοταν το μεσημερι ενας παππους κ διαβαζε μια εφημεριδα φωναχτα. αν κ ηταν μονος, εμοιαζε σαν να μιλουσε σε καποιον φανταστικο του φιλο, που καθοταν ακριβως διπλα του. βεβαια, καποιοι ηλικιωμενοι το κανουνε αυτο, διαβαζουν φωναχτα ακομα κ τους υποτιτλους απο τις σειρες στην τηλεοραση. καποια στιγμη εφτασε στις διεθνεις ειδησεις κ αρχισε να δυσκολευεται στην προφορα των ξενων ονοματων, αλλα δεν το εβαλε κατω. συνεχισε να απαγγελει την επικαιροτητα αδιαφορωντας που τον ακουγαν οι περαστικοι κ καποιοι μαλιστα γελουσανε μαζι του. υστερα, μια παρεα απο πισιρικαδες, που μεχρι τοτε επαιζαν παραδιπλα, μαζευτηκε τριγυρω του. ο παππους σταματησε το διαβασμα, σηκωσε το βλεμμα κ τους κοιταξε. "τι ωρα ειναι σημερα το ματσ;" ρωτησε ενας απο αυτους. εκεινος σηκωθηκε, εκλεισε την εφημεριδα, την ακουμπησε στη θεση του κ εφυγε χωρις να πει κουβεντα. τα παιδια γυρισαν στο παιχνιδι τους. ο αερας ανοιξε ξανα την εφημεριδα. τα φυλλα αρχισαν τωρα να ξεφυλλιζονται απο μονα τους. μια φωνη απο το φαινομενικα αδειο πια παγκακι ακουστηκε: "ισα που προλαβαινετε"

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

ο θεος μού

ο θεος μού μιλαει στην εθνικη οδο. οταν μπαινω στα τουνελ, τον ακουω απο τα μεγαφωνα να δινει οδηγιες. μου λεει να οδηγω προσεκτικα, να μην υπερβαινω τα ορια ταχυτητας, να χρησιμοποιω τη δεξια λωριδα. ο θεος της εθνικης οδου ειναι μαλλον γυναικα. η φωνη του ειναι βραχνη κ τουνελωδης. επισης, ειναι διγλωσσος. μιλαει ελληνικα με αγγλικη προφορα κ αγγλικα με ενα αξαν θεϊσιο. ο θεος μου νοιαζεται για μενα, αλλα το κανει οσο πιο διακριτικα μπορει. μολις βγω ξανα εξω στο φως, αμεσως το βουλωνει

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

κ πού ξερω εγω

καποτε ειχα παει με την παρεα μου στο νυμφαιο στη φλωρινα. φαγαμε, ηπιαμε, τριγυρισαμε, βγαλαμε φωτογραφιες κ μετα ειπαμε να επισκεφτουμε κ τον αρκτουρο, το καταφυγιο αγριας πανιδας. αφου καναμε μια μικρη βολτα στις εγκαταστασεις κ χαζεψαμε απο μακρια τις αρκουδες κ τα αρκουδακια τους, μπηκαμε σε μια αιθουσα οπου ενας τυπος εξηγουσε σε τουριστες σαν κ εμας τους σκοπους της οργανωσης κ το εργο που πραγματοποιει. ο ανθρωπος φαινοταν πολυ σοβαρος κ εδειχνε πως κανει τη δουλεια του με επαγγελματισμο κ υπευθυνοτητα. καμια σχεση με εμας, δηλαδη, που βρηκαμε ακομα μια ευκαιρια για να κανουμε χαβαλε κ να τα διαλυσουμε ολα. ετσι, οταν τελειωσε το ποιημα του, σηκωσαμε τα χερια κ αρχισαμε να του κανουμε ερωτησεις του τυπου: "κ πού ξερουμε οτι αυτες εδω ειναι πραγματικες αρκουδες κ δεν ειναι ηθοποιοι που φορανε στολες, οπως στη ντιζνεϋλαντ, ασπουμε, κ παριστανουν τα αγρια θηρια για να κανετε εσεις τη δουλιτσα σας;" ακομα θυμαμαι ποσο πολυ ειχε κοκκινισει το προσωπο του, καθως προσπαθουσε να μην μας βρισει, να μην πεταξει εξω, να μην μας δωσει για τροφη στο καταφυγιο των λυκων που βρισκεται λιγακι παρακατω.
τελος παντων, δεν θελω να δικαιολογηθω, αλλα μικροι ημασταν ακομα τοτε κ μαζι με το αιμα εβραζε μαλλον κ η χαζομαρα μας.
το ιδιο βραδυ πηγαμε σε ενα αλλο χωριο του ιδιου ακριτικου νομου, οπου μας ειχαν πει οτι γινοταν καποιο πανηγυρι. εκει εκπληκτος ειδα κ ακουσα ενα σωρο κοσμο να τραγουδαει κ να χορευει τραγουδια, που ενω στη μουσικη εμοιαζαν με αυτα που επαιζαν σε αντιστοιχα πανηγυρια ανα την επικρατεια, τα λογια τους ηταν τελειως ακατανοητα κ περα απο καποιες σκορπιες λεξεις, μονο ελληνικα δεν θυμιζαν. "συγγνωμη, τι γλωσσα ειναι αυτη;" ρωτησα εντρομος σχεδον καποιους που γλεντουσαν παραδιπλα. "ντοπια", μου απαντησαν αυτοι, διασκεδαζοντας με την απορια μου. η αληθεια ειναι οτι εκεινη τη στιγμη ενιωσα λιγο το οικοδομημα του εθνικου αφηγηματος μεσα μου να γκρεμιζεται, αλλα τωρα που το ξανασκεφτομαι.. κ πού ξερω οτι ολοι αυτοι οι κατα τα αλλα κ καλα συμπαθεις χωριατες ηταν πραγματικοι ντοπιοι κ οχι, ασπουμε, ηθοποιοι, σαν κ εκεινους της ντιζνεϋλαντ ή κ του νυμφαιου ακομα, που παρισταναν τους αλλογλωσσους για να μπορουν καποια ξενα, αορατα κ σατανικα συμφεροντα να κανουν τη δουλεια τους;

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

κ τζοκερ το 15

παω στην οφθαλμιατρο να με εξετασει. της λεω οτι μαλλον χρειαζομαι καινουρια γυαλια, γιατι με αυτα που εχω τωρα κουραζονται τα ματια μου. "ποτε ακριβως κουραζονται;" με ρωταει. "στον υπολογιστη κυριως", της απαντω, "καμια φορα κ στην οδηγηση." "για να σε δω", μου λεει κ με βαζει να καθισω απεναντι απο τον πινακα με τα νουμερα. αρχιζω να απαγγελλω: "3 5 9 8 6." "ωραια.. διαβασε τωρα αυτα", μου λεει και μου δειχνει μια αλλη σειρα με κατι νουμερα πολυ μικροτερα. "8, εε.. 5.. μπορει κ 6, 7, εμ.. 9;" "μαλιστα.. αυτα τωρα." στην τριτη σειρα παιζουν κατι μικροσκοπικοι αριθμοι σαν στιγματα απο σκοτωμενες μυγες. "α, καλα", της λεω, "5, 8, 9, 2, 4 κ τζοκερ το 15". η γιατρος δεν φαινεται να εκτιμα το αστειο μου κ με ξαναρωταει: "ποτε ειπες οτι κουραζονται τα ματια σου;" "στον υπολογιστη κ στην οδηγηση." "να μην καθεσαι πολυ κοντα στην οθονη κ να αποφευγεις να οδηγεις νυχτα." "τι; αυτο μονο; γυαλια καινουρια να μην παρω;" "επισης, να κοψεις το καπνισμα, να πινεις πολυ νερο κ να αποφευγεις τα λιπαρα." "τι σχεση εχουν αυτα, ρε γιατρε; με δουλευεις;" αρχιζω να φωναζω. Ατάραχη η οφθαλμίατρος μου, κάθεται στο γραφείο και μουτζουρώνοντας το συνταγολόγιό της συμπληρώνει: "Και βάλε και κανέναν τόνο, όταν κάτσεις μετά να γράψεις αυτήν την ιστορία. Δεν χρειάζεται, επειδή δεν βλέπεις εσύ καλά, να βγάζουμε κι εμείς τα μάτια μας για να σε διαβάζουμε."

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

μεσα απο τον καθρεφτη

πριν απο αρκετα χρονια, αυγουστο μηνα, βρισκομαι στην αθηνα περαστικος κ μενω ενα βραδυ. μην εχοντας κατι καλυτερο να κανω, βγαινω να πιω κανενα ποτο. τα πιο πολλα απο τα μαγαζια που ξερω ειναι κλειστα για καλοκαιρι. τελικα, αγνωστο πώς, καταληγω σε ενα συνοικιακο στο παγκρατι. καθομαι, παραγγελνω. μισογεματο το μαγαζι, ολοι οι θαμωνες του μιλουν για τα νησια απο οπου μολις εχουν επιστρεψει ή για διακοπες που ετοιμαζονται να πανε. καποια στιγμη, μετα απο καποια αφορμη που τωρα δεν θυμαμαι, πιανω κουβεντα με τον μπαρμαν κ ξαναπαραγγελνω. υστερα στη συζητηση μπαινει κ αλλος ενας πελατης που καθεται στο διπλανο σκαμπω κ πινει επισης μονος. αυτος, μαθαινω, ειναι τακτικος. αλλωστε, μενει απο πανω. λεμε διαφορα. για μουσικη, για μπαλα, για ταινιες, για ταξιδια στο διαστημα, στον χρονο, σε αλλες διαστασεις. στο μεταξυ, δεν προλαβαινω να αδειασω το ποτηρι μου κ αυτο με εναν τροπο μαγικο ειναι ξανα γεματο μεχρι πανω. ωσπου, βλεπω ξαφνικα οτι εχει παει η ωρα πεντε, θυμαμαι οτι εχω να προλαβω ενα πλοιο για καπου ξημερωτα, σηκωνομαι, πληρωνω -ή ετσι νομιζω δηλαδη- τους χαιρεταω κ φευγω.
εναμιση χρονο μετα, εχω κατεβει ξανα στην αθηνα για δουλεια. τελη γεναρη, περιπου τετοιες μερες. εχει χιονισει κ ειναι μια απο τις σπανιες φορες που το εχει στρωσει για τα καλα ακομα κ στο κεντρο. λεω να βγω να παω σε κανενα μπαρ. δεν ξερω πώς μου ερχεται, θυμαμαι εκεινο το συνοικιακο στο παγκρατι. παω, το βρισκω ανοιχτο. μπαινω, τερμα γεματο. πισω απο το μπαρ ειναι ο ιδιος τυπος. βρισκω καπου κ καθομαι. με βλεπει αυτος. με χαιρεταει. "πού εισαι, ρε;" μου λεει, "πού χαθηκες;" αιφνιδιαζομαι. δεν μπορω να το πιστεψω οτι με θυμαται. αλλα αυτος δεν θυμαται μονο εμενα, αλλα ακομα κ τι πινω. κ ακομα η ανεξαντλητη του μνημη δεν εχει πει την τελευταια της κουβεντα. "κ οσο για αυτο που λεγαμε τις προαλλες", μου λεει, "ασε, το εψαξα.. δεν γινεται. οχι σε αυτον τον κοσμο, δηλαδη. ισως οχι ακομα." δεν εχω ιδεα τι ειναι αυτο που λεγαμε, μα δεν ζητω διευκρινισεις. εχω κολλησει με αυτο το "προαλλες" που εχει μολις με τοση ευκολια ξεστομισει. θα σκασω, δεν αντεχω. "ρε, φιλε", τον ρωταω, "συγγνωμη κιολας, δηλαδη.. εισαι σιγουρος οτι με θυμασαι;" "ρε. πας καλα;" μου απαντα, "τι εχεις παρει παλι;" φευγει, παει να εξυπηρετησει αλλους. κοιτιεμαι στον καθρεφτη πισω απο τα μπουκαλια. βλεπω τον τυπο απο το διπλανο σκαμπω, του περασμενου αυγουστου. ετσι εξηγουνται ολα. αδειαζω το ποτηρι μου. ξαναρχεται ο μπαρμαν. "να το ξαναγεμισω;" με ρωτα. "κανε ο,τι θελεις", του απαντω, "αλλωστε, απο πανω μενω"

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

η περιπετεια

καθε βραδυ, την ιδια περιπου ωρα, βγαινω να κανω μια βολτα με τα ποδια. αν κ δεν ακολουθω καποια συγκεκριμενη διαδρομη, παραδοξως παντα καταληγω στο ιδιο ακριβως σημειο: στο σπιτι μου. αποψε, ομως, τα πραγματα εξελιχθηκαν λιγακι διαφορετικα. εκει, λοιπον, που περπατουσα ειδα ενα δρομακι το οποιο δεν το ειχα προσεξει ποτε ξανα στο παρελθον. κανονικα θα το ειχα προσπερασει, οπως κανω συνηθως με αυτου του ειδους τα λερα κ ασημαντα δρομακια, αλλα το εν λογω ειχε μια ιδιαιτεροτητα που αμεσως μου τραβηξε την προσοχη κ μοιραια εκτροχιασε την ετσι κ αλλιως απροσδιοριστη πορεια μου. το δρομακι αυτο, που λετε, παρουσιαζε μια μεγαλη κ αποτομη κατηφορικη κλιση παραβιαζοντας βαναυσα τη λογικη κ τη μορφολογια του εδαφους, αφου εγω περπατουσα προς την ανω πολη, η οποια -το λεει κ η λεξη- βρισκεται πιο ψηλα απο το κεντρο, απο οπου ειχα ξεκινησει, κ αρα ολοι οι δρομοι που οδηγουν σε αυτην, αν θελουν να σεβονται τον εαυτο τους, πρεπει να ειναι ανηφορικοι, σωστα; στην αρχη σκεφτηκα οτι ειχα χασει τον προσανατολισμο μου, η θεα των καστρων, ομως, στο βαθος -για να μην πω στον πυθμενα- του δρομακιου με διεψευσε. τι συμβαινει, αναρωτηθηκα. μηπως εχω αρχισει να τα χανω; μηπως πινω παρα πολλους καφεδες; μηπως εχει καταργηθει ο ενφια κ εγω σαν βλακας συνεχιζω εκει, να τον πληρωνω; τελος παντων, πηρα βαθια ανασα κ αρχισα να κατηφοριζω το δρομακι προς την ανω-κατω πολη, φροντιζοντας πρωτα καλου-κακου να τηλεφωνησω στους οικειους μου για να τους πω ποσο πολυ τους αγαπω κ πού εχω κρυψει το βαλιτσακι με τους κωδικους για τα πυρηνικα μες στο παλιο μου παιδικο δωματιο. πρεπει να περπατησα τουλαχιστον κανενα μισαωρο, οταν καποια στιγμη αρχισα να ψιλοβαριεμαι, ενω κ μονο η σκεψη οτι μετα θα επρεπε να τον ανεβω ξανα ολον αυτον τον δρομο με κουρασε κ με εξαντλησε. επισης, ειχα εκνευριστει γιατι, οσο κ αν προχωρουσα, η εικονα στο βαθος της ανω πολης κ των καστρων ολο κ απομακρυνοταν. δεν θελω να γινομαι γκρινιαρης κ λαϊκιστης, αλλα μηπως εχθες, λογω των εγκαινιων της διεθνους εκθεσεως, περα απο τα πατροπαραδοτα χημικα με τα οποια ψεκασαν την πολη, λεω τωρα μηπως, μας εριξαν κ τιποτα αλλο, ασπουμε, πιο χαρουμενο; στο μεταξυ, το δρομακι ειχε τοσο πολυ στενεψει που ισα που χωρουσε να περασει ενα αυτοκινητο. το οποιο ενα αυτοκινητο, μολις το πηρα αποφαση κ εκανα μεταβολη για να γυρισω πισω, εμφανιστηκε ερχομενο με υπερβολικη, θα ελεγα, ταχυτητα κατα πανω μου. ναι, πατησε μας κιολας, ειπα οσο πιο ειρωνικα μπορουσα. το αυτοκινητο φρεναρε αποτομα λιγο πριν το μοιραιο. ευτυχως, ειχε διπλωματικες πινακιδες. ετσι, ενω το υπολοιπο αμαξι συνεχιζε να με στραβωνει με τους προβολεις κ να μαρσαρει επιδεικτικα μπροστα στη μουρη μου, οι πινακιδες του ξεκινησαν να λενε οτι ενταξει, κ απο πού να παει το παιδι, ενα δικιο το εχει, μηπως να τα βρουμε κ να κανουμε κ εμεις λιγακι οπισθεν; τελος παντων, να μην τα πολυλογω, οχι μονο τα βρηκαμε με τον οδηγο, αλλα γιναμε κ φιλοι, τον παντρεψα, του βαφτισα κ το πρωτο του παιδι, ναναι καλα εκει που βρισκεται. οταν μετα απο πολλες ωρες επεστρεψα στο σπιτι, εμαθα οτι πια δεν ειναι κ τοσο σπιτι μου, αφου η ιδιοκτητρια μας ειχε παρει στο μεταξυ κυριακατικα τηλεφωνο για να μας πει οτι το θελει για ιδιοκατοικηση. αντιο βυζαντινοντιζνεϊλαντ του μεταφυσικου, αντιο πλατεια ιπποδρομιου

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

ανατροπη

στο λεωφορειο μια γυναικα διαβαζει ενα βιβλιο στα ορθια. πισω της ακριβως ενας τυπος τεντωνει τον λαιμο του πανω απο το κεφαλι της. μοιαζει σαν να προσπαθει να μυρισει τα μαλλια της ή κατι τετοιο ισως πιο ενοχλητικο, ισως λιγοτερο αθωο. εκεινη τον εχει μαλλον καταλαβει. ανασηκωνει το βλεμμα σαν να ψαχνει μαρτυρα αναμεσα στους αλλους επιβατες. μετα γυριζει προς το μερος του κ του λεει: "ενταξει; τελειωσες;" "οχι, περιμενε λιγο", της απανταει αυτος. του φερνει το βιβλιο πιο κοντα στα ματια του κ μετα απο λιγο, οταν αυτος της χαμογελαει, τον φιλαει κ γυριζει επιτελους τη σελιδα. οσοι εχουμε παρακολουθησει το περιστατικο γυριζουμε ξανα προς τα παραθυρα. οχι, δεν ηταν αυτο που νομιζαμε

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

εις μνημην

περπαταω στο πεζοδρομιο κ βλεπω καποιον να ερχεται απο την αντιθετη κατευθυνση. ο καποιος, οσο πλησιαζουμε ο ενας προς τον αλλον, με κοιταζει κ χαμογελαει. μετα σηκωνει το χερι κ με χαιρετα, κ αφου εχουμε φτασει πια σε αποσταση αναπνοης, μου λεει "καλημερα". δεν τον ξερω. κ να εχουμε καπου, καποια στιγμη, ξανασυναντηθει, τωρα δεν τον θυμαμαι. αλλα ενταξει, καλημερα μου λεει ο ανθρωπος. "καλημερα", του λεω κ εγω, χωρις να κοψω ταχυτητα. αυτος, ομως, σταματαει κανοντας με κ εμενα να φρεναρω αποτομα. κοιταζομαστε. "δεν με θυμασαι, ε;" μου λεει. "συγγνωμη, ρε φιλε", του απαντω, "οχι, δεν σε θυμαμαι." "εισαι σιγουρος, ε; δεν με θυμασαι;" επιμενει αυτος. "εμ.. οχι. βοηθησε με λιγο", του λεω. "γιατι να σε βοηθησω;" μου απαντα, "εσυ, τοτε που επρεπε, εμενα με βοηθησες;" το χαμογελο του παγωνει κ μαζι με αυτο ψιλοπαγωνει κ το αιμα μου. απο τη μια, το ομολογω, θελω να το βαλω στα ποδια, απο την αλλη ομως, θελω να μαθω ή εστω να ξαναθυμηθω την παλιοϊστορια που κρυβεται απο πισω κ ας οδηγησει αυτο σε μια μαλλον οχι κ τοσο ευχαριστη καταληξη αυτης, της τρεχουσας ιστοριας. "νομιζω πως κανεις λαθος", του λεω τελικα, του γυρναω την πλατη κ αρχιζω ξανα να περπατω, ενω αναρωτιεμαι πώς ειναι, αραγε, να σε χτυπανε με τσεκουρι ή εστω να σε πυροβολουν πισωπλατα. "ε, τωρα, παντως, θα με θυμασαι σιγουρα", τον ακουω να λεει, καθως απομακρυνομαι. δεν γυριζω. ποιος ξερει, σκεφτομαι, μπορει κ να το φανταστηκα ολο αυτο. αλλα καλου-κακου, ας το γραψω καπου για να μην το ξαναξεχασω