Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

η περιπετεια

καθε βραδυ, την ιδια περιπου ωρα, βγαινω να κανω μια βολτα με τα ποδια. αν κ δεν ακολουθω καποια συγκεκριμενη διαδρομη, παραδοξως παντα καταληγω στο ιδιο ακριβως σημειο: στο σπιτι μου. αποψε, ομως, τα πραγματα εξελιχθηκαν λιγακι διαφορετικα. εκει, λοιπον, που περπατουσα ειδα ενα δρομακι το οποιο δεν το ειχα προσεξει ποτε ξανα στο παρελθον. κανονικα θα το ειχα προσπερασει, οπως κανω συνηθως με αυτου του ειδους τα λερα κ ασημαντα δρομακια, αλλα το εν λογω ειχε μια ιδιαιτεροτητα που αμεσως μου τραβηξε την προσοχη κ μοιραια εκτροχιασε την ετσι κ αλλιως απροσδιοριστη πορεια μου. το δρομακι αυτο, που λετε, παρουσιαζε μια μεγαλη κ αποτομη κατηφορικη κλιση παραβιαζοντας βαναυσα τη λογικη κ τη μορφολογια του εδαφους, αφου εγω περπατουσα προς την ανω πολη, η οποια -το λεει κ η λεξη- βρισκεται πιο ψηλα απο το κεντρο, απο οπου ειχα ξεκινησει, κ αρα ολοι οι δρομοι που οδηγουν σε αυτην, αν θελουν να σεβονται τον εαυτο τους, πρεπει να ειναι ανηφορικοι, σωστα; στην αρχη σκεφτηκα οτι ειχα χασει τον προσανατολισμο μου, η θεα των καστρων, ομως, στο βαθος -για να μην πω στον πυθμενα- του δρομακιου με διεψευσε. τι συμβαινει, αναρωτηθηκα. μηπως εχω αρχισει να τα χανω; μηπως πινω παρα πολλους καφεδες; μηπως εχει καταργηθει ο ενφια κ εγω σαν βλακας συνεχιζω εκει, να τον πληρωνω; τελος παντων, πηρα βαθια ανασα κ αρχισα να κατηφοριζω το δρομακι προς την ανω-κατω πολη, φροντιζοντας πρωτα καλου-κακου να τηλεφωνησω στους οικειους μου για να τους πω ποσο πολυ τους αγαπω κ πού εχω κρυψει το βαλιτσακι με τους κωδικους για τα πυρηνικα μες στο παλιο μου παιδικο δωματιο. πρεπει να περπατησα τουλαχιστον κανενα μισαωρο, οταν καποια στιγμη αρχισα να ψιλοβαριεμαι, ενω κ μονο η σκεψη οτι μετα θα επρεπε να τον ανεβω ξανα ολον αυτον τον δρομο με κουρασε κ με εξαντλησε. επισης, ειχα εκνευριστει γιατι, οσο κ αν προχωρουσα, η εικονα στο βαθος της ανω πολης κ των καστρων ολο κ απομακρυνοταν. δεν θελω να γινομαι γκρινιαρης κ λαϊκιστης, αλλα μηπως εχθες, λογω των εγκαινιων της διεθνους εκθεσεως, περα απο τα πατροπαραδοτα χημικα με τα οποια ψεκασαν την πολη, λεω τωρα μηπως, μας εριξαν κ τιποτα αλλο, ασπουμε, πιο χαρουμενο; στο μεταξυ, το δρομακι ειχε τοσο πολυ στενεψει που ισα που χωρουσε να περασει ενα αυτοκινητο. το οποιο ενα αυτοκινητο, μολις το πηρα αποφαση κ εκανα μεταβολη για να γυρισω πισω, εμφανιστηκε ερχομενο με υπερβολικη, θα ελεγα, ταχυτητα κατα πανω μου. ναι, πατησε μας κιολας, ειπα οσο πιο ειρωνικα μπορουσα. το αυτοκινητο φρεναρε αποτομα λιγο πριν το μοιραιο. ευτυχως, ειχε διπλωματικες πινακιδες. ετσι, ενω το υπολοιπο αμαξι συνεχιζε να με στραβωνει με τους προβολεις κ να μαρσαρει επιδεικτικα μπροστα στη μουρη μου, οι πινακιδες του ξεκινησαν να λενε οτι ενταξει, κ απο πού να παει το παιδι, ενα δικιο το εχει, μηπως να τα βρουμε κ να κανουμε κ εμεις λιγακι οπισθεν; τελος παντων, να μην τα πολυλογω, οχι μονο τα βρηκαμε με τον οδηγο, αλλα γιναμε κ φιλοι, τον παντρεψα, του βαφτισα κ το πρωτο του παιδι, ναναι καλα εκει που βρισκεται. οταν μετα απο πολλες ωρες επεστρεψα στο σπιτι, εμαθα οτι πια δεν ειναι κ τοσο σπιτι μου, αφου η ιδιοκτητρια μας ειχε παρει στο μεταξυ κυριακατικα τηλεφωνο για να μας πει οτι το θελει για ιδιοκατοικηση. αντιο βυζαντινοντιζνεϊλαντ του μεταφυσικου, αντιο πλατεια ιπποδρομιου

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

ανατροπη

στο λεωφορειο μια γυναικα διαβαζει ενα βιβλιο στα ορθια. πισω της ακριβως ενας τυπος τεντωνει τον λαιμο του πανω απο το κεφαλι της. μοιαζει σαν να προσπαθει να μυρισει τα μαλλια της ή κατι τετοιο ισως πιο ενοχλητικο, ισως λιγοτερο αθωο. εκεινη τον εχει μαλλον καταλαβει. ανασηκωνει το βλεμμα σαν να ψαχνει μαρτυρα αναμεσα στους αλλους επιβατες. μετα γυριζει προς το μερος του κ του λεει: "ενταξει; τελειωσες;" "οχι, περιμενε λιγο", της απανταει αυτος. του φερνει το βιβλιο πιο κοντα στα ματια του κ μετα απο λιγο, οταν αυτος της χαμογελαει, τον φιλαει κ γυριζει επιτελους τη σελιδα. οσοι εχουμε παρακολουθησει το περιστατικο γυριζουμε ξανα προς τα παραθυρα. οχι, δεν ηταν αυτο που νομιζαμε

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

εις μνημην

περπαταω στο πεζοδρομιο κ βλεπω καποιον να ερχεται απο την αντιθετη κατευθυνση. ο καποιος, οσο πλησιαζουμε ο ενας προς τον αλλον, με κοιταζει κ χαμογελαει. μετα σηκωνει το χερι κ με χαιρετα, κ αφου εχουμε φτασει πια σε αποσταση αναπνοης, μου λεει "καλημερα". δεν τον ξερω. κ να εχουμε καπου, καποια στιγμη, ξανασυναντηθει, τωρα δεν τον θυμαμαι. αλλα ενταξει, καλημερα μου λεει ο ανθρωπος. "καλημερα", του λεω κ εγω, χωρις να κοψω ταχυτητα. αυτος, ομως, σταματαει κανοντας με κ εμενα να φρεναρω αποτομα. κοιταζομαστε. "δεν με θυμασαι, ε;" μου λεει. "συγγνωμη, ρε φιλε", του απαντω, "οχι, δεν σε θυμαμαι." "εισαι σιγουρος, ε; δεν με θυμασαι;" επιμενει αυτος. "εμ.. οχι. βοηθησε με λιγο", του λεω. "γιατι να σε βοηθησω;" μου απαντα, "εσυ, τοτε που επρεπε, εμενα με βοηθησες;" το χαμογελο του παγωνει κ μαζι με αυτο ψιλοπαγωνει κ το αιμα μου. απο τη μια, το ομολογω, θελω να το βαλω στα ποδια, απο την αλλη ομως, θελω να μαθω ή εστω να ξαναθυμηθω την παλιοϊστορια που κρυβεται απο πισω κ ας οδηγησει αυτο σε μια μαλλον οχι κ τοσο ευχαριστη καταληξη αυτης, της τρεχουσας ιστοριας. "νομιζω πως κανεις λαθος", του λεω τελικα, του γυρναω την πλατη κ αρχιζω ξανα να περπατω, ενω αναρωτιεμαι πώς ειναι, αραγε, να σε χτυπανε με τσεκουρι ή εστω να σε πυροβολουν πισωπλατα. "ε, τωρα, παντως, θα με θυμασαι σιγουρα", τον ακουω να λεει, καθως απομακρυνομαι. δεν γυριζω. ποιος ξερει, σκεφτομαι, μπορει κ να το φανταστηκα ολο αυτο. αλλα καλου-κακου, ας το γραψω καπου για να μην το ξαναξεχασω