Σάββατο 20 Απριλίου 2019

στο μεταξυ

περπαταω στην παραλια. μπροστα μου ενας τυπος μιλαει στο κινητο. ετσι νομιζω, δηλαδη - μπορει κ να τα λεει με καποιον φανταστικο του φιλο. καποια στιγμη ο φιλος του -πραγματικος ή φανταστικος, δεν θα μαθουμε ποτε- κατι του λεει που τον εξοργιζει αφανταστα. αρχιζει να φωναζει: "θα κανεις αυτο που σου λεω εγω -ακους;- αυτο που σου λεω εγω θα κανεις." τη στιγμη εκεινη, ενας αλλος νυχτερινος περιπατητης, με βημα εμφανως ταχυτερο, κ αυτη τη φορα μετα βεβαιοτητας μιλωντας στο τηλεφωνο -προλαβα κ ειδα τη συσκευη- με προσπερνα, φτανει διπλα ακριβως στον προπορευμενο κ λεει, σαν να του απανταει: "ο,τι θελω θα κανω.. ο,τι θελω." ο αιφνιδιος συγχρονισμος των δυο παραλληλων κ παραλιακων διαλογων κανει τους δυο αγνωστους να στρεψουν τα κεφαλια τους, να κοιταχτουν στα ματια, ενδεχομενως να αναρωτηθουν ποιοι ειναι στα αληθεια κ πού παν, τι γινεται στον κοσμο, ποιες μυστικες δυναμεις κινουν απο ψηλα τα νηματα, ποιοι αορατοι μηχανισμοι ρυθμιζουν τις ζωες τους. υστερα, κ για τον φοβο, ισως, καποιας μοιραιας συγκρουσης, ξαναγυριζουν τα κεφαλια τους μπροστα κ συνεχιζουν την πορεια τους, ετσι απλα, σαν να μην συνεβη τιποτα.
στο μεταξυ εγω, εκμεταλλευομενος το χωροχρονικο κενο που η ολη φαση εχει ανοιξει αναμεσα τους, συνεχιζω αμεριμνος να περπαταω στην παραλια, ενω ταυτοχρονα εχω ηδη επιστρεψει σπιτι μου κ γραφω υπο πιεση αυτην την ιστορια, προσπαθωντας, οπως παντα, να συνδυασω αυτο που μου λεν να κανω με εκεινο που ειμαι σιγουρος σχεδον πως κατα βαθος θελω

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

αμετανοητα ορθιοι

σημερα στο λεωφορειο ανεβηκε καποια στιγμη ενας ηλικιωμενος. εριξε μια ματια τριγυρω του, μα ολα τα καθισματα ηταν ηδη πιασμενα. αμεσως καποιος, μολις τον ειδε, εσπευσε να του παραχωρησει τη θεση του. μεχρι εκει ολα καλα. το θεμα ειναι οτι ο ευγενικος επιβατης παιζει να ηταν συνομιληκος, αν οχι κ αρχαιοτερος, του αλλου. ετσι ο παππους, αντι να εκτιμησει την ευγενικη χειρονομια, κοντοσταθηκε, κ αφου τον κοιταξε καλα απο πανω μεχρι κατω, του ειπε: "ποσο χρονων εισαι, ρε;" "ογδοντα", του απαντησε ο αλλος. "ε, τοτε.. ξανακατσε. εγω ειμαι ειμαι εβδομηνταεννια." "αληθεια; δεν σου φαινεται.." "θες μηπως να δειξω κ ταυτοτητα;" τελος παντων, να μην τα πολυλογω.. μισοαστεια-μισοσοβαρα, αρχισαν να μαλωνουν. σηκωθηκε κ ενας νεαρος, λειτουργωντας μαλλον πυροσβεστικα, μπας κ καθισουνε κ οι δυο τους κ ηρεμησουν. εκεινοι ομως παρεμειναν, μεχρις οτου κατεβηκα τουλαχιστον, εκει, μεσα στη μεση, αμετανοητα ορθιοι, συνεχιζοντας να την λεει ο ενας στον αλλον. ο ενας, μαλιστα, εβγαλε και τις προσφατες εξετασεις αιματος, που για καποιο λογο κουβαλουσε μαζι του, κ αρχισε να τις διαβαζει φωναχτα για να αποδειξει ποσο καλη ειναι η υγεια του.
ολοι σχεδον οι αλλοι επιβατες γελουσανε μαζι τους κ διασκεδαζαν. κ ομως, υπηρχε κατι πολυ συγκινητικο σε αυτην τη γεροντοκοκορομαχια. ηταν σαν να εβλεπες δυο γυμνασιοπαιδα, που για καποια ασημαντη εφηβικη αφορμη ειχανε στησει ανελεητο καυγα, καθως γυριζανε στο σπιτι απο το σχολειο. κ ολοι ξερουμε πως για καποια παιδια αυτη η αποσταση, απο το σχολειο ως το σπιτι, ως μεγεθος αποτελει ενα απο τα πιο σχετικα, απροβλεπτα κ ευμεταβλητα πραγματα στον κοσμο. για καποια παλιοπαιδα αυτη η διαδρομη μπορει κ να κρατησει μερικες δεκαετιες παραπανω

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

φωναχτα

σε ενα παγκακι στην πλατεια καθοταν το μεσημερι ενας παππους κ διαβαζε μια εφημεριδα φωναχτα. αν κ ηταν μονος, εμοιαζε σαν να μιλουσε σε καποιον φανταστικο του φιλο, που καθοταν ακριβως διπλα του. βεβαια, καποιοι ηλικιωμενοι το κανουνε αυτο, διαβαζουν φωναχτα ακομα κ τους υποτιτλους απο τις σειρες στην τηλεοραση. καποια στιγμη εφτασε στις διεθνεις ειδησεις κ αρχισε να δυσκολευεται στην προφορα των ξενων ονοματων, αλλα δεν το εβαλε κατω. συνεχισε να απαγγελει την επικαιροτητα αδιαφορωντας που τον ακουγαν οι περαστικοι κ καποιοι μαλιστα γελουσανε μαζι του. υστερα, μια παρεα απο πισιρικαδες, που μεχρι τοτε επαιζαν παραδιπλα, μαζευτηκε τριγυρω του. ο παππους σταματησε το διαβασμα, σηκωσε το βλεμμα κ τους κοιταξε. "τι ωρα ειναι σημερα το ματσ;" ρωτησε ενας απο αυτους. εκεινος σηκωθηκε, εκλεισε την εφημεριδα, την ακουμπησε στη θεση του κ εφυγε χωρις να πει κουβεντα. τα παιδια γυρισαν στο παιχνιδι τους. ο αερας ανοιξε ξανα την εφημεριδα. τα φυλλα αρχισαν τωρα να ξεφυλλιζονται απο μονα τους. μια φωνη απο το φαινομενικα αδειο πια παγκακι ακουστηκε: "ισα που προλαβαινετε"