Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

μακης

ενας δικος μου ανθρωπος εκανε χθες μια μικρη επεμβαση σε μια κλινικη της αθηνας. οσο ηταν μεσα στο χειρουργειο, εγω πηγα κ καθισα σε ενα καφενειο παραδιπλα κ περιμενα. ηταν πολυ νωρις, τα ξημερωματα, κ η πολη δεν ειχε ξυπνησει καλα-καλα ακομα. ο καφετζης, ομως, ειχε μια εξωφρενικη διαθεση. τραγουδουσε κ ελεγε συνεχεια αστεια. στην αρχη μού φανηκε καπως ενοχλητικος, αλλα μετα καταλαβα πως αυτος δεν ηταν παρα ο ρολος του. ενας ρολος που ειχε χτισει πολυ μεθοδικα φτιαχνοντας καφεδες για τους συνοδους των ασθενων που νοσηλευονταν στις κλινικες που περικυκλωναν το μαγαζι του. καποια στιγμη μπηκε στο μαγαζι ενας πελατης κ ο καφετζης τον χαιρετησε λεγοντας: "καλως τον γιατρο. πρωινος-πρωινος σημερα". μετα ηρθε ενας αλλος κ του ειπε: "αχ, γιατρε.. τι εγινε; βγηκαμε βολτα χθες το βραδυ, ε;" κ υστερα ενας τριτος, που μολις τον ειδε αρχισε αμεσως να τον πειραζει: "τι παθαμε, ρε γιατρε, παλι; δεν βλεπω να τραβαει η ομαδα φετος.." οταν μειναμε μονοι μας, δεν αντεξα κ τον ρωτησα: "δεν μου λες.. θυμασαι το ονομα κανενος απο αυτους ή ετσι, τους αποκαλεις ολους γιατρε μου κ ξεγνοιαζεις;" "θυμουνται αυτοι το δικο μου ονομα", μου απαντησε, "κ να σου πω, το θεμα ειναι εσυ να μην το μαθεις". λιγο μετα μπηκε στο μαγαζι ενας αλλος πελατης. αυτος δεν ητανε γιατρος. τα ματια του ηταν κατακοκκινα κ ετρεμαν τα χερια του. ο καφετζης τον χαιρετησε λεγοντας: "καλημερα, κυριε στελιο". εκεινος ξεψυχισμενα απαντησε: "καλημερα, μακη". οσο του εφτιαχνε τον καφε μιλουσανε ψιθυριστα κ στο τελος ο μακης ειπε χτυπωντας το χερι του κυριου στελιου: "ολα καλα να πανε". κοιταξα το ρολοϊ απο πανω του. ειχε περασει η ωρα κ επρεπε να μπω ξανα στην κλινικη. τον φωναξα: "γιατρε, τι σου χρωσταω;"

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

ημισφαιρια

εξω στον δρομο ενας τυπος ψαχνει στα σκουπιδια. στον μπλε καδο, της ανακυκλωσης. περναει διπλα του ενας αλλος κ του φωναζει: "δεν θα βρεις τιποτα εκει μεσα. στον αλλον κοιτα, τον πρασινο". ο πρωτος γυριζει, τον κοιταζει σχεδον προσβεβλημενος κ του ζηταει τον λογο: "κ εσυ πού ξερεις τι ψαχνω;" ο δευτερος τον πλησιαζει, του λεει κατι χαμηλοφωνα κ τον χτυπαει στον ωμο. υστερα αρχιζουν να ψαχνουν κ οι δυο, ο ενας στον πρασινο κ ο αλλος στον μπλε καδο. περναει κ ενας τριτος με ποδηλατο, τους βλεπει κ κουναει το κεφαλι. "τι ψαχνετε, ρε", τους λεει, "εδω δεν εχει τιποτα. πηγαινετε στον αλλο παρακατω, στην πλατεια" "κ εσυ πού ξερεις τι ψαχνουμε;" του λενε κ οι δυο αγριεμενοι. ο καινουριος παρκαρει το ποδηλατο κ παει πιο κοντα τους. βλεπει κατι σακουλες διπλα στους καδους κ αρχιζει να τις σκαλιζει. βγαινει κ μια κυρια στο μπαλκονι απο πανω κ τους βαζει τις φωνες. τους λεει πως θα φωναξει την αστυνομια. "γιατι", διαμαρτυρονται αυτοι, "τι καναμε;" το σκεφτεται για λιγο η κυρια, δεν βρισκει τελικα κατι το αξιοποινο να τους προσαψει κ μπαινει ξανα μεσα στο διαμερισμα. βλεπει τον αντρα της στον καναπε, βαμμενο στα χρωματα της τηλεορασης. "παμε μια βολτα;" τον ρωταει. "τι επαθες τετοιαν ωρα;" της απαντα αυτος. η γυναικα κοιταει το ρολοϊ της, ριχνει μια ζακετα πανω της κ κατεβαινει στον δρομο. τωρα στεκεται εκει, διπλα στους τρεις, με τα χερια της σταυρωμενα μπροστα στο στηθος. δεν λεει κουβεντα. κ ομως, μοιαζει σαν να τους βοηθα, σαν να τους συμβουλευει. η ωρα περνα. η νυχτα βαθαινει. ο πλανητης σπρωχνει το προνομιουχο του ημισφαιριο στην επικρατεια του χειμωνα. ενα στενο πιο κατω δυο γατες ροκανιζουν λαιμαργα τη χαμενη αξιοπρεπεια του κοσμου