Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

λάθος γυναίκες αγαπώ, λάθος άντρες σκοτώνω

Αν και δεν πρέπει να περπάτησα πάνω από μισή ώρα, όταν έφτασα επιτέλους στο σταθμό, είχα την αίσθηση πως είχα διασχίσει ολόκληρη τη χώρα με τα πόδια. Ευτυχώς, το επόμενο τρένο θα ξεκινούσε σε ελάχιστα λεπτά και έτσι θα ξεφορτωνόμουν σύντομα το αδιάκριτο βλέμμα του μοναδικού υπαλλήλου, που μάλλον είχε θεωρήσει ύποπτη την επιθυμία μου να ταξιδέψω τέτοια μέρα στη (…). Με το ζόρι είχε κρατηθεί, όταν του ζήτησα εισιτήριο, για να μην με ρωτήσει τι στο διάολο πήγαινα να κάνω. Ήμουνα τόσο σίγουρος ότι θα ήμουν ο μόνος επιβάτης, που όταν επιβιβάστηκα και βρήκα άλλον έναν στο βαγόνι μου, σχεδόν ενοχλήθηκα από την παρουσία του. Όταν μάλιστα διαπίστωσα ότι ο άνθρωπος αυτός καθότανε στη θέση μου, ένιωσα τέτοιο εκνευρισμό που μόλις που κρατήθηκα και δεν κατέβηκα ξανά από το τρένο. Μετά το ξανασκέφτηκα και είπα ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να τον πετούσα αυτόν έξω από το παράθυρο. Μόνο επειδή τα παράθυρα ήταν μικρά και μόλις μία χαραμάδα άνοιγε, θα έπρεπε να τον κόψω κομματάκια και να ταΐζω το τοπίο σε ολόκληρη τη διαδρομή με την παρείσακτή του ύπαρξη. Τουλάχιστον έτσι θα είχα με κάτι να ασχολούμαι. Το τρένο ξεκίνησε και εγώ ακόμα ήμουν όρθιος. Εκτός από τον ενοχλητικό, όλο το βαγόνι, ενδεχομένως και το τρένο ήταν άδειο. Δεν υπήρχε λόγος σοβαρός να κάνω φασαρία. Θα μπορούσα σίγουρα να κάτσω οπουδήποτε. Ωστόσο, δεν ήθελα να κάνω μια τέτοια υποχώρηση, η οποία θα μετρούσε οπωσδήποτε ως μια πρώτη ήττα στο ταξίδι μου, πριν καν καλά-καλά αυτό αρχίσει. Έτσι στάθηκα όρθιος πάνω από το κεφάλι του και του ζήτησα το λόγο. «Συγνώμη, αλλά αυτή είναι η θέση μου», απάντησε αυτός. «Ορίστε και το εισιτήριό μου.» Έλεγε αλήθεια. Ο ηλίθιος υπάλληλος είχε εκδώσει προφανώς δυο ίδια εισιτήρια για μας να κάνει να μαλώσουμε. Λάθος άνθρωπο σκόπευα να κάνω κομματάκια. Πάντα αυτό συμβαίνει, σε όλη τη ζωή μου. Λάθος γυναίκες αγαπώ, λάθος άντρες σκοτώνω. Του ζήτησα συγγνώμη και τον ρώτησα αν θα τον πείραζε να καθίσω δίπλα του. Άντι για απάντηση, μάζεψε πάνω στα γόνατα τον σάκο του. Η όρεξη μου για καυγά είχε δώσει τη θέση σε μια ακατανίκητη επιθυμία για κουβέντα. Ο διάλογος διακόπηκε μονάχα μια φορά, όταν στα μισά περίπου της διαδρομής μπήκε ελεγκτής, ο οποίος αφού έλεγξε τα εισιτήριά μας και είδε ότι έχουμε κι οι δυο την ίδια θέση ακριβώς, γέλασε. Γελάσαμε κι εμείς μαζί του και τότε αυτός σοβάρεψε απότομα και είπε ότι αυτός που κάθεται στη λάθος θέση θα πρέπει να πληρώσει πρόστιμο. Εμείς διαμαρτυρηθήκαμε, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος. Ο συνεπιβάτης μου μού πρότεινε να μοιραστούμε την ποινή, αλλά του απάντησα ότι δεν έχω άλλα λεφτά και ίσα που μου είχαν φτάσει για αυτό το εισιτήριο. Έτσι του πρότεινα να σφάξουμε τον ελεγκτή και ύστερα να καταλάβουμε το τρένο και να το πάμε όπου θέλουμε. «Μα εκεί που θέλουμε δεν πάει;», με ρώτησε αυτός, χωρίς να απορεί καθόλου για το αιμοσταγές σκέλος της πρότασής μου. Γελάσαμε ξανά και γέλασε μαζί μας και ο ελεγκτής για τελευταία φορά. Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή κανένας δεν τόλμησε να μας ξαναδιακόψει και έτσι μπορέσαμε να τα πούμε όλα και να ανακαλύψουμε πως ο σκοπός του ταξιδιού μας ήταν τόσο παράδοξα κοινός που θα μπορούσε να δικαιολογεί ακόμα και το γεγονός ότι μας είχαν βγάλει εισιτήριο για την ίδια θέση ακριβώς μέσα σε ένα άδειο κατά τα άλλα τρένο. Κι αφού τα είπαμε όλα και αφού το τρένο έφτανε σιγά-σιγά στα περίχωρα της (…), συνειδητοποιήσαμε ότι μονάχα ο ένας από τους δυο μας μπορούσε να αποβιβαστεί από αυτό το τρένο. Μονάχα ο ένας μας μπορούσε να ψάξει το σπίτι, όπου μας είχε τηλεφωνήσει η φωνή. Μονάχα ο ένας μας μπορούσε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα ή να εκτεθεί στην απειλή της. Πάντα έτσι συμβαίνει. Μπορεί αυτές οι ιστορίες να ξεκινούν με πολλαπλούς αφηγητές ή ήρωες, αλλά από κάποια στιγμή και έπειτα θα πρέπει ο πιο ήρωας από όλους να επιβάλει στους άλλους τη δική του μοναδική αφήγηση. Ο συνταξιδιώτης μου φάνηκε να διαφωνεί με αυτήν την άποψη και μου πρότεινε ξανά μια μέση λύση, εναλλακτική, από αυτές που ελάχιστα βοηθούνε στην εξέλιξη της όποιας ιστορίας.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

οχι, δεν πρόκειται για πρόλογο

-Δεν είναι άδικο;
-Ποιο πράγμα;
-Που όταν κάνουμε έρωτα, αυτό που μπαίνει μέσα μου δεν είναι παρά ένα μικρό κομμάτι του εαυτού σου;
-Μικρό;
-Δεν εννοώ αυτό, βλάκα. Ένα μικρό σε σχέση με τον εαυτό σου, με το όλον σου.
-Θέλεις να μπω μέσα σου περισσότερος;
-Και ολόκληρος, αν ήταν δυνατόν. Τότε μονάχα θα είχε κάποια αξία το να λες πως είσαι μέσα μου. Τώρα μονάχα συμβιβαζόμαστε με ημίμετρα…
-Ε, όχι και ημίμετρο!
-Είσαι χαζός! Πολύ όμως.
-Έλα, αφού το ξέρεις, αστειεύομαι.
-Εγώ, πάντως, μιλάω σοβαρά.
-Πάντα είσαι τόσο σοβαρή, όταν είναι να πηδηχτείς με κάποιον;
-Ποιος σου είπε ότι πάω να πηδηχτώ;
-Ε τότε, γιατί όλος αυτός ο πρόλογος;
-Δεν πρόκειται για πρόλογο.
-Αλλά;
-Δεν ξέρω, νομίζω πως φταίει το πουλί σου. Κάθε φορά με κάνει να φιλοσοφώ. Τι έγινε; Σου έπεσε;
-Όχι, εντάξει, σκέφτομαι…
-Τι σκέφτεσαι;
-Που όταν κάνουμε έρωτα, δεν μπορώ να μπαίνω μέσα σου από παντού ταυτόχρονα;
-Τι πράγμα;
-Όχι, για πες, δεν είναι άδικο;

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2015

κατακούτελα

Το καλοκαίρι του 2013 βρέθηκα για πρώτη φορά στη (…). Όχι, δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν αυτήν την πόλη. Αυτός είναι και ο λόγος που λέω «βρέθηκα» και όχι «πήγα» - προσπαθώ πάντα να είμαι όσο πιο ακριβολόγος γίνεται. Έτσι όταν λέω βρέθηκα, το εννοώ. Ενώ κανονικά ήμουν κάπου αλλού το καλοκαίρι εκείνο, βρέθηκα ξαφνικά στη (…). Ο λόγος της αιφνίδιας αυτής μετάβασης –ακόμα δυσκολεύομαι να πω πως ήτανε ταξίδι- θα αποκαλυφθεί σιγά-σιγά κατά την εξέλιξη αυτής της ιστορίας. Ο τρόπος όμως θα ήτανε καλύτερα να αναφερθεί εδώ εξ αρχής, έτσι ώστε να αποφευχθούν τυχόν παρεξηγήσεις και να βοηθηθεί έτσι ο αναγνώστης να καταλάβει στη συνέχεια κάποια πράγματα που ίσως ακούγονται κάπως ασυνήθιστα, αν όχι και ακατανόητα. Ενώ, λοιπόν, ήμουνα μόνος μου στο σπίτι μου –ήταν ένα πολύ ζεστό κυριακάτικο μεσημέρι και η πόλη είχε αδειάσει- χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ένας άγνωστος αριθμός που ξεκινούσε με τον κωδικό της (…) που τότε ακόμα αγνοούσα. Απάντησα χωρίς να το καλοσκεφτώ. Άλλωστε δεν είχα εκείνη την στιγμή, για να μην πω και σε ολόκληρή μου τη ζωή, κάτι καλύτερο να κάνω, και μια περιπέτεια απρόβλεπτη είναι πάντα καλοδεχούμενη. Ακόμα και αν επρόκειτο για λάθος, η κλήση αυτή θα με έβαζε σε μια διαδικασία αναστάτωσης που η διαχείρισή της θα με απασχολούσε μέχρι αργά το βράδυ που θα έπεφτα να κοιμηθώ, για να μην πω και μέχρι να πεθάνω. Απάντησα, λοιπόν, χωρίς κανέναν και δισταγμό και άκουσα μια φωνή τελείως άγνωστη, όπως και ο αριθμός του τηλεφώνου της να μου ζητάει να πάω όσο πιο γρήγορα μπορώ από το σπίτι της. «Μα δεν σας γνωρίζω και ούτε ξέρω και πού μένετε», τόλμησα λίγο να διαμαρτυρηθώ, αλλά δεν είχε νόημα. Η φωνή επανέλαβε την προσταγή –την πρώτη φορά είχε ακουστεί πιο πολύ ως παράκληση- και μάλιστα συνόδευσε αυτό το «έλα αμέσως σπίτι μου» με μια ακαταλαβίστικη –και ίσως για αυτό ακόμα πιο τρομακτική- απειλή πως δεν έκανα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, τότε θα το μετάνιωνα. Εγώ συνέχισα για λίγο ακόμα να διαμαρτύρομαι, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι μιλούσα μόνος μου, αφού το είχε κλείσει. Όταν άφησα κι εγώ το τηλέφωνο στην άκρη, είχα να πάρω μια απόφαση προκειμένου να αντιμετωπίσω μίαν κατάσταση εξόφθαλμα παράλογη. Έπρεπε να μεταβώ το συντομότερο στο σπίτι αυτό, από όπου μου είχαν μόλις τηλεφωνήσει, για τον πολύ απλό λόγο πως αν δεν το έκανα, όπως με είχε προειδοποιήσει η φωνή, θα το μετάνιωνα. Να πω εδώ ότι η φωνή αυτή ήτανε γυναικεία. Δεν ξέρω γιατί δεν το επισήμανα από την αρχή. Ίσως γιατί νομίζω ότι αυτό εξυπακούεται. Άλλωστε η φωνή είναι γένους θηλυκού. Κι εγώ, αν διάβαζα κάπου έτσι σκέτα να αναφέρονται σε μια φωνή, μάλλον στη φωνή μιας γυναίκας θα πήγαινε ο νους μου. Εν πάση περιπτώσει, άφησα το τηλέφωνο στην άκρη και είπα πως πρέπει να πάρω μια άμεση απόφαση. Ή θα ξεχνούσα το όλο περιστατικό και θα συνέχιζα τη μέρα και το καλοκαίρι μου, σαν να μην είχε γίνει ποτέ αυτό το τηλεφώνημα ή θα μάζευα τα πράγματά μου και θα αναχωρούσα το συντομότερο για να την συναντήσω. Το μόνο στοιχείο που είχα ήταν ο αριθμός του τηλεφώνου. Ήξερα ότι το σπίτι αυτό όπου με είχαν προσκαλέσει βρισκόταν στη (…). Ενδεχομένως να μπορούσα να βρω και την ακριβή διεύθυνση μέσω των πληροφοριών του καταλόγου, όπως και το όνομα της συνδρομήτριας – πράγματι μέσα σε ελάχιστα λεπτά είχα όλα αυτά τα απαραίτητα στοιχεία. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα αρκετά λεφτά προκειμένου να πραγματοποιήσω το ταξίδι αυτό. Βασικά τα χρήματα που είχα στην τσέπη μου ίσα που έφταναν για να αγοράσω ένα εισιτήριο, ίσως και μια εφημερίδα για να έχω στο δρόμο να διαβάζω. Δεν είχα ιδέα πώς θα επέστρεφα μετά πίσω στο σπίτι μου, αλλά η πρόσκληση ή έστω η εντολή που είχα μόλις λάβει ήταν μονάχα για να πάω εκεί – φαντάστηκα ότι για τα υπόλοιπα θα φρόντιζε η κάτοχος της φωνής και της τηλεφωνικής γραμμής, θα υπήρχε κάποια πρόνοια. Έριξα λίγα ρούχα κι ένα τετράδιο στο σάκο μου, φόρεσα τα παπούτσια μου, βγήκα στο δρόμο και άρχισα να περπατώ προς το σταθμό, ενώ ο ήλιος έκαιγε και βάραγε την ιστορία αυτή αλύπητα και κατακούτελα.

arterial


Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

κανόνας

Ήρθες στο σπίτι μου αργά μέσα στη νύχτα. Μου χτύπησες την πόρτα. Τρόμαξα. Στ’ αλήθεια δεν περίμενα κανέναν. Σου άνοιξα. Σε είδα. Δεν φορούσες τίποτα. Μονάχα εκείνα τα παπούτσια σου. Τα ίδια παπούτσια ακριβώς που φόραγες κάθε φορά που ερχόσουν στα όνειρά μου. Μόνο που αυτό, όχι, δεν ήταν όνειρο. Ήρθες στο σπίτι μου αργά μέσα στη νύχτα. Μου χτύπησες την πόρτα. Στα όνειρά μου πόρτες δεν υπάρχουνε. Τρόμαξα. Στ’ αλήθεια δεν περίμενα κανέναν. Σου άνοιξα. Στα όνειρά μου δεν χρειάστηκε ποτέ να ανοίξω κάτι. Σε είδα. Δεν φορούσες τίποτα. Στα όνειρά μου πάντα έρχεσαι πολύ βαριά ντυμένη. Μονάχα εκείνα τα παπούτσια σου θύμιζαν λίγο από όνειρο. Αυτά φοράς κάθε φορά που έρχεσαι στα όνειρά μου. Μπαίνεις σε αυτά και περπατάς και αφήνεις ίχνη πίσω σου. Που τριγυρνάς κάθε φορά πριν έρθεις να σε ονειρευτώ; Τι λάσπες και τι χώματα μου φέρνεις μες στον ύπνο; Ήρθες στον ύπνο μου αργά μέσα στη νύχτα. Μου χτύπησες την πόρτα. Σηκώθηκα. Πλησίασα. Ποιος είναι τέτοια ώρα, ρώτησα. «Εγώ είμαι», μου απάντησες. «Άνοιξε και παγώνω». Σου άνοιξα. Σε είδα. Δεν φορούσες τίποτα. Μονάχα εκείνα τα παπούτσια. Πώς μπόρεσες να έρθεις γυμνή μέχρι εδώ; Πώς σε άφησε ο κόσμος; «Κοιμάται ο κόσμος», μου απάντησες. «Εσύ μονάχα ξαγρυπνάς. Τι έχεις; Τι φοβάσαι;» Ποιος σου είπε πως φοβάμαι; Τι φαντάστηκες; «Εσύ είπες ότι τρόμαξες.» Το έγραψα, δεν το είπα. «Το έγραψες μάλλον δυνατά. Εγώ, πάντως, το άκουσα και πίσω από την πόρτα.» Τρόμαξα γιατί δεν περίμενα κανέναν τέτοια ώρα. Τρόμαξα που ήρθες στο σπίτι μου αργά. Που ήρθες μέσα στη νύχτα. Τρόμαξα που μου χτύπησες. Τρόμαξα που την πόρτα. Τρόμαξα και που τρόμαξα. Τρόμαξα και στ’ αλήθεια. Κανέναν δεν περίμενα. Ρώτησα πριν ανοίξω. Και ύστερα σου άνοιξα. Και ύστερα σε είδα. Και δεν φορούσες τίποτα. «Φοράω τα παπούτσια. Τα ξέρεις τα παπούτσια αυτά. Σίγουρα τα θυμάσαι.» Τα έχω δει σε όνειρο. Πάντα αυτά φοράς στον ύπνο μου όταν έρχεσαι. Πάντα με αυτά πάνω στα όνειρα πατάς. Πάντα με αυτά με περπατάς. Μόνο που στα όνειρά μου έρχεσαι πάντα βαριά ντυμένη. Κι ύστερα βγάζεις σιγά-σιγά τα ρούχα σου. Αργά και βασανιστικά. Είναι και που φοράς πολλά. Είναι που πάντα έρχεσαι τόσο βαριά ντυμένη. Στο τέλος μένεις μόνο με τα παπούτσια σου. Κάθεσαι πάνω στο γραφείο μου και εγώ μονάχα σε κοιτώ. Δεν ξέρω τι να κάνω. «Τι θες να κάνεις; Τι κοιτάς; Ή πήδα με ή ξύπνα!» Ήρθες στο σπίτι μου αργά. Ήρθες μέσα στη νύχτα. Μου χτύπησες. Σου άνοιξα. Σε άνοιξα. Σε είδα.