Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

5 οριζόντια

Από την Πλάθα ντε Εσπάνια έως την Πλάθα ντε Καστίγια μεσολαβούν έξι σταθμοί. Έτσι αφού βρήκα εύκολα μια θέση να καθίσω και έκρινα πως είχα χρόνο αρκετό, άρχισα να λύνω ένα σταυρόλεξο, βάζοντας με τον εαυτό μου στοίχημα πως μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου θα το έχω ολοκληρώσει.
Το σταυρόλεξο όμως που επέλεξα προέκυψε λιγάκι ανορθόδοξο, αφού ούτε λίγο ούτε πολύ ζητούσε από τους λύτες τους, όχι να αντιστοιχήσουν ορισμούς με λήμματα, αλλά να ανακαλύψουν άλλα πράγματα μυστήρια, που δύσκολα οι λέξεις περιγράφουν.
Ας πούμε, σε εκείνο το 5 οριζόντια (εννέα γράμματα, Ι το τρίτο, Η το τελευταίο), τι να απαντήσω στο ερώτημα, «είναι αυτό που αποφεύγεις γενικά»;
Πριν φτάσουμε στη Νουέβος Μινιστέριος, το δίπλωσα και εκνευρισμένος μάλλον φανερά το έχωσα ξανά μέσα στο σάκο. Την ώρα όμως που το εγκατέλειπα, ένιωσα να γέρνει πάνω από το κεφάλι μου το βλέμμα του διπλανού συνεπιβάτη.
«Ρώσος;» με ρώτησε στα Ισπανικά.
«Έλληνας», του απάντησα.
«Αθήνα!» αυτός σχεδόν ενθουσιάστηκε.
Όχι ακριβώς, αλλά που να σου εξηγώ; Άλλωστε, όποτε βρίσκομαι στο εξωτερικό, συνήθως ως Αθηναίος συστήνομαι στους άγνωστους συνταξιδιώτες μου. Και έπειτα, τρεις στάσεις μόνο μας απόμειναν, που να μπλέκουμε με τη γεωγραφία τώρα;
«Μιλάς Ισπανικά;»
«Όχι. Αλλά καταλαβαίνω;»
«Και τι γυρεύεις στη Μαδρίτη τέτοια εποχή;»
«Γιατί; Τι έχει η εποχή;»
«Τίποτα. Όπως και η Μαδρίτη…»
«Ναι, αλλά όποιος ψάχνει, βρίσκει.»
«Κι εσύ, τι ψάχνεις, δηλαδή;»
«Κι εσένα, τι σε νοιάζει;»
«Με συγχωρείς! Το ξέρω, παρασύρθηκα…»
Κι εγώ. Έπρεπε ήδη να έχω κατεβεί. Πλησιάζαμε στο τέρμα της διαδρομής κι ούτε που το είχα καταλάβει. Σηκώθηκα και πέρασα στους ώμους τα λουριά του σάκου μου. Ο άλλος ο ανόητος ακόμα μου χαμογελούσε.
«Κρίμα. Ήμουνα σίγουρος πως πας στο αεροδρόμιο.»
«Όχι, λυπάμαι αν σε απογοήτευσα, μα γενικά το αποφεύγω.»
«Προφανώς», μου απάντησε πολύ αινιγματικά κι αντί για αποχαιρετισμό, κρύφτηκε πίσω από την εφημερίδα του.
Την ώρα που ανέβαινα τις κυλιόμενες για να περάσω στην αντίθετη πλευρά και να διορθώσω την απροσεξία μου, θυμήθηκα το άδοξο σταυρόλεξο που είχα ξεκινήσει και ανακάλεσα μαζί του ενοχλητικού τα τελευταία λόγια.
«Το κάθαρμα!», έκπληκτος και ξαφνιασμένος μονολόγησα. «Μιλούσε ελληνικά και τόση ώρα με κορόιδευε!»

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Η κρίση βρίσκεται σε κρίση

Έχει πλάκα να είσαι στο εξωτερικό και να μαθαίνεις τα νέα για τη χώρα στην οποία βρίσκεσαι από ιστότοπους κι ελληνικά κανάλια. Αν πίστευα μονάχα όσα διάβαζα, θα έπρεπε να βρίσκομαι διαρκώς κλεισμένος μες στο σπίτι. Να μη με φάει καμία σφαίρα αδέσποτη του νέου ισπανικού εμφύλιου που μονομερώς οι Έλληνες ρεπόρτερ –και καλά- έχουν φέτος κηρύξει.
Μέχρι και τη μητέρα μου αναστατώσανε οι αθεόφοβοι και με έψαχνε προχθές συνέχεια στο σκάιπ και στο τηλέφωνο, να με ρωτήσει αν έχω τελικά καταταχθεί στις νέες Διεθνείς Ταξιαρχίες.
Αλήθεια, δεν το καταλαβαίνω τι επιδιώκουν ακριβώς. Να δείξουν πως κι άλλου, σε άλλες χώρες ισχυρότερες, υπάρχουνε προβλήματα; Να μας επισημάνουν πού, άμα το πράγμα ξεφύγει εντελώς, μπορεί να οδηγήσει η βία; Ή να καλύψουνε απλώς τα κραυγαλέα τους κενά στην εξωτερική ειδησιογραφία, κάνοντας γελοία κόπυ πέιστ των πιο αμφιλεγόμενων ειδήσεων από τα πλέον κίτρινα, φαιδρά κι αναξιόπιστα μπλογκ των ξένων συναδέλφων τους;
Το να είναι κοινοί μυθομανείς, μάλλον το αποκλείω. Ακόμα και η μυθομανία για να εξελιχθεί θέλει κάποιο ταλέντο.
Καταλαβαίνω πως έχουν στην Ελλάδα ξενερώσει αρκετοί που δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα παρόμοια με τα δικά μας κανιβαλιστικά φαινόμενα στις άλλες χώρες που η κρίση βασιλεύει. Γιατί δεν έχουν αναπτύξει φοβικά ακραία αντανακλαστικά οι Ισπανοί με τόσους μετανάστες στην αυλή τους; Γιατί δεν έχουν δημιουργηθεί αντιστασιακά κινήματα στις κεντρικές πλατείες του Δουβλίνου; Γιατί τα κόμματα στη Λισσαβώνα κάθισαν σε ένα τραπέζι, τα βρήκαν και συμφώνησαν σε ένα μίνιμουμ εθνικής στρατηγικής για να οδηγήσουν τη χώρα τους σε έξοδο από την μέγγενη των διεθνών απατεώνων;
Μα αντί να μπουν στον κόπο να προβάλουν έστω τις απορίες τους αυτές, μπας και βρεθεί μέσα από το δημόσιο προβληματισμό κάποια σωστή και λογική απάντηση, όλοι σχεδόν δείχνουν να προτιμούν να αναδεικνύουν επεισόδια μεμονωμένα και ασήμαντα σε κραυγαλέες κοινωνικές συρράξεις.
Η κρίση δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Κι αν κάποτε υπήρξε, τώρα πια και η ίδια βρίσκεται σε κρίση. Όσοι αυτό το καταλάβανε νωρίς, σήμερα έχουν ήδη βγει για τα καλά από την κρίση, όπου κάποτε πιστέψανε πως ήταν. Και οι άλλοι που επιμένουμε να ζούμε παρέα με τα φαντάσματα, τόσο πολύ το παραμύθι αυτό το έχουμε εμπεδώσει, που έχουμε πλέον μπει για τα καλά σε μία κρίση πολύ προσωπική, δικιά μας.
Κι έτσι όπως πάει, αργά ή γρήγορα, σε λίγο ούτε καν δε θα τολμάει κανείς να φανταστεί πως ίσως και να υπάρχει κάποια σωτηρία.
Μα, δε βαριέσαι. Πάντα θα υπάρχουνε τα μέσα ενημέρωσης, να μας πληροφορούν ότι ακόμα κι οι κουτόφραγκοι σφάζονται καθημερινά για ένα ξεροκόμματο. Οπότε δεν πειράζει.

Πάμπλο

Για να πάει κανείς από τη Σεβίγια στην Κόντε ντε Καζάλ πρέπει να αλλάξει τρία γραμμές με όλη εκείνη την υπόγεια περιπλάνηση που συνεπάγεται αυτό μες στους σταθμούς μετεπιβίβασης. Ωστόσο, αν και η διαδρομή στο χάρτη φαινότανε μικρή –ουσιαστικά αρκούσε να διασχίσω το Ρετίρο- δεν είχα και μεγάλη όρεξη την ώρα εκείνη για περπάτημα. Κι έπειτα, είχα μέσα στο σάκο όλα σχεδόν τα πράγματά μου και μία σκέψη επίμονη να μου φωνάζει, πάρε το μετρό, αλλιώς δε θα προλάβεις.

Ενώ περίμενα στην αποβάθρα που πήγαινε προς την Ελίπα, μία γυναίκα ήρθε και με ρώτησε κάτι ακατανόητο. Της είπα πως δε μιλώ Ισπανικά, αλλά αυτή δε φάνηκε καθόλου να πτοείται. Μου φάνηκε πως ήταν σε απόγνωση και μάταια επέμενε να με ρωτά κάτι για κάποιον Πάμπλο. Υπήρχαν ένα σωρό Ισπανοί τριγύρω μας – γιατί, αλήθεια, δε δοκίμαζε την τύχη της στους άλλους; Πήρα ένα ύφος όσο γινόταν πιο ευγενικό και της εξήγησα για ακόμα μια φορά στα Αγγλικά πως δεν υπήρχε δυστυχώς καμία δυνατότητα για να τη βοηθήσω. Όμως αυτό την έκανε κυριολεκτικά έξω φρενών και τότε μου έβαλε στ' αλήθεια τις φωνές κουνώντας το δάχτυλό της απειλητικά ανάμεσα στα μάτια μου. Νομίζω ή τουλάχιστον φαντάστηκα ότι μου είπε πως είμαι και εγώ ίδιος, σαν και τον Πάμπλο.

Ευτυχώς δεν άργησε να φτάσει ο συρμός. Μα όσο κι αν προσπάθησα, δεν τα κατάφερα να μπω σε διαφορετικό βαγόνι. Περίμενα πρώτη εκείνη να διαλέξει θέση και πήγα ύστερα και κάθισα όσο γινόταν μακριά της. Μετά την Μπάνκο ντε Εσπάνια ήρθε και πάλι δίπλα μου, μα η διάθεσή της φαινόταν να έχει πια αλλάξει. Ξεκίνησε να μου μιλάει ήρεμα και μάλιστα μου ζήτησε συγνώμη. «Όλα καλά», της είπα εγώ στα ελληνικά κι αυτή μου χαμογέλασε. Πρέπει να ήταν πάνω από πενήντα ετών. Τα χρόνια και όλα αυτά που κουβαλούσε μέσα στο κεφάλι της την είχανε χαλάσει. Θα έβαζα, ωστόσο, στοίχημα πως είχε υπάρξει κάποτε πολύ όμορφο κορίτσι. Σίγουρα θα είχε κάνει κάποτε τον Πάμπλο της να την ερωτευτεί τρελά και ίσως και να της ορκίζεται πως είναι η γυναίκα της ζωής του. Και μάλλον είναι αυτά ακριβώς τα αισθήματα που κάποτε με τόση ευκολία του ενέπνεε που τώρα πιο πολύ της έλειπαν, παρά ο ίδιος ο χαμένος εραστής της.

Επόμενη στάση, Πρινθίπε ντε Βεργκάρα, ανήγγειλαν όσο γινόταν πιο ψυχρά από τα μεγάφωνα. Έπρεπε να κατέβω. Μα έτσι όπως μου κρατούσε τώρα πια το μπράτσο μου δεν ήθελα να την στεναχωρήσω. Αυτή με κάποιον τρόπο με κατάλαβε και τράβηξε το χέρι. Κι ύστερα, φέρνοντάς το πάνω στο θλιμμένο στήθος της, με αποχαιρέτησε έτσι ακριβώς, όπως η ιστορία το απαιτούσε: «Αντίος Πάμπλο!». Σκέφτηκα κάτι να της πω, αλλά, όπως και εκείνος, δεν μπόρεσα έστω δυο λέξεις γαμημένες για να βρω που να έχουν κάποιο νόημα σε κάποια από τις γλώσσες των ανθρώπων.

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Ενρίκε

Η βροχή με βρήκε να περπατάω στην Αργκουέλες. Ενώ έψαχνα να βρω ένα μέρος να κρυφτώ, σκέφτηκα ότι ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα να βρέχει στη Μαδρίτη. Έτρεξα μέσα στο σταθμό του Λαβαπιές και επειδή βαριόμουνα να περιμένω πότε θα σταματήσει, χτύπησα το εισιτήριο και πήρα την κατεύθυνση που πάει προς την Μονκλόα.
Το βαγόνι μου ήταν μισογεμάτο. Μέτρησα εικοσιτρία άτομα. Δεκαεφτά γυναίκες και έξι άντρες. Οι εννιά ήταν απασχολημένοι με το να διαβάζουν κάτι. Πέντε από αυτούς βιβλία κι οι άλλοι τέσσερις εφημερίδες και περιοδικά. Θυμήθηκα που είχα διαβάσει κάπου –νομίζω ήταν μια έρευνα για τον υπόγειο του Λονδίνου- πως οι περισσότεροι άνθρωποι που διαβάζουν στα μέσα μαζικής μεταφοράς, το κάνουν για να αποφεύγουν να κοιτούν στα μάτια τους συνεπιβάτες τους. Εγώ, ωστόσο, τους κοιτούσα.
Στη Σολ, παραδόξως, δεν κατέβηκε και δεν ανέβηκε κανείς. Άρχισα να προσπαθώ να διακρίνω τους τίτλους των βιβλίων. Ένα κορίτσι διάβαζε το Κάθετο Ταξίδι. Σκέφτηκα να τη διακόψω για να της πω ότι το διάβασα κι εγώ, στο πρώτο μου ταξίδι στην Ισπανία τον Οκτώβριο. Και ύστερα πως έγραψα για αυτό δυο λόγια στο Lasttapes. Νομίζω πως θα μου άρεσε να άκουγα τη γνώμη της για τον Ενρίκε Βίλα-Μάτας.
Πόσο χρονών να ήταν, άραγε; Σίγουρα όχι μεγαλύτερη από είκοσι. Πολύ μικρή για τέτοια αναγνώσματα. Πολύ όμορφη για να υπομένει αδιάκριτα βλέμματα από τους συνεπιβάτες της χωρίς να ενοχλείται.
Στο Καγιάο τρεις από τους αυτούς που διάβαζαν βιβλία σηκώθηκαν και εγκαταλείψαν το βαγόνι μας. Στη θέση τους μπήκε ένας νεαρός που ούρλιαζε στον συνομιλητή του στο τηλέφωνο, πως επειδή είναι μέσα στο μετρό δε γίνεται να τον ακούσει. Γιατί απλά δεν του το έκλεινε; Τόσο εγώ όσο κι οι δυο εναπομείναντες βιβλιοφάγοι τον αγριοκοιτάξαμε. Η αντίδρασή μου έκανε μάλλον την κοπέλα με τον Βίλα-Μάτας λιγάκι να με συμπαθήσει. Πρέπει να ένιωσε πως ήμουν σύμμαχός της. Σχεδόν μου χαμογέλασε.
Σκέφτηκα να την πλησιάσω, τώρα που η διπλανή της θέση είχε μείνει πια κενή, αλλά η Πλάθα ντε Εσπάνια ήτανε, δυστυχώς, η στάση μου.
Όταν βγήκα ξανά στην επιφάνεια η βροχή είχε ήδη σταματήσει. Αλλά ποιος ξέρει, μπορεί στο Λαβαπιές να έβρεχε ακόμα.  

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

la persona más mala del mundo

Soy la persona más mala del mundo. Al menos eso creo. De acuerdo, puede que esté equivocado. Pero de todas las personas que he conocido en mi vida y en mis viajes –y no son pocos- no hubo nunca ninguno peor que yo.
Soy malo de verdad. Tengo plena percepción de mi malevolencia y cada vez que la muestro lo hago conscientemente. No me dejo llevar por otros instintos más bajos. Odio, amargura, envidia, venganza, desprecio todas esas cosas. No las necesito para ser malo.
Mi maldad es pura. Primaria. Autoexistente. Despierta dentro de mí como el hambre al mediodía y el sueño tarde por la noche. No me la inspiran ni el ambiente ni los demás. Nunca me permitiría ser malo con los demás. Soy malo conmigo mismo. Puede que sean los demás los que la reciban pero -sinceramente- no odio ni a nadie ni le tengo antipatía a ninguno de ellos. Al contrario. A muchos de ellos los amo. Quizá a todos.
A algunos, claro, los quiero más. A ellos les dedico la mayor parte de mi maldad. Los más débiles sufren. Los más fuertes me la devuelven. Y el mundo continúa. Y la vida sigue.
No puedo saber si nací malo. No me acuerdo. Pero estoy seguro de que moriré así. Estoy de verdad orgulloso de mi maldad. Soy el hijo preferido. Mi creación más importante. La obra de una vida.
Antes, cuando era joven, intenté librarme de ella y cambiar. Por suerte pronto comprendí mi equívoco. No es posible que alguien esté enamorado y que sea buena persona.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

138ο εκλογικό τμήμα Πομπηίας

Και κάπως έτσι εφτάσαμε στην 6η Μαΐου του 2012. Το τι συνέβη στη Δημοκρατία μας στα δυόμιση χρόνια που μεσολάβησαν από τον Οκτώβριο του 2009 λίγο πολύ όλοι σας τα γνωρίζετε κι αλλοίμονο στους άμοιρους ιστορικούς του μέλλοντος που θα θελήσουν να καταπιαστούν μαζί τους. Το τι συνέβη στην προσωπική ζωή ήρωα της ιστορίας μας κανέναν προφανώς δεν αφορά, αλλά επειδή τυχαίνει αυτός να είναι και ο συγγραφέας των αποσπασμάτων που διαβάζετε, είναι λιγάκι δύσκολο να μείνουν εντελώς εκτός κειμένου. Συνοπτικά λοιπόν, ας πούμε πως οι τάσεις φυγής μου από την πόλη μου κι από τη δικηγορία όχι μονάχα συνέχισαν να υφίστανται, αλλά εντάθηκαν σημαντικά και ως εκ τούτου με οδήγησαν σε εξαιρετικά αμφίβολες επιλογές και καταστάσεις τουλάχιστον περίεργες. Αυτό είχε φυσικά ως αποτέλεσμα να βρίσκομαι αφενός ως προς το ηθικό και την ψυχολογία μου σε φάση σαφώς πολύ καλύτερη από αυτήν που σας εξέθεσα στο προηγούμενο κεφάλαιο, αφετέρου δυστυχώς σε οικονομική κατάσταση πιο άθλια από ποτέ, αφού πέρασα το μεγαλύτερο διάστημα όχι πια κυνηγώντας μα παίζοντας στην ουσία με την ταλαίπωρη την τύχη μου ανάμεσα σε Φλάνδρα και Καστίλλη.

Και κάπως έτσι υποδέχτηκα την τελευταία μου, ελέω κρίσης –και καλά- κουτσουρεμένη ειδική εκλογική αποζημίωση –περίπου τα μισά λεφτά σε σχέση με εκείνα των πρώτων μου εκλογών του 2002- ως μάννα εξ ουρανού, λίγο πριν εξαναγκαστώ να καταφύγω σε εξωτερική οικονομική βοήθεια.
Ο μόνος δικηγόρος με τον οποίον πια κρατάω κάποια επαφή, ο φίλος μου ο Κώστας, από νωρίς με είχε προειδοποιήσει.
«Ακούγεται πως θα μας δώσουν ένα πεντακοσάρικο…»
«Πάλι καλά, να λέμε. Αφού δεν μας επιστρατεύουν.»
«…Μικτά!»
«Τι λες, μωρέ. Φορολογείται η ειδική αποζημίωση; Μήπως πρέπει να κόψουμε κι απόδειξη στην Ελληνική Δημοκρατία;»
«Καλά, μη το γελάς! Τίποτα πια δεν αποκλείεται.»
Τελικά πήρα πεντακόσια ευρώ και κάτι καθαρά. Αλλά και μόνο που με διόρισαν, σχεδόν το πανηγύρισα λες κι είχα κερδίσει το λαχείο.
Τοποθετήθηκα στο Δήμο Βόλου, στο 138ο εκλογικό τμήμα, που στεγαζόταν στο 5ο Ενιαίο Λύκειο - εκεί που πήγαινε η αδερφή μου. Το ρόλο του γραμματέα και τα εκατό ευρώ της αμοιβής τα μοίρασα χριστιανικά στο Γεώ, που του χρωστούσα χάρη γενικά, και στο Σπύρο –τον συναντήσαμε ξανά στο πρώτο επεισόδιο- που τα είχε πιο πολύ ανάγκη.
Πρέπει να πω πως, προκειμένου να μη χάσω τον διορισμό, αρνήθηκα σε δυο κόμματα προτάσεις να με εντάξουν στους συνδυασμούς τους. Λίγο η ηλεκτρονική εξωστρεφής περσόνα μου, που από τότε που έχω πάψει να εκδίδομαι επιμελώς έχω κατασκευάσει, λίγο η υποψηφιότητά μου στις Δημοτικές, όπου τα είχα πάει καλούτσικα, είχα αποκτήσει τα προσόντα να εξελιχθώ σε έναν καθωσπρέπει μαϊντανό – εδώ και με αυτές τις εκλογές του Δικηγορικού Συλλόγου κάποιοι επιχείρησαν ακόμα να με μπλέξουν. Αρνήθηκα ευγενικά και υποσχέθηκα, εννοείται, και στους δυο πως σίγουρα θα τους ψηφίσω.

Για κάποιο λόγο, εν τω μεταξύ, ακατανόητο οι τελευταίες μέρες πριν από τις εκλογές πάντοτε μου θύμιζαν λίγο από Μεγάλη Εβδομάδα. Ετούτη τη φορά, ωστόσο, η εντύπωσή μου αυτή ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Και μάλιστα σε όποιον με ρωτούσε να του πω, πώς βλέπω, άραγε, τα πράγματα ή πώς τα περνάω γενικά ή πώς τα πάω με τη Νάστια, εγώ έδινα διαρκώς μηχανικά την ίδια πάντα μυστηριώδη απάντηση-χρησμό:
«Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας…»
Μια μέρα πριν τις εκλογές πήγα με τα παιδιά για μπάνιο στην Καλλιφτέρη. Ήταν μαζί κι ο φίλος μου ο Δημήτρης που είναι διπλωμάτης και όσο να ‘ναι έχει μια ιδέα του «τι παίζει» από εμάς λιγάκι πιο ξεκάθαρη. Έτσι, την ώρα που λιαζόμασταν, δοκίμασα να κάνουμε μια πολιτική κουβέντα, ελπίζοντας σε μια πιο ψύχραιμη ματιά, αλλά με αυτά που άκουσα γρήγορα το μετάνιωσα και βούτηξα ξανά στη θάλασσα και στους συλλογισμούς μου.
«Και πότε φεύγεις για Μαδρίτη, δηλαδή;» με ρώτησε ο άνθρωπός μου στο ΥΠ.ΕΞ., ενώ επιστρέφαμε στην πόλη.
«Πετάω τριάντα του μηνός, αλλά πότε γυρίζω άγνωστο. Μπορεί και να επιστρέψω τον Ιούλιο. Θα δούμε πως θα πάει…»
«Δεν κάθεσαι για πάντα, λέω εγώ. Τι θέλεις να γυρίσεις;»
«Γιατί; Μήπως είναι καλύτερα εκεί; Και έπειτα, να κάτσω τι να κάνω;»
«Έλα μου ντε», κατέληξε σιβυλλικά και αναστενάζοντας επέστρεψε το βλέμμα του στο χαμογελαστό τοπίο του Πηλίου.
Το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Προσπάθησα, στ’ αλήθεια, δηλαδή, αλλά δεν τα κατάφερα. Η ώρα περνούσε βασανιστικά κι εγώ σκεφτόμουν πως σε λίγο θα ξημέρωνε και θα με εκτελούσαν. Όταν κάποια στιγμή μου φάνηκε πως ένιωσα τον ύπνο να με πλησιάζει, άρχισε τότε να βαράει το τηλέφωνο και οριστικά τον έδιωξε μακριά μου.
«Έλα, ρε! Κοιμάσαι; Είναι έξι ακριβώς. Θα έρθεις να με μαζέψεις;»

Ο Γεώ περίμενε έξω από το σπίτι του.
«Πως είσαι έτσι;» είπε μόλις με αντίκρισε.
Πρώτη φορά θα ασκούσα τα καθήκοντά μου ως δικαστικός αντιπρόσωπος τόσο αξύριστος και τόσο στραπατσαρισμένος.
Πήραμε καφέδες και νερά από ένα μαγαζί στην Αναλήψεως κι αρχίσαμε να ανηφορίζουμε την Κύπρου.
Το εκλογικό μας τμήμα βρισκόταν στην πιο μίζερη, μικρή και σκοτεινή τάξη που έχω δει ποτέ μου. Από την εφορευτική επιτροπή ήρθε μονάχα ένας και έτσι αναγκάστηκα να δανειστώ έναν ακόμα από τους διπλανούς. Ευτυχώς ήταν και οι δυο τους πολύ εργατικοί και πρόθυμοι και έτσι τελικά τα καταφέραμε. Επίσης ο Φίλιππος, παλιός συμμαθητής και φίλος μας, που είχε φροντίσει από πριν να είναι εκπρόσωπος του κόμματός του στο τμήμα μας, αποδείχθηκε μια μηχανή που παρήγαγε ακούραστα πακέτα από ψηφοδέλτια. Και γενικά το κλίμα ήταν σχεδόν οικογενειακό, ενώ το one man show του Γεώ με έκανε να λησμονήσω την κούραση και την ανησυχία μου.

Προβλήματα ουσιαστικά δεν είχαμε. Τρεις-τέσσερις καμένοι ψηφοφόροι που θέλησαν να ασκήσουν επιδεικτικά το αναφαίρετο και ιερό καθήκον τους χωρίς να μπουν στο παραβάν, τους έβαλα στην τάξη με το ζόρι.
«Η ψηφοφορία είναι υποχρεωτικά μυστική, κύριε. Όσο κι αν θέλετε εσείς να μάθουμε την ψήφο σας, εμείς δε θέλουμε στ’ αλήθεια να την δούμε.»
Έτσι όπως ανδροκρατούνταν η εφορευτική μου επιτροπή, τα σεξιστικά σχόλια δεν έλειψαν καθόλου, ενώ όλοι τους γκρινιάζαν διαρκώς που όλες οι καλές οι γκόμενες πήγαιναν σε άλλες τάξεις να ψηφίσουν.
Οι ψηφοφόροι μου φάνηκαν πιο τρελαμένοι από ποτέ. Ιδίως οι νεότεροι. Ένας πιτσιρικάς με πλησίασε δειλά και με ρώτησε όσο μπορούσε χαμηλόφωνα:
«Συγνώμη! Ξέρετε, ψηφίζω για πρώτη μου φορά. Μπορείτε, μήπως, να μου εξηγήσετε τι ακριβώς πρέπει να κάνω;»
Η ερώτηση, το ύφος του, ακόμα και τα σημάδια της ακμής στο πρόσωπό του σχεδόν με πανικόβαλαν. Του τα είπα όλα, όσο γινόταν πιο κατατοπιστικά. Εντάξει, δεν είχε να λύσει και καμιά τριτοβάθμια εξίσωση. Ωστόσο, ο νεαρός ζητούσε συνεχώς διευκρινήσεις.
«Και που ‘σαι», πετάχτηκε ένας εξυπνάκιας από πίσω του. «Βάλε σταυρό δίπλα στο όνομα του υποψήφιου! Μην πας και κάνεις like!»
Είμαι απολύτως σίγουρος πως ένα από τα τρία άκυρα που βρήκαμε μετά στην καταμέτρηση ήταν μάλλον δικό του.
Μία η ώρα ήρθε ο Σπύρος να αντικαταστήσει τον Γεώ, αλλά αυτός παρέμεινε μαζί μας τελικά, αφού γούσταρε αφάνταστα την όλη φάση γενικά και δεν έλεγε ούτε στιγμή να ξεκολλήσει.

Με δύο γραμματείς στην καταμέτρηση, όλα κύλησαν γρήγορα. Κάναμε ένα λάθος, από αυτά όμως, που ευτυχώς κόβονται εύκολα στη συνέχεια στο μοντάζ. Έντεκα η ώρα ήδη βρισκόμασταν όλοι μαζί στην Ποδηλάτισσα με ένα ποτό στο χέρι.
«Πως πήγε;» με ρώτησε ο Δημήτρης, όταν έφτασε.
«Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας», μηχανικά και αυθόρμητα του απάντησα.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Δικαιολογίες

Οι εκλογές της 6ης Μαΐου τελικά ούτε από την έκρηξη του Βεζούβιου συνοδεύτηκαν μα ούτε και σε σχηματισμό κυβέρνησης οδήγησαν. Έτσι, όπως ήταν φυσικό και όπως και το Σύνταγμα προβλέπει, προκηρύχθηκαν σχεδόν αμέσως νέες εκλογές για τις 17 Ιουνίου. Αυτή θα είναι και η πρώτη μου φορά, από τότε που ενηλικιώθηκα κι απέκτησα πλήρη πολιτικά δικαιώματα, που δε θα συμμετάσχω σε διαδικασία εκλογική ούτε ως ψηφοφόρος. Έχω, άλλωστε, κανονίσει το ταξίδι αυτό από καιρό και ήδη έχω βγάλει εισιτήρια. Κι έπειτα, δεν ξέρω πότε θα μου δοθεί ξανά η ευκαιρία να εκθέσω τις εμμονές μου στην αλλοδαπή. Να δω τι γνώμη έχουν οι ξένοι άνθρωποι για τα κολλήματά μου. 

Φαντάζομαι πως θα μπορέσω να παρακολουθήσω τα ερήμην μου αποτελέσματα μέσω του διαδικτύου, πίνοντας μπύρες σε κάποιο μαγαζί στη Μαλασάνια. Και μάλιστα δεν αποκλείεται να κάτσω και να γράψω ακόμα ένα κεφάλαιο με αυτές τις από απόσταση εκλογικές μου εντυπώσεις. Δεν ξέρω αν θα πάρω μέρος ξανά ως αντιπρόσωπος της δικαστικής αρχής σε εκλογές. Καλά-καλά δεν είμαι και απολύτως σίγουρος ότι θα γίνουν πάλι στη χώρα μου εκλογές, έτσι τουλάχιστον όπως τις ξέρουμε ως τώρα. Ένα μονάχα πράγμα μπορώ με βεβαιότητα να πω: Η μηχανή του πολιτεύματός μας έχει πια από καιρό χαλάσει και θέλει επειγόντως φτιάξιμο.

Και επειδή ήδη έχουν εμφανιστεί πολλοί επίδοξοι μηχανικοί, που ισχυρίζονται πως ξέρουν τη δουλειά καλά και –ποιος θα τολμούσε να αμφιβάλει άλλωστε;- πως πιάνουνε τα χέρια τους, φοβάμαι μήπως ο κυρίαρχος λαός εμπιστευτεί ξανά το λάθος συνεργείο. Όχι πως είμαι εγώ ο ειδικός να καταλάβω ποιος είναι ο πιο κατάλληλος να αποδείξει για ακόμα μια φορά πόσο στ’ αλήθεια μπάζει από παντού αυτός ο ηλίθιος αφορισμός περί αδιεξόδων στη δημοκρατία μας. Όμως, με το φτωχό μου το μυαλό, έχω για την ώρα καταλήξει πως γενικά ετούτες οι δουλειές δε γίνονται ποτέ δια της αναθέσεως και πως οι λύσεις για τα προβλήματα αυτά καλύτερα είναι να αναζητηθούν σε αυτό που λέμε «φτιάξ’ το μόνος σου!».

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Η άλλη ιστορία

Κάθε χρόνο, από το 2000 που τέλειωσα επιτέλους τις σπουδές μου, πηγαίνω για λίγες μέρες στην Αθήνα διακοπές τον Αύγουστο. Συνήθως πάω μόνος μου και επιλέγω ειδικά τις μέρες που η πρωτεύουσα αδειάζει. Το ξέρω πως ακούγεται παράξενο, αλλά πρώτον πιστεύω πως η Αθήνα είναι –ακόμα- το ομορφότερο νησί και δεύτερον νομίζω πως ειδικά το κέντρο της είναι το μόνο μέρος σε ολόκληρη τη χώρα που μέσα στον Δεκαπενταύγουστο μπορεί κανείς να ησυχάσει. Κατά τον ολιγοήμερο αυτόν αθηναϊκό μου παραθερισμό, φροντίζω κάθε χρόνο να παίρνω τις βασικές τουλάχιστον αποφάσεις σχετικά με το τι επιθυμώ και τι σκοπεύω να κάνω το χρόνο που ακολουθεί. Και πάντα, εννοείται, πέφτω μέσα.
Κάπως έτσι βρέθηκα στις 14 Αυγούστου του 2010 να πίνω μόνος μου ποτά στο μόνο μπαρ που βρήκα ανοιχτό στην παραλία της Μαβίλη. Και εκεί, λιγάκι κρυφακούγοντας την αλλοπρόσαλλη συζήτηση των διπλανών, λιγάκι ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα κύματα της λεωφόρου, άξαφνα πήρα την απόφαση να πάω στο Παρίσι.
Επέστρεψα στο Βόλο την επόμενη και ουσιαστικά ξεκίνησα να ετοιμάζω τη φυγή μου. Όρισα περίπου την ημερομηνία αναχώρησης μες στην εβδομάδα μετά τις επερχόμενες Δημοτικές και Περιφερειακές, με την ελπίδα μπας και διοριστώ ξανά και πάρω μαζί μου τα λεφτά της ειδικής αποζημίωσης, αλλά η τύχη μου είχε για ακόμα μια φορά σκαρώσει τα δικά της σχέδια για μένα. 

Τελικά στις εκλογές αυτές όχι μόνο δε διορίστηκα, αλλά έκανα και αίτηση εξαίρεσης λόγω υποψηφιότητας. Και να με λίγα λόγια πως προέκυψε αυτή η ιστορία:
Είναι απόγευμα Παρασκευής, την τελευταία βδομάδα του Σεπτέμβρη. Είμαι στο μαγαζί της αδερφής μου και παριστάνω τον φαρμακοποιό, ρόλος που άλλωστε με έχει αναδείξει. Χτυπάει το τηλέφωνο. Άγνωστο νούμερο. Στατιστικά άγνωστα νούμερα απόγευμα Παρασκευής δεν είναι για καλό συνήθως. Διστάζω, μα τελικά το απαντώ.
«Παρακαλώ;»
«Ο Γιάννης ο Αντάμης;»
«Ο ίδιος!»
«Γιάννη, γεια σου! Τι κάνεις; Είμαι ο Μαργαρίτης Πατσιαντάς, ο υποψήφιος δήμαρχος. Μπορώ για λίγο να σε απασχολήσω;»
Και κάπως έτσι μου έγινε η πρόταση κι εγώ, αμήχανος πολύ και αιφνιδιασμένος, ζήτησα δύο μέρες για να το σκεφτώ «κι από βδομάδα πάλι, αν θέλετε, μιλάμε».
Μόλις δυο ώρες πιο μετά τον πήρα και του είπα «δέχομαι». Με ευχαρίστησε ο άνθρωπος και όλα τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία.

Πέρασα το Σαββατοκύριακο μάταια προσπαθώντας να καταλάβω πως του ‘ρθε και με διάλεξε. Τον ίδιο τον υποψήφιο το Δήμαρχο μόνο εξ όψεως τον ήξερα. Από τα άλλα τα μέλη του συνδυασμού, με κάποιους ένα «γεια!» το λέγαμε, αλλά ως εκεί - όχι σπουδαία πράγματα. Να με επέλεξαν για τη μαχητική μου παρουσία στο επάγγελμα, μοιάζει τουλάχιστον ανέκδοτο. Να θέλησαν να εντάξουν έναν άνθρωπο του πνεύματος στο ψηφοδέλτιό τους και το μυαλό τους να πήγε αυτόματα σε μένα, κι αυτό χλωμό μου ακούγεται. Ως άνθρωπο του οινοπνεύματος, εντάξει, με ‘ξεραν ήδη αρκετοί, αλλά μη τρελαθούμε, δεν ήμουν κι ο Μπουκόφσκι - άσε που τον Μπουκόφσκι, συνδυασμός που τον στηρίζει ο Σύριζα, μάλλον δε θα τον κυνηγούσε. Να με είχαν για αριστεροκουλτουριάρη γενικά, αυτό είναι μάλλον πιθανό, αλλά και πάλι σε τι κόσμο πίστεψαν πως θα απευθυνθεί η υποψηφιότητά μου. 
Και εκεί που όλα αυτά τα στριφογύριζα μέσα στο θολωμένο μου μυαλό, ήρθε ένα δεύτερο τηλέφωνο κι εκεί τα είδα όλα.
«Παρακαλώ;»
«Ο Γιάννης ο Αντάμης;»
«Ο δίδυμος αδερφός του. Ποιος τον ζητάει, παρακαλώ;»
«Από το γραφείο του κύριου Σκοτεινιώτη σας καλώ…»
«Παιδιά, φτάνει η πλάκα! Αρκετά! Δεν είναι πια αστείο.»
«Τι είπατε; Δε σας καταλαβαίνω… Σας παίρνω για να σας πω ότι πολύ θα θέλαμε να σας είστε υποψήφιος με τον συνδυασμό μας.»
«Δε σας ακούω. Πάρτε το μηδέν!»
«Ναι; Με ακούτε; Πείτε μου! Θα σας ενδιέφερε…;»
«Τι λέτε τώρα; Φόνο θα έκανα! Μα ξέρετε, ήδη έχω κλείσει σε άλλο μαγαζί για φέτος το χειμώνα.»
Έκλεισα το τηλέφωνο. Το απενεργοποίησα. Έβγαλα την κάρτα, την κατάπια. Πέταξα τη συσκευή στον κάδο ανακύκλωσης και έπεσα για ύπνο.

Κι ενώ από τη μία προσπαθούσα να βρω κάποια εξήγηση για το πώς έγινα έτσι, στα ξαφνικά, τόσο αγαπητός και περιζήτητος, από την άλλη έπρεπε να απολογηθώ στους φίλους μου, πως έγινε και δέχτηκα την πρόταση του Πατσιαντά με τόση ευκολία.
«Καλά, εσύ δεν ετοιμάζεσαι να φύγεις στα Παρίσια;»
«Ε και λοιπόν. Εσείς δεν είστε που μου λέγατε να το ξανασκεφτώ; Εσείς δεν πολεμούσατε τη γνώμη μου να αλλάξω. Δε λέγατε, πως θα μελαγχολήσω εκεί στην ξενιτιά; Πως θα μου λείψουν τα τσίπουρα, το Posh, το Poco-Pico; Ιδού, λοιπόν! Σας δίνετε η δυνατότητα: ψηφίστε με να μείνω!»
Έτσι άρχισα πολύ δυναμικά την προεκλογική μου εκστρατεία. Και ενώ δεν είχα ιδέα στην αρχή τι έπρεπε να κάνω, σύντομα το πήρα πολύ πατριωτικά και ειδικά όταν κατάλαβα τι έπαιζε με τους συνδυασμούς των άλλων, παθιάστηκα και ούτε καν να σκέφτομαι δεν ήθελα πως πρόκειται να χάσω.

Όχι πως πριν δεν είχα τις απόψεις μου σε σχέση με τα θέματα της πόλης. Τα πεπραγμένα των προηγούμενων δημοτικών αρχών συχνά με είχαν εκνευρίσει και οι υποσχέσεις τώρα των επικρατέστερων στ’ αλήθεια με τρομάζαν. Είκοσι χρόνια παρακολουθούσα στωικά την αρπαχτή και την κακογουστιά να επελαύνουνε στην πόλη μου, όπου ο αρμονικός συνδυασμός μπετόν, βουνού και θάλασσας όλους τους γοητεύει. Είκοσι χρόνια έβλεπα κάποιους αλήτες να μου κλέβουνε την πόλη μου και από πάνω να μου πουλάν την αλητεία για ανάπτυξη και αυτό που έκανα ήταν μονάχα να γκρινιάζω. Τώρα που μου δινόταν, έστω και έτσι, από το πουθενά, η ευκαιρία να πω δυο-τρία πράγματα, πώς να την αγνοήσω;
Έτσι, όχι μονάχα δέχτηκα την πρόκληση, αλλά πωρώθηκα με την ιδέα γενικά και άρχισα να υπερασπίζομαι με πάθος την ανωτερότητα των «Δρόμων της Συνεργασίας».
«Από πότε έγινες Σύριζα εσύ;» οι φίλοι με πειράζανε.
«Από την προηγούμενη Παρασκευή το απόγευμα», εγώ τους απαντούσα.

Αποκορύφωμα της προεκλογικής δραστηριότητάς μου υπήρξε η εμφάνιση την Πέμπτη πριν τις εκλογές σε μία πρωινή εκπομπή σε κάποιο από τα Ραδιόφωνα της πόλης. Η δημοσιογράφος φάνηκε από την αρχή πως ήθελε να κάνουμε μια χαλαρή συζήτηση για τα βιβλία, για τέχνη γενικά, για τον καιρό και άλλα τέτοια ακίνδυνα. Εγώ, ωστόσο, γύριζα συνέχεια την κουβέντα ξαφνιάζοντας την μάλλον που είχα μάθει μέσα σε τόσες λίγες μέρες τόσα πολλά και νέα πράγματα του κόσμου των μεγάλων.
Το βράδυ, όταν συνάντησα τον Πατσιαντά στο εκλογικό μας κέντρο, μου φάνηκε λίγο ενοχλημένος. Κι ύστερα έσπαγα το κεφάλι μου να καταλάβω μήπως τελικά είπα καμιά τρελή ασυναρτησία στον αέρα.
Γενικά, δε μπορώ να πω ότι είχα ενθουσιαστεί με τη μορφή του προεκλογικού αγώνα που είχαμε επιλέξει ως συνδυασμός. Μου έδιναν λιγάκι την εντύπωση ότι δε νοιάζονταν και τόσο να κερδίσουμε, αλλά ο στόχος τους ήταν απλώς να πιάσουμε ένα ποσοστό αξιοπρεπές, κάτι ανάμεσα σε εκείνο που είχε συγκεντρώσει το κόμμα που επίσημα μας υποστήριζε στις τελευταίες εκλογές και σε αυτό που τώρα πια του δίνανε οι δημοσκοπήσεις.
Πάντως, ο συνδυασμός μας απαρτιζόταν από πρόσωπα σε γενικές γραμμές μαχητικά και αξιόλογα, με εμπειρία στα κοινά αναμφισβήτητη. Και ειδικά, αν έκανε κανείς τη σύγκριση με αυτούς που είχαν μαζευτεί στα άλλα ψηφοδέλτια, εμείς θα του φαινόμασταν –εντάξει, βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω- με επιτροπή σοφών για να μη πω τίποτα άλλο γραφικότερο.

Και κάπως έτσι φτάσαμε μια μέρα πριν τις εκλογές και τότε ξαφνικά εξαφανίστηκε όλος ο ενθουσιασμός μου. Πρωί-πρωί με πήρε η αδερφή μου και με ξύπνησε:
«Γιάννη, που είσαι; Με ακούς; Πέθανε ο παππούλης!»

Την Κυριακή αυτών των εκλογών έμελλε να τη θυμάμαι τελικά ως μία μέρα θλίψης και απώλειας. Ελάχιστα ασχολήθηκα με το αποτέλεσμα της κάλπης και μόνο αργά το βράδυ πέρασα μια βόλτα από τα γραφεία του συνδυασμού, όπου και επικρατούσε προβληματισμός ως προς το τι θα κάνουμε στις επαναληπτικές μετά από μια βδομάδα. Κάποιος γελοίος συνυποψήφιός μου, που είχε μάθει τα δυσάρεστα, μόλις με είδε, έσπευσε να με συλλυπηθεί:
«Τι κρίμα! Έχασες και την ψήφο του…»
Μου ήρθε να του δώσω κουτουλιά, αλλά ευτυχώς κρατήθηκα.
Η αλήθεια είναι πως τον παππού τον περιμέναμε, μα όσο και να έχει κανείς προετοιμαστεί γα το κακό κοιτάζοντάς το σιγά –σιγά να πλησιάζει, ο θάνατος τόσο αγαπημένων προσώπων κοντινών κάνει όλους αυτούς τους λογικούς συλλογισμούς να ακούγονται γελοίοι. Και ο παππούς μου –πατέρας της μητέρας μου- ήταν για μένα άνθρωπος πολύ σημαντικός, που βρέθηκε σε ολόκληρή μου τη ζωή στο πλάι μου και έφυγε χωρίς καλά-καλά να τον γνωρίσω.

Τη δεύτερη Κυριακή ψήφισα για πρώτη μου φορά λευκό, αρνούμενος να μπω στο δίλημμα να επιλέξω ανάμεσα στους δυο υποψήφιους δημάρχους. Ουσιαστικά από την Δευτέρα μετά τις πρώτες εκλογές είχα ήδη αρχίσει να φτιάχνω τις αποσκευές μου. Όσο πλησίαζε η μέρα της αναχώρησης, το κέφι μου επέστρεφε και τώρα πια ήμουν σε θέση να απαντήσω στα πειράγματα των φίλων αναλόγως.
«Α, ώστε φεύγεις τελικά; Και όπως όλοι οι σωστοί αυτοεξόριστοι, πηγαίνεις στο Παρίσι…»
«Καλά, δεν πάω μακριά. Και μην ανησυχείτε! Αμέσως μόλις καταλάβετε το σφάλμα σας, δεν έχετε παρά να με καλέσετε κι εγώ θα επιστρέψω.»

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Ο Εκλογόκαυλος

Το 2009, αν και σε προσωπικό επίπεδο ήταν μια χρονιά γεμάτη απογοητεύσεις και αναποδιές, εκλογικά ήταν πολύ επιτυχημένη, αφού είχα τη χαρά, μετά τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου να διοριστώ ξανά αντιπρόσωπος και στις βουλευτικές του Οκτωβρίου. Θα μπορούσα, μάλιστα, να πω ότι ετούτη τη φορά φάνηκα εξαιρετικά κωλόφαρδος, αφού ο Άρειος Πάγος σεβάστηκε κατά γράμμα την αίτηση προτίμησης που έκανα και με έστειλε στη Β’ Περιφέρεια Αθηνών, στο Δήμο Δάφνης, σε ένα σχολείο δύο μόλις τετράγωνα μακριά από το σπίτι που είχα εδώ και δύο χρόνια περίπου καταλάβει. Καμία σχέση δηλαδή με την μακρά αποστολή των Ευρωεκλογών, τώρα μπορούσα να πάω στο εκλογικό τμήμα με το πόδια. Οφείλω όμως να πω πρώτα από όλα δυο λόγια για το πώς προέκυψε η Δάφνη στη ζωή μου.

Από τις αρχές του καλοκαιρού του 2007 είχα αρχίσει να αναπτύσσω και πάλι τις γνωστές μου τάσεις φυγής και απόδρασης και αναζητούσα εναγωνίως μια ευκαιρία για να μεταναστεύσω για ακόμα μια φορά από το Βόλο στην πρωτεύουσα. Κάπου στα μέσα Ιουλίου έμαθα πως μια διαφημιστική εταιρεία ζητούσε νέους κειμενογράφους. Αν και δεν ήμουν και τόσο σίγουρος για το τι ακριβώς σήμαινε αυτό, έστειλα βιογραφικό κι αυτοί μόλις δύο βδομάδες μετά με κάλεσαν για συνέντευξη. Εγώ, μες στον τρελό μου ενθουσιασμό, θεώρησα πως με είχαν ήδη προσλάβει, οπότε και ξεκίνησα χωρίς δεύτερη σκέψη να ψάχνω διαμέρισμα για να μετακομίσω. Την ίδια ακριβώς περίοδο ο Κώστας, ένας φίλος από το Βόλο -και το Posh- ετοιμαζόταν επίσης να πάει να ζήσει στην Αθήνα, αφού από το Φθινόπωρο θα άρχιζε την ειδικότητά του στην οφθαλμολογία. Εκείνος, όμως, δεν είχε ανάγκη να αναζητήσει στέγη, αφού βρισκόταν στη Δάφνη το πατρικό της μάνας του, το οποίο ήταν ακατοίκητο. Έτσι, το μόνο που είχα να κάνω, μόλις πληροφορήθηκα αυτά, ήταν απλώς να αυτοπροταθώ στον Κώστα για συγκάτοικος, πράγμα που εκείνος παραδόξως αμέσως αποδέχτηκε. Άλλωστε, πάντα είναι χρήσιμο να υπάρχει μες στο σπίτι ένας κειμενογράφος.
Στη διαφημιστική, αν και τελικά πράγματι με προσλάβανε για δοκιμαστικά, εντούτοις δεν κατάφερα και τόσο να στεριώσω και σε λιγότερο από χρόνο επέστρεψα στο Βόλο και στο δικηγορικό γραφείο μου. Ωστόσο, η σύντομή μου συγκατοίκηση με τον γιατρό, χωρίς να καταλάβουμε μάλλον και οι δυο μας πώς, μου έδωσε στο εξής κάποιας μορφής κεκτημένα δικαιώματα στο σπίτι του στη Δάφνη, όπου μέχρι προσφάτως διατηρούσα κανονικά το δικό μου το δωμάτιο. Επίσης, τώρα που το θυμήθηκα, πρέπει κάποια στιγμή να του επιστρέψω τα κλειδιά του.

Πίσω λοιπόν στο 2009 και τις Βουλευτικές του Οκτωβρίου. Όπως ήδη ανέφερα, υπήρξα τυχερός πολύ με τον διορισμό μου. Αλλά είπαμε, το 2009 ήταν μια χρονιά απογοητευτική και ανάποδη. Και έτσι σύντομα το χαμόγελο της τύχης μου φάνηκε και πάλι να παγώνει. Δυο βδομάδες πριν τις εκλογές κι ενώ εγώ ετοιμαζόμουν να κατέβω, ήρθε μια φριχτή οσφυαλγία, από αυτές που πλέον συχνά με βασανίζουνε και με έριξε με βία στο κρεβάτι. Μετά από μια ταχύρρυθμη σειρά φυσιοθεραπειών και μια χορταστική δόση από το αναπόφευκτο κοκτέιλ Muscoril και Voltaren κατάφερα και στάθηκα τρεις μέρες πριν τις εκλογές στα πόδια μου, χωρίς ωστόσο να έχω δυστυχώς ξεφορτωθεί του πόνους.
Είχα ευτυχώς διαλέξει για γραμματέα τον Γεώ που και να οδηγήσει αντί για μένα το αμάξι μου ήταν πρόθυμος και να σηκώσει το βάρος του εκλογικού υλικού μπορούσε. Ο Γεώ –κατά κόσμον Γιάννης Γεωργιάδης- είχε ζητήσει από μόνος του να μου παρέχει την αναγκαία γραμματειακή υποστήριξη, όχι τόσο για λόγους οικονομικούς όσο γιατί ως συλλέκτης φανατικός εμπειριών, ζήλευε όλους τους άλλους φίλους μου που είχαν ήδη από τη θέση αυτή περάσει. Επίσης, επιθυμούσε ως επαγγελματίας φωτογράφος που ήταν πια να δοκιμάσει ένα ολοήμερο φωτορεπορτάζ εκλογικό με αυτήν την ευκαιρία, πράγμα που τελικά κατάφερε να ολοκληρώσει τον Απρίλιο του 2012. Και αν και στην αρχή μου είχε δώσει την εντύπωση πως θα αμελούσε τα καθήκοντά του προς όφελος της τέχνης, εντούτοις αποδείχτηκε από όλους μου τους γραμματείς ο πιο εργατικός, όχι από ζήλο για την ίδια τη δουλειά αλλά επειδή και ο ίδιος πάνω στην πράξη ανακάλυψε πως είναι ένας «εκλογόκαυλος».

Οι εκλογές εκείνες κύλησαν ήρεμα και δίχως παρατράγουδα. Αν και είναι τόσο πρόσφατες, ειλικρινά μου είναι δύσκολο πολύ να ανακαλέσω κάποιο περιστατικό δυσάρεστο ή αστείο. Πιστεύω πως τελικά θα τη θυμάμαι μονάχα για την εξωφρενική ταχύτητα με την οποία ολοκληρώσαμε την καταμέτρηση των ψήφων αλλά και των σταυρών, σημειώνοντας τουλάχιστον προσωπικό ρεκόρ στην όλη διαδικασία. Όταν πήγαμε στην Ευελπίδων να παραδώσουμε τα πρακτικά, διαπίστωσα πως πριν από εμάς είχαν περάσει μόλις άλλα εννιά τμήματα από ολόκληρη τη μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια της χώρας και αυτό νομίζω πως τα λέει όλα.
Όμως, για να τα καταφέρουμε είχε ασφαλώς προηγηθεί μία πολύ καλή προετοιμασία του υλικού το Σάββατο το απόγευμα. Άλλωστε, εκεί βρίσκεται και το μυστικό. Όσο πιο σχολαστικά και μεθοδικά ετοιμάσεις τα βιβλία σου από την παραμονή, τόσο λιγότερη δουλειά σου μένει για την Κυριακή το βράδυ.
Όταν τελειώσαμε από όλα, εγώ ήδη λαχταρούσα το κρεβάτι μου. Η ορθοστασία και οι δεκαπέντε ώρες συνεχόμενης δουλειάς με είχανε κυριολεκτικά διαλύσει. Ο φυσιοθεραπευτής μου με είχε συμβουλέψει να κάνω κάποιες απλές ασκήσεις που και που λιγάκι για να μαλακώνει η μέση, αλλά εγώ τις ξέχασα. Και η κορτιζόνη που μου είχε βαρέσει ο γιατρός-συγκάτοικος αποβραδίς το μόνο που κατάφερε ήτανε να με πρήξει. Ο Γεώ όμως επέμενε να πάμε τουλάχιστον για ένα ποτό. Κι εγώ, πάνω στην υπερένταση, τραβάτε με κι ας κλαίω.

Γυρίσαμε στο Βόλο την επόμενη και μέσα σε μια βδομάδα κυριολεκτικά γαμήθηκε το σύμπαν. Η εταιρεία όπου είχα ασφάλεια ζωής βάρεσε αιφνιδιαστικά κανόνι, έχασα μια πολύ καλά δουλειά που ο αφελής την είχα και σίγουρη και εξαιτίας είχα ήδη εκτεθεί σχεδόν ανεπανόρθωτα, μου αφαιρέθηκε το δίπλωμα οδήγησης οριστικά για λόγους που δεν είναι της παρούσας και επιπλέον το θέμα με τη μέση μου επιδεινώθηκε πολύ με αποτέλεσμα να μείνω μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου στο κρεβάτι. Και όλα αυτά σε αναπόφευκτο συνδυασμό με την μακρά σειρά προσωπικών, επαγγελματικών ακόμα και συγγραφικών ηττών με είχαν πείσει πια για τα καλά πως είχα πιάσει πάτο.
Αυτό, ωστόσο, συνεπαγόταν με μια άλλη ανάγνωση πως δεν υπήρχαν μάλλον μεγάλα περιθώρια να πάω παρακάτω. Πράγμα, που δυστυχώς δε φάνηκε από τους νέους κυβερνώντες να γίνεται από την αρχή αντιληπτό σε σχέση με την κάπως αντίστοιχη κατάσταση της χώρας.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Οι συνομήλικοι

Ως πρόεδρος του Δεκαπενταμελούς του Κλασικού Λυκείου Βόλου κατά την προκατακλυσμιαία σχολική χρονιά 1991-92, είχα την ευκαιρία να με άνεση φαντασιωθώ τον εαυτό μου να ασχολείται στα σοβαρά με την πολιτική, κάποια στιγμή στο τότε ακόμα μέλλον. Τώρα που αυτό το μέλλον είναι εδώ και συνομήλικοί μου κανονικοί πολιτικοί βρίσκονται ήδη μέσα στη Βουλή και πλησιάζουν απειλητικά ακόμα και το Μέγαρο Μαξίμου, αναρωτιέμαι που ακριβώς εξόκειλε αυτή η παιδική μου φαντασίωση και τι θα κάνουν τελικά όλα ετούτα τα παιδιά, όταν συνειδητοποιήσουν πόσο βαθιά στο παρελθόν βρίσκονται πια τα ανέμελα εφηβικά τους χρόνια.

Θα ‘θελα μια φορά να βγαίναμε παρέα για καφέ και να τα λέγαμε λιγάκι, να δω τι έχουνε στ’ αλήθεια μέσα στο κεφάλι τους, που σχεδιάζουν να πάμε ως έθνος πανταήμερη και πότε επιτέλους θα οργανώσουμε ως κοινωνία κατάληψη στο κράτος. Δεν ξέρω σήμερα πια αν πράγματι εξυπηρετούν κάποιους σκοπούς αυτού του είδους τα μαθητικά συμβούλια και ποια ανήλικα συμφέροντα σε αυτά ικανοποιούνται. Αλλά, εάν υπάρχει κάποια στρατηγική παιδευτική, μέσω αυτών οι νέοι να διδάσκονται τις αρετές και τους μηχανισμούς του πολιτεύματος, καλά –φαντάζομαι- θα ήταν να πάψουν πια να λειτουργούν ως νοσηρή διαστροφή της ήδη τόσο βεβαρυμμένης ηθικά αντιπροσωπευτικότητας.

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Η ωραία Ωλένη

Οι βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007 έγιναν υπό τη σκιά του ολέθριου καλοκαιριού που είχε προηγηθεί, όπου μεγάλο μέρος του δασικού πλούτου αλλά και του ηθικού και της αξιοπρέπειας της χώρας είχανε γίνει παρανάλωμα. Στις εκλογές εκείνες δεν είχα δυστυχώς τη χαρά να συμμετάσχω, παρά μονάχα ως ψηφοφόρος γκρινιάρης και μικροπρεπής. Κατά σατανική, όμως, σύμπτωση στις αμέσως επόμενες εκλογές, στις Ευρωεκλογές δηλαδή του 2009, διορίστηκα σε μία από τα πλέον πληγωμένες από τις προ διετίας πυρκαγιές περιοχές της χώρας. Προφανώς, κάποιος τη γκρίνια μου την είχε πάρει σοβαρά και είπε να μη με αφήσει έτσι.

Όταν είδα τον διορισμό μου στην αρχή πίστεψα πως πρόκειται για φάρσα και αναγκάστηκα να ψάξω στους χάρτες και το ιντερνέτ για να εντοπίσω την εξωτική κοινότητα Ωλένης στο μακρινό Νομό Ηλείας. Δε μπόρεσα ποτέ να καταλάβω πως μου προέκυψε αυτή η τοποθέτηση και αν και είχα μάλλον τη διάθεση για να γκρινιάξω πάλι, που θα αναγκαζόμουν να ξοδέψω τη μισή αποζημίωση για μία βόλτα στο σπίτι της μητέρας του διαόλου, σκέφτηκα ύστερα πως ήταν πια Ιούνιος και πως μπορούσα με αυτή την αφορμή να αρχίσω τις διακοπές μου.

Η επιλογή του γραμματέα ετούτη τη φορά ήταν πολύ σημαντική, αφού θα έπρεπε να κάνουμε μαζί ένα ολόκληρο ταξίδι. Έτσι, μετά από σκέψη αρκετή, κατέληξα στο να προτείνω τη θέση στην Αγγελική, πράγμα που εκείνη με προθυμία σχεδόν συγκινητική σχεδόν αμέσως αποδέχτηκε.
Με την Αγγελική είχαμε γνωριστεί μόλις εκείνη τη χρονιά, είχαμε για λίγο συνεργαστεί, όταν παρίστανα τον αρχισυντάκτη σε ένα νεανικό –θεός σχωρέσ’ το- περιοδικό και γενικά, ας πούμε, κάναμε παρέα. Τρία χρόνια μετά από αυτές τις Ευρωεκλογές βρεθήκαμε προσφάτως κάπου τυχαία και τα λέγαμε και πάνω στην κουβέντα θυμηθήκαμε την ιστορία της Ωλένης και εκ των πολύ υστέρων αποφασίσαμε ομόφωνα πως όλο αυτό ήτανε μάλλον μια άτυχης ιδέα. Πάντως, το θέμα είναι πως το ταξίδι μας δεν ήταν τελικά κακό και φυσικά στο τέλος η Δημοκρατία μας για ακόμα μια φορά θριάμβευσε.

Κανονικά θα έπρεπε να παρουσιαστώ στο Πρωτοδικείο του Πύργου για να αναλάβω τα καθήκοντα μου δυο μέρες πριν τις εκλογές, αλλά όλοι οι συνάδελφοι μου έλεγαν πως όλα αυτά είναι μονάχα τυπικότητες και πως αν πήγαινα το Σάββατο θα ήτανε το ίδιο. Τελικά ενημέρωσα τηλεφωνικώς από την Παρασκευή το απόγευμα τον έφορο πως ήδη βρισκόμουν καθοδόν και ξημερώματα αρχίσαμε την Πελοποννησιακή μας εκστρατεία.
Μετά από πολλά χιλιόμετρα, άπειρες άγριες στροφές, ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα για μπάνιο και μια δόση αναγκαία και ικανή ελληνικής υπαίθρου, φτάσαμε στον προορισμό μας. Διανυκτερεύσαμε στον Πύργο – η Ωλένη δεν απείχε παρά ελάχιστα χιλιόμετρα- σε ένα ξενοδοχείο κάπως αξιοπρεπές με έναν γελοίο ρεσεψιονίστα αδιάκριτο, που αντί να μας ρωτήσει αν θέλουμε δίκλινο δωμάτιο, μας ρώτησε αν είμαστε ζευγάρι.

Ξυπνήσαμε άγρια χαράματα, φορτώσαμε στο αμάξι τα απαραίτητα και επτά η ώρα ακριβώς βρισκόμασταν στο εκλογικό μας τμήμα. Εντάξει, η αλήθεια είναι πως κανονικά θα έπρεπε ήδη στις επτά να έχουμε ανοίξει και την κάλπη, αλλά συμβαίνουν αυτά στις ζωντανές τις εκπομπές. Κι έπειτα ήμουν στ’ αλήθεια τόσο σίγουρος, ούτε που το κατάλαβα πως χάσαμε το δρόμο.
Από τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής ήρθαν μόνο δυο παλληκάρια του χωριού, καλά παιδιά, δε λέω, αλλά όχι και οι πλέον συνεπείς ως προς τις υποχρεώσεις του. Από τους κομματικούς εκπροσώπους ήταν μόνο αυτός του Κ.Κ.Ε., ένας πολύ συμπαθητικός τυπάκος, που είχε κάποιο πρόβλημα στην ομιλία του και έκανε τα άλλα τα γαϊδούρια να χασκογελάνε.

Αυτός φαίνεται πως ερωτεύτηκε αμέσως την Αγγελική, πριν πέσει ακόμα μες στην κάλπη το πρώτο ψηφοδέλτιο, και μάλιστα είχαμε και μια πολύ ρομαντική σκηνή, από αυτές που μάλλον στις εκλογές σπανίζουν. Κάποια στιγμή το απόγευμα με πλησίασε δειλά σα να ήθελε να μου ζητήσει κάποια χάρη.
«Κύριε αντιπρόσωπε, παρακαλώ, μου δίνετε την άδεια να προσφέρω ένα τριαντάφυλλο στην γραμματέα σας;»
«Τι με ρωτάτε, κύριε εκπρόσωπε; Τι είμαι; Ο μπαμπάς της;»
Ύστερα σκέφτηκα τη μαλακία του άλλου από τη ρεσεψιόν και είπα, εντάξει, δε μπορεί, όλοι αυτοί γνωρίζονται. Θα του το πρόλαβε πως μάλλον δεν είμαστε ζευγάρι.
Η Αγγελική, πάντως, το πήρε το δωράκι της και για ευχαριστώ του έσκασε κι ένα τεράστιο χαμόγελο, που έδωσε και τη χαριστική βολή στο πρόβλημα του ανθρώπου.

Λίγη ώρα μετά, όταν ο εκπρόσωπος του Περισσού μυρίστηκε ότι οι δύο μάγκες έπαιζαν κάποια δικομματική πουστιά με τα ψηφοδέλτια που έδιναν στον κόσμο, ήρθε και μου είπε κάτι που χρειάστηκα μια ώρα για να το καταλάβω.
Η παρουσία αυτών των δυο ήταν κι ο λόγος μάλλον που τόσο επιδεικτικά σνομπάρανε το τμήμα μου οι εκπρόσωποι των δυο μεγαλύτερων κομμάτων. Αφού ο καθένας φρόντιζε να δίνει στους δικούς του –χωριό είπαμε ήταν, όλοι τους γνωρίζονταν- αυτό ακριβώς που «έπρεπε» ο καθένας να ψηφίσει, συνεργαζόμενοι πολύ αρμονικά και παραλείποντας τις μεταξύ τους –και καλά- ιδεολογικές διαφορές. Εκείνοι, φυσικά, το αρνήθηκαν και το έπαιξαν και παρεξηγημένοι, μα τελικά δεχτήκανε να αλλάξουν θέσεις μουρμουρίζοντας και κάτω από τη δήθεν απειλή πως θα καλέσω και το χωροφύλακα – που προφανώς θα ήταν φίλος τους επίσης.
Άλλωστε, δε μπορούσα και πολλά να κάνω. Εγώ επί τω έργω δεν τους είχα δει. Ο μόνος μάρτυρας ήταν ο Δον Ζουάν με το σφυρί και το δρεπάνι. Και οι ψηφοφόροι δε νομίζω να είχαν και μεγάλη όρεξη να δώσουν τους δικούς τους. Κι έπειτα είχε πάει επτά παρά και ο κυρίαρχος λαός είχε ήδη μιλήσει.
Τελειώσαμε με την καταμέτρηση στα γρήγορα, τόσο που μάλιστα προλάβαμε να ρίξουμε και μια σύντομη βουτιά πριν πάμε να παραδώσουμε τα πρακτικά στο Δήμο και στη Νομαρχία.

Αυτό που θα θυμάμαι, πάντως, πιο πολύ από αυτές τις εκλογές είναι το μεσημεριανό διάλειμμα που κάναμε σχεδόν εκβιαστικά, ύστερα από πρόσκληση του κοινοτάρχη του χωριού να γευματίσουμε στο σπίτι του. Μια πρόσκληση που προσπάθησα να αρνηθώ όσο γινόταν πιο ευγενικά, αλλά στο τέλος υποχώρησα κάτω από την απειλή του τοπικού άρχοντα να με κλειδώσει μέσα στο σχολείο.
«Αφού σου λέω, ρε αντιπρόσωπε, κανένας δεν κυκλοφορεί εδώ το μεσημέρι. Κι αν έρθει κάποιος να ψηφίσει, μας φωνάζουνε. Δυο βήματα μόλις από εδώ είναι το φτωχικό μου.»
Το φτωχικό ούτε δυο βήματα απείχε τελικά από το σχολείο του χωριού ούτε και τόσο φτωχικό το έλεγες. Το γεύμα περιλάμβανε αρνί στο φούρνο με πατάτες, χωριάτικα λουκάνικα και μια χορτόπιτα, που μόλις με είδε η κοινοτάρχαινα να την τιμώ δεόντως, φρόντισε να μου τυλίξει το μισό τουλάχιστον ταψί. Η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από θέματα που είχαν να κάνουν πιο πολύ με τις φωτιές και τότε έμαθα πως πέρα από τη φυσική καταστροφή που άλλωστε ήταν προφανής –η Ωραία Ωλένη δέσποζε μέσα σε ένα πυκνό καρβουνιασμένο δάσος- ο τόπος είχε κι ανθρώπινες απώλειες. Ωστόσο, η μπίλια της κουβέντας τελικά έκατσε στις αποζημιώσεις.
Όταν, μετά από δύο ώρες, επιστρέψαμε στο εκλογικό μας τμήμα, δε βρήκα κανέναν απ’ έξω ευτυχώς που να περιμένει.

Στον Πύργο τελικά καθίσαμε ακόμα μία μέρα και τη Δεύτερα πήγαμε για μπάνιο στον Καϊάφα. Δεν είχα δυστυχώς επισκεφτεί τα μέρη αυτά πριν την «ασύμμετρη απειλή» του προπροηγούμενου καλοκαιριού, αλλά και πάλι πιάστηκε στ’ αλήθεια η ψυχή μου. Προσπάθησα να φανταστώ πως θα ήταν, άραγε, το τοπίο πριν τις πυρκαγιές και μελαγχόλησα ακόμα περισσότερο. Πάντως πιστεύω πως η παραλία πλάι στις εκβολές του Αλφειού είναι ακόμα ένα από τα ομορφότερα σημεία του πλανήτη. 

Την Τρίτη αναχωρήσαμε για την Αθήνα, όπου και άφησα την Αγγελική στα ΚΤΕΛ, ενώ εγώ παρέμεινα για ακόμα λίγες μέρες, σκορπίζοντας το υπόλοιπο της ειδικής αποζημίωσης σε διάφορες σαφώς λιγότερο ευγενείς δραστηριότητες.