Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

το σαπούνι

Ο φίλος μου ο εφευρέτης –όσοι με παρακολουθείτε από παλιά, τον έχετε γνωρίσει- μου χάρισε προχτές μια πειραματική εφαρμογή της νέας του εφεύρεσης. Πρόκειται για έναν ηλεκτρονικό αναγνωστήρα σκέψης, με τον οποίον, μου είπε, πως θα έχω πια τη δυνατότητα να ακούω τι ακριβώς έχει καθένας στο μυαλό του και επιτέλους δε θα έχω ανάγκη πια στην τύχη να μαντεύω. Η συσκευή είναι κομψή, μικρή και εύχρηστη ακόμα και για μένα. Μοιάζει με ένα παλιό ρολόι του χεριού, μόνο που ο μοναδικός του δείκτης δουλεύει κάπως σαν πυξίδα, βοηθώντας δηλαδή τον χρήστη του να προσανατολίσει με ασφάλεια την περιέργειά του. Έτσι στρέφοντάς τον προς την κατεύθυνση εκείνου τη σκέψη του οποίου θέλω, εν αγνοία του φυσικά, να μοιραστώ, μπορώ να μάθω όλα όσα έχει μέσα στο κεφάλι του και ως το στόμα του ποτέ δεν πρόκειται να φτάσουν. Με μόνη προϋπόθεση αυτός να βρίσκεται όσο γίνεται πιο κοντά μου εκείνη τη στιγμή και μάλιστα, αν είναι δυνατό, τα σώματά μας με κάποιον τρόπο να ακουμπάνε.
Δυο μέρες τώρα δε μου είχε, δυστυχώς, δοθεί η αφορμή να κάνω χρήση της επινόησης του φίλου μου. Λίγο ο αντικοινωνικός μου χαρακτήρας - λίγο μια ακατανόητη ντροπή, που μου ‘ρθε έτσι από το πουθενά, δυο μέρες τώρα κάθομαι και κοιτάζω σαν χαζός ένα νεκρό ρολόι. Τώρα, όμως, ήρθε επιτέλους η ώρα και η στιγμή: αυτός ο τύπος δίπλα μου με έχει πολύ προβληματίσει. Έχει διαβάσει επτά φορές την κίτρινη εφημερίδα του κι από το θυμό του κοντεύει να την κάνει κομματάκια. Δε μοιάζει να τον ενοχλεί κάποια συγκεκριμένη είδηση. Δε φαίνεται λόγω κάποιο μεμονωμένο ρεπορτάζ να έχει νευριάσει. Είναι σα να μισεί ο άνθρωπος στο σύνολό της την έννοια της επικαιρότητας ή και ακόμα αυτόν το γενικότερο σκοπό της πληροφόρησης να απεχθάνεται θανάσιμα. Κι όμως, αυτός εκεί, πεισματικά, δε λέει να την αφήσει από τα χέρια του. Κι όταν τόλμησα και του ζήτησα εγώ να μου φυλάξει το σταυρόλεξο να λύσω, γύρισε και με κοίταξε σα να ήμουν κανένας εξωγήινος κι αμέσως στις στήλες που αγαπάει τόσο να μισεί επέστρεψε το βλέμμα του.
Μη με κατηγορείτε! Δεν είναι πλέον προφανές πως πάει ο άνθρωπος γυρεύοντας; Ήδη έχω βάλει σε λειτουργία την εφεύρεση. Και για να μοιραστώ μαζί σας τη ντροπή, θα σας τον βάλω σε ανοιχτή ακρόαση. Κι άμα δε θέλετε να ακούσετε, να αλλάξετε σελίδα: «Γαμώ τη δημοκρατία σας! Γαμώ την έννομή σας τάξη και το κράτος του δικαίου σας! Γαμώ όλα τα συστήματα, το φορολογικό, το ασφαλιστικό, το αποχετευτικό, το κυκλοφοριακό, το πεπτικό. Ναι, ναι, αυτό κυρίως! Όλους σας γαμώ, μαλάκες, που κάθεστε τόσο καιρό στο σβέρκο μου, νομοθετείτε για λογαριασμό μου και βγάζετε από πάνω στο δικό μου το όνομα τις σκατοαποφάσεις σας! Δε σας ανήκω. Εγώ δεν είμαι ο λαός σας. Εδώ και τώρα, στις δεκαεννιά και δέκα τέσσερα λεπτά, από την τριακοστή τέταρτη θέση του ΚΤΕΛ των έξι για τη Λάρισα, εγώ, ο λαός μου μέσα, κηρύσσω την ανεξαρτησία μου και στο καπάκι σας κηρύσσω και τον πόλεμο! Δεν το περιμένατε, ε; Με είχατε κι εμένα για ακόμη ένα ανθρωπάκι ταπεινό, που κάθεται στη θέση του φιλήσυχο χαζεύοντας την εφημεριδούλα του για να περάσει η ώρα και της διαδρομής τα τριακόσια εξήντα ατέλειωτα χιλιόμετρα. Μία ζωή, βαρέθηκα μόνος να ταξιδεύω σε όλη την επικράτεια και όλα ετούτα τα κωλοχιλιόμετρα δε λένε να τελειώσουν. Ναι, ρε! Θέλω να είμαι φιλήσυχος, την ησυχία μου την αγαπώ και την υπερασπίζομαι. Τη δικιά σας ησυχία, όμως, τώρα θα την γαμήσω! Θα με θυμάστε για καιρό. Χάπια θα αρχίσετε να παίρνετε, μήπως και με αποβάλετε από τη βουλωμένη μνήμη σας. Θα βάλετε όλους τους κωλογιατρούς να αρχίσουν να σας κάνουν επεμβάσεις στον εγκέφαλο, αλλά τόσο θα έχω πια τρυπώσει εκεί βαθιά, που δε θα μπορείτε ούτε με σφαίρες να με βγάλετε. Και κάθε δευτερόλεπτο θα κάνω μες στο μίζερο σας τον οργανισμό και νέες μεταστάσεις. Θα σας σαπίσω, το καταλαβαίνετε; Θα σας μαυρίσω τις γκρίζες σας ψυχές! Όπως μαυρίζει η κωλοεφημερίδα σας τώρα τα δάχτυλά μου. Από όπου και να σας πιάσει κανείς εσάς, λερώνεται. Όχι, όχι, δε φταίει το μελάνι. Φταίτε εσείς! Όταν θα κάνει στάση στα μισά ο οδηγός, εγώ θα την περάσω ολόκληρη την ολιγόλεπτη μέσα στους καμπινέδες. Πάλι και πάλι, θα σαπουνίζω και θα ζεματίζω τα χέρια μου συνέχεια, να σας ξεφορτωθώ βρωμιάρηδες για πάντα. Να φύγετε επιτέλους από πάνω μου. Αλλά σιγά μην έχει εκεί σαπούνι και ζεστό νερό. Μια φορά, πάντως, δεν το αγγίζω το πουλάκι μου, έτσι όπως μου τα έχετε εσείς και οι κωλοειδήσεις σας τα χέρια μελανιάσει. Καλύτερα να κάτσω και να κατουρήσω σαν τις γκόμενες. Ναι, ναι, αυτό ακριβώς θα κάνω. Θα μπω στις γυναικείες και εκεί θα κάνω τη δουλεία μου καθιστός. Εκεί καμιά φορά μπορεί να βρει κανείς κανένα κωλοσάπουνο. Στις αντρικές δεν παίζει. Τι διάολο τα κάνουνε οι άντρες τα σαπούνια; Κι έτσι και πέσει πάνω μου καμιά παλιοκαριόλα και μου γκρινιάξει που τρύπωσα μες στο χεσμένο άβατο, θα της το χώσω το σαπούνι μες στο στόμα της, να κάνει με τις κλάψες μπουρμπουλήθρες. Τι θες, μωρή, και μου φωνάζεις, θα της πω. Για πάρτη σου το κάνω, δηλαδή τι νόμισες; Για σένα ήρθα να κατουρήσω καθιστός. Για σένα σαπουνίζομαι. Ποιος ξέρει, αύριο-μεθαύριο μπορεί να σε γαμήσω. Θες να σου κουβαλήσω καμιά αρρώστια στο μουνί και ύστερα να τρέχεις;»
Και κάπου εδώ, σχεδόν ταυτόχρονα με την τόσο αναγκαστική όσο και αναγκαία στάση του λεωφορείου στα μισά, τέλειωσαν και της συσκευής οι μπαταρίες. Οπότε κάπως έτσι διακόπτεται και η παρακολούθηση της σκέψης του συνταξιδιώτη μου, η συνέχεια της οποίας, άλλωστε, θα ήταν και πρακτικά ανέφικτη. Όσοι επιθυμείτε, μπορείτε ασφαλώς να συμπληρώσετε τη μικρή αυτή υποκλοπή ανασφαλώς μαντεύοντας. Κι αν τύχει να γνωρίζετε προσωπικά τον επιβάτη της θέσης με τον αριθμό τριάντα τέσσερα, του ΚΤΕΛ των έξι για τη Λάρισα, δεχτείτε, σας παρακαλώ την -όχι και τόσο ειλικρινή, το ομολογώ- συγνώμη για την αδιακρισία μου. Κι όσο για τα παράπονά σας, απευθυνθείτε στο φίλο εφευρέτη μου, αυτός φταίει για όλα.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

παντού

Λίγο η μακρινή τσιγγάνικη καταγωγή, λίγο το απροσάρμοστό του πνεύμα, έχει αναπτύξει από καιρό ένα ταλέντο μοναδικό και απαράμιλλο. Πάνω από τρία βράδια στο ίδιο μέρος σπάνια κατορθώνει πια να διανυκτερεύσει και από το διαμέρισμα του ενός στου άλλου φίλου διαρκώς μετακινείται. Έχει ήδη υπεξαιρέσει μες στις τσέπες του ένα σωρό κλειδιά, που τα ακούς σε κάθε βήμα του να κουδουνίζουνε χαρμόσυνα κι από μακριά μάταια να προειδοποιούνε για την θρασεία και τόσο λίγο, δυστυχώς, αναμενόμενη νέα επίσκεψή του. Ήτανε λες και είχε βάλει με όλη την πόλη στοίχημα υπεράνθρωπο να φιλοξενηθεί σε κάθε σπίτι διαθέσιμο, σε κάθε ελεύθερο κρεβάτι. Τον συναντάς Τσιπουροπαρασκευούλα μεσημέρι στα Παλιά και τον ρωτάς, τι έχεις να κάνεις το σαββατοκύριακο κι εκείνος σου απαντάει, «θα πάω να μείνω στο σπίτι κάτι φίλων στη Νεάπολη, που έχει μπαλκόνι με ωραία θέα σε μια μάντρα με αυτοκίνητα. άμα γουστάρεις, πέρνα!». Τη στήνει στα πρακτορεία τις παραμονές και μόλις δει κάποιον γνωστό να βγάζει εισιτήριο, τον πλησιάζει κι άρχιζε τα δικά του, «φεύγεις; που πας; και ποιος θα σου ποτίζει τα φυτά; παρέα στους τοίχους ποιος θα κάνει;». Μία ομάδα φοιτητών, λίγο για πλάκα - λίγο για να περάσουν κάποιο μάθημα, έκανε τις προάλλες μια εργασία κι έβγαλε, λέει, το συμπέρασμα πως έχει ο φίλος μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια κοιμηθεί στα δύο πέμπτα των σπιτιών της πόλης. Χωρίς να υπολογιστούν τα ακατοίκητα κι όλα τα παρανόμως στοιχειωμένα.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

ο χρόνος και τα χρόνια

Μου αρέσουνε οι άνθρωποι που ξέρουνε να ζούνε.
Μου αρέσουν ειδικά αυτοί που ξέρουν τη ζωή τους.
Που ξέρουν της ζωής το νόημα.
Που δεν τους νοιάζει στη ζωή νόημα να της δώσουν.
Που τη μετράνε σε στιγμές κι όχι σε μήνες, χρόνια.

Όλοι έχουν μια μονάδα μέτρησης.
Αυτό όλους βολεύει.
Άλλοι το χρόνο προτιμούν, κι ο χρόνος τούς μετράει.
Άλλοι επιλέγουν τη στιγμή, κι έξω απ’ το χρόνο ζούνε.
Κι είναι και κάποιοι όπως κι εγώ, που διάλεξα εμένα.

Κι ύστερα διάλεξα εμάς.
Τα χρόνια τα διέγραψα, κατήργησα τους μήνες.
Και τότε άρχισα με το όνομά σου τη ζωή μου να μετρώ.
Ένα όνομα και κάποιος αριθμός στο πλάι του μονάχα.
Κι έγινε ολόκληρη η ζωή μία στιγμή μαζί σου.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

το αδύνατο

Μου ζήτησες μια ιστορία να σου πω.
Με έπεισες πως τα ‘λεγα ωραία.
Κι είπα κι εγώ να αφήσω τις παλιές.
Μια καινούρια απ’ την αρχή να φτιάξω.
Πήρα από σένα υλικά.
Πήρα εμάς για θέμα.
Έβαλε η τύχη από μόνη την πλοκή.
Κι οι αποστάσεις άπλωσαν τα πλοκάμια.

Κι ύστερα είπες, «καλά τα λες, μου άρεσε».
«Τι λες;», σου απάντησα εγώ.
«Κοίταξε! Γράφω ακόμα!»
Μα εσύ βιαζόσουν να γυρίσεις τις σελίδες σου.
Κι ας μάτωνε ο κόσμος μου απ’ το υγρό ακόμα μελάνι του γραπτού μου.
Ούτε καν για να στεγνώσει δεν περίμενες.
Δε νοιάστηκες, μήπως τα μουτζουρώσεις όλα αυτά.
Δε θέλησες το τέλος να ακούσεις.

Μα, δεν πειράζει, σκέφτηκα.
Μούσκεψα, στέγνωσα εγώ κι είπα να αρχίσω πάλι.

Σου ζήτησα μια ιστορία να σου πω.
Πίστεψα πια πως πράγματι τα έλεγα ωραία.
Κι είπα να αφήσω πίσω την άλλη τη μισή.
Μια άλλη, νέα, διαφορετική, απ’ την αρχή να γράψω.
Και τότε είπαν τα υλικά μου, «όχι, τώρα δε μπορώ».
Κι εσύ μου λες, «αυτό δε γίνεται, τώρα το θέμα δεν υπάρχει».

Ποιος σου είπε πως θέλω στο τώρα εγώ να ζω;
Ποιος σου είπε πως γράφω μονάχα για το τώρα;
Ποιος θα μπορούσε να μου απαγορεύσει να βλέπω το μετά;
Ποιος θα μπορούσε το αδύνατο ποτέ να έρθει να μου ζητήσει;

Μου ζήτησες μια ιστορία να σου πω.
Μου ζήτησες κι άλλα πολλά.
Δεν ξέρω αν πρόλαβα να σου τα δώσω όλα.
Σου έδωσα εμένα όμως κι αυτό ίσως να ήταν αρκετό.
Αφού από εμένα πιο πολύ άλλο να δώσω δεν υπάρχει.

Και τώρα πες μου, τι ζητάς;
Στο λέω, και πάλι, ζήτησε αλήθεια ό,τι θες!
Μονάχα, αλήθεια, σε παρακαλώ, μη μου ζητάς το αδύνατο!
Το αδύνατο, το τώρα, τι να τα κάνω όλα αυτά;
Άλλη είναι εμένα η δουλειά μου.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

οι ακατανόητοι κανόνες ενός αγαπημένου παιχνιδιού

Αντίκρυ ακριβώς στην πόλη μου βρίσκεται ένας παραθαλάσσιος άναρχος οικισμός. Εκεί, ανάμεσα σε θλιβερά ενοικιαζόμενα δωμάτια και ξενυχτάδικα της άγριας παρακμής, υπάρχει ένα άσυλο για ψυχικά νοσούντες. Το ιδιωτικό ίδρυμα αυτό φέρει το αστείο μάλλον όνομα του ιδιοκτήτη και διευθύνοντος ιατρού, πράγμα που βάζω στοίχημα πως δεν μπορεί παρά να προκαλεί συνειρμούς φαιδρούς και αχαλίνωτους ακόμα και στους πιο βεβαρημένους του τροφίμους.
Στην κλινική αυτή, σήμερα νοσηλεύεται και η αγαπημένη μου γιαγιά, η Αγγελική, χτυπημένη πια ανεπανόρθωτα από τη νόσο του Αλοΐσιου Αλτσχάιμερ. Κάθε φορά που την επισκέπτομαι, μπαίνω πάντα στη διαδικασία να της συστηθώ, να της θυμίσω το συγγενικό δεσμό μας και να της πω δυο-τρία πράγματα για το τι κάνω και το πώς περνώ, τα οποία ασφαλώς εκείνη τα ξεχνά, ελάχιστα μόλις λεπτά μετά την αποχώρησή μου. Πάντα σχεδόν της κάνω μια και μοναδική ερώτηση: Τι έφαγες σήμερα, γιαγιά; Χωρίς, όμως, να έχω πάρει ποτέ μια σωστή και λογικοφανή απάντηση. Κι όμως, μέσα από το θολό και απροσμέτρητο βυθό της μνήμης της πολύ συχνά βλέπω να αναδύονται όμορφες ιστορίες αγκαλιασμένες με αναχρονισμούς γλυκόπικρους.
Δύσκολα, ας πούμε, θα ξεχάσω λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν ακόμα την είχαμε στο σπίτι της και ζούσε ακόμα κι ο παππούς, πως είχε σηκώσει ένα βράδυ στο πόδι ολόκληρη τη γειτονιά, απαιτώντας να της φέρουμε ξανά πίσω τον άντρα της. Ο άντρας της φυσικά ήταν εκεί, στο πλάι της, αλλά επειδή ήταν πια γέρος και η γιαγιά ζούσε ξανά μες στο μυαλό τη νιότη της, δεν της ήταν καθόλου εύκολο να τον αναγνωρίσει και έτσι συνέχιζε επίμονα να αναζητά το Στέλιο της. Την άλλη μέρα ο παππούς μού έλεγε πως δεν ήξερε πώς ακριβώς θα έπρεπε μπροστά σε αυτήν την ακατανίκητη παράνοια να αντιδράσει, να πληγωθεί που η για εξήντα χρόνια σύντροφος της ζωής του πια δεν τον αναγνώριζε ή να χαρεί που ακόμα είχε η δικιά του όρεξη για πάρτη του να κάνει φασαρία.
Την τελευταία φορά που πήγα απέναντι για να την δω, είχε τελειώσει της κλινικής το αυστηρό επισκεπτήριο και έτσι αναγκάστηκα να μπω για λίγο στα κρυφά μες στο δωμάτιο της. Τι έφαγες σήμερα γιαγιά, τη ρώτησα για χιλιοστή φορά. «Πού να θυμάμαι, αγόρι μου», απάντησε εκείνη, λες και της είχα ζητήσει να μου πει αν έβρεχε τη μέρα που γεννήθηκα. Όταν βγήκα ξανά έξω στο δρόμο, είδα στο βάθος του ορίζοντα σύννεφα να μαζεύονται και κατάλαβα πως πάει πια, τέλειωσε κι αυτό το καλοκαίρι. Μπήκα στο αμάξι και πήρα το δρόμο της επιστροφής -όχι τον συντομότερο- περνώντας πλάι από τα κουφάρια των σκουριασμένων καϊκιών στο αρχαίο ναυπηγείο στα Πευκάκια. Μια άλλη εικόνα, όμως, λίγο παρακάτω κόντεψε να με κάνει να χάσω τον έλεγχο του οχήματος. Μέσα στο χωματένιο γηπεδάκι και κάτω πια από το ψιλόβροχο, μια παρέα ρακένδυτων Πακιστανών -από αυτούς που όλη τη μέρα τριγυρνούν στην πόλη ψάχνοντας κάποια δουλειά του ποδαριού- έπαιζε με κανόνες αυστηρούς και αυτοσχέδιο εξοπλισμό έναν αγώνα κρίκετ. Στάθηκα λίγο και τους χάζεψα και ύστερα πάτησα γκάζι και απομακρύνθηκα ευχόμενος στον εαυτό μου, όταν και η δική μου μνήμη αρχίσει κάποτε να κάνει τις δικές της προγραφές, από αυτές τις γκρίζες χαρτονένιες μέρες, τέτοιες μονάχα εικόνες, πολύχρωμές και εξωφρενικές, να βρει και να κρατήσει.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Prohibida La Venta

η τελευταία πρώτη φορά

Την πρώτη εκείνη τη φορά που ζευγαρώσανε -όχι την πρώτη πρώτη, φυσικά, μα μία από τις πρώτες- ήταν κι η πρώτη η φορά που κάποτε, χρόνια μετά, αυτός θα έφτανε να ευχότανε να ήταν η τελευταία. Ήταν στο τέλος του καλοκαιριού, μπορεί Σεπτέμβρης ήδη.
Είχανε πάει για τσίπουρα και ήταν μεσημέρι. Αυτός είχε να πάει μετά σε μια δουλειά. Αυτή κάτι είχε κανονίσει. Την ώρα όμως που αδειάζαν τα ποτήρια τους κάτι θυμήθηκε αυτός κι είπε να αλλάξει σχέδια και να της το θυμίσει.
«Πάμε από το σπίτι σου μετά;» τη ρώτησε.
«Δεν έχω σπίτι πια. Το άφησα. Το ξέχασες; Θα φύγω.»

«Περίεργο πράγμα», τότε σκέφτηκε και τώρα πια μου λέει. «Μόλις το ένα θυμηθώ, ξεχνάω όλα τα άλλα.» Σε μένα, είπα να του πω, συμβαίνει το αντίθετο: τα όλα για να θυμηθώ, ξεχνάω πάντα το ένα. Και όχι ένα «ένα» γενικά, μα πάντα αυτό το ίδιο. Ξέχνα το, όμως, και συνέχισε! Δεν ξαναδιακόπτω. 

«Ας, πάμε στο δικό μου τότε!», της πρότεινε επίμονα.
«Μα και εσύ δεν έχεις. Τώρα μόλις επέστρεψες. Ακόμα σπίτι ψάχνεις.»
«Πάμε τότε και βλέπουμε. Θα βρούμε κάποια λύση.» Σηκώθηκαν, πληρώσανε και έφυγαν μέσα από τα στενά, σαν κάποιος να τους κυνηγούσε.

Ήταν ακόμα καλοκαίρι. Ίσως και να είχε έρθει ο Σεπτέμβριος. Πριν κάτσουνε για τσίπουρα, είχαν πάει μια βόλτα ως τη θάλασσα. Κολύμπησαν για λίγη ώρα στα ρηχά κι ύστερα είπαν σχεδόν ταυτόχρονα και οι δυο, πάμε λίγο πιο μέσα. Ξαπλώσανε στην αμμουδιά και με τον ήλιο να τους κοιτά κατάματα, έκαναν σχέδια κοινά χωρίς να πουν κουβέντα.

Άρχισαν να δαγκώνονται από το αμάξι ακόμα. Στο δρόμο βγάλανε τα ρούχα τους. Στο ασανσέρ απαλλαχθήκανε από ότι άλλο περιττό θα τους καθυστερούσε. Και όταν πια βρεθήκαν στο διάδρομο, είχανε απομείνει μόνοι.
Ακούμπησε τη μύτη του στο στήθος της. Η θάλασσα, ο ήλιος, ο γλυκάνισος, είχαν για τα καλά ποτίσει το κορμί της. Αυτός μύριζε δρόμο και το ήξερε. Γνώριζε πως για το λόγο αυτόν, τον συμπαθούσαν τα αδέσποτα. Πως για τον ίδιο λόγο ακριβώς οι άστεγοι λιγάκι τον μισούσαν. Και καταλάβαινε καλά πως ήταν ακριβώς αυτή του δρόμου η οσμή που αυτή αναζητούσε.
Δεν πρόλαβαν να ξεπλυθούν. Καλά-καλά δεν τα κατάφεραν να μπουν σε κάποιο διαμέρισμα. Εκεί, πηδήχθηκαν στα όρθια, με αυτήν σε κάποια πόρτα να στηρίζεται κι αυτός όλες τις πύλες να γκρεμίζει. Πηδήχθηκαν για ώρα την πόρτα κάποιου σπιτιού βαρώντας ρυθμικά, κι ούτε που σκέφτηκε κανείς «ποιος είναι» να ρωτήσει.
Στο τέλος οι ίδιοι αναρωτήθηκαν, «ποιος είναι τέτοια ώρα;»
«Εμείς!», οι ίδιοι τους απάντησαν.
«Ποιοι εσείς;», ξαναρωτήσανε.
«Εμείς μετά τα τσίπουρα. Εμείς στο τέλος του καλοκαιριού - σχεδόν μες στο Σεπτέμβριο. Εμείς του ήλιου. Του μεσημεριού. Εμείς και όλοι οι άλλοι.»

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

στην Πανεπιστημίου ανάποδα

Συνήθως τις αποφεύγω τις λεπτομερείς περιγραφές, μα για το φίλο μας το Χάρη θα κάνω μια εξαίρεση. Ο Χάρης είναι τριανταεπτά ετών, αδύνατος σαν σκελετός, μαυριδερός σαν γύφτος, μετρίου αναστήματος, σχεδόν πάντα αχτένιστος, πάντα τσαλακωμένος και γενικά καλό παιδί, ευγενικό και λιγομίλητο. Από τα άτομα αυτά που σπάνια περνούν μέσα από τα βιβλία και καταφέρουνε να ζουν μια μυστική ζωή, αόρατοι σχεδόν από τις βάναυσες ματιές των άλλων των ανθρώπων. Μόνο που ο φίλος μας συγκέντρωνε τρία ελαττώματα που οι συγγραφείς σπάνια συγχωρούνε. Πρώτον έβλεπε όνειρα, δεύτερον τα θυμόταν και τρίτον και χειρότερο επέλεγε να τα αφηγηθεί πάντα σε λάθος άνθρωπο.
«Γνωρίζεις από όνειρα;» ήρθε ένα βράδυ και με ρώτησε τραβώντας νευρικά το διπλανό σκαμπό και ρίχνοντας τριγύρω βλέμματα ανήσυχα, σα να τον κυνηγάνε. Μου έλεγε, θυμάμαι, η γιαγιά μου πως τα άσχημα πρέπει να τα συζητάμε μονάχα το πρωί για να ξορκίζουμε έτσι, με το φως της μέρας, το κακό και τον ανυποψίαστο ακροατή να μην τρομοκρατούμε, είπα και δείχνοντάς του το ρολόι πάνω από το μπαρ συμπλήρωσα, μήπως λοιπόν να περιμένουμε, σε λίγο ξημερώνει; Αλλά ο Χάρης ανυπόμονος, αψήφησε όλες της γιαγιάς τις συμβουλές και άρχισε να αφηγείται: «Είχα που λες κατέβει στην Αθήνα και λέω, δεν πάω και μια βόλτα από το Σύνταγμα να δω τι παίζει με αυτούς τους Αγανακτισμένους. Και ανεβαίνω λέει πάνω στο ποδήλατο –άγνωστο πώς το είχα κουβαλήσει εκεί κάτω- και αρχίζω να κατηφορίζω την Πανεπιστημίου.» Μάλλον θα πήγαινες ανάποδα, τον διακόπτω βλακωδώς. «Ρε Γιάννη! Όνειρο ήτανε, γαμώτο! Που λες και φτάνω τελικά στο Σύνταγμα, οπού γινόταν ο κακός χαμός! Αλήθεια τόσο κόσμο μέσα στο όνειρο δεν έχω ξαναδεί! Και όλοι κάτι έκαναν, κουβέντιαζαν, μαγείρευαν, έπαιζαν, τραγουδούσαν. Σου λέω, επανάσταση! Πάρκαρα το ποδήλατο και χώθηκα αμέσως και εγώ ανάμεσα στο πλήθος. Κι εκεί που χάζευα το κίνημα, αναζητώντας μήπως βρω κι εγώ κάποιον ρόλο να παίξω, βλέπω έναν τύπο απέναντι μου ξαφνικά να στέκεται και έκπληκτος πολύ να με κοιτάζει. Δεν πρόλαβα να αναρωτηθώ γιατί κι αυτός τότε με δείχνει στους υπόλοιπους και βάζει μια φωνή: Παιδιά, κοιτάξτε! Ο Πάγκαλος! Για μια στιγμή απόλυτη σιωπή σαρώνει την πλατεία και όλοι τους καρφώνουνε ταυτόχρονα τα μάτια τους σε μένα. Ούτε που πρόλαβα να διαμαρτυρηθώ, άχνα δεν πρόλαβα να βγάλω και είδα τους όλους να χιμούνε πάνω μου να με κατασπαράξουν.» Τι λες τώρα; Και μετά; «Τι και μετά; Εσύ, τι λες να έγινε μετά; Ξύπνησα ιδρωμένος.»
Λίγες μέρες αργότερα, μια «φίλη» έγραψε στον τοίχο της, «δε γίνεται να περάσω από το Σύνταγμα, χωρίς να φοβηθώ πως θα με θεωρήσουνε οι μεν εθνική μειοδότρια και οι δε γρανάζι του συστήματος». Οι φόβοι και των δυο στο τέλος αποδείχθηκαν αβάσιμοι. Μέσα Ιουλίου το κίνημα τις εργασίες του διέκοψε για καλοκαιρινές διακοπές και έδωσε σαν σινεμαδάκι ραντεβού για τις αρχές Σεπτέμβρη.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

ο βρωμιάρης

Κάθε βράδυ που ο Λεύτερης πέφτει για να κοιμηθεί, το Θεό παρακαλάει να μη ξαναγεννηθεί. Μα ο Θεός δεν την ακούει τη φωνή την παιδική, γιατί οι δυο καλοί γονείς του σφάζονται απ’ το πρωί.

Αυτοί που ξέρουν απ’ αυτά, λένε πως η αγάπη των παιδιών για τα παιχνίδια τους εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία τελικά τα καταστρέφουν. Λογικό δεν είναι, άλλωστε, όσο πιο πολύ κάτι σου αρέσει, τόσο κι ακόμα περισσότερο σ’ αυτό ξεσπάς και το κακομεταχειρίζεσαι και η προτίμησή σου σύντομα το θέτει εκτός μάχης. Έτσι, αν είσαστε γονείς καρμίρηδες, δώστε στα τέκνα σας παιχνίδια που ελάχιστα γουστάρουν, ώστε να τα κρατήσουνε για χρόνια σώα και αβλαβή, κι αν γίνεται, μαζί τους να γεράσουν.

Περίπου κάπως έτσι του Λευτέρη οι γονείς βαρέθηκαν να τα ακουμπάν στα παιχνιδάδικα και του αγόρασαν τον «ηλεκτρονικό βρωμιάρη».
Μια κούκλα που κανείς γονιός στο σπίτι του δεν ήθελε να βάλει και το δωμάτιό του να το μοιραστεί κανένας μπόμπιρας μαζί του δεν τολμούσε.
«Τι μαλακία είναι αυτή;» σκέφτηκε ο μικρός Λευτέρης, μόλις το δώρο του ξετύλιξε και «Ευχαριστώ μπαμπά, μαμά, σας αγαπώ!» στους τελειωμένους τους γονείς του είπε.
Μα μόλις έμεινε μονάχος με την κούκλα του μες στο ορυμαγμένο από τα θραύσματα των άλλων παιχνιδιών δωμάτιό του, ο «ηλεκτρονικός βρωμιάρης» έσπευσε από μόνος του με μια κουβέντα να κάνει τις συστάσεις.
«Καλά, ρε κότα, γιατί τους παριστάνεις τον καλό; Αφού το ξέρεις τι καραγκιόζηδες που είναι;»
«Είναι γονείς μου και πρόσεχε το στόμα σου, αν θες καλά οι δυο μας να τα πάμε!»
«Σιγα, ρε φλώρε! Άραξε! Σου θίξαμε τα ιερά…», είπε ο ηλεκτρονικός ψευτόμαγκας κι αμέσως του ανάψαν τα λαμπάκια.
Μια βδομάδα άντεξε αυτή η συγκατοίκηση.
Και ένα βράδυ, που του Λευτέρης οι γονείς πλακωνόντουσαν, «Πως τους αντέχεις, ρε φίλε, τους κανίβαλους;» απόρησε ο ηλεκτροβρωμιάρης.
«Τι θες να κάνω; Να τους προτείνω να χωρίσουνε; Αφού για μένα υποτίθεται πως εξακολουθούν στο ίδιο σπίτι μαζί να κατοικούνε…»
«Να δεις που ο δικός σου θα ‘χει γκόμενα. Πάντως, η μάνα σου μια χαρά κρατιέται. Εγώ ένα χέρι ευχαρίστως θα της το ‘ριχνα…»
«Σκάσε, μωρέ μαλάκα! Θα σε ακούσουν.»
«Ρε, να σου πω, γιατί δεν τους σκοτώνουμε;»
«Μη λες βλακείες! Αφού τους αγαπάω…»
«Α, ναι! Συγνώμη, ρε! Το ξέχασα.» 
Την ώρα εκείνη των μεγάλων οι φωνές έφταναν καθαρά ως του παιδιού τα αυτάκια.
«Σήκω και φύγε απ’ το σπίτι μου!», έλεγε η μανούλα στο μπαμπά, ενώ αυτός, «Άντε γαμήσου!», τρυφερά της απαντούσε.
«Πάντως, άμα γουστάρεις, το κάνω να φανεί σαν να είναι ατύχημα», ψιθύρισε η κούκλα στον μικρό και του έκλεισε το ηλεκτρονικό της μάτι.
Και κάπως έτσι μπήκε το διαβολάκι στην τρυφερή του την καρδιά. «Τι εννοείς», ρώτησε συνωμοτικά το εγκληματικό παιχνίδι.

Τα υπόλοιπα νομίζω τα γνωρίζετε, όσοι δίνετε σημασία ακόμα στις φυλλάδες σας και δεν τις παίρνετε μόνο για τα σουντόκου.

Κάθε βράδυ που ο Λεύτερης πέφτει για να κοιμηθεί, το Θεό παρακαλάει να μη ξαναγεννηθεί. Μα ο Θεός δεν την ακούει του παιδιού την προσευχή. Του ιδρύματος οι τοίχοι δεν αφήνουνε να βγει.


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

La Magnitud De La Tragèdia

ποίος φοβάται τη σιωπή;

Την άλλη μέρα πέρασα από το μαγαζί του Ν. Γ. για να του επιστρέψω τα χρήματα που μου είχε δανείσει πριν φύγω για το Βέλγιο. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για αυτόν, αν και δεν κατάλαβα για ποιο πράγμα χάρηκε πιο πολύ. Για μένα που με ξαναείδε, ενώ με είχε ξεγραμμένο ή για τα τέσσερα κατοστάρικα που νόμιζε πως δε θα τα ξαναέβλεπε ποτέ; Του τα επέστρεψα μαζί με ένα μικρό δώρο καθαρά συμβολικό -φόρο τιμής στα ξεπερασμένα και αφελή μέτρα προστασίας των υπέρλαμπρων δυτικοευρωπαϊκών μουσείων- κι αφού τον ευχαρίστησα για ακόμα μια φορά, του πρότεινα να κλείσει το κατάστημά του, όπου άλλωστε ποτέ κανένας δεν πατούσε, και να πάμε λίγο παρακάτω να πιούμε έναν καφέ σαν άνθρωποι. Έψαχνα τότε ακόμα απεγνωσμένα πρόθυμους ακροατές των περιπετειών μου, πιστεύοντας πως θα τις ξεφορτωνόμουν και μόνο με το να μιλάω σε άλλους για αυτές.
Το καφενείο στη γωνία είχε ανοίξει όσο εγώ έλειπα από την πόλη κ μέχρι να επιστρέψω είχε ήδη γίνει στέκι για αρκετούς από αυτούς που δεν φοβόντουσαν να πάνε μόνοι για καφέ χωρίς να τους παρεξηγήσουν. Εκείνο το πρωί, ο Ν. Γ. κι εγώ ήμασταν ο εξηκοστός και ο εξηκοστός πρώτος αντίστοιχα πελάτης του καφενείου εκείνου, που κάποιος, προφανώς αστειευόμενος, το είχε ονομάσει «η Άρνηση». Καθίσαμε στην άκρια ενός στενόμακρου ξύλινου τραπεζιού, δώσαμε την παραγγελία μας κι αρχίσαμε αμέσως να τα λέμε. Όμως τα λόγια μας με δυσκολία έφταναν από το στόμα του ενός ως τα αυτιά του άλλου, αφού η μουσική, που από τα μετέωρα ηχεία πλημμύριζε το μαγαζί, είχε ήδη σχηματίσει ανάμεσά μας ένα έντεχνο , αόρατο μα τόσο συμπαγές, ηχόφραγμα, που μόνο ίσως με κραυγές ήτανε δυνατό να σπάσει. Ο Ν.Γ. έσπευσε για λογαριασμό του καταστήματος να απολογηθεί λέγοντας πως όταν άνοιξε η «Άρνηση» οι ιδιοκτήτες της, άνθρωποι που ήρθαν από αλλού, είχαν αποφασίσει να φτιάξουνε ένα καφέ του οποίου πελάτες θα είχανε τη δυνατότητα να γράψουν, να διαβάσουν ακόμα και να μιλήσουν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, χωρίς να βάζουν με το ζόρι την πρωινή τους τη διάθεση κάτω από την μελωδική επικυριαρχία κάποιων τραγουδιών που οι ίδιοι ίσως και ποτέ δε θα είχαν επιλέξει. Γρήγορα όμως το μετάνιωσαν, αφού είδαν τις πρώτες εβδομάδες λειτουργίας να περνούν μπροστά από αδειανά καθίσματα και από υποψήφιους θαμώνες που άνοιγαν την πόρτα, κοπάναγαν τα μούτρα τους πάνω στην εκκωφαντική σιωπή του μαγαζιού και ύστερα ρωτούσαν ντροπαλά «έχετε ανοίξει ή να περάσουμε αργότερα;». Έτσι αναγκάστηκαν να ανοίξουνε το ραδιόφωνο, αλλά προσπάθησαν και πάλι να κρατήσουνε την έντασή του χαμηλά, έτσι ώστε η μουσική να υπάρχει ως ένας ταπεινός και διακριτικός σχολιασμός πίσω από τις σκέψεις και τις κουβέντες των ανθρώπων. Δεν άργησε, ωστόσο, να χάσει και πάλι η προσφορά τη μάχη με τη ζήτηση, αφού ακόμα και οι ελάχιστοι πελάτες τους δεν δίσταζαν να τους επισημάνουν πόσο ψυχρός, γυμνός και αδιάφορος τους φαίνεται ο χώρος, ενώ αρνούνταν να δεχτούν πεισματικά πως το ήσυχο εκείνο σκηνικό το μόνο που έκανε ήταν να ξεγυμνώνει την αδιαφορία των ίδιων τους των συζητήσεων και την ψυχρότητα των προβληματισμών τους. Και κάπως έτσι βρεθήκαμε να πίνουμε τον καφέ μας και να κουβεντιάζουμε μέσα στον άφρενο ρυθμό των μουσικών επιλογών που η αόρατος αρχή, που λέει πως στον τόπο αυτόν μόνο ο πελάτης κι ο νεκρός έχουνε πάντα δίκιο, μας είχε επιβάλει.
Ο Ν.Γ. δεν ήθελε να με στενοχωρήσει και δείχνοντας μου ένα άδειο τραπεζάκι έξω από το μαγαζί μου πρότεινε, παρά το ελαφρύ μα επίμονο συνάχι του, να μετακινηθούμε. Μαζέψαμε τους καπνούς και τους καφέδες μας, φορέσαμε πάλι τα παλτά μας και βγήκαμε έξω στο πεζοδρόμιο. «Ξέρεις γιατί γίνεται αυτό», με ρώτησε καθώς ακούμπαγε την πλάτη του πάνω στην τζαμαρία που παλλόταν από τα μέσα ντεσιμπέλ και κόντευε να σπάσει. Γιατί στη χώρα αυτή όλοι φοβούνται τη σιωπή, απάντησα έχοντας ακόμα στο μυαλό μου τα ήσυχα καφέ των Βρυξελλών, όπου μπορούσες ακόμα και να αφουγκραστείς τον ήχο του φιλιού, την ώρα που τα χείλη ξεκολλούσαν, από το κρυμμένο, εκεί στο βάθος, παράνομο ζευγάρι. «Σωστά», αυτός επιδοκίμασε, «γιατί όλοι, όταν βρεθούνε μόνοι τους, αρνούνται να δώσουν προσοχή στη σκέψη τους και όταν είναι με παρέα, τρομάζουν μήπως οι παύσεις ανάμεσα στα λόγια αποκαλύψουν τις πραγματικές προθέσεις τους. Έχεις ποτέ προσέξει πως όταν μια παρέα συζητά και ξαφνικά κανείς δεν έχει κάτι άλλο να προσθέσει, τότε πάντα ο πιο δειλός από αυτούς πετάγεται για να διαλύσει αυτήν την παύση όσο πιο γρήγορα μπορεί κατά κανόνα ξεστομίζοντας την πιο μεγάλη κουταμάρα; Κάποτε έλεγαν πως όταν η παρέα σταματάει να μιλά, τότε είναι κάποιος άγγελος που από δίπλα της περνάει. Τώρα όλοι βλέπουνε στη σιωπή τον διάβολο και προσπαθούν με όποιον τρόπο μπορούν από το τραπέζι μακριά να τον ξορκίσουν. Και να το ξέρεις, τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά μέσα σε αυτές τις παύσεις είναι που αποκαλύπτονται. Όταν κανείς δε βρίσκει τι να πει, μόνο και μόνο για να ξορκίσει τον τρόμο της σιωπής, λέει εκείνο τελικά που θα έπρεπε μέσα του για πάντα να φυλάξει.»
Αφού ο Ν.Γ. ολοκλήρωσε το σοφό αυτόν συλλογισμό, άναψε το τσιγάρο του κι άρχισε να πίνει τον καφέ που είχε ήδη κρυώσει. Εγώ δεν έβρισκα κάτι να συμπληρώσω σε αυτά, αφού, αν και δεν τα είχα όλα αυτά έτσι ποτέ σκεφτεί, σίγουρα πάντως συμφωνούσα. Τέλειωσα τον δικό μου τον καφέ, έστριψα σχολαστικά ακόμα ένα τσιγάρο, έριξα μια προσεχτική ματιά πάνω-κάτω στο δρόμο, κοίταξα τον Ν.Γ. για άλλη μια φορά, πήγα κάτι να πω, μα αμέσως το μετάνιωσα. Αυτός, πλέον αμίλητος, έμοιαζε να παρατηρεί τον τοίχο απέναντί του. Για μια στιγμή ένιωσα στ’ αλήθεια πως βαριέμαι. Καλύτερα να σηκωθώ να φύγω, σκέφτηκα. Μήπως να του τω πω; Όχι, όχι δεν πρέπει. Αλλά γιατί; Όλο και κάποιος καλοθελητής στο τέλος θα βρεθεί να του το πει. Κάποτε σίγουρα θα το μάθει. Γιατί όχι εκείνη τη στιγμή; Γιατί όχι από εμένα; Τον σκούντηξα. Γύρισε και με κοίταξε. Μάντεψε, είπα, ποια συνάντησα τυχαία στην Αμβέρσα!

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

πότε με ερωτεύτηκες;

-Πότε με ερωτεύτηκες;
-Μα, τι ερώτηση είναι αυτή; Τι πάει να πει πότε σε ερωτεύτηκα;
-Πότε ένιωσες για πρώτη φορά μαζί μου ερωτευμένη;
-Δεν ξέρω… Το καλοκαίρι.
-Δεν εννοώ αυτό. Θέλω να μου πεις ποια στιγμή ακριβώς ήταν που με ερωτεύτηκες.
-Μα, δε θυμάμαι. Κι έπειτα, γιατί να είναι μόνο μια στιγμή;
-Συνήθως μια στιγμή είναι. Προσπάθησε να θυμηθείς!
-Εσύ, δηλαδή, τη θυμάσαι τη στιγμή σου;
-Και βέβαια!
-Πλάκα μου κάνεις, έτσι;
-Όχι, καθόλου. Ρώτα με, αν θέλεις, να σου πω!
-Τι να ρωτήσω;
-Πότε σε ερωτεύτηκα.
-Πότε με ερωτεύτηκες;
-Χμ, να σου πω, θυμάσαι που είχαμε πάει με τα παιδιά στη Βενετία;
-Φυσικά!
-Θυμάσαι το πρώτο βράδυ που είχαμε βγει όλοι μαζί να περπατήσουμε;
-Θυμάμαι.
-Θυμάσαι τι όμορφα που ήταν;
-Μμ…
-Θυμάσαι που τα παιδιά βαρέθηκαν να περπατούν και άρχισαν να γκρινιάζουν; Και είπε η φιλενάδα σου, «Ε, και τι κάνουμε τώρα δηλαδή; Έτσι θα τριγυρίζουμε σαν άδικες κατάρες;» Θυμάσαι τότε εσύ τι της απάντησες;
-Τι;
-«Ε, μα αυτό είναι το θέμα, ρε συ, γαμώτο! Να τριγυρίζουμε...»
-Και;
-Τι και; Εκείνη τη στιγμή εγώ σε ερωτεύτηκα!

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

party carthaginiensis

Παράξενος λαός οι Καρχηδόνιοι. Ζούσαν μέσα στην πολυτέλεια κι όλα τα αγαθά της γης ήταν για αυτούς άφθονα και προσιτά και τίποτα ποτέ δεν είχαν καταφέρει να τους λείψει. Κι όμως, όταν πληροφορήθηκαν πως έπεσε στη Σύγκλητο το σύνθημα πως πρέπει από το χάρτη να εξαφανιστεί η ένδοξη και κραταιά τους πόλη, αυτοί αντί να αμυνθούν, αντί τη μοίρα τους να κλάψουν, το έριξαν στα πάρτυ. Κι ήταν σε εκείνες τις λαμπρές μα πένθιμες γιορτές που εφευρέθηκε το παιχνίδι αυτό που οι ιστορικοί πολύ αργότερα ονόμασαν καρχηδονιακή ρουλέτα. Οι κανόνες του ήταν τόσο απλοί όσο ασαφής και απροσδιόριστος παρέμεινε για πάντα ο σκοπός του. Δικαίωμα συμμετοχής είχαν εξάλλου όλοι, άντρες, γυναίκες, σοφοί και αφελείς, άγιοι και διεστραμμένοι. Με μια μόνη προϋπόθεση, να τους αρέσει το κρασί, όλοι της Καρχηδόνας οι μελλοθάνατοι μπορούσαν να καθίσουν στο τραπέζι. Καθόντουσαν λοιπόν, γέμιζαν τα ποτήρια τους και με το σύνθημα πάντα του πιο νεότερου, αρχίζανε να παίζουν. Και τότε ο πρώτος παίκτης, κρατώντας το ποτήρι του, έλεγε «παιδιά, θέλω να εξομολογηθώ ένα μεγάλο μυστικό μου» και ξεκινούσε αμέσως να αφηγείται την ιστοριούλα του και μόλις την τελείωνε άδειαζε μονορούφι το ποτήρι. Και αυτομάτως ερχόταν του δεύτερου παίκτη η σειρά και ύστερα του τρίτου, μέχρι όλοι οι συμμετέχοντες να μαρτυρήσουν κάτι που είχαν για κρυφό και μέχρι όλα τα ποτήρια να αδειάσουν. Ύστερα τα ποτήρια ξαναγέμιζαν και δίχως να χάσουν χρόνο –οι Ρωμαίοι όλο και πλησίαζαν- άρχιζε ο δεύτερος γύρος. Εξυπακούεται πως τουλάχιστον στους τέσσερις πρώτους γύρους όλων σχεδόν τα μυστικά ήταν ψέματα φριχτά και κατασκευασμένα. Ήταν, άλλωστε, οι Καρχηδόνιοι περίφημοι, σε όλον της αρχαιότητας τον κόσμο, τόσο για την αντοχή τους στο ποτό όσο και για την αχαλίνωτή τους φαντασία. Τόσο που όλοι τους κορόιδευαν και λέγεται, πως όταν έπεσε η πόλη και πέρασε όλων ο λαιμός από του τιμωρού ρωμαίου το λεπίδι, οι άλλοι οι αρχαίοι χασκογέλασαν και είπανε για αυτούς «καλά να πάθουνε οι παλιοψευταράδες!». Όταν όμως οι πρώτοι γύροι πια περνούσανε και το κρασί άρχιζε να αναμειγνύει το αίμα με το ψέμα, τότε σιγά-σιγά και οι παίκτες της ρουλέτας άρχιζαν να αποκαλύπτουν μυστικά αληθινά, που είχαν τόσο καλά για χρόνια μέσα τους κρυμμένα. Αλλά και πάλι, ακόμα και αυτό, ελάχιστη στο τέλος αποκτούσε σημασία, αφού όταν κάποτε επιτέλους το παιχνίδι τους τελείωνε, ήταν οι πάντες τόσο παράφορα πιωμένοι, που από όλες εκείνες τις τρανές αποκαλύψεις του κρασιού, την άλλη μέρα τίποτα σχεδόν δεν κατορθώνανε στη μεθυσμένη μνήμη τους να ανακαλέσουν. Κι έτσι όλα τους παιχνίδια ολοκληρώνονταν βρίσκοντας όλους τους ταυτόχρονα ταπεινωμένους και θριαμβευτές, μέχρι που έφτασαν τελικά οι φάλαγγες των εισβολέων την τάξη για να αποκαταστήσουν. Λέγεται πως κάποιος εκατόνταρχος πρόλαβε να γνωρίσει το μυστικό του παιχνιδιού, πριν κατασφάξει της τελευταίας καρχηδονιακής γιορτής τους ξεροκέφαλους θαμώνες, και ύστερα πως δοκίμασε να το εισαγάγει στην Ευρώπη. Αλλά εκεί, στο πρώτο πάρτυ που οργάνωσε στην έπαυλη ενός συγκλητικού, και προσπαθώντας στους φίλους του να το διδάξει, παίζοντας πρώτος από ζήλο υπερβάλλοντα ξεστόμισε ένα μυστικό βαρύ και επτασφράγιστο και όλοι οι υπόλοιποι πέσανε αμέσως να τον φάνε. Τον καημένο τον παιχνιδιάρη εκατόνταρχο, ούτε καν το κρασάκι του δεν τον αφήσανε στα χείλη του να φέρει.

ονείρου τίγρεις

Ήμουν τόσο κουρασμένος, που δε μπήκα καν στον κόπο να τρομάξω, όταν είδα με την άκρη του ματιού μου μια σκιά να γλιστρά μες στο δωμάτιο. Νύσταζα τόσο πολύ που αποκοιμήθηκα πριν ακουμπήσει το κεφάλι μου πάνω στο μαξιλάρι. Με πήρε ο ύπνος με την τηλεόραση μπροστά μου ανοιχτή να μου διαφημίζει προϊόντα μεταμεσονύχτια. Είχα αρχίσει να ονειρεύομαι λίγο πριν ξεντυθώ και όταν ξάπλωσα είχε ήδη φτάσει το ονειρόδραμά μου στην κορύφωση. Και τη στιγμή που άρχισαν να πέφτουν οι τίτλοι τέλους του ονείρου μου, το φάντασμα, που τόση ώρα στεκόταν στη γωνία όρθιο, ήρθε και άραξε στην πολυθρόνα δίπλα μου. Άρπαξε το τηλεκοντρόλ, πάτησε ένα-ένα όλα τα κουμπιά, βρήκε πως κλείνει ο ήχος και ύστερα το κατάπιε. Η αιφνίδια σιωπή και οι ανορθόδοξες εντερικές του λειτουργίες δεν άργησαν να με ξυπνήσουν τελικά. Άνοιξα απότομα τα μάτια μου και το είδα εκεί, στο πλάι μου, να με κοιτάζει τρομαγμένο. Είχε ακούσει τα άλλα τα φαντάσματα να λένε ιστορίες με ανθρώπους πολύ τρομακτικές, αλλά, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν ήθελε να τις πιστέψει. Έκανα να απλώσω πάνω του το χέρι μου, να αγγίξω την άυλη του παρουσία, μα αυτός –θα το ήθελα πολύ να ήταν θηλυκό, αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε- τινάχτηκε αμέσως πάνω. Και ύστερα, τρέμοντας ακόμα από το φόβο του, έπεσε πάνω στο χαλί στα τέσσερα, μεταμορφώθηκε σε τίγρη –τι όμορφη που ήταν!- και τρέχοντας απομακρύνθηκε από τον καναπέ. Μέχρι που κάποτε έφτασε στα σύνορα του δωματίου μου, στον τοίχο εκείνο, όπου είχαν κρεμάσει οι παλιοί του ένοικοι έναν ολόσωμο καθρέφτη, και χίμηξε μέσα του χωρίς να το καλοσκεφτεί. Και εξαφανίστηκε. Ήμουν ακόμα κουρασμένος, μα όσο κι αν το ήθελα πολύ στον ύπνο μου να επιστρέψω, ήτανε πια αργά. Σηκώθηκα. Πήγα ως την κουζίνα. Βρήκα κάτι παλιά σοκολατάκια και τα έφαγα. Έσπρωξα στην άκρια του τραπεζιού τα λερωμένα πιάτα. Κάθισα και άρχισα να γράφω.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

one man's land

Σάββατο ξημερώματα. Στην ερημιά του κόσμου. Στο πουθενά. Όλη τη νύχτα οδηγώ. Κι έχω στο πλάι μου τον Άλλο να κοιμάται. Με το ένα μάτι ανοιχτό. Με τα χεράκια του στο στήθος σταυρωμένα. Ανοίγω το ραδιόφωνο. Κι ανοίγει κι ο Άλλος και το άλλο του το μάτι. Κι ακούμε παρέα τον πλανήτη γύρω από τον ήλιο να γυρνά. Κι από τον εαυτό του γύρω. Αν γύριζα έτσι κι εγώ, τρελό θα με φωνάζανε. Γι’ αυτό κι εγώ τραβάω ευθεία. Οδηγώ. Κι έχω στο πλάι μου τον Άλλο. Παρέα, για τελευταία φορά τον βλέπουμε μαζί. Ο κόσμος ξημερώνει!
«Θέλεις να το πάρω κι εγώ λιγάκι; Να σε ξεκουράσω, θέλεις; Κι εγώ ευθεία πάω». Πιάσε τον χάρτη εσύ καλύτερα. Ψάξε! Να δεις πού είμαστε. Τι έχουμε ως τώρα αφήσει πίσω μας. Τι άλλο μπροστά μας περιμένει. Και πιάνει ο Άλλος τους χάρτες να μασουλά. Και την πυξίδα για πρωινό να καταπίνει. «Τι να τα κάνεις όλα αυτά; Αφού έχεις εμένα. Ξερά ποτάμια πίσω μας. Βράχοι βουνά μπροστά μας. Μα πάντα εγώ στο πλάι σου. Ιδανικός συνοδηγός. Πότε σ’ απογοήτευσα;» Πότε;
Δική του ιδέα ήταν το ταξίδι αυτό. Αυτός το ονειρεύτηκε. Και με έπεισε πως το είχα δει κι εγώ. Το ίδιο όνειρο. Πως ταξιδεύαμε, λέει. Πως διασχίζαμε όλη τη χώρα. Πως κάπου βόρεια πηγαίναμε. Κάπου βαθιά. Κάπου παλιά. Πονούσε κάπου. Κι εκεί όπου πονούσε, λέει, βρίσκαμε μια γη χωρίς ανθρώπους. Ανθρώπους χωρίς καρδιές, χωρίς κεφάλια βρίσκαμε. Και πίσω από τα κεφάλια τους. Και μέσα στις καρδιές τους, το ίδιο το όνειρό μας ξαναβρίσκαμε. Το ξαναβλέπαμε. Ξανά. Μαζί και πάλι. Το δέντρο, το πλατάνι. Που κάτω από τα κλωνάρια του θα ξαναγεννηθούμε, λέει. Και σκάβαμε στις ρίζες του. Μια μέρα και μια νύχτα σκάβαμε. Κι εκεί βαθιά. Εκεί παλιά. Το θησαυρό ανακαλύπταμε. Της γης τον πρώτο τον χρυσό και των εθνών τον πλούτο. «Ξύπνα! Πάμε το μερτικό μας να τρυγήσουμε! Πάμε! Εκεί, μας περιμένει. Πάμε να τον προλάβουμε! Πριν κι άλλοι τον ονειρευτούν. Πριν να ξυπνήσουν οι άλλοι. Σκέψου καλά! Εκείνη σκέψου! Τι δώρα θα της κάνεις. Και με τα δώρα αυτά δική σου πάντα θα ‘ναι».
Και έτσι με έπεισε. Και ξεκινήσαμε έτσι. Φορτώσαμε τα σύνεργα, θλίψη, θυμό και θέληση, και φύγαμε. Και έφυγαν ξοπίσω μας οι μέρες και οι μήνες. Κι έγιναν βράχια τα βουνά. Ξεράθηκαν τα ποτάμια. Κι ακόμη ταξιδεύαμε. Κι όλο της Γης το τέλος, το δέντρο, το πλατάνι δεν το βρίσκαμε. Κι όλο στα ίδια μέρη, λες και ξαναρχόμασταν. Λες κι ο πλανήτης βάλθηκε πως είναι σφαιρικός να μας φανεί. Σ’ εμάς να το αποδείξει. Σ’ εμάς, που πρώτοι τον πιστέψαμε.
Σάββατο ξημερώματα, πρωί Σαββάτου. Θέλω καφέ. Ο Άλλος χωνεύει την πυξίδα και τους χάρτες. Και το κεφάλι του έξω απ’ το παράθυρο κρεμά. Τα κατσαρά του ν’ ανεμίζουν. Ο ήλιος να τον θρέφει. Στρίβω τσιγάρο. Δεν τον ρωτάω πια. Πως έχουμε χαθεί το ξέρω. Πάνε μέρες που έβαλα το πέτρινο γεφύρι για σημάδι. Και είπα πως θα τον σκότωνα, αν το ξαναπερνούσαμε. Επτά φορές το μέτρησα το πέτρινο γεφύρι. Κι ακόμα ζει ο άθλιος. «Τι σ’ έπιασε; Βουίζει ο τόπος πέτρινα γεφύρια. Και όλα τα ίδια μοιάζουν. Να! Βάλε εμένα για σημάδι! Γεφύρι είμαι κι εγώ. Βάλε τον ήλιο, που είναι πέτρα! Βάλε Εκείνη!»
Τι λέει ο δρόμος; Κοίταξε! Τι γράφει η επιγραφή, στο δρόμο πλάι; Πωγωνιανή. Περάσαμε από δω. Θυμάσαι, εξυπνάκια; Τον πόνο που σκορπίσαμε εδώ τον ξέχασες; Και παρακάτω; Κομνηνά. Τα φιλιά που ληστέψαμε; Τα τσίπουρα που ήπιαμε κάτω απ’ τα δέντρα, τα πλατάνια; Άλλα φιλιά κι άλλα πλατάνια αυτά. Το λάθος μας νωρίς το καταλάβαμε και συνεχίσαμε. Παρανέστιον. Πίσω από τα κάγκελα. Απ’ το σταθμό πιο πίσω. Δυο μετανάστες τσιγάρο μάς ζητήσανε. Πιο μετανάστες εμείς και ψέματα, πως δεν καπνίζουμε, τους είπαμε. Τα δόντια μας απ’ τον καπνό κιτρίνισαν. Πρασίνισε η γλώσσα από το ψέμα. Κι ύστερα. Μελίβοια. Μην κάνεις πως ξεχνάς! Και από δω περάσαμε. Από τη βρύση ήπιαμε νερό και μούσκεψε η ψυχή μας. Και τα παλιά μας μυστικά στη βρύση τα βουτήξαμε. Και φαρμακώθηκε όλο το χωριό. Και ψόφησε ο κόσμος όλος. Και παρακάτω; Σοχός και Μεταξάδες. Για μιας σκιάς το όνειρο που τόσος κόσμος σφάχτηκε το λησμονάς; Γιατί γελάς; Θυμάσαι πώς τους γάβγιζες; Κι απ’ τον φόβο, απ’ την ελπίδα έτρεμες. Γελάς. Τώρα γελάς. Βλέπεις την προφητεία να πληρώνεται και είσαι ευτυχισμένος. Πώς το ‘πε ο ποιητής; Πως εκείνος –τάχα– με τη μνήμη την πιο αδύναμη στο τέλος θα επιζήσει.
Πρωί Σαββάτου, Σαββάτου μεσημέρι. Μεσημέρι που όλα τα λυγά. Που τίποτα δεν μένει. Στέκει ο πλανήτης στον ήλιο του απέναντι και τον κοιτά στα μάτια. Λιώνουν τα όνειρα. Οι ανησυχίες τρέχουν. Σκιά να βρούνε να κρυφτούν. Κι εγώ ακόμα οδηγώ. Πεινώ, διψώ. Ιδρώνω τη φανέλα μου, στεγνώνω τα φτερά μου. Ξερά ποτάμια αφήνω πίσω μου. Βράχια, βουνά τρέχω για να προλάβω. Κι έχω τον Άλλο πλάι μου. Ιδανικό συνοδηγό. Σφυρίζει εμβατήρια. Βαστάει την κοιλιά του. Αναζητά τα σύνεργα. Θλίψη, θυμό και θέληση. Σωπαίνει. Απολογείται. «Εντάξει, έχουμε χαθεί. Τι θες εγώ να κάνω;» Στρίβω τσιγάρο.
Κι αρχίζει πάλι να μιλά. Φιλοσοφεί. Παραληρεί. Ξερνά και συνεχίζει. Πως είναι, λέει, το ταξίδι κι όχι ο προορισμός. Πάει καιρός που προορισμοί έπαψαν να υπάρχουν. Και το ραδιόφωνο, ήχος τριγμός, φωνή λυγμός τον συνοδεύει. Πως και το τέλος, το δέντρο, το πλατάνι να μη βρούμε και πάλι πίσω νικητές θα επιστρέψουμε. Πως στα μπαλκόνια θα βγουν τα κρίματα, τα εγκλήματά μας όλα, να μας υποδεχτούν. Θριάμβους τα λάθη μας θα στήσουν. Θα μας υμνούν, θα μας τιμούν. Κι οι νύχτες που χαθήκανε σ’ εμάς θα επιστρέψουν. «Κι όπως μόνον Εκείνη σε έχει πει, στις πολιτείες τους ονόματα θα σπείρουν. Οδός Μωρό μου. Πλατεία Αγάπη μου. Θα σε θυμούνται». Σκάσε πια! Τον δρόμο κοίταζε μπροστά! Τον δρόμο, σε παρακαλώ! Τον δρόμο μόνο.
Σάββατο μεσημέρι, απόγευμα Σαββάτου. Κι έχω σε κάμπο μπει πλατύ. Και μια χαράδρα αρπακτικό μπροστά με περιμένει. Κι όλο οδηγώ. Κι έχω στο πλάι μου τον Άλλο να μετρά. Να τραγουδά του δρόμου τις επιγραφές. Να ψέλνει. Εράτυρα. Γαλατινή. Μες στο μυαλό μου Εκείνη τριγυρνά. Κι έχει φανεί και το φεγγάρι. Πέτρα κι αυτό, έχει βαλθεί γύρω μου να γυρνά. Πώς γίνεται όλα στον κόσμο να γυρίζουν διαρκώς και να ζαλίζομαι εγώ μονάχα; Ποιος τα ‘χει φτιάξει έτσι; Δροσάτον. Ποντοηράκλεια. Στο πλάι του δρόμου σταματώ. Κι αφήνω τη μηχανή και την ψυχή μου αναμμένη. Είναι η ώρα που πάντα τής τηλεφωνώ. Τα ίδια για να πούμε. Πως χάθηκα για να τη βρω. Χαθήκαμε. Την παίρνω. Καλεί. Μου απαντάει. Μίλα μου! Είσαι καλά; Πες μου! Έχει κάτι αλλάξει;
«Με ακούς; Είμαι καλά. Μα άκουσε, πίσω να μη γυρίσεις! Συνέχισε! Πίσω πια δεν υπάρχει. Κι είναι όλα όπως τ’ άφησες. Απόγευμα Σαββάτου. Κι είναι όλα σαν το φιλί που μου έσπρωξες στην πόρτα. Φιλί φυγή. Κι είναι όλα κόκκινα, σαν το μπλουζάκι που φορούσες. Σ’ ακούω. Το ίδιο μπλουζάκι φοράς ακόμα. Φόρα το! Μα άκουσε, πίσω να μη γυρίσεις! Συνέχισε! Συνέχισε και θα με βρεις! Και όλα θα ξαναέρθουν. Γιατί όλα εδώ πίσω έχουν χαθεί. Χάθηκαν οι Δευτέρες. Που ερχόσουν απ’ τη δουλειά. Με πείραζε. Σου το ‘χα πει. Να μην ξανάρθεις. Χάθηκαν οι Σεπτέμβρηδες. Βιαζόσουν τα πουλόβερ σου να βάλεις. Κι ας ήταν ο Αύγουστος έξω απ’ την πόρτα μας ακόμη. Χάθηκε το εννιάμισι. Το έντεκα και τέταρτο πάει. Χάθηκε κι αυτό. Τι ώρα να σε ξυπνήσω; Κοιμήσου κι άλλο, αν θες. Μα άκουσε, πίσω να μη γυρίσεις! Δεν θα με βρεις. Τίποτα δεν θα βρεις. Όλα μαζί σου έφυγαν. Κι εγώ μαζί με εκείνα».
Το κλείνω. Το σπάω. Το πετώ. Νόημα πια δεν έχει. Εδώ βαθιά δεν πιάνουν τα τηλέφωνα. Εδώ παλιά δεν πιάνουν τα φρένα. Γυρνώ και βλέπω τον Άλλο το τιμόνι να κρατά. Τον οδηγό να παριστάνει. Κατέβα! Τα σύνεργα στην πλάτη σου φορτώσου! Θλίψη, θυμό και θέληση. Δεν έμεινε πολύ. Θα πάμε με τα πόδια.
Απόγευμα Σαββάτου, άγιο σαββατόβραδο. Βγαίνω απ’ τον κάμπο τον πλατύ. Και μια χαράδρα αρπακτικό μπροστά με καταπίνει. Κι έχω στο πλάι μου τον Άλλο να σφυρίζει. Με τη σκιά μου παίζει. Ψηλώνει. Ομορφαίνει. Δεν έχει καταλάβει τίποτα. Τίποτα δεν φοβάται. Τι χαίρεσαι, άθλιε; Πες μου, γιατί γιορτάζεις; «Για σένα χαίρομαι, ανόητε. Το πένθος σου γιορτάζω. Που έχασες τον παράδεισο. Κι η Γη όλη δική σου!» Συνοδοιπόρος ιδανικός, τον τρέλανε η ερημιά. Τον κούρασαν τα σύνεργα που κουβαλά στην πλάτη. Τραβώ απ’ τον σάκο τον θυμό. Στη μέση μου τον δένω. Είναι βαρύς. Είναι στενός. Κι όμως. Με τον θυμό πιο γρήγορα πηγαίνω. Και στη χαράδρα χάνομαι. Βαθιά χαράδρα, δροσερή. Χαρά χαράδρα. Κι έχω ξοπίσω μου τον Άλλο να σφυρίζει. «Μη βιάζεσαι! Μην οργίζεσαι! Κοίτα με! Δεν σφυρίζω εγώ. Ο άνεμος σφυρίζει. Εδώ βαθιά. Εδώ παλιά, φυσάει ο άνεμος γλυκά. Φυσάει και πονάει. Σφυρίζει ο άνεμος. Θροΐζουν τα κλωνάρια. Άκου! Στο τέλος φτάνουμε. Σφυρίζει τέλος ο άνεμος. Είμαστε κοντά. Το φτάνουμε το δέντρο, το πλατάνι!»
Άγιο σαββατόβραδο. Υπάρχει τέλος τελικά, Θεός υπάρχει! Το φτάνουμε. Το βρίσκουμε. Στις ρίζες σκάβουμε βαθιά. Ιδρώνουμε τον άνεμο. Ματώνουμε το χώμα. Σαββάτο βράδυ αρχίζουμε. Και σαν δαγκώσουμε τον πρώτο τον χρυσό και των εθνών τον πλούτο θα ‘ναι Σαββάτο βράδυ.
Και το Σαββάτο στέρεψε. Τελείωσε ο χρόνος. Γιατί κι αυτό ήταν γραφτό. Πως θα νυχτώσει Σάββατο και Κυριακή δεν θα ‘χει να μας περιμένει. Κι εμείς να σκάβουμε βαθιά. Παλιά να πολεμάμε. Κι αν οι πλανήτες σώπασαν, οι πλάνητες γυρίζουν.
Τσακίζουν τα σύνεργα. Κομμάτια η θλίψη σπάει. Στομώνει η θέληση. Μόνο ο θυμός κρατάει. Κουράζεται ο Άλλος. Στέκεται.
Μα εγώ φορώ τον πρώτο τον χρυσό. Και των εθνών τον πλούτο βάφομαι. Βαθιά χτυπώ. Τραβώ παλιά. Κι ο πόνος ξεπροβάλλει!
Κάτω απ’ τα φύλλα του χρυσού. Μες στα φτερά του πλούτου, μάτια χτυπώ. Τραβώ μαλλιά. Το σώμα αυτό το ξέρω. Τρέχει ο Άλλος πλάι μου τον πόνο να φωτίσει. Μην πλησιάζεις! Φύγε μακριά! Το βλέπω. Είναι Εκείνη. Βλέπω τη μέση, τον λαιμό, τα γόνατά της. Όλα όπως τ’ άφησα. Βλέπω, μα δεν ακούω. Βλέπω τον κόσμο να ξαναπιάνει τον χορό. Κι αρχίζουν πάλι οι πλανήτες να γυρίζουν, και τη δική μου πλάνη τώρα βλέπω. Βλέπω την Κυριακή να έρχεται. Βλέπω ξανά τον χρόνο και ζαλίζομαι. Βλέπω ξανά Εκείνη! Μα δεν ακούω τίποτα. Μόνο τον Άλλο πλάι μου. Ιδανικός συνένοχος. Ακόμη να σφυρίζει. Βλέπω τον θυμό πάνω του να υψώνεται. Κρατάει ο θυμός ακόμη. «Κάν’ το, λοιπόν! Μη φοβηθείς! Αυτό σου απέμεινε μονάχα. Αυτό και είσαι πια ελεύθερος! Προχώρα! Μη διστάζεις!» Κι αλλάζει ο Άλλος. Κι Εκείνη γίνεται ξανά. «Κάν’ το, μωρό μου! Αγάπη μου, τελείωνε! Κι η Γη όλη δική σου!» Και κατεβάζω τον θυμό. Κι ανοίγει τριαντάφυλλο του Άλλου το κεφάλι. Ποτάμι το αίμα του ποτίζει το δέντρο, το πλατάνι. Θεριεύει το πλατάνι. Ανδρώνεται. Κι απλώνει τα κλωνάρια του. Και με τις ρίζες του τυλίγει τον πλανήτη. Και ο πλανήτης γύρω από τον ήλιο συνεχίζει να γυρνά. Κι από τον εαυτό του γύρω.
Και ξημερώνει Κυριακή. Και βγαίνω απ’ τη χαράδρα. Κυριακή πρωί στου κόσμου την ερημιά. Στο πουθενά. Σ’ εμένα. Στον κάμπο τον πλατύ μονάχος περπατώ. Κι ο κόσμος ξημερώνει.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

η Μουριά

σκηνή 1η: μέρα, εσωτερικό – γραφείο
Ο Δημήτρης μπαίνει στο γραφείο. Ξεκουμπώνει το παλτό του. Ακουμπάει πάνω στο τραπέζι μια εφημερίδα και κάτι χαρτιά. Ανοίγει τον υπολογιστή. Στρίβει τσιγάρο. Ανοίγει την μπαλκονόπορτα και στέκεται στο άνοιγμα. Καπνίζει κοιτάζοντας την κίνηση έξω στο δρόμο και στην πλατεία. Ακούγεται το κουδούνι. Κλείνει την μπαλκονόπορτα, τραβάει τις κουρτίνες, σβήνει το τσιγάρο και βγαίνει από το δωμάτιο. Από τον προθάλαμο ακούμε την πόρτα να ανοίγει και ύστερα το Δημήτρης να μιλάει με τον πελάτη του.

Δημήτρης (off)
Καλώς τον!

κυρ-Γιάννης (off)
Καλημέρα! Άργησα, ε;

Δημήτρης (off)
Όχι, όχι… κι εγώ τώρα ήρθα.

κυρ-Γιάννης (off)
Τότε αργήσαμε κι οι δυο.

Ο Δημήτρης επιστρέφει στο δωμάτιο μαζί με τον κυρ-Γιάννη.

Δημήτρης
Κάθισε! Θέλεις καφέ;

O κυρ-Γιάννης κάθεται στην πολυθρόνα. Ο Δημήτρης ανοίγει ξανά τις κουρτίνες.

κυρ-Γιάννης
Όχι, ήπια.

Δημήτρης
Σίγουρα;

κυρ-Γιάννης
Κάποτε έμενα εδώ. Το ξέρεις;

Δημήτρης
Μου το είπες την τελευταία φορά.

κυρ-Γιάννης
Ξέρεις πως καταλαβαίναμε εδώ, στην πλατεία
ότι έχει έρθει η άνοιξη;

Δημήτρης
Από τη μουριά…

κυρ-Γιάννης
Από τη μουριά απέναντι!
Τη βλέπεις που είναι ξερή και μαύρη τώρα;
Ε, μόλις φτάσει η άνοιξη ανθίζει και πρασινίζει
μέσα σε μια μέρα!

Δημήτρης
Έτσι ξαφνικά…

κυρ-Γιάννης
Έτσι ξαφνικά! Από τη μια στιγμή στην άλλη.
Έτσι έρχεται η άνοιξη.

Δημήτρης
Σε πειράζει να πάω να πάρω έναν καφέ για μένα;

κυρ-Γιάννης
Όχι, ήπια.

Δημήτρης
Εντάξει! Πάω να πάρω έναν καφέ για μένα τώρα.
Δε θα αργήσω. Έρχομαι, ε;

κυρ-Γιάννης
Ναι, πήγαινε, πήγαινε!

Ο Δημήτρης σηκώνεται και βγαίνει από το γραφείο. Ο κυρ-Γιάννης κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Βλέπουμε τη μουριά απέναντι. Μαύρη και ξερή.

σκηνή 2η: μέρα, εξωτερικό – πεζόδρομος
Ο Δημήτρης στέκεται όρθιος μπροστά στο καφέ. Η Λέλα, μέσα από το ανοιχτό παράθυρο του μαγαζιού, ρίχνει το καφέ στο χάρτινο ποτηράκι.

Λέλα
Ζάχαρη;

Δημήτρης
Να ‘σαι καλά κοπελιά!

Ο Δημήτρης αφήνει ένα κέρμα πάνω στον πάγκο και απομακρύνεται ανακατεύοντας τον καφέ. Στέκεται μπροστά σε έναν μικρό κάδο σκουπιδιών και ενώ συνεχίζει να ανακατεύει μηχανικά βλέπει από την άλλη πλευρά του δρόμου να πλησιάζει προς το μέρος του η Αντιγόνη.

Αντιγόνη
Καλημέρα Γιάννη!

Δημήτρης
Καλημέρα! Καλά;

Αντιγόνη
Ε… ναι. Πηγαίνω στη σχολή και…

Δημήτρης
Δεν ήρθες χθες.

Αντιγόνη
Όχι… είχα πολύ δουλειά, αλλά

Δημήτρης
Έλα να σε πάω!

Αντιγόνη
Που;

Δημήτρης
Στη σχολή. Στο δρόμο μου είσαι.

Αντιγόνη
Που πας;

Δημήτρης
Έλα, σου λέω!

Αντιγόνη
Και ο καφές;

Ο Δημήτρης σταματάει να ανακατεύει τον καφέ. Πετάει το κουταλάκι στον κάδο απορριμμάτων και πίνει λίγο. Τραβιέται κάνοντας έναν μορφασμό σα να κάηκε η γλώσσα του.

Δημήτρης
Θα τον πιω στο δρόμο. Έλα!

Αντιγόνη
Δεν έχεις δουλειά;

Δημήτρης
Αυτή είναι η δουλεία μου. Από ‘δω!

Αρχίζουν να περπατάνε μαζί. Ο Δημήτρης κοιτάζει το χάρτινο σωλήνα που είναι κρεμασμένος στην πλάτη της Αντιγόνης.

Δημήτρης
Τι έχεις εδώ μέσα;

σκηνή 3η: μέρα, εσωτερικό – γραφείο
O κυρ-Γιάννης έχει γυρίσει την πολυθρόνα προς την μπαλκονόπορτα. Κοιτάζει προς τη μουριά και σφυρίζει. Κοιτάζει το ρολόι του. Το βγάζει και το ακουμπάει πάνω στο γραφείο. Δίπλα βλέπει μια στοίβα με περιοδικά. Παίρνει ένα και αρχίζει να το ξεφυλλίζει ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τη μουριά. Συνεχίζει να σφυρίζει.


σκηνή 4η: μέρα, εσωτερικό – αυτοκίνητο
Ο Δημήτρης και η Αντιγόνη κάθονται. Ο Δημήτρης βάζει μπρος τη μηχανή και η Αντιγόνη δένει τη ζώνη της. Το αυτοκίνητο ξεκινά.

Δημήτρης
Και γιατί την κάνεις αυτήν την μακέτα;

Αντιγόνη
Καλά δε ακούς τι σου λέω;
Για το μάθημα. Έχουμε εξετάσεις, ξέρεις…

Δημήτρης
Ναι, ε;

Αντιγόνη
Ναι.

Δημήτρης
Γι’ αυτό δεν ήρθες χθες;

Αντιγόνη
Και γι’ αυτό.

Δημήτρης
Και γιατί άλλο;

Αντιγόνη
Να σου πω, σίγουρα δεν έχεις δουλειά τώρα;
Δε θα ‘πρεπε να είσαι στο γραφείο;

Δημήτρης
Μπα, θα πάω μετά…
Έχω άλλη δουλειά τώρα.

Ο Δημήτρης φτιάχνει τον καθρέφτη κοιτάζεται και μετά κοιτάζει ένα αυτοκίνητο που του αναβοσβήνει τα φώτα από πίσω.


σκηνή 5η: μέρα, εσωτερικό – γραφείο
Ο κυρ-Γιάννης συνεχίζει να ξεφυλλίζει το περιοδικό σφυρίζοντας. Σηκώνει ξαφνικά τα μάτια του και κοιτάζει τον πίνακα που είναι πάνω από το γραφείο. Παρατάει το περιοδικό, σηκώνεται και πλησιάζει προς τον πίνακα που δείχνει μια γυναίκα με γαλάζια μάτια. Κολλάει σχεδόν τη μούρη του. Τον μυρίζει και μετά τον αγγίζει δειλά. Απομακρύνεται κοιτάζοντάς τον και μετά ξαναπλησιάζει και τον μετακινεί λίγο αριστερότερα. Επιστρέφει στην πολυθρόνα του και κοιτάζει τον πίνακα κάνοντας έναν μορφασμό ικανοποίησης.


σκηνή 6η: μέρα, εσωτερικό – αυτοκίνητο
Πολύ κίνηση στους δρόμους. O Δημήτρης οδηγάει νευρικά. Η Αντιγόνη προσπαθεί να χαμηλώσει την ένταση της μουσικής. Ο Δημήτρης την ξαναδυναμώνει. Σταματούν σε ένα φανάρι. Ο Δημήτρης τραβάει μια τζούρα από το τσιγάρο του και πίνει λίγο καφέ. Κοιτάζει τα πολύχρωμα γάντια της Αντιγόνης και μετά το κασκόλ της. Μετά την κοιτάζει στα μάτια.

Αντιγόνη
Τι;

Δημήτρης
Τι;

Αντιγόνη
Τι με κοιτάς;

Δημήτρης
Μες στα χρώματα είσαι σήμερα…

Αντιγόνη
Ε… ναι! Συνήθως είμαι μες στα μαύρα και τα γκρι.
Αλλά όταν διαλέγω χρώματα, το παρακάνω. Χα!

Ενώ μιλάει η Αντιγόνη, χαμογελά αυτάρεσκα και χτυπάει παιχνιδιάρικα τις γροθιές της. Το φανάρι έχει γίνει πράσινο και κάποιος κορνάρει από πίσω. Ο Δημήτρης κοιτάζει στον καθρέφτη.

Δημήτρης
Α, γαμήσου!

Αντιγόνη
Τι;

Δημήτρης
Έχεις δει το ωραιότερο σπίτι της πόλης;

Αντιγόνη
Ε… δεν ξέρω… που;

Δημήτρης
Θα δεις!

Ο Δημήτρης στρίβει απότομα σε κάποιον μικρότερο δρόμο. Κορναρίσματα από πίσω του.

Δημήτρης
Χα!

σκηνή 7η: μέρα, εσωτερικό – γραφείο
Ο κυρ-Γιάννης στέκεται όρθιος μπροστά στην μπαλκονόπορτα και κοιτάζει έξω. Ανοίγει την μπαλκονόπορτα και ο θόρυβος της πόλης εισβάλει στο γραφείο. Κάνει μισό βήμα πίσω σα τρομαγμένος. Χτυπάει το τηλέφωνο που είναι πάνω στο γραφείο. Ο κυρ-Γιάννης κλείνει την μπαλκονόπορτα και κοιτάζει το τηλέφωνο που χτυπάει. Κινείται αμήχανα γύρω από το γραφείο. Στο τέλος σηκώνει το ακουστικό και το ξανακατεβάζει αμέσως. Χαμογελάει ευχαριστημένος.

σκηνή 8η: μέρα, εσωτερικό – αυτοκίνητο
Το αυτοκίνητο κινείται μέσα σε στενά δρομάκια.

Αντιγόνη
Που πάμε;

Δημήτρης

Η Αντιγόνη χαμηλώνει την ένταση του ραδιοφώνου.

Αντιγόνη
Δημήτρη, που πάμε;

Δημήτρης
Σου είπα, θα δεις!

Αντιγόνη
Καλά.

Το αυτοκίνητο στρίβει σε ένα στενό απότομα και φρενάρει. Ο Δημήτρης κλείνει τελείως την ένταση του ραδιοφώνου.

Δημήτρης
Ορίστε!

Αντιγόνη
Τι;

Δημήτρης
Το σπίτι που σου έλεγα…

Η Αντιγόνη κοιτάζει έξω από το τζάμι και γουρλώνει τα μάτια. Απ’ έξω τη βλέπουμε με έκπληκτο ύφος να λέει «δεν το πιστεύω!».


σκηνή 9η: μέρα, εξωτερικό – στο δρόμο
Η Αντιγόνη κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και κοιτάζει σαστισμένη το σπίτι, το οποίο φαίνεται πολύ παλιό και εγκαταλειμμένο. Ο Δημήτρης σβήνει την μηχανή και βγαίνει επίσης από το αμάξι. Στέκεται πίσω από την Αντιγόνη, χαμογελάει, φανερά ικανοποιημένος και πίνει λίγο από τον καφέ του.

Αντιγόνη
Πως το ανακάλυψες αυτό;

Δημήτρης
Ξέρεις τώρα… Όποιος γυρίζει…

Αντιγόνη
Είναι απίστευτο!

Δημήτρης

Η Αντιγόνη γυρίζει και τον κοιτάζει. Ο Δημήτρης τελειώνει τον καφέ του.

Αντιγόνη
Και πως ήξερες ότι θα μου άρεσε;

Δημήτρης
Δεν το ήξερα. Το μάντεψα.

Αντιγόνη
Θέλεις να πάμε μέσα να το εξερευνήσουμε;

Δημήτρης
Τώρα δεν προλαβαίνω. Πρέπει να γυρίσω στο γραφείο. Μετά αν θέλεις…

Αντιγόνη
Μα είπες πως δεν έχεις δουλειά…

Δημήτρης

Αντιγόνη
Πότε μετά;

Δημήτρης
Εσύ τι ώρα τελειώνεις; Αν θέλεις μπορώ να περάσω να σε πάρω.

Η Αντιγόνη γυρίζει ξανά προς το σπίτι.

Αντιγόνη
Σίγουρα δε μένει κανείς;

σκηνή 10η: μέρα, εσωτερικό – δωμάτιο
Μέσα από το παράθυρο του δωματίου του εγκαταλειμμένου σπιτιού και πίσω από μια σκισμένη κουρτίνα φαίνονται έξω στο δρόμο η Αντιγόνη και ο Δημήτρης να κοιτάζουν προς το σπίτι.

σκηνή 11η: μέρα, εξωτερικό – στο δρόμο
Η Αντιγόνη γυρίζει και κοιτάζει ξανά το Δημήτρη που την κοιτάζει αμίλητος.

Αντιγόνη
Ε; Τι λες;

Δημήτρης
Σου πάνε πολύ τα χρώματα!

Η Αντιγόνη και ο Δημήτρης κοιτάζονται στα μάτια. Στο παράθυρο του παλιού σπιτιού η κουρτίνα μοιάζει σα να κουνιέται λίγο.

σκηνή 12η: μέρα, εσωτερικό – γραφείο
Ο κυρ-Γιάννης τραβάει ξανά την κουρτίνα και κοιτάζει προς την πλατεία. Χαμογελάει. Γύρω από τη μουριά, που έχει -έτσι ξαφνικά- ολόκληρη ανθίσει, έχει συγκεντρωθεί πολύς κόσμος και την κοιτάζει.


Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Διάβασε αυτό το βιβλίο και ύστερα αγόρασε άλλα δέκα αντίτυπα και δώρισε τα σε άλλους δέκα ανθρώπους. Δεν έχει σημασία αν αυτοί είναι αδέρφια ή εχθροί σου, γείτονες ή άγνωστοι, άνδρες ή γυναίκες, υπαρκτά πρόσωπα ή φανταστικοί σου φίλοι. Ζήτησε κι εσύ από αυτούς να κάνουνε το ίδιο. Αν αρνηθείς, μεγάλη κατάρα θα πέσει πάνω σου. Κακό μεγάλο θα σε συναντήσει εκεί που δεν το περιμένεις. όσοι αδιαφόρησαν με το μήνυμα αυτό, είχανε κακό τέλος. Ο Ε., τραπεζικός υπάλληλος, το θεώρησε ένα κακόγουστο αστείο, πέταξε το βιβλίο και είπε, «δε θα φάω ποτέ ξανά τόσο βαριά πριν πέσω για ύπνο!». Την επόμενη μέρα έγινε ένοπλη ληστεία στην τράπεζα, όπου δούλευε. Εκείνος σε μία κρίση ηρωισμού ή από φθόνο για τους ληστές, που έρχονται στην τράπεζα ό,τι ώρα γουστάρουν, ενώ εκείνος πρέπει να χτυπάει κάρτα από τις οκτώ, πάτησε το συναγερμό. Οι ληστές τον καταλάβανε και το έβαλαν στα πόδια αφού πρώτα του πήρανε ολόκληρη τη συλλογή από πυγολαμπίδες που έκρυβε κάτω από το γραφείο του. Κακόγουστο αστείο θεώρησε πως είναι το μήνυμα αυτό και ο Ζ., ναυαγοσώστης, και πέταξε το βιβλίο, μαζί με άλλα παλιά και άχρηστα χαρτιά, εφημερίδες, περιοδικά, εκβιαστικές επιστολές και ερωτικά ραβασάκια, στον ειδικό κάδο ανακύκλωσης. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, τον περίμενε μια εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη: η γυναίκα του, που τον είχε παρατήσει τρία χρόνια πριν, φεύγοντας με τον πιο στενό του φίλο και παίρνοντας μαζί της όλα τα φιλοδωρήματα που με τόσους κόπους και θυσίες είχε μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια από ασυνείδητους λουόμενους και επιπόλαιους παραθεριστές, είχε επιστρέψει! ο Ψ., κουρέας και ερασιτέχνης ναρκαλιευτής, μην μπορώντας παρά να συμφωνήσει με τους προηγούμενους, θεώρησε το μήνυμα αυτό επίσης κακόγουστο κι ούτε καν αστείο. Έσκισε τη σελίδα αυτή και στη συνέχεια ολόκληρο το βιβλίο μικρά-μικρά κομματάκια, τα οποία, στη συνέχεια, τα περιέλουσε με σπιτικό πετρέλαιο, που μόλις είχε αντλήσει από την αυλή του και τα έκαψε. Μετά άρχισε να χορεύει σαν δαιμονισμένος γύρω από τις στάχτες, υποχρεώνοντας την δεκατετραμελή του οικογένεια να τον μιμηθεί. Όταν ολοκλήρωσε τη σεμνή αυτή τελετή, ανακοίνωσε στους δικούς του ότι δεν πρόκειται ποτέ ξανά να φορέσει γαλάζιο πουκάμισο με βυσσινί γραβάτα. Πέρασε όλη την υπόλοιπη του ζωή μέσα σε έναν βρεφονηπιακό σταθμό παριστάνοντας τον μπόμπιρα. Ο Ι., οδοντοτεχνίτης, θεώρησε το μήνυμα αυτό καλόγουστο αστείο, μα πάντως αστείο. Γέλασε λίγο και έπειτα τα μάζεψε και βγήκε μια βόλτα στο δάσος, όπου βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα φριχτό τέρας που είχε κεφάλι λιονταριού, ουρά χελιδονιού, δόντια και πεπτικό σύστημα αρκούδας, πτερύγια, καλλιτεχνικές ευαισθησίες και μικροπαραξενιές καρχαρία και νύχια ανθρώπινα! Αφού αλληλοεξολοθρεύτηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, το δάσος πήγε μόνο του και παραδόθηκε σε γνωστή μεγάλη κατασκευαστική εταιρία. Όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, αν ο Ε., ο Ζ., ο Ψ, ο Ι. και τα άλλα παιδιά έπαιρναν στα σοβαρά αυτό το μήνυμα. Και μην ξεχνάς: ποτέ μην εύχεσαι αυτό που δε θα ήθελες να σου συμβεί!

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Το βιβλίο αυτό είναι ένα μυθιστόρημα σε αποσπάσματα. Τα κομμάτια μιας ιστορίας που δε τη γνωρίζω ολόκληρη.
Είναι μια βιογραφία χωρίς γεγονότα, ένα ημερολόγιο γεμάτο μουτζούρες.
Ανάμεσα στις γραμμές του δεν υπάρχει τίποτα. Στο περιθώριο των σελίδων του βρίσκομαι εγώ.

Το βιβλίο αυτό είναι ένα λάθος, το αποτέλεσμα μιας αστείας παρεξήγησης.
Κάποιος, με λιγότερη εμπάθεια και περισσότερο αυτοσεβασμό, στη θέση μου θα σιωπούσε και θα περίμενε να το γράψει άλλος συγγραφέας.

Ο ήρωας αυτού του βιβλίου είναι - πλέον - πραγματικό πρόσωπο. Όλα τα υπόλοιπα τα φαντάστηκε η σκιά μου ένα πρωινό γερμένη πάνω στον τοίχο ενός σκοπευτηρίου.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί αιτία πολέμου.
Είναι ο επικήδειος ενός παιδιού που γεννιέται αυτήν ακριβώς τη στιγμή στο διπλανό δωμάτιο.
Μια πράξη αγάπης.

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

η κριτική του καθαρού μου λόγου

Τη μέρα εκείνη με ξύπνησε η βροχή. Την ένιωσα να με χτυπάει στο μάγουλο, πριν καν προλάβω να σκεφτώ πως ήμουν πάλι ζωντανός. Κι έτσι, ενώ επέστρεφα από τον ύπνο και το θάνατο, μία αφηρημένη αίσθηση ζωής συνέχιζε πεισματικά να ψιχαλίζει το κόστος της ανάστασης πάνω στο πρόσωπό μου.
Και ύστερα άνοιξα τα μάτια μου ξανά και είδα. Όλα ήταν εκεί, όπως τα είχα αφήσει ακέραια και αμετάβλητα - το κελί μου, το κρεβάτι μου, εγώ κι ένα τετράγωνο παράθυρο από πάνω μου να μου επιστρέφει τον παλιό εξατμισμένο μου εαυτό.
Ακόμα δεν τολμούσα καν να κουνηθώ. Ούτε πλευρό δεν ήθελα να αλλάξω. Σαν να φοβόμουν, μήπως ήταν και αυτό μια ακόμα νεκρική ψευδαίσθηση, που θα μπορούσε ξαφνικά να διαλυθεί με μια μου κίνηση τυχαία και επιπόλαιη.
Άρχισα προσεκτικά να σφίγγω, τον έναν μετά τον άλλον, όλους μου τους μυς, ενώ αφουγκραζόμουν με χαρά τους γνώριμους ήχους των ζωτικών οργάνων μου.
Και ύστερα αναρωτήθηκα το όνομά μου και μου έδωσα αμέσως τη σωστή απάντηση - ήμουν και πάλι ζωντανός. Αμήχανος και αδρανής ακόμα, μα αλήθεια ζωντανός. Και είχα ακόμα τόσα πολλά να κάνω. Κι ενώ ένας άγριος ενθουσιασμός συνόδευε αυτή τη σκέψη μου, η βροχή από ψηλά ολοένα και δυνάμωνε, δίνοντας στην ανάστασή μου έναν τόνο ξέφρενου πανηγυριού, που μόλις είχε αρχίσει.
Και τότε ήρθε από το βάθος του κελιού μια απρόσκλητη νέα κακοαίσθηση να μου σκορπίσει φθονερά όλες μου τις μεγάλες αποφάσεις.

Όπως παρέμενα ακόμα ξαπλωμένος κάτω από τη βροχή και είχα την πλάτη γυρισμένη στη σιδερένια πόρτα, ένιωσα πως δεν ήμουν μόνος μέσα στο δωμάτιο. Άκουσα ενός τσιγάρου το σφύριγμα της εκπνοής και αμέσως η λερωμένη μυρωδιά του καπνιστή τρύπωσε μέσα στα ρουθούνια μου. Ανασηκώθηκα απότομα, λες και ήθελα να αιφνιδιάσω την ίδια την ιδέα μου, τινάσσοντας έτσι από πάνω μου τις τρομαγμένες σταγόνες τις βροχής, που αδιάφορη συνέχιζε να πέφτει.
Και τότε είδα την αποτρόπαιη ιδέα εκεί, απέναντί μου, να ενσαρκώνεται. Ήταν εκεί, μπροστά στα μάτια μου. Αν άπλωνα το χέρι μου, σχεδόν τον ακουμπούσα. Χωμένος στην τεράστια πανάρχαια πολυθρόνα, να με κοιτάζει μέσα από το μαυρισμένο δέρμα του και κάτω από το κατάλευκο κουστούμι του να μου χαμογελάει.

«Καλημέρα! Θα σε συμβούλευα να κάτσεις κάπου αλλού. Τέτοια εποχή ο καιρός δεν αστειεύεται. Μπορεί και να κρυώσεις;»
Ποιος είσαι πάλι εσύ; «Τόσο πολύ έχω αλλάξει, άραγε, που δε με αναγνωρίζεις;»
Πως μπήκες εδώ μέσα; «Αυτή είναι μια ερώτηση που θα έπρεπε να κάνεις στον ίδιο σου τον εαυτό. Εγώ ήρθα εδώ, γιατί εσύ το ζήτησες.»
Δε ζήτησα τίποτα ποτέ. Ποτέ και από κανέναν. Το μόνο που θέλω είναι να φύγω από εδώ. Αν ούτε εσύ μπορείς να κάνεις κάτι για αυτό, τότε εξαφανίσου! Και φεύγοντας, πάρε και τη γελοία πολυθρόνα σου μαζί! «Άκου να δεις, ο διευθυντής της φυλακής σου με ειδοποίησε πως θέλεις να μου μιλήσεις. Αλλιώς δεν είχα και καμία μεγάλη όρεξη να ταξιδέψω μέχρι εδώ για να ακούω τώρα τις φωνές σου. Αν το μετάνιωσες, γυρίζω πίσω αμέσως. Αλλά να ξέρεις πως το ταξίδι αυτό, όπως και να έχει, εσύ θα το πληρώσεις.»
Ποιος διάολος είσαι και τι ζητάς; Τι ηλίθιο παιχνίδι είναι πάλι αυτό; Ποιος το έχει επινοήσει; «Είσαι σίγουρος πως θέλεις να ακούσεις την απάντηση;»
Πως είναι δυνατό να ζήτησα να με επισκεφτεί κάποιος που δε γνωρίζω; «Θέλεις να πεις ότι αυτό ποτέ σου δεν το έχεις ξανακάνει; Δεν έχεις προσκαλέσει άγνωστα φάσματα ποτέ και ανύπαρκτες γυναίκες, να σου χτυπήσουν δήθεν απροειδοποίητα την πόρτα σου; Ποτέ δεν έχεις στρώσει το τραπέζι σου ξανά ή το κρεβάτι σου για να δεχτείς μυστήριους επισκέπτες, που μια μέρα πριν δε γνώριζες και την επόμενη ήδη είχες ξεχάσει;»
Δεν είναι το ίδιο. Δεν ήμουν πάντοτε εγώ. «Και όμως, δεν ήταν άλλος. Και αν δεν ήσουν εσύ ο ίδιος κάποτε, ήσουν κάποιος παρόμοιος εσύ που πάλι εσύ είχες κατασκευάσει. Το ίδιο είναι. Εμένα πάντως με γνωρίζεις. Όσο και αν τώρα υποκρίνεσαι, το ξέρεις καλά πως έχουμε ξανασυστηθεί πολλές φορές οι δυο μας.»

Η βροχή άρχισε να γίνεται ενοχλητική κι έτσι τραβήχτηκα στην άκρια του κρεβατιού για να την αποφύγω. Ο επισκέπτης μου συνέχιζε ήρεμος να καπνίζει το τσιγάρο του. Με έβαλε για μια στιγμή σε πειρασμό, μα γρήγορα το κίτρινο χαμόγελό του με θύμισε το μόνο ίσως κέρδος που μου είχε αφήσει ως τότε ο εγκλεισμός.
Θυμήθηκα τη σωστή ερώτηση.

Μπορώ να μάθω για ποιο λόγο έχω βρεθεί εδώ; «Τώρα αν σου πω γιατί εσύ το ζήτησες, θα νευριάσεις πάλι;»
Όχι, είναι αλήθεια. Μα όπως κάποια κακιά στιγμή το ζήτησα, έτσι και τώρα σε πληροφορώ πως απαιτώ να φύγω. «Αυτό ήταν λοιπόν; Ώστε για αυτό μέχρι εδώ με έφερες; Μόνο και μόνο επειδή έχεις αλλάξει γνώμη; Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες…»
Γιατί; Δεν έχω το δικαίωμα; «Νομίζεις άραγε πως επειδή ζεις στη δικιά σου ιστορία, μπορείς να κάνεις ό,τι θες και όποτε δε σου βγαίνει η πλοκή να αλλάζεις μόνος σου όλα τα δεδομένα;»
Και βέβαια μπορώ – μου έχει αναγνωριστεί από καιρό αυτή η εξουσία. «Από πότε;»
Από τότε που επέστρεψα. «Από πού;»
Από τις Εσωτερικές Ινδίες. Εγώ είμαι ένας ήρωας. Ο ήρωας της ιστορίας μου. Είμαι ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του πολέμου και αφού εσύ λες πως γνωριζόμαστε, τότε αυτό, τουλάχιστον, θα έπρεπε να το ξέρεις. Γιατί γελάς; «Πρώτον γιατί από τις Εσωτερικές Ινδίες δε γύρισε ζωντανός κανείς. Δεύτερον επειδή πόλεμος δεν έγινε ποτέ στις Εσωτερικές Ινδίες. Και τρίτον και σημαντικότερο γιατί Εσωτερικές Ινδίες, φίλε μου, δεν υπάρχουν.»

Η βροχή είχε πια για τα καλά ποτίσει τα σεντόνια και τα ρούχα μου και ήδη την άκουγα να μου γεννάει σκουριά στη σκέψη μου και στο κρεβάτι. Σηκώθηκα και αφού βούτηξα τις γυμνές πατούσες μου στο πάτωμα, άρχισα να κάνω βόλτες γύρω από τον επισκέπτη.

Αν είναι έτσι όπως τα λες, τότε από πού επέστρεψα; Αν έχουν έτσι πράγματι τα πράγματα, τότε τι ήταν, άραγε, αυτό, από το οποίο γύρισα πίσω ζωντανός; «Πόσο παράξενο ακούγεται αυτό να το ρωτάει κάποιος, που λίγο πριν παραληρούσε με τόσο πάθος πως είναι πια νεκρός! Κάθε βραδιά παλεύεις να ξεφύγεις από τη φρίκη και το θάνατο και κάθε μέρα γυρίζεις πίσω πάντα ζωντανός. Όχι απλώς από τους ελάχιστους, αλλά ο μόνος επιζώντας της σφαγής. Μα μάλλον δε σου φτάνει. Θέλεις αψίδες να δεις να υψώνονται πάνω από το μαξιλάρι σου. Την πόρτα να ανοίξεις λαχταράς και να έχουν, λέει, στήσει έξω, στην αυλή, ρωμαϊκούς θριάμβους. Μπορεί να είσαι εσύ ο ήρωας της ιστορίας σου, μα η ιστορία σου ηρωική δεν είναι και το ξέρεις. Το ήξερες καλά αυτό, όταν συμφώνησες να πάρεις μέρος σε ετούτο το παιχνίδι. Για αυτό και δέχτηκες τους όρους του. Για αυτό και θέλησες μονάχος σου να μείνεις. Όχι μήπως και γράψεις το έργο το σπουδαίο που φαντάστηκες πως σου αναλογεί, μα για να σβήσεις όλα τα άλλα τα έργα σου, τα ταπεινά, τα ασήμαντα που σου λερώνουν τις σελίδες.»
Κι έπρεπε να χτιστώ μέσα σε αυτή τη φυλακή για να τα καταφέρω; Εγώ θα είμαι για πάντα, δηλαδή, αυτός που φταίει για τα πάντα; Και αν δε μπορώ να βρω μια λύση για το πρόβλημα, πάει να πει πως λύσεις δεν υπάρχουν;

Ο επισκέπτης έγειρε μπροστά, έβαλε το χέρι του προσεκτικά κάτω από την πολυθρόνα και από εκεί μέσα τράβηξε ένα χοντρό βιβλίο, που παραδόξως η βροχή -μας είχε ήδη φτάσει ως τα γόνατα- το είχε στεγνό και αλώβητο αφήσει. Ακούμπησε ξανά πίσω την πλάτη του και άρχισε να το ξεφυλλίζει με ένα ενδιαφέρον πολύ προσποιητό, που με έκανε, ωστόσο, να ζηλέψω. Πλησίασα σιγά-σιγά και έσκυψα από πάνω του να δω κι εγώ τι έγραφε εκεί μέσα. Μα λέξεις δεν υπήρχαν γραμμένες στις σελίδες του, παρά μονάχα κάποιες αλλόκοτες εικόνες κολλημένες, που κάτι μου θυμίζανε και κάπως με τρομάζαν. Παλιές φωτογραφίες σε μια χρονοπαράλογη σειρά, σα μια σπάνια συλλογή από θαμπά, θρυμματισμένα καθρεφτάκια.

«Χμ.. από ότι βλέπω, οι εξετάσεις σου είναι πολύ καλές. Πρόβλημα παθολογικό δε φαίνεται να υπάρχει.» Άσε τα αστεία και δώσε μου επιτέλους μια απάντηση!
«Να, κοίταξε και μόνος σου! Δες αυτήν εδώ, την οικογενειακή! Δες πόσο υψηλά είναι τα ποσοστά του ψέματος στο αίμα σου!» Δε θέλω να κοιτάξω πίσω πουθενά - θέλω να δω μπροστά μου τι υπάρχει.
«Ναι, ναι… όπως σου τα έλεγα, η πίεση των καταπιεσμένων σου ενστίκτων είναι απολύτως φυσιολογική. Σε αυτήν εδώ την εκδρομή, φαίνεται πλέον καθαρά. Ποια είναι, άραγε, αυτή στο πλάι σου; Η δεύτερη; Η τρίτη; Για πες μου εσύ που ξέρεις να μετράς!» Δε θέλω να μετρήσω τίποτα. Τόσο καιρό αναμετριέμαι με τους αριθμούς και όλο πιο μόνος μου στο τέλος καταλήγω.
«Και εδώ ακόμα, ανάμεσα στα φιλαράκια σου, κοίτα καλά πως ξεχωρίζει η εύρυθμη λειτουργία των ζωτικών σου οργάνων! Άκου με πόση αρμονία αλέθονται όλοι σου οι δεσμοί μες στο στομάχι σου! Νιώσε τα γαστρικά σου υγρά να διυλίζουν τα συναισθήματα των άλλων! Ποιος έχει απομείνει όρθιος από αυτούς εδώ, που τότε σου πλαισίωναν τις μέρες σου; Πόσοι επιζώντες μπόρεσαν να επιστρέψουν από τις δικές σου τις εσωτερικές ινδίες;» Δώσε μου πίσω τις φωτογραφίες μου! Δικές μου είναι όλες τους και όλα όσα δείχνουν ανήκουν σε εμένα.
«Αλήθεια; Μήπως τα πράγματα είναι λιγάκι ανάποδα; Μήπως εσύ ανήκεις σε αυτές; Ξέρεις, είναι μία φωτογραφία που λείπει από τη συλλογή αυτή. Στ’ αλήθεια έψαξα πολύ, μα ωστόσο δεν τη βρήκα.»

Όρμισα να του αρπάξω το βιβλίο από τα χέρια του, να τον χτυπήσω δυνατά και να τον κάνω να το βουλώσει επιτέλους. Η βροχή, όμως, μες στην οποία είχα ως τη μέση βυθιστεί, έκανε τις κινήσεις μου αβάστακτες και ακόμα πιο γελοία την οργή μου.
Αυτός, πατώντας τώρα πια πάνω στην πολυθρόνα του, συνέχιζε απτόητος τη βρώμικη δουλειά του. Σκαρφάλωσα πάνω στο κρεβάτι μου κι εγώ, ισορροπώντας δύσκολα κάτω ακριβώς από το του κυκλώνα το μάτι το τετράγωνο. Όλο τη δύναμή μου και το πείσμα επιστράτευσα και χίμηξα να τον γκρεμίσω από το βάθρο του, ρίχνοντας μας μοιραία και τους δυο στο μέσο της δεξαμενής σφιχτά αγκαλιασμένους.
Με τις παλιές φωτογραφίες να επιπλέουν γύρω μας, ξεβάφοντας μες στο νερό το παρελθόν μου και με όλο εκείνο το ζωοφόρο μίσος να αναδύεται από το σκοτεινό και ανεξερεύνητο βυθό, βρέθηκα ταυτόχρονα να προσπαθώ για τη δική μου επιβίωση και για το θάνατο του άλλου.
Πλέον ραγδαία ανέβαινε η στάθμη του νερού και έτσι σύντομα η πάλη περιορίστηκε μέσα στο ελάχιστο κενό που είχε περισσέψει ανάμεσα στην οροφή και τα κεφάλια μας.
Για μια στιγμή μονάχα σκέφτηκα πως ίσως, αν λίγο ακόμα κρατούσε ο κατακλυσμός, η άνωση θα με οδηγούσε μέχρι το παράθυρο. Μα αντί να κολυμπήσω μέχρι τη διαφυγή, συνέχιζα με λύσσα να γρονθοκοπώ τον επισκέπτη μου.
Αυτός κάποια στιγμή φάνηκε να έχει πια παραδοθεί και ούτε καν προσπάθεια δεν έκανε να αποφύγει τα χτυπήματα. Είδα το αίμα του να βρωμίζει τη βροχή και αντί να νιώσω οίκτο, άκουσα και άλλο την οργή μέσα μου να φουντώνει.
Τον άρπαξα από τα μαλλιά και πίεσα το κεφάλι του κάτω από την επιφάνεια, μα αμέσως τρομαγμένος πάλι έξω τον τράβηξα.
Την ίδια κίνηση την επανέλαβα πολλές φορές, μα όποτε δοκίμαζα να τον κρατήσω μέσα στο νερό, ένιωθα μέσα στα πνευμόνια μου το οξυγόνο να στερεύει. Και κάθε που τον ανέβαζα ξανά, έβλεπα το χαμόγελο στο ματωμένο πρόσωπο του να απλώνεται.
Και τότε, ξαφνικά, σταμάτησε να βρέχει. Και άρχισε το νερό μες στο κελί να στροβιλίζεται και η στάθμη με ταχύτητα και ορμή να κατεβαίνει.
Παράτησα τον επισκέπτη μου στην τύχη του και μάταια προσπάθησα να αντισταθώ μπρος στην ισχύ εκείνης της δαιμονισμένης περιδίνησης. Οι δυνάμεις μου με είχαν πια για τα καλά εγκαταλείψει και προδομένο το ένστικτο της επιβίωσης πεισματικά φαινόταν τώρα απρόθυμο να με κρατήσει μακριά από το μοιραίο.
Πήρα βαθιά ανάσα, έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τα άναρχα βήματα του υδάτινου χορού μέχρι το τέλος να με συνοδεύσουν.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

March Attacks!

Έχω πολλά χρόνια να δω μια καλή ταινία τρόμου και στ’ αλήθεια να τρομάξω. Και δεν εννοώ απλώς να κλείσω να τα μάτια μου αποφεύγοντας κάποιες αποτρόπαιες σκηνές, αλλά να φύγω από την αίθουσα και να φοβάμαι τη σκιά μου ή με τη φρίκη να παραμονεύει κάτω από το κρεβάτι μου να μη μπορώ μετά να κοιμηθώ. Κι όμως μεγάλωσα παρακολουθώντας αριστουργηματικά θρίλερ και δεν εννοώ αυτά μονάχα των οποίων η ποιότητα μετριέται σε λίτρα αίματος. Κάπως έτσι άρχισα να αναρωτιέμαι αν τελικά το είδος βρίσκεται σε παρακμή ή μήπως εγώ όταν ήμουν πιο μικρός φοβόμουν περισσότερο.
Κι όμως στα υπόγεια του υπουργείου τρόμου και συνειρμών εξακολουθούν να γράφονται εξαιρετικά σενάρια και το αόρατο διευθυντήριο δεν έπαψε ποτέ να χρηματοδοτεί εγχώριες αλλά και διεθνείς υπερπαραγωγές. Το ενδιαφέρον -και το πορτοφόλι- του κοινού φαίνεται να κλέβει τελευταία το φιλμ «Η Μέρα (-μεσημέρι) των Ζωντανών Νεκρών Γνωστών Αγνώστων», στο οποίο οι φιλήσυχοι κάτοικοι μιας ηλιόλουστης μπανανίας δέχονται εισβολή από μια ομάδα ντροπαλών (εξ ου και φοράνε κουκούλες) ταραξιών που σπάνε (αντί να χαζεύουν) βιτρίνες και καταστρέφουν αυτοκίνητα διακοσίων ίππων και δυο χιλιάδων δόσεων.
Διθυραμβικές κριτικές, ωστόσο, έχει αποσπάσει και η ταινία καταστροφής «The Payday after Tomorrow», όπου, μετά από μια μεγάλη οικονομική κρίση, το σύστημα, αφού έχει ολοκληρώσει το format του, καλείται να χτίσει τον κόσμο ξανά από την αρχή, παραβιάζοντας τα κεκτημένα και τα δικαιώματα όσων επέζησαν μέσα σε ένα post-apocalyptic εργασιακό σκηνικό.
Ας επιστρέψουμε όμως στους γνώριμους μας μικρομεσαιωνικούς ρυθμούς: Τι ντροπή! Οι φαρισαίοι διαρρηγνύουν τα κομψά ιμάτιά τους και οι γραμματείς κρατούνε σημειώσεις πάνω σε σταυρωμένα ψηφοδέλτια. Πρώτα τα ατίθασα νιάτα στο πλαίσιο των δεκεμβριανών εορτασμών, τώρα οι ασυμβιβασιούχοι του Υπουργείου Τζόγου και Πολιτισμού, αύριο ποιοι; Οι Παοκτζήδες; Ο Σύλλογος για την προστασία της Καριέρας-Καριέρας; Μήπως εγώ; Βάνδαλοι χωρίς σύνορα, όλοι τους έχουν βάλει στο μάτι το μνημείο των μνημείων και σπεύδουν ικέτες στο Ερέχθειο για να διεκδικήσουν και να διαμαρτυρηθούν. Θίχτηκε του λωτοφάγου ο τρισχιλιετής πολιτισμός βλέποντας τα μάρμαρα του μπάρμπα του να αμαυρώνονται απ’ την οργή των κολασμένων. Κι ο Ευρωπαίος που έφερε τα Ευρωπαιάκια του να δουν τι έχτιζε ο φτωχός τους συγγενείς, όταν εκείνοι κολάτσιζαν βελανίδια; Και τα υπερατλαντικά κανάλια που συλλαβίζουν ερασμιακά τα αιτήματα των ασεβών, πριν τα επισυνάψουνε στις οδηγίες προς τους ναυτιλομένους τους; Μήπως τελικά θα έπρεπε, σεβόμενοι την ένδοξή μας ιστορία, να βάλουμε δούλους να δουλεύουν στην Ακρόπολη, τώρα που οι περίοικοι του μηχανισμού άρχισαν να μας κάνουνε νερά; Μήπως να αποσπάσουμε από τη νύχτα ιέρειες και να τις ακροβολίσουμε στο βράχο, μην και μας ξεφύγει ξανά κανένα πιτσιρίκι που θα μας εμποδίζει να καμαρώνουμε από τους καναπέδες τα αετώματα;
Δεν είναι τα ίδια τα μνημεία ιερά - ιερές είναι οι αξίες που αυτά εκπροσωπούν κι εκφράζουν. Μόνο που όταν οι αξίες καταπατούνται ή καταλαμβάνονται, τα talking heads του διπλανού παράθυρου αλλάζουν κατηγορία και το ρίχνουν στην πρόγνωση του καιρού και στα προγνωστικά του ποδοσφαίρου.

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

13.387

Τη γνώρισα σε ένα μπαράκι. Δίπλα στη θάλασσα. Η ώρα ήταν περασμένη και μόνο οι δυο μας είχαμε απομείνει. Ήταν κι ένα ζευγάρι κάπου στην άκρη και χόρευε κάτι άσχετο με το ρυθμό του τραγουδιού. Και παραπέρα κάπου, στην άκρια της άκρης ένας κόσμος ολόκληρος κάτι άσχετο κι αυτός με της ζωής το ρυθμό να πολεμάει. Τα φώτα έσβησαν κι εκείνη μου πρότεινε να συνεχίσουμε στην παραλία. Ξαπλώσαμε στην άμμο και βαλθήκαμε να μετράμε τα αστέρια. Εγώ ζαλίστηκα και τα παράτησα γρήγορα. Μα εκείνη συνέχισε. Την είδα να μετράει χαμογελαστή. Έβλεπα τα δόντια της να γυαλίζουν στο σκοτάδι και το σκοτάδι τη λάμψη αυτή να τρέμει. Για μια στιγμή μονάχα θέλησα τα δόντια αυτά να με κατασπαράξουν. «Δεκατρείς χιλιάδες τριακόσια ογδόντα επτά», φώναξε ενθουσιασμένη. Με αγκάλιασε και με φίλησε λαίμαργα. Δεν με κατασπάραξε τελικά. Ολόκληρο με κατάπιε. Ακέραιο. Μια μπουκιά με έκανε. Κι έπειτα μείναμε εκεί. Και περιμέναμε. Κι ύστερα ήρθε το πρωί. Και πήρε ο κόσμος ξανά τη μέρα του να ξημερώνει. Σηκώθηκα. «Πού πας;» με πρόλαβε. Έπρεπε να φύγω. Κάτι έπρεπε. Κάποιοι με περίμεναν. Κάπου αλλού έπρεπε να είμαι. «Στάσου!» επέμεινε. «Πόσο καιρό θα μείνεις σ’ αυτή τη χαραμάδα;» Δεν ήξερα στ΄ αλήθεια. Όσο χρειαζόταν. Όσο έπρεπε. «Ωραία! Τότε θα έρχεσαι εδώ κάθε βράδυ. Και θα με βρίσκεις σ’ αυτή την παραλία. Και κάθε βράδυ θα ξαναγνωριζόμαστε. Και θα πίνουμε παρέα κάθε βράδυ. Και κάθε βράδυ θα το ξαναπαίρνουμε απ’ την αρχή αυτό που δεν τελειώνει. Κι εγώ θα σου μετράω τ’ άστρα, όταν εσύ ζαλίζεσαι. Και κάθε βράδυ δεκατρείς χιλιάδες τριακόσια ογδόντα επτά θα τα βρίσκω. Και μετά θα σε φιλάω. Και θα σε τρώω έτσι. Κάθε βράδυ. Για όσα βράδια χρειαστεί να μείνεις σ’ αυτή τη χαραμάδα. Γιατί εγώ τίποτε άλλο δεν θέλω από εσένα. Τα υπόλοιπα τ’ αφήνω στη μέρα και σ’ εκείνους που σε περιμένουν. Γιατί, να το θυμάσαι, σ’ αυτή την ιστορία η αρχή είναι το μόνο που αξίζει. Οι πρώτες ώρες. Μέχρι να πάρει ο κόσμος τη μέρα του να ξημερώνει».

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Μπέλφαστ

Μόλις που κόπασε ο πετροπόλεμος και ξέσπασε στις γειτονιές μια ειρήνη κυριακάτικη. Έτρεξα και κάπου κρύφτηκα. Να τρέχω και να κρύβομαι, να κάτι που έμαθα καλά να κάνω. Σε ειρήνη και σε πόλεμο. Έτρεξα και κάθισα να πιω έναν καφέ. Η επιγραφή απέξω έλεγε: «Ο καφές είναι η θρησκεία μας!» Παρήγγειλα έναν διπλό εσπρέσο. Κι ένα γλυκό που το ‘χαν ονομάσει Chocolate decadence. Κάθισα και μια γυναίκα δίπλα μου μού ζήτησε τα πράγματά της για λίγο να προσέχω. Θα έπρεπε για λίγο τη θέση της να εγκαταλείψει και μαζί της δεν γινόταν να τα πάρει. Κι όσο θα έλειπε φοβόταν μην την κλέψουν. Ποιοι; Πώς ήταν τόσο σίγουρη πως δεν θα τα ‘παιρνα εγώ και θα ‘φευγα; Πώς γινόταν να μου έχει τόση εμπιστοσύνη μια άγνωστη γυναίκα;
Άθλιος ήταν ο καφές. Και πώς θα γινόταν διαφορετικά; Αφού θρησκεία τους τον είχαν κάνει. Το γλυκό, ωστόσο, εξαιρετικό!