Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Χθες αργά τη νύχτα σε ξύπνησαν οι φωνές. Σηκώθηκες και σύρθηκες ως το παράθυρό σου. Ξέχασες, φαίνεται, πως τα παράθυρα δεν είναι όπως τα ήξερες κάποτε. Τώρα πια, αν θέλεις στα αλήθεια να δεις τι κρύβουνε οι τοίχοι, πρέπει μόνος σου να ανοίξεις τις δικές σου τρύπες. Τίποτα δεν είδες και ούτε που ήξερες προς τα πού να κοιτάξεις. Κι όμως, οι φωνές έφταναν στα αυτιά σου όλο και πιο δυνατές και όλο και πιο απειλητικές και όλο και πιο προκλητικές και όλο και πιο απεγνωσμένες. Και τότε είπες, πως πάει πια, τον έχασες τον ύπνο σου. Πως δεν αξίζει να επιστρέψεις στα ιδρωμένα σου σεντόνια. Φόρεσες ένα κίτρινο μπλουζάκι, έβαλες τα καινούρια σου παπούτσια - δυο μήνες τα κρατούσες μέσα στο κουτί, τα φύλαγες. Χτένισες τα μαλλιά σου κοιτάζοντας τον τοίχο και είχε αυτός ο τοίχος κάτι από το όνειρο, από όπου μόλις είχες επιστρέψει. Κι ύστερα, άρχισες να κατεβαίνεις τα σκαλιά. Όσο εσύ κατέβαινες, τόσο οι φωνές δυνάμωναν. Και όλο έλεγες πως θα γκρεμίσουνε το σπίτι και το κεφάλι σου μαζί. Μια ζωή σου πήρε μέχρι να φτάσεις κάτω στην είσοδο, μέχρι να βγεις στο δρόμο. Μα όταν έφτασες είδες πως άλλος κανένας εκεί έξω δεν υπήρχε. Μόνος εσύ, μόνες τους οι φωνές, μόνος και ο δρόμος. Έσκυψες, κόλλησες το αυτί σου στην παγωμένη άσφαλτο και πήραν φωτιά οι σκέψεις σου.
Και τότε άκουσες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου