Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Στην αρχή δεν ακούς τίποτα. Ψάχνεις, μα δε βρίσκεις κάτι να ακούσεις μες στη βαθιά και ήρεμη νύχτα. Έχετε ξεμείνει, εσύ, η σιωπή και η πόλη. Περισσέψατε. Βαθιά σιωπή και ήρεμη πόλη. Με τα σεντόνια σου παλεύεις και λες, δεν μπορεί, όλο και κάτι θα υπάρχει. Κρατάς την ανάσα σου και κλείνεις τα μάτια για να ακούσεις καλύτερα. Χωρίς αέρα, χωρίς φως. Κάτι σαν θάνατος, μα όχι θάνατος. Και τότε είναι που έρχεται από μακριά. Από κάποιο ξεχασμένο ραδιόφωνο, κάποιο τραγούδι ξεχασιάρικο. Κάτι σαν μπλουζ, μα όχι μπλουζ. Θρηνείς που νύχτωσε και δεν πρόλαβες να το χορέψεις. Τίποτα δεν πρόλαβες. Και έπειτα ακόμα πιο μακριά, από την άκρη. Το νυχτερινό τρένο να μπαίνει μέσα στην πόλη σαν τον κλέφτη. Να την τρυπά και εκείνη να μην μπορεί να αντισταθεί. Να μη θέλει να φωνάξει. Άγρια σιωπή και βαθιά πόλη. Και ύστερα πάλι πιο κοντά, δίπλα σου, πίσω από τον τοίχο που στηρίζεις, μέσα στο αυτί σου. Ένα κουνούπι, ένα παλιό ψυγείο. Κάτι θέλουνε να σου πουν. Κάτι θέλεις να ακούσεις. Και η καρδιά σου πάντα εκεί, να γρονθοκοπεί τα σεντόνια. Να μετρά το χρόνο ανάποδα. Πόσο καλοκαίρι σου έμεινε ακόμα; Πόση ζωή;
Και τότε έρχεται η έκρηξη.

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Alive She Cried

Το τέλειο έγκλημα

Κάποτε με ρώτησαν ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου. Εκείνη που με ρώτησε ήταν για μένα τότε σημαντική κι έτσι δε μπόρεσα να πω κάποια ανοησία για να την ξεφορτωθώ. Άνοιξα λοιπόν το αρχείο μου με τα εγκλήματα και διάλεξα να της αφηγηθώ την ιστορία της Άννας. Του κοριτσιού που σκότωσα στα δεκάξι μου.
Η Άννα ήταν συμμαθήτρια μου στο Λύκειο. Όμορφη δεν ήταν, αλλά εγώ τη γούσταρα. Και φυσικά δεν της το είπα ποτέ. Γίναμε φιλαράκια σε ένα πάρτυ όπου όλοι περνούσαν τέλεια εκτός από εμάς τους δύο. Εγώ της είπα ότι θέλω να γίνω ποπ σταρ κι εκείνη ότι θέλει να αυτοκτονήσει.
Δεν υπέφερε από κατάθλιψη ή κάτι παρόμοιο. Μεγάλες απογοητεύσεις δεν πρόλαβε να ζήσει. Στενόχωρες καταστάσεις και αισθήματα δεν την βάραιναν. Είχε ανθρώπους να την αγαπούν και όλες τις προοπτικές να κάνει πολλούς να την μισήσουν. Ήθελε απλώς να αυτοκτονήσει γιατί απλά δεν ήθελε να ζήσει. Και αποφάσισε να το κάνει καταπίνοντας ασπιρίνες.
Στο κουτάκι που βρήκε εκείνο το μεσημέρι στο σπίτι της είχαν απομείνει μονάχα δεκατρείς. Τις ήπιε όλες και μετά μου τηλεφώνησε. Μου ζήτησε να βρεθούμε. Από τη φωνή της κατάλαβα ότι για κάτι σημαντικό και επείγον με ήθελε. Για αυτό και την έστησα μια ολόκληρη ώρα. Όταν έφτασα, τη βρήκα να κλαίει. Είχε μετανιώσει.
Στην αρχή την έβρισα. Μετά την παρηγόρησα. Την καθησύχασα πως δεν είναι αργά και πως, αν βιαστούμε λίγο, μπορεί να προλάβουμε. Υπάρχουν στιγμές όμως που κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν έχει τη διάθεση να βιαστεί. Και για κανένα λόγο. Όταν στο τέλος μου είπε ότι οι ασπιρίνες ήταν μόλις δεκατρείς, έβαλα τα γέλια. «Δεκατρείς είναι πολύ λίγες για να σου κάνουν κακό», της είπα.
Οι οδηγίες των φαρμάκων ήταν τα πρώτα μου αγαπημένα αναγνώσματα. Παρενέργειες, αντενδείξεις και όλα τα σχετικά λάτρευα κάποτε να τα μελετώ και να τα αποστηθίζω. Ήξερα καλά ότι η ημερήσια ενδεδειγμένη δοσολογία για έναν ενήλικα – ήμασταν σχεδόν ενήλικες τότε – δεν ξεπερνούσε τις τρεις ασπιρίνες. Της είπα ψέματα και την έστειλα για ύπνο σχεδόν ευτυχισμένη.
Την άλλη μέρα η Άννα δεν ήρθε φυσικά στο σχολείο. Τα δυσάρεστα τα μάθαμε την επομένη. Πέθανε στον ύπνο της χωρίς να το καταλάβει. Μπορεί και να νομίζει ακόμα ότι κοιμάται. Κι εγώ, που πρόλαβα εκείνο το βράδυ να της πάρω ένα φιλί όταν την καληνύχτιζα, είχα κάνει στα δεκάξι μου το τέλειο έγκλημα.
Εκείνη που με ρώτησε δυσαρεστήθηκε από την απάντηση και μου το έδειξε. Μπορεί και να φοβήθηκε. Μπορεί και να μην το πίστεψε. Δε ξέρω. Πάντως σύντομα έπαψε να είναι σημαντική για μένα. Φροντίσαμε και οι δυο μας για αυτό. Στεναχωρέθηκα βέβαια. Κατάλαβα πως έκανα μεγάλο λάθος. Η ιστορία της Άννας δεν είναι το χειρότερο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου. Ούτε για μένα που το είπα, ούτε για εκείνη που το άκουσε. Αν είχα επιλέξει κάτι άλλο, τώρα μπορεί και να ήταν μαζί μου ακόμα. ‘Οπως και η Άννα.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Ντοστογέφσκυ

Είμαι ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Έχω διαβάσει όλα όσα έχω γράψει. Τα πάντα. Κάποια από αυτά μάλιστα και δυο και τρεις φορές. Απ’ έξω σχεδόν τα ξέρω όλα. Από στήθους τα απαγγέλλω. Από μνήμης τα ανακαλώ. Από πρόθεση τα επαναλαμβάνω και από άγνοια τα μεταδίδω. Δεν αγαπώ όλα αυτά που έχω γράψει. Υπάρχουν αρκετά που τα απεχθάνομαι. Πάντως για όλα έχω άποψη. Ό,τι δικό μου διαβάζω, στ’ αλήθεια το εκτιμώ. Με αφορά και με ενδιαφέρει. Γι’ αυτό άλλωστε και είμαι ο αγαπημένος μου συγγραφέας.
Επίσης μου αρέσει πολύ ο Ντοστογέφσκυ.

Caput Mortuum

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

γενική θεωρία της σχετικότητάς μου

Τη μέρα εκείνη ξύπνησα με μία ανεξήγητη χαζοχαρούμενη διάθεση, λες και δεν βρισκόμουν μες στη φυλακή και μάλιστα αναίτια, αλλά σε παραθερισμό εξωτικό και αμέριμνο. Με όρεξη άδειασα στα γρήγορα το δίσκο που με περίμενε στην πόρτα, έστρωσα το κρεβάτι μου και τακτοποίησα μετά συμμετρικά τις σημειώσεις μου πάνω στην επιφάνεια του, και ήταν λες και έριχνα με αυτές κάποια περίτεχνη μυστικιστική πασιέντζα και ας μην επρόκειτο να μου έβγαινε ποτέ.
Αν και είχα από πολύ καιρό χάσει τον έλεγχο του χρόνου και μόνο κοιτώντας μέσα από το ψηλό παράθυρο μάντευα πια τις ώρες και τις εποχές, για κάποιο λόγο, ειλικρινά ακατανόητο, γεννήθηκε μες στο μυαλό μου η ιδέα ότι η μέρα εκείνη ήταν η μέρα, λέει, των γενεθλίων μου. Αν η διαίσθησή μου αποδεικνύοταν σωστή, τότε αυτό θα σήμαινε πως με τη μέρα εκείνη θα είχα μόλις συμπληρώσει ακριβώς τριάντα τέσσερα χρόνια πάνω στη Γη και δεκατρείς μήνες παρά μία μέρα μέσα στο κελί μου.
Λόγω της εορταστικής αυτής ψευδαίσθησης που με είχε κυριέψει, αποφάσισα να κάνω κάτι που τόσο καιρό επιμελώς απέφευγα - να ξυριστώ! Βλέποντας το μικρό τετράγωνο νιπτήρα του κελιού, σκέφτηκα πως ίσως τα μακριά μου γένια θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανήκεστο δολιοφθορά σε ολόκληρο το αποχετευτικό τους σύστημα και με την ιδέα μου αυτή διασκέδασα αφάνταστα.
Όταν μετά από ώρα αρκετή τελείωσα το ξύρισμα και φάνηκε γυμνό επιτέλους το πρόσωπό μου στον καθρέφτη, μου φάνηκε πως στ’ αλήθεια πως είδα απέναντι μου να είναι κάποιος άλλος.

Υπάρχουν τέσσερις συγκεκριμένες μέρες μες το χρόνο, όπου με την ευκαιρία κάποιας γιορτής ή επετείου, μου αρέσει να επιδίδομαι σε μία, δικής μου επινόησης, δοκιμασία μνήμης. Έτσι ξεκινώντας, με αφετηρία το εκάστοτε παρόν, καταβυθίζομαι στην άβυσσο του παρελθόντος, ανασυστήνοντας στην ευκρινέστερη δυνατή μορφή τις αναμνήσεις μου. Έχοντας ως σημείο αναφοράς το πάντα εγωιστικό κριτήριο του που βρισκόμουν τη μέρα εκείνη και τι έκανα, πασχίζω να ανακαλέσω εικόνες, καταστάσεις και αισθήματα από τα χρόνια που έφυγαν και αναλόγως του βάθους, στο οποίο κατορθώνω να φτάσω δίχως να πνιγώ, βαθμολογώ κάθε φορά τις επιδόσεις μου. Και όποτε τύχει μέσα σε αυτό το αναμνησιακό μωσαϊκό να ανακαλύψω κάποιο χρονικό κενό, το οποίο να αδυνατώ να συμπληρώσω, ακόμα και με της φαντασίας μου τη χημική υποστήριξη, λυπάμαι τότε και θρηνώ για εκείνη τη γιορτή ή την επέτειο, που χάθηκε βαθιά στον πάτο της ταπεινωτικής και ένδοξής μου ιστορίας.
Οι μέρες αυτές είναι, η 1η Νοεμβρίου, η 11η Ιανουαρίου, η αεικίνητη γιορτή των Πεθαμένων και τέλος τα γενέθλια μου φυσικά.

Λίγα χρόνια μετά την απόδρασή μου από τη φυλακή –θα εξακολουθώ για αρκετό καιρό να αρνούμαι πεισματικά τη λέξη απελευθέρωση- θα αντικαταστήσω την γιορτή των αεικίνητων Νεκρών με την επέτειο της τελευταίας μέρας που ξύπνησα μες στη φυλακή. Άλλωστε, η νεκρική επέτειος, ως υποδειγματική χρονομεταφερόμενη ημέρα, πολλές φορές συνέπιπτε με τα γενέθλιά μου, οπότε συχνά και οι μνήμες θανάτου και ζωής μοιραία αλληλοεξουδετερώνονταν.
Αργότερα, όταν θα έχω πια ανακαλύψει πως από τη μνήμη μου έχει διαγραφτεί σχεδόν μια ολόκληρη δεκαετία αναμνήσεων και θα έχουν τα περήφανα αλήτικά μου χρόνια πια εξαφανιστεί μες στην ανυπαρξία, θα σταματήσω για πάντα αυτό το επικίνδυνο και ανώφελο παιχνίδι. Θα βάζω στο μυαλό μου στόχους πολύ πιο προσιτούς και αρκετά λιγότερο σκληρές δοκιμασίες στην ψυχή μου. Θα χαίρομαι και μόνο που θα θυμάμαι της προηγούμενής μου νύχτας τη βροχή ή την επίμονη ερώτηση ενός άγνωστου παιδιού, την ώρα που θα ψάχνω να του δώσω τη γνωστή –μα όχι σωστή- απάντηση.
Κάποτε μάλλον θα τα ξεχάσω όλα ή ίσως διαλέξω τελικά μία συγκεκριμένη εικόνα ή ένα κάποιο όνομα για να πιαστώ πάνω σε αυτό, μέχρι να γίνω στο τέλος ανάμνηση και εγώ μες στο μυαλό των άλλων. Ίσως σε αυτήν την τελευταία μου εικόνα να κρύβεται το μεγάλο μυστικό, ίσως στο τελευταίο εκείνο όνομα να συναντήσει επιτέλους τη λύση του το μεγαλύτερο μυστήριο του κόσμου.

Για την ώρα πάντως θυμόμουν όχι τα πάντα μα πάντως αρκετά και όσο μπορούσα να θυμάμαι, τόσο υπήρχα και ήμουν ζωντανός. Και για όσο ακόμα θα θυμόμουν και θα ήμουν ζωντανός, κανένα δόλιο τέχνασμα, καμία άθλια συμπαντική απάτη δεν ήταν ικανή να με κρατά για πάντα χτισμένο μέσα σε έναν πέτρινο καταραμένο κύβο, που κάποιοι προσπαθούσαν να μου αποδείξουν πως αυτό ήταν ότι είχε απομείνει από τον κόσμο μου. Από έναν κόσμο που ακόμα θυμόμουν αρκετά καλά και άρα, τουλάχιστον ακόμα, κάπου αυτός υπήρχε.
Και για όσο καιρό ακόμα θα μπορούσα στη μνήμη μου να ανακαλέσω ποιος ήμουν και τι έκανα, πριν με τη θέλησή μου σχεδόν εγκλωβιστώ μες στην κοιλιά της χίμαιρας, κάθε μου μέρα μες στη φυλακή θα ήταν και ένα ακόμα βήμα προς την έξοδο. Όλα εκείνα, που έτσι εύκολα παραίτησα και που κατόπιν με αγωνία ήθελα, δεν θα επρόκειτο, για όσο καιρό μοιράζονταν μαζί μου εκείνο το κελί, να με αφήσουν να πεθάνω.

Πίσω και πάλι στο κελί, στο τότε τώρα και στο αστείο παιχνιδάκι μου - είχα ήδη κατορθώσει με σχετική ευκολία να αποδράσω από εκείνο το παρόν φτάνοντας μέχρι τα εικοστά γενέθλιά μου και πλέον πάλευα να απελευθερώσω εκείνα του 1994 από τη μέγγενη της λήθης.
Έτσι τραβώντας το σύρτη του μυαλού και ύστερα την πόρτα του σιδερένιου χρόνου ανοίγοντας, κατάφερα να διασχίσω δεκατέσσερα έτη, διαδρόμους της ζωής μου, περνώντας διαδοχικά από τα χάρτινα κύματα, την παρέα του πλατάνου, το θερισμό, τα τείχη της Ιεριχούς, τον 38ο παράλληλο, το σκοτεινό θάλαμο, το σιδηροδρομικό μουσείο, τις πόρνες, την παρέα της ελιάς, την Ακουιτανία, το αμφιθέατρο, τη θέα στον πεζόδρομο, το κόκκινο ποδήλατο και τη νύχτα των γειτόνων.
Και κάπου εκεί ήταν που ξαφνικά κόλλησαν οι τροχοί της άμαξας στη λάσπη. Και τότε άρχισαν να ακούγονται ξανά τα ρυθμικά χτυπήματα στον τοίχο.

Θα ήταν περίπου ένας μήνας από τότε που τα άκουσα ή έστω που τα πρόσεξα για πρώτη μου φορά και από τη στιγμή που συνειδητοποίησα πως κάποιος προσπαθούσε, κάνοντας χρήση ενός αρχαίου κώδικα, μαζί μου να μιλήσει, ήδη είχα γεμίσει περίπου εκατό φύλλα τετράγωνου χαρτιού, μεταγλωττίζοντας πάνω σε αυτά τα σκοτεινά μηνύματά του. Συχνά τύχαινε, μάλιστα, να μπερδεύονται τα λόγια αυτά αυτές με τα δικές μου λέξεις, που κρύβονταν στο περιθώριο τους ντροπαλά. Αφού η αλήθεια είναι πως δεν απείχανε πολύ στο ύφος ή στο περιεχόμενο όσων είχαν να πουν και αυτών που ήθελαν να κρύψουν.
Βγήκα δυο-τρεις φορές από το κελί μου στο διάδρομο αναζητώντας την πηγή τους, μα αφού δεν έβρισκα εκεί έξω πουθενά, πλην της δικής μου και της δίδυμης αντικριστής, κάποια άλλη είσοδο ή έξοδο, γύριζα πίσω με μόνο λάφυρό μου την υποψία πως υπήρχε ίσως εκεί, στο πλάι, χτισμένο ένα άλλο κλειστό δωμάτιο. Θα υπήρχε σίγουρα τρόπος να το ανοίξω, αλλά αν καθυστέρησα τόσο πολύ να καταλάβω πως το δικό μου άνοιγε από μέσα, πόσο καιρό θα χρειαζόμουν, άραγε, μέχρι να ανακαλύψω τη μυστική θύρα ενός άλλου, ξένου και αόρατου κελιού;
Δεν είχα ιδέα ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο άγνωστος υποβολέας, όμως προσπάθησα πολύ να κάνω κάποιες υποθέσεις. Ήταν σίγουρα κάποιος που γνώριζε καλά τόσο εμένα όσο και τα βιβλία μου και που είχε, όπως και εγώ, οπωσδήποτε βρεθεί στις Εσωτερικές Ινδίες, αφού μιλούσε άπταιστα τη γλώσσα εκείνου του ξεχασμένου κώδικα. Η σχετική εμπορική τύχη των πνευματικών μου τέκνων, σε συνδυασμό με τον ελάχιστο αριθμό των επιζώντων, που περίσσεψαν από τον τελευταίο πόλεμο των κόσμων, περιόριζαν στο ελάχιστο τη λίστα των υπόπτων.
Ωστόσο, η ιστορία εκείνου του μυστηριώδους γείτονα με είχε ως τα γενέθλιά μου λίγο απασχολήσει. Και όταν δεν σκεφτόμουν πως ήταν και αυτό ακόμα ένα παιχνίδι του μυαλού, πίστευα πως είχα να κάνω μάλλον με μια ακόμα φάρσα του διευθυντή και της παρέας του.

Μέχρι που ήρθαν των γενεθλίων τα χτυπήματα και ανατράπηκαν για ακόμα μια φορά όλα τα δεδομένα. Μηχανικά σχεδόν κόλλησα αμέσως στο τοίχο το αυτί και αυτόματα ξεκίνησα να μεταφράζω. Πρόλαβα, μάλιστα, και έκανα μία γρήγορη σκέψη πολύ διασκεδαστική, πως ίσως να ήθελε με το δικό του τρόπο ο άγνωστος να μου ευχηθεί να τα εκατοστίσω. Μα τελικά ο πίσω από τον τοίχο κρυμμένος άνθρωπος μου επιφύλασσε μια έκπληξη ακόμα μεγαλύτερα - «μέτρα ως το εκατό και άνοιξε την πόρτα», είδα το χέρι μου να γράφει στο χαρτί και έσπασα τρομαγμένος το μολύβι .
Μέτρησα βιαστικά, κλέβοντας ίσως λιγάκι στην αρίθμηση, τον τράβηξα, την άνοιξα, αλλά μη συναντώντας τίποτα και κανέναν πίσω από αυτή να περιμένει, έκανα τότε να την ξανακλείσω με δύναμη και θυμό, αλλά αυτή μου αντιστάθηκε. «Περίμενε», κάποιος ψυθίρισε. Την άνοιξα ξανά και είδα με τα μάτια μου, επιτέλους, τον μυστικό να ενσαρκώνεται.
Αν ο διευθυντής της φυλακής είχε κάτι από το θείο μου να μου θυμίζει, αυτός έμοιαζε μάλλον με κάποιον αιώνιο παλιό συμμαθητή, που, ωστόσο, το όνομά του δε θα κατάφερνα ποτέ να αποστηθίσω, ακόμα και αν γερνούσαμε και οι δυο μαζί πάνω σε διπλανά θρανία. Πέρασε στο κελί μου και αφού έκλεισε προσεκτικά την πόρτα, άρχισε να μου μιλάει βιαστικά μα πάντα χαμηλόφωνα, σα να κοιμόταν κάποιος στο διπλανό δωμάτιο, σα να έπρεπε να φύγουμε τρέχοντας από εκεί, πρωτού αυτός ξυπνήσει.
«Ήρθε η ώρα! Μάζεψε τώρα τα πράγματά σου και ακολούθα με!» Να πάμε που; «Να φύγουμε! Δε θέλεις;» Θέλω, αλλά δε ξέρω πως. «Ξέρω εγώ. Γρήγορα! Σου λέω, δεν υπάρχει χρόνος.» Αν είναι να αρχίσουμε να απαριθμούμε παρέα πόρτες και διαδρόμους, ας το καλύτερα! Ήδη το έχω δοκιμάσει. «Δοκίμασες να προχωρήσεις μονάχα στην ευθεία. Ούτε στιγμή δε σκέφτηκες πως ίσως έπρεπε να δοκιμάσεις την τύχη σου αλλάζοντας επίπεδο. Αν λίγο σήκωνες το βλέμμα σου ψηλά, ίσως και να την είχες συναντήσει. Η έξοδος σου σε έβλεπε να την προσπερνάς, μα δε μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο, από το να χάσκει πάνω από το κεφάλι σου, μήπως και την προσέξεις. Πάμε, σου λέω! Τώρα!»
Τόσο η επιμονή του όσο και η δική μου έκπληξη δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια. Κοιτάζοντας τα γένια του, προσπάθησα να υπολογίσω πόσο καιρό ήταν και αυτός κλεισμένος εκεί μέσα. Κατάλαβε μα αντί για απάντηση, προτίμησε να αντιστρέψει το ερώτημα, «γιατί ξυρίστηκες;». Άσε και να σου πω, δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβεις.
Μάζεψα όσα χαρτιά χωρούσαν μες στις τσέπες μου, ενώ αυτός άνοιγε ξανά όσο γινόταν πιο αθόρυβα την πόρτα και έλεγχε ήδη τον διάδρομο. «Γρήγορα!».
Τον ακολούθησα μετρώντας δεκαεννιά αντικριστές εξόδους. Στον εικοστό διάδρομο, έστριψε ξαφνικά αριστερά και άρχισε να τρέχει. Στάθηκα. Δίστασα. Γύρισε και με κοίταξε. Ούρλιαξε χωρίς όμως να βγάλει ήχο. Στα μάτια του είχε συμπυκνωθεί το αίμα όλου του κόσμου. Ένα ερπετό σιχαμερό μέσα στο στόμα μου ψαλίδιζε μεθοδικά τα αντανακλαστικά μου. Αυτός με επίμονες κινήσεις μου έδειχνε κάτι ψηλά στο βάθος, την ώρα που η χαμένη μνήμη των δεκαεννιά ετών αναδυόταν αναπάντεχα μέσα από το βούρκο. Θυμήθηκα - μια άγνωστη παραλία, ένα ουράνιο φαινόμενο, κάποιο κορίτσι, πρώτα χαρά και ύστερα η φρίκη.
Ένα δαιμονικό σφύριγμα πλημμύρησε τότε τον λαβύρινθο. Κοίταξα πίσω και είδα το κέντρο του να ξερνάει κίτρινες στολές. Ξανά αυτόν. Ψηλά στο βάθος, εκεί όπου μου έδειχνε, ένα ασημένιο φως εξέθετε ανεπανόρθωτα το οικοδόμημά τους.
Έτρεξα - τρέξαμε και οι δύο σαν τρελοί, μέχρι που κάποτε αυτός σταμάτησε αφρίζοντας οργή και πανικό. «Κοίτα ψηλά!» Κοίταξα. Είδα. Και; Δε φτάνουμε. «Φτάνει ο ένας, αν τον αφήσει ο άλλος πάνω του να πατήσει.» Και ο άλλος; «Ο άλλος, βλέπουμε.» Αλήθεια; Και ποιος από τους δυο μας είναι ο άλλος; «Νόμιζα πως αυτό εσύ θα το ήξερες. Αυτή δεν υποτίθεται πως είναι η δουλειά σου;»
Ο κίτρινος πόταμος συνάντησε πόρτα κλειστή και αριστερά εκτράπηκε τότε στο διάδρομο χιμώντας καταπάνω μας. Κάποτε ίσως να υπήρχε χρόνος, μα τώρα είχε πια χαθεί. Το αίμα μέσα στα μάτια του διέλυσε τα φράγματα. Σύρθηκε πίσω στη φωλιά δειλό το ερπετό. Και ύστερα ήρθαν με τη σειρά ο πόνος, το σκοτάδι, το σπίτι μου, εκείνη, για λίγο ο πανικός και πάλι το σκοτάδι. Και τίποτα μετά.

Syllabus Errorum Modernorum

Και κάτι ημερών

Βαπτίστηκα χριστιανός σε ηλικία δύο ετών και κάτι ημερών.
Μέχρι τα δύο μου υπήρξα ειδωλολάτρης και πανθεϊστής. Κακές συνήθειες από εκείνη την παγανιστική περίοδοεποχή της ζωής μου έχουνε μείνει ακόμα ζωντανές.
Ασπάστηκα το δόγμα της ορθοδόξου ανατολικής εκκλησίας μέσω του βίαιου προσηλυτισμού. Προσπάθησα να αντισταθώ, αλλά ήμουν πολύ μικρός και αδύναμος. Έκλαιγα γοερά, μα οι δικοί μου νόμιζαν πως έφταιγε το νερό που ήταν κρύο.

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Ο Αντίχριστος

Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας όλα τα αρνητικά στοιχεία των ανθρώπων εμφανίζονται σε βαθμό υπερθετικό. Αυτή είναι και η βασική αιτία που χρόνια μετά την απόλυση θυμόμαστε όσους τότε γνωρίσαμε περισσότερο σαν καρτούν και λιγότερο ως ανθρώπους. Είναι εκεί, όπου οι ψεύτες γίνονται μυθομανείς, οι συλλέκτες κλεπτομανείς, οι ανήσυχοι τρελοί και οι ευαίσθητοι αδερφές.
Εγώ στην Τρίπολη παρουσιάστηκα απλώς κακός κι έφτασα στα μισά της θητείας μου να γίνω σχεδόν σατανικός. Απολύθηκα και η κακότητά μου επέστρεψε, ευτυχώς, σε φυσιολογικά επίπεδα. Στα όρια του κοινωνικώς αποδεκτού. Πρόλαβα ωστόσο να προσθέσω στο ενεργητικό μου μερικά ακόμα ειδεχθή εγκλήματα. Ομολογουμένως όχι από τα καλύτερά μου.
Μια φορά πάντως πέρασα καλά κατά τη διάρκεια της θητείας μου. Τότε δεν το καταλάβαινα. Τώρα όμως το βλέπω καθαρά. Ήταν μια ωραία εποχή. Και έκανα και πολλούς καινούριους φίλους. Φίλους αληθινούς. Όχι ανθρώπους βέβαια, αλλά καρτούν. Ένας από αυτούς ήταν ο Ασημάκης.
Ο Ασημάκης διέπρεψε κατά τη διάρκεια της θητείας του ως διασπορέας ψευδών ειδήσεων. Ειδικότητα εξαιρετικά δημοφιλής και χρήσιμη στη δομή ενός σύγχρονου στρατεύματος.
Στην αρχή τα πήγαινε πολύ καλά. Σημείωνε διαρκώς νίκες καθοριστικές και αξιοζήλευτες. Ακόμα και οι ανώτεροί του, ακόμα και οι πλέον υποψιασμένοι των συναδέλφων του κατάπιναν αμάσητη κάθε ανοησία που ο Ασημάκης τους σέρβιρε.
Αλίμονο όμως. Οι νίκες γρήγορα αποδείχτηκαν πύρρειες. Όσο περνούσαν οι μήνες, τόσο και η αξιοπιστία του Ασημάκη γνώριζε μεγαλύτερη αμφισβήτηση. Δεν είχε προλάβει να παλιώσει και όλοι τον θεωρούσαν ήδη γραφικό. Ακόμα και οι πιο ψαρωμένοι νέοι, ακόμα και οι πιο εύπιστοι καραβανάδες, όλοι τους τον είχαν καταλάβει. Και ο Ασημάκης μέρα με τη μέρα βυθιζόταν στο τέλμα της ανυποληψίας. Επαναλαμβανόταν. Γινόταν ολοένα και πιο βαρετός. Προβλέψιμος.
Τότε ήταν που αποφάσισε να επεκτείνει το πεδίο δράσης του στον χώρο του μεταφυσικού. Ξαφνικά η πτέρυγα γέμισε μυστηριώδεις μικροσκοπικές υπάρξεις που ήταν αδύνατο να τις δει κανείς με μάτι γυμνό και άδολο. Στις τάξεις του επιτελείου είχαν παρεισφρήσει εξωγήινοι, ταξιδιώτες του χρόνου, κανίβαλοι, ακόμα και η μετενσάρκωση ενός παλαιού λαϊκού ειδώλου. Το μπεστ σέλερ όμως των εξελιγμένων πλέον διαδόσεών του υπήρξε ο Αντίχριστος.
Ο Αντίχριστος ο ίδιος! Που όντας Έλλην πολίτης και σε ηλικία στρατεύσιμο, βρισκόταν στη μονάδα μας και υπηρετούσε τη θητεία του όπως όλοι μας ή σχεδόν όλοι μας. Απίστευτο! Συνυπηρετούσα με τον Αντίχριστο! Το κακό είχε παραγίνει. Κι αφού κανένας –ούτε καν το κτήνος το ίδιο– δεν γνώριζε ποιος ήταν πραγματικά, εκτός βέβαια από τον παλιόφιλο τον Ασημάκη, αποφάσισα να τον προσεταιριστώ.
Μιας και βρισκόμουν τότε σε θέση ισχύος, του έταξα άδειες άγραφες και ασήμαντες υπηρεσίες για το υπόλοιπο της θητείας του. Αρκεί να μου αποκάλυπτε το πραγματικό πρόσωπο του κτήνους της Αποκαλύψεως. Και ο Ασημάκης δέχτηκε. Και μου κανόνισε ραντεβού μαζί του. Κυριακή βράδυ στον ελαιώνα πίσω από την εγκαταλειμμένη λέσχη των υπαξιωματικών.
Μια βδομάδα μετά ο Ασημάκης πήρε μετάθεση. Και έφυγε από τη μονάδα. Δεν το ξαναείδα ποτέ. Του τηλεφώνησα μια δυο φορές αφότου απολύθηκα αλλά μάλλον είχε αλλάξει νούμερο. Αντιθέτως, με τον Αντίχριστο έχουμε κρατήσει επαφή. Ακόμα και τώρα, τρία χρόνια μετά την απόλυσή μου, συναντιόμαστε κάποια βράδια και τα πίνουμε. Πίνουμε και κουβεντιάζουμε για δουλειές και για τα όνειρά μας.

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Καρύδα

Υπάρχει ένα άρωμα που απεχθάνομαι. Ούτε καλοκαίρια και διακοπές μού θυμίζει, ούτε ερωτικό το βρίσκω, ούτε τίποτα. Το αντίθετο μάλλον. Με ζαλίζει και με ανακατώνει. Ναυτία και αναγούλα μού φέρνει. Το σιχαίνομαι.
Η κακή μου τύχη το έφερε έτσι, ώστε για πολλές από τις γυναίκες που γνώρισα και θέλησα να είναι το αγαπημένο τους. Στις περισσότερες το ξεκαθάριζα από την αρχή. Ή εκείνο ή εγώ! Όλες σχεδόν υποχωρούσαν. Κι αυτό έμοιαζε να είναι η πρώτη μου νίκη στη μητέρα όλων των μαχών. Το ξέρω πως μετά, όταν χωρίζαμε, ξεσπούσαν σ’ αυτό. Το ξανάβγαζαν από το βάθος του συρταριού –προνοητικές οι περισσότερες δεν το είχαν πετάξει– και το φορούσαν με λαιμαργία εκδικητική.
Υπήρξε ωστόσο και μία που δεν υποχώρησε. Όχι μόνο, αλλά πέρασε και στην αντεπίθεση. Ή με εκείνο ή καθόλου! Αιφνιδιάστηκα. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Αλίμονο, την ήθελα πολύ. Ίσως και λόγω της επιμονής της ακόμα περισσότερο. Ήταν η σειρά μου να υποχωρήσω. Στην αρχή το ανεχόμουν. Μετά νόμισα πως έπαψε να με ενδιαφέρει. Στο τέλος το λάτρεψα. Πίστεψα πως δεν μπορώ χωρίς αυτό.
Όταν χωρίσαμε, ξέσπασα με τον δικό μου τρόπο. Ξανάβγαλα την απέχθειά μου από το βάθος του συρταριού και την ξαναφόρεσα.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

μετά

Το Νοέμβριο του 2007 πραγματοποιήθηκε μέσα στο κεφάλι μου η πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου σε αυστηρώς περιορισμένα αντίτυπα. Ύστερα από λίγες εβδομάδες έλαβα μία επιστολή από μια άγνωστη γυναίκα, η οποία μου ζητούσε να συναντηθούμε το συντομότερο δυνατό. Ήθελε, λέει, να μου μιλήσει επειγόντως για κάποιο θέμα που αφορούσε τόσο τη Λεγεώνα όσο και τον ίδιο το συγγραφέα της προσωπικά.
Το όνομά της ήταν Μάγδα και ζούσε, νομίζω, κάπου στην Ελβετία.
Την εποχή εκείνη ταξίδευα ακόμα με εξαιρετικά μεγάλη δυσκολία, για αυτό και δέχτηκα να τη δω, αλλά της πρότεινα να μοιραστούμε την απόσταση. Συναντηθήκαμε στην εθνική οδό, λίγα χιλιόμετρα έξω από τα σύνορα της πόλης μου, πριν από ένα χρόνο, περίπου τέτοια εποχή.
Τη βρήκα να με περιμένει με αναμμένη τη μηχανή πλάι στο δρόμο, ανάμεσα σε αγκάθια σαρκοβόρα και μουχλιασμένα σύννεφα. Άνοιξα την πόρτα και κάθισα στη θέση του συνοδηγού. Δεν ήταν όμορφη, αλλά εύκολα αναγνώρισα στο πρόσωπό της την επιστολή, το όνομα και την προέλευσή της, αλλά κυρίως την επείγουσα επιθυμία της να μου μιλήσει.
Δεν είπε πολλά. Έβγαλε από την τσάντα της έναν τετράγωνο άσπρο φάκελο και τον ακούμπησε πάνω στα γόνατά μου. Πρόσεξα πάνω του το γραμματόσημο και τη σφραγίδα της παλιάς μου φυλακής και παρακάτω το όνομα και τη διεύθυνση της Μάγδας, γραμμένα με το χέρι μου.
Άνοιξα το φάκελο και άρχισα να διαβάζω.

Αγαπημένη μου,
σου γράφω αυτό το γράμμα, αν και δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως θα μπορέσω στο τέλος να το στείλω, ενώ υπάρχουν στιγμές που αμφιβάλλω αν θα ήθελες το γράμμα αυτό και εσύ να το διαβάσεις.
Είναι η εκατοστή ενδέκατη ημέρα μου εδώ, στη φυλακή και ακόμα δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ στο θορυβώδες σου κενό και στη βουβή δική μου παρουσία. Είμαι καλά, αφού ακόμα σε θυμάμαι, την ίδια ώρα που η ανάμνησή σου, δήμιος και μοναδικός συγκάτοικος, διαρκώς με εξοντώνει.
Μια νύχτα, κατάφερα τόσο δυνατά να ανακαλέσω τη μορφή σου, που ήταν σχεδόν σα να σε έβλεπα μπροστά μου. Σα να είχες έρθει για να μοιραστείς, έστω για μία νύχτα, μαζί μου το κελί και για να καταλύσεις, έστω για μια στιγμή, την κυβική μου απομόνωση. Τόσο έντονα σε φαντάστηκα, που μπόρεσε το φάσμα σου να ρίξει πάνω στον τοίχο τη σκιά του. Και ύστερα εγώ σηκώθηκα, πλησίασα τον τοίχο και χάραξα γύρω από τη σκιά του σώματός σου το περίγραμμα.
Ήταν μόλις χθες το βράδυ που με άφησες να σε αφήσω. Σου είπα πως έπρεπε για λίγο να σου λείψω. Πως ετούτη τη φορά μαζί μου ήταν αδύνατο να έρθεις. Πως μέχρι να σηκώσεις το τραπέζι, σίγουρα, εγώ θα έχω επιστρέψει. Και εσύ είπες εντάξει και μου χαμογέλασες. Όχι, δε σου είπα ψέματα, απλώς δεν τόλμησα να σου αποκαλύψω ολόκληρη την αλήθεια. Δε θα με πίστευες. Εδώ, ακόμα και εγώ, είναι φορές που μου είναι στ’ αλήθεια δύσκολο εμένα να πιστέψω.
Είναι κάποιες φορές –το ξέρεις- που η αλήθεια δεν αντέχεται και είναι καλύτερα να την σκεπάζουμε καλά με επινοήματα, παρά να την αφήνουμε να κυκλοφορεί έξω γυμνή στον δρόμο.
Άλλωστε, και όλα να σου τα είχα τότε πει, πάλι εσύ μετά θα τα ξεχνούσες. Εσένα, το να ξεχνάς σου ήταν πάντα εύκολο. Και ύστερα, όταν θα έφευγαν οι μέρες και θα το καταλάβαινα πως με έχεις λησμονήσει, θα άρχιζε να μικραίνει το κελί, μέχρι στο τέλος να γίνει σαν σπιρτόκουτο. Έτσι, όπως στο τέλος καταντούν όλες οι ξεχασμένες μας αλήθειες.
Δε με πειράζει που ξεχνάς. Ποτέ δε με είχε ως τώρα ενοχλήσει. Το έβλεπα, αντίθετα, και αυτό σαν ένα από τα παιχνίδια μας, σαν άλλη μια δοκιμασία. Να πρέπει διαρκώς εγώ να σου ξαναγεμίζω τα κενά της μνήμης σου. Ήταν αυτό για μένα μια ακόμα αφορμή, να αναζητώ συνέχεια καινούριες συγκινήσεις και έπειτα να παραφουσκώνω με αυτές τα μαξιλάρια μας, που χώριζαν, στα διαλλείματα του εκατονταετούς πολέμου μας, τα ιδρωμένα σώματά μας.
Ήταν λες και ξανάγραφα διαρκώς την ιστορία μας, άλλοτε δίνοντάς της βάθος λυρικό και άλλοτε πάλι ωθώντας την σε επικές διαστάσεις.
Αυτό που, ωστόσο, ποτέ δε μπόρεσα να αντέξω ήταν που στο τέλος πάντα εσύ αμφέβαλες. Ακόμα και για τα πλέον προφανή. Ακόμα και όταν έξω από την πόρτα μας στριμώχνονταν οι μάρτυρες, ακόμα και όταν ξεχείλιζε από αποδείξεις το δωμάτιο. Κουράστηκα κάποια στιγμή να παριστάνω των προθέσεών μου το συνήγορο. Ψέματα, δε κουράστηκα, αλλά αν μου είχες δώσει ένα κίνητρο να συνεχίσω, να ξέρεις, πολύ θα το εκτιμούσα. Ψέματα, μου είχες δώσει κίνητρο. Μου έδωσες εσένα.
Το μόνο που δε θα κατορθώσω, ίσως, να συγχωρήσω σε εσένα ήταν που δεν πίστεψες ποτέ σε εκείνη την ωραία εκδρομή, στην πιο περήφανή μας βόλτα. Στο ομορφότερο ταξίδι που είχαν ποτέ τολμήσει οι άνθρωποι να κάνουν. Σε εκείνον τον Ιούλιο που κοιταχτήκαμε στα μάτια για πρώτη μας φορά και είπαμε, τι άλλο έχει να μας πει η Γη; Τι θα μπορούσε ακόμα αυτός ο κόσμος να μας δώσει; Σε εκείνο εκεί, το πρωινό της Κυριακής –ποτέ ξανά δεν είχαμε τόσο νωρίς ξυπνήσει- που δέσαμε στο σκάφος τις αποσκευές, φορέσαμε τις ολοκαίνουριες στολές μας και φύγαμε επιτέλους μακριά από των ανθρώπων τις ατμόσφαιρες.
Πως μπόρεσες και άφησες πίσω σου μια τέτοια περιπέτεια; Πως γίνεται, τόσο εύκολα, να σβήστηκε από τα μάτια σου η ανατολή του ίδιου μας του κόσμου, έτσι, όπως την αντικρίσαμε μαζί από τον έρημο και σιωπηλό του δορυφόρο; Πως είναι δυνατό, τόσο απλά, από τα αυτιά σου να γλίστρησαν οι ήχοι που οι τροχιές των άλλων πλανητών χάραζαν πάνω στο διάστημα;
Με ανάγκασες να ανοίξω του παρελθόντος τα συρτάρια και όλες εκείνες τις παλιές φωτογραφίες να ξεθάψω, μήπως και της τεχνολογίας τα τεκμήρια μπορέσουν και αναστήσουνε τη μνήμη σου. Αλλά και τότε ακόμα εσύ παρέμεινες ανένδοτη. Έλεγες πως ήταν όλες τους εικόνες ψεύτικες. Πως μόνος μου τις είχα εγώ κατασκευάσει. Πως προσπαθούσα, έλεγες, το παρελθόν παραχαράζοντας, να σου εμπνεύσω για ακόμα μια φορά ψεύτικες αναμνήσεις.

Πρώτα σου έδειξα εκείνη με τα ίχνη, που άφησαν πάνω στη σκόνη τα γυμνά μας πέλματα, μα εσύ μου είπες πως αυτό δε γίνεται. Πως η ελάχιστη βαρύτητα του δορυφόρου μας τόσο βαθιά και καθαρά αποτυπώματα δεν επιτρέπει.
Μετά σου έδειξα μια άλλη, όπου είχες βγάλει το πουκάμισο και ύστερα το κρέμασες πάνω σε ένα κοντάρι και έπειτα εκείνο άρχισε να κυματίζει στο κενό. Αλλά εσύ στράβωσες το στόμα σου και είπες πως ούτε αυτό μπορούσε να συμβεί, αφού αέρας στη σελήνη δεν υπάρχει.
Σου έδειξα και άλλες πολλές φωτογραφίες, με τις σκιές μας να χορεύουν πάνω στη στέρφα επιφάνεια, μα εσύ τότε άλλο δεν κρατήθηκες και έβαλες τα γέλια. «Κοίτα, χαζέ», μου έλεγες, «πως οι σκιές απλώνονται σε αντίθετες διευθύνσεις! Μα ούτε ένα σωστό ψέμα πια, μου φαίνεται, δεν είσαι ικανός να φτιάξεις».
Συνέχισες για ώρα μαζί μου να γελάς και με καταγγέλλεις και εγώ καθόμουν και σε κοιτούσα αμίλητος και προσπαθούσα να συγκρατηθώ να μη σου ανοίξω στα δύο το κεφάλι. Να μην αρχίσω να ψάχνω εκεί μέσα του να βρω, τι είχε από έμενα απομείνει. Να μη σου χώσω για πάντα με τη βία εκεί βαθιά όλα αυτά, που τόσο επίμονα αρνιόσουν. Όλα εκείνα για τα οποία θα ήθελα μονάχα εσύ να με θυμάσαι.
«Αυτή εδώ, τουλάχιστον, είναι καλή. Ψεύτικη βέβαια και αυτή, μα πάντως είναι ωραία», είπες και μου την πέταξες στα μούτρα. Την πήρα και την κοίταξα. Από όλες τις φωτογραφίες αυτού του ταξιδιού, αυτή ήταν η μόνη όπου φαινόμασταν και οι δυο - ποιος να την είχε, άραγε, τραβήξει;
Μου άρεσε και εμένα. Από όλες τους, σίγουρα αυτή ήταν η ομορφότερη. Και εμείς μέσα σε αυτήν τόσο ωραίοι, τόσο νέοι και τόσο δυνατοί! Η λάμψη μας, ήταν λες και τσάκιζε στα δυο ολόκληρο το σύμπαν.
Το μόνο που με πείραξε ήταν που πίσω από εμάς, εκεί, στο μαύρο της φωτογραφίας ουρανό, δε μπόρεσε ούτε ένα γαμημένο αστέρι να χωρέσει…

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Ανάμεσά τους

Μια μέρα, ξεφυλλίζοντας ένα ολοκαίνουριο τετράδιο, ανακάλυψα ξαφνικά μια ολόλευκη σελίδα. Τελείως άγραφη. Εντελώς λευκή βέβαια δεν ήταν. Μέτρησα είκοσι επτά παράλληλες γραμμές σχεδόν γαλάζιες. Και στο πλάι της σελίδας μια κάθετη κατακόκκινη. Κάθετη στις είκοσι επτά. Και τίποτε άλλο. Απίθανο! Η κορωνίδα της ανθρώπινης σκέψης και διανόησης. Το απόσταγμα της σοφίας των αιώνων. Μια ολοκαίνουρια άγραφη σελίδα!

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

περί του κοινωνικού μου συμβολαίου

Τη μέρα εκείνη με ξύπνησε η πείνα μου. Είχα αρνηθεί τα γεύματά μου τις δύο προηγούμενες ως έκφραση διαμαρτυρίας στην άθλια στάση της διοίκησης. Ήξερα καλά πως δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί έξω από τη φυλακή έστω και ένας άνθρωπος να ακούσει κάτι για την κίνησή μου αυτήν και να μου συμπαρασταθεί στο δίκαιο αγώνα μου. Και πως θα μπορούσα, άλλωστε, να βρω συμπαραστάτες, αφού κανείς δε γνώριζε που ακριβώς βρισκόμουν. Είχα φροντίσει εγώ για αυτό κρατώντας -ακόμα και από εκείνη- μυστική αυτήν την ιστορία. Και ούτε, ασφαλώς, περίμενα να συγκινήσω τους δεσμοφύλακές μου επιδεικνύοντάς τους την πεινασμένη μου απόγνωση. Ωστόσο, σκέφτηκα πως μία παρατεταμένη αποχή από την τροφή θα μπορούσε να προκαλέσει ίσως τέτοια προβλήματα στην ημιπολύτιμη υγεία μου, που δύσκολα θα μπορούσαν μετά να διαχειριστούν αυτοί και τα αφεντικά τους. Πίστεψα πως έτσι θα γινόμουν για το ηλίθιό τους σύστημά τους ένα απρόβλεπτο γραφειοκρατικό αγκάθι και αποφάσισα να ποντάρω τα πάντα πάνω σε αυτήν την τόσο σπουδαία ιδέα.
Φρόντισα να διατυπώσω τα αιτήματά μου με σαφήνεια, πυγμή και σοβαρότητα, ώστε και οι παρερμηνείες να αποφευχθούν και αυτοί καλά να το χωνέψουν, πως έχουν να κάνουν με κακό μπελά και ζόρικη περίπτωση.
Ζητούσα να μου κοινοποιηθεί η δικαστική απόφαση με την οποία η αόρατη αρχή δήθεν με είχε καταδικάσει.
Ζητούσα να επικοινωνήσω, έστω και τηλεφωνικά με το συνήγορό μου, ο οποίος με τα πόδια να ερχόταν στο νησί –βαδίζοντας επί των άγριων κυμάτων- τώρα θα είχε φτάσει.
Ζητούσα να μου αλλάξουν άμεσα τη μάρκα του καπνού, γιατί αυτή που μου έδιναν μου έγδερνε συνέχεια το λαιμό και το πρωί δυσκολευόμουν να μιλήσω.
Ζητούσα να μεταφερθώ σε δίκλινο κελί, ώστε να έχω επιτέλους κάποιον συγκρατούμενο, με τον οποίον το πρωί να δυσκολεύομαι, λόγω του πονεμένου μου λαιμού, να του μιλάω.
Ζητούσα να με αφήσουνε να φύγω.

Όχι πως το τελευταίο δεν το είχα ήδη δοκιμάσει μόνος μου, ύστερα από τη μέρα εκείνη που ήρθε και με επισκέφτηκε ο διευθυντής της φυλακής με τη μορφή του θείου μου και μου αποκάλυψε ότι η πόρτα του κελιού ανοίγει από μέσα. Το επόμενο κιόλας πρωί, σηκώθηκα, πήρα το πρόγευμά μου, έδεσα τα κορδόνια μου και αφού έκρυψα καλά τις σημειώσεις μου βαθειά μέσα στις τσέπες, είπα, ωραία και τώρα ας πηγαίνω!
Τράβηξα, λοιπόν, το σύρτη, την πόρτα έτριξα σιγά, προσεκτικά έβγαλα πρώτα το κεφάλι στο διάδρομο και ύστερα, μη βλέποντας καμία κίτρινη στολή στον πέτρινο ορίζοντα, έκανα τα πρώτα φοβισμένα βήματά μου προς τα έξω – ό,τι και αν αυτό μπορούσε να σημαίνει. Ξεκίνησα αργά – αργά να προχωράω δεξιόστροφα και αφού έστριψα τέσσερις φορές, μοιραία επέστρεψα στο αρχικό σημείο χωρίς να συναντήσω έξοδο, πλην άλλης μίας σιδερένιας πόρτας, που έστεκε περίπου ως αντανάκλαση απέναντι ακριβώς από εκείνη του κελιού μου.
Την παραβίασα και αυτήν με το γνωστό, σχεδόν αστείο, τρόπο για να περάσω σε ένα δεύτερο διάδρομο, με μία κίνηση που με έκανε για μια στιγμή να αισθανθώ πως τρύπωνα μέσα σε μαγικό καθρέφτη. Αυτός ο νέος τετράγωνος επίσης και μονόφθαλμος διάδρομος, πέρα από τη μεγαλύτερη σαφώς περίμετρό του -αφού περιείχε φυσικά τον προηγούμενο- φαινόταν πως άλλο καινούριο τίποτα δεν είχε στην απόδρασή μου να προσφέρει.
Έτσι δοκίμασα την τύχη μου ανοίγοντας την τρίτη σιδερένια πόρτα, που με περίμενε και πάλι στο ίδιο ακριβώς σημείο με τις άλλες δυο που είχα αφήσει πίσω μου. Μα δυστυχώς, ούτε ετούτη τη φορά δεν ένιωσα πως βγαίνω από κάπου, αφού έπεσα πάλι πάνω στο ίδιο σκηνικό, εφιαλτικό αντίγραφο των όσων είχα ήδη συναντήσει.
Δε μπορώ να πω με σιγουριά τη μέρα εκείνη πόσες φορές στ’ αλήθεια επανέλαβα τις ίδιες ακριβώς κινήσεις – πρέπει να έχασα το μέτρημα λίγο μετά την εικοστή διαδοχή. Από τη μία η αυξάνουσα γεωμετρικά απελπισία μου, που θέριευε μετά από τον κάθε παράλληλο φλοιό αυτής της αρχιτεκτονικής παράνοιας, από την άλλη η αναρρίχητική μου κούραση, που μου έβαζε τρικλοποδιές, καθώς διέσχιζα ολοένα και μεγαλύτερους σε κλίμακα ομόκεντρους διαδρόμους - οι ελπίδες και οι δυνάμεις μου κάποια στιγμή άρχισαν μοιραία να στερεύουν.
Γύρισα πίσω στο κελί μου ηττημένος και κατέρρευσα. Όσο και αν η λογική μου ακόμα στη φρίκη αντιστεκόταν, φαινόταν πια πως είχα εγκλωβιστεί μέσα σε έναν προσωπικό απρόσκλητο και ακατανόητο λαβύρινθο.
Την άλλη μέρα, ξεκίνησα αμέσως μόλις ο φύλακας μου άφησε στη θυρίδα τα απαραίτητα. Άνοιξα γρήγορα την πόρτα μου, πιστεύοντας πως άμα τον προλάβαινα και τον ακολουθούσα, θα έβρισκα ίσως τη μυστική αόρατη οδό που θα ένωνε με κάποιο τρόπο το κελί μου με τον κόσμο. Μα ο διάδρομος ήταν και πάλι έρημος, λες και τα πέτρινά του τείχη είχαν, παρέα με τη λογική, απορροφήσει και όλους τους δεσμοφύλακες.
Γύρισα μέσα, έφαγα, ήπια, κάπνισα και με μια πίστη γερά θεμελιωμένη πάνω σε μια ιδέα τελείως ανυπόστατη, ξεκίνησα ξανά την ίδια διαδρομή αναζητώντας τις εκβολές αυτού του μυστηρίου, που δε θα μπορούσε παρά να πήγαζε από το ίδιο το κελί μου. Το αντίστροφο δε θα ήταν απλώς παράλογο, αλλά και θεωρητικά, υποτίθεται, αδύνατο, για να μη πω γελοίο.
Όσο έστεκα ακόμα ως άνθρωπος λογικός και ανήσυχος, κανένας τοίχος και κανένα σύστημα δε θα κατάφερνε να μου στερήσει την απόδραση. Εσύ που με διαβάζεις. Έτσι, αν ήμουν εγώ το αδιέξοδο, αφού μέσα από εμένα δε μπορούσε άλλος κανείς κάπου αλλού να πάει και αφού δεν υπήρχε φυσικά άλλη υποδιαίρεση στην κλίμακα της φυλακής, όσο θυμόμουν πως είχα κάποτε αφήσει έναν κόσμο εκεί έξω, τόσο για πάντα θα μπορούσα να διανύω το ποτάμι αυτό ανάποδα, μηχανικά απλώς ακολουθώντας της μνήμης την κατεύθυνση.
Και κάπως έτσι το δοκίμασα, όχι μόνο τη μέρα εκείνη, αλλά και όλες τις επόμενες, κάθε φορά περνώντας μέσα από όλο και πιο πολλές πόρτες αντικριστές και διασχίζοντας όλο και περισσότερους παράλληλους διαδρόμους. Και όλο και κάθε μέρα ξανοιγόμουν πιο πολύ μέσα στο πετρωμένο εκείνο πέλαγος και όλο και κάθε νύχτα επέστρεφα πίσω ξανά στη βάση μου έχοντας διασχίσει ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση, ενώ χαράζοντας βιαστικά αριθμούς πάνω στις σιδερένιες σημαδούρες διαρκώς την τόλμη μου βυθομετρούσα.
Μέχρι που μία μέρα, εκεί, στα ανοιχτά της τειχοθάλασσας, είδα κάποια στιγμή τις αντοχές μου να εξαντλούνται και αισθάνθηκα τον πανικό να κολυμπάει στο πλάι μου. Φοβήθηκα στ’ αλήθεια πως δε θα τα κατάφερνα να επιστρέψω πριν βραδιάσει και τότε έκανα μεταβολή και άρχισα να τρέχω πίσω στο κελί μου σαν τρελός, ενώ η λυσσασμένη μου απόγνωση, κακό σκυλί ξοπίσω μου, μου δάγκωνε τις φτέρνες.

Και κάποιο βράδυ έφτασα να αναζητώ στον ύπνο μου άλλα εναλλακτικά σχέδια φυγής, μέχρι που μέσα σε μια ονειροστιγμή νομίζω πως μπόρεσα και διέκρινα μια λάμψη αλήτικη να ξεπηδά μέσα από το αυστηρό, παχύρρευστο σκοτάδι και τότε μες στον ύπνο η ηδονή προσήλθε..
Με είδα να τραβώ το σύρτη για ακόμα μια φορά, με άκουσα γνώριμα πια να τρίζω τη σιδερένια πόρτα. Και ύστερα αμέσως με ένιωσα να ελκύομαι από ένα απροσδιόριστο παραίσθημα μιας αμετάφραστης υπαίθρου. Με πέρασα έξω από το κελί μα, αντί για το συνήθη έρημο διάδρομο, με έβγαλα σε ένα αλλιώτικο κλειστό δωμάτιο που έμοιαζε αρκετά με αυτό από το οποίο είχα μόλις βγει. Ίδιες διαστάσεις, ίδια αισθητική, ίδιος και εγώ, με μία και μόνη διαφορά να χάσκει πάνω από το κεφάλι του νηστικού μινώταυρου. Αντί για οροφή, υπήρχε ένας ουράνιος κραυγαλέος θόλος, ένας πίνακας σπαρακτικός που με τα χρώματά του μου πυρπολούσε τις δραπετεύουσες αισθήσεις. Μια νύχτα που χυνόταν μες στη μέρα, ένα σμήνος αστέρια και κομήτες που κατασπάραζαν τον ήλιο, μια αβυσσαλέα μίξη υπερκόσμιων γεύσεων και οσμών που έσταζε μαρτυρικά πάνω στον υπνοβάτη εαυτό μου.
Σκέφτηκα πως αυτό θα ήταν η αυλή της φυλακής, που μου είχε τόσο στοργικά ο θείος μου συστήσει να επισκέπτομαι και αποφάσισα -για πρώτη ίσως φορά- να συμμορφωθώ επιτέλους στις υποδείξεις της διεύθυνσης και να περνώ κάποιες από τις ονειροώρες μου εκεί, στο μέσα έξω.

Ίσως δεν ήμουνα καλά προετοιμασμένος για το ακραίο ενδεχόμενο μιας απεργίας πείνας και το βεβαρυμμένο από τις καταχρήσεις παρελθόν ελάχιστα σε αυτό με βοηθούσε.
Περιμένοντας να ανοίξει της θύρας μου το άνοιγμα, σκεφτόμουν μήπως να φάω πρώτα το πρωινό μου σαν καλό παιδί και ύστερα πιο ψύχραιμα να επανεκτιμήσω την κατάσταση. Αναρωτιόμουν αν το να περιόριζα ανά δύο γεύματα την αποχή, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αξιοπρεπής μορφή διαμαρτυρίας ή θα φαινόταν πιο πολύ με κάποιο είδος δίαιτας.
Δεν ξέρω αν έφταιγε η πείνα μου ή η απώλεια της αίσθησης του χρόνου, αλλά από κάποια στιγμή και ύστερα άρχισα να πιστεύω ότι η τροφοδοσία μου είχε ήδη σημαντικά καθυστερήσει. Ευτυχώς που η αίσθηση του γελοίου με απέτρεψε από το να αρχίσω να κοπανάω την πόρτα απαιτώντας την μέχρι τότε περιφρονημένη μου τροφή. Υποτίθεται πως για τους φύλακές μου ήμουν ακόμα απεργός και δε θα ήθελα καθόλου η αλλοπρόσαλλή μου στάση να προκαλέσει σχόλια χαιρέκακα και περαιτέρω ειρωνείες. Για λίγο αισθάνθηκα περήφανος, πράγμα που, ωστόσο, ελάχιστα φάνηκαν να συμμερίζονται η ζάλη μου και ο πόνος στο στομάχι.
Και ενώ άρχιζα σιγά-σιγά να αναρωτιέμαι για το τι γεύση να έχει, άραγε, το χαρτί των τετραδίων μου, ήρθε ένας νέος ήχος απροσδόκητος να με αναστατώσει. Άρχισα ξαφνικά να ακούω ρυθμικά χτυπήματα –όχι σιδερένια ετούτη τη φορά, μα πέτρινα- να έρχονταν από κάπου πολύ κοντά μου, δίπλα μου σχεδόν. Κόλλησα στον τοίχο το αυτί μου προσπαθώντας έτσι να μαντέψω την προέλευση και να αποκρυπτογραφήσω, αν ήταν δυνατό, το περιεχόμενο αυτού του –όπως μάλλον θα ήθελα να είναι- μυστικού μηνύματος.
Δεν άργησα να καταλάβω πως κάποιος δοκίμαζε να μου επικοινωνήσει κάτι χρησιμοποιώντας τον παλιό στρατιωτικό κώδικα Μπαχτίν. Μπορεί να είχα χάσει την αρχή, μα σίγουρα μπορούσα το νόημά του να προλάβω - πήρα μία σελίδα και άρχισα αμέσως να μεταφράζω σε λέξεις τα χτυπήματα, «…και τα είχα όλα στ’ αλήθεια προβλέψει. Ακόμα και τον δικό μου προσωπικό δαίμονα. Σ’ αυτό δε δυσκολεύτηκα καθόλου. Ο καημένος…». Σταμάτησα.
Ένιωσα το χαρτί να μου ζεματάει τα δάχτυλα και τους οικείους στίχους να μου τρυπάνε το κεφάλι. Τι αστείο ήτανε πάλι αυτό;

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Το μπλουζ του δαίμονα

σκηνή 1η
ημέρα / εσωτερικό, δωμάτιο

Το μισάνοιχτο παράθυρο αφήνει το φως της μέρας να μπει στο δωμάτιο. Μια μικρή τηλεόραση στο πάτωμα παίζει το βίντεο κλιπ του Division bell. Ρούχα και παπούτσια σκορπισμένα παντού. Πάνω στο γραφείο νομικά βιβλία και κόμιξ. Ένα σπασμένο κρεβάτι στην άκρη. Το στρώμα του κρεβατιού στο πάτωμα. Πάνω στο στρώμα κάποιος είναι ξαπλωμένος. Είμαι εγώ. Ανοίγω τα μάτια μου. Είμαι ιδρωμένος. Κοιτάζω την τηλεόραση. Χαμογελάω. Κοιτάζω το ρολόι στον τοίχο. Είναι 8:11. Τεντώνομαι. Δίπλα μου ένα τετράδιο. Απέξω γράφει «όνειρα». Ξαπλώνω μπρούμυτα και ξεφυλλίζω το πυκνογραμμένο τετράδιο. Καταλήγω σε μια καθαρή σελίδα. Στην κορυφή της σημειώνω μια ημερομηνία.

σκηνή 2η
ημέρα / εξωτερικό, βραχώδες τοπίο

Ένας τεράστιος σωρός από βράχια στοιβαγμένα. Μοιάζουν να είναι σφηνωμένα μεταξύ τους σαν τα τουβλάκια στο Τetris. Από πάνω ένας κίτρινος ουρανός. Από κάτω εγώ να σκαρφαλώνω στον σωρό με τα βράχια. Έχω σχεδόν φτάσει στην κορυφή. Ακούγεται ακόμα το Division bell. Μιλάω μόνος μου.

Εγώ
Κρίμα που δεν είσαι εδώ.

Πατάω με σιγουριά πάνω σε έναν μεγάλο βράχο, αλλά αυτός κουνιέται. Μετακινούμαι γρήγορα. Πατάω σε άλλον, αλλά κουνιέται κι αυτός. Δεν μπορώ να σταθώ πουθενά. Ο σωρός με τα βράχια τρέμει ολόκληρος. Σκαρφαλώνω όσο πιο γρήγορα μπορώ, αν και ο σωρός έχει αρχίσει ήδη να γκρεμίζεται. Η κορυφή είναι κοντά. Φωνάζω.

Εγώ
Ξύπνα! Ξύπνα!

σκηνή 3η ( συνέχεια της 1ης )
ημέρα / εσωτερικό, δωμάτιο

Κλείνω το τετράδιο. Σηκώνομαι. Αλλάζω κανάλι. Μια πρωινή, ενημερωτική εκπομπή. Κάποιοι τσακώνονται. Ανοίγω τελείως το παράθυρο. Πολύ φως. Τεντώνομαι. Βγαίνω από το υπνοδωμάτιο.

σκηνή 4η
ημέρα / εσωτερικό, μπάνιο

Είμαι σκυμμένος στον νιπτήρα. Βρέχω το πρόσωπό μου. Σηκώνω το κεφάλι και κοιτάζω τον καθρέφτη. Δεν είμαι εγώ απέναντι. Είναι ο Άλλος. Θυμώνω.

Εγώ
Τι θέλεις εδώ;
Πάει, τέλειωσε!

ο Άλλος
Τίποτα δεν τελείωσε!
Τώρα αρχίζουν όλα.

Εγώ
Τι θες να πεις;

ο Άλλος
Κοιμάσαι ακόμη, ανόητε.

Εγώ
Αποκλείεται! Αφού…

Χτυπάει το κουδούνι. Το φως στο μπάνιο τρεμοπαίζει. Κοιταζόμαστε για λίγο χωρίς να μιλάμε. Ο Άλλος χαμογελάει.

ο Άλλος
Πήγαινε!

Εγώ
Κι αν είναι εκείνη;

ο Άλλος
Εκείνη είναι.

Εγώ
Μα… πάει καιρός πολύς…

ο Άλλος
Ποτέ δεν είναι αρκετός ο καιρός.
Κοίτα!

Μέσα από τον καθρέφτη, σαν σε οθόνη…

σκηνή 5η
νύχτα / εξωτερικό, στο δρόμο

…βλέπω Εκείνη. Διασχίζει έναν πλατύ, έρημο δρόμο. Ακούω τα βήματά της. Βλέπω κι εμένα. Την πλησιάζω. Γελάμε κι οι δυο. Είναι όμορφη. Πολύ όμορφη. Τρίβω τα μάτια μου. Κλαίω. Συναντιόμαστε στη μέση του δρόμου. Κλαίμε κι οι δυο. Ακόμα πιο όμορφη.

Εκείνη
Άσε με να σ’ αγκαλιάσω,
για τελευταία φορά…

Αγκαλιαζόμαστε. Κλείνω τα μάτια. Ακούω ένα σκυλί να γαβγίζει.

σκηνή 6η ( συνέχεια της 4ης )
ημέρα / εσωτερικό, μπάνιο

Ο Άλλος απέναντι γελάει μέσ’ από τον καθρέφτη. Ακούγεται ξανά το κουδούνι.


ο Άλλος
Πήγαινε, σου λέω!

Εγώ
Κι εσύ;

ο Άλλος
Θα περιμένω…
Πήγαινε!

Σκύβω ξανά στον νιπτήρα. Βρέχω ξανά το πρόσωπό μου. Ξανασηκώνω το κεφάλι μου και επιτέλους απέναντι είμαι εγώ. Τα μάτια μου είναι πρησμένα. Το κουδούνι ξαναχτυπά.

Εγώ
Έρχομαι!

σκηνή 7η
ημέρα / εσωτερικό, στην πόρτα

Ανοίγω την πόρτα. Βλέπω Εκείνη. Ή κάποια που κάποτε ήταν Εκείνη. Κάποια που της μοιάζει. Στα μαλλιά. Μόνο που τα μαλλιά είναι γεμάτα φίδια που σφυρίζουν. Στα μάτια. Μόνο που τα μάτια είναι δυο μαύρες τρύπες αδειανές. Σκουλήκια μπαινοβγαίνουν στα μάτια της. Με κοιτάζουν τα σκουλήκια. Χαμογελούν. Tης μοιάζει στο στήθος. Μόνο που είναι το στήθος κρεμασμένο σε δύο τσιγκέλια από κάπου ψηλά. Κοιτάζω ψηλά. Από πάνω ένας κίτρινος ουρανός. Από κάτω εγώ παλεύω να την ξεκρεμάσω. Την αγγίζω. Είναι κάποια που της μοιάζει. Στο σώμα. Μόνο που είναι το σώμα γεμάτο βδέλλες. Ματώνουν το σώμα της οι βδέλλες. Πλημμυρίζει το δάπεδο απ’ το αίμα. Πατάω στο αίμα. Γλιστράω. Πέφτω. Φωνάζω.

Εγώ
Ξύπνα! Ξύπνα!

σκηνή 8η
ημέρα / εξωτερικό, παραλία

Εκείνη περπατάει πάνω στην άμμο. Πλησιάζει μια σκηνή. Μέσ’ από τη σκηνή ακούγεται κάποιος να φωνάζει. Είναι η φωνή μου. Ανοίγει τη σκηνή. Μπαίνει το φως μέσα και με ξυπνάει.

Εκείνη
Τι έπαθες;
Τι έβλεπες πάλι;

Την κοιτάζω. Είναι βρεγμένη. Είναι όμορφη. Χαμογελάω. Στάζει το νερό από παντού. Τεντώνομαι. Της πιάνω το χέρι. Την τραβάω μες στη σκηνή. Γονατίζω. Τη φιλάω. Γλείφω το αλάτι από το σώμα της. Την ξαπλώνω. Γελάει. Με αγκαλιάζει. Μπαίνω μέσα της.

σκηνή 9η
ημέρα / εσωτερικό, μπάνιο

Ο Άλλος στέκεται μπροστά στον καθρέφτη και χτενίζει τα μαλλιά του. Μέσ’ από τον καθρέφτη, σαν σε οθόνη, βλέπει την προηγούμενη σκηνή με εμένα και Εκείνη μες στη σκηνή. Βγάζει ένα τηλεχειριστήριο. Στοχεύει προς τον καθρέφτη και πατάει ένα κουμπί. Μέσ’ από τον καθρέφτη, σαν σε οθόνη προβάλλεται το βίντεο κλιπ του division bell. Συνεχίζει ο Άλλος να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να χτενίζεται με μεγάλη επιμέλεια.

σκηνή 10η ( συνέχεια της 8ης )
ημέρα / εξωτερικό, παραλία

Είμαι ξαπλωμένος στην άμμο και καπνίζω. Κοιτάζω τη θάλασσα. Έρχεται Εκείνη από πίσω μου κρατώντας ένα τετράδιο. Ακούω τα βήματά της. Δεν υπάρχει κανένας άλλος στην παραλία. Μου πετάει το τετράδιο. Απέξω γράφει «όνειρα». Το ξεφυλλίζω. Άδειες σελίδες.

Εκείνη
Γράψε!

Εγώ
Τι;

Εκείνη
Γράψε τι είδες! Τώρα!
Πριν το ξεχάσεις!

Εγώ
Το ξέχασα ήδη.

Εκείνη
Όχι! Το θυμάσαι.
Γράψε!

Εγώ
Γιατί;

Εκείνη
Για να μην το ξεχάσεις.
Δεν πρέπει.

Εγώ
Γιατί;

Εκείνη
Γιατί έτσι!
Γράψε, σου λέω!

Μου παίρνει το τσιγάρο από το στόμα. Μου γυρνάει την πλάτη. Απομακρύνεται. Είναι πολύ όμορφη. Πετάει το τσιγάρο και το πατάει με το γυμνό της πόδι. Φτάνει στη θάλασσα. Αρχίζει να περπατάει πάνω στα κύματα. Η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο.

σκηνή 11η
νύχτα / εσωτερικό, δωμάτιο

Κάθομαι στο γραφείο και διαβάζω. Από το μισάνοιχτο παράθυρο φαίνεται να πέφτει καταρρακτώδης βροχή. Στοιβαγμένα πάνω στο γραφείο νομικά βιβλία και κόμιξ. Παντού στο δωμάτιο ρούχα και παπούτσια σκορπισμένα. Ένα σπασμένο κρεβάτι στην άκρη. Το στρώμα του ριγμένο πάνω στο κρεβάτι. Μια μικρή τηλεόραση στο πάτωμα. Μια βραδινή ενημερωτική εκπομπή. Κάποιοι τσακώνονται. Πίνω καφέ και διαβάζω. Κοιτάζω το ρολόι στον τοίχο. Είναι 01:11. Τεντώνομαι. Κοιτάζω ένα τετράδιο στην άκρη του γραφείου. Αφήνω το βιβλίο που διάβαζα στην άκρη. Παίρνω το τετράδιο. Απέξω γράφει «όνειρα». Το ανοίγω. Οι πρώτες σελίδες είναι κολλημένες. Τις ξεκολλάω. Πυκνογραμμένες. Ανάμεσά τους άμμος και φύκια. Χτυπάει το κουδούνι. Κλείνω το τετράδιο και το κρύβω κάτω από τα βιβλία. Κοιτάζω το ρολόι. Είναι 01:11. Χαμογελάω. Αλλάζω κανάλι στη μικρή τηλεόραση στο πάτωμα. Σηκώνομαι. Βγαίνω από το δωμάτιο. Η τηλεόραση δείχνει εμένα να σκαρφαλώνω σε έναν σωρό με βράχια κάτω από έναν κίτρινο ουρανό.

σκηνή 12η
νύχτα / εσωτερικό, στην πόρτα

Ανοίγω την πόρτα και βλέπω Εκείνη. Είναι βρεγμένη. Με φιλάει βιαστικά και περνάει μέσα. Είναι όμορφη, αλλά τα βήματά της αφήνουν κόκκινα, ματωμένα χνάρια πίσω τους. Κλείνω την πόρτα και την ακολουθώ.

σκηνή 13η
νύχτα / εσωτερικό, δωμάτιο

Σκύβει στη μικρή τηλεόραση στο πάτωμα και ανοίγει την ένταση του ήχου. Ακούγεται το division bell. Βλέπω στην οθόνη εμένα να σκαρφαλώνω σε έναν σωρό με βράχια κάτω από έναν κίτρινο ουρανό. Τα βράχια μοιάζουν να είναι σφηνωμένα μεταξύ τους σαν τα τουβλάκια στο tetris. Εκείνη χτυπάει τις παλάμες της με ενθουσιασμό και γελάει.

Εκείνη
Κοίτα! Απίστευτο, ε;

Εγώ
Όλα απίστευτα είναι...

Εκείνη
Όχι όλα! Αυτό είναι αλήθεια!
Κοίτα!

Εκείνη κάνει να καθίσει στο σπασμένο κρεβάτι. Την προλαβαίνω.

Εγώ
Όχι εκεί!

Εκείνη
Α, ναι! Το κρεβάτι...
Μαζί το σπάσαμε.
Θυμάσαι;

Εγώ
Τώρα πια όλα τα θυμάμαι…
Και φταις εσύ γι’ αυτό!

Εκείνη
Είσαι αχάριστος!
Κοίτα!

Στην τηλεόραση συνεχίζω να σκαρφαλώνω και έχω σχεδόν φτάσει στην κορυφή. Κάτι λέω.

Εγώ (από την τηλεόραση)
Κρίμα που δεν είσαι εδώ.

Εκείνη
Εδώ είμαι, ανόητε!
Μωρό μου, εδώ είμαι!
Γύρισα!

Κοιτάζω το πάτωμα. Γύρω της έχει σχηματιστεί μια λίμνη από αίμα. Τη βλέπω να περπατάει πάνω στα κύματα της λίμνης. Με πλησιάζει. Κάνει να με αγκαλιάσει. Την κοιτάζω καλύτερα. Δεν είναι Εκείνη. Είναι κάποια που της μοιάζει. Βλέπω φίδια στα μαλλιά της να σφυρίζουν. Βλέπω τα μάτια της να γίνονται μαύρες τρύπες αδειανές. Βλέπω να μπαινοβγαίνουν σκουλήκια στα μάτια της. Με αγγίζει. Δεν θέλω. Δεν θέλω να δω άλλο. Μέσ’ από την τηλεόραση φωνάζω.

Εγώ (από την τηλεόραση)
Ξύπνα! Ξύπνα!

σκηνή 14η
ημέρα / εξωτερικό, παραλία

Είμαι μόνος μου, γυμνός, ξαπλωμένος στην άμμο. Χαράματα και κάνει πολύ κρύο. Κουλουριάζομαι. Τρίβω το σώμα μου να ζεσταθεί. Κοιτάζω τη θάλασσα. Είναι άγρια. Κοιτάζω τον ουρανό. Είναι βαρύς. Έρχεται βροχή. Κοιτάζω τριγύρω. Ψάχνω. Σηκώνομαι. Μαζεύω κλαδιά για να κρύψω τη γύμνια μου. Στην άκρη της παραλίας βλέπω μια φωτιά. Βλέπω κάποιον να στέκει δίπλα. Αρχίζει να ψιχαλίζει. Πηγαίνω προς τη φωτιά με γρήγορα βήματα. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Ακούω την καρδιά μου. Ακούω τα βήματά μου και την άγρια θάλασσα. Ακούω τη φωτιά. Πλησιάζω. Η μορφή του άλλου αρχίζει να ξεχωρίζει. Η καρδιά μου χτυπάει ακόμα πιο δυνατά. Τρέχω προς τη φωτιά. Τώρα πια τον βλέπω καθαρά. Είναι ο Άλλος. Ξεσπάει η βροχή. Ο Άλλος μού χαμογελάει. Κρατάει ένα τετράδιο στα χέρια. Σκίζει τα φύλλα του και τα ρίχνει στη φωτιά. Με κάθε φύλλο η φωτιά φουντώνει.

Εγώ
Τι κάνεις εκεί;

ο Άλλος
Έλα να ζεσταθείς!

Εγώ
Σε ρώτησα, τι κάνεις εκεί;

Κοιτάζω το τετράδιο που κρατάει. Απέξω γράφει «όνειρα». Θυμώνω. Η βροχή γίνεται καταρρακτώδης.

Εγώ
Δώσ’ το μου αυτό!
Είναι δικό μου.

Ο Άλλος συνεχίζει να σκίζει τα φύλλα του τετραδίου και να τα ρίχνει στη φωτιά. Τον κοιτάζω. Είναι πολύ όμορφος. Όλοι είναι πολύ όμορφοι σ’ αυτόν τον κόσμο. Σ’ αυτό το βιβλίο. Σ’ αυτή την ιστορία. Όλοι και όλα. Εκτός από μένα. Είμαι άσχημος. Είμαι γυμνός και τρέμω από τον θυμό και από το κρύο.

ο Άλλος
Έλα να ζεσταθείς!
Κοίτα τι όμορφη φωτιά σού έφτιαξα!

Εγώ
Δώσε μου αυτό το τετράδιο τώρα!

ο Άλλος
Έλα να το πάρεις μόνος σου!

Ο Άλλος πετάει το τετράδιο μες στη φωτιά. Η φωτιά φουντώνει. Θεριεύει. Φτάνει μέχρι τον ουρανό. Παίρνει φωτιά ο ουρανός. Δεν μπορώ να κοιτάξω άλλο. Κλείνω τα μάτια μου.

σκηνή 15η
ημέρα / εσωτερικό, μπάνιο

Κάποιος είναι σκυμμένος στον νιπτήρα. Έχει βάλει το κεφάλι του κάτω από το νερό. Σηκώνει το κεφάλι του. Ανοίγει τα μάτια. Κοιτάζεται στον καθρέφτη. Είμαι εγώ. Τα μάτια μου είναι πρησμένα. Αγγίζω το πρόσωπό μου. Κοιτάζομαι για ώρα. Αγγίζω τον καθρέφτη. Είμαι εγώ. Σίγουρα. Χαμογελάω.

ΤΕΛΟΣ

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Ενεστώτας

Και κάποια μέρα ήρθε ξανά και μου το είπε κι αυτό. Πως πρέπει να γράφω στον ενεστώτα μόνο. «Να τους ξεχάσεις», έλεγε, «τους αορίστους και τους παρατατικούς! Τους μέλλοντες για τις ερωτικές σου τις εξομολογήσεις να αφήσεις. Ζήσε, αν θέλεις, στο παρελθόν. Ταξίδεψε, αν το μπορείς, στα θα σου. Μα όταν γράφεις, να γράφεις μόνο στον ενεστώτα. Γιατί άλλος χρόνος δεν υπάρχει». Κι είχε, ο μπαγάσας, δίκιο. Κι ας μην τον άκουσα, ο ξεροκέφαλος. Αφού τώρα είναι που γράφω αυτά που γράφω. Κι εσύ τώρα είναι που διαβάζεις αυτά που διαβάζεις. Τώρα και μόνο τώρα. Ένας αβυσσαλέος και παμφάγος ενεστώτας. Και τίποτε άλλο.

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

…μέσω της φυσικής επιλογής μου

Μέχρι τη μέρα εκείνη της κρίσιμης σκηνής θα πρέπει σίγουρα να είχαν περάσει χωρίς να αντικρίσω άλλον άνθρωπο τρεις με επτά βδομάδες. Με μόνη, βέβαια, εξαίρεση εκείνη την εξ αντανακλάσεως αφόρητη μορφή, που συναντούσα κάθε φορά που έκανα το λάθος να περάσω μπροστά από το μικρό τετράγωνο καθρέφτη μου, χωρίς τα μάτια μου να χαμηλώσω. Τις συγκρατούμενες των άλλων τις φωνές ούτε καν να φανταστώ πως τις ακούω δε μπορούσα. Και από τους δεσμοφύλακές μου μόνο τα χέρια και το χρώμα των στολών είχα ως τότε κατορθώσει βιαστικά να διακρίνω, όταν από της πόρτας μου τη μικροσκοπική θυρίδα περνούσαν μέσα στο κελί μου κάθε μέρα τρεις φορές όλα εκείνα που, από το νόμο προφανώς, κρίνονταν για την επιβίωσή μου ως απολύτως απαραίτητα, αλλά και παντελώς για την ώρα άχρηστες ποσότητες από τετράδια και μολύβια.
Τους άκουγα κάποιες φορές να σφυρίζουν έξω στο διάδρομο μυστήριους σκοπούς και άλλοτε να ανταλλάζουν σε γλώσσες βίαιες κατάρες και βρομόλογα. Ζητούσα διαρκώς να μου εξηγήσουν για ποιο ακριβώς λόγο βρισκόμουν σε απομόνωση και όχι σε ένα κανονικό κελί, αλλά μη παίρνοντας απάντηση, είχα σκεφτεί πως ήταν και αυτό ακόμα κομμάτι του πειράματος και άσχετος, όπως ήμουν, με αυτού του μέσα κόσμου τις σκοτεινές συνήθειες, δεχόμουν το παράλογο σαν να ήτανε και αυτό συνθήκη απαραίτητη μες στης δοκιμασίας την εξίσωση.

Δε μου απάντησαν. Δεν ήταν πως δε με άκουγαν. Εδώ μπορούσα εγώ από μέσα να ακούσω καθαρά τις βρώμικες ανάσες τους. Έμοιαζε να αδιαφορούν, να με αγνοούν, να μη θέλουν στα ρυθμικά μου χτυπήματα και αιτήματα να υπακούσουν. Θύμωσα στην αρχή, μα ύστερα πάλι σκέφτηκα πως ίσως να υπήρχαν κανόνες και αυστηρές διαταγές που να μην τους επιτρέπουν να έρχονται σε επαφή και να συνομιλούν με τους κρατούμενους.
Μα εγώ δεν ήμουν σαν τους άλλους -εγώ υπήρχα- οι άλλοι ήταν ένα μονάχα επινόημα. Είχαν εφευρεθεί μόνο και μόνο για να μπορώ εγώ ανάμεσά τους να υπάρχω. Ήμουν μια ειδική, ξεχωριστή περίπτωση. Ήμουν εγώ – ο κανόνας στην εξαίρεση. Η παρουσία μου τιμούσε την αποστολή τους. Η ύπαρξή μου την ιδιότητά τους αναβάθμιζε. Ήμουν εγώ – το πολυτιμότερο πετράδι στο στέμμα του συστήματος. Επιτέλους, κάποιος θα έπρεπε για όλα αυτά να τους είχε ήδη ενημερώσει. Εκτός εάν τους είχαν πει να με μεταχειρίζονται με τρόπο τέτοιο που να εξομοιώνει τη φιλοξενία μου με τις αληθινές συνθήκες κράτησης. Αυτό είναι! Αν είναι να παίξουμε, ας παίξουμε στα σοβαρά! Σχεδόν για μια στιγμή τους θαύμασα. Μόνο που εγώ το παιχνιδάκι τους αυτό το είχα βαρεθεί και άλλο μαζί τους πια δεν ήθελα πια να παίξω. Για αυτό σταμάτησα την πόρτα να χτυπώ και άρχισα να φωνάζω.
Χρειάστηκε τελικά να περιμένω μέχρι το μεσημέρι για να συνειδητοποιήσω τη σοβαρότητα του προβλήματος αλλά και το γελοίο της κατάστασης. Όταν κουράστηκα πια κάποια στιγμή να ουρλιάζω και να βροντάω τις απαιτήσεις μου στην πόρτα των κουφών, κάθισα κάτω και απλώς περίμενα μέχρι να ανοίξει η θυρίδα για να μου δώσουνε να φάω.

Τις πρώτες μέρες ήταν για μένα μια μικρή και ανέξοδη διασκέδαση να βάζω με τον εαυτό μου χαζά στοιχήματα για το είδος και το περιεχόμενο των καθημερινών γευμάτων μου. Για την ποιότητά τους θα ήμουν άδικος και αναμφίβολα αχάριστος, αν έλεγα κάποια κακιά κουβέντα. Και ούτε για των μερίδων μου το μέγεθος δε θα τολμούσα ποτέ να τους γκρινιάξω. Μου είχε, βέβαια, φανεί ύποπτο και παράξενο, αφού κάπως αλλιώς τις είχα φανταστεί της φυλακής τις διατροφικές συνήθειες, μα από την άλλη, μπορεί, ως υψηλός προσκεκλημένος του ιδρύματος, να μου είχαν επιφυλάξει μια κάποια άλλου είδους περιποίηση.

Μια νύχτα ήρθε και κάθισε, λέει, μια μορφή πάνω στο όνειρό μου και σκέφτηκε πως ίσως με τρέφανε έτσι, γενναία και καλά, ώστε να με παχύνουν αρκετά και να με μαγειρέψουν για να με φάνε στη συνέχεια. Μα είπα στου ονείρου τη μορφή να πάψει να βάζει πάντα στο μυαλό της το κακό και να πέσει επιτέλους και αυτή να κοιμηθεί, μήπως και ηρεμήσουμε και οι δύο μας. Και τότε εκείνη με άκουσε –αφού δικό μου ήταν το όνειρο και δε μπορούσε παρά να με υπακούσει- και έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε για να ονειρευτεί και αυτή με τη σειρά της τους δεσμοφύλακες μου να κόβουν, λέει, κομμάτια από τον ψητό μου εαυτό και να μοιράζουν ίσες και ακριβοδίκαιες μερίδες στους άλλους κρατούμενους.
Και τότε είπα εντάξει, φτάνει, ως εδώ! Και ξύπνησα.

Και ενώ παραφυλούσα για να υποβάλω αυτό το «εντάξει, ως εδώ!» στο φύλακα-τροφοδότη μου, κάποια στιγμή στο τέλος μεσημέριασε και φάνηκε το γεύμα μου στο άνοιγμα της πόρτας. Μάζεψα όλη τη συσσωρευμένη μου οργή και αμέσως χίμηξα προς το μέρος του. Είχε τόσο μεθοδικά η απελπισία προμελετήσει τις κινήσεις μου, που από ζήλο υπερβάλλοντα ήθελα να τραβήξω μέσα από εκείνη τη σχισμή, όχι μονάχα το φρουρό, αλλά και ολόκληρο το σιχαμένο το σωφρονιστικό τους σύστημα, που είχε τολμήσει να δείξει τέτοια περιφρόνηση στις διαθέσεις του υψηλού του επισκέπτη.
Έτσι, ενώ με το ένα χέρι μου είχα ήδη αρπάξει το κίτρινο μανίκι του και έσφιγγα τον κιτρινισμένο του καρπό, με το άλλο χέρι άρχισα ξανά με ρυθμική μανία να κοπανάω την πόρτα που μας χώριζε, τονίζοντάς του πως απαιτούσα να με ξεκλειδώσουν αμέσως εκείνη τη στιγμή και να με αφήσουνε να φύγω.
Για μια στιγμή, η μυρωδιά του φαγητού σφύριξε μεθυστικά κάτω από τα ρουθούνια μου, μα οι αισθήσεις μου ήδη για άλλους πειρασμούς είχαν αναχωρήσει. Ας την κρατούσαν την εκλεκτή τετραρχική κουζίνα τους για να ταΐσουν τα σκυλιά και τους ευνούχους τους! Εγώ θα γύριζα ξανά πίσω στον έξω κόσμο, για να ριχτώ με λαιμαργία στου δρόμου τα βδελυρότερα εδέσματα, μέχρι να αρρωστήσω από το δρόμο τον πολύ και εκεί έξω ελεύθερος στο δρόμο να ψοφήσω.
Δεν πρόλαβα, όμως, τη φράση μου να ολοκληρώσω και ένιωσα έναν κάψιμο αφόρητο το χέρι μου να παραλύει και ένα άλλο ρεύμα κακό και ακατανίκητο να με τινάζει, λες και ήμουν μια γελοία πάνινη, ξεψυχισμένη κούκλα στην άλλη άκρη του κελιού μου. Μετά από μια σύντομη και άνευ σχεδίου πτήση, κοπάνησα στον τοίχο με την πλάτη και προσγειώθηκα ξανά παρέα με το γεύμα μου στο πάτωμα.
Και ύστερα τρίβοντας μηχανικά τα μουδιασμένα μου άκρα, έμεινα να κοιτάζω τριγύρω σαν ηλίθιος τα αναποδογυρισμένα πιάτα. Μάλλον τώρα θα έπρεπε, τουλάχιστον ως το βράδυ, να παραμείνω νηστικός.

Μέσα σε σκέψεις σκοτεινές πέρασα την υπόλοιπη μου μέρα κοιτάζοντας ψηλά τον τετραγωνισμένο ουρανό, μέχρι που πήρανε τα μάτια μου το σχήμα και το χρώμα του και εκείνος άρχισε σιγά-σιγά να μου νυχτώνει τις προθέσεις, αφήνοντας ίσως έτσι, για υποσημείωση ένα ασήμαντο και ήδη νεκρό αστέρι στην κάτω αριστερά γωνία.
Τι είδος, άραγε, θεός ήταν ετούτος πάλι, που μπορούσε έτσι εύκολα και αθόρυβα να κρύβεται μέσα σε ένα τόσο ελάχιστο κομμάτι ουράνιου στερεώματος;
Και πάνω που κόντευα να ολοκληρώσω μια φρέσκια φαντασίωση μίσους τονωτικού και λαίμαργης εκδίκησης, άκουσα τότε την παράνοια να μου χτυπάει την πόρτα. Όχι, δεν είχε αρχίσει ακόμα του μυαλού η έκτη φάλαγγα να στήνει τόσο αληθοφανείς ενέδρες στις αισθήσεις μου. Κάποιος χτυπούσε στ’ αλήθεια την πόρτα του κελιού, μα έχοντας ακόμα ανάμεσα στα αυτιά μου τα δικά μου πρωινά χτυπήματα, μου φάνηκαν αυτά τα ξένα ξεψυχισμένοι απόηχοι της πρωινής μου άδοξης εξέγερσης.
Αυθόρμητα, κάπως αμήχανα και σίγουρα αρκετά ηλίθια ρώτησα: ποιος είναι;

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

η καταγωγή του είδους μου…

Τη μέρα εκείνη άνοιξα τα μάτια μου και είδα πως βρισκόμουν μέσα στο κελί μιας φυλακής. Για να βοηθήσω τις άγουρες αισθήσεις μου να ξεπεράσουν τη δικαιολογημένη σύγχυση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας άρχισα να υπολογίζω, προκειμένου κάποια στιγμή επιτέλους να πειστώ πως είχα πια από τον ύπνο στ’ αλήθεια επιστρέψει. Ήταν και αυτή μια από εκείνες τις παλιές ανεστραμμένες μου συνήθειες, που είχαν οικειοθελώς φυλακιστεί μαζί μου - να μετράω για να ξυπνήσω, όπως περίπου, δηλαδή, οι άλλοι άνθρωποι μετράνε συνήθως ώσπου να κοιμηθούν.
Και έτσι ξεκίνησα απαριθμώντας πρώτα τα δωμάτια, όπου είχα, έστω και για ένα βράδυ κοιμηθεί από τη μέρα που με αποστράτευσαν οι Εσωτερικές Ινδίες και έπειτα συνέχισα με τις πόλεις, που πρόλαβα να επισκεφτώ, πριν εξαφανιστούν για πάντα από την επιφάνεια της γης και από της μνήμης μου τους χάρτες.
Στο τέλος, μηχανικά και δήθεν κάπως αναπόφευκτα, έφτασα να αναρωτιέμαι πόσες μέρες κρατούμενες είχαν ήδη περάσει μαζί μου εκεί μέσα. Και κάπως έτσι ξύπνησα.

Την πρώτη μέρα, όταν έφτασα σε αυτήν την άγνωστο και αγεωγράφητο νησί, στο χώρο υποδοχής του μου ζήτησαν να αποχωριστώ κάθε υπομηχανικό βοήθημα, το οποίο θα μπορούσε να μου χρησιμεύσει στη μέτρηση του χρόνου και του χώρου. Βρήκα το αίτημά τους ενδιαφέρον, αστείο και προκλητικό και αμέσως το αποδέχτηκα, αν και δεν είμαι και πολύ σίγουρος, μετά από όλα αυτά που ακολούθησαν, πως είχα τη δυνατότητα να αρνηθώ και να διαλέξω κάτι άλλο.
Όταν αργότερα σκέφτηκα να αρχίσω να σημειώνω τις μέρες που περνούσαν, χαράσσοντας στους τοίχους του κελιού γραμμές σαν τους φυλακισμένους στις ταινίες, είχα ήδη πολύ καθυστερήσει. Είχαν ήδη περάσει αρκετές και εγώ τις άφησα έτσι επιπόλαια να φύγουν μακριά, λες και ήμουν σε διακοπές και ο χρόνος ο συμβατικός δεν είχε καμία απολύτως σημασία.
Ύστερα, όταν πια κατάλαβα το λάθος μου και άρχισε η απώλεια της αίσθησης σιγά-σιγά να με τρελαίνει, βάλθηκα να επινοώ τεχνάσματα. Ανακάλυψα πως όλα τα πράγματα εκεί μέσα συνέβαιναν με μία σχεδόν γραφειοκρατική συχνότητα. Κάθε τρεις μέρες, για παράδειγμα, μου έδιναν καθαρά σεντόνια –υπερβολή για την αντίληψή μου περί υγιεινής- και κάθε επτά, μαζί με την άγραφη ύλη, το φαγητό και τα άλλα αναγκαία, μου χορηγούσαν και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, που ενδεχομένως να προερχόταν από τα κτήματα της Λήθης. Έτσι, μέσα σε αυτά τα τόσο ασφυκτικά όρια του δικού μου χωροχρόνου, κατάφερα να φτιάξω τις προσωπικές μου μονάδες μέτρησης: επτά κλινοσκεπάσματα από τη μέρα που έπαψα να ξυρίζομαι, δυο λήθινα μπουκάλια από τη νύχτα που άρχισα να γράφω.
Τα πρώτα μου εκείνα εικοσιτετράωρα, τότε που ακόμα αντιμετώπιζα τη νέα μου αναπάντεχη ζωή στη φυλακή με την ανοχή του πειραματιστή και με το θράσος του επισκέπτη, ανήκαν πια στο μακρινό μου παρελθόν. Μου φάνταζαν πια σαν κομμένες σκηνές και πλάνα αμοντάριστα, λες και ήταν όλα αυτά στιγμές παλιότερες ακόμα και εκείνων της πρώην ελεύθερης ζωής μου.
Ξόδεψα, στ’ αλήθεια, αλόγιστα τις πρώτες εκείνες μέρες, άλλοτε καταμετρώντας μανιακά τις πέτρινες ψηφίδες της τοιχοδομής και άλλοτε αναζητώντας στωικά την πιο κατάλληλη απάντηση για όλους αυτούς, που με είχαν κάποτε με λόγια σκληρά, μα ίσως για εκείνους δίκαια, προσβάλει.
Το είχα βάλει μέσα μου υπέρτατο σκοπό, όταν θα επέστρεφα ξανά στην πόλη και τον κόσμο, να καταστρέψω για πάντα όλα εκείνα τα μιάσματα. Θα τους χτυπούσα αλύπητα εκεί ακριβώς που τους πονάει περισσότερο. Καθρέφτες ύπουλους θα έστηνα σατανικά μπρος στις ανωφελείς υπάρξεις τους. Αδίστακτα όλους τους θα τους έσπρωχνα μέσα στο ίδιο τους το αχόρταγο κενό να γκρεμιστούν. Τις γλώσσες τους με λαιμαργία θα ξερίζωνα. Με ζήλο τα μάτια τους θα δάγκωνα και θα τρυπούσα τις καρδιές τους.
Αυτά και άλλα τέτοια όμορφα σκεφτόμουν και οι πρώτες μέρες μου στη φυλακή κύλησαν βασανιστικά μα πάντως γρήγορα. Και κάθε που ξυπνούσα το πρωί, ένιωθα τους μυς μου να φουσκώνουν και να σφίγγουνε, λες και το σώμα μου διαρκώς ασκούνταν και δυνάμωνε από της σιωπηλής νυχτερινής μνησικακίας τα επίμονα μαρτύρια.
Και κάθε απόγευμα αργά, πριν το κελί μου και πάλι σκοτεινιάσει, ξαναμετρούσα τις πάγιες αποστάσεις και υπολόγιζα για ακόμα μια φορά τις ελέω του αοράτου κλίμακες και όλο ένιωθα τα αθροίσματα και τα γινόμενά τους να με κοροϊδεύουν αλύπητα και να γελούν διαρκώς με την κατάστασή μου. Λες και παρέλυε ο νους μου, αργά μα σταθερά, από την καθημερινή ανάδευση των λιμναζόντων ταπεινών ενστίκτων μου.
Ούτε για μια στιγμή δε συλλογίστηκα στα σοβαρά, τις πρώτες εκείνες μέρες, το λόγο για τον οποίο είχα τόσο εύκολα δεχτεί να συμμετάσχω σε ετούτο το παράξενο παιχνίδι. Είχα ξεχάσει πως ήμουν ένας συγγραφέας-κυνηγός που είχα βγει σε αναζήτηση εξωτικών ιστοριών και αλλόκοτων θηραμάτων. Ούτε μια λέξη δεν κατάφερα ολόκληρη να γράψω, μόνο σχεδίαζα τετραγωνάκια στο χαρτί ή χάραζα σημεία στίξης πλάι στις ενοχές και στις φοβίες μου. Δεν έψαξα να σχηματίσω φράσεις, να επινοήσω πρόσωπα και καταστάσεις δε δοκίμασα. Λες και είχα έτσι, μυστικά και αθόρυβα, μετακυλήσει από τον έναν ρόλο στον επόμενο. Λες και είχε η ύπαρξή μου η ίδια ανατραπεί και είχα αρχίσει τελικά να γίνομαι ο άλλος, που τόσα χρόνια πίσω από την πλάτη μου τόσο καλά κρυβόταν.
Ήμουν εγώ ο ήρωας που πάλευε να πλάσει πρώτα το δημιουργό μέσα στο χάρτινο μυαλό του και ύστερα να τον πείσει να ασχοληθεί με την περιπετειώδη ασημαντότητά του και να την κάνει σπουδαίο μυθιστόρημα που θα το διαβάζουν παιδιά που δεν έχουν καν ακόμα γεννηθεί και όμως το θυμούνται.
Κάποτε, τα περασμένα χρόνια -τότε που ακόμα έσκαγα από την πολύ ελευθερία και έκοβα το ζωτικό μου χώρο σε οικόπεδα να τα μοιράσω στους τριγύρω μου ακτήμονες- ξεκίναγα να γράψω κάτι και ένιωθα, από την πρώτη μου κιόλας λέξη, ήδη πως ήμουν συγγραφέας. Μα ήμουν ένας άσκοπος γραφιάς και τίποτα άλλο περισσότερο, ένας αντιγραφέας της φλύαρης υπεραξίας μου και μόνο. Λέρωνα μονάχα τη σελίδα μου και νόμιζα πως ήδη την είχα υποτάξει. Μέχρι που μια νύχτα αργά… εθάρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου και άλλαξαν μέσα σε μία νύχτα έτσι ξαφνικά οι όροι, οι ρήτρες και οι υπογραφές αυτού του συμβολαίου.
Και ύστερα έτσι δίχως αφορμή, χωρίς να υπάρχει κάποια προφανής αιτία, που να δικαιολογεί το απρόβλεπτο και το μυστήριο να ερμηνεύει, έγινα μέρος ενός άχρηστου πειράματος, έχοντας, λέει, υπέρτατο σκοπό να αναβαθμίσω το ρόλο μου εκ νέου και στην αποστολή μου να δώσω νέες διαστάσεις, χωρίς, ωστόσο, να είμαι σίγουρος τι σήμαιναν όλες αυτές οι κουταμάρες κατά βάθος. Θέλησα απλώς να κάνω το κάτι παραπάνω και πίστεψα σε αυτό, θεωρώντας την ίδια μου την πίστη παράγοντα αυτού του άγονου στοιχήματος και λησμονώντας πως η πίστη είναι τελικά όλων των στοιχημάτων το μόνο διακύβευμα. Και στην αρχή, τις πρώτες εκείνες δεσμευμένες μέρες, όχι μονάχα δεν δοκίμασα καν να ξεκινήσω το πραγματικά σπουδαίο έργο μου, αλλά ούτε και στην παλιά μου την αλαλάζουσα κατάσταση δεν έβρισκα το δρόμο να επιστρέψω. Δεν έγραφα απλά διότι δεν υπήρχα.

Πρέπει να κύλησαν κάπως έτσι περίπου επτά ή δεκαέξι μέρες και εγώ εκεί, παραδομένος στη μοχθηρή ανυπαρξία μου, στο περιθώριο μιας σελίδας πιο λευκής ακόμα και από το λευκό κελί μες στο κεφάλι μου, που μόνο οι μουτζούρες της κακίας μου κατόρθωναν κάποιες φορές μονάχα να σκιάσουν. Και ένα πρωί ξύπνησα και είπα, εντάξει, φτάνει, μέχρι εδώ, χόρτασα από δοκιμές, βαρέθηκα στ’ αλήθεια τα πειράματα. Καλό το παραμύθι σας, μα κάνατε το λάθος και το αφηγηθήκατε στον ίδιο του το δράκο και αυτός αποκοιμήθηκε και πια δεν έχει πλάκα.
Το κόλπο σας δεν έπιασε. Δε ξέρω πως λειτούργησε με τους μεγάλους άλλους, αλλά για εμένα τον ασήμαντο τίποτα δεν υπάρχει μέσα εδώ, σε αυτήν την αυτοφυλακή, που τα γραπτά μου να αφορά και εμένα να ενδιαφέρει. Ίσως γιατί, σε κάποια άλλη άδολη και ανύποπτη στιγμή, έξω εκεί, στον κόσμο και στην πόλη, να είχα ήδη αισθανθεί εξόριστος μαζί και πολιορκημένος. Κατάδικος των συμβιβασμών της ίδιας μου της θνητότητας και των επιφυλάξεων της φύσης μου δεσμώτης.
Και κάπως έτσι, τη μέρα εκείνη –ή μήπως ήταν την επόμενη;-σηκώθηκα, πλησίασα τη σιδερένια πόρτα του κελιού και άρχισα να την χτυπάω ρυθμικά ζητώντας από τους δεσμοφύλακες ακρόαση.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Αφρική

Είχε πάντα μια θέση στα όνειρά μου. Στα αληθινά μου όνειρα. Σε αυτά της υποσαχάριας ύπαρξής μου. Δεν ήθελα να την ταξιδέψω. Να ξαναγεννηθώ και να ξαναπεθάνω εκεί ζητούσα. Ρώτησα κάποια, που ήδη το είχε κάνει μια φορά, να μου πει. Τι είναι αυτό που δεν κατάφερε ακόμη να ξεχάσει από εκείνη τη μακρινή της ζωή. «Η σιωπή», μου απάντησε. Αυτό ήταν. Η σιωπή! Μου άρεσε η απάντηση. Με ικανοποίησε. Κι εγώ άλλωστε αυτό έχω να θυμάμαι από τα όνειρά μου.
Έψαχνα πάντα έναν λόγο καλό. Μια αφορμή. Μια πρόφαση να πάω να τη συναντήσω. Να τη γνωρίσω από κοντά. Μια αληθινά καλή ιδέα. Να μην αφήσει κανέναν να με εμποδίσει. Να πειστεί ακόμα κι εκείνο, το μεσογειακό κομμάτι της ύπαρξής μου. Έψαχνα, μα δε την έβρισκα. Κι έκαιγα στο μεταξύ τις άλλες μου ζωές εδώ τριγύρω με θράσος απέθαντου και ανυπομονησία μελλοθάνατου.
Και τότε ξαφνικά κι απρόσκλητα ήρθε και πάλι ο δαίμονάς μου. Πάλι την πιο κατάλληλη στιγμή. Για να δώσει και πάλι λύση με τον δικό του μοναδικό τρόπο. «Το στοίχημα της ζωής θέλει πρωταγωνιστές», μου είπε. «Γίνε ένας από αυτούς!» Τι άθλια γλώσσα! Τι καραγκιόζης! Πήρε τη μορφή του στρατολόγου για να με εντυπωσιάσει. «Θα πάω μόνο αν έρθεις μαζί μου, πιστέ μου Σάντσο Πάντσα». «Εγώ είμαι ήδη εκεί, ανόητε», μου απάντησε. «Εγώ είμαι το εκεί. Τόσους αιώνες κυνηγιόμαστε κι ακόμη να με μάθεις; Εγώ είμαι το εκεί σου, κι αν σου αρέσει. Εγώ σου έτυχα. Κι αν δεν σου αρέσει, τα παράπονά σου στη διεύθυνση!» Το βούλωσα και πήγα να ετοιμάσω τις αποσκευές μου. Αύριο κιόλας αναχωρώ.
Πουθενά δεν έχω να πάω. Και πάλι εδώ θα μείνω. Αφού τα συμφέροντά μου εδώ τριγύρω σκορπισμένα ακόμα βρίσκονται. Όμως δεν μπορεί, ένα μικρό κομμάτι του σύμπαντός μου θα καταφέρω να το πακετάρω και να το στείλω. Να το αποστείλω εθελοντικά. Χαρά μεγάλη που θα κάνουν οι Αφρικανοί!

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

7/9/99

Τον άκουσα να έρχεται. Γευμάτιζα εκείνη την ώρα και άκουγα ραδιόφωνο. Έπαιζε κάτι ωραίο, αλλά σταμάτησε ξαφνικά. Κι έτσι μπόρεσα να τον ακούσω καλύτερα. Δεν χρειάστηκε να τον αισθανθώ για να τρομάξω. Είχα ήδη παγώσει, όταν έφτασε. Η Αγγελική έτρεξε τρομαγμένη, τυλιγμένη στο μπουρνούζι της. Κι είχε ακόμα σαπουνάδες στα μαλλιά της. Και μετά βγήκαμε στους δρόμους.
Στους δρόμους συνάντησα μια όμορφη γυναίκα. Την είχα ξαναδεί κάπου. Στην τηλεόραση ίσως ή στα περιοδικά. Κατάλαβα πως έμενε κάπου στη γειτονιά. Μου μίλησε κιόλας. Με ρώτησε αν λειτουργεί το κινητό μου. Τότε ακόμα δεν είχα κινητό, κι ήταν η πρώτη φορά που στενοχωριόμουν γι’ αυτό. Μετά άρχισα κι εγώ να ρωτάω τον κόσμο. Οι περισσότεροι απλώς τον αισθάνθηκαν. Κάποιοι τον είδαν. Εγώ πάντως τον άκουσα. Πολύ καθαρά. Κι ακόμα τον θυμάμαι. Άκουσα τον ήχο που βγάζει το κακό σαν θέλει να μιλήσει.

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Φαρμακεία

Λάθος επάγγελμα διάλεξα. Φαρμακοποιός έπρεπε να είχα γίνει.
Τι με είχε πιάσει τότε που ήμουν νέος και αρνήθηκα να ακολουθήσω το επάγγελμα του πατέρα μου; Τι παράλογη επιλογή. Κρίκος βαρύς στην αλυσίδα των μεγάλων της ζωής μου λαθών. Δεν το ήξερα ότι και τότε έτσι ήμουν, παράξενος και αυτοκαταστροφικός.
Τη λάτρευα αυτή τη δουλειά. Ερασιτεχνικά βέβαια την εξάσκησα αρκετά. Μα δεν τη χόρτασα. Δεν πρόλαβα να τη βαρεθώ. Ο κοινωνικός της χαρακτήρας με διασκέδαζε. Με γοήτευε η σχέση εξάρτησης με τους πελάτες. Έβρισκα στην εξουσία της λάθος επιλογής, που γεννά ο πειρασμός της καθημερινότητας, πεδίο δόξης λαμπρό για τα εγκληματικά μου ένστικτα.
Μεγαλώνοντας μες στο φαρμακείο συνήθισα τη χαρακτηριστική του οσμή. Όλα τα φαρμακεία του κόσμου κάπως έτσι μυρίζουν. Η επιστήμη προχωρά ολοένα και η ανθρωπότητα υποχωρεί, αλλά οι θεμελιώδεις οσμές του κόσμου παραμένουν αναλλοίωτες.
Όταν ήμουν παιδάκι και η εγκληματική μου περιέργεια ακόμα δικαιολογούνταν, επιχείρησα να καταπιώ ένα ολόκληρο κουτί με υπνωτικά χαπάκια. Απέτυχα παταγωδώς. Ήμουν μικρός ακόμα και δεν ήξερα. Έπρεπε τα χάπια τα ίδια να καταπιώ. Όχι το κουτί τους! Έτσι συνέχισα να επιβαρύνω το περιβάλλον με τη ρυπογόνο ύπαρξή μου, αλλά το πρώτο μου μάθημα το είχα ήδη πάρει. Στα τέσσερά μου κατάλαβα πολύ καλά ποια η διαφορά μεταξύ ουσίας και περιτυλίγματος.

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

το πνεύμα των νόμων μου

το πνεύμα των νόμων μου
Όταν βγήκε ο διευθυντής από το κελί και έμεινα ξανά εκεί μέσα μόνος, ξάπλωσα μπρούμυτα πάνω στις άγραφες σημειώσεις μου και άρχισα αμέσως να μεταφέρω στο χαρτί όλα εκείνα τα λόγια που μου είχαν μόλις φουσκώσει το κεφάλι. Έγραφα βιαστικά πολύ και σίγουρα απρόσεχτα, σαν να φοβόμουν μήπως προλάβουν οι λέξεις και σκαρφαλώσουν στο ψηλό παράθυρο ή δραπετεύσουν μέσα από τα αυτιά και τα ρουθούνια μου.
Όταν, αργότερα θα ξεσπούσε η ανταρσία των δεσμοφυλάκων, θα έπεφταν τα μακρά τείχη και οι ξεβράκωτοι θα πυρπολούσαν τις πτέρυγες του αχειροποίητου συστήματος, το απόσπασμα αυτό θα ήταν και το μοναδικό που θα επιζούσε από το σύνολο των χειρογράφων μου της φυλακής.
Και ενώ όλα τα υπόλοιπα είμαι τώρα αναγκασμένος να τα ανακαλώ από μνήμης, προς όφελος της ποίησης και εις βάρος της αλήθειας, ας μου επιτραπεί –άραγε από ποιον;- στο επεισόδιο αυτό να τεμπελιάσω λίγο, επισυνάπτοντας ολόκληρο το διάλογό μου με τον διευθυντή της φυλακής έτσι, ενεστώτα και αυτούσιο, δηλαδή όπως ακριβώς τον ξέρασα πάνω στο χαρτί, μόλις βγήκε αυτός από το κελί και εγώ έμεινα ξανά μόνος μου εκεί μέσα.
Λοιπόν…

- Ποιος είναι;
- Ανοίξτε μου, σας παρακαλώ! Είμαι ο διευθυντής της φυλακής.
- Τι εννοείτε, να σας ανοίξω; Ξέρετε, είμαι φυλακισμένος.
- Βλέπετε στα αριστερά της πόρτας σας έναν σύρτη;
- Ναι, και;
- Γυρίστε τον, σας παρακαλώ, προς τα μέσα και ύστερα τραβήξτε τον. Είναι πολύ εύκολο, θα δείτε.

Κάνω ότι ακριβώς μου λέει η ευγενική φωνή πίσω από τη πόρτα, ενώ παλεύω να καταπνίξω μέσα μου το ακατανίκητο αίσθημα του γελοίου. Πρέπει να είμαι ο πιο ηλίθιος κρατούμενος στην παγκόσμια σωφρονιστική ιστορία. Πως δε το είχα σκεφτεί νωρίτερα; Να θυμηθώ να γράψω μια μέρα την εποποιία της ανοησίας μου - εγώ, ο βλάκας! Ακολουθώ τις οδηγίες του και ανοίγω την πόρτα. Στη συνέχεια η όραση μου παλεύει να αποκωδικοποιήσει την εικόνα των τριών χαμογελαστών προσώπων που εμφανίζονται μπροστά μου. Τόσες μέρες –μήνες μήπως;- μέσα στην απομόνωση και έχω πια ξεχάσει την όψη ακόμα και των πιο οικείων μου προσώπων. Και τώρα, αυτοί εδώ οι τρεις, μου μοιάζουν με αφύσικες και απόκοσμες υπάρξεις.
Τρομάζω, αλλά προσπαθώ να μη το δείξω.

- Μα, αν η πόρτα ανοίγει από μέσα, δε φοβάστε μη δραπετεύσουν οι κρατούμενοι;
- Δεν είναι όλες οι πόρτες ίδιες, ούτε και όλα τα κελία ασφαλώς. Και έπειτα, σε εσάς έχουμε εμπιστοσύνη.

Ο διευθυντής μου θυμίζει κάποιο θείο μου, που δούλευε κάποτε σε ένα ξενοδοχείο και που όταν ήμουν πολύ μικρός, οι γονείς μου με άφηναν σε αυτόν να με προσέχει.
Η ξανθιά δίπλα του μοιάζει με γραμματέας του και μάλλον είναι.
Ο τύπος από πίσω με την κίτρινη στολή ίσως να είναι ο δεσμοφύλακας που με χτύπησε –με τι;- το μεσημέρι, όταν τόλμησα να τον πιάσω από το μανίκι. Αυτός διαβάζει τη σκέψη μου και κλείνοντάς μου το μάτι πονηρά την επιβεβαιώνει. Πόσο θα ήθελα να το κλείσω για πάντα αυτό το μάτι!
Θυμώνω, αλλά προσπαθώ να μη το δείξω.

- Θα μπορούσαμε να περάσουμε μέσα, παρακαλώ; Αν δε σας ενοχλούμε;
- Ε, δεν το ήξερα πως θα έχω επισκέψεις και δε πρόλαβα να συμμαζέψω, αλλά…
- Βλέπω πως έχετε διατηρήσει το χιούμορ σας, κύριε…
- Αντάμης.

Η ξανθιά πετάγεται και συμπληρώνει το όνομά μου, ενώ κοιτάζει το μπλοκάκι της. Έχει τα μαλλιά της μαζεμένα ψηλά και εγώ δυσκολεύομαι να αποφύγω μια βρώμικη φευγαλέα σκέψη.
Ίσως, αν δεν ήμουνα στη φυλακή, να μην την είχα κάνει. Ίσως, αν ήμουν ελεύθερος, η σκέψη αυτή να μην ήταν και τόσο φευγαλέα.

- Λοιπόν κύριε Αντάμης, θα μας αφήσετε να περάσουμε;
- Ναι, αλλά μόνο τους δυο σας. Αυτός θα περιμένει έξω.

Ο φύλακας γελάει, ενώ από το βάθος του διαδρόμου ακούγονται και άλλα πνιχτά γελάκια. Κάνω να κοιτάξω προς την κατεύθυνση τους, αλλά ο θείος μου, ο διευθυντής της φυλακής, με εμποδίζει ακουμπώντας την παλάμη του στο στήθος μου. Κάνω πίσω και τους αφήνω να μπούνε στο κελί μου. Ο φύλακας παραμένει στη θέση του και εγώ κλείνω ξανά στα μούτρα του την πόρτα με δύναμη και κακία.
Μια μικρή νίκη, σκέφτομαι, αλλά κοροϊδεύω μάλλον τον εαυτό μου.

- Ο δεσμοφύλακας υπηρεσίας με ενημέρωσε ότι εμφανίσατε σήμερα το μεσημέρι ίχνη αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Επίσης πληροφορήθηκα ότι επιθυμήσατε να μιλήσετε μαζί μου. Καταρχάς, θα ήθελα να σας ζητήσω συγνώμη που δεν κατάφερα μέχρι σήμερα να σας επισκεφτώ. Είναι καιρός τώρα που το έχω κατά νου, αλλά, ξέρετε, όλο κάτι συνέβαινε και αναγκαζόμουν διαρκώς να το αναβάλλω. Αφού σας προειδοποιήσω ότι, εάν επαναληφθεί το σημερινό ατυχές περιστατικό, θα είμαι υποχρεωμένος να διατάξω τη λήψη αυστηρότερων μέτρων σε σχέση με την κράτησή σας, είμαι έτοιμος να ακούσω τα αιτήματά σας. Να σας ενημερώσω μόνο ότι ολόκληρη η συνομιλία μας καταγράφεται από τη δεσποινίδα Λάμδα, όποτε και σας συνιστώ να αποφύγετε λέξεις ή χειρονομίες που ενδεχομένως να επιβαρύνουν την ήδη δυσάρεστη θέση στην οποία βρίσκεστε. Λοιπόν, κύριε Αντάμης, σας ακούω.

Ο τρόπος που προφέρει το όνομά μου είναι λίγο εκνευριστικός, αλλά η φωνή του είναι τόσο ηρεμιστική, που όχι μόνο καταφέρνει να με κάνει να μη προσέχω τα όσα λέει, αλλά και να ξεχάσω όσα εγώ θα ήθελα να του πω.
Νυστάζω, αλλά προσπαθώ να μη το δείξω.

- Κύριε διευθυντά, θέλω να φύγω.
- Σας καταλαβαίνω. Και εγώ το ίδιο θα επιθυμούσα, αν ήμουν στη θέση σας, αλλά εσείς, ξέρετε, είστε φυλακισμένος.
- Είμαι φιλοξενούμενός σας.
- Χαίρομαι που το βλέπετε έτσι. Φαντάζομαι ότι αυτό σας βοηθάει.
- Βρίσκομαι εδώ με τη θέλησή μου και έχω το δικαίωμα να φύγω, όποτε το θελήσω. Και θέλω να φύγω τώρα.
- Μάλιστα. Και που θα θέλατε να πάτε;

Από έναν κύκλο πιθανών απαντήσεων που θα πίστευα πως είχα έτοιμες για το ενδεχόμενο μιας τέτοιας αιφνίδιας ερώτησης, δεν κατορθώνω να βρω καμία απολύτως και η αμήχανη σιωπή μου τραβάει το χαμόγελο του διευθυντή από τις άκριες, ώσπου το ξεχειλώνει.

- Είναι απολύτως λογικό να αρνείστε να συμβιβαστείτε με την ιδέα ενός μακρόχρονου εγκλεισμού, αλλά δυστυχώς πρέπει να δεχτείτε πως αυτό αποτελεί βασικό συστατικό της επιβληθείσας ποινής. Μπορώ να σας υποσχεθώ πως από την πλευρά μου θα κάνω ό,τι είναι δυνατό προκειμένου η παραμονή σας στο κατάστημά μας να είναι για εσάς όσο το δυνατό λιγότερο ανυπόφορη. Θα πρέπει, όμως, και εσείς να φανείτε περισσότερο συνεργάσιμος, να υπακούετε στους κανόνες της φυλακής και να σέβεστε τους υπαλλήλους της, οι οποίοι, πιστέψτε με, κάνουν μια δουλεία καθόλου ευχάριστη.
- Ναι, τους λυπάμαι τους καημένους τους υπαλλήλους σας, ειδικά εκείνη τη σκατόφατσα, που στέκεται τώρα πίσω από αυτή την πόρτα και γελάει.
- Σας υπενθυμίζω πως η συνομιλία μας καταγράφεται και σας συνιστώ να αποφεύγετε τέτοιου είδους εκφράσεις, που, άλλωστε, δεν ταιριάζουν σε έναν άνθρωπο του νόμου και του πνεύματος, όπως εσείς.

Η δεσποινίς Λάμδα που υποτίθεται πως καταγράφει όλα όσα λέω, μέχρι στιγμής δεν έχει γράψει ούτε μια λέξη στο μπλοκάκι της και το μόνο που κάνει είναι να με κοιτάει με ένα άδειο βλέμμα, το οποίο πολύ θα λαχταρούσα να γεμίσω.
Σκέφτομαι ότι και εγώ πολλές φορές, που λέω πως θα κάτσω για να γράψω κάτι, περνάω στην αρχή ώρες ατέλειωτες κοιτάζοντας στα μάτια το κενό να στάζει από την οθόνη μου. Μέχρι που κάποτε στερεύει τελείως το κενό και ύστερα δεν έχω ούτε καν αυτό απέναντί μου - και τότε γράφω.
Τώρα μάλλον το κενό είμαι εγώ. Και μάλλον τώρα στάζω.

- Κύριε διευθυντά -με τα λίγα νομικά που ξέρω- δε μπορεί να υπάρξει ποινή χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη και μπορεί πολύ συχνά να ξεχνάω τι έφαγα το μεσημέρι, αλλά να είστε σίγουρος πως αν είχα δικαστεί και καταδικαστεί, σίγουρα αυτό θα το θυμόμουν. Επίσης, αν δεν κάνω λάθος, για να υπάρξει καταδίκη, θα πρέπει να έχει προηγηθεί κάποια εγκληματική πράξη και κάποιος γαμημένος –παρακαλώ, γράψτε το αυτό με μεγάλα γράμματα στα πρακτικά σας!- νόμος που να την απαγορεύει και να προβλέπει τις συνέπειες. Μπορεί το βιογραφικό μου να είναι στ’ αλήθεια γεμάτο από εγκλήματα, αλλά -χωρίς να θέλω να σας απογοητεύσω- κανένα από αυτά δεν συμπεριλαμβάνεται στους ποινικούς σας κώδικες. Και για να μη σας κουράζω άλλο, σας παρακαλώ, φωνάξτε αμέσως τον κύριο Κάπα για να σας εξηγήσει καλύτερα αυτός για ποιο λόγο ακριβώς βρίσκομαι εδώ πέρα.
- Ποιος είναι ο κύριος Κάπα;
- Ένας από τους υπαλλήλους σας και συμπτωματικά πελάτης μου, ο οποίος μου πρότεινε να δοκιμάσω μια περίοδο εθελοντικής κράτησης, προκειμένου να αντλήσω ιδέες και έμπνευση για τα γραψίματά μου. Δυστυχώς, όμως, το κόλπο του δεν έπιασε. Δεν έχω καταφέρει να γράψω σχεδόν τίποτα καλό από τη μέρα που μπήκα εδώ μέσα, δεν περνάω καλά, βαρέθηκα και θέλω να γυρίσω πίσω.
- Υπάρχει δεσμοφύλακας με αυτό το όνομα στο κατάστημά μας;

Η ξανθιά ξυπνάει και αρχίζει να ξεφυλλίζει το μπλοκάκι της, το οποίο, δε ξέρω γιατί, αλλά έχω εντύπωση πως δε γράφει τίποτα απολύτως.
Κάποτε είχα παραδώσει ένα αχειρόγραφο εκατόν έντεκα κενών σελίδων στον εκδότη μου, μόνο και μόνο για να χαζέψω με την αντίδρασή του. Αυτός, αφού μου έκανε κάποιες παρατηρήσεις, που έκανα πως τις άκουσα και αφού μου συνέστησε λίγες αλλαγές, που ασφαλώς τις έκανα, μα πάντα εκτός κειμένου, στο τέλος το εξέδωσε. Το βιβλίο γνώρισε κάποια σχετική –καλύτερη σίγουρα από τα προηγούμενα- επιτυχία και νομίζω ότι μεταφράστηκε κιόλας στα Γκουαρανί και στα Ακκαδικά.

- Όχι, κύριε διευθυντά, ούτε υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ κύριος Κάπα στη φυλακή μας αλλά και σε ολόκληρο το σωφρονιστικό μας σύστημα. Αν μου επιτρέπετε, το όνομα αυτό μοιάζει περισσότερο με όνομα κρατουμένου.
- Τι ανοησίες είναι όλα αυτά; Αν δε γνωρίζετε εσείς τους υπαλλήλους σας, δε σας φταίω εγώ. Αφήστε με να φύγω τώρα αμέσως!
- Ηρεμήστε, κύριε Αντάμης!
- Και σταματήστε αυτό το ηλίθιο κύριε Αντάμης! Από όσο θυμάμαι, μέχρι τη μέρα τουλάχιστον που έφτασα εδώ, τα κύρια ονόματα ακόμα κλίνονταν στη γλώσσα μου.

Έχω σχεδόν χάσει την ψυχραιμία μου. Όχι ότι είμαι και ο πιο αυτοκυριαρχούμενος άνθρωπος στον κόσμο, αλλά μια τέτοιου είδους εξωφρενικά παράλογη κατάσταση φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και έναν άγγελο στην αυτανάφλεξη σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια.
Αν δεν το έχει κάνει ήδη, αφού μια μυρωδιά φτερών τσουρουφλισμένων ήδη φαινόταν να πλανιέται από ώρα στην ατμόσφαιρα.
Έχω πολλές φορές στο παρελθόν σκεφτεί πως, αν συναντούσα ποτέ σοβαρά προβλήματα με το νόμο και τα όργανά του, θα απευθυνόμουν σίγουρα σε έναν συνάδελφο σαφώς δικηγορότερο από εμένα. Σε κάποιον από αυτούς που αποφεύγω επιδεικτικά να τους μιλώ, όταν τους συναντώ στο δρόμο. Σε έναν από εκείνους οπωσδήποτε που, δίπλα μου όταν κάθονται στα μπαρ, αρνούνται πεισματικά ακόμα και να με κοιτάξουν.

- Στη γλώσσα σας, ε; Επιτρέψτε μου, αν και δεν είναι καθόλου δική μου δουλειά να σας κρίνω, να σας πω ότι ακούγεται μάλλον κωμικό κάποιος σαν και εσάς να υπερασπίζεται τη γλώσσα του με τόση στ’ αλήθεια θέρμη;
- Μπα, και γιατί, παρακαλώ;
- Διότι ο τρόπος με τον οποίο εσείς γράφετε, όχι απλά δεν υπακούει στις θεμελιώδεις και ιερές αρχές της μητρικής σας γλώσσας, αλλά αντιθέτως μαρτυρά πως δεν έχετε καν την παραμικρή διάθεση να συμμορφωθείτε στις σύγχρονες εξελίξεις της κοινής τετραρχικής πανδιαλέκτου.
- Με τιμάτε, κύριε διευθυντά! Έχετε διαβάσει τα βιβλία μου;
- Δυστυχώς όχι! Βλέπετε, σπάνια φτάνουν ως τα μέρη μας μη εγκεκριμένες και ανεξάρτητες εκδόσεις. Η άποψη μου βασίζεται αποκλειστικά στα όσα έχετε γράψει κατά την παραμονή σας στο κατάστημά μας.
-Τι;
- Με συγχωρείτε, αλλά δε μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό και να σας πω την αλήθεια ένας λόγος που με εμπόδιζε μέχρι σήμερα να σας επισκεφτώ είναι που κατά βάθος έτρεμα μήπως θελήσετε να συμπεριλάβετε και εμένα στο επικείμενο σας μυθιστόρημα.
- Πως γίνεται να διαβάσατε τις σημειώσεις μου; Τόσες μέρες δεν έχει μπει μες στο κελί μου άλλος άνθρωπος. Και έπειτα, με ποιο δικαίωμα; Και ποιος σας είπε, κύριε, πως γράφω μυθιστόρημα;
- Μα, ο δικηγόρος σας.
- Ποιος δικηγόρος μου;
- Ο κύριος…
- Ο κύριος Ζήτα.
- Σας ευχαριστώ δεσποινίς Λάμδα! Χωρίς εσάς, στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι θα έκανα. Βλέπετε, κύριε Αντάμης, η μνήμη μου όσο πάει και εξασθενεί. Αλλά και η δική σας, από ότι φαίνεται, δεν είναι και σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Έχετε, άραγε, σκεφτεί να προσλάβετε και εσείς μία γραμματέα;

Νιώθω πως είμαι έτοιμος πια να εκραγώ. Μετά από το τέλος του πολέμου πέρασα από όλα τα σχετικά τεστ για να διαπιστωθεί αν πράγματι είμαι ακόμα ζωντανός και αν η πολυετής μου έκθεση στα διάφορα νεοοπλικά κοκτέιλ δεν μου είχε δημιουργήσει κάποιο είδος αναπηρίας στο πνεύμα ή στην ψυχή μου.
Θυμάμαι πως στις ασκήσεις μνήμης εξέπληξα όλους τους ιατρονόμους μου, αφού είχα κατορθώσει να ανακαλέσω την παλαιότερη –στο σύνολο των επιζώντων των Εσωτερικών Ινδιών- προσωπική ανάμνηση μέσα από το σκοτεινό βυθό του τρίτου μόλις μήνα της ζωής μου - ο άνεμος στις Σποράδες, το γυάλινο τραπέζι, ο πατέρας μου και το αίμα πάνω στο λευκό πουκάμισό του.
Τα χαμόγελα των δύο επισκεπτών μου αναδύουν τώρα ένα αίσθημα συμπόνιας και κατανόησης. Νομίζω ότι προλαβαίνω να τους σπάσω και των δυο τα μούτρα, μέχρι να πλακώσουνε οι κίτρινες στολές μες στο κελί και να με κάνουν κομματάκια. Προτιμώ να δοκιμάσω έναν ελιγμό και παίζω για λίγο το παιχνίδι τους.

- Θα ήθελα τότε να μιλήσω με τον δικηγόρο μου, παρακαλώ! Και μάλιστα το συντομότερο!
- Πολύ ευχαρίστως! Αυτό, άλλωστε, είναι δικαίωμά σας. Θα τον ειδοποιήσω απόψε κιόλας, αλλά, όπως πολύ καλύτερα γνωρίζετε, τα δρομολόγια προς στο νησί μας αυτήν την εποχή δεν είναι και τόσο τακτικά, όποτε ενδέχεται η επίσκεψή του για λίγες μέρες να καθυστερήσει. Στο μεταξύ, θα σας συνιστούσα ειλικρινά να περνάτε κάποιες από τις ώρες της ημέρας σας στην αυλή της φυλακής. Ενδεχομένως μάλιστα να δοκιμάζατε και κάποιο είδος σωματικής άσκησης. Η συνεχής και αδιάλειπτη παραμονή σας στα στενά όρια του κελιού είναι πολύ πιθανό να σας προκαλέσει συμπτώματα νευρικής διαταραχής και πνευματικής δυσκαμψίας. Αντιλαμβάνομαι πως έχετε ανάγκη από μόνωση, προκειμένου να επιδοθείτε στο γράψιμό σας, αλλά καλό θα ήτανε να μην το παρακάνετε.

Και κάπως έτσι η συζήτησή μας πράγματι καταγράφτηκε.