Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

κατι στη δικια μου γλωσσα

πηγαινω καπου με το αυτοκινητο κ εχω μπλεξει στην κινηση. επειδη δεν βιαζομαι ιδιαιτερα, δεν με ενοχλει κ τοσο. ακουω μια σατιρικη εκπομπη στο ραδιοφωνο, χωρις να ξερω ομως πως ειναι σατιρικη, οποτε αντι να γελαω, ανησυχω με ολα αυτα που συμβαινουνε στον κοσμο κ προβληματιζομαι.
λιγο μετα βρισκομαι αμετακινητος μπροστα σε ενα κοκκινο φαναρι. διπλα στο φαναρι ενας τυπος με μια βουρτσα κ εναν κουβα στα χερια πλησιαζει τα αυτοκινητα σαν να ζηταει κατι. οι οδηγοι των αυτοκινητων, μολις τον βλεπουν, ανοιγουν τους υαλοκαθαριστηρες τους. τι φαση, σκεφτομαι. κοιταζω τον ουρανο. ουτε υπονοια βροχης. ουτε ενα συννεφακι. ο τυπος φτανει κ στο δικο μου αμαξι κ αρχιζει να μου καθαριζει το παρμπριζ. ετσι, χωρις να του το ζητησω. στο μεταξυ εχω να πλυνω το ανταμομπιλ απο το καλοκαιρι. ακομα υπαρχει αμμος κατω απο τα καθισματα και ειμαι σιγουρος πως αν ψαξω καλα μπορει να βρω φυκια, καβουρια κ αστεριες. καλη φαση, ξανασκεφτομαι κ βγαινω απο τα αμαξι προσεκτικα, μην πατησω κανεναν αχινο κ εχουμε κ αλλα. "φιλε", του λεω, "αμα τελειωσεις απεξω να το περασεις κ απο μεσα ενα χερακι, ναι;" ο τυπος μου απαντα κατι στην γλωσσα του κ ριχνεται αμεσως στη δουλεια περιπου ενθουσιασμενος. αναβω τσιγαρο κ αραζω εκει στο πεζοδρομιο.
κ τοτε, ετσι απο το πουθενα, το φαναρι γινεται ξαφνικα πρασινο. τα αυτοκινητα μπροστα απο μενα αρχιζουν να κινουνται. οι οδηγοι πισω απο μενα αρχιζουν να μου κορναρουν κ να με βριζουνε. λες κ με ξερουν κ απο χθες. λες κ τους εχω κανει κατι πολυ κακο κ ασυγχωρητο. ο τυπος που εχει βγαλει εξω τα πατακια κ τα καθαριζει με ζηλο κ επιμελεια, χαμογελαει αμηχανα. του λεω κατι στη δικια μου γλωσσα κ τον καθησυχαζω. πανω στην ωρα, φτανει κ ενας αστυνομικος καβαλα στη μοτοσυκλετα του. ο τυπος, μολις τον βλεπει, παραταει βουρτσες κ κουβαδες κ το βαζει στα ποδια. το μονο που προλαβαινει να παρει μαζι του ειναι ενα βατραχοπεδιλο που βρηκε μες στο ντουλαπακι. ας ειναι. εχω, νομιζω, αλλο ενα καπου. χαλαλι του.
"τι γινεται εδω;" ρωταει το οργανο της ταξης. "τι να γινει, ρε οργανο της ταξης", του απαντω, "τον τρομαξες τον ανθρωπο κ αντε να τον βρω τωρα ξανα να τον πληρωσω". "γιατι παρακωλυετε την κυκλοφορια, κυριε;" ρωταει το οργανο ξανα, φερνοντας το χερι του στο οπλο του. μηχανικα, φερνω κ εγω το χερι μου στη μεση, ετοιμος να τραβηξω πρωτος. μετα θυμαμαι ομως οτι δεν παιζουμε σε γουεστερν αλλα σε φαρσοτραγωδια κ σκυβω να μαζεψω τα πατακια που ακομα δεν εχουνε στεγνωσει. οι κορνες των αλλων οδηγων, των παρακωλυομενων, εχουν συντονιστει κ παιζουν σε ρυθμους χριστουγεννιατικους. περιπου συγκινουμαι. "μετακινηστε, σας παρακαλω, το αυτοκινητο σας", μου λεει ο αστυνομικος με υφος που δεν σηκωνει αντιρρησεις. "γιατι αλλιως, τι;" τον ρωτω με γνησιο ενδιαφερον. μην παει ετσι τζαμπα το ολο επεισοδιο. να μαθουμε κ κατι. ο αστυνομικος βαζει τα κλαματα. οι αλλοι οδηγοι βγαινουν απο τα αμαξια τους κ σπευδουνε να τον παρηγορησουν.
εκμεταλλευομαι την ευκαιρια κ μπαινω στο αυτοκινητο. ανοιγω ξανα το ραδιοφωνο κ ακουω τον σατιρικο εκφωνητη να μου λεει πως θα επρεπε να ντρεπομαι. ντρεπομαι λιγο, οντως. βαζω μπρος κ απομακρυνομαι. δεν προλαβαινω να περασω το φαναρι κ πανω στο τζαμι μου σκαει μια χοντρη σταγονα. κοιταζω τον ουρανο ξανα. συννεφα κ μαυριλα. κλασικα. καθε φορα η ιδια ιστορια. κ στην ερημο, που λεει ο λογος, να εμενα, καθε φορα που θα το πηγαινα για πλυσιμο, αμεσως θα αρχιζε να βρεχει

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

ωραια πορτα

ειδα σημερα στη γειτονια εναν ανθρωπο να φωτογραφιζει μια πορτα. την ωρα εκεινη η πορτα ανοιξε κ βγηκε ενας αλλος ανθρωπος. ο δευτερος ανθρωπος, βλεποντας τον πρωτο να τον σημαδευει με το κινητο του, ρωτησε, με υφος καπως ζορικο: "συμβαινει τιποτα, φιλε;" "οχι, τιποτα... να.. την πορτα σας φωτογραφιζω", απολογηθηκε ο πρωτος. "γιατι;" επεμεινε ο δευτερος - σχεδον εριστικα, θα ελεγα. "εμ.. γιατι.. ειναι ωραια... μου αρεσει..", ψελλισε ο περαστικος. ο ιδιοκτητης της πορτας γυρισε τοτε κ την κοιταξε. την κοιταξε καλα. κ μετα εκανε κ ενα βημα πισω κ την κοιταξε ακομα καλυτερα, οπως κοιταν οι πιο ψαγμενοι ή οι πρεσβυωπες τα αριστουργηματα της τεχνης στα μουσεια. "κοιτα να δεις", σκεφτηκε, "εχω τετοια ωραια πορτα κ τοσον καιρο δεν το ειχα καν προσεξει". κ αφου τη θαυμασε καλα-καλα, γυρισε να ζητησει συγγνωμη απο τον αλλον για τον αποτομο του τροπο. στο μεταξυ, ομως, ο αλλος το ειχε βαλει στα ποδια, ανακουφισμενος που την ειχε τοσο φτηνα γλιτωσει, χωρις να καταλαβει κανεις τα σκοτεινα πραγματικα του κινητρα που τον ειχαν οδηγησει σημερα μεχρι τη γειτονια μας. ο ανθρωπος ανασηκωσε τους ωμους του κ υστερα εβγαλε απο την τσεπη το δικο του κινητο κ πηρε ποζα για να αυτοφωτογραφηθει παρεα με την πιο ωραια πορτα στο βορειο ημισφαιριο. "φιλε, συμβαινει τιποτα;" ρωτησε τοτε η πορτα

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

λεω εναν αριθμο στην τυχη

ενα αμαξι περναει κατω απο το παραθυρο μου. απο τα ηχεια του ακουγεται στα τερματα κατι που υποτιθεται πως ειναι μουσικη. για καποιο λογο κανω εικονα ενα συγκεκριμενο μοντελο αυτοκινητου, παω στο παραθυρο κ κοιταω κατω για να το επιβεβαιωσω. στο μεταξυ, τοσο το αμαξι οσο κ το κατι σαν μουσικη εχουν απομακρυνθει. τωρα κατω απο το παραθυρο μου ειναι ενα μηχανακι. πανω του καποιος το οδηγει μιλωντας στο τηλεφωνο κ λεει: "τωρα, ερχομαι, στον δρομο ειμαι σου λεω". για καποιον λογο κανω εικονα το προσωπο στο οποιο μιλαει, αλλα επειδη αυτη τη φορα δεν μπορω με κανεναν τροπο να το επιβεβαιωσω, αφηνω το παραθυρο, γυριζω πισω στη θεση μου κ συνεχιζω αυτο που εκανα.

λιγο μετα, χτυπαει το θυροτηλεφωνο. δεν περιμενω κανεναν. σηκωνομαι, παω κ απανταω. "μου ανοιγετε;" ακουω μια φωνη. "συγγνωμη, εχω ξεχασει τα κλειδια μου". για καποιον λογο ειμαι σιγουρος σχεδον οτι μου λεει ψεματα, οτι δεν μενει καν στην πολυκατοικια κ οτι αν χτυπουσε το κουδουνι του διαμερισματος που τον ενδιαφερει, ο ενοικος του οχι μονο δεν θα του ανοιγε, αλλα θα καλουσε κ την αστυνομια. επειδη, ωστοσο, ουτε να το επιβεβαιωσω αυτο μπορω αλλα ουτε κ να γινω συνεργος στο εγκλημα, του ανοιγω κ αμεσως παω κ καλω εγω ο ιδιος την αστυνομια. παιρνω, με βαζουν στην αναμονη. μεχρι να μου απαντησουν, εχω ξεχασει τον λογο για τον οποιο τους καλεσα, οποτε περιοριζομαι στο να καταγγειλω τον τυπο που ειδα πριν να οδηγαει το μηχανακι μιλωντας στο τηλεφωνο κ τις συγχρονες τασεις στον χωρο της μουσικης που δεν συνιστουν ακριβως μουσικη, αλλα καπως πρεπει να τις λεμε για να συνεννοουμαστε. ο δαιμονιος αστυνομικος στο τηλεφωνο με ευχαριστει, με επαινει για το αισθημα δικαιου που με διακρινει κ με ρωταει αν εκτος απο το μοντελο του αυτοκινητου μπορω να κανω εικονα κ τον αριθμο της πινακιδας του. του λεω εναν αριθμο στην τυχη κ του το κλεινω καταμουτρα.

ησυχος πια με τη συνειδηση μου, επιστρεφω εκ νεου σε αυτο που εκανα. ναι, θα ειναι δυσκολος αυτος ο χειμωνας, αλλα ο,τι κ να γινει -ο κοσμος να χαλασει, που λεει ο λογος ή κ οχι- οσοι επιβιωσουμε ολο κ καπου θα βρουμε μετα να επιστρεψουμε 

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

εγω ειμαι

παω σε ενα χαρτοπωλειο να παρω εναν φακελο. μπαινω, δεν βλεπω κανεναν μεσα, αλλα επειδη ξερω πού ειναι αυτο που θελω, παω να το παρω μονος μου. την ωρα που σκυβω για να διαλεξω το ακριβες μεγεθος του φακελου που επιθυμω, ακουω μια φωνη να λεει: "τι ψαχνετε; θελετε βοηθεια;". γυριζω, δεν βλεπω κανεναν, αλλα για να μην φανω αγενης απανταω: "οχι, ευχαριστω. το βρηκα". παιρνω τον φακελο μου κ παω στο ταμειο να πληρωσω. ουτε εκει υπαρχει καποιος. βγαζω λεφτα κ περιμενω. "αυτο μονο; θελετε κατι αλλο;" με ξαναρωταει η φωνη. κοιταζω γυρω μου, παντου. κοιταζω πανω, κατω.. τιποτα. κανενας. ενταξει, σκεφτομαι, προφανως το μαγαζι εχει προσλαβει καποιον αορατο υπαλληλο. αβολο καπως, ενδεχομενως κ τρομακτικο, αλλα ισως να παιζει καποιο επιδοτουμενο προγραμμα απασχολησης για αορατους ανθρωπους. ναι, ενταξει. γιατι οχι; κοιταζω την τιμη πανω στον φακελο. ενενηντα λεπτα. τζαμπα πραμα. αφηνω ενα ευρω πανω στο ταμειο κ φευγω. "μια στιγμη, κυριε, τα ρεστα σας", με προλαβαινει η φωνη στην εξοδο. "κρατα τα", της απαντω, "να παρεις κατι ωραιο".

βγαινω στον δρομο κ κατευθυνομαι προς το ταχυδρομειο. καθως περπαταω, βγαζω απο την τσεπη ενα χαρτι, το ξεδιπλωνω, το τσεκαρω κ υστερα το ξαναδιπλωνω κ το βαζω μες στον φακελο. φτανω στο ταχυδρομειο. ενω περιμενω να ερθει η σειρα μου, γραφω πανω στον φακελο τη διευθυνση του παραληπτη. εκεινη τη στιγμη νιωθω καποιον να με σκουνταει. ο καποιος με ρωταει: "φιλε, μου δανειζεις λιγο το στυλο;" γυριζω κ βλεπω μια φατσα καπως γνωριμη. του δινω το στυλο, αλλα αυτος σκαλωνει. με κοιταει επισης σαν να προσπαθει να θυμηθει απο πού με ξερει. κατα πασα πιθανοτητα εχουμε συμμετασχει στην ιδια διαστημικη αποστολη, αλλα ετσι οπως ημασταν ολην την ωρα με τις στολες κ με τα σκαφανδρα.. αντε να βγαλεις ακρη. αυτος αποφασιζει να δοκιμασει πρωτος: "κατσε, εσυ δεν εσαι ο..." "εγω ειμαι", του απανταω χωρις να τον αφησω να ολοκληρωσει την ερωτηση. οχι δεν βρισκω τιποτα το ρομαντικο στην παραδοσιακη γραπτη αλληλογραφια. αλλα οταν δουλευεις απο το σπιτι, πρεπει παντα να ψαχνεις για αφορμες για να επιβεβαιωνεις διαρκως οτι οντως υπαρχεις κ τρισδιαστατος

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

πλους πολυκατοικίας

Αυτήν τη στιγμή φυσάει τόσο πολύ που φοβάμαι πως έτσι κι ανέβει κανείς να απλώσει ρούχα στην ταράτσα, θα αρχίσει η πολυκατοικία μας σιγά σιγά να ταξιδεύει.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

το τηλεοπτικό μου βιογραφικό

Όταν ήμουν μικρός έβλεπα τηλεόραση φανατικά. Μου άρεσε ένα τηλεπαιχνίδι που λεγόταν Κόκκινοι Γίγαντες και Άσπροι Νάνοι, η Οδύσσεια του Διαστήματος (το κινούμενο σχέδιο), η Φρουτοπία και το υπεργαμάτο Μυστήριο του Χρυσού Πιθήκου.
Στην εφηβεία με πέτυχε ο ερχομός της δορυφορικής στη χώρα μας. Όσοι θυμούνται τις νυχτερινές εκπομπές του αρ-τι-ελ, καταλαβαίνουν τι εννοώ.
Όταν ήμουν φοιτητής δεν είχα –από άποψη και καλά– τηλεόραση, αλλά κάθε τριτοτέταρτο πήγαινα σε έναν φίλο και βλέπαμε τσάμπιονς λιγκ τρώγοντας κάτι πίτσες που ακόμα δεν έχω καταφέρει να χωνέψω.
Όταν ήμουν φοιτητής, επίσης, μια φορά πήγα και έπαιξα σε ένα τηλεπαιχνίδι. Και κέρδισα.
Πριν από τις εκλογές του 2000 εμφανίστηκα για δεύτερη φορά σε τηλεοπτική εκπομπή, παριστάνοντας, μαζί με δύο φίλους μου, το αυθόρμητο κοινό και έκανα μια υπαγορευμένη από τη διεύθυνση της εκπομπής ερώτηση σε έναν πολιτικό, ο οποίος με εντυπωσίασε από τον τρόπο που υποτίθεται ότι αιφνιδιάστηκε – μεγάλο ταλέντο. Πληρωθήκαμε για αυτό, αλλά δεν θυμάμαι πόσα πήραμε.
Όταν, μετά τις σπουδές, γύρισα στον Βόλο, άρχισα να καίγομαι κυριολεκτικά στην τηλεθέαση, μέχρι που χάλασε, ευτυχώς, κάποια στιγμή η συσκευή και βαρέθηκα να την αντικαταστήσω. Στο μεταξύ όμως...
Μια-δυο φορές έφυγα από το σπίτι και αντί για το κινητό πήρα μαζί μου το τηλεκοντρόλ.
Μια άλλη φορά είδα σε πλάνα αρχείου τον εαυτό μου να περιφέρεται έξω από το φλεγόμενο Πολυτεχνείο και πίστεψα ότι είμαι δισυπόστατος.
Επίσης, για αρκετό καιρό δειπνούσα πάντα βλέποντας τα βραδινά δελτία των ειδήσεων. Τότε νομίζω ότι άρχισα να παίρνω και βάρος.
Αν θεωρείτε ελιτισμό το να δηλώνει κάποιος ότι δεν βλέπει ή ακόμα χειρότερα ότι δεν έχει στο σπίτι τηλεόραση, πώς σας φαίνεται αυτό: Τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια (εκτός από κάτι ποδόσφαιρα που πάω και τα βλέπω σε καφετέριες) έχω δει τηλεόραση όλες κι όλες τρεις φορές. Όσες ακριβώς, δηλαδή, έχω εμφανιστεί ο ίδιος σε εκπομπές σχετικές με βιβλία και τέτοια. Και δεν μου άρεσα.
Εντάξει, τηλεόραση τώρα πια δεν βλέπω, αλλά καμιά φορά, όταν βάζω πλυντήριο, τραβάω μια καρέκλα, κάθομαι απέναντι και παρακολουθώ μέσα από το φινιστρίνι τα ρούχα να σαπουνοδέρνονται.

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

ο υπόλοιπος

Περπατάω στην αγορά. Ένας τύπος περνάει από δίπλα μου τρέχοντας και φωνάζοντας «τα όνειρά μου, ρε, τα όνειρά μου...». Στην αρχή νομίζω ότι μιλάει στο τηλέφωνο, κι όπως το συνηθίζω, προσπαθώ να μαντέψω τον υπόλοιπο διάλογο. Λίγο μετά ο τύπος σταματάει να φωνάζει. Κοντοστέκεται και έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να τον φτάσω. Ενώ περνάω τώρα εγώ από δίπλα του, τον βλέπω να έχει στο χέρι ένα κομμάτι χαρτί και να το κοιτάζει σαστισμένος. Απέναντι, ένας έμπορος έχει βγει στο κατώφλι του καταστήματός του και χαμογελώντας χτυπάει με το δείκτη τον κρόταφό του, σαν να λέει «είναι τρελός ο άνθρωπος». Αν και το ξέρω πως υπάρχει κίνδυνος να μπλέξω, ρωτάω τον «άνθρωπο» μήπως χρειάζεται βοήθεια. Αυτός, μου δίνει το χαρτί, χωρίς να με κοιτάξει, και επαναλαμβάνει, διακριτικά και χαμηλόφωνα αυτή τη φορά «τα όνειρα, τα όνειρά μου...». Το χαρτί είναι γεμάτο αριθμούς, προσθέσεις κι αφαιρέσεις. Σκέφτομαι ότι έχω μπροστά μου ένα μυστήριο που πρέπει να λύσω επειγόντως, αλλά δεν έχω ιδέα από πού πρέπει να ξεκινήσω. Διστάζω και καθυστερώ. Αυτός αρπάζει ξανά το χαρτί από τα χέρια μου και συνεχίζει να τρέχει και να μιλάει μόνος του. Εγώ συνεχίζω να προσπαθώ να μαντέψω τον υπόλοιπο διάλογο που γίνεται εκεί μέσα στο κεφάλι του. Στο κατώφλι του καταστήματος απέναντι, η χαμογελαστή μορφή του εμπόρου σβήνει σιγά σιγά κι εξαφανίζεται. Στο τέλος, αντί για το χαμόγελό του, μένει μονάχα ένα δάχτυλο που συνεχίζει να χτυπάει περιπαικτικά πάνω σε κάποιο όνειρο, ρε, σε κάποιο όνειρο αόρατο.

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

άνω-κάτω πόλη

Είμαι στη Θεσσαλονίκη τον Δεκαπενταύγουστο και τριγυρνάω στην έρημη πόλη βγάζοντας φωτογραφίες. Όσοι από τους εναπομείναντες κατοίκους με προσέχουν, με κοιτάζουν με βλέμμα άλλοτε καχυποψίας και άλλοτε συμπόνιας.
Ανεβαίνω στην Άνω Πόλη. Βρίσκω κάπου ένα σύνθημα ερωτικού περιεχομένου. Μου αρέσει. Ενώ το τραβάω, ακούω μια φωνή: «Εγώ το έγραψα αυτό!». Γυρίζω και βλέπω έναν νεαρό φραπεδοφόρο να κάθεται στο μπαλκόνι του και να χαμογελάει περήφανος. «Καλό», του λέω και του ξαναγυρνάω την πλάτη. «Όλοι όσοι περνάνε από εδώ», συνεχίζει, «στέκονται και το προσέχουν. Όλοι εκτός από αυτήν για την οποία το έγραψα». Α, εδώ υπάρχει ιστορία, σκέφτομαι. «Μένει εδώ, στην γειτονιά, η αυτή;» ρωτάω. «Δεν έχω ιδέα. Αλλά δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα περάσει και από εδώ και θα το δει». «Και πώς θα καταλάβει, ρε φίλε, ότι το έγραψες για πάρτη της;». «Εντάξει, ας κάνει κάτι και αυτή. Ας το δουλέψει λίγο...» μου απαντάει, χωρίς χαμόγελο ετούτη τη φορά, και αμέσως επιστρέφουμε εκείνος στον καφέ κι εγώ στην κάμερά μου.
Το καλοκαίρι στις άδειες πόλεις μιλάει με παραβολές, συμπεραίνω, καθώς κατηφορίζω ξανά προς τη θάλασσα με τον ήλιο να βαράει κατακούτελα εμένα κι αυτήν την ιστορία.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2022

το πρότζεκτ

Πήγα, πριν λίγες μέρες, να παρακολουθήσω μια πολύ μοντέρνα παράσταση-περφόρμανς. Ωραία ήτανε, δεν λέω, αν και δεν κατάλαβα και πολλά. Δεν θέλω να κατηγορήσω τους καλλιτέχνες – ίσως και να έφταιγα εγώ που δεν ήμουν και πολύ συγκεντρωμένος. Είναι που η όλη φάση γινόταν σε υπαίθριο χώρο και μέχρι να το λήξουν με είχαν φάει τα κουνούπια. Κάποια στιγμή, μου φάνηκε ότι από όλο το κοινό μονάχα εγώ ήμουν αυτός που ξυνόμουν και αυτοχαστουκιζόμουν. Δεν είμαι σίγουρος, ωστόσο, αν τα κουνούπια τσιμπούσαν μόνο εμένα ή αν όλοι οι υπόλοιποι δεν διαμαρτύρονταν επειδή τα θεωρούσαν και αυτά μέρος του όλου πρότζεκτ.
Κάθε φορά, πάντως, που παρακολουθώ κάτι παρόμοιο, θυμάμαι που είχα επισκεφτεί, πριν πολλά χρόνια, ένα εκτροφείο στρουθοκαμήλων στην Ηλεία. Μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση η περίφραξη μες στην οποία ήταν μαντρωμένα τα εξωτικά πτηνά και η οποία δεν ήταν παρά ένα σύρμα δεμένο σε ύψος γύρω στο ενάμισι μέτρο. Οι στρουθοκάμηλοι το πλησίαζαν και μόλις έβρισκαν με το λαιμό τους πάνω του, έκαναν μεταβολή και γύριζαν πίσω. Όλοι γελούσαν με το θέαμα και έλεγαν, μα πόσο χαζά πουλιά είναι αυτά, που δεν μπορούν να καταλάβουν ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να σκύψουν λίγο για να αποφύγουν αυτό το ασήμαντο εμπόδιο που τους στερεί την ελευθερία τους. Στην πραγματικότητα όμως όλο αυτό δεν ήταν παρά μια επίσης παράσταση-περφόρμανς που είχε στήσει η φύση σε συνεργασία με τον δαιμόνιο πτηνοτρόφο ως σχόλιο για την ηττοπάθεια και την παραίτηση που γεννά το όλο πρότζεκτ της ψευδαίσθησης πως τα εκάστοτε δεσμά μας είναι πάντα τόσο σκληρά και ανυπέρβλητα.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

α, εδώ

Α, εδώ. Περπατάω. Τώρα περπατάω. Όχι αυτή τη στιγμή που γράφω –πράγμα που θα ήταν μάλλον πρακτικώς αδύνατο- ούτε οπωσδήποτε τώρα που με διαβάζετε – εντάξει, κάπως πιο εύκολο αυτό. Περπατάω τώρα, εδώ, μέσα στην ιστορία μου. Η ιστορία μου έχει ήδη συμβεί. Πολύ πριν κάτσω να τη γράψω. Τα γεγονότα που τη συνθέτουν ανήκουν όλα στο παρελθόν. Το ίδιο και τα συναισθήματα που αυτά προκάλεσαν στον ήρωα και αφηγητή τους. Ακόμα και οι φόβοι για αυτά που είναι να συμβούν. Ακόμα και οι ελπίδες για εκείνα που ποτέ δεν πρόκειται να έρθουν.

Κι όμως, εγώ είμαι εδώ κι ας μην μου φαίνεται. Είμαι εδώ και περπατάω ακόμα στο παρόν, στον ενεστώτα μου. Στο δίχως όρια τώρα της αφήγησής μου.

Και αν έχετε την εντύπωση πως αυτά μονάχα στη λογοτεχνία γίνονται, δεν έχετε παρά να καθίσετε και να διαβάσετε μέχρι τέλους αυτήν την ιστορία. Γιατί, ας μην κοροϊδευόμαστε, τίποτα σταλήθεια το λογοτεχνικό δεν υπάρχει περίπτωση να συναντήσετε εδώ. Πέρα από ένα-δυο παρεξηγημένα σχήματα λόγου, ίσως, τα οποία ωστόσο θα μπορούσε άνετα να τα χρησιμοποιήσει απροκάλυπτα κανείς και μες στον καθημερινό του λόγο. Άλλοτε υπό την επήρεια μιας άδοξης συγκίνησης και άλλοτε πάλι προς τιμήν των εκάστοτε ευήκοων ακροατών του.

Ναι, μια ιστορία καθημερινή είναι αυτή που μόλις τώρα ξεκινάτε να διαβάζετε. Μια από αυτές που θα μπορούσαν στον καθέναν να συμβούν και που εν προκειμένω αυτός ο καθένας τυχαίνει απλώς να είμαι εγώ ο ίδιος. Αυτός που τώρα σας μιλά. Αυτός που ξεκινά τώρα να σας αποκαλύπτει μιαν ιστορία από αυτές που συνηθίζουμε να λέμε πως δεν γίνονται.

Για αυτό, αφού ολοκληρώσετε την ανάγνωσή της, αν μπείτε μετά στον πειρασμό να τη διηγηθείτε, με τα δικά σας λόγια εννοείται, στους φίλους, στην παρέα σας, να είστε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσετε μια κάποια δυσπιστία. Και αν τύχει να σας ρωτήσουν, με ύφος που δεν επιτρέπει περιττές ευγένειες, πώς τα γνωρίζετε αλήθεια όλα αυτά, τότε ούτε στιγμή να μην διστάσετε. Να απαντήσετε πως όλα αυτά, κι άλλα πολλά που μέσα από τα δικά σας λόγια μοιραία θα έρθουν πλάι στα δικά μου ατάκτως για να συνταχθούν… όλα αυτά τα πράγματα σας τα είπε ο καθένας.    

Ως εκ τούτου, ούτε περπάτησα ούτε περπατούσα ούτε έχω ούτε είχα περπατήσει. Περπατάω. Τώρα περπατάω. Και όποτε και να τύχει να διαβάσετε αυτήν την ιστορία, πιστέψτε με, εγώ εδώ μέσα θα περπατάω ακόμα.

Θα περπατάω στην αρχή και ύστερα μην σας φανεί παράξενο εάν με δείτε να αρχίζω και να τρέχω.

Με λίγη τύχη, μάλιστα, κάποια στιγμή δεν αποκλείεται να φτάσω και κάπου επιτέλους. Κι ας μην ξεκίνησα να περπατώ προς κάποιο συγκεκριμένο κάπου.

Και μην βιαστείτε, σας παρακαλώ, να κρίνετε άδικα αυτό το «επιτέλους» που λίγο πριν διαβάσατε. Όχι, δεν βιάζομαι καθόλου. Ούτε έχω και κάτι καλύτερο απόψε για να κάνω. Ποτέ δεν είχα στην πραγματικότητα. Άλλωστε, ο καιρός είναι καλός. Η νύχτα υπέροχη – σας ενημερώνω, θα είναι νύχτα σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιπέτειας. Η εποχή ιδανική. Ό,τι πρέπει για περπάτημα. Ας περπατήσουμε μαζί, λοιπόν. Και βλέπουμε...

Περπατάω. Δηλαδή, έχω βγει για τη νυχτερινή μου βόλτα στο κέντρο της πόλης. Ως συνήθως, αφετηρία και τελικός προορισμός συμπίμπτουν παραδόξως στον τόπο που ορίζω εδώ και αρκετά χρόνια ως το σπίτι μου. Είναι αργά το βράδυ. Είναι Μάιος.

Το περπάτημά μου έχει χαρακτήρα άσκησης και ψυχαγωγίας ταυτόχρονα. Εν μέρει, θα έλεγα, και εξερεύνησης. Όχι πως ψάχνω για να βρω κάτι συγκεκριμένο. Δεν είμαι, δεν κατάφερα ποτέ να γίνω… τέτοιος άνθρωπος. Αλλά να, είναι που κάθε φορά που βγαίνω για περπάτημα έχω πάντα τον νου μου μήπως και ανακαλύψω τυχαία κάτι ξαφνικά στον δρόμο μου.

Αυτό το κάτι μπορεί να είναι κάποιος αναστεναγμός που θα ακουστεί από ένα ανοιχτό παράθυρο ή κάποια κουβέντα που θα πέσει πάνω μου από ένα κρεμαστό μπαλκόνι. Κάποιο βλέμμα, εξίσου άσκοπα περαστικό με το δικό μου, που συμπτωματικώς θα διακόψει την πορεία μου και ενδεχομένως θα την εκτροχιάσει. Κάποιο αδίστακτο γατί που θα σκαλίζει μία σακούλα σκουπιδιών προκειμένου να μου αποκαλύψει το περιεχόμενό της. Κάποιο σκυλί που θα γρυλίζει στο κενό, απέναντι σε μια αόρατη απειλή, για να με προστατέψει.

Και άλλα τέτοια ταπεινά. Και άλλα τέτοια πασιφανώς, για τον γενικό πληθυσμό που λένε, τελείως αδιάφορα, αλλά με κάποιον τρόπο ιδιαιτέρως ωφέλιμα για μένα. Μια φορά, μάλιστα, εκεί όπου περπατούσα, βρήκα πεσμένο κάπου ένα ολόκληρο εικοσάευρω – αν έτυχε να έχει πέσει από κάποιον από εσάς, να ξέρετε, ακόμα δεν το ξόδεψα, ακόμα το κουβαλάω μαζί μου.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, εκεί όπου περπατάω στο κέντρο της πόλης, νιώθω κάποιον να με πλησιάζει. Γυρίζω και βλέπω έναν άνθρωπο να τρέχει. Δεν μοιάζει με τύπο που αθλείται. Μα τότε, γιατί τρέχει; Αμέσως σκέφτομαι πως ίσως κάποιον κυνηγά ή κάποιος να τον κυνηγάει. Προσωπικά εγώ, μόνο για έναν από αυτούς τους δύο λόγους θα έτρεχα βραδυάτικα. Θέλω να πω, για ποιον λόγο να τρέχεις ενώ μπορείς απλώς να περπατάς; Ποιο είδος ανάγκης, άραγε, μπορεί να σε υποχρεώσει να κάνεις κάτι τέτοιο;

Δεν είναι πως καταδικάζω γενικά το τρέξιμο - άλλωστε, κάποιοι τρέχοντας βγάζουνε το ψωμί τους. Είναι που έχω συνηθίσει να βλέπω τελευταία το ίδιο το ρήμα τρέχω να συντάσσεται πλησίον άλλων ρημάτων πολύ πιο ενοχλητικών, καταπιεστικών, απαίσιων και μαζί να σχηματίζουν σιχαμερές εκφράσεις όπως: τρέχω για να προλάβω.    

Ο άνθρωπος τρέχει. Εγώ περπατάω. Μοιραία η απόσταση μεταξύ μας διαρκώς μειώνεται… ώσπου εκμηδενίζεται. Ο άνθρωπος με προσπερνά, οπότε και εγώ κοιτάω ξανά μπροστά μου. Η απόσταση που μας χωρίζει τώρα ολοένα και αυξάνεται. Είναι που εγώ εξακολουθώ να περπατώ, ενώ εκείνος τρέχει. Μα γιατί τρέχει, επιτέλους; Θέλω να τον ακολουθήσω. Θέλω να τον ρωτήσω. Θέλω να μάθω, κι ας μην είναι κάτι που με αφορά. Όχι, αλήθεια, δεν με αφορά, αλλά με ενδιαφέρει - μια και λέγαμε για ρήματα νωρίτερα, ορίστε δύο από αυτά που δυστυχώς σπάνια καταφέρνω να ταιριάξω. Μα αν θέλω να μάθω, τότε θα πρέπει να τρέξω και εγώ. Ναι, θα μπορούσα. Το έχω. Αλλά μήπως καλύτερα να τα αφήσω όλα αυτά και να κοιτάξω τη δουλειά μου;

Όχι πως κάνω κάτι συγκεκριμένο, δηλαδή. Είπαμε, για περπάτημα έχω βγει, και σε αυτόν τον τομέα, όσο και αν το επιδιώκω χρόνια τώρα πεισματικά και επίμονα, όσο κι αν έχω εξαντλήσει κάθε μέσο θεμιτό, δεν έχω καταφέρει να κατοχυρώσω κάποιου είδους επαγγελματικό δικαίωμα.

Στο μεταξύ, ο άνθρωπος έχει τόσο πολύ απομακρυνθεί που, και να το πάρω απόφαση να τρέξω, είναι σχεδόν απίθανο πλέον να τον προλάβω – να, τι σας έλεγα… είδατε πως ήρθε και κόλλησε το προλαβαίνω στο τρέχω, ε; Και τότε, πάνω που είμαι έτοιμος να αποδεχτώ πως θα συνεχίσω να περπατάω παρέα με την απορία μου, νιώθω πίσω μου ξανά κάτι περίεργο να συμβαίνει. Γυρίζω και βλέπω να τρέχουν άλλοι δυο. Α, τον κακομοίρη… τον κυνηγάνε τελικά, σκέφτομαι.

Ωραία. Και πάνω που η μια απορία λύνεται, να που προκύπτουν πέντε-έξι άλλες ολοκαίνουριες. Ναι, αλλά γιατί τον κυνηγάνε; Πόσο σοβαρό πια ήταν αυτό που έκανε που να αξίζει τέτοια ταλαιπωρία; Και αν έκανε ή καλύτερα, για να μιλάμε πιο όμορφα, εάν διέπραξε σταλήθεια κάτι σοβαρό και άξιο τιμωρίας, ποια εξουσία φέρουνε οι άλλοι δυο για να μπορούν να τρέχουν έτσι, τώρα, απροκάλυπτα ξωπίσω του για να την επιβάλουν;

Κάπου εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση. Σας έχει τύχει να παρακολουθείτε μιαν ιστορία, ή κάτι που πάει να γίνει ιστορία έστω, με την ιδιότητα του παρατηρητή; Δεν χρειάζετε να απαντήσετε. Το ξέρω, τελευταία δεν κάνετε και τίποτα άλλο. Σας έχει τύχει, όμως, εκεί όπου παρατηρείτε μιαν ιστορία να γεννιέται και ύστερα να εξελίσσεται, κι ενώ εσείς απολαμβάνετε, πιο πολύ ακόμα και από την ιστορία την ίδια, την ιδιότητά σας σε σχέση με αυτήν, δηλαδή το ότι δεν εμπλέκεστε σε αυτήν και ως εκ τούτου η εξέλιξη και η όποια της κατάληξη ελάχιστα θα σας επηρεάσει, και τότε να συμβαίνει ξαφνικά κάτι πραγματικά απρόβλεπτο που να σας βάζει μέσα στην ιστορία και από παρατηρητή να σας μετατρέπει σε ήρωα και από εκεί που στεκόσασταν και παρακολουθούσατε αμέτοχοι τώρα να πρέπει όχι απλώς να συμμετάσχετε στην ιστορία αλλά και να υποστηρίξετε τη συμμετοχή σας αυτή με λόγια και με πράξεις; Ε; Σας έχει τύχει;

Εντάξει, το παράκανα με τον μακροπερίοδό μου λόγο και σας μπέρδεψα. Ξαναδιαβάστε την παραπάνω ερώτηση, σκεφτείτε την καλά και αν θέλετε το κουβεντιάζουμε. Ή μάλλον, κοίταξτε τι θα κάνουμε… Θα σας πω ένα παράδειγμα. Και βασικά, εδώ που τα λέμε, όλη αυτή η ιστορία που διαβάζετε αυτό είναι. Ένα παράδειγμα. Παλιά, ξέρετε, συνήθιζα να μιλάω με παραβολές. Τώρα μου αρκούν τα παραδείγματα. Ναι, μου αρέσουνε πολύ τα παραδείγματα. Και οι παρενθέσεις, επίσης. Τη συγκεκριμένη, πάντως, παρένθεση κάπου εδώ την κλείνω.   

Που λέτε, τη στιγμή ακριβώς που οι δυο διώκτες με φτάνουν και πάνε να με προσπεράσουνε, και έτσι όπως έχει στενέψει στο σημείο εκείνο ο δρόμος επικίνδυνα, το μπράτσο του ενός συγκρούεται ελαφρώς με το δικό μου και για λίγο μοιάζει σαν να χάνει κάπως την ισορροπία του. Κανονικά εδώ -όχι πως έπαθα και τίποτα- αλλά όσο νάναι θα περίμενα να ακούσω μια συγγνώμη… ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Όπως και να έχει, αυτός νομίζω έφταιγε - ερχόταν από πίσω. Και να είστε σίγουροι, αλήθεια, αν ήξερα τι παίζει, αν γνώριζα τι ακριβώς έχει συμβεί, σας διαβεβαιώνω, δεν επρόκειτο, ούτε κατά διάνοια, να γίνω εγώ εμπόδιο στην απονομή της όποιας δικαιοσύνης. Αν γινόταν να είχα με κάποιον τρόπο πληροφορηθεί πως είναι το κακό αυτό που καταδιώκεται, ναι, θα είχα παραμερίσει εγκαίρως.

Τώρα, όμως, δεν είμαι παρά κάποιος που έχει βγει νύχτα στο κέντρο της πόλης για περπάτημα. Η ιστορία αυτή ακόμα βρίσκεται στις πρώτες της σελίδες και η αφήγησή μου παλεύει τόσην ώρα να δραπετεύσει από τον πρόλογο. Τα δεδομένα που έχω συγκεντρώσει είναι ασήμαντα. Προς το παρόν, το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα μπορώ μόνο να το μαντέψω. Πράγμα που δεν διστάζω να κάνω όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν, αλλά συνήθως με αποτελέσματα αμφίβολα, που ελάχιστη ασφάλεια μπορούν να εμπνεύσουν μέσα σε μια ιστορία με τόσα κραυγαλέα ερωτηματικά και τόσες χλωμές και αβέβαιες τελείες.

Είναι νωρίς, πολύ νωρίς ακόμα. Καλά… όχι πως πρόκειται να αποκαλυφθεί αργότερα κάποιο σατανικό μυστήριο – εδώ οφείλω να σας προειδοποιήσω, να μην μου πείτε μετά πως σας ξεγέλασα, πως άλλα υποσχέθηκα και αλλού το πήγα πάλι.

Έτσι, μέσα στην αφηγηματική μου άγνοια και την περιπατητική μου αφέλεια, βάζω άθελά μου το σώμα μου εμπόδιο στον έναν από τους δυο αμείλικτους διώκτες, ο οποίος και πέφτει πάνω μου, οπότε, έστω και στιγμιαία, μένει ένα βήμα πίσω στην επιτέλεση του έργου του. Εγώ του φωνάζω ένα κατά τα άλλα ευγενέστατο «σιγά, ρε φίλε, πρόσεχε» - επιμένω, δεν ήταν δικιά μου η ευθύνη. Κι αυτός, αντί συγγνώμης, όπως κανονικά θα όφειλε, γυρίζει, με κοιτάζει πολύ αγριεμένος, λέει μέσα από τα δόντια του μιαν άγνωστη λέξη αταυτοποίητη, στην οποία τα σύμφωνα πλειοψηφούν συντριπτικά σε βάρος των φωνηέντων και με σφιγμένες τις γροθιές συνεχίζει ακάθεκτος να τρέχει πίσω από τον συνάδελφό του. Καλά, σκέφτομαι, αυτοί εδώ δεν αστειεύονται καθόλου.

Δεν προλαβαίνω τη σκέψη μου να ολοκληρώσω –κάτι που εξάλλου σπανίως καταφέρνω- και ακούω πάλι πίσω μου τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν οι άνθρωποι όταν τρέχουν. Γυρίζω και βλέπω ακόμα έναν από αυτούς. Ε, τι θα γίνει τώρα; Το πράγμα γίνεται πραγματικά περίπλοκο. Άραγε, αυτός που τώρα έρχεται κυνηγάει να πιάσει τον πρώτο μαζί με τους άλλους δυο που προηγήθηκαν κι απλώς έχει ξεμείνει πίσω ή μήπως και οι τρεις πρώτοι κυνηγιούνται από αυτόν; Και αν ύστερα ακολουθήσει και άλλος, ή και άλλοι ακόμα; Ή ακόμα χειρότερα, αν έχουν άλλοι προηγηθεί; Αν αυτός που εγώ είδα και θεώρησα ως πρώτο δεν προπορεύεται σε αυτήν την κούρσα, αλλά επίσης κυνηγάει κάποιον ή κάποιους που διέφυγαν της προσοχής μου νωρίτερα, καθώς περπατούσα χαζεύοντας και χάζευα περπατώντας;

Όχι, δεν γίνεται. Δεν πάει άλλο. Αρκετά. Πρέπει να μάθω. Και έπειτα, για περπάτημα βγήκα. Σιγά. Ας τρέξω και λίγο. Έτσι, για αλλαγή. Καλό θα μου κάνει. Ή έστω δεν θα μου κάνει και κακό. Έτσι νομίζω, δηλαδή. Δεν ξέρω. Έχω καιρό να το δοκιμάσω, αλλά το τρέξιμο είναι, λένε, σαν το περπάτημα. Δύσκολα ξεχνιέται. Πρώτα το αριστερό πόδι, ύστερα το δεξί… και αντίστροφα τα χέρια. Καλά τα λέω, ε; Κάπως έτσι δεν πάει; Τέλος πάντων, τόσος κόσμος τρέχει απόψε. Θα δω οι άλλοι πώς το κάνουν και θα τους μιμηθώ. Κι αν κάνω λάθος, τι έγινε; Αν στραβώσει τόσο πολύ το πράγμα, το γυρίζω πάλι στο περπάτημα και διαγράφω από την ιστορία αυτή όσα δεν εξυπηρετούνε την πλοκή και δεν βολεύουνε εμένα.

Ξεκινάω, λοιπόν, να τρέχω. Στην αρχή ακολουθώ σε μικρή απόσταση τον τελευταίο δρομέα και μετά επιταχύνω, τον πλησιάζω και να που βρίσκομαι να τρέχω ακριβώς στο πλάι του. Αυτός, χωρίς να ελαττώσει ούτε στιγμή ταχύτητα, γυρνάει και με κοιτάει. Διακρίνω έναν τόνο απορίας στο βλέμμα του, ανάμικτο ίσως με μια υποψία θαυμασμού. Ένα, ασπούμε, «πού πας, ρε καημένε, βραδυάτικα», το οποίο και εντέχνως παρακάμπτω.

«Όλα καλά;» ρωτάω.

«Ναι», μου απαντάει αυτός και επιστρέφει το βλέμμα του στον δρόμο.

Τι; Αυτό ήταν; Δεν θα πούμε τίποτα άλλο; Αλλά εντάξει, δεν είναι και εύκολο να πιάσει κανείς τρέχοντας κουβέντα με έναν άγνωστο. Ειδικά όταν τρέχουν και οι δυο. Καλά, όταν τρέχει μονάχα ο ένας είναι περίπου ακατόρθωτο. Εκτός αν, ξερωγώ, μιλάει στον άλλο στο τηλέφωνο. Ναι, μάλιστα, αυτό το έχω δει σταλήθεια να συμβαίνει.

Μια φορά, που λέτε, είχα δει κάποιον να τρέχει και να υπαγορεύει από τηλεφώνου ταυτόχρονα τη διαθήκη του. Δεν κάνω πλάκα. Τον άκουσα καθαρά να λέει πως τα αφήνει όλα στην Εκκλησία. Ούτε αυτός έκανε πλάκα, μάλλον. Δεν ξέρω αν μετά αναθεώρησε, αλλά έκτοτε είδα επίσης έξω από εκκλησίες να ζητιανεύουν άνθρωποι, οπότε εντάξει, παιζει τελικά και να τα πήρε μαζί του τα λεφτά. Ίσως και το τηλέφωνό του.

Με αυτήν την τελευταία σκέψη, λιγάκι σαν να ανησυχώ και φέρνω μηχανικά το χέρι μου στην τσέπη. Όχι, εντάξει. Όλα καλά. Το κινητό μου εκεί είναι ακόμα. Ξέρετε, έχω πάντα ένα άγχος μην το χάσω. Όχι πως θα πάθω και τίποτα, δηλαδή. Άλλωστε, τελευταία, το έχω μόνο για να κοιτάω την ώρα. 

Η οποία ώρα, στο μεταξύ, περνάει. Γενικά, το κάνει αυτό η ώρα. Είτε τρέχεις είτε περπατάς είτε αράζεις κοιτώντας έξω από το παράθυρο, αυτή εκεί, περνάει. Και τώρα που γράφω, δηλαδή -στο έξω από την ιστορία τώρα- έχει ήδη πάει δωδεκάμιση. Κι έχω και να ξυπνήσω αύριο νωρίς. Ναι, τι; Σας φαίνεται παράξενο; Ε, λοιπόν… σας πληροφορώ πως όσο κι αν παριστάνω τον χασομέρη διαρκώς, έχω πάντα ένα σωρό πράγματα να κάνω.

Εντάξει, δεν χάθηκε ο κόσμος. Θα σταματήσω κάπου εδώ και θα το ξαναπιάσω αύριο, με καθαρό μυαλό που λένε. Εσείς, κάντε ένα τσιγάρο, αν καπνίζετε, φάτε κάτι, αν τρέφεστε, βγείτε μια βόλτα να πάρετε λιγάκι καθαρό αέρα, αν δεν έχει γίνει στο μεταξύ κάποιο πυρηνικό ολοκαύτωμα, και τα λέμε ξανά στην επόμενη σελίδα.

*

Εδώ είμαστε. Α, εδώ. Που λέτε, η ώρα περνάει και έχουμε ήδη απομακρυνθεί πολύ από το κέντρο. Τώρα πια τρέχουμε μέσα σε κάτι γειτονιές. Ωραία είναι εδώ, σκέφτομαι. Ήσυχα. Μόνο τα βήματα και τις λαχανιασμένες μας ανάσες ακούω. Πολύ ήσυχα. Ζει, άραγε, κανείς εδώ ή έχουν πεθάνει όλοι χωρίς ποτέ να τους αναζητήσουν και τώρα τους τρώνε οι γάτες τους μην αντέχοντας να περιμένουν πότε θα αποφασίσουν να αναστηθούν για να τις ξαναταϊσουν. Τέλος πάντων, τουλάχιστον ο θάνατός τους θα ύπηρξε ήσυχος. Αλλιώς, δεν μπορεί… όλο και κάτι θα είχαμε ακούσει για αυτούς στο κέντρο.

Μου αρέσει, πάντως, αυτή η ησυχία. Είναι τόσο βόλικη. Τη μεταφράζεις όπως θέλεις. Ό,τι υπότιτλους και να της βάλεις, μέσα θα έχεις πέσει.

Ναι, μου αρέσει. Θα μπορούσα να βρω κανένα σπίτι εδώ τριγύρω και να μετακομίσω. Πολύ ωραία σπίτια, αν και βάζω στοίχημα πως τα μισά τουλάχιστον θα είναι στοιχειωμένα. Έμενα κάποτε σε στοιχειωμένο σπίτι, ξέρετε, και μπορώ ακόμα και από έξω να τα αναγνωρίζω.

Και η περιοχή από το κέντρο απέχει ένα τσιγάρο. Ειδικά αν τρέχεις. Ή μήπως δεν ισχύει το τσιγάρο ως μονάδα μέτρησης των επί τροχάδην αποστάσεων; Ναι… άκυρο μάλλον. Αυτό ξεχάστε το.

Τώρα θα μου πείτε, γιατί ρε φίλε δεν το σβήνεις; Γιατί δεν γράφεις κάτι πιο σωστό και δόκιμο; Θα σας πω. Πρώτον, γιατί θέλω να δώσω μια αίσθηση φυσικότητας στον λόγο μου. Σαν να σας τα λέω όλα αυτά προφορικά, όπως θα ήταν αν είχαμε πάει να πιούμε έναν καφέ ή αν ταξιδεύαμε σε διπλανές θέσεις με το ΚΤΕΛ και πιάναμε κουβέντα. Δεύτερον, γιατί τώρα που το ξανασκέφτομαι το τσιγάρο είναι μονάδα μέτρησης του χρόνου και όχι της απόστασης, αφού είτε πεζός είτε εποχούμενος μπορεί κάποιος πάντα να καπνίζει. Οπότε, παίζει τελικά να μην είναι και τόσο λάθος η έκφραση που χρησιμοποίησα. Και τρίτον, που κανονικά θα ήταν δεύτερον, αλλά τι να κάνουμε, κάποιοι έχουμε τη συνήθεια όλα να τα ξανασκεφτόμαστε –να τη πάλι η αίσθηση της φυσικότητας που λέγαμε- μου αρέσει να γράφω σε συνεχή και αδιάκοπτη ροή και βαριέμαι αφόρητα να σταμάταω διαρκώς και να γυρίζω πίσω για να διορθώσω τα όποια λάθη μου.

Και θα μου ξαναπείτε τώρα εσείς –και ίσως με το δίκιο σας- καλά, ρε φίλε, βαριέσαι να διορθώσεις την πατάτα που έγραψες, αλλά δεν βαριέσαι να γράψεις ένα ολόκληρο κατεβατό για να την δικαιολογήσεις; Και εγώ θα απαντήσω πάλι… τι φάση; Άλλη δουλειά δεν έχετε; Πώς την έχετε δει, δηλαδή; Κουβέντα θα ανοίξουμε; Μήπως να σας στέλνω και ό,τι γράφω γενικά να μου το επιμελείστε πριν το δημοσιέυσω; Άντε τώρα, δηλαδή… Δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά έχουμε αφήσει και μια ιστορία στη μέση.

Πάμε πάλι. Είχαμε μείνει εκεί όπου σκέφτομαι να βρω κανένα σπίτι και να μετακομίσω στην ήσυχη αυτή περιοχή, που αγνοούσα παντελώς πριν η ιστορία αυτή με αναγκάσει να γίνω νυχτερινός δρομέας.

Κάποια στιγμή, μάλιστα, το μάτι μου πέφτει σε ένα ενοικιαστήριο έξω από μια μονοκατοικία εξαιρετική. Εντάξει, μοιάζει λιγάκι ετοιμόρροπη, αλλά τα βασικά τα έχει…  τοίχους, πόρτα, παράθυρα, σκεπή και μια χαριτωμένη ζούγκλα στην αυλή, όπου δεν μπορεί, όλο και κάποιος χαμένος πολιτισμός θα έχει ξεμείνει εκεί μέσα.

Θέλω να σταθώ και να την παρατηρήσω λίγο καλύτερα – όχι, δεν χάνονται τέτοιες ευκαιρίες. Αλλά στον άλλον τι να πω; Πώς να του ζητήσω να κάτσει και να με περιμένει; Τουλάχιστον, λέω, να θυμηθώ και να περάσω ύστερα, όταν θα επιστρέφω.

Αλλά πότε θα γίνει, άραγε, αυτό; Θέλω να πω, ως πότε και ως πού θα κυνηγιόμαστε; Αν και μπορώ να διακρίνω ακόμα τις πλάτες των άλλων δυο μπροστά μας, μου είναι αυτή τη στιγμή αδύνατο να φανταστώ το τέλος της διαδρομής και αυτής της ιστορίας. Ναι, νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή για να απευθυνθώ ξανά προς τον άγνωστο που τρέχει δίπλα μου.

«Πού πάμε», τον ρωτάω.

«Πού θες να ξέρω», μου απαντά αυτός.

Ε, δεν γίνεται δουλειά έτσι, όμως.

Και τότε είναι που αρχίζω να τον παρατηρώ. Αφού δεν μπορώ να μάθω όσα θέλω από τα λόγια του, ψάχνω να βρω απαντήσεις στη μορφή και την εμφάνισή του. Είναι ψηλός, πολύ ψηλός. Λογικά, πρέπει να είναι και λίγο μεγαλύτερός μου. Αν έχουμε περάσει από το ίδιο Λύκειο, εγώ θα ήμουν στην πρώτη κι αυτός στη δευτέρα ή στην τρίτη το πολύ. Θα ήταν από αυτούς, τους μεγάλους, που έβλεπαν εμάς τους πιο νέους σαν κατώτερους, σαν σφάλματα στην αλυσίδα των γενεών και εν τέλει σαν παρείσακτους μες στο ίδιο το προαύλιό μας. Από αυτούς που καταλάμβαναν με την παρέα τους το γήπεδο του μπάσκετ σε όλα ανεξαιρέτως τα διαλείμματα, αφήνοντας σε εμάς τον ρόλο του θεατή για πάντα… ναι, για πάντα.

Βέβαια, όπως και η ώρα, που προηγουμένως λέγαμε, έτσι περνάνε και τα χρόνια. Θέλεις δεν θες περνάνε, είτε παίζεις μπάσκετ είτε κάθεσαι απλώς και παρακολουθείς να παίζουνε οι άλλοι. Έτσι, οι άλλοι κάποια στιγμή αποφοιτήσανε και πήραμε εμείς τη θέση τους και γίναμε για μια φορά, έστω σε κάτι, οι μεγάλοι. Κάποιοι, πάντως, τον ρόλο του θεατή τον κράτησαν – εκεί κολλάει και η επανάληψη του για πάντα παραπάνω.

Τέλος πάντων, τη φόρμα που φοράει ο ψηλός παίζει να την έχει από τότε, από το Λύκειο. Α, κοίτα να δεις, φοράει φόρμα. Αυτός δεν αποκλείεται όντως να βγήκε για να αθληθεί και να είναι άσχετος με τους άλλους τρεις που τρέχουνε μπροστά μας. Χμ… αυτό πρέπει να το επιβεβαιώσω κάπως. Πρέπει να το ρισκάρω. Δεν βαριέσαι… ας τον ρωτήσω, μωρέ – τι έχω πια να χάσω;

«Ωραία βράδια για τρέξιμο, ε;» του λέω.

«Με δουλεύεις, ρε φίλε;» μου απαντάει αυτός και γυρίζει για να διασταυρωθούν ξανά τα βλέμματά μας.

Ναι, μωρέ, αυτός είναι. Ο ψηλός από το Γ2.

Για λίγη ώρα συνεχίζουμε να τρέχουμε και να κοιταζόμαστε ταυτόχρονα. Ειλικρινά, απορώ ακόμα πώς δεν κοπανίσαμε πουθενά. Αλλά γιατί κοιταζόμαστε; Θέλω να πω, αυτός γιατί επιμένει να με κοιτάει; Μήπως η ερώτησή του δεν ήταν και τόσο ρητορική όσο μου φάνηκε; Μήπως περιμένει σταλήθεια να του απαντήσω; Και να του πω τι; Να του πω αν τον δουλεύω ή όχι; Και γιατί, παρακαλώ; Αυτός, όταν του είπα «ωραία βραδιά για τρέξιμο», μου απάντησε; Μήπως διατύπωσα τη δική μου ερώτηση πιο ρητορικά από όσο έπρεπε; Καλά, έτσι όπως πάμε, αν δεν γυρίσουμε τα κεφάλια μας μπροστά, το βλέπω σίγουρα να σκοτωνόμαστε. Μα είναι αυτός λόγος για να σκοτωθεί κανείς; Για ένα πείσμα; Για μία παρεξήγηση; Για ένα πουκάμισο αδειανό; Για δες καιρό που διάλεξε; Εντάξει, δεν αντέχω άλλο… παραδίνομαι. Θα απαντήσω.

«Όχι, δεν σε δουλεύω, φίλε μου», του λέω.

«Φίλε μου», επαναλαμβάνει αυτός ειρωνικά και επιτέλους γυρίζει ξανά το βλέμμα του στον δρόμο.

Και συνεχίζουμε να τρέχουμε. Τώρα δεν τους βλέπω πια τους άλλους δυο μπροστά μας. Πού πήγανε; Μάλλον θα επιβραδύναμε αρκετά με το να κοιταζόμαστε. Μήπως να ανοίξουμε ξανά λίγο τον διασκέλισμό μας; Κοίτα να δεις που πήρα φόρα, και από εκεί που δεν γούσταρα το τρέξιμο, τώρα το έχω πάρει σοβαρά και είμαι αποφασισμένος να σπάσω το προηγούμενο ατομικό ρεκόρ μου. Ναι, αυτό που είχα σημειώσει τότε, την πρώτη μέρα στη δουλειά, σε μια ομολογουμένως συγκινητική και υπεράνθρωπη προσπάθεια να είμαι εκεί στην ώρα μου.

Τη μέρα εκείνη είχα χωρίς υπερβολές διακριθεί σε αυτό που ονομάζω πλέον τρίαθλο της υπαλληλικής τάξης, το οποίο περιλαμβάνει: Πρωινό τρέξιμο για το χτύπημα της κάρτας, λογικό άλμα άνευ φοράς κατά τη δικαιολόγηση της καθυστέρησής μου και ρίψη ευθυνών σε πρόσωπα υπαρκτά και ανύπαρκτα που με τις πράξεις και τις παραλήψεις τους δεν με αφήνουνε να σταδιοδρομήσω. Αχ… ωραίες μέρες. Ξέγνοιαστα ταπεινωτικές και εξευτελιστικά ανέμελες.

Στο μεταξύ κοντεύουμε να βγούμε εκτός σχεδίου πόλεως. Ήδη έχουμε φτάσει στα προάστια, σε περιοχές που υπό κανονικές συνθήκες σπάνια πλησιάζω. Για την ακρίβεια, η πρώτη και τελευταία φορά που επισκέφτηκα αυτά εδώ τα μέρη ήταν πριν από περίπου οκτώ χρόνια, τρεις μήνες και δώδεκα μέρες – πάντα από τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Θα ήθελα πολύ να λέω πως ήταν πριν από οκτώ χρόνια, τρεις μήνες και έντεκα μέρες, αλλά δυστυχώς δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα έτσι όπως τα υπολόγιζα. Ας είναι. Τέλος πάντων. Δεν βαριέσαι. Ε, και τι έγινε; Περασμένα, ξεχασμένα. Τι είχαμε, τι χάσαμε.

Τι λέγαμε; Ναι, το ξέρω… σας έχει φάει η περιέργεια τώρα. Εντάξει, θα σας πω, αφού επιμένετε, αν και λίγη διακρικότητα, εδώ που τα λέμε, δεν θα έβλαπτε. Να ξέρετε, πάντως, προσωπικά δεν μου αρέσει να μιλάω για αυτά τα πράγματα. Βασικά, θα προτιμούσα να μη μιλάνε ούτε οι άλλοι για αυτά, αλλά η πόλη είναι μικρή, ο κόσμος κακός, ο δήμαρχος θα εκλεγεί ξανά από την πρώτη Κυριακή και η υγρασία τα πρωινά θερίζει.

Λοιπόν, πριν από οκτώ χρόνια, τρεις μήνες και δώδεκα μέρες από τη στιγμή που γράφονται και διαβάζονται αυτές οι γραμμές –αν δεν σας πειράζει, μην στέκεστε έτσι πάνω από κεφάλι μου- μετά από μια πολύ ευχάριστη, ενδιαφέρουσα και τολμώ να πω πολλά υποσχόμενη βραδιά, συνόδευσα μια φίλη ως το σπίτι της. Και ναι, το σπίτι της ήταν στα προάστια. Σε μια περιοχή που υπό κανονικές συνθήκες, γενικά, σπάνια πλησιάζω, θα έλεγα με κίνδυνο να φανώ κουραστικός και επαναλαμβανόμενος. Μάλιστα, φρόντισα να την ενημερώσω σχετικά. Της είπα, δηλαδή, αυτό ακριβώς: «Α, ναι; Εκεί μένεις; Μάλιστα… Κατάλαβα… Καλά, θα σε πάω. Έγινε. Αλλά να ξέρεις… εγώ στα προάστια μόνος μου δεν κυκλοφορώ τη νύχτα. Αν σε πετάξω ως το σπίτι σου, μάλλον θα πρέπει απόψε να με φιλοξενήσεις».

Επειδή ο γραπτός λόγος δεν βοηθάει σε αυτά τα πράγματα, να πω ότι όλο αυτό ειπώθηκε με το χαρακτηριστικό μου, ακαταμάχητα υπαινικτικό τραύλισμα, που σπανίως αφήνει περιθώρια αντίστασης. Εντάξει, δεν θέλω να περιαυτολογήσω, αλλά βλέπετε… έχω κι εγώ τον τρόπο μου…

Ο οποίος τρόπος, δυστυχώς, δεν εκτιμάται πάντα. Η φίλη, τέλος πάντων… η τύπισσα μόλις το άκουσε αυτό χασκογέλασε και ύστερα με ρώτησε αν εκτός από τα ύψη, τα βάθη, τους ανοιχτούς και τους κλειστούς χώρους, τις αράχνες και τις νυχτερίδες, τα αεροπλάνα και τα ποταμόπλοια, τις φαβορίτες, τα κολονάτα ποτήρια, τα διανυκτερεύοντα βενζινάδικα, τα δευτερόκλιτα επίθετα, τα κοντομάνικα πουκάμισα, τους λογιστές, τις λάμπες θυέλλης, τους μίμους και τους ξυλοπόδαρους, τις οικογενειακές φωτογραφίες, τα τούνελ και τις γέφυρες, τις αλατιέρες, τους ανάπαιστους, τα ζόμπι, τους υφυπουργούς, τις γομολάστιχες, τα ακτινίδια, τις τεχνιτές λίμνες, τον πουρέ, τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, τις παιδικές ζωγραφιές, τις ταξιθέτριες, τη Σλοβακία, τις μαύρες μπύρες και τα λευκά φολκσβάγκεν, έχω αποκτήσει τώρα φοβία και στα απομακρυσμένα προάστια.

Χασκογέλασα κι εγώ. Λίγο… ίσα να μην την προσβάλω. Και μετά, σταμάτησα το αμάξι, της άνοιξα την πόρτα, και την πέταξα έξω όσο πιο ευγενικά μπορούσα – ίσως και να μην συνέβησαν με αυτήν ακριβώς τη σειρά τα πράγματα, έχει περάσει και καιρός… πού να θυμάμαι λεπτομέρειες.

Έτσι που λέτε.

Αυτά…     

Λοιπόν, φτάνει… βαρέθηκα. Κουράστηκα. Λέπια κοντεύω να βγάλω – όχι, για το κολύμπι το λένε αυτό. Τέλος πάντων, νομίζω καταλάβατε. Τα έφτυσα - πώς το λένε. Πέρασε και η ώρα. Κάποια στιγμή πρέπει και να γυρίσω στο σπίτι μου. Βλέπω ένα καταθλιπτικό παρκάκι εκεί στο πλάι. Βλέπω και κάτι παγκάκια ωραιότατα. Βλέπω και ένα περίπτερο ανοιχτό. Εδώ είμαστε. Κάπου εδώ, κύριοι, σας αφήνω.

Αλλά τι; Να σταματήσω να τρέχω έτσι, ξαφνικά; Και τον άλλον; Να μην τον ενημερώσω; Όχι ότι οφείλω να το κάνω, δηλαδή. Σιγά, αναφορά θα του δώσω; Αλλά από την άλλη, άνθρωποι είμαστε. Τι; Έτσι; Να μην του πω έστω μια καληνύχτα.

«Λοιπόν… φίλε μου», λέω ξανά εντέχνως  παρακάμπτοντας την προηγούμενη ειρωνεία του, «εγώ θα αράξω λίγο εδώ, αν δεν σε πειράζει».

«Καλή ιδέα», μου απαντάει αυτός και σταματάει απότομα.

Εγώ, όμως, συνεχίζω να τρέχω, έτσι, από κεκτημένη ταχύτητα που λένε. Α, κοίτα να δεις, σκέφτομαι, αυτή είναι η κεκτημένη η ταχύτητα. Και είχα ακούσει τόσα να λένε για αυτήν. Από κοντά μοιάζει πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Τελικά, αν δεν τα ζήσεις κάποια πράγματα… ό,τι και να σου λένε οι άλλοι…

«Ε, πού πας;» φωνάζει ο άλλος καθώς με παρακολουθεί να απομακρύνομαι.

Τρέχω περίπου μισό χιλιόμετρο ακόμα. Μέχρι και την ταμπέλα που υποδεικνύει το όριο της πόλης προλαβαίνω να δω από μακριά. Και κάπου εκεί θυμάμαι πως δεν έχω μαζί το διαβατήριό μου και φρενάρω. Παίρνω μια ανάσα, κάνω μεταβολή και γυρίζω πίσω στο παρκάκι περπατώντας. Άνετος. Με το πάσο μου.

Ο άλλος έχει πάρει ήδη μπύρα από το περίπτερο, έχει αράξει στο παγκάκι και έχει βγάλει και τσιγάρο. Αχ, ναι… ό,τι πρέπει θα ήταν ένα τσιγαράκι τώρα, μετά από τόσο τρέξιμο.

«Έχεις φωτιά;» μου λέει μόλις με βλέπει.

Παραδόξως έχω. Εννοώ, παραδόξως γιατί έχω κόψει το κάπνισμα μαχαίρι εδώ και τέσσερις μέρες. Αλλά ευτυχώς, τον αναπτήρα δεν το πέταξα. Και να που τον χρειαζόμαστε απόψε. Καλά, και να μην είχα, δίπλα είναι το περίπτερο. Το οποίο κλείνει, βέβαια. Ίσα που το προλαβαίνω. Του δίνω τον αναπτήρα να ανάψει και πάω να αγοράσω τσιγάρα. Έτσι μωρέ… να θυμηθώ λιγάκι τα παλιά. Κακές συνήθειες και τέτοια. Παίρνω και μια μπυρίτσα και εγώ και πάω να τα πιώ με τον καινούριο φίλο μου.

Και αφού πίνουμε λίγη μπύρα, και χάρη κυρίως στην κλιματική αλλάγή σπάει ο πάγος κάπως, αρχίζουμε να λέμε τα δικά μας. Τελικά δεν πηγαίναμε στο ίδιο Λύκειο. Άκυρο. Δηλαδή, αυτός δεν πήγε καν στο Λύκειο. Μπάσκετ έπαιζε, πάντως. Ήταν, από ότι μου είπε –αν θέλω τον πιστεύω- βασικό πεντάρι στην ομάδα της φυλακής. Ότι νάναι… Έφτασε ο άλλος να πάει φυλακή μόνο και μόνο για να καθιερωθεί στη θέση του. Τι άλλο θα ακούσουμε… Και ύστερα έχουν άδικο αυτοί που λένε για τους ψηλούς διάφορα.

Και τη φόρμα του από εκεί την έχει, από τη φυλακή. Έτσι μου είπε. Πήγα να κάνω ένα σχόλιο για αυτό, αλλά ευτυχώς κρατήθηκα. Εντάξει, ακόμα καλά-καλά δεν γνωριζόμαστε. Γιατί να τον προσβάλω; Όχι πως έχω, δηλαδή, τέτοια πρόθεση. Καμία σχέση… Αλλά να, δεν γελάνε πάντα με τα ίδια αστεία όλοι οι άνθρωποι.

Εν πάση περιπτώσει, εσείς πιστεύω πως το πιάσατε. Κι ας μην έχετε κάνει φυλακή. Όχι, ε; Τιποτα; Κανείς; Καλά, δεν πειράζει… Μην αρχίσετε τώρα τα εγκλήματα για να εμπλουτίσετε τις γνώσεις σας. Πείτε πως όλο αυτό δεν το διαβάσετε ποτέ. Ξεχάστε την κι αυτην την παράγραφο, καλύτερα. Θα μπορούσα και να τη διαγράψω ολόκληρη, αλλά επειδή, ποτέ δεν ξέρεις, όλο και κάποιος μπορεί να καταλάβει, λεω να την αφήσω. Μήνυμα στο μπουκάλι, που λένε. Το κάνω αυτό, γενικά.

Τέλος πάντων. Δεν θέλω να σας πιέσω. Πάρτε τον χρόνο σας, να βάλω, στο μεταξύ, κι εγώ να φάω τίποτα που κοντεύω να λιμοκτονήσω για χάρη της αφήγησης και εντάξει, εδώ είμαστε…. Δεν χανόμαστε.

*

Πού είχαμε μείνει; Όχι πως δεν θυμάμαι, δηλαδή. Έτσι ρωτάω, για να κάνω λίγο πιο διαδραστική την όλη φάση. Α, ναι. Σωστά – και καλά τώρα, εσείς μου απαντήσατε. Στα κατορθώματα του ψηλού πίσω από τα κάγκελα. Αφού, λοιπόν, του αφηγήθηκα κι εγώ τα δικά μου κατορθώματα πάνω στον μοναδικό κατοικήσιμο πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος –εννοείται τα περισσότερα τα επινόησα εκείνη τη στιγμή, δεν γνωριζόμασταν και από χθες και η αλήθεια μεταξύ αγνώστων είναι πάντα τόσο βαρετή και αδιάφορη- μείναμε για λίγη ώρα σιωπηλοί κοιτάζοντας τα αστέρια.

Κάποια στιγμή, δεν ξέρω τι με πιάνει, γυρνάω και του λέω:

«Το ξέρεις ότι τα πιο πολλά από αυτά έχουνε ήδη σβήσει, ε;»

«Ποια όλα αυτά», ρωτάει αυτός.

«Αυτά», του απαντάω, σαρώνοντας με μια κίνηση ίσως κάπως θεατρική και εξεζητημένη το ουράνιο στερέωμα.

«Και τότε… εμείς τώρα πώς τα βλέπουμε», ξαναρωτάει αυτός με ένα ύφος σαν αγουροξυπνημένο γατάκι.

Όχι, δεν μου αρέσει να το παίζω σοφός και μορφωμένος, αλλά εντάξει, με όσους είναι πάνω από ένα και ενενήντα μπορώ ευχαρίστως πάντα να κάνω μια εξαίρεση. Δεν απαντάω αμέσως. Τραβάω μια τζούρα, πίνω και λίγη μπύρα, βγάζω και έναν βαθύ αναστεναγμό που παραλίγο να εξελιχθεί σε ρέψιμο και γενικά κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να παγώσω τον χρόνο και να δώσω μια ευκαιρία στο γατάκι απέναντι να ανοίξει κάπως τα ματάκια του.

«Κοίτα», του λέω, «δεν είμαι σίγουρος πώς συμβαίνει αυτό το πράγμα ακριβώς... δεν είμαι και αστρονόμος, ξέρεις… αλλά κάπου το έχω διαβάσει και μου φάνηκε… ασπούμε… ενδιαφέρον».

«Πού το διάβασες», επιμένει χωρίς λόγο τώρα αυτός, δείχνοντας παραδόξως ελάχιστα συγκλονισμένος μπροστά στην πολύτιμη δόση γνώσης που μόλις του έχω τόσο γενναιόδωρα σερβίρει.

«Τι πού», του λέω. «Τι ερώτηση είναι αυτή; Πού αλλού… Στο ίντερνετ.»

«Α, εκεί», μου λέει αυτός, κάπως σαν να κομπιάζει, σαν να διστάζει, σαν κάτι άλλο να τον απασχολεί. «Διάβασα κι εγώ κάτι σήμερα στο ίντερνετ».

«Σε ακούω», τον παροτρύνω, «μίλησε μου για αυτό».

«Βρέθηκε, λέει, θεραπεία… για τον καρκίνο.»

Εντάξει, άνθρωπος είμαι. Προσπαθώ, κοπιάζω πραγματικά σχεδόν σε καθημερινή βάση, να μην επιδεικνύω την εγκυκλοπαιδική μου κατάρτιση και την πνευματική ανωτερότητά μου για να μην κάνω να νιώθουν μειονεκτικά οι συνάνθρωποί μου, εκείνοι που λόγω της φύσης ή των συνθηκών στις οποίες μεγάλωσαν είναι κάπως –πώς να το πω για να μην ακουστεί πάρα πολύ προσβλητικό, χμ…- ασπούμε, κουφιοκεφαλάκηδες. Αλλά, συγγνώμη κιόλας, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, όχι, δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Είπαμε, είμαι άνθρωπος. Και μάλιστα, άνθρωπος κανονικός. Με ΑΦΜ κι ομάδα αίματος.

Οπότε, κάπου εκεί, πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του ο ψηλός, κάπου ανάμεσα στις λέξεις «θεραπεία» και «για τον», κάγχασα λίγο διακριτικά και ύστερα έβαλα κανονικά τα γέλια.

«Τι γελάς, ρε», λέει αυτός με τη γνωστή διασκεδαστική ενόχληση που δείχνουν οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να πιάσουν το αστείο.

«Με συγχωρείς», του λέω σκουπίζοντας τα μάτια μου και κάνοντας μια πραγματικά υπεράνθρωπη προσπάθεια για να ξανασοβαρευτώ, πράγμα μάταιο υπό αυτές τις περιστάσεις.

Το γέλιο συνεχίζει για λίγη ώρα να αναβλύζει πηγαίο από μέσα μου και πλέον να μου προκαλεί και ένα νευρικό βηχαλάκι - όχι ιδιαίτερα κόμψο, το παραδέχομαι. Το νιώθω ότι το έχω παρακάνει, αλλά δεν βαριέσαι, μια ζωη την έχουμε. Αν δεν γλεντήσουμε τώρα που είμαστε νέοι, πότε θα το κάνουμε; Άκου εκεί… Φάρμακο για τον καρκίνο… Ε, αφού το λέει το ίντερνετ… Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά όλα, γέλιο, βήχας, αίμα, γόνατα, θα μου κόβονταν μαχαίρι.

«Τι γελάς, ρε», ξαναλέει αυτός. «Ο πατέρας μου πέθανε πέρυσι από αυτό το πράγμα. Με τον θάνατο του συγχωρεμένου του πατέρα μου γελάς;»

Σιωπή. Παγωνιά. Αμηχανία. Βραχυκύκλωμα. Γαμώτο, σκέφτομαι, όντως το παράκανα. Αλλά πού να ξέρω το ιατρικό ιστορικό της οικογένειας του καθενός; Τι είμαι; Ο μπάτμαν; Κι αυτός ο πατέρας του… χάθηκε, να πούμε, να πάθει κανένα εγκεφαλικό, κανένα έμφραγμα, κανέναν, ξερωγώ, αποκεφαλισμό; Θα έφευγε μια κι έξω και δεν θα βασανιζόταν ούτε αυτός ούτε κανένας μας. Τέλος πάντων… ό,τι έγινε έγινε. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Όλοι για έναν και ένας για όλους. Από τον καθέναν ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθέναν ανάλογα με τις ανάγκες του. Ναι… κάπως πρέπει να το σώσω τώρα. Οπότε, κάνω αυτό που συνηθίζω σε τέτοιες περιπτώσεις: το ρίχνω στη φιλοσοφία.

«Όχι, προς Θεού», του λέω. «Καμία σχέση. Παρεξήγηση. Δηλαδή, ναι. Γελάω με τον θάνατο, αλλά όχι του συγκεκριμένου ανθρώπου – να ζήσετε, να τον θυμόσαστε. Γενικά, γελάω με τον θάνατο, ως έννοια. Άλλωστε, αν το καλοσκεφτείς –ναι, ακόμα και εσύ, αν κάνεις μια ελάχιστη και σχετικά ανώδυνη προσπάθεια να θέσεις σε λειτουργία τις εγκεφαλικές συνάψεις σου- στην έννοια του θανάτου εμπεριέχεται ένα στοιχείο αρκετά παράλογο, κάτι σταλήθεια κωμικό, φαρσικό θα έλεγα. Κάτι που ενδεχομένως και να ξεπερνά τα όρια που έχει θέσει ο πολιτισμός μας για να μπορούμε να ξεχωρίζουμε το τραγικό από τη γελοιότητα.»

Σειρά μου να μην προλάβω να ολοκληρώσω τη δική μου πρόταση. Κάπου εκεί, ανάμεσα στις λέξεις «καμία σχέση» και «γελοιότητα» -ειλικρινά δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο ακριβώς- τρώω μια μπουνιά στο πρόσωπο, που με ρίχνει κάτω από το παγκάκι και απειλεί να καταστρέψει αυτήν την κατά άλλα ξέγνοιαστη και φιλική κουβέντα.

Κύριος, όμως. Σηκώνομαι. Κλαψουρίζω λιγάκι. Τρίβω το σαγόνι μου. Φτύνω μια ικανή και αναγκαία ποσότητα γενετικού υλικού. Αναρωτιέμαι για πόσο καιρό θα τρέφομαι μόνο με υγρά. Σκύβω, μαζεύω το κουτάκι της μπύρας, εκτιμώ το διασωθέν περιεχόμενό του ως επαρκές τουλάχιστον για τη συνοδεία ακόμα ενός τσιγάρου και κάθομαι ξανά στη θέση μου. Έτσι… σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Σαν μην πέρασε μια μέρα. Σαν να μπαίνει η άνοιξη. Κύριος, λέμε. Μάγκας. Αρχηγός. 

Αυτός επιδοκιμάζει μάλλον τη συμπεριφορά μου με ένα αμετάφραστο μουγκρητό. Φαίνεται να μην έχει τη διάθεση να δώσει συνέχεια στην όλη παρεξήγηση. Κύριος και αυτός, δεν λέω. Μαλάκας λίγο, αλλά κύριος. Πίνει το υπόλοιπο της μπύρας του. Τσακίζει το κουτάκι πάνω στο γόνατό του, σε μια μάλλον περιττή επίδειξη παληκαριάς και οικολογικής συνείδησης. Ρίχνει και ένα ρέψιμο, που παραλίγο να εξελιχθεί σε ρηχό αναστεναγμό, και ύστερα γυρνάει το κεφάλι προς τον δρόμο και μου δείχνει προς την κατεύθυνση που προηγουμένως τρέχαμε.

«Τι λες», με ρώταει, «πιστεύεις ότι τον πιάσανε τον κερατά οι άλλοι;»

Ποιοι άλλοι; Ποιος είναι ο κερατάς; Όχι, ρε συ... ξέχασα τους άλλους τρεις μπροστά μας. Άραγε, τι να απέγιναν; Α, ώστε σταλήθεια κυνηγιόντουσαν… Το έλεγα εγώ. Από την αρχή το ήξερα. Γιατί όμως; Τι συνέβη; Τι έκαναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι απόψε πριν ξεκινήσουνε να τρέχουνε; Υποτίθεται ότι για αυτό τους ακολούθησα και να, με την κουβέντα κάπως σαν να ξεχάστηκα. Αυτό είναι. Τελειώσανε τα ψέματα. Ήρθε η ώρα να μάθω επιτέλους.

«Γιατί τον κυνηγάτε τον κερατά τον άνθρωπο; Τι έκανε;» του λέω.

«Κοίτα», μου απαντάει αυτός, «φαίνεσαι εντάξει άτομο».

Ναι, και; Αυτό; Φαίνομαι εντάξει άτομο και τι; Τελεία; Δεν λέω… Πάντα με γοητεύει και με συγκινεί ο ελλειπτικός λόγος, ειδικά από κάποιον ομιλητή που μόλις με έχει γρονθοκοπήσει, αλλά εδώ, για να αρχίσουμε να βγάζουμε μιαν άκρη επιτέλους, θεωρώ πως χρειαζόμαστε κάποιες πληροφορίες παραπάνω.

Ο τύπος, λες και διάβασε τη σκέψη μου, σηκώνεται από το παγκάκι, βάζει το χέρι του μέσα στο μπουφάν και βγάζει ένα πιστόλι. Χα… παραλίγο να πιστέψω πως είναι αληθινό. Μπορεί και να ήταν, τώρα που το ξανασκέφτομαι, αλλά αυτό είναι ένα μόνιμο μοτίβο που παίζει στη ζωή μου, γενικά: Όλα μου φαίνονται ψεύτικα την ώρα που συμβαίνουν και όλα μετά αληθινά, μόλις καθήσω να τα βάλω σε μια σειρά και να τα εξιστορήσω. Μετά ξαναβάζει το πιστόλι μέσα στο μπουφάν και βγάζει ένα πορτοφόλι. Σίγουρα, αυτό αληθινό - τον είδα να το ανοίγει. Βγάζει από μέσα μια κάρτα και μου την επιδεικνύει σαν να πρόκειται, ξερωγώ, για υπηρεσιακή ταυτότητα. Πάνω στην κάρτα είναι γραμμένο ένα τετραψήφιο νούμερο.

«Το βλέπεις αυτό;» μου λέει.

«Το βλέπω», του απαντώ με ύφος σαν να πρωταγωνιστώ σε νουάρ βιντεοκασέτα της δεκαετίας του ογδόντα.

«Στο εξής, αν χρειαστείς τίποτα, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις», μου λέει, ξαναβολεύει την κάρτα του μέσα στο πορτοφόλι, κι όλα μαζί βαθιά μέσα στις τσέπες του μπουφάν, και κάθεται πάλι στο παγκάκι.

Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω τι είναι αυτό που ξέρω. Επίσης, ντρέπομαι που το λέω, άλλα έχω ξεχάσει ήδη το τετραψήφιο νούμερο που μόλις διάβασα. Ντρέπομαι τώρα που τα γράφω, δηλαδή. Εκείνη τη στιγμή ήμουν ξεδιάντροπος, τελείως.

«Μου την ξαναδείχνεις, άλλη μια», του λέω, «γιατί δεν πρόλαβα;»

Αυτός αναστενάζει, σαν να λέει «γαμώ την τύχη μου, πού έμπλεξα». Ναι, συγγνώμη κιόλας. Συγγνώμη που δεν έχουμε όλοι φωτογραφική μνήμη, μουσικό αυτί, στήθος μάρμαρο και καρδιά αγκινάρα. Συγγνώμη που σας κουράζουμε όλους εσάς τους προικισμένους. Αυτός ξανασηκώνεται. Βάζει το χέρι στο μπουφάν. Ξαναβγάζει το πιστόλι. Το ξαναβάζει μέσα. Μετά πάλι το πορτοφόλι - άντε, ρε φίλε, έχουμε και δουλειές, τελείωνε. Το ανοίγει δεύτερη φορά, βγάζει την κάρτα και μου τη ξαναδείχνει. Διαβάζω: Τέσσερα, οκτώ, επτά, ένα. Χα… εντάξει, πανεύκολο. Τέσσερις χιλιάδες οκτακόσια εβδομήντα ένα. Δηλαδή, χίλια επτακόσια ογδόντα τέσσερα από την ανάποδη. Στις 31 Ιουλίου του 1784 πέθανε ο Ντενί ο Ντιντερό, ο μεγάλος γάλλος φιλόσοφος και διαφωτιστής. Καλά… τώρα, σιγά μην το ξεχάσω.

Εκείνη τη στιγμή σκάνε και οι άλλοι δυο που κυνηγούσανε τον κερατά, που λέγαμε. Μοιάζουν ξεθεωμένοι. Λογικό. Τους βλέπω να τρίβουν, ενώ πλησιάζουν, πολύ σχολαστικά τα χέρια τους με απολυμαντικά μαντηλάκια. Λογικό και αυτό. Με τόσα μικρόβια που κυκλοφορούν τελευταία, καλό είναι όλοι μας να προσέχουμε. Ο δικός μου κρύβει στα γρήγορα την κάρτα και το πορτοφόλι του.

«Μείνε εδώ και μην πεις κουβέντα μέχρι να φύγουμε», μου ψιθυρίζει και αμέσως πάει κοντά τους.

Κάτι τους λέει, ενώ αυτοί κοιτάζουν προς το μέρος μου. Φαίνονται ενοχλημένοι κάπως. Δεν ξέρω… σαν να μην τους αρέσει που είμαι εκεί. Σαν να τους έχει η παρουσία μου χαλάσει. Γιατί, όμως; Δεν καταλαβαίνω, ειλικρινά. Σε δημόσιο χώρο βρίσκομαι. Τα πάρκα αυτά από τους φόρους μου τα φτιάχνουνε. Δικαίωμά μου, νομίζω, αναφαίρετο.

Τελικά, ο ψηλός τούς δείχνει με το δάχτυλο τον ουρανό και ύστερα, αφού με ξανακοιτάξουν και οι τρεις, αρχίζουν να γελάνε. Νομίζω πως και να τους άκουγα τι λέγανε και πάλι δεν θα το έπιανα το αστείο. Δεν βαριέσαι. Κάθε παρέα έχει και τους δικούς της κώδικες, το σέβομαι.

Πόσο ανιαρός θα ήτανε ο κόσμος αν όλοι αντιλαμβανόμασταν με τον ίδιο τρόπο τα πράγματα. Και οι παρεξηγήσεις μες στο παιχνίδι είναι. Φτάνει να μην καταφεύγουμε στη βία για να τις επιλύουμε. Ένας πολιτισμένος διάλογος μπορεί να δώσει λύσεις σε όλα αυτού του είδους τα προβλήματα. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει πάντα το εκπαιδευτικό σύστημα και η οικογένεια. Η αξία του ηττημένου δίνει δόξα στον νικητή και όσα δεν φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος.

Ο ψηλός παίρνει τους άλλους δυο και αρχίζουν να απομακρύνονται. Αυτός που νωρίτερα είχε πέσει πάνω μου και ύστερα γύρισε και με αγριοκοίταξε –τον θυμάστε, ε;- φεύγοντας με αγριοκοιτάζει εκ νέου. Τον αγριοκοιτάζω και εγώ. Έτσι νομίζω, δηλαδή - με αυτά τα πράγματα δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος. Όχι, εντάξει, ναι… τον αγριοκοιτάζω. Αγριοκοιταζόμαστε.

Και έτσι μένω μόνος μου. Λοιπόν, ένα τσιγαράκι ακόμα και την κάνω. Ένα ακόμα και το ξανακόβω, δηλαδή. Εγώ σε αυτά είμαι απόλυτος. Δεν αφήνω να παρασυρθώ ποτέ από τα πάθη μου. Λέω πως θα το κόψω και το κόβω. Λέω πως θα το ξαναρχίσω και το ξαναρχίζω.

Γενικά, και επιτρέψτε μου να ανοίξω ακόμα μια παρένθεση εδώ… τώρα που μείναμε και μόνοι μας. Χμ… βασικά, αν έχετε κάποια δουλειά να κάνετε, εντάξει, μην σας κρατάω άλλο. Άλλωστε, το καταλάβατε, νομίζω, η ιστορία ουσιαστικά τελείωσε. Και εγώ, να, δυο λόγια έχω ακόμα να σας πω και ύστερα την κάνω. Μάλιστα… τέλος πάντων… που λες, φίλε μου, τώρα που μείναμε κυριολεκτικά μόνοι μας εδώ πέρα… εγώ από εδώ, εσύ από εκεί… γαμώτο… συγκινήθηκα… Ξέρεις, δεν μου είναι και εύκολο..

Ας είναι… λοιπόν, τι έλεγα; Α, ναι… έλεγα για τα πάθη μου. Πως δεν αφήνω να με παρασύρουνε. Αλλά τότε, τι σόι πάθη είναι αυτά; Θέλω να πω, το έχω σκεφτεί πολλές φορές, όταν λέει κανείς τέτοιες τεράστιες κουβέντες, δεν αναφέρεται στα δημόσια πάθη του, αυτά που δεν μπαίνει καν στον κόπο να τα κρατήσει από τους άλλους μυστικά, αλλά στα άλλα, τα σκοτεινά, τα ανείπωτα, τα ανομολόγητα. Όποτε, φίλε μου, όταν ακούς κάποιον να υπερηφανεύεται πως δεν αφήνει να τον παρασύρουνε τα πάθη του, στην πραγματικότητα αυτό που εννοεί είναι πως δεν επιτρέπει στον εαυτό του να αποκαλυφθούν τα κρυμμένα του πάθη και πως δεν δέχεται για χάρη τους να εκτεθεί. Και κάπως έτσι τα πάθη γίνονται απωθημένα και εμμονές, μανίες και αρρώστιες.

Και ναι, αυτό είναι το θέμα. Όχι αυτής της ιστορίας ειδικά -που έτσι κι αλλιώς, θα το κατάλαβες, είναι ένα αστείο- αλλά της ιστορίας που κρύβεται πίσω από όλες τις άλλες ιστορίες και λέει άλλοτε στη μια «άντε, ετοιμάσου βγαίνεις» και άλλοτε στην άλλη «εσύ πού πας, έτσι όπως είσαι, κακομοίρα μου… χωρίς αρχή και τέλος». Αυτά. Πάει κι αυτή η παρένθεση. Με συγχωρείς, το ξέρω, ναι... το βάρυνα λιγάκι. Αλήθεια, ένα τσιγάρο τώρα θα ήταν ό,τι πρέπει.  

Ναι, ναι… ένα τελευταίο τσιγάρο κι έφυγα. Έχω και να γυρίσω σπίτι μου. Τι ώρα έχει πάει; Βγάζω ένα από το πακέτο και ψάχνω για τον αναπτήρα μου. Ψάχνω στο παντελόνι, στο μπουφάν. Ψάχνω τριγύρω μήπως έπεσε. Τίποτα. Τζίφος. Πουθενά. Και τότε μου έρχεται η έκλαμψη. Ε, ναι ρε φίλε. Αυτό είναι. Πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Ξαναβάζω το τσιγάρο στο πακέτο και βγάζω το τηλέφωνο. Πληκτρολογώ στα γρήγορα και το φέρνω αμέσως στο αυτί μου. Καλεί.

«Ραδιοταξί Βόλου, παρακαλώ περιμένετε», ακούω τον τηλεφωνητή να λέει. Περιμένω. Αφού μου το ζητάει τόσο ευγενικά. Αν και ακόμα κι αν μου έλεγε «περίμενε, ρε βλάκα», εγώ μάλλον και πάλι θα περίμενα.

«Ραδιοταξί Βόλου, παρακαλώ περιμένετε», επαναλαμβάνει στωικά ο τηλεφωνητής. Περιμένω, περιμένω… Ναι, τι; Σιγά μην έκανα βραδιάτικα ξανά όλον αυτόν τον δρόμο με τα πόδια. 

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

πεφταστέρια

-Όταν βλέπεις να πέφτει ένα αστέρι, κάνεις ευχή;
-Ναι, φυσικά.
-Αλήθεια; Τι ευχή; Θα μου πεις;
-Να μην πέσει πάνω μου.
-Είσαι πολύ ξενέρωτος.
-Γιατί; Αν θέλεις να ξέρεις, μέχρι τώρα τουλάχιστον, πιάνει πάντα.

Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

rec

Είχα κάποτε έναν φίλο που μου έλεγε συνέχεια ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας. Όταν εγώ τον ρωτούσα «και γιατί δεν γίνεσαι; ποιος σε εμποδίζει;», μου απαντούσε ότι του ερχόντουσαν κάτι εκπληκτικές ιδέες στο μυαλό, αλλά πάντα σε ώρες ακατάλληλες, όταν οδηγούσε για παράδειγμα ή όταν ήταν στη δουλειά, και μέχρι να βρει χαρτί για να τις καταγράψει, τις ξεχνούσε. Τις έχανε, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, όπως κυλάει το νερό μέσα από τα δάχτυλά μας.
Κάποια στιγμή, αφού βαρέθηκα να τον ακούω να γκρινιάζει κι αφού ως τότε δεν τον είχα ακούσει να μου αφηγείται, έστω προφορικά, κάτι ενδιαφέρον και καλό, από όλα αυτά που το κεφάλι του υποτίθεται ότι συνέχεια γεννούσε, του έκανα δώρο ένα μαγνητόφωνο και τον προέτρεψα να το χρησιμοποιήσει αμέσως μόλις του ξανακατεβεί η επόμενη συγκλονιστική ιδέα.
Πέρασαν λίγες μέρες και το πρωί μιας Κυριακής που ήμουν στο σπίτι και κοιμόμουνα, άκουσα να χτυπάει το κουδούνι μου. Σηκώθηκα, απάντησα. Ήταν ο περί ου ο λόγος φίλος, ο οποίος πανικόβλητος μού φώναζε να του ανοίξω. Του άνοιξα, ανέβηκε. «Τι έπαθες;» του λέω. «Φτιάξε καφέ», μου απαντάει τρέμοντας, «και θα σου τα πω όλα».
Φτιάχνω καφέ, καθόμαστε κι αυτός βγάζει από την τσέπη του το δώρο που του είχα κάνει και το ακουμπά επάνω στο τραπέζι μου. «Βάλτο να παίξει» μου λέει. Το βάζω. Ο φίλος είχε ξαπλώσει το προηγούμενο βράδυ στο κρεβάτι του κι εκεί, λίγο πριν να τον πάρει ο ύπνος, του είχε έρθει στο μυαλό μια από αυτές τις φοβερές ιδέες και είπε να εγκαινιάσει το μαγνητοφωνάκι του. Έτσι ακούσαμε μαζί τη φωνή του να αφηγείται μια ιστορία, που βασικά ούτε ωραία ούτε καινούρια ήτανε και που θύμιζε πολύ μια ταινία που είχαμε δει μαζί στο σινεμά πριν λίγες εβδομάδες. Άκουσα υπομονετικά ολόκληρη τη νυσταγμένη του αφήγηση, μέχρι που η φωνή στην κασέτα άρχισε να βαραίνει και να σβήνει σιγά σιγά, για να τη διαδεχτεί λίγα λεπτά μετά το ρυθμικό και παραδόξως πολύ πιο ενδιαφέρον ροχαλητό του.
Κάνω να κλείσω το μηχάνημα, αλλά ο φίλος με σταματάει. «Περίμενε», μου λέει έντρομος, «τώρα, σε λίγο, αρχίζει...». Η εικόνα μας, έτσι όπως κοιταζόμασταν για λίγη ώρα, με τον φραπέ στο χέρι και το μαγνητόφωνο να ροχαλίζει μακάριο ανάμεσα μας, πρέπει να ήταν πολύ κωμική. Ωστόσο, δεν πρόλαβε κανείς μας να γελάσει, αφού σύντομα άρχισε να ακούγεται μια άλλη, άγνωστη φωνή που επαναλάμβανε μονότονα κάτι τελείως σκοτεινό κι ακατανόητο. «Ποιος είναι αυτός, ρε;» τον ρωτάω. «Κανείς. Δεν ξέρω... Ποιος να είναι; Αφού μένω μόνος μου... Έτσι νόμιζα, μέχρι πριν από λίγο, δηλαδή», μου απαντάει έτοιμος σχεδόν να βάλει τώρα πια τα κλάματα.
Δυναμώνω, βάζω την ένταση στο τέρμα και σκύβουμε κι οι δυο πάνω από το ηχείο, μήπως και καταλάβουμε. Σιγά σιγά τα απόκοσμα σαν ξόρκι λόγια μοιάζουν να μπαίνουνε σε μια σειρά κι εμείς αρχίζουμε να βγάζουμε ένα νόημα από το ηχητικό μήνυμα που το κατοικίδιο φάντασμα του φίλου μου επέλεξε να του αφήσει: «Βρες γκόμενα, φίλε, βρες γκόμενα...».

Τετάρτη 11 Μαΐου 2022

ανώριμο

Τις τελευταίες εβδομάδες μια είδηση έχει συνταράξει τη μικρή μας πόλη. Μια ομάδα εφήβων που επιδίδεται σε ένα παράξενο και επικίνδυνο παιχνίδι. Πηγαίνουν, λέει, αργά το βράδυ οι έφηβοι και στήνονται πλάι σε δρόμους ανοιχτούς, όπου οι διερχόμενοι συνηθίζουν να αναπτύσσουν κάπως μεγαλύτερη ταχύτητα, και μόλις δουν κάποιο αμάξι να περνά, πετάγονται και τρέχουν καταπάνω του, αναγκάζοντας τους ανυποψίαστους οδηγούς να φρενάρουν απότομα για να αποφύγουν τη μοιραία σύγκρουση. Εννοείται πως τα παιδιά βιντεοσκοπούν την όλη φάση και ύστερα ανεβάζουν τα βιντεάκια τους στο ίντερνετ για να τα δουν και να τα σχολιάσουνε οι φίλοι τους σε όλον τον πλανήτη. Λογικά, φαντάζομαι, θα πέφτουν και τα σχετικά στοιχήματα.
Μόλις διάβασα τη συγκεκριμένη είδηση, η πρώτη μου σκέψη ήταν: «Πού ακριβώς συμβαίνει αυτό; Θέλω κι εγώ… Γαμάτο!» Μετά ένιωσα έναν πόνο στη μέση και θυμήθηκα πως πια δεν είμαι έφηβος, οπότε ακολούθησαν δεύτερες σκέψεις που πήγαιναν κάπως έτσι: «Έλα μωρέ, παιδιά είναι… Αν δεν παίξουν τώρα, πότε θα το κάνουν; Αν δεν σκοτωθούν τώρα που είναι νέοι, πότε θα βρουν καλύτερη ευκαιρία; Θα γεράσουν, θα κατέβουν να περάσουνε τον δρόμο να πάνε στον γιατρό για να τους γράψει φάρμακα, θα τους πατήσει τότε κανένα αμάξι ασυνείδητο και θα πάνε άκλαφτοι και αβιντεοσκόπητοι. Βέβαια, και τότε μπορεί να καταγράψει το κακό καμία κάμερα παρακολούθησης. Αλλά δεν είναι το ίδιο. Το πλάνο θα είναι στατικό, ο ήχος ανύπαρκτος, οι δε ερμηνείες συγκινητικές μεν, αλλά χωρίς μεγάλες αξιώσεις. Και έπειτα, και εμείς, στην ηλικία τους, λίγα κάναμε; Τι; Επειδή δεν είχαμε κινητά τότε και δεν έχουμε οπτικό υλικό για να τα αποδείξουμε; Μας βρήκε για τα καλά ενήλικους η ψηφιακή εποχή, για αυτό τώρα μάλλον παλιμπαιδίζουμε.»
Τέλος πάντων, ούτε την αντικοινωνική συμπεριφορά έχω σκοπό να δικαιολογήσω ούτε θεωρώ το τεκμήριο της νεότητας άλλοθι για κάθε είδους ανοησία, αλλά ούτε και έκθεση ιδεών έχω όρεξη να γράψω για να πω ότι όλα είναι ζήτημα παιδείας και οικογένειας. Εγώ, πάντως, αν είχα περάσει δυο από τα καλύτερα μου χρόνια σε καθεστώς υγειονομικής τρομοκρατίας, αν μεγάλωνα μέσα σε τέτοια θανατολάγνα ατμόσφαιρα, όχι μόνο σε αυτοκίνητα, αλλά και σε τραίνα, σε καράβια, ακόμα και σε αεροπλάνα θα έπαιρνα τώρα φόρα και θα έπεφτα. Αρκετά, θα έλεγα εν τη αυτοκαταστροφική μωρία μου, πατούσα εγώ τόσον καιρό το φρένο. Ήρθε η ώρα να φρενάρουνε για πάρτη μου οι άλλοι.
x
x

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

παρομοίωση

-Καλά, δεν θα πιστέψεις τι έγινε σήμερα.
-Τι έγινε;
-Ήμουν που λες στο στέκι και περίμενα τη Μαρίνα. Και εκεί που περίμενα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας τύπος, ψηλός, μελαχρινός, με ένα στυλ πολύ κινηματογραφικό, σαν τον Λευτέρη Νίκολσον. Όλοι γυρίζουν και τον κοιτούν. Αυτός αδιάφορος. Πλησιάζει τη σερβιτόρα και τη ρωτάει κάπως επιδεικτικά: «Πέρασε η Μαρίνα από εδώ;» «Όχι», του λέει η σερβιτόρα, «αλλά θα έρθει όπου νάναι». Το ξέρω, θα μπορούσε να ρωτάει για οποιαδήποτε Μαρίνα –εντάξει, δεν είναι και το σπάνιο όνομα- αλλά εγώ κόλλησα. Ένιωσα πως ήταν η δικιά μου. Τέλος πάντων, κάθεται ο τύπος, παραγγέλνει και καφέ και περιμένει. Λίγο μετά, φτάνει και η Μαρίνα. Μπαίνει στο μαγαζί και έρχεται προς το τραπέζι μου. Και έτσι όπως πλησιάζει, περνάει δίπλα από το τραπέζι του τύπου και αυτός σηκώνεται όρθιος και της κόβει τον δρόμο. Τον βλέπει η Μαρίνα και αλλάζει χίλια χρώματα. Ο τύπος δεν χάνει χρόνο. Γονατίζει, βγάζει ένα δαχτυλίδι από την τσέπη, πιάνει το χέρι της Μαρίνας και τη ζητάει σε γάμο. «Μα», μόλις που καταφέρνει να ψελλίσει η Μαρίνα. «Μαρίνα, τι γίνεται εδώ;», πετάγομαι κι εγώ από δίπλα. Μπαίνει και το ΙΚΑ εκείνη τη στιγμή και ζητάει από τη σερβιτόρα τα χαρτιά της. Η οποία σερβιτόρα, ξέρεις, είναι γκόμενα αυτού που έχει το μαγαζί και δουλεύει μαύρα. Αν ήταν παντρεμένοι δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Σύζυγοι και συγγενείς πρώτου βαθμού μπορούν να δουλευουν και ανασφάλιστοι. Τέλος πάντων, το πρόστιμο το φάγανε. Ένα πεντακοσάρικο η σερβιτόρα και ένα χιλιάρικο το μαγαζί. Μαλακία, ε;
-Και με τη Μαρίνα και τον τύπο τι έγινε;
-Α, όλα καλά. Παρεξήγηση. Άλλη Μαρίνα έψαχνε. Εντάξει, δεν είναι και το συνηθισμένο όνομα.   
-Μάλιστα. Να σε ρωτήσω κάτι που δεν κατάλαβα;
-Τι;
-Ποιος είναι ο Λευτέρης Νίκολσον;
-Σοβαρά τώρα; Δεν ξέρεις τον Λευτέρη Νίκολσον;
-Όχι.
-Α, καλά. Τζάμπα μιλούσα τόσην ώρα.  

Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

προσωποποίηση

Μπαίνουν σε ένα μπαρ ο γάτος μου, η λεμονιά που έχω στην αυλή, το ρολόι που μου έκανε δώρο ο πατέρας μου όταν πήρα πτυχίο και η ελευθερία. Τους βλέπει ο μπάρμαν και τους ρωτά: «Τι θα πιούνε τα παιδιά;» Ο γάτος μου παραγγέλνει ένα ουίσκι. Η λεμονιά που έχω στην αυλή παίρνει μια κόκα κόλα. Το ρολόι που μου έκανε δώρο ο πατέρας μου όταν πήρα πτυχίο λέει ότι θέλει λίγο να το σκεφτεί. Και η ελευθερία απαντά στον μπάρμαν ότι δεν μπορεί ως έννοια να ασχολείται με τέτοια ασήμαντα ζητήματα και του ζητάει να της βάλει ό,τι εκείνος θέλει. Στο τέλος της βραδιάς τους φέρνει ο μπάρμαν τον λογαριασμό. Βγάζει ο γάτος μου λεφτά, πληρώνει τα δικά του. Αφήνει και η λεμονιά πάνω στην μπάρα κάτι κέρματα. Το ρολόι που μου έκανε δώρο ο πατέρας μου όταν πήρα πτυχίο το σκέφτεται ακόμα, οπότε δεν χρωστάει τίποτα. Και η ελευθερία, που έχει στο μεταξύ μεθύσει από όλα αυτά που ο μπάρμαν της έχει δώσει για να πιει, ψάχνει να βρει το πορτοφόλι της και κλασικά το έχει ξεχάσει σπίτι.      

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

το παλτό

Περπατάω στον δρόμο και ακούω κάποιον να φωνάζει. Νιώθω τη φωνή να έρχεται από κάπου ψηλά και κοιτάζω προς τα μπαλκόνια και τα ανοιχτά παράθυρα. Δεν βλέπω κάτι, αλλά αρχίζω να ξεχωρίζω κάποιες λέξεις, που τις πιο πολλές ντρέπομαι τώρα να τις επαναλάβω. Ο τύπος που φωνάζει, λες και καταλαβαίνει το ενδιαφέρον μου, ανεβάζει κι άλλο την ένταση της φωνής του και πλέον ακούω σχεδόν τα πάντα. Βρισιές, κατάρες, αδιανόητες απειλές με αναφορές σε αρκετά άρθρα του ποινικού μας κώδικα. Κοντοστέκομαι. Το σκέφτομαι. Παίζει να βρίσκομαι κάτω από τη σκηνή ενός μελλοντικού εγκλήματος και να είμαι εγώ ο μόνος αυτήκοος μάρτυρας αυτού που πρόκειται μοιραία να ακολουθήσει.
Αλλά γιατί ο μόνος; Ο δρόμος είναι πολυσύχναστος, κόσμος πάει και έρχεται, τα μαγαζιά είναι ανοιχτά και σίγουρα στα άλλα διαμερίσματα τριγύρω υπάρχουνε περίοικοι που ακούν αυτά ακριβώς που ακούω και εγώ. Και όμως, κανείς δεν φαίνεται να δίνει σημασία. Άραγε, είμαι αδιάκριτος εγώ ή οι άλλοι αδιάφοροι; Αλλά και το δικό μου το ενδιαφέρον μέχρι πού μπορεί να φτάσει; Θέλω να πω, έχω τη διάθεση να ψάξω, να βρω τον ιδιοκτήτη της φωνής, να δω σε ποιον απευθύνει αυτήν την ακατάσχετη λεκτική βία και να διαπιστώσω πόσο σταλήθεια κινδυνεύει από την ενδεχόμενη πραγμάτωσή της; Ή θα αρκεστώ να κάτσω και να ακούσω λίγο ακόμα, μέχρι να βαρεθώ ή να χορτάσω, και ύστερα θα γυρίσω σπίτι και θα γράψω κάτι για αυτό ή με αφορμή όλο αυτό ή κάτι άσχετο τελείως, ξερωγώ, για την άνοιξη που δεν λέει να έρθει ή για την πυρηνική απειλή που δεν λέει να φύγει;
Στο μεταξύ, εκεί ακριβώς που στέκομαι και τα σκέφτομαι όλα αυτά είναι η είσοδος ενός στεγνοκαθαριστηρίου. Ο στεγνοκαθαριστής έχει βγει στην πόρτα και με κοιτάζει. Τον κοιτάζω και εγώ. Τον κοιτάζω με τρόπο, σαν να τον ρωτώ: «Τι είναι όλος αυτός ο χαμός; Τι γίνεται;». Αυτός με κοιτάζει σκέτα. Κοιταζόμαστε. Το κάνουν αυτό καμιά φορά δυο άνθρωποι. Κοιτάζονται και δεν λένε τίποτα. Συνήθως περιμένει ο ένας να ανοίξει ο άλλος το στόμα του και να πει κάτι, οτιδήποτε, και ύστερα λέει και αυτός όλα όσα έχει ως τότε μαζεμένα. Αυτό είναι. Αποφασίζω να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση. Να πω κάτι. Οτιδήποτε.
«Πώς πάνε οι δουλειές;», του λέω. «Στεγνοκαθαρίζει ακόμα τα ρούχα του ο κόσμος;»
«Μην ανησυχείς», μου απαντά αυτός. «Στο τηλέφωνο μιλάει.»
«Ναι, και; Και αυτός που τα ακούει όλα αυτά στην άλλη άκρη της γραμμής τι φταίει;»
«Όχι, δεν κατάλαβες. Τα λέει στο τηλέφωνο, στη συσκευή, δηλαδή στην εταιρεία. Δεν έχει σήμα, ο άνθρωπος.»
Για κάποιον λόγο αυτή η τελευταία φράση μού ακούγεται κάπως, σαν κάτι πολύ σημαντικό. Κάτι, ασπούμε, σαν απόφθεγμα. Σκέφτομαι πως ίσως, όταν πεθάνει ο στεγνοκαθαριστής θα πρέπει να τη γράψουνε στην τάφο του. Και να περνάνε από πάνω οι ζωντανοί, να τη βλέπουν και να κουνάνε με νόημα το κεφάλι τους: «Δεν έχει σήμα ο άνθρωπος».
Μετά, πάλι, σκέφτομαι ότι όταν έλεγαν «σήμα» οι αρχαίοι εννοούσαν τον ίδιο τον τάφο. Και ύστερα, χωρίς κανένα λόγο προφανή, θυμάμαι που διάβασα κάπου ότι στην Ουκρανία θάβουν τους νεκρούς μέσα στα πάρκα βιαστικά και λένε στους συγγενείς τους: «Φύγετε τώρα και ελάτε να τους κηδέψετε κανονικά και να τους κλάψετε κανονικότερα μετά, που θα έρθει η άνοιξη, θα φύγει η πυρηνική απειλή, θα σταματήσουν οι βόμβες να σκάνε γύρω μας και θα μπορούμε να ακούμε με την ησυχία μας τους γείτονες μας μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα να φωνάζουν έξαλλοι, να βρίζουν, να καταριούνται, να απειλούν, γιατί θα θέλουν να επικοινωνήσουν, να κανονίσουν κάτι, να συνεννοηθούν, μα πάντα, πάντα όμως, θα υπάρχει κάποιος που θα τους εμποδίζει, που θα τους καθυστερεί, ενώ θα τρέχει ο χρόνος, ενώ θα περνάει η ζωή, θα φεύγει, θα εξαφανίζεται, θα γίνεται ανάμνηση, υποσημείωση, σκόνη σε έναν δρόμο πολυσύχναστο, με όλα τα μαγαζιά ανοιχτά, με όλον τον κόσμο να πηγαίνει και να έρχεται».
Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, μαζί με τη ζωή έχει στο μεταξύ περάσει και η ώρα. Ο φωνακλάς των πάνω ορόφων μοιάζει σαν να έχει κάπως ηρεμήσει. Ποιος ξέρει, μπορεί και να κουράστηκε. Άλλωστε, πιο κουραστικό πράγμα από την οργή, νομίζω, δεν υπάρχει. Αλλά μπορεί και να τα κατάφερε. Να απέκτησε το σήμα που έψαχνε και τώρα να μιλάει με την αγαπημένη του και να της λέει χαμηλόφωνα γλυκόλογα ή ακόμα και βρωμόλογα –ποιος είμαι εγώ να κρίνω- μα πάντως χαμηλόφωνα. Θα είχε πλάκα, πάντως, να συνέβαινε το αντίστροφο. Να ψιθύριζε, δηλαδή, προηγουμένως την οργή του και να ούρλιαζε τον έρωτά του τώρα. Θέλω να μοιραστώ την τελευταία αυτή σκέψη με τον τύπο στο στεγνοκαθαριστήριο, αλλά πολύ φοβάμαι ότι κάπως θα παραγνωριστούμε έτσι. Ναι, καλύτερα να συστηθούμε πρώτα.
Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο, βγάζω το παλτό μου και του το δίνω. «Αντάμης», του λέω. «Έγινε», μου απαντά αυτός. «Πέρνα τη Δευτέρα. Θα είναι έτοιμο».

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

τα πιάτα

Πλένω τα πιάτα. Χτυπάει το κουδούνι. Σκουπίζω τα χέρια βιαστικά. Πάω, ανοίγω. Κανείς. Καλύτερα, σκέφτομαι. Επιστρέφω στον νεροχύτη. Λίγο μετά το κουδούνι ξαναχτυπάει. Τρέχω αυτή τη φορά για να προλάβω. Παίρνω μαζί μου και ένα ποτήρι, μέσα στη σαπουνάδα. Ανοίγω. Κανείς. Βαράω την πόρτα και γυρίζω στην κουζίνα βρίζοντας. Βάζω μουσική στα τέρματα και συνεχίζω τη δουλειά μου.
Κάποια στιγμή, ανάμεσα σε δυο τραγούδια, ακούω κάποιον να χτυπάει την πόρτα. Ποιος είσαι, γαμώ τον μπελά μου, αναρωτιέμαι φωναχτά. Σκουπίζω χέρια, κλείνω τη μουσική και κινούμαι προς την πόρτα. Αργά, προσεκτικά, αθόρυβα. Ο κάποιος συνεχίζει να τη χτυπάει. Κοιτάω από το ματάκι. Τον βλέπω. Δεν τον γνωρίζω. Ο άγνωστος σηκώνει το χέρι του και χτυπάει ξανά και το κουδούνι. Επίμονα αυτή τη φορά. Ξεδιάντροπα. Ανοίγω.
Ο άγνωστος μοιάζει να αιφνιδιάζεται. Το δάχτυλό του ακόμα κολλημένο στο κουδούνι. «Όλα καλά;» ρωτάω. «Για τα κοινόχρηστα», μου λέει σχεδόν απολογητικά. «Εσείς χτυπούσατε νωρίτερα;» του λέω. «Όχι», μου απαντάει. Σκύβω, κοιτάζω τον διάδρομο. Μια μισάνοιχτη πόρτα κλείνει δυνατά. Κάπου ένα σκυλί γαβγίζει παραπονιάρικα. Στο βάθος τα κοριτσάκια από τη Λάμψη του Κιούμπρικ παίζουν πέτρα, ψαλίδι, χαρτί. Όλα στη θέση τους. Ο τύπος μού δίνει τον λογαριασμό. Τον διαβάζω. Πάνω του είναι γραμμένο ένα αστρονομικό πόσο. «Τι είναι αυτό;» ρωτάω έντρομος. «Η μέση απόσταση μεταξύ Γης και Ήλιου», μου απαντάει. Ψάχνω τις τσέπες μου. «Μισό λεπτό», του λέω, κλείνω την πόρτα και επιστρέφω στην κουζίνα.
Μεγάλη υπόθεση το πλύσιμο των πιάτων. Συνδυάζει χειρωνακτική απασχόληση, ιεροτελεστία τακτοποίησης των πραγμάτων και επαφή με το τρεχούμενο νερό. Παλιά, όταν είχα νεύρα, τα πιάτα τα έσπαγα. Τώρα, για να ηρεμήσω, προτιμάω να τα πλένω.