Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020
Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020
πενθιμο μικρο
πεθανε η γιαγια ενος φιλου κ μετα την κηδεια μαζευτηκαν στο σπιτι οι πιο στενοι τους συγγενεις να τους συλλυπηθουνε. ηταν ολοι τους θλιμμενοι, μα οπως συμβαινει συχνα με τους ανθρωπους που φευγουνε σε αρκετα μεγαλη ηλικια, δεν ελειπαν τα αστεια, καθως θυμοντουσαν διαφορα απο οσα ειχε πει κ ειχε κανει η γιαγια. ο μονος που εμοιαζε ξενος με το ολο σκηνικο ηταν ο παππους, ο οποιος καθοταν σε μια γωνια κ παρακολουθουσε αμιλητος κ ανεκφραστος. μονο στον εγγονο του, στον φιλο που μου ειπε αυτην την ιστορια δηλαδη, μιλουσε κ καθε φορα που περνουσε απο μπροστα του, του επιανε το χερι κ του ελεγε: "εσενα, μετα σε θελω". καποια στιγμη εφτασε η ωρα του "μετα" κ το σπιτι αρχισε να αδειαζει απο τους συγγενεις κ εμεινε μονη η οικογενεια. ο εγγονος βιαζοτανε κ αυτος να φυγει, αλλα μολις τον ειδε ο παππους να βαζει το παλτο του, τον φωναξε κοντα του κ του ειπε: "πού πας; αφου σου ειπα. περιμενε να φυγουν ολοι." ο φιλος εβγαλε το παλτο κ καθισε διπλα στον παππου, περιμενοντας να φυγουν οι γονεις κ τα αδερφια του. μολις εμειναν μοναχοι, ο παππους τιναχτηκε ορθιος, κ αφου εβαλε το δικο του το παλτο, ειπε στον εγγονο του: "αντε, σηκω, παμε". "πού;" "θα δεις. θα σου πω στον δρομο."
μπηκανε στο αυτοκινητο κ κατευθυνθηκαν προς το κεντρο. στον δρομο ο παππους εδινε συνεχεια οδηγιες. οταν εφτασαν εξω απο ενα εμπορικο καταστημα, του ειπε "εδω ειμαστε" κ του ζητησε να παρκαρει καπου εκει κοντα κ να τον περιμενει. ο παππους βγηκε απο το αμαξι κ μπηκε μεσα στο μαγαζι. ο εγγονος κοιταξε τη βιτρινα. το μαγαζι πουλουσε εσωρουχα. λιγο μετα ο παππους βγηκε κρατωντας μια μεγαλη πλαστικη σακουλα. γυρισε στο αμαξι, κ παραμενοντας ακομα πεισματικα ανεκφραστος, ζητησε απο τον εγγονο του να τον παει ξανα στο σπιτι. στον δρομο της επιστροφης κανενας δεν εβγαλε κουβεντα. μονο, λιγο πριν φτασουν, ο φιλος δεν αντεξε, γυρισε κ τον ρωτησε: "τι πηγες κ ψωνισες, ρε παππου; γιατι ηταν τοσο επειγον;" "σλιπ", του απαντησε ο παππους, "η συγχωρεμενη μονο σωβρακα με αφηνε να φοραω." κατι χοντρες σταγονες αρχισαν να βαρανε πανω στο παρμπριζ. ο φιλος ανοιξε τους υαλοκαθαριστηρες. ο παππους εβγαλε τα γυαλια του κ τα σκουπισε πανω στη μαυρη του γραβατα
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020
ο συναδελφος
πολλα χρονια πριν. ταξιδευω νυχτα με το κτελ για την αθηνα. μισοκοιμαμαι. καποια στιγμη χτυπαει το τηλεφωνο μου. μεχρι να το βρω κ να απαντησω ο ηχος του εχει ξυπνησει αρκετους τριγυρω μου. μιλαω χαμηλοφωνα κ υστερα το κλεινω κ το βαζω στο αθορυβο. λιγο μετα νιωθω ενα σκουντηγμα στο ωμο. γυριζω, βλεπω εναν τυπο αγριεμενο πανω απο το κεφαλι μου. "τι εγινε;" τον ρωταω. "το κινητο σου", μου απαντα. "ναι, με συγχωρεις", του λεω, "το ειχα ξεχασει, αλλα τωρα το εχω στο αθορυβο." "οχι", μου λεει, "τελειως να το κλεισεις". "γιατι;" του λεω, "θα μπλοκαρει το κτελ κ δεν θα μπορει να επικοινωνησει με τον σταθμο στις τρεις γεφυρες για να ζητησει αδεια προσγειωσης;" "να το κλεισεις", επιμενει αυτος, "μου προκαλει προβληματα στην υγεια μου με την ακτινοβολια που εκπεμπει". μενω για λιγο σιωπηλος ισα για να βεβαιωθω οτι δεν κανει πλακα κ υστερα τον ρωταω αν αυτο το παθαινει απο ολα τα κινητα τηλεφωνα ή μονο απο το δικο μου. η ερωτηση τον εξοργιζει κ αρχιζει να φωναζει, ξυπνωντας πια το συνολο των συνεπιβατων, που προσπαθουν να καταλαβουν τι συμβαινει. ο μονος που φαινεται πως δεν χρειαζεται εξηγησεις ειναι ο οδηγος, ο οποιος σηκωνει τα ματια στον καθρεφτη κ υστερα με μια φωνη διεκπεραιωτικη λεει απο μικροφωνου: "κατσε, ρε συναδελφε, στη θεση σου. ηρεμησε. μην ενοχλεις τον κοσμο". ο "συναδελφος" επιστρεφει οντως στη θεση του μουρμουριζοντας ανακατα βρισιες κ ορους της φυσικοχημειας. καποιοι γελανε. ο διπλανος μου κουναει το κεφαλι του. σε δεκα λεπτα εχουν ολα ξεχαστει κ το κοιμισμενο κτελ συνεχιζει το ταξιδι του απροσκοπτα.
Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020
ο ασθενης μηδεν
Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020
δυο ασκησεις για το σπιτι
ο γειτονας μου ειχε φιλοξενησει το καλοκαιρι κατι φιλους του. μια μερα ακουσα απο διπλα εναν απο αυτους να τον ρωταει ποιος ειναι ο κωδικος για το ιντερνετ. μετα ακουσα τον γειτονα να του τον υπαγορευει φωναχτα κ αυθορμητα τελειως πηρα ενα στυλο κ τον σημειωσα στο βιβλιο που διαβαζα εκεινη την ωρα. σημερα, για καποιον λογο, απο το πρωι δεν εχω ιντερνετ. εκλεισα κ ανοιξα ξανα καμια εικοσαρια φορες το ρουτερ, πηρα τηλεφωνο στη γραμμη εξυπηρετησης της εταιρειας, ρωτησα κατι φιλους που ξερουν απο αυτα κ ολο με κοροϊδευουν πως ειμαι λεει τεχνολογικα αναλφαβητος.. ακρη δεν μπορεσα να βγαλω. τα παρατησα. αργα το απογευμα ακουσα τον γειτονα να φωναζει παλι κατι ακατανοητο κ θυμηθηκα πως ειχα σημειωμενο καπου τον κωδικο της δικης του συνδεσης. θυμηθηκα πως τον ειχα γραψει στις πρωτες σελιδες καποιου βιβλιου που τοτε διαβαζα, μα ποιο βιβλιο ηταν αυτο το ειχα πια ξεχασει. ετρεξα στη βιβλιοθηκη κ αρχισα να ψαχνω σε ολα οσα διαβασα τους τελευταιους μηνες. οταν τον βρηκα τελικα, χαρηκα λες κ ειχα ανακαλυψει καποιον χαμενο θησαυρο. γυρισα στον υπολογιστη κ αρχισα να τον πληκτρολογω στις συνδεσεις που εβλεπα να βρισκονται κοντα μου. με την τριτη το πετυχα. η ολη διαδικασια μου προκαλεσε εναν τρελο ενθουσιασμο, λες κ ειχα κανει τη χακερια του αιωνα κ οπου ναναι θα μου χτυπουσε την πορτα η διωξη ηλεκτρονικου εγκληματος. κριμα που δεν ηταν εδω οι φιλοι μου οι εξυπνακηδες να δουν ποιος ειναι ο τεχνολογικα αναλφαβητος. αφου βεβαιωθηκα οτι η προσβαση ειναι ανοιχτη κ τα σκυλια δεμενα, εφτιαξα καφε κ στρωθηκα να μελετησω τα νεα της ημερας. λιγο μετα ακουσα παλι τον γειτονα μου να φωναζει. δεν καταλαβαινα τι ελεγε, αλλα ενιωσα πως ηταν κατι σοβαρο, πως ειχε καποιο θεμα. ανοιξα το παραθυρο κ τον ειδα να στεκεται στην αυλη του ακινητος κ να κοιταει τον ουρανο. σηκωσα το κεφαλι μου κ εγω κ τοτε ειδα με τρομο πως ειμαστε ολομοναχοι σε ολοκληρο το συμπαν
Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020
Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020
καινουριοι φιλοι
μπαινω σε ενα χαρτοπωλειο να βγαλω μια φωτοτυπια. "δεν μπορειτε να μπειτε χωρις μασκα", μου λεει η χαρτοπωλισσα. εγω, που ειμαι σιγουρος σχεδον οτι φοραω μασκα, αιφνιδιαζομαι κ για να βεβαιωθω -λες κ υπαρχει περιπτωση να μου κανει πλακα η γυναικα- φερνω μηχανικα το χερι μου στο προσωπο. αφου διαπιστωσω οτι οντως δεν φοραω μασκα, κανω ενα βημα πισω, ζητω συγγνωμη κ της λεω οτι θα ξαναπερασω αργοτερα. "δεν πειραζει", μου λεει αυτη, "μοναχα περιμενετε στην εισοδο." κανω αυτο που μου ζητα κ της δινω το χαρτι που θελω να μου φωτοτυπησει. οσο περιμενω μπαινει ενας αλλος μεσα χωρις μασκα επισης. χα, την πατησες, λεω απο μεσα μου. κ ενω περιμενω να εχει κ αυτος την ιδια τυχη κ να τον στειλει η χαρτοπωλητρια να μου κανει παρεα στην εισοδο του καταστηματος, αυτη τον πλησιαζει, σηκωνει τη μασκα της κ τον φιλαει. αυτος την αγκαλιαζει, της λεει κατι στο αυτι κ υστερα βαζουνε κ οι δυο τα γελια. η ολη φαση με εξοργιζει αφανταστα. οχι, κατι τετοια εγω δεν τα σηκωνω. κανω ενα βημα μες στο μαγαζι κ του φωναζω: "ε, φιλε.. δεν μπορεις να μπαινεις εδω μεσα χωρις μασκα". αυτος γυριζει κ με κοιταζει εκπληκτος. αυτη, ακομα πιο εκπληκτη, κοιταζει μια εμενα, μια τον φιλο της κ μια το φωτοτυπικο μηχανημα. το δε φωτοτυπικο μηχανημα, στα τερματα εκπληκτο κ αυτο, αρχιζει να φωτοτυπει αναποδα το κειμενο που ειναι γραμμενο επανω στο χαρτι μου. αν καποιος το επαιρνε εκεινη τη στιγμη κ το διαβαζε φωναχτα, σιγουρα θα ακουγονταν σατανιστικα μηνυματα. αν μαλιστα το απηγγελνε τρεις φορες μπροστα σε εναν καθρεφτη τα μεσανυχτα, ισως κ να εμφανιζοταν μπροστα του ο κορονοϊος ο ιδιος. στο μεταξυ, σκαει αλλος, τριτος, χωρις μασκα κ αυτος, κ παει να μπει στο μαγαζι. σαν πολλοι δεν μαζευτηκαμε, αναρωτιεμαι. αμεσως, ομως, το ματι μου πεφτει πανω στην καπως ασυντακτη επιγραφη που κρεμεται στην πορτα: "επιτρεπεται η εισοδος μεχρι τεσσερα ατομα". οχι, ενταξει, το εχουμε ακομα. ο καινουριος εχει ερθει κ αυτος για φωτοτυπιες. ακουω τη χαρτοπωλιδα να του μιλαει με οικειοτητα. φαινεται πως γνωριζονται. φιλι για αυτον δεν εχει, παντως. παιρνει απο τα χερια του τα χαρτια που θελει να του φωτοτυπησει κ του λεει να περιμενει εξω. απο πισω του ακολουθει απροθυμος κ αλλος. τωρα ειμαστε τρεις στην εισοδο. ομολογουμενως, οχι κ η πιο ευχαριστη παρεα. ο ενας κοιταει τη βιτρινα. ο αλλος το κινητο του. "τι αλλα νεα, ρε παιδια", λεω εγω, ετσι, για να ελαφρυνω καπως την ατμοσφαιρα. δυστυχως, τη στιγμη εκεινη ερχεται η χαρτοπωλιτισσα στην πορτα κ διακοπτει βιαιως το οργιο κοινωνικοποιησης μου. μου δινει το χαρτι μου κ το πιστο αντιγραφο του. "δεκα λεπτα", μου λεει. ψαχνω στις τσεπες για να βρω ψιλα. εχω μοναχα ενα πενηνταρικο. νομιζω καλυτερα να αρχισω να γυρναω σιγα-σιγα στο σπιτι. αρκετους καινουριους φιλους εκανα παλι σημερα
Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020
εκτακτα
Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020
παρα λιγο κωστας
Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020
Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020
ο κυριος χρηστος
καποτε, ενας φιλος απο εδω μεσα μου εστειλε ενα μηνυμα οτι θελει να ξεφορτωθει καποια βιβλια του κ αν με ενδιαφερει να περασω να δω αν θελω να παρω μερικα. εγω το βρηκα κ σαν μια ευκαιρια για να γνωριστουμε απο κοντα, μια που τοσο καιρο μονο μηνυματα ειχαμε ανταλλαξει -αν κ κατα βαθος πιστευα πως ηδη τον ηξερα καλα, αφου για χρονια τον διαβαζα κ ακουγα τις εκπομπες του στο ραδιοφωνο- κ ετσι δεχτηκα την προσκληση. πηγα απο το σπιτι του, κ αφου τα ειπαμε, μου εδωσε ενα κλειδι κ μου ειπε να παω να ριξω μια ματια στην αποθηκη του που ηταν στο ισογειο της πολυκατοικιας οπου εμενε. κατεβηκα κ εκει επεσα πανω σε εναν πραγματικο θησαυρο. βρηκα καπου μια κουτα κ αρχισα να τη γεμιζω με ενθουσιασμο αλλα κ καποια δοση ενοχης, αφου παρα τη δικη του προσκληση, ενιωθα λιγακι σαν τον κλεφτη. καποια στιγμη, αναμεσα στα αλλα βιβλια, βρηκα κ ενα παλιο δικο μου κ τοτε χαρηκα που ειδα οτι κ αυτος με εχει διαβασει λιγο, αλλα ταυτοχρονα χαλαστηκα, αφου σκεφτηκα οτι θελει να ξεφορτωθει κ το βιβλιο μου μαζι με ολα τα αλλα. φορτωσα την κουτα στο ανταμομπιλ κ ανεβηκα ξανα στο διαμερισμα του να συνεχισουμε την κουβεντα που ειχαμε αφησει στη μεση. με ρωτησε αν βρηκα τιποτα ενδιαφερον κ τοτε δεν κρατηθηκα κ του ειπα: "μα γιατι τα δινετε ολα αυτα τα βιβλια;" "γιατι οσο μεγαλωνεις, τοσο πρεπει να μικραινει η βιβλιοθηκη σου", μου απαντησε. σκεφτηκα καλα το μειγμα λογικης κ ματαιοτητας πισω απο αυτη τη φραση, αλλα επειδη, κ παλι, κατι δεν μου καθοτανε, επεμεινα: "ναι, αλλα ολοι μας μεγαλωνουμε." "ισχυει", μου απαντησε, "αλλα απο καποια ηλικια κ μετα πρεπει να αρχισεις να φτιαχνεις αλλου την οποια σου βιβλιοθηκη." τοτε μονο προσεξα τα κουτια με τα φαρμακα που εστεκαν ακροβολισμενα πανω στο γραφειο του κ σκεφτηκα οτι μπορει να μην εχω την τυχη να τα πουμε ποτε ξανα απο κοντα, αλλα τουλαχιστον προλαβα να δω εφαρμοσμενο στο προσωπο αυτου του ανθρωπου το μονο μεταφυσικο αφηγημα της προκοπης, που μπορεσα ποτε καπως να καταλαβω. καλο ταξιδι, κυριε χρηστο
Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020
μασκες
Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020
Κυριακή 16 Αυγούστου 2020
ντηλητ
περυσι το καλοκαιρι πηγα στην αμερικη. εμεινα μια βδομαδα στη νεα υορκη κ μετα πηγα στη φιλαδελφεια, στη βαλτιμορη, στην ουασινγκτων κ απο εκει με αμαξι γυρισα βιρτζινιες, κεντακυ, τεννεσσι, μισσισσιππη, λουιζιανα.. για αρκετο καιρο, αφου επεστρεψα, κοιτουσα τις φωτογραφιες που ειχα βγαλει κατα τη διαρκεια αυτου του ταξιδιου, οχι τοσο για να θυμηθω απο πού ειχα περασει, μα πιο πολυ για να βεβαιωθω οτι το εκανα σταληθεια ολο αυτο το εξωφρενικο ταξιδι. κ μετα ηρθε η πανδημια κ κλειστηκα στο σπιτι μου, κ ενω ελεγα, δεν πειραζει, τουλαχιστον προλαβα κ ταξιδεψα στις πολιτειες, πριν να στραβωσουνε τα πραγματα, πηγα μια μερα να χαζεψω ξανα τις υπερατλαντικες μου φωτογραφιες κ τοτε ειδα οτι ο υπολογιστης μου δεν ανοιγε. εψαξα, ρωτησα, τον πηγα σε τεχνικους. μου ειπαν οτι καηκε ο δισκος κ οτι δεν μπορουν να ανακτησουν τα αρχεια μου. τα πιο σοβαρα, ευτυχως, τα ειχα ηδη αλλου σωσμενα, αλλα οι φωτογραφιες παει, χαθηκαν κ μαζι τους ειναι σαν να χαθηκε κ το ιδιο το ταξιδι. ενταξει, υπαρχει ακομα ως αναμνηση, αλλα αυτο ελαχιστα με παρηγορει. θελω να πω, εδω καηκε ο δισκος του υπολογιστη, ποιος μου εγγυαται οτι ο δικος μου για παντα θα κρατησει.
μετα θυμηθηκα εναν φιλο που μου ελεγε, αφου ειχε χωρισει απο μια σχεση που κρατησε για χρονια, οτι δεν ξερει τι να κανει με τις φωτογραφιες που κρατουσε στο αρχειο του τοσο καιρο μαζι της. θυμηθηκα την απογνωση στα λογια του, οταν με ρωτουσε "γιατι τις βγαζουμε ολες αυτες τις φωτογραφιες, αφου παντα μετα ερχεται η στιγμη που δεν θελουμε πια να τις κοιταμε;" φιλε, αν με διαβαζεις τωρα, διαγραψε τις ολες οσο ειναι καιρος, μοναχα φροντισε να βγαλεις μια τελευταια με τον εαυτο σου την ωρα που θα πατας το ντηλητ, την ωρα που θα σε ρωταει ο υπολογιστης αν εισαι σιγουρος για αυτο που πας να κανεις κ εσυ θα λες: "ε, ναι. τι; παιδια ειμαστε;" γιατι αν ημασταν παιδια, θα εβγαζαν αλλοι τις φωτογραφιες μας, αλλοι θα υπαγορευαν το αφηγημα των αναμνησεων μας κ υστερα θα περνουσαμε μια ολοκληρη ενηλικη ζωη ψαχνοντας τροπο να το διαγραψουμε. βγαλε, λοιπον, μια τελευταια κ ψαξε να την αποθηκευσεις μεσα σε κατι που να μην καιγεται ευκολα, να εχεις μετα κατι για να θυμασαι. για να εισαι σιγουρος μετα, οχι για το ταξιδι που εκανες, αλλα που επεστρεψες απο αυτο κ επεζησες κ επελεξες να μην το ξανακανεις
Τρίτη 4 Αυγούστου 2020
Κυριακή 26 Ιουλίου 2020
αγνωστα νουμερα
Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020
το σημειο
δεν μου αρεσει να κανω σχεδια μακροπροθεσμα, κ γενικα δεν βιαζομαι, αλλα πιστευω οτι στο σημειο αυτο, στο πολυ συγκεκριμενο αυτο σημειο, πρεπει μια μερα να με θαψετε
Κυριακή 5 Ιουλίου 2020
Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020
απεναντι
Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020
παιρνω φωτια
Κυριακή 7 Ιουνίου 2020
σχημα λογου
Τρίτη 26 Μαΐου 2020
αδιεξοδο
Τετάρτη 6 Μαΐου 2020
τρισταν
Τρίτη 28 Απριλίου 2020
ολα καλα θα πανε
Κυριακή 19 Απριλίου 2020
η κατασταση
καθε μερα, εκει γυρω στις 5 το απογευμα, βγαινω απο το σπιτι κ παιρνω ενα απο τα μονοπατια που ξεκινουν περιπου απο εδω, οπου αυτη η κατασταση με εχει αποκλεισμενο, κ τραβουν προς κατευθυνσεις τελειως ασυναρτητες, αφου δεν ηταν ανθρωποι, υπευθυνοι κ λογικοι, εκεινοι που καποτε τα ανοιξαν, αλλα κατσικια, λυκοι κ αγριογουρουνα κ ποιος ξερει τι ειδους αλλα κτηνη, που τωρα εκμεταλλευονται το κακο που μας εχει βρει κ επιστρεφουν για να σφετεριστουν τον ζωτικο μας χωρο.
το πρωτο μονοπατι που ανακαλυψα ανεβαινει αποτομα ψηλα προς το βουνο, ωσπου καποια στιγμη συναντα την εθνικη οδο και βιαια διακοπτεται. μεχρι εκει φτανω οταν το επιλεγω. κ δεν τολμω να διασχισω τον δρομο κ να αναζητησω τη συνεχεια του μονοπατιου απεναντι. οχι, επειδη φοβαμαι τα αμαξια -σιγα τα αμαξια, δηλαδη, αφου κ οι δρομοι πια εχουνε ερημωσει- μα πιο πολυ γιατι προτιμω να καθομαι εκει, στην ακρια, κ να φανταζομαι πως το χαμενο νημα του μονοπατιου μπορει –ποιος ξερει;- να οδηγει σε αλλους κοσμους μυστικους, σε καταστασεις ιδανικες, μα δυστυχως ανεφικτες για τα δικα μας δεδομενα. ετσι, χαζευω για λιγο τις κακοτεχνιες στο οδοστρωμα κ υστερα παιρνω ξανα πισω την κατηφορα.
το δευτερο μονοπατι ειναι καπως πιο ενδιαφερον. την αφετηρια του τη βρισκω αφου περπατησω κατα μηκος της αμμουδερης ακτης κ υστερα ψιλοσκαρφαλωσω στα βραχια που την περιοριζουν. λιγα μετρα μετα ερχομαι παντα αντιμετωπος με κατι αγριοσκυλα τα οποια δεν φαινεται να με πολυσυμπαθουν, αλλα που εν παση περιπτωσει, δειχνουνε κατανοηση κ αφου το παιξουνε για λιγο κερβεροι, ετσι για το ξεκαρφωμα, μετα με αφηνουν να περασω. κ ετσι συνεχιζω να προχωρω κατω απο τα πευκα. κ υστερα συναντω αυλες εξοχικων κατοικιων με γυψινα αγαλματα, που απεικονιζουν κυκνους, δελφινια, νανους, ξωτικα, τριτωνες κ γοργονες. κ χανομαι μεσα σε κηπους με βαρυφορτωμενες λεμονιες. κ πνιγομαι μεσα στα χρωματα κ τα αρωματα της ανοιξης κ μες στις αλλεργιες. κ ξαναβγαινω στην ακτη. κ διασχιζω εναν, δυο, τρεις παραθαλασσιους οικισμους, που μεχρι χθες τους κυβερνουσανε δαιμονισμενες γατες κ τωρα εχουνε γινει καταφυγια των αυτοεξοριστων αυτης της πανδημιας. κ τοτε σκεφτομαι πως ο ιος ειμαι εγω. κ ο πλανητης ειναι ο ξενιστης που με ανεχεται, γιατι δεν εχει βρει ακομα τροπο για να με βγαλει απο τη μεση κ να το κανει να φανει σαν να ειναι ατυχημα. κ τοτε λεω "ολα καλα μεχρι εδω" κ ας ξερω οτι το μονοπατι καπου εδω τελειωνει. μα εγω κανω οτι δεν βλεπω μπροστα μου το αδιεξοδο κ επιστρεφω πισω εχοντας για ακομα μια φορα τον εαυτο μου κοροϊδεψει, πως η επιστροφη αυτη, οπως κ ολοκληρη η βολτα μου, οπως κ η ζωη μου ολοκληρη ηταν επιλογη μου.
το τριτο μονοπατι ειναι κ το πιο συναρπαστικο. δυστυχως, το ανακαλυψα μολις τις τελευταιες μερες, τυχαια, οταν βγηκα για να πεταξω τα σκουπιδια μου. το τριτο μονοπατι ξεκιναει απο το σημειο οπου οι παλαιοι τοποθετησαν πρωτα τους πρασινους κ στη συνεχεια τους μπλε καδους σκουπιδιων. ενα εξοχως στρατηγικο σημειο, αφου εκει υπαρχει το ικανο κ αναγκαιο πλατωμα που επιτρεπει στο απορριματοφορο να κανει τις μανουβρες του. εκτος, ομως, απο την εξυπηρετηση των αναγκων που υγειινη μάς εχει επιβαλει, δεν αποκλειεται στις προθεσεις των παλαιων να περιλαμβανοταν κ η επιθυμια τους να κρυψουν με τους καδους αυτο ακριβως, το τριτο μονοπατι. το μονοπατι που εγω, μονος κ για λογαριασμο ολοκληρης της ανθρωποτητας, τυχαια ανακαλυψα, κ ενω ειχα βγει για να πεταξω τα σκουπιδια μου, πριν απο λιγες μερες - το ξερω, επαναλαμβανομαι, αλλα ειναι αυτα τα φαινομενικα μικρα μα κατα βαθος σπουδαια κατορθωματα που κανουν αυτες τις μερες καπως να ξεχωριζουν. το τριτο μονοπατι μου, λοιπον, ανηφοριζει προς τα μελαγχολικα κατσαβραχα που ξεκινουν ψηλα απο το βουνο κ καταληγουν να τσαλαβουτουν μεσα στη θαλασσα, χωριζοντας την συντεταγμενη παραλια, που εχω εδω μπροστα στο σπιτι μου, απο μια αλλη παραλια αγρια κ ερημικη, υπουλη κ μονοχνωτη. βαδιζοντας πανω στο μονοπατι παρατηρω την παραλια αυτη απο ψηλα κ λεω εδω θα ερθω να κατασκηνωσω οταν σφιξουν οι ζεστες κ μαζι με αυτες σφιξει τριγυρω μου κ ο κλοιος των παραθεριστων, αν η κατασταση αυτη συνεχιστει, αν γινει αυτο που ολοι λαχταραμε κ τρεμουμε ταυτοχρονα. υστερα, ομως, σταματαω να ονειροπολω, γιατι το μονοπατι γινεται ολοενα κ πιο δυσβατο κ αναγκαζομαι να δινω μαχη με τα ορνια κ τα ερπετα που ξεπεταγονται συνεχεια μπροστα μου για να μου υπενθυμισουν οτι καλα θα κανω καποια στιγμη να επιστρεψω στο σπιτακι μου, να φτιαξω κατι για να φαω, να βαλω στο λαπτοπ να παιζει κανενα επεισοδιο, να ξανανιωσω ασφαλης, δικαιωμενος για το κομματι που καταφερα να αρπαξω απο την τουρτα του πολιτισμου, την ωρα που οι περισσοτεροι τριγυρω μου περιμεναν να εμφανιστει απο το πουθενα καποιο τιμωμενο προσωπο για να φυσηξει κ να σβησει τα κερακια. μα εγω συνεχιζω να περπατω γιατι θελω να δω πού βγαζει αυτο το τριτο μονοπατι. μεχρι που φτανω στην ακρη ενος γκρεμου κ βλεπω απο κατω να μου χαμογελα το χαος. κ καπως ετσι μενουμε εκει κ κοιταζομαστε πεισματικα κ ανυποχωρητα, μεχρι να βαλει τα γελια ο ενας απο τους δυο μας. κ ευτυχως, μεχρι στιγμης, γελαει το χαος πρωτο. κ ετσι γυριζω πισω στο σπιτι νικητης. κ μαγειρευω κατι να φαω επιτελους κ βαζω στο λαπτοπ να παιζει παντα το ιδιο επεισοδιο.
κ υστερα, χορτατος πια, φτιαχνω να πιω εναν καφε κ παω να στριψω ενα τσιγαρο. μα βλεπω οτι εχει τελειωσει ο καπνος. κ τοτε βαζω τα παπουτσια μου ξανα. κ στελνω μηνυμα για να ενημερωσω πως θελω να μετακινηθω για να προμηθευτω πρωτης αναγκης αγαθα, των οποιων δεν ειναι δυνατη ακομα η αποστολη τους. κ παιρνω το αμαξι μου κ παω στον παραδιπλα οικισμο, οπου εχει παντα ανοιχτο περιπτερο. κ ο περιπτερας με βλεπει κ με χαιρετα κ υστερα με ρωταει: "τι γινεται, γιατρε μου;" κ εγω τοτε σοβαρευομαι κ οσο μπορω πιο επιστημονικα του απαντω: "τι θες να γινει, ρε συναδελφε; κανονικα, ολοι στο τελος θα πεθανουμε, αλλα ετσι οπως παει το πραγμα -τι να σου πω;- δεν αποκλειεται κ να αναστηθουμε."
Δευτέρα 6 Απριλίου 2020
Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020
με δικα μου λογια
γαβγισματα
Σάββατο 7 Μαρτίου 2020
αποκλειστικό
Λίγο μετά μπαίνει στο χωριό και ακολουθεί την ταμπέλα που δείχνει τον δρόμο για την κεντρική πλατεία. Εκεί παρκάρει κάπου το αμάξι του και κατεβαίνει. Η πλατεία είναι έρημη, όπως έρημο μοιάζει να είναι κι ολόκληρο το χωριό. Παραδόξως αυτό δεν τον ενοχλεί. Είναι όλο δικό μου, σκέφτεται και αρχίζει να τριγυρίζει στα δρομάκια του και να βγάζει φωτογραφίες. Όταν βαριέται επιστρέφει στην πλατεία. Βλέπει το αυτοκίνητό του παρκαρισμένο δίπλα στην παλιά πέτρινη εκκλησία και για μια στιγμή τού φαίνεται εξωφρενικά ξένο και αταίριαστο μέσα στο όλο τοπίο. Λάθος, μονολογεί, το αμάξι μου, εγώ, είμαστε ένα λάθος.
Τότε ακούει φωνές. Γυρίζει και βλέπει την πόρτα του καφενείου ανοιχτή. Ακούει κουβέντες έντονες αλλά δεν μπορεί να ξεχωρίσει ούτε μια λέξη. Θα μπορούσα να πιω έναν καφέ εδώ πριν φύγω, σκέφτεται. Μα μόλις κάνει να πλησιάσει προς την πόρτα κάποιος την τραβάει από μέσα και την κλείνει δυνατά. Κοντοστέκεται για λίγο, μα αμέσως συνεχίζει. Φτάνει, πιάνει το πόμολο, το κουνάει τρεις-τέσσερις φορές, αλλά η πόρτα δεν ανοίγει. Σκύβει και μέσα από το τζάμι βλέπει μια μεγάλη παρέα, γυναίκες, άντρες και παιδιά, να κάθονται γύρω από ένα μακρύ τραπέζι, να τρώνε και να πίνουν. Χτυπάει το τζάμι, ενώ συνεχίζει να παλεύει να ανοίξει την πόρτα. Κανένας δεν του δίνει σημασία. Ούτε καν γυρίζουν να τον κοιτάξουν. Μόνο ένα μωρό, κοριτσάκι μάλλον, στα πόδια της μαμάς του, τεντώνει το μικροσκοπικό του δάχτυλο και δείχνει προς το μέρος του. Μα και το μωρό κανείς δεν το προσέχει. Θυμώνει και επιστρέφει βρίζοντας στο αυτοκίνητό του. Έχει ακόμα, άλλωστε, πολύ δρόμο μπροστά του.
Στην έξοδο του χωριού βλέπει μια βρύση κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο. Να πάρω λίγο νερό να πιω, θυμάται τον δήθεν λόγο που τον έκανε να στρίψει και να αλλάξει την πορεία του. Σταματάει ξανά και κατεβαίνει. Σκύβει πάνω από τη βρύση, πίνει και ύστερα γεμίζει ένα μικρό πλαστικό μπουκάλι που έχει βρει μέσα στο αυτοκίνητο. Καθώς πάει να φύγει προσέχει πάνω στο δέντρο ένα χαρτί, ένα αγγελτήριο θανάτου. Του ρίχνει μια βιαστική ματιά και ύστερα επιβιβάζεται ξανά, βάζει μπρος και ξεκινάει. Λίγα μέτρα μετά φρενάρει και γυρίζει πίσω στη βρύση με την όπισθεν. Νιώθει μια έντονη ανησυχία. Διστάζει. Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν, μάλλον έτσι του φάνηκε, αλλά δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό.
Βγαίνει ξανά από το αμάξι, πάει κοντά στον πλάτανο και στέκεται μπροστά στο κηδειόχαρτο που είναι καρφωμένο με πινέζες πάνω του. Το διαβάζει κι ο τρόμος τώρα τον κυριεύει. Το όνομα του νεκρού είναι ίδιο με το δικό του όνομα, μα η σύμπτωση δεν σταματάει εκεί. Ο νεκρός έχει επίσης την ίδια ηλικία, οι γονείς και τα αδέλφια του τα ίδια ακριβώς ονόματα με τα αντίστοιχα της οικογένειάς του. Η μόνη διαφορά είναι ότι ανάμεσα στους πενθούντες συγγενείς υπάρχει μια σύζυγος και μια κόρη - όχι, ο φίλος ούτε παντρεμένος είναι ούτε παιδιά έχει, αν και αυτή τη στιγμή ο τρόμος τον έχει κάνει να αμφιβάλλει για τα πάντα. Και μαζί με τον τρόμο έρχεται και ένα άλλο απρόσκλητο συναίσθημα. Νιώθει μια θλίψη για αυτή τη χήρα κι αυτό το ορφανό, τόσο βαθιά παράλογη, που θέλει να ψάξει να τους βρει και να τους ζητήσει κάτι ασπούμε σαν συγγνώμη.
Να όμως που γρήγορα συνέρχεται και αρχίζει κάπως να το εκλογικεύει. Παίρνει στο τηλέφωνο τον πατέρα του, να τον ρωτήσει εάν έχουν συγγενείς στα μέρη αυτά, μα πιο πολύ για να μοιραστεί με κάποιον αυτήν την τόσο επώδυνη εμπειρία. Ο πατέρας του δεν απαντά. Καλεί τότε τη μάνα του. Ναι, η μάνα του ξέρει από αυτά καλύτερα. Μα ούτε εκείνη απαντάει. Παίρνει και τα αδέλφια του. Τα ίδια. Μα τι έχουν πάθει όλοι; Πώς γίνεται όλοι να εξαφανίζονται όταν τους χρειάζεται; Το σκέφτεται για μια στιγμή. Κοιτάζει ξανά το κηδειόχαρτο και παίρνει τηλέφωνο εμένα.
Εγώ του απαντάω, φυσικά. Άλλωστε, πώς θα μπορούσα να γνωρίζω -και μάλιστα με τόσες λεπτομέρειες- αυτήν την ιστορία; Ο φίλος μού τα διηγείται όλα από την αρχή, παραλείποντας, ωστόσο, να μου αναφέρει τον σκοπό του ταξιδιού του. Όταν κάποια στιγμή τον διακόπτω για να τον ρωτήσω σχετικά, μοιάζει να τον ξαφνιάζω. Στην αρχή νομίζω ότι δεν θέλει να μου πει, μα όταν επιμένω, καταλαβαίνω ότι σταλήθεια έχει ξεχάσει για ποιο λόγο πήρε το αμάξι και ξεκίνησε να ταξιδεύει προς τα νότια. Ο τρόμος του τώρα έχει γίνει πανικός.
Του ζητάω να ηρεμήσει. Του λέω να μου διαβάσει ξανά όλα όσα γράφει το χαρτί πάνω στον πλάτανο. Το κάνει με φωνή που τρέμει, ενώ μόλις φτάσει στα ονόματα της χήρας και του ορφανού, ξεσπάει σε λυγμούς. Με εκλιπαρεί να τον βοηθήσω και να του πω τι πρέπει να κάνει. Του λέω να συνεχίσει. Δεν έχει άλλο, αυτός μου απαντά. Πότε είναι η κηδεία, τον ρωτάω. Ήταν, μου λέει, τελείωσε, εδώ και λίγη ώρα. Και ο καφές, επιμένω. Ποιος καφές, ρωτάει στα χαμένα. Ο καφές της παρηγοριάς, του ξαναλέω. Πού δίνεται ο καφές; Στο καφενείο της πλατείας, μου συλλαβίζει και αμέσως, σαν να τον έχει χτυπήσει κεραυνός, βγάζει μια στριγκλιά και μου το κλείνει.
Δοκίμασα να τον πάρω πίσω αλλά δεν τα κατάφερα. Για αρκετή ώρα μού έβγαινε μήνυμα πως είναι κατειλημμένος. Αργά το βράδυ που ξαναπροσπάθησα άκουσα τη φωνή της τηλεφωνήτριας να μου λέει ότι ο φίλος βρίσκεται εκτός δικτύου. Έπεσα για ύπνο πιστεύοντας ότι όντως κάποια στιγμή θα ενημερωθεί για την κλήση μου και τότε θα με ξαναπάρει.
Το επόμενο πρωί που ξύπνησα μου έτυχαν διάφορα και ξέχασα και τον φίλο και την περιπέτειά του. Το απόγευμα γύρισα από τη δουλειά και κάθισα να φάω μπροστά στον υπολογιστή μου. Παρασυρμένος από κάτι που διάβασα τυχαία κάπου, πέρασα το υπόλοιπο της μέρας χαζεύοντας την ειδησιογραφία. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ότι σε όλα σχεδόν τα νέα, είτε είχαν να κάνουν με επιδημίες, με μετακινήσεις πληθυσμών, με αποτρόπαια εγκλήματα είτε με τον καιρό και το ποδόσφαιρο, παντού έπαιζε η λέξη αποκλεισμός μαζί με όλα τα παράγωγά της.
Τον φίλο τον θυμήθηκα αργά το βράδυ πάλι, λίγο πριν πέσω για να κοιμηθώ. Έψαξα το νούμερό του στις τελευταίες κλήσεις και τον ξανακάλεσα. Αυτή τη φορά το ηχογραφημένο μήνυμα με πληροφορούσε ότι ο αριθμός που καλούσα δεν χρησιμοποιείται.