Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

πενθιμο μικρο

 πεθανε η γιαγια ενος φιλου κ μετα την κηδεια μαζευτηκαν στο σπιτι οι πιο στενοι τους συγγενεις να τους συλλυπηθουνε. ηταν ολοι τους θλιμμενοι, μα οπως συμβαινει συχνα με τους ανθρωπους που φευγουνε σε αρκετα μεγαλη ηλικια, δεν ελειπαν τα αστεια, καθως θυμοντουσαν διαφορα απο οσα ειχε πει κ ειχε κανει η γιαγια. ο μονος που εμοιαζε ξενος με το ολο σκηνικο ηταν ο παππους, ο οποιος καθοταν σε μια γωνια κ παρακολουθουσε αμιλητος κ ανεκφραστος. μονο στον εγγονο του, στον φιλο που μου ειπε αυτην την ιστορια δηλαδη, μιλουσε κ καθε φορα που περνουσε απο μπροστα του, του επιανε το χερι κ του ελεγε: "εσενα, μετα σε θελω". καποια στιγμη εφτασε η ωρα του "μετα" κ το σπιτι αρχισε να αδειαζει απο τους συγγενεις κ εμεινε μονη η οικογενεια. ο εγγονος βιαζοτανε κ αυτος να φυγει, αλλα μολις τον ειδε ο παππους να βαζει το παλτο του, τον φωναξε κοντα του κ του ειπε: "πού πας; αφου σου ειπα. περιμενε να φυγουν ολοι." ο φιλος εβγαλε το παλτο κ καθισε διπλα στον παππου, περιμενοντας να φυγουν οι γονεις κ τα αδερφια του. μολις εμειναν μοναχοι, ο παππους τιναχτηκε ορθιος, κ αφου εβαλε το δικο του το παλτο, ειπε στον εγγονο του: "αντε, σηκω, παμε". "πού;" "θα δεις. θα σου πω στον δρομο."

μπηκανε στο αυτοκινητο κ κατευθυνθηκαν προς το κεντρο. στον δρομο ο παππους εδινε συνεχεια οδηγιες. οταν εφτασαν εξω απο ενα εμπορικο καταστημα, του ειπε "εδω ειμαστε" κ του ζητησε να παρκαρει καπου εκει κοντα κ να τον περιμενει. ο παππους βγηκε απο το αμαξι κ μπηκε μεσα στο μαγαζι. ο εγγονος κοιταξε τη βιτρινα. το μαγαζι πουλουσε εσωρουχα. λιγο μετα ο παππους βγηκε κρατωντας μια μεγαλη πλαστικη σακουλα. γυρισε στο αμαξι, κ παραμενοντας ακομα πεισματικα ανεκφραστος, ζητησε απο τον εγγονο του να τον παει ξανα στο σπιτι. στον δρομο της επιστροφης κανενας δεν εβγαλε κουβεντα. μονο, λιγο πριν φτασουν, ο φιλος δεν αντεξε, γυρισε κ τον ρωτησε: "τι πηγες κ ψωνισες, ρε παππου; γιατι ηταν τοσο επειγον;" "σλιπ", του απαντησε ο παππους, "η συγχωρεμενη μονο σωβρακα με αφηνε να φοραω." κατι χοντρες σταγονες αρχισαν να βαρανε πανω στο παρμπριζ. ο φιλος ανοιξε τους υαλοκαθαριστηρες. ο παππους εβγαλε τα γυαλια του κ τα σκουπισε πανω στη μαυρη του γραβατα

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

ο συναδελφος

πολλα χρονια πριν. ταξιδευω νυχτα με το κτελ για την αθηνα. μισοκοιμαμαι. καποια στιγμη χτυπαει το τηλεφωνο μου. μεχρι να το βρω κ να απαντησω ο ηχος του εχει ξυπνησει αρκετους τριγυρω μου. μιλαω χαμηλοφωνα κ υστερα το κλεινω κ το βαζω στο αθορυβο. λιγο μετα νιωθω ενα σκουντηγμα στο ωμο. γυριζω, βλεπω εναν τυπο αγριεμενο πανω απο το κεφαλι μου. "τι εγινε;" τον ρωταω. "το κινητο σου", μου απαντα. "ναι, με συγχωρεις", του λεω, "το ειχα ξεχασει, αλλα τωρα το εχω στο αθορυβο." "οχι", μου λεει, "τελειως να το κλεισεις". "γιατι;" του λεω, "θα μπλοκαρει το κτελ κ δεν θα μπορει να επικοινωνησει με τον σταθμο στις τρεις γεφυρες για να ζητησει αδεια προσγειωσης;" "να το κλεισεις", επιμενει αυτος, "μου προκαλει προβληματα στην υγεια μου με την ακτινοβολια που εκπεμπει". μενω για λιγο σιωπηλος ισα για να βεβαιωθω οτι δεν κανει πλακα κ υστερα τον ρωταω αν αυτο το παθαινει απο ολα τα κινητα τηλεφωνα ή μονο απο το δικο μου. η ερωτηση τον εξοργιζει κ αρχιζει να φωναζει, ξυπνωντας πια το συνολο των συνεπιβατων, που προσπαθουν να καταλαβουν τι συμβαινει. ο μονος που φαινεται πως δεν χρειαζεται εξηγησεις ειναι ο οδηγος, ο οποιος σηκωνει τα ματια στον καθρεφτη κ υστερα με μια φωνη διεκπεραιωτικη λεει απο μικροφωνου: "κατσε, ρε συναδελφε, στη θεση σου. ηρεμησε. μην ενοχλεις τον κοσμο". ο "συναδελφος" επιστρεφει οντως στη θεση του μουρμουριζοντας ανακατα βρισιες κ ορους της φυσικοχημειας. καποιοι γελανε. ο διπλανος μου κουναει το κεφαλι του. σε δεκα λεπτα εχουν ολα ξεχαστει κ το κοιμισμενο κτελ συνεχιζει το ταξιδι του απροσκοπτα.

φετος το καλοκαιρι. ειμαι στο βολο. εχω αφησει το ανταμομπιλ στο συνεργειο, κ μολις ο μηχανικος με ειδοποιει πως ειναι ετοιμο, παιρνω ενα ταξι κ παω να το παραλαβω. ο ταξιτζης φοραει μασκα, οπως κ εγω, αλλωστε. καπου στου δρομου τα μισα χτυπαει το κινητο μου. το βγαζω κ απανταω. καθως μιλαω ακουω κ τον οδηγο να λεει κατι, το οποιο μου φαινεται τοσο εξωφρενικο που δεν μπορω να πιστεψω οτι απευθυνεται σε εμενα. να ομως που ο οδηγος το επαναλαμβανει. λεω στον φιλο στο τηλεφωνο να περιμενει λιγο κ γυριζω προς το μερος του. "συγγνωμη, σε μενα μιλατε;" του λεω. "κλεισε το κινητο σου", μου ξαναλει τριτη φορα -ή μηπως τεταρτη- αυτος, "η ακτινοβολια του μου προκαλει σοβαρα προβληματα στην υγεια μου." δεν μπορει, σκεφτομαι, αλλα ενταξει δεν αποκλειεται κιολας. "το παθαινετε αυτο απο ολα τα κινητα γενικα", τον ρωταω, "ή μονο συγκεκριμενα απο το δικο μου;" δεν μπορει, σκεφτεται τωρα κ αυτος, αλλα ενταξει δεν αποκλειεται κιολας. γυριζει κ αυτος κ με κοιτα. για ωρα κοιταζομαστε στα ματια, ενω το ταξι συνεχιζει να προχωραει ουσιαστικα ακυβερνητο. μεσα απο τη διαβολικη συσκευη που επιμενω να κραταω ακομα ανοιχτη στο χερι μου μολις που ακουγεται η αγωνιωδης φωνη του φιλου: "ελα ρε.. με ακους; πού εισαι; τι επαθες;" λιγο πριν συμβει κατι μοιραιο κ μη αναστρεψιμο ο ταξιτζης επιστρεφει το βλεμμα του στον δρομο, βγαζει τη μασκα του, αναστεναζει βαθια κ μου λεει: "αμα θες, βγαλε κ τη δικια σου. ετσι κ αλλιως ολοι μας θα πεθανουμε"

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ο ασθενης μηδεν

περυσι, περιπου τετοιες μερες. εχω παρει το τραινο απο τη θεσσαλονικη για να κατεβω στην αθηνα. το βαγονι μου ειναι σχεδον αδειο. απλωνομαι στη θεση μου κ απλωνω τα πραγματα μου στις απεναντι. περναει ο ελεγκτης. "παρακαλω, τα εισιτηρια σας." αφου ελεγχει το δικο μου εισιτηριο, βγαζω ενα βιβλιο κ αρχιζω να διαβαζω.
μετα την κατερινη ερχεται ενας τυπος, στεκεται πανω απο το κεφαλι κ βηχει. γυριζω, τον κοιταζω. "τι εγινε;" του λεω. δεν μου απανταει. μοναχα βηχει. υστερα μου ζηταει συγγνωμη κ με ρωταει αν μπορει να καθισει. ολα αυτα χωρις να πει ουτε λεξη. απλως δειχνει τη θεση ακριβως απεναντι, οπου κ βρισκεται ο σακος μου. ανασηκωνομαι, κοιταζω τριγυρω. το βαγονι εξακολουθει να ειναι σχεδον αδειο. θελω να του πω "γιατι, ρε ανθρωπε, δεν πας καπου αλλου να κατσεις;" μα δεν το κανω. ντρεπομαι. τον ξανακοιταζω. σιγουρα ειναι απο αλλου. μαλλον δεν ξερει ελληνικα. τουλαχιστον δεν θα μου πιασει κουβεντα. το πολυ-πολυ να με κολλησει - ακομα ζουσαμε στην εποχη της υγειονομικης μας αθωοτητας. μαζευω τον σακο κ εκεινος καθεται. βηχει. χαμογελαει. ξαναβηχει. εγω επιστρεφω στο βιβλιο μου.
ξαναπερναει ο ελεγκτης. τωρα ζηταει απο τον τυπο εισιτηριο. χωρις "παρακαλω" αυτη τη φορα. ο τυπος δεν καταλαβαινει. "εισιτηριο, δεν εχεις εισιτηριο;" του λεει ο ελεγκτης, χωρις ωστοσο να αγριεψει. μοναχα βγαζει εναν αναστεναγμο, σαν να λεει "μπλεξαμε παλι, μπλεξαμε". στο μεταξυ, ο βηχας του τυπου εχει γινει εντονοτερος. βγαζω το δικο μου εισιτηριο κ του το δειχνω. "τικετ", του λεω. "α, τικετ", λεει κ αυτος, καπως ανακουφισμενος. βγαζει απο την τσεπη διαφορα χαρτια κ αρχιζει να τα ψαχνει. ο ελεγκτης αναστεναζει ξανα. θα ηθελε ισως να το παιξει πιο αυστηρος, αλλα βαριεται αφορητα. ο τυπος βρισκει τελικα το εισιτηριο του. ο ελεγκτης το παιρνει, το κοιταζει, του ανοιγει μια τρυπα με αυτο το πραγμα που κραταει στα χερια του κ λεει: "οκ, εσυ στο λιανοκλαδι κατεβαινεις." αισθανομαι οτι κατι δεν παει καλα εδω, αλλα ηδη πολυ εχω ασχοληθει, οποτε αρχιζω κ παλι να διαβαζω.
ο βηχας, ομως, του απεναντι οσο παει κ χειροτερευει. λογικα, μεχρι το λιανοκλαδι θα αρχισω να βηχω κ εγω. μεχρι την αθηνα θα βηχει ολο το τραινο. μεχρι να μπει το 2020 θα εχει πεσει αρρωστη ολοκληρη η χωρα.
δεν προλαβαινω να τελειωσω το κεφαλαιο κ ο τυπος με σκουνταει. ζηταει, παλι με νοηματα, στυλο κ ενα χαρτι να γραψει. σκεφτομαι πως ισως εχει να πει μια ιστορια πιο ενδιαφερουσα απο ολες αυτες που γραφω ή διαβαζω. του δινω ενα στυλο κ το βιβλιο μου, ανοιγμενο στις τελευταιες λευκες σελιδες. αυτος γραφει κατι οσο πιο αργα κ βασανιστικα μπορει κ υστερα μου το δειχνει. τρεις λεξεις κ ενα ερωτηματικο που μοιαζει με δρεπανι: "athens vathis victoria?" ζηταει οδηγιες. ναι, αλλα τι φαση, σκεφτομαι, βικτωρια ή βαθης; "αθηνα πας;" τον ρωταω. αυτος βηχει δυο φορες, που μαλλον σημαινει "μαλλον". τραβαω απο τα χερια του το εισιτηριο. οντως γραφει λιανοκλαδι.
βλεπω τον ελεγκτη να ξαναπερνα κ τον φωναζω. "αθηνα παει αυτος εδω", του λεω, "μαλλον του βγαλαν λαθος εισιτηριο". "σωστο ειναι το εισιτηριο", μου απανταει, "ετσι κανουνε ολοι αυτοι. βγαζουν εισιτηριο μεχρι εκει που φτανουν τα λεφτα τους κ υστερα κλαιγονται να τους αφησουμε να κατεβουν στο τερμα". στο μεταξυ ο ξενος εχει αρχισει να βηχει παλι σαν τρελος. "δεν πας καπου αλλου να κατσεις", μου λεει ο ελεγκτης, "ποιος ξερει τι σοϊ αρρωστιες κουβαλαει". "να σου πω", του λεω βαζοντας ηδη το χερι μου στην τσεπη, "ποση ειναι η διαφορα ως την αθηνα;" "οχι, δεν παει ετσι", μου απαντα, "πρεπει να κατεβει στο λιανοκλαδι κ εκει να αγορασει καινουριο εισιτηριο". "κ ποση ωρα κραταει η σταση στο λιανοκλαδι;" επιμενω. "δυο λεπτα", μου λεει, "ασε.. ουτε τσιγαρο δεν προλαβαινεις να αναψεις."
δεν λεμε τιποτα αλλο. μοναχα κοιταζομαστε στα ματια για λιγη ωρα, σαν να παιζουμε αυτο το παιχνιδι που χανει οποιος γελασει πρωτος. τελικα χανει ο ελεγκτης κ φευγει απο το βαγονι. "τι εγινε; υπαρχει προβλημα;" με ρωταει ο τυπος απο απεναντι, χωρις παλι να πει ουτε μια λεξη. "ασε, θα το κανονισω εγω", του απαντω κ τον καθησυχαζω.
το τραινο συνεχιζει να κυλαει πανω στις ραγες προς τα νοτια. εγω συνεχιζω να διαβαζω το βιβλιο που κρατω στα χερια μου, αλλα πια δεν καταλαβαινω κ πολλα απο αυτα που γραφει. καποια στιγμη μοιραια με παιρνει ο υπνος.
οταν ξυπναω απεναντι μου δεν καθεται κανεις. τεντωνομαι, κοιταζω γυρω μου. ο τυπος εχει εξαφανιστει. περιμενω λιγο. τιποτα. υστερα ακουω απο τα μεγαφωνα: "αμφικλεια, οι επιβατες να ετοιμαζονται για αποβιβαση". παει το λιανοκλαδι, το περασαμε. σηκωνομαι. αρχιζω να ψαχνω στα διπλανα βαγονια.
βρισκω στο μπαρ τον ελεγκτη. "που πηγε αυτος που καθοτανε απεναντι μου;" τον ρωταω. "κατεβηκε", μου λεει αυτος, "γιατι ρωτας; σε εκλεψε;" καταλαβαινω πως δεν εχει νοημα να επιμεινω αλλο. αλλα δεν φευγω. μενω εκει κ αρχιζουμε παλι το παιχνιδι μας. κοιταζομαστε ξανα στα ματια, αμιλητοι κ ανεκφραστοι. αυτη τη φορα χανει οποιος θα βηξει πρωτος.
παραδοξως, κερδιζω παλι. ενω απομακρυνομαι, τον ακουω πισω μου να πνιγεται στον βηχα. γυριζω, καθομαι στη θεση μου. κοιταω να δω τι ωρα εχει παει. σε μια ωρα περιπου θα ειμαστε στην αθηνα. σε λιγοτερο απο δυο μηνες θα εχουμε μπει στο 2020. σε τρεις μηνες κ κατι θα εχει ανοιξει το καπακι της κολασεως κ θα τιποτα ξανα δεν θα ειναι οπως πρωτα.
μονο αυτο το ερωτηματικο στις πισω λευκες σελιδες του βιβλιου που τοτε διαβαζα θα μοιαζει ακομα με δρεπανι

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

δυο ασκησεις για το σπιτι

τη μερα εκεινη κανονικα ηταν να παμε εκδρομη, αλλα χαλασε αιφνιδια ο καιρος κ μειναμε τελικα στο σπιτι. εγω ειχα ξενερωσει αφανταστα κ καθομουν στο παραθυρο αμιλητος, κοιταζοντας τους δρομους να μετατρεπονται σε ποταμια. ο παππους μου, για να με παρηγορησει καπως, βγηκε μες στη βροχη κ πηγε να μου αγορασει κατι απο το μικρο συνοικιακο βιβλιοχαρτοπωλειο. μεχρι να επιστρεψει στο σπιτι, ειχε γινει μουσκεμα. η γιαγια του εβαλε τις φωνες που βγηκε ετσι, μες στην κακοκαιρια. εγω εβγαλα απο την πλαστικη σακουλα το δωρο του κ αρχισα να το περιεργαζομαι. ηταν μια παιδικη, εικονογραφημενη εκδοχη της ελληνικης μυθολογιας. αφου χαζεψα για λιγη ωρα τις ζωγραφιες κ τους τιτλους των κεφαλαιων -ολοι τους εξωφρενικα ακατανοητοι- διαβασα την πρωτη ιστορια, που λεγοταν κοσμογονια κ ενιωσα κατι να εκρηγνυται μεσα στο κεφαλι μου. υστερα παρατηρησα οτι οι υπολοιπες ιστοριες ηταν μοιρασμενες σε θεους κ ηρωες. τοσο οι μεν οσο κ οι δε ειχαν μαλλον καποια θεματακια συμπεριφορας. η μονη τους διαφορα ηταν οτι οι θεοι εκαναν οτι γουσταραν χωρις να δινουν λογαριασμο σε κανεναν, ενω οι ηρωες εκαναν επισης τα δικα τους μεχρι που στο τελος συνηθως ετρωγαν το κεφαλι τους. διαβασα τις περιπετειες του ηρακλη, του οδυσσεα, του ιασονα κ ειπα κοιτα να δεις, αυτοι οι ανθρωποι πολεμησαν για να ειμαστε εμεις σημερα ελευθεροι. αρκετα χρονια αργοτερα, που θα μαθαινα τι μεγαλα καθαρματα ηταν ολοι αυτοι οι τυποι, αντι να πεσουν στην υποληψη μου, απλως αναθεωρησα τις αποψεις μου σχετικα με το ηρωικο στοιχειο. γιατι ηρωας δεν ειναι αυτος που περναει την ωρα του κανοντας διαρκως παληκαριες, αλλα εκεινος που ρισκαρει ξεροντας πολυ καλα πως εχει κατι να χασει. οπως, ας πουμε, ο παππους μου, για τα δικα μου μυθολογικα δεδομενα. τελος παντων, το βιβλιο αυτο παιζει να βρισκεται ακομα στο πατρικο μου, καταχωνιασμενο σε καποιο ντουλαπι του παιδικου μου δωματιου. ισως μια μερα παω να ψαξω παλι να το βρω. ισως μεθαυριο που ειναι αργια κ λενε πως θα βρεξει

*

ο γειτονας μου ειχε φιλοξενησει το καλοκαιρι κατι φιλους του. μια μερα ακουσα απο διπλα εναν απο αυτους να τον ρωταει ποιος ειναι ο κωδικος για το ιντερνετ. μετα ακουσα τον γειτονα να του τον υπαγορευει φωναχτα κ αυθορμητα τελειως πηρα ενα στυλο κ τον σημειωσα στο βιβλιο που διαβαζα εκεινη την ωρα. σημερα, για καποιον λογο, απο το πρωι δεν εχω ιντερνετ. εκλεισα κ ανοιξα ξανα καμια εικοσαρια φορες το ρουτερ, πηρα τηλεφωνο στη γραμμη εξυπηρετησης της εταιρειας, ρωτησα κατι φιλους που ξερουν απο αυτα κ ολο με κοροϊδευουν πως ειμαι λεει τεχνολογικα αναλφαβητος.. ακρη δεν μπορεσα να βγαλω. τα παρατησα. αργα το απογευμα ακουσα τον γειτονα να φωναζει παλι κατι ακατανοητο κ θυμηθηκα πως ειχα σημειωμενο καπου τον κωδικο της δικης του συνδεσης. θυμηθηκα πως τον ειχα γραψει στις πρωτες σελιδες καποιου βιβλιου που τοτε διαβαζα, μα ποιο βιβλιο ηταν αυτο το ειχα πια ξεχασει. ετρεξα στη βιβλιοθηκη κ αρχισα να ψαχνω σε ολα οσα διαβασα τους τελευταιους μηνες. οταν τον βρηκα τελικα, χαρηκα λες κ ειχα ανακαλυψει καποιον χαμενο θησαυρο. γυρισα στον υπολογιστη κ αρχισα να τον πληκτρολογω στις συνδεσεις που εβλεπα να βρισκονται κοντα μου. με την τριτη το πετυχα. η ολη διαδικασια μου προκαλεσε εναν τρελο ενθουσιασμο, λες κ ειχα κανει τη χακερια του αιωνα κ οπου ναναι θα μου χτυπουσε την πορτα η διωξη ηλεκτρονικου εγκληματος. κριμα που δεν ηταν εδω οι φιλοι μου οι εξυπνακηδες να δουν ποιος ειναι ο τεχνολογικα αναλφαβητος. αφου βεβαιωθηκα οτι η προσβαση ειναι ανοιχτη κ τα σκυλια δεμενα, εφτιαξα καφε κ στρωθηκα να μελετησω τα νεα της ημερας. λιγο μετα ακουσα παλι τον γειτονα μου να φωναζει. δεν καταλαβαινα τι ελεγε, αλλα ενιωσα πως ηταν κατι σοβαρο, πως ειχε καποιο θεμα. ανοιξα το παραθυρο κ τον ειδα να στεκεται στην αυλη του ακινητος κ να κοιταει τον ουρανο. σηκωσα το κεφαλι μου κ εγω κ τοτε ειδα με τρομο πως ειμαστε ολομοναχοι σε ολοκληρο το συμπαν

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

καινουριοι φιλοι

 μπαινω σε ενα χαρτοπωλειο να βγαλω μια φωτοτυπια. "δεν μπορειτε να μπειτε χωρις μασκα", μου λεει η χαρτοπωλισσα. εγω, που ειμαι σιγουρος σχεδον οτι φοραω μασκα, αιφνιδιαζομαι κ για να βεβαιωθω -λες κ υπαρχει περιπτωση να μου κανει πλακα η γυναικα- φερνω μηχανικα το χερι μου στο προσωπο. αφου διαπιστωσω οτι οντως δεν φοραω μασκα, κανω ενα βημα πισω, ζητω συγγνωμη κ της λεω οτι θα ξαναπερασω αργοτερα. "δεν πειραζει", μου λεει αυτη, "μοναχα περιμενετε στην εισοδο." κανω αυτο που μου ζητα κ της δινω το χαρτι που θελω να μου φωτοτυπησει. οσο περιμενω μπαινει ενας αλλος μεσα χωρις μασκα επισης. χα, την πατησες, λεω απο μεσα μου. κ ενω περιμενω να εχει κ αυτος την ιδια τυχη κ να τον στειλει η χαρτοπωλητρια να μου κανει παρεα στην εισοδο του καταστηματος, αυτη τον πλησιαζει, σηκωνει τη μασκα της κ τον φιλαει. αυτος την αγκαλιαζει, της λεει κατι στο αυτι κ υστερα βαζουνε κ οι δυο τα γελια. η ολη φαση με εξοργιζει αφανταστα. οχι, κατι τετοια εγω δεν τα σηκωνω. κανω ενα βημα μες στο μαγαζι κ του φωναζω: "ε, φιλε.. δεν μπορεις να μπαινεις εδω μεσα χωρις μασκα". αυτος γυριζει κ με κοιταζει εκπληκτος. αυτη, ακομα πιο εκπληκτη, κοιταζει μια εμενα, μια τον φιλο της κ μια το φωτοτυπικο μηχανημα. το δε φωτοτυπικο μηχανημα, στα τερματα εκπληκτο κ αυτο, αρχιζει να φωτοτυπει αναποδα το κειμενο που ειναι γραμμενο επανω στο χαρτι μου. αν καποιος το επαιρνε εκεινη τη στιγμη κ το διαβαζε φωναχτα, σιγουρα θα ακουγονταν σατανιστικα μηνυματα. αν μαλιστα το απηγγελνε τρεις φορες μπροστα σε εναν καθρεφτη τα μεσανυχτα, ισως κ να εμφανιζοταν μπροστα του ο κορονοϊος ο ιδιος. στο μεταξυ, σκαει αλλος, τριτος, χωρις μασκα κ αυτος, κ παει να μπει στο μαγαζι. σαν πολλοι δεν μαζευτηκαμε, αναρωτιεμαι. αμεσως, ομως, το ματι μου πεφτει πανω στην καπως ασυντακτη επιγραφη που κρεμεται στην πορτα: "επιτρεπεται η εισοδος μεχρι τεσσερα ατομα". οχι, ενταξει, το εχουμε ακομα. ο καινουριος εχει ερθει κ αυτος για φωτοτυπιες. ακουω τη χαρτοπωλιδα να του μιλαει με οικειοτητα. φαινεται πως γνωριζονται. φιλι για αυτον δεν εχει, παντως. παιρνει απο τα χερια του τα χαρτια που θελει να του φωτοτυπησει κ του λεει να περιμενει εξω. απο πισω του ακολουθει απροθυμος κ αλλος. τωρα ειμαστε τρεις στην εισοδο. ομολογουμενως, οχι κ η πιο ευχαριστη παρεα. ο ενας κοιταει τη βιτρινα. ο αλλος το κινητο του. "τι αλλα νεα, ρε παιδια", λεω εγω, ετσι, για να ελαφρυνω καπως την ατμοσφαιρα. δυστυχως, τη στιγμη εκεινη ερχεται η χαρτοπωλιτισσα στην πορτα κ διακοπτει βιαιως το οργιο κοινωνικοποιησης μου. μου δινει το χαρτι μου κ το πιστο αντιγραφο του. "δεκα λεπτα", μου λεει. ψαχνω στις τσεπες για να βρω ψιλα. εχω μοναχα ενα πενηνταρικο. νομιζω καλυτερα να αρχισω να γυρναω σιγα-σιγα στο σπιτι. αρκετους καινουριους φιλους εκανα παλι σημερα

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

εκτακτα

βρεχει. οδηγαω στον περιφερειακο. καποια στιγμη αυτο που ακουω στο ραδιοφωνο διακοπτεται για να ανακοινωθει καποια εκτακτη ειδηση. χαμηλωνω την ενταση, αφου στο περιπου γνωριζω ηδη περι τινος προκειται. ο εκφωνητης φωναζει, χτυπιεται κ γενικα κανει ο,τι μπορει για να τον ακουσω. σφυριζω αδιαφορα. μετα φοβαμαι μηπως παρεξηγηθει κ ανεβαζω ξανα την ενταση, την ωρα ακριβως που ακουγεται η φραση "να αποφευγουμε τις ασκοπες μετακινησεις". σκεφτομαι οτι τον τελευταιο καιρο, οποιο κ να ειναι το θεμα, επιδημιες, πολεμοι, φυσικες καταστροφες, ολα τα εκτακτα δελτια τελειωνουν με την ιδια ακριβως συσταση. σιγουρα, αργα ή γρηγορα με αυτον τον τροπο θα τελειωνουν ολες οι ειδησεις γενικα: "στην αγορα δωδεκα μαχητικων κ μιας σεληνακατου προχωρησε το υπουργειο εθνικης αμυνας - αποφευγετε τις ασκοπες μετακινησεις", "κατεβαστε τωρα ολα τα τελευταια διπλωματικα επεισοδια με ελληνικους υποτιτλους - αποφευγετε τις ασκοπες μετακινησεις", "αυτες ειναι οι νεες τασεις της μοδας για το φετινο γαϊδουροκαλοκαιρο - αποφευγετε τις ασκοπες μετακινησεις".
με αυτα κ με αυτα, αναρωτιεμαι, για ακομα μια φορα, ποσο σκοπιμη ειναι η δικια μου μετακινηση κ μηπως θα ηταν καλυτερα να επιστρεψω σπιτι. υστερα, το προχωραω κ αλλο κ αρχιζω να αμφιβαλλω για τη σκοπιμοτητα ολων των πραγματων με τα οποια καταγινομαι, ακομα κ της ιδιας της υπαρξης μου κ γιατι οχι κ του κοσμου ολοκληρου. μεχρι να φτασω στην εξοδο, εχω καταληξει στο συμπερασμα οτι η κριση που περναμε γινεται ολοενα κ πιο υπαρξιακη. νομιζω, μαλιστα, οτι αυτην τη φραση, που επαναλαμβανουν στις ειδησεις, σαν μαγικο ξορκι, διαρκως πρεπει καπως να την κατοχυρωσουμε με εναν πιο τροπο πιο επισημο, πιο θεσμικο ασπουμε. θα μπορουσε για παραδειγμα να γινει το επισημο μοτο της χωρας: "ελληνικη δημοκρατια - αποφευγετε τις ασκοπες μετακινησεις" - ωραιο δεν ακουγεται; να γινει κατι σαν το "liberte, egalite κ.λπ." των γαλλων ή ακομα καλυτερα να το γραψουμε επανω στο σημαια μας, οπως γραφει "ordem e progresso" πανω στη βραζιλιανικη.
λιγο πριν φτασω στον προορισμο μου, κ θολωμενος απο ολη αυτην την αιφνιδια εγκεφαλικη υπερδραστηριοτητα, κατεβαζω το παραθυρο να παρω λιγο αερα. γινομαι μουσκεμα. το ξανακλεινω. εκτακτα.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

παρα λιγο κωστας

εχω φυγει απο το σπιτι για να παω καπου με τα ποδια κ στα μισα της διαδρομης συνειδητοποιω οτι εχω ξεχασει τα γυαλια μου. επειδη βαριεμαι να γυρισω, λεω δεν πειραζει, κ σιγα τι παω να κανω, δηλαδη κ η οραση ειναι ετσι κ αλλιως υπερεκτιμημενη αισθηση κ που τα βλεπω ολα στο περιπου, μπορω παντα να αναπτυσσω αλλες δυναμεις κ ικανοτητες, που ακομα κ αν κανουν τους αλλους να γελανε, τουλαχιστον δεν εχουν στοιχησει τη ζωη σε κανεναν μεχρι στιγμης, απο οσο γνωριζω εστω.
λιγο μετα, κ ενω διασχιζω μια διαβαση, περναει ενα αμαξι απο διπλα μου ξυστα κ μου κορναρει. χρησιμοποιωντας τις υπερδυναμεις μου, στις οποιες αναφερθηκα προηγουμενως, αξιολογω την κορνα αυτην ως ενα ειδος αστικου χαιρετισμου, οποτε ανταποδιδω σηκωνοντας το χερι μου κ φωναζοντας: "γεια σου, κωστα!" η αληθεια ειναι οτι δεν προλαβα να δω ποιος οδηγουσε, αλλα επειδη εχω εναν φιλο κωστα που εχει ενα παρομοιο αυτοκινητο, λεω ποσο λαθος μπορει να εχω κανει κ ενταξει, κ να μην ειναι ο κωστας κ να ειναι κανενας αλλος φιλος ή γνωστος, κωστα τον ειπα, δεν τον εβρισα.
το αμαξι, ομως, φρεναρει αποτομα λιγακι παρακατω κ ο οδηγος βγαινει απο μεσα καπως αγριεμενος, πραγμα που συμπεραινω κυριως επειδη κοπαναει την πορτα πισω του, ετσι οπως κανουν οι οδηγοι οταν αγριευουν κ βγαινουν απο το αμαξι τους για να ζητησουν εξηγησεις απο αυτον που τους αγριεψε. στη συγκεκριμενη περιπτωση, η αιτια του αγριεματος ειμαι μαλλον εγω, πραγμα που εκεινη τη στιγμη το θεωρω υπερβολικο, αν οχι κ αδικο, αλλα το μονο που προλαβαινω να σκεφτω ειναι πως αν δεν ειχα ξεχασει στο σπιτι τα γυαλια μου, τωρα σιγουρα θα αποφευγαμε την οποια επαπειλουμενη βιαιη ενεργεια, αφου ο κοσμος γενικα, ακομα κ ο πιο αγριεμενος, σεβεται κ εκτιμα αυτους που φορανε γυαλια, κ ολοι λενε, για δες τον ανθρωπο, εβγαλε τα ματια πανω απο τα βιβλια, κ εγω ο αγραμματος παω να τον χτυπησω, ας του υποβαλω καλυτερα τα σεβη μου κ ας παω να παιξω παρακατω.
στο μεταξυ, ο τυπος εχει ηδη πλησιασει αρκετα κ πλεον μπορω να ξεχωρισω ανετα τα χαρακτηριστικα του, οποτε προχωρω στις εξης διαπιστωσεις: α. δεν ειναι ο κωστας, β. μου ειναι τελειως αγνωστος, τον βλεπω πρωτη φορα, δεν μου θυμιζει τιποτα, γ. δεν ειναι αγριεμενος, οπως νομιζα αρχικα, αλλα μαλλον ανησυχος, αν οχι κ καπως τρομαγμενος, δ. αυτο που κραταει στο χερι του θα μπορουσε να ειναι τα γυαλια μου, αλλα δεν ειμαι σιγουρος γιατι δεν τα φοραω για να δω αν ειναι πραγματι αυτα, αλλα αν τα φορουσα δεν θα εκανα καν αυτον τον συλλογισμο, εκτος αν επαιζα σε κανενα, ξερωγω, παραδοξο του ζηνωνα ή εστω σε καποιο ποντιακο ανεκδοτο.
ο παρολιγον κωστας, αφου με εχει πλησιασει αρκετα, παιρνει ενα υφος καπως συμπονετικο κ μου λεει: "γιατι δεν προσεχεις, ρε αγορι μου; δεν βλεπεις;" καλα, εγω ξεχασα στο σπιτι τα γυαλια μου κ δεν βλεπω, σκεφτομαι, εσυ που τα θυμηθηκες κ τα πηρες μαζι σου φευγοντας, γιατι τα κρατας στο χερι; τοτε μου ερχεται στο μυαλο ενας φιλολογος που ειχαμε στο λυκειο. οσο παρεδιδε το μαθημα φορουσε παντα τα γυαλια του. οταν, ομως, διεκοπτε για να μας βαλει τις φωνες ή για να μας πει καποια εξυπναδα, τα εβγαζε κ τα ακουμπουσε προσωρινα πανω στην εδρα για να τα ξαναφορεσει μολις επαιρνε παλι μπρος το μαθημα. μαλλον για καποιους τα γυαλια παιζουν τον ρολο της στολης ή ξερωγω της μασκας κ ανεβοκατεβαινουν αναλογως των απαιτησεων της καθημερινης παραστασης.
τελος παντων, αφου ξεπερναω το αρχικο μου σαστισμα, γυριζω κ του δειχνω αυτες τις παραξενες ασπρες παραλληλες γραμμες που εχουν για καποιο λογο ζωγραφισει πανω στο οδοστρωμα κ του λεω: "μα, εχει διαβαση." βλεπω το αδειο βλεμμα του κ σκεφτομαι πως αν αντι για διαβαση του ελεγα "μα εχει ανατροπη της γραμμικης αφηγησης" περισσοτερο νοημα θα βγαζαμε. "τι να σου πω", μου απαντα αυτος, "προσεχε, ρε παιδι μου, προσεχε". κ αφου φορεσει παλι τα γυαλια, επιστρεφει στο αυτοκινητο του κ χανεται στο ηλιοβασιλεμα.
ενταξει, το δεχομαι, μια μερα ολοι θα πεθανουμε. αλλα οσον αφορα τον κωδικα οδικης κυκλοφοριας, οντως καποιοι θα παμε αδιαβαστοι κ καποιοι διαβασμενοι.

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

ο κυριος χρηστος

καποτε, ενας φιλος απο εδω μεσα μου εστειλε ενα μηνυμα οτι θελει να ξεφορτωθει καποια βιβλια του κ αν με ενδιαφερει να περασω να δω αν θελω να παρω μερικα. εγω το βρηκα κ σαν μια ευκαιρια για να γνωριστουμε απο κοντα, μια που τοσο καιρο μονο μηνυματα ειχαμε ανταλλαξει -αν κ κατα βαθος πιστευα πως ηδη τον ηξερα καλα, αφου για χρονια τον διαβαζα κ ακουγα τις εκπομπες του στο ραδιοφωνο- κ ετσι δεχτηκα την προσκληση. πηγα απο το σπιτι του, κ αφου τα ειπαμε, μου εδωσε ενα κλειδι κ μου ειπε να παω να ριξω μια ματια στην αποθηκη του που ηταν στο ισογειο της πολυκατοικιας οπου εμενε. κατεβηκα κ εκει επεσα πανω σε εναν πραγματικο θησαυρο. βρηκα καπου μια κουτα κ αρχισα να τη γεμιζω με ενθουσιασμο αλλα κ καποια δοση ενοχης, αφου παρα τη δικη του προσκληση, ενιωθα λιγακι σαν τον κλεφτη. καποια στιγμη, αναμεσα στα αλλα βιβλια, βρηκα κ ενα παλιο δικο μου κ τοτε χαρηκα που ειδα οτι κ αυτος με εχει διαβασει λιγο, αλλα ταυτοχρονα χαλαστηκα, αφου σκεφτηκα οτι θελει να ξεφορτωθει κ το βιβλιο μου μαζι με ολα τα αλλα. φορτωσα την κουτα στο ανταμομπιλ κ ανεβηκα ξανα στο διαμερισμα του να συνεχισουμε την κουβεντα που ειχαμε αφησει στη μεση. με ρωτησε αν βρηκα τιποτα ενδιαφερον κ τοτε δεν κρατηθηκα κ του ειπα: "μα γιατι τα δινετε ολα αυτα τα βιβλια;" "γιατι οσο μεγαλωνεις, τοσο πρεπει να μικραινει η βιβλιοθηκη σου", μου απαντησε. σκεφτηκα καλα το μειγμα λογικης κ ματαιοτητας πισω απο αυτη τη φραση, αλλα επειδη, κ παλι, κατι δεν μου καθοτανε, επεμεινα: "ναι, αλλα ολοι μας μεγαλωνουμε." "ισχυει", μου απαντησε, "αλλα απο καποια ηλικια κ μετα πρεπει να αρχισεις να φτιαχνεις αλλου την οποια σου βιβλιοθηκη." τοτε μονο προσεξα τα κουτια με τα φαρμακα που εστεκαν ακροβολισμενα πανω στο γραφειο του κ σκεφτηκα οτι μπορει να μην εχω την τυχη να τα πουμε ποτε ξανα απο κοντα, αλλα τουλαχιστον προλαβα να δω εφαρμοσμενο στο προσωπο αυτου του ανθρωπου το μονο μεταφυσικο αφηγημα της προκοπης, που μπορεσα ποτε καπως να καταλαβω. καλο ταξιδι, κυριε χρηστο

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

μασκες

μπαινω σε ενα μαγαζι. μια υπαλληλος με πλησιαζει κ με ρωταει πώς θα μπορουσε να με βοηθησει. της λεω τι ψαχνω. μου ζηταει να περιμενω λιγο κ χανεται στα ενδοτερα. περιμενω. διπλα μου ενας τυπος με κοιταζει καπως επιθετικα. με αντιπαθει. σχεδον με μισει, θα ελεγα, αλλα δεν ξερω για ποιο λογο. η υπαλληλος επιστρεφει κρατωντας αυτο που της ζητησα. μου λεει ποσο κοστιζει κ της απαντω "ενταξει, θα το παρω". ο τυπος διπλα μου ξεροβηχει. γυριζω, τον κοιταζω. "μου πηρατε τη σειρα", μου λεει. μοιαζει πολυ αγριεμενος. "εμμ..", του απανταω αποφασιστικα κ κοιταζω την υπαλληλο, ελπιζοντας να λυσει αυτη την παρεξηγηση. 

η υπαλληλος στον κοσμο της. "καρτα ή μετρητα;" με ρωταει. "παρακαλω, εξυπηρετηστε τον κυριο πρωτα", της λεω για να προλαβω τα χειροτερα. η υπαλληλος κοιταζει διπλα μου, κ μη βρισκοντας εκει κατι ενδιαφερον, με ξαναρωτα με ποιον τροπο θελω να πληρωσω. "μετρητα", της απαντω, ενω σκεφτομαι οτι αυτη παιζει να ειναι η τελευταια αγορα μου. ο αλλος κανει ενα βημα κ ερχεται ακομα πιο κοντα. οριακα απεχουμε δυο μετρα, οπως επιβαλλουν οι κανονες προστασιας - σκεφτομαι να του το επισημανω, πιο πολυ ετσι, για να αλλαξουμε κουβεντα, αλλα δεν προλαβαινω. "μου πηρατε τη σειρα", μου ξαναλεει. εκτιμω το γεγονος πως αν και ειναι ετοιμος να μου πιει το αιμα, εξακολουθει να μιλαει στον πληθυντικο. "με συγχωρειτε", του απαντω, "δεν σας προσεξα." "κανεις δεν με προσεχει", μου λεει αυτος κ κατεβαζοντας το κεφαλι επιστρεφει στην αρχικη του θεση. στεναχωριεμαι λιγο. 

στο μεταξυ, η υπαλληλος μού εχει δωσει τα ρεστα μου κ την αποδειξη κ σπευδει να εξυπηρετησει καποιον που μπηκε μετα απο εμενα. "α, κοιταξτε", λεω στον καινουριο αορατο φιλο μου, "κ αλλος σας παιρνει τωρα τη σειρα." ο τυπος εχει μαλλον πια αποδεχτει τη μοιρα του κ δεν μου απανταει. αποφασιζω να αναλαβω δραση. παω στην υπαλληλο, τη διακοπτω ξεροβηχοντας κ εγω κ της ζηταω τον λογο: "συγγνωμη, γιατι δεν εξυπηρετειτε τον ανθρωπο;" αυτη χαμογελαει - ετσι νομιζω, δηλαδη, αφου φοραει μασκα. "α, μην ανησυχειτε", μου λεει, "ο ανθρωπος.. ειναι του καταστηματος." ο τροπος που προφερει τη λεξη ανθρωπος εχει κατι το ειρωνικο, αλλα δεν ξερω ποιον ειρωνευεται, εμενα που τη χρησιμοποιησα πρωτος ή αυτον που δεν ειναι ανθρωπος ακριβως, αλλα κατι τετοιο, παρομοιο. επιμενω: "ε, αφου ειναι του καταστηματος, τοτε γιατι λεει οτι του πηρα τη σειρα;" τωρα ειναι ο καινουριος πελατης που ξεροβηχει, σαφως ενοχλημενος. δυστυχως, αυτου του τυπου ο ξηροβηχας δεν περιλαμβανεται στα συμπτωματα καμιας επιδημιας. τελος παντων, σκεφτομαι, βρειτε τα. εγω εκανα ο,τι μπορουσα. απολυμαινω τα χερια μου κ φευγω. 

καθως περναω εξω απο το μαγαζι, βλεπω τον τυπο να με κοιτα μεσα απο τη βιτρινα. σηκωνει το χερι του κ με τα δαχτυλα μού κανει το σημα της νικης. κατω απο τη μασκα του χαμογελαει κ αυτος, σιγουρος πως ολο κ κατι κερδισε, μονο κ μονο επειδη δεν του ειπανε πως εχει τα παντα χασει. πισω του, ενας ολοκληρος κοσμος συνεχιζει να του παιρνει τη σειρα. για παντα

Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

ντηλητ

περυσι το καλοκαιρι πηγα στην αμερικη. εμεινα μια βδομαδα στη νεα υορκη κ μετα πηγα στη φιλαδελφεια, στη βαλτιμορη, στην ουασινγκτων κ απο εκει με αμαξι γυρισα βιρτζινιες, κεντακυ, τεννεσσι, μισσισσιππη, λουιζιανα.. για αρκετο καιρο, αφου επεστρεψα, κοιτουσα τις φωτογραφιες που ειχα βγαλει κατα τη διαρκεια αυτου του ταξιδιου, οχι τοσο για να θυμηθω απο πού ειχα περασει, μα πιο πολυ για να βεβαιωθω οτι το εκανα σταληθεια ολο αυτο το εξωφρενικο ταξιδι. κ μετα ηρθε η πανδημια κ κλειστηκα στο σπιτι μου, κ ενω ελεγα, δεν πειραζει, τουλαχιστον προλαβα κ ταξιδεψα στις πολιτειες, πριν να στραβωσουνε τα πραγματα, πηγα μια μερα να χαζεψω ξανα τις υπερατλαντικες μου φωτογραφιες κ τοτε ειδα οτι ο υπολογιστης μου δεν ανοιγε. εψαξα, ρωτησα, τον πηγα σε τεχνικους. μου ειπαν οτι καηκε ο δισκος κ οτι δεν μπορουν να ανακτησουν τα αρχεια μου. τα πιο σοβαρα, ευτυχως, τα ειχα ηδη αλλου σωσμενα, αλλα οι φωτογραφιες παει, χαθηκαν κ μαζι τους ειναι σαν να χαθηκε κ το ιδιο το ταξιδι. ενταξει, υπαρχει ακομα ως αναμνηση, αλλα αυτο ελαχιστα με παρηγορει. θελω να πω, εδω καηκε ο δισκος του υπολογιστη, ποιος μου εγγυαται οτι ο δικος μου για παντα θα κρατησει. 

μετα θυμηθηκα εναν φιλο που μου ελεγε, αφου ειχε χωρισει απο μια σχεση που κρατησε για χρονια, οτι δεν ξερει τι να κανει με τις φωτογραφιες που κρατουσε στο αρχειο του τοσο καιρο μαζι της. θυμηθηκα την απογνωση στα λογια του, οταν με ρωτουσε "γιατι τις βγαζουμε ολες αυτες τις φωτογραφιες, αφου παντα μετα ερχεται η στιγμη που δεν θελουμε πια να τις κοιταμε;" φιλε, αν με διαβαζεις τωρα, διαγραψε τις ολες οσο ειναι καιρος, μοναχα φροντισε να βγαλεις μια τελευταια με τον εαυτο σου την ωρα που θα πατας το ντηλητ, την ωρα που θα σε ρωταει ο υπολογιστης αν εισαι σιγουρος για αυτο που πας να κανεις κ εσυ θα λες: "ε, ναι. τι; παιδια ειμαστε;" γιατι αν ημασταν παιδια, θα εβγαζαν αλλοι τις φωτογραφιες μας, αλλοι θα υπαγορευαν το αφηγημα των αναμνησεων μας κ υστερα θα περνουσαμε μια ολοκληρη ενηλικη ζωη ψαχνοντας τροπο να το διαγραψουμε. βγαλε, λοιπον, μια τελευταια κ ψαξε να την αποθηκευσεις μεσα σε κατι που να μην καιγεται ευκολα, να εχεις μετα κατι για να θυμασαι. για να εισαι σιγουρος μετα, οχι για το ταξιδι που εκανες, αλλα που επεστρεψες απο αυτο κ επεζησες κ επελεξες να μην το ξανακανεις

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

αγνωστα νουμερα

αλλαξα συσκευη κ καρτα κ εχασα ολες μου τις επαφες. το ξερω οτι υπηρχε τροπος να το αποφυγω, αλλα η αληθεια ειναι οτι εδω κ λιγες μερες απολαμβανω να βλεπω αγνωστα νουμερα στην οθονη μου, να αναρωτιεμαι εκπληκτος σχεδον "αυτος ποιος ειναι παλι;" κ να απαντω σε ολους ανεξαιρετως με εναν τροπο τυπικα αμηχανο, κανοντας τους να νομιζουν οτι εχουν παρει κατα λαθος σε καποια υπηρεσια κ επεσαν πανω στον πιο μελαγχολικο υπαλληλο του ευρυτερου δημοσιου τομεα. ειναι κ ενας φιλος που οποτε με παιρνει, ο,τι ωρα κ να ειναι, παντα με ρωταει αν με ξυπνησε. παλια, οταν εβλεπα το ονομα του στην οθονη, εβαζα πρωτα μουσικη στα τερματα ή εβγαινα στο μπαλκονι να ακουγεται ο θορυβος της πολης κ του απαντουσα οσο πιο ζωηρα μπορουσα: "ελα ρε, τι γινεται; που εισαι;" αλλα αυτος, εκει. αμετανοητος: "με συγχωρεις, σε ξυπνησα;" τελος παντων, σημερα με πηρε για καποιον λογο κ αυτος κ φυσικα δεν αναγνωρισα το νουμερο, αφου κανενα νουμερο δεν εχω καταφερει ποτε να αποστηθισω, κ το δικο μου ακομα το αποθηκευω παντα γραφοντας "εγω" κ παντα φοβαμαι οτι θα χτυπησει μια μερα το τηλεφωνο κ θα δω στην οθονη να γραφει "εγω" κ θα ερθω αντιμετωπος με τον ιδιο μου τον εαυτο, που θα με εχει παρει για να με ρωτησει γιατι εβαλα τη νομικη πρωτη επιλογη στις πανελληνιες ή γιατι πηγα κ αγορασα ιταλικο αμαξι ή γιατι, ξερωγω, δεν εχω κανει ακομα οικογενεια.. αλλα νομιζω οτι ξεφυγα καπως απο το θεμα. χτυπαει το τηλεφωνο, λοιπον, κοιταω την οθονη, βλεπω αγνωστο νουμερο, απανταω οσο μπορω πιο τυπικα, ουδετερα, αποστασιοποιημενα κ ακουω μια φωνη να λεει "α, συγγνωμη.. σε ξυπνησα, ε;" κ καταλαβαινω οτι ειναι ο παλιοφιλος που νομιζει οτι κοιμαμαι διαρκως, οτι κοιμαμαι ορθιος, οτι κοιμαμαι κ ονειρευομαι κ βλεπω αγνωστα νουμερα να περνανε απο την οθονη μου κ λεω "ποιοι ειναι παλι ολοι αυτοι; τι θελουν απο τη ζωη μου;" αλλα εγω τον καθησυχαζω για ακομα μια φορα κ του λεω πως εχω ξυπνησει απο τα αγρια χαραματα κ θα ξανακοιμηθω μοναχα οταν πεθανω κ υστερα τον ενημερωνω κ αυτον οτι εχω αλλαξει συσκευη κ καρτα κ εχασα ολες μου τις επαφες κ κανεναν πια δεν μπορω να αναγνωρισω. κ τοτε αυτος εξαγριωνεται κ αρχιζει να μου φωναζει κ να μου λεει οτι υπηρχε τροπος να το αποφυγω ολο αυτο, αλλα ειμαι ασχετος με την τεχνολογια κ δεν ξερω τι μου γινεται κ ζω πισω απο τον ηλιο. κ απο τις φωνες του τελικα οντως ξυπναω κ πεταγομαι κ κοιταζω διπλα το καινουριο μου τηλεφωνο κ βλεπω εκατονταδες κλησεις αναπαντητες απο διαφορες επαφες που ολες τους εχουν αντι για ονοματα μοναχα αντωνυμιες: "εγω, εσυ, αυτος, εκεινη, καποιος, κανενας κ.λπ." κ εκτος απο τις κλησεις υπαρχει κ ενα μηνυμα, σταλμενο απο αγνωστο επισης αριθμο. το ανοιγω, το διαβαζω: "310 νεα κρουσματα σημερα στη χωρα, τρομος κ κινδυνος παντου, πεσε ξανακοιμησου."

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

το σημειο

καθε φορα που φευγω για ταξιδι, υπαρχει παντα ενα σημειο οπου συνειδητοποιω πως εχω κατι αρκετα σημαντικο ξεχασει πισω μου, το σημειο αυτο βρισκεται σε αποσταση τετοια απο την αφετηρια μου, που καθιστα την επιστροφη μια ενοχλητικη σπαταλη κ μια δοκιμασια βαναυση, το σημειο αυτο βρισκεται επισης σε τετοια αποσταση απο τον προορισμο μου, που δινει στο ταξιδι μου πολυ συχνα μια αβασταχτη αισθηση ματαιοτητας

δεν μου αρεσει να κανω σχεδια μακροπροθεσμα, κ γενικα δεν βιαζομαι, αλλα πιστευω οτι στο σημειο αυτο, στο πολυ συγκεκριμενο αυτο σημειο, πρεπει μια μερα να με θαψετε

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

απεναντι

γυριζω προς το σπιτι με το αμαξι κ σταματαω στο γνωστο περιπτερο να παρω κατι για να πιω. "πανω στην ωρα ηρθες", μου λεει μολις βλεπει ο περιπτερας. "γιατι; τι εγινε;" τον ρωταω. "δεν βιαζεσαι, ε; θα κατσεις λιγο, δυο λεπτα, να μου προσεχεις το μαγαζι.. να πεταχτω εδω απεναντι." γυριζω κ κοιταζω απεναντι. δεν βλεπω κατι. οχι κατι συγκεκριμενο, δηλαδη, περα απο την εισοδο μιας πολυκατοικιας κ διπλα ενα φαρμακειο, που αυτην την ωρα ειναι κλειστο. "τι ειναι απεναντι;" τον ρωταω με κινδυνο να φανω αδιακριτος. ο περιπτερας μού κλεινει το ματι κ επαναλαμβανει: "δυο λεπτακια θα κανω μονο." δεν περιμενει αλλη απαντηση. βγαινει απο το περιπτερο, τεντωνεται, βαζει το πουκαμισο του μεσα απο το παντελονι κ διασχιζει τον δρομο. καθως τον παρακολουθω για να δω πού ακριβως θα παει, ακουω μια φωνη πισω μου: "συγγνωμη, ειστε εδω;" με εκνευριζει λιγο αυτη η ερωτηση. παλια, οποτε μου την εκαναν -οσες φορες δουλευα σε μαγαζια, δηλαδη- με το ζορι κρατιομουν να μην απαντησω κατι του τυπου: "οχι, ειμαι στο σπιτι μου κ κοιμαμαι. αυτο που βλεπεις δεν ειναι παρα το ολογραμμα μου." αυτη τη στιγμη, ομως, αυτο που με εκνευριζει περισσοτερο ειναι που ετσι οπως γυρισα για να δω ποιος με ρωταει, δεν προλαβα να δω πού εξαφανιστηκε ο περιπτερας. για καποιο λογο σκεφτομαι οτι καπου εκει, αναμεσα στην εισοδο της πολυκατοικιας κ το φαρμακειο, υπαρχει μια χρονοπυλη την οποια χρησιμοποιει, οποτε βρισκει καποιον να του κραταει το μαγαζι, για να περναει σε αυτο που ονομαζει.. "απεναντι". "συγγνωμη, ειστε εδω", ξαναρωταει ο αγνωστος. τον κοιταω λιγο καλυτερα. μοιαζει, θα ελεγα, καπως αλλοκοτος. θα στοιχηματιζα οτι ειναι εφοριακος ή επιτροπος σε εκκλησια ή κομπαρσος σε ταινιες του ντεϊβιντ λυντσ ή κατι τετοιο, τελος παντων. "εδω ειμαι", του απανταω, "αλλα μονο για δυο λεπτακια. αν θελετε να ψωνισετε θα περιμενετε να επιστρεψει το αφεντικο." "εχετε υπευθυνες δηλωσεις;" συνεχιζει να με ρωταει απτοητος. νιωθω οτι εχουμε αρχισει να χανουμε επαφη με την πραγματικοτητα, οποτε δεν επιμενω. "εχουμε, ναι." "καραμελες βουτυρου, εχετε;" "φυσικα. τι ερωτηση.." "ξυραφακια;" "ναι, ναι.. τα καλυτερα." "ενταξει", μου λεει. "αυτα. δεν θελω κατι αλλο." αποφασιζω να τα παιξω ολα για ολα: "να σας ρωτησω κατι;" "παρακαλω." "το μαλχολαντ ντραϊβ το εχετε δει;" ο αγνωστος χαμογελαει αρκετα περιεργα. ανοιγει το στομα του, αλλα δεν προλαβαινει να απαντησει. "δεν αργησα, ε;" ακουω τη φωνη του περιπτερα, ο οποιος επανεμφανιστηκε απο το πουθενα με τον ιδιο τροπο που εφυγε πριν δυο λεπτακια ακριβως. "οχι, ολα καλα", του απαντω κ του δειχνω το κουτακι που πηρα απο το ψυγειο. "κερασμενο", μου λεει, "για τον κοπο σου". ο περιπτερας μπαινει μεσα στο περιπτερο κ αρχιζει να εξυπηρετει τον μυστηριωδη αγνωστο. μπαινω κ εγω στο αμαξι κ φευγω για το σπιτι. μεχρι να φτασω δεν σκεφτομαι τιποτα αλλο παρα μοναχα το πώς θα ειναι ο κοσμος μας αυριο, αφου ο αγνωστος γυρισει κ αυτος στο σπιτι του, απλωσει πανω στο τραπεζι της κουζινας τις υπευθυνες δηλωσεις, τα ξυραφακια κ τις καραμελες βουτυρου κ βαλει σε εφαρμογη τα σκοτεινα του σχεδια. τελος παντων, ας απολαυσουμε τη βραδια. ακομα προλαβαινουμε

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

παιρνω φωτια

εχω ερθει στην αθηνα. ειμαι στα εξαρχεια κ παω να συναντησω εναν φιλο στην καλλιδρομιου. εκει που ανηφοριζω τη ζωοδοχου πηγης, βλεπω εναν γνωστο μου απο τα παλια να περπαταει αντιθετα, στο ιδιο πεζοδρομιο. καθως ετοιμαζομαι να του πω γεια, θυμαμαι οτι την τελευταια φορα που μιλησαμε ειχαμε μαλωσει. δυστυχως, δεν θυμαμαι ποια ηταν η αιτια της διαφωνιας μας, αλλα λογικα θα πρεπει να ηταν κατι παρα πολυ σοβαρο κ ασυγχωρητο για να μην το θυμαμαι τωρα. ο παλιος γνωστος με βλεπει κ εκεινος κ αμεσως γυριζει το κεφαλι του προς τα δεξια κ συνεχιζει να περπαταει χαζευοντας τις αφισσες κ τα συνθηματα στους τοιχους. αναρωτιεμαι αν εκεινος τουλαχιστον θυμαται. κ ενω αποφευγει να με κοιταξει με κινδυνο να σκονταψει καπου, να πεσει κ να φαει τα μουτρα του, εγω μπορω στα δεκα μετρα που ακομα μας χωριζουν να τον παρατηρω ανενοχλητος. αλλα να που τα παλια παθη δεν εχουν ακομα σβησει κ οσο πλησιαζει ο ενας τον αλλο νιωθω μια ακατανοητη οργη να ξυπναει μεσα μου. τον βλεπω που βαδιζει πεισματικα αδιαφορος κ φαντασιωνομαι πως ετσι οπως δεν βλεπει μπροστα του, ξαφνου γκρεμοτσακιζεται μεσα σε μια καταπακτη που για καποιο λογο χασκει καπου αναμεσα μας ή συνθλιβεται απο ενα πιανο με ουρα που -οχι για τον ιδιο λογο απαραιτητα- πεφτει επανω στο κεφαλι του. αμεσως ομως τον λυπαμαι κ προσθετω στην φαντασιωση μια αστραπιαια δικη μου κινηση που την καταλληλη στιγμη του σωζει τη ζωη κ τον κανει να μου ορκιστει αιωνια ευγνωμοσυνη. υστερα, λεει, καθομαστε κ πινουμε μια μπυρα στη βαλτετσιου κ τα λεμε κ θυμομαστε τα παλια κ το ενα φερνει το αλλο, οποτε αναποφευκτα τον ρωταω καποια στιγμη: "ρε συ, εμεις οι δυο γιατι μαλωσαμε τοτε;" κ τοτε εκεινος μου χαμογελα κ τσουγκριζοντας τα ποτηρια μας μου λεει: "τι σημασια εχει μωρε.. ελα τωρα, περασμενα ξεχασμενα.." κ εγω θυμωνω τοτε, γιατι ποιος νομιζει οτι ειναι δηλαδη, που θα μου πει τι εχει σημασια κ τι δεν εχει, κ τον αρπαζω κ τον πεταω μεσα στην καταπακτη κ ριχνω απο πανω του ενα πιανο, ενα συνθεσαϊζερ κ ενα εκκλησιαστικο οργανο. κ συνεχιζω να ανηφοριζω τη ζωοδοχου πηγης με το κεφαλι στραμμενο αριστερα, χαζευοντας τις αφισσες κ τα συνθηματα στους τοιχους. μεχρι που θυμαμαι τον φιλο που με περιμενει στην καλλιδρομιου κ τον εχω στησει ηδη ενα μισαωρο. τρεχω, φτανω στο παρασκηνιο, οπου εχουμε δωσει ραντεβου, κ τον βλεπω να χτυπαει νευρικα τα δαχτυλα του στο τραπεζι. "σορρυ", του λεω, "αλλα δεν μπορεις να φανταστεις τι μου ετυχε στον δρομο." ο φιλος δεν θελει να ακουσει τις δικαιολογιες μου κ μου λεει πως ειμαι ασυνεπης κ επιπολαιος κ πως βρηκε τεσσερα ορθογραφικα λαθη κ μια ασυμφωνια ρηματος-υποκειμενου στο τελευταιο βιβλιο μου. εγω του απανταω πως ειναι σχολαστικος κ αργοσχολος ταυτοχρονα κ ετσι αρχιζουμε να τσακωνομαστε. μεσα σε λιγα λεπτα η κριση εχει γενικευτει. σπαμε αυτοκινητα, καιμε καδους απορριματων, κανουμε απρεπεις χειρονομιες. οι υπολοιποι θαμωνες κ οι λιγοστοι περιοικοι, αντι να προσπαθησουν να μας χωρισουνε, καθονται κ μας παρακολουθουν με φιλαθλο ενδιαφερον. καποιοι, μαλιστα, βαζουνε κ στοιχηματα. οταν συνειδητοποιω οτι ο φιλος ειναι το φαβορι κ εγω το αουτσαϊντερ, παρεξηγιεμαι κ σηκωνομαι κ φευγω φωναζοντας: "αχαριστοι.. εγω φταιω που σας βαζω μεσα στις ιστοριες μου.." οπως απομακρυνομαι απο το επικεντρο των επεισοδιων, μου ερχεται μια ακατανικητη επιθυμια να περασω εξω απο το παλιο φοιτητικο μου σπιτι. στριβω στη ζωσιμαδων κ κατηφοριζω ξανα προς την τοσιτσα. στη γωνια με τσαμαδου το βρισκω εκει, στη θεση του. το παραθυρο μου ειναι ανοιχτο. στεκομαι κ το κοιταζω μαγεμενος. μετα απο λιγο καποιος βγαινει στο παραθυρο κ πεταει ενα αναμμενο τσιγαρο στον πεζοδρομο. αμεσως οι αναμνησεις μου αρπαζουνε φωτια. ολοκληρη η παλια μου γειτονια γινεται παραναλωμα

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

σχημα λογου

πινω καφε μονος σε ενα μαγαζι. καποια στιγμη ερχεται η σερβιτορα να μου αλλαξει το τασακι. "ευχαριστω", της λεω. "αυτος ο καιρος μάς εχει τρελανει", μου απαντα. δεν καταλαβαινω ποιο ειναι το προβλημα με τον καιρο. ισα-ισα, εμενα μου αρεσει που δροσισε καπως σημερα. αυτο που με προβληματιζει, ομως, πιο πολυ ειναι που η αλλαγη αυτη την εχει αναστατωσει τοσο που δεν μπορει να κρατηθει κ να μην το μοιραστει με εναν αγνωστο. απο την αλλη, καπως ετσι δεν πιανουνε κουβεντα οι αγνωστοι; για τον καιρο συνηθως δεν μιλανε; σιγουρα, παντως, δεν μιλανε για την ψυχικη υγεια τους. αλλα ενταξει, μπορει η κουβεντα της κοπελας να μην ειναι παρα ενα σχημα λογου, μια υπερβολη. αλλα γιατι να ειναι σχημα λογου η τρελα κ οχι ο καιρος; τελος παντων, το σκεφτομαι για λιγη ωρα κ οταν ερχεται ξανα για να μου γεμισει το ποτηρι μου νερο, παιρνω το πιο μετεωρολογικο μου υφος κ της λεω: "ενταξει, θα φτιαξει παντως αυριο." εκεινη ξαφνιαζεται. αν της ελεγα οτι αυριο θα πεσει κανενας μετεωριτης, ξερωγω, λιγοτερο παραξενο θα της φαινοταν. "ποιο πραγμα θα φτιαξει αυριο;" με ρωταει. "ο καιρος", της απαντω, "για αυτο δεν λεγαμε;" η σερβιτορα τωρα χαμογελα καπως ανακουφισμενη - ετσι νομιζω, δηλαδη. η προβλεψη μου της εφτιαξε το κεφι. την βλεπω τωρα να σερβιρει μεσα στην καλη χαρα κ υστερα να στελνει κ να διαβαζει μηνυματα στο κινητο της κ φανταζομαι πως ισως κανονιζει αυριο να παει στη θαλασσα. κ τοτε ειναι που με πιανει εμενα η ανησυχια. μπαινω να διαβασω το δελτιο καιρου κ βλεπω οτι κ αυριο θα βρεχει. θελω να της το πω, αλλα νομιζω οτι θα τα κανω χειροτερα τα πραγματα. απο την αλλη, αν κανονισει να παει για μπανιο με την παρεα της κ πεσουν πανω σε καμια, ασπουμε, θεομηνια, εμενα δεν θα κατηγορει; εμενα δεν θα βριζει; κ αν ξαναρθω εδω να πιω καφε κ την πετυχω, τι θα της πω; οτι κ εμενα η προβλεψη μου δεν ηταν παρα ενα σχημα λογου; οτι αφου πεσει ο ηλιος μιλαω γενικα με σχηματα λογου κ μεταφορες, επειδη εχω περασει μια σπανια ασθενεια κ μου εχει μεινει κουσουρι απο τοτε; ή μηπως οτι η φραση "θα φτιαξει (ο καιρος/ο κοσμος/η ζωη..) αυριο" ειναι, ετσι κ αλλιως, το απολυτο σχημα λογου κ στα σοβαρα δεν πρεπει κανενας να την παιρνει; απο τον προβληματισμο μου ερχεται η ιδια να με βγαλει, καθως πλησιαζει παλι το τραπεζι μου. χαμογελαει ακομα, αλλα τωρα με εναν τροπο πολυ πιο επαγγελματικο. σαν να θελει να βαλει μια ταξη σε ολη αυτην την αβολη κατασταση ή σαν να ετοιμαζεται να μου ζητησει κατι. "μπορειτε να με πληρωσετε;" μου λεει. "συγγνωμη, αλλα σχολαω κ πρεπει να παραδωσω." "ναι, βεβαια", της απαντω κ βαζω το χερι μου στην τσεπη, πολυ ανακουφισμενος τωρα κ εγω που ηρθε η κουβεντα επιτελους στα λεφτα κ αυτα μας επανεφεραν για τα καλα στον κοσμο της κυριολεξιας

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

drawing the line


αδιεξοδο

επιστρεφω στο σπιτι με τα ποδια. καπου κανω ενα λαθος, απο κατι ασπουμε παρασυρομαι, κ στριβω σε ενα στενο δρομακι που καταληγει σε αδιεξοδο. περπαταω μεχρι το τελος, μεχρι να το χωνεψω για τα καλα πως ειναι πραγματι αδιεξοδο, κ αφου ακομα δεν το εχω με το να περναω μεσα απο τους τοιχους χωρις να τρωω τα μουτρα μου, κανω μεταβολη για να βγω πισω ξανα στον δρομο μου. τοτε ακουω μια φωνη απο ψηλα: "ψαχνετε κατι;" ο θεος θα ειναι, σκεφτομαι. αλλα μετα λεω, γιατι να μου μιλαει στον πληθυντικο ο θεος; οχι, παλι κανενας ανθρωπος θα ειναι. σηκωνω το κεφαλι κ βλεπω εναν τυπο να με κοιταει απο το μπαλκονι του. εχει ενα κουτακι μπυρα ακουμπισμενο στο τραπεζι διπλα του κ παιζει στα δαχτυλα ενα σβηστο τσιγαρο. "οχι ακριβως", του απανταω, "εσεις;" "εγω εψαχνα συνεχεια παλια", μου λεει εκεινος, "αλλα τωρα πια πιστευω πως το βρηκα." κ υστερα ξαναγυριζει το βλεμμα του μπροστα, εκει, στο αδιεξοδο. κ υστερα αναβει το τσιγαρο επιτελους

Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

τρισταν

καμια φορα που βγαινω, εδω στις εξοχες, να περπατησω πεφτω πανω σε εναν βοσκο που τριγυρνα την περιοχη παρεα με το κοπαδι του. ο ανθρωπος αυτος αποτελει ενα κινουμενο μυστηριο κ οποτε τον βλεπω προσπαθω να μαντεψω τα μυστικα που κρυβει πισω απο τη φαινομενικα τιμια κ ειρηνικη του απασχοληση. για παραδειγμα, τον βλεπω παντα να φοραει το ιδιο φουτερ, που εχει πανω του μια σταμπα που λεει "yale university 1701" κ φτιαχνω μες στο μυαλο μου εξωφρενικα σεναρια για το πώς βρεθηκε στην κατοχη του. αλλοτε παλι σκαλωνω στο τραντζιστορακι του, που εχει παντα κολλημενο στο αυτι για να αφουγκραζεται μια σκοτεινη κ αποτροπαια industrial techno ή κατι τετοιο, η οποια παραδοξως αρεσει κ στα προβατα του, αλλα μαλλον οχι κ τοσο στο μελαγχολικο του τσοπανοσκυλο. το οποιο τσοπανοσκυλο μαλλον εχει πεσει θυμα κακου επαγγελματικου προσανατολισμου, αφου οποτε τους συνανταω, το βλεπω παντα να σερνεται πισω απο το κοπαδι εμφανως βαριεστημενο κ μολις διασταυρωθουμε αμεσως κανει μεταβολη κ με ακολουθει, πολλες φορες ακομα κ μεχρι να επιστρεψω σπιτι μου. ο βοσκος τοτε τού φωναζει: "γυρνα πισω, ρε κερατα", αλλα ο κερατας κανει πως δεν ακουει. μια φορα εσκυψα κ το χαϊδεψα λιγο κ ρωτησα το αφεντικο του πώς το λεει. ο βοσκος μου απαντησε τρισταν κ επειδη φυσικα δεν πιστεψα στα αυτια μου ειπα να τον ξαναρωτησω, αλλα στο μεταξυ ειχε χαθει ξανα μες στη μελωδικη πριονοκορδελα που ακουγε στο τραντζιστορακι του. μετα που με ακολουθησε, οπως παντα, το σκυλι, κ αφου βεβαιωθηκα πως ειμαστε στην ερημια κ δεν με ακουει κανενας, το φωναξα κ εγω "τρισταν" κ ετρεξε καταπανω μου κουνωντας την ουρα του. σημερα που τους ξανασυναντησα, ο συμπαθης μα τοσο αλλοπροσαλλος ποιμενας με χαιρετησε πρωτη φορα απο μακρια κ φανηκε σαν να ηθελε να μου μιλησει. οταν τον πλησιασα αρκετα, εκρυψε το τραντζιστορ μεσα στην μαρσιπο του ακαδημαϊκου του φουτερ, χωρις να χαμηλωσει την ενταση ωστοσο, κ με ρωτησε: "τι λεει; τελειωσε η φαση;" σκεφτηκα οτι η ερωτηση του ειχε να κανει με τον ιο κ την επιδημια κ του απαντησα με απολυτη βεβαιοτητα: "δεν ξερω, μαλλον οχι, περιπου, ασπουμε, δηλαδη". εκεινος τοτε γελασε κ ειπε: "ξερεις ποτε θα τελειωσουν ολα; ε, ξερεις;" εννοειται οτι καιγομουνα να μαθω. οπως ανυπομονειτε τωρα κ εσεις, φανταζομαι. οπως ανυπομονουσαν εκεινη τη στιγμη κ τα προβατα, που ξαφνικα σταματησαν να βοσκουν κ μαζευτηκαν τριγυρω του. οπως ανυπομονουσε κ ο τρισταν ή οπως τον λενε τελος παντων, που αρχισε να του γαβγιζει μανιασμενα. "ε, ποτε; πες, ρε ανθρωπε. μιλα επιτελους." "οταν ερθει η ωρα", μου απαντησε, δειχνοντας με το δαχτυλο προς τα πανω. εγω τοτε σηκωσα το κεφαλι μου κ κοιταξα τον ουρανο, λες κ καπου εκει θα εβρισκα την ερμηνεια ή εστω τη συνεχεια αυτης της σοφης μα τοσο ακαταληπτης απαντησης. αντι για αυτο ειδα μοναχα ενα συννεφο. "φυγε", το ακουσα να λεει: "γυρνα σπιτι σου, θα βρεξω οπου ναναι, αλλα μπορει κ οχι." εφυγα, μαλλον

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

ολα καλα θα πανε

εχω βγει για τον καθιερωμενο πια απογευματινο περιπατο μου εδω εξω, στα μονοπατια. καθως περπαταω μεσα στα πευκα κ τις ελιες, πεφτω πανω σε εναν γνωστο μου, του οποιου το ονομα, ωστοσο, αγνοω κ που αν τον εβλεπα στην κανονικη ζωη πισω στην πολη, θα τον προσπερνουσα ισως. οπως θα με προσπερνουσε μαλλον κ αυτος, κανοντας -σιγουρα οχι τοσο πετυχημενα οσο εγω- πως δεν με ειδε. αλλωστε, το μονο που μας συνδεει ειναι οτι εχουμε συνυπαρξει καποια βραδια στις ιδιες παρεες, χωρις να εχουμε ανταλλαξει καποια κουβεντα της προκοπης, με υποκειμενο-ρημα-αντικειμενο, κ χωρις, απο οσο θυμαμαι, να μας εχουνε συστησει οι κοινοι μας φιλοι, τα γαϊδουρια. τωρα ομως που ζουμε κ οι δυο κατω απο ιδιαιτερες συνθηκες, τωρα που εχουμε αποκλειστει στις εξοχες κ η μονη διασκεδαση που μας εχει απομεινει ειναι να βγαινουμε κ να περπαταμε στα μονοπατια τα απογευματα, τωρα που ετσι εχουνε τα πραγματα, χωρις να το εχουμε επιλεξει, αποφασιζουμε κ οι δυο να κοντοσταθουμε λιγο κ να χαιρετηθουμε. "καλησπερα", λεω εγω διωχνοντας, αντι χειραψιας, κατι μυγακια μπροστα απο το προσωπο μου. "γεια σου.. φιλε", απανταει εκεινος, αφηνοντας αναμεσα στο "γεια σου" κ το "φιλε" εκεινο το χαρακτηριστικο κενο που προδιδει πως ουτε αυτος θυμαται το δικο μου ονομα. κ χωρις να χασει χρονο, μου κανει αμεσως την ερωτηση του ενος εκατομμυριου: "βγηκες για βολτα;" "ε, ναι..", του απανταω διφορουμενα, αφηνοντας υπονοιες πως ισως εχω βγει να ψαξω για χρυσο ή πως αναζητω καμια ξεχασμενη ναρκη απο τον δευτερο παγκοσμιο. ακολουθει μια παυση τοσο πολυ σπαρακτικη που σχεδον ακουμε τις τριχες των μαλλιων μας να ασπριζουν. τελικα, το παιρνω αποφαση κ τον αιφνιδιαζω: "κ εσυ.. βολτα, ε;" "ναι, ναι, βολτα κ εγω", μου απανταει. η συζητηση μας εχει αναψει πια για τα καλα. ολοκληρη η φυση τριγυρω μάς παρακολουθει με κομμενη την ανασα. ενα σαλιγκαρι που σερνεται αναμεσα στα ποδια μας πεφτει σε βαρια καταθλιψη. μια δεκαοχτουρα παιρνει φορα κ κοπαναει με δυναμη πανω σε εναν βραχο παρακατω. κ τοτε ερχεται η απολυτη ανατροπη. ο αγνωστος-γνωστος σφιγγει το χερι του γροθια, το φερνει ως το στηθος του κ λεει: "ολα θα πανε καλα." δεν το χωραει ανθρωπου νους. "ολα θα πανε καλα", μαγεμενος επαναλαμβανω. κ χωρις να συμπληρωσουμε ουτε μια λεξη αλλη περιττη, τραβαει ξανα τον δρομο του ο καθενας. κ ας μην εχουμε στο μυαλο μας καποια συγκεκριμενη διαδρομη. κ ας εχουμε βγει απλως για εναν απογευματινο περιπατο. πού θα παει, καποια στιγμη ολο κ καπου, λογικα, θα φτασουμε. ολα καλα θα πανε

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

η κατασταση

το σπιτι μου, το σπιτι οπου με βρηκε αυτη εδω η κατασταση, ειναι στην εξοχη. διπλα στη θαλασσα, μεσα στους ελαιωνες. μολις 10 χιλιομετρα μακρια απο την πολη οπου γεννηθηκα κ αμετρητα ετη φωτος απο ολες τις μεχρι χθες κεκτημενες μου συνηθειες. βρισκομαι εδω, μονος μου, απο τις 13 μαρτιου κ ολον αυτον τον καιρο τα μονα προσωπα που βλεπω δια ζωσης ειναι οι υπαλληλοι στο σουπερμαρκετ, οταν πηγαινω εκει για να ψωνισω τα απαραιτητα, ο τυπος στο περιπτερο, στον παραδιπλα οικισμο, ο οποιος για καποιον λογο, που ισως ποτε δεν προκειται να μαθω, με αποκαλει "γιατρε μου" κ καποιοι ελαχιστοι γειτονες, την υπαρξη των οποιων ως τωρα αγνοουσα, αλλα που ολο κ πιο συχνα πλεον συναντω οταν βγαινω τριγυρω για να περπατησω.
καθε μερα, εκει γυρω στις 5 το απογευμα, βγαινω απο το σπιτι κ παιρνω ενα απο τα μονοπατια που ξεκινουν περιπου απο εδω, οπου αυτη η κατασταση με εχει αποκλεισμενο, κ τραβουν προς κατευθυνσεις τελειως ασυναρτητες, αφου δεν ηταν ανθρωποι, υπευθυνοι κ λογικοι, εκεινοι που καποτε τα ανοιξαν, αλλα κατσικια, λυκοι κ αγριογουρουνα κ ποιος ξερει τι ειδους αλλα κτηνη, που τωρα εκμεταλλευονται το κακο που μας εχει βρει κ επιστρεφουν για να σφετεριστουν τον ζωτικο μας χωρο.
το πρωτο μονοπατι που ανακαλυψα ανεβαινει αποτομα ψηλα προς το βουνο, ωσπου καποια στιγμη συναντα την εθνικη οδο και βιαια διακοπτεται. μεχρι εκει φτανω οταν το επιλεγω. κ δεν τολμω να διασχισω τον δρομο κ να αναζητησω τη συνεχεια του μονοπατιου απεναντι. οχι, επειδη φοβαμαι τα αμαξια -σιγα τα αμαξια, δηλαδη, αφου κ οι δρομοι πια εχουνε ερημωσει- μα πιο πολυ γιατι προτιμω να καθομαι εκει, στην ακρια, κ να φανταζομαι πως το χαμενο νημα του μονοπατιου μπορει –ποιος ξερει;- να οδηγει σε αλλους κοσμους μυστικους, σε καταστασεις ιδανικες, μα δυστυχως ανεφικτες για τα δικα μας δεδομενα. ετσι, χαζευω για λιγο τις κακοτεχνιες στο οδοστρωμα κ υστερα παιρνω ξανα πισω την κατηφορα.
το δευτερο μονοπατι ειναι καπως πιο ενδιαφερον. την αφετηρια του τη βρισκω αφου περπατησω κατα μηκος της αμμουδερης ακτης κ υστερα ψιλοσκαρφαλωσω στα βραχια που την περιοριζουν. λιγα μετρα μετα ερχομαι παντα αντιμετωπος με κατι αγριοσκυλα τα οποια δεν φαινεται να με πολυσυμπαθουν, αλλα που εν παση περιπτωσει, δειχνουνε κατανοηση κ αφου το παιξουνε για λιγο κερβεροι, ετσι για το ξεκαρφωμα, μετα με αφηνουν να περασω. κ ετσι συνεχιζω να προχωρω κατω απο τα πευκα. κ υστερα συναντω αυλες εξοχικων κατοικιων με γυψινα αγαλματα, που απεικονιζουν κυκνους, δελφινια, νανους, ξωτικα, τριτωνες κ γοργονες. κ χανομαι μεσα σε κηπους με βαρυφορτωμενες λεμονιες. κ πνιγομαι μεσα στα χρωματα κ τα αρωματα της ανοιξης κ μες στις αλλεργιες. κ ξαναβγαινω στην ακτη. κ διασχιζω εναν, δυο, τρεις παραθαλασσιους οικισμους, που μεχρι χθες τους κυβερνουσανε δαιμονισμενες γατες κ τωρα εχουνε γινει καταφυγια των αυτοεξοριστων αυτης της πανδημιας. κ τοτε σκεφτομαι πως ο ιος ειμαι εγω. κ ο πλανητης ειναι ο ξενιστης που με ανεχεται, γιατι δεν εχει βρει ακομα τροπο για να με βγαλει απο τη μεση κ να το κανει να φανει σαν να ειναι ατυχημα. κ τοτε λεω "ολα καλα μεχρι εδω" κ ας ξερω οτι το μονοπατι καπου εδω τελειωνει. μα εγω κανω οτι δεν βλεπω μπροστα μου το αδιεξοδο κ επιστρεφω πισω εχοντας για ακομα μια φορα τον εαυτο μου κοροϊδεψει, πως η επιστροφη αυτη, οπως κ ολοκληρη η βολτα μου, οπως κ η ζωη μου ολοκληρη ηταν επιλογη μου.
το τριτο μονοπατι ειναι κ το πιο συναρπαστικο. δυστυχως, το ανακαλυψα μολις τις τελευταιες μερες, τυχαια, οταν βγηκα για να πεταξω τα σκουπιδια μου. το τριτο μονοπατι ξεκιναει απο το σημειο οπου οι παλαιοι τοποθετησαν πρωτα τους πρασινους κ στη συνεχεια τους μπλε καδους σκουπιδιων. ενα εξοχως στρατηγικο σημειο, αφου εκει υπαρχει το ικανο κ αναγκαιο πλατωμα που επιτρεπει στο απορριματοφορο να κανει τις μανουβρες του. εκτος, ομως, απο την εξυπηρετηση των αναγκων που υγειινη μάς εχει επιβαλει, δεν αποκλειεται στις προθεσεις των παλαιων να περιλαμβανοταν κ η επιθυμια τους να κρυψουν με τους καδους αυτο ακριβως, το τριτο μονοπατι. το μονοπατι που εγω, μονος κ για λογαριασμο ολοκληρης της ανθρωποτητας, τυχαια ανακαλυψα, κ ενω ειχα βγει για να πεταξω τα σκουπιδια μου, πριν απο λιγες μερες - το ξερω, επαναλαμβανομαι, αλλα ειναι αυτα τα φαινομενικα μικρα μα κατα βαθος σπουδαια κατορθωματα που κανουν αυτες τις μερες καπως να ξεχωριζουν. το τριτο μονοπατι μου, λοιπον, ανηφοριζει προς τα μελαγχολικα κατσαβραχα που ξεκινουν ψηλα απο το βουνο κ καταληγουν να τσαλαβουτουν μεσα στη θαλασσα, χωριζοντας την συντεταγμενη παραλια, που εχω εδω μπροστα στο σπιτι μου, απο μια αλλη παραλια αγρια κ ερημικη, υπουλη κ μονοχνωτη. βαδιζοντας πανω στο μονοπατι παρατηρω την παραλια αυτη απο ψηλα κ λεω εδω θα ερθω να κατασκηνωσω οταν σφιξουν οι ζεστες κ μαζι με αυτες σφιξει τριγυρω μου κ ο κλοιος των παραθεριστων, αν η κατασταση αυτη συνεχιστει, αν γινει αυτο που ολοι λαχταραμε κ τρεμουμε ταυτοχρονα. υστερα, ομως, σταματαω να ονειροπολω, γιατι το μονοπατι γινεται ολοενα κ πιο δυσβατο κ αναγκαζομαι να δινω μαχη με τα ορνια κ τα ερπετα που ξεπεταγονται συνεχεια μπροστα μου για να μου υπενθυμισουν οτι καλα θα κανω καποια στιγμη να επιστρεψω στο σπιτακι μου, να φτιαξω κατι για να φαω, να βαλω στο λαπτοπ να παιζει κανενα επεισοδιο, να ξανανιωσω ασφαλης, δικαιωμενος για το κομματι που καταφερα να αρπαξω απο την τουρτα του πολιτισμου, την ωρα που οι περισσοτεροι τριγυρω μου περιμεναν να εμφανιστει απο το πουθενα καποιο τιμωμενο προσωπο για να φυσηξει κ να σβησει τα κερακια. μα εγω συνεχιζω να περπατω γιατι θελω να δω πού βγαζει αυτο το τριτο μονοπατι. μεχρι που φτανω στην ακρη ενος γκρεμου κ βλεπω απο κατω να μου χαμογελα το χαος. κ καπως ετσι μενουμε εκει κ κοιταζομαστε πεισματικα κ ανυποχωρητα, μεχρι να βαλει τα γελια ο ενας απο τους δυο μας. κ ευτυχως, μεχρι στιγμης, γελαει το χαος πρωτο. κ ετσι γυριζω πισω στο σπιτι νικητης. κ μαγειρευω κατι να φαω επιτελους κ βαζω στο λαπτοπ να παιζει παντα το ιδιο επεισοδιο.
κ υστερα, χορτατος πια, φτιαχνω να πιω εναν καφε κ παω να στριψω ενα τσιγαρο. μα βλεπω οτι εχει τελειωσει ο καπνος. κ τοτε βαζω τα παπουτσια μου ξανα. κ στελνω μηνυμα για να ενημερωσω πως θελω να μετακινηθω για να προμηθευτω πρωτης αναγκης αγαθα, των οποιων δεν ειναι δυνατη ακομα η αποστολη τους. κ παιρνω το αμαξι μου κ παω στον παραδιπλα οικισμο, οπου εχει παντα ανοιχτο περιπτερο. κ ο περιπτερας με βλεπει κ με χαιρετα κ υστερα με ρωταει: "τι γινεται, γιατρε μου;" κ εγω τοτε σοβαρευομαι κ οσο μπορω πιο επιστημονικα του απαντω: "τι θες να γινει, ρε συναδελφε; κανονικα, ολοι στο τελος θα πεθανουμε, αλλα ετσι οπως παει το πραγμα -τι να σου πω;- δεν αποκλειεται κ να αναστηθουμε."

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

με δικα μου λογια

περπαταω στον δρομο κ σκεφτομαι ενα αστειο που διαβασα καπου νωριτερα, αλλα αργησα να το καταλαβω. γελαω λιγο. χαμογελαω, δηλαδη. θελω να παω σπιτι κ να κατσω να το ξαναγραψω με δικα μου λογια ή να παρω τηλεφωνο κανενα φιλο να του το πω κ να γελασουμε κ οι δυο. οσο περπαταω κ οσο το σκεφτομαι τοσο πιο αστειο μου φαινεται, οποτε γελαω ή εστω χαμογελαω ολο κ περισσοτερο. λιγο μετα, εκει στον δρομο οπου περπατω, πεφτω πανω σε εναν τυπο που παλευει να αλλαξει λαστιχο στο αυτοκινητο του. ειναι σκασμενος, τσατισμενος. βριζει την τυχη του, την κοινωνια, το αμαξι του κ τους αγιους αναργυρους, χωρις να διευκρινιζει αν αναφερεται στους ιδιους τους αγιους προσωπικα ή στην ομωνυμη συνοικια. καθως περναω απο διπλα του, ο τυπος σηκωνει το κεφαλι του, με βλεπει που ειμαι ετσι αταιριαστα με το προσωπικο του δραμα ευθυμος κ με ρωταει: "εσυ τωρα τι γελας, ε;" "α, ειναι που σκεφτομαι κατι αστειο που διαβασα καπου νωριτερα", του απαντω, λες κ ειμαι υποχρεωμενος να δωσω εξηγησεις. "ε, πες το κ σε μενα", μου λεει, ενω σηκωνεται κ με πλησιαζει καπως αγριεμενα. του το λεω. δεν γελαει. ουτε καν χαμογελα. "δεν πειραζει", τον παρηγορω, "ουτε εγω το επιασα με την πρωτη." τον χαιρεταω κ φευγω. δεν προλαβαινω να απομακρυνθω κ ακουω γελια πισω μου. γυριζω κ τον βλεπω να εχει διπλωθει κ να ξεκαρδιζεται. διπλα του δυο τυποι με πορφυρες χλαμυδες κ φωτοστεφανα τον κοιταζουν επιτιμητικα κ κουνανε τα κεφαλια τους. "εσυ τωρα γιατι γελας;" του λενε

γαβγισματα

γαβγιζει το σκυλι του γειτονα. γαβγιζει ολη τη μερα. εχω βαλει τερμα μουσικη. εχω κλεισει ολα τα παραθυρα. εχω σφραγισει τα αυτια μου με κερινες ωτοασπιδες. εχω δεθει πανω στο καταρτι που εχω στο σαλονι για κατι τετοιες περιπτωσεις να μην παρασυρθω κ βγω εξω κ αρχισω να γαβγιζω κ εγω. ματαιο. εδω κ ωρα εχω πια παραιτηθει κ περιμενω μηπως κουραστει ή μηπως, ξερωγω, βραχνιασει. ή εστω μηπως καταλαβει οτι δεν λυνονται ετσι, με τις φωνες, του κοσμου τα προβληματα. καθομαι κ περιμενω κ νιωθω ολο κ πιο πολυ το γαβγισμα του να βγαινει μεσα απο το κεφαλι μου. βασικα, σκεφτομαι πλεον με γαβγισματα - πολυ πιο βολικο, το ομολογω, πολυ πιο ξεκουραστο. στο μεταξυ, εχει ηδη βραδυασει. δεν μπορει, λεω, θα σεβαστει τις ωρες κοινης ησυχιας κ θα το βουλωσει επιτελους. αλλα οχι. οσο νυχτωνει το γαβγισμα του γινεται ουρλιαχτο κ οφθαλμαπατη. δεν παει αλλο. ως εδω. πρεπει να κανω κατι. φοραω τα παπουτσια μου κ βγαινω στην πορτα. βλεπω τον γειτονα αραχτο κ αμεριμνο να διαβαζει εφημεριδα διπλα στον λυσσασμενο σκυλο του. εκνευριζομαι ακομα περισσοτερο. "τι θα γινει με τον σκυλο σου, ρε γειτονα, ναπουμε;" ο γειτονας κατεβαζει την εφημεριδα κ με κοιταει απορημενος. "τι ειπες;" με ρωτα. "με το σκυλι σου, λεω.. τι θα γινει; με εχει ζαλισει σημερα." "τι λες;" ξαναρωταει. προφανως δεν με ακουει γιατι η τετραποδη πηγη της ηχορρυπανσης βρισκεται εκει ακριβως, μπροστα στα ποδια του. "το σκυλι", φωναζω, "το σκυλι.. κανε κατι". τοτε ο γειτονας γυριζει προς τον πιστο του συντροφο κ του λεει: "σταματα, ρε." ο καλυτερος φιλος του ανθρωπου σταματαει αποτομα. τοσο απλο ηταν τελικα. "ελα, σορρυ, δεν ακουγα.. τι ελεγες;" ο καλυτερος γειτονας του ανθρωπου δεν ξερει τωρα τι να πει. ξεχασε γιατι βγηκε εξω. ξεχασε γιατι φορεσε τα παπουτσια του. ξεχασε το ονομα του. το σκεφτομαι λιγο. κοιταζω την εφημεριδα πανω στο τραπεζακι του. στο πρωτοσελιδο της εχει τη φωτογραφια ενος τρισευτυχισμενου ποδοσφαιριστη κ διπλα με κατι γραμματα εκκωφαντικα γραφει: "ζει το ονειρο". γειτονας κ σκυλος με κοιταζουν με την ιδια ακριβως εκφραση κ περιμενουν κατι να τους πω. "ε, αντε.. πες. τι εγινε;" ρωταει ο ενας απο τους δυο. "τι ονειρο ζει αυτος;" λεω κ τους δειχνω τον τυπο στην εφημεριδα. "οχι το δικο μου, παντως", απανταει ο αλλος, κ ανημπορος να βοηθησει πια τον κοσμο κ την ανθρωποτητα, στρωνεται κατω απο το τραπεζακι κ κοιμαται. κ αυριο μερα ειναι

Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

αποκλειστικό

Ένας φίλος ταξιδεύει με το αμάξι από τον Βόλο προς την Πάτρα, μέσω του Μπράλου. Είναι η πρώτη φορά που κάνει αυτή τη διαδρομή κι επειδή τη θεωρεί δύσκολη, αν όχι και επικίνδυνη, πάει αργά και προσεκτικά. Κάποια στιγμή, ενώ πλησιάζει προς την Άμφισσα, βλέπει στα αριστερά του ένα χωριό. Η εικόνα του χωριού, έτσι όπως είναι χτισμένο πάνω σε έναν βράχο, που αναδύεται μέσα από τους ελαιώνες, τον θέλγει και τον μαγνητίζει. Και αφού δεν βιάζεται ιδιαίτερα να φτάσει στον προορισμό του αποφασίζει να το επισκεφτεί. Έτσι, βγάζει φλας και στρίβει στην πρώτη έξοδο. Να πάρω λίγο νερό να πιω, σκέφτεται, πιο πολύ για να δικαιολογήσει στον εαυτό του αυτήν την αιφνίδια εκτός προγράμματος παράκαμψη.
Λίγο μετά μπαίνει στο χωριό και ακολουθεί την ταμπέλα που δείχνει τον δρόμο για την κεντρική πλατεία. Εκεί παρκάρει κάπου το αμάξι του και κατεβαίνει. Η πλατεία είναι έρημη, όπως έρημο μοιάζει να είναι κι ολόκληρο το χωριό. Παραδόξως αυτό δεν τον ενοχλεί. Είναι όλο δικό μου, σκέφτεται και αρχίζει να τριγυρίζει στα δρομάκια του και να βγάζει φωτογραφίες. Όταν βαριέται επιστρέφει στην πλατεία. Βλέπει το αυτοκίνητό του παρκαρισμένο δίπλα στην παλιά πέτρινη εκκλησία και για μια στιγμή τού φαίνεται εξωφρενικά ξένο και αταίριαστο μέσα στο όλο τοπίο. Λάθος, μονολογεί, το αμάξι μου, εγώ, είμαστε ένα λάθος.
Τότε ακούει φωνές. Γυρίζει και βλέπει την πόρτα του καφενείου ανοιχτή. Ακούει κουβέντες έντονες αλλά δεν μπορεί να ξεχωρίσει ούτε μια λέξη. Θα μπορούσα να πιω έναν καφέ εδώ πριν φύγω, σκέφτεται. Μα μόλις κάνει να πλησιάσει προς την πόρτα κάποιος την τραβάει από μέσα και την κλείνει δυνατά. Κοντοστέκεται για λίγο, μα αμέσως συνεχίζει. Φτάνει, πιάνει το πόμολο, το κουνάει τρεις-τέσσερις φορές, αλλά η πόρτα δεν ανοίγει. Σκύβει και μέσα από το τζάμι βλέπει μια μεγάλη παρέα, γυναίκες, άντρες και παιδιά, να κάθονται γύρω από ένα μακρύ τραπέζι, να τρώνε και να πίνουν. Χτυπάει το τζάμι, ενώ συνεχίζει να παλεύει να ανοίξει την πόρτα. Κανένας δεν του δίνει σημασία. Ούτε καν γυρίζουν να τον κοιτάξουν. Μόνο ένα μωρό, κοριτσάκι μάλλον, στα πόδια της μαμάς του, τεντώνει το μικροσκοπικό του δάχτυλο και δείχνει προς το μέρος του. Μα και το μωρό κανείς δεν το προσέχει. Θυμώνει και επιστρέφει βρίζοντας στο αυτοκίνητό του. Έχει ακόμα, άλλωστε, πολύ δρόμο μπροστά του.
Στην έξοδο του χωριού βλέπει μια βρύση κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο. Να πάρω λίγο νερό να πιω, θυμάται τον δήθεν λόγο που τον έκανε να στρίψει και να αλλάξει την πορεία του. Σταματάει ξανά και κατεβαίνει. Σκύβει πάνω από τη βρύση, πίνει και ύστερα γεμίζει ένα μικρό πλαστικό μπουκάλι που έχει βρει μέσα στο αυτοκίνητο. Καθώς πάει να φύγει προσέχει πάνω στο δέντρο ένα χαρτί, ένα αγγελτήριο θανάτου. Του ρίχνει μια βιαστική ματιά και ύστερα επιβιβάζεται ξανά, βάζει μπρος και ξεκινάει. Λίγα μέτρα μετά φρενάρει και γυρίζει πίσω στη βρύση με την όπισθεν. Νιώθει μια έντονη ανησυχία. Διστάζει. Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν, μάλλον έτσι του φάνηκε, αλλά δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό.
Βγαίνει ξανά από το αμάξι, πάει κοντά στον πλάτανο και στέκεται μπροστά στο κηδειόχαρτο που είναι καρφωμένο με πινέζες πάνω του. Το διαβάζει κι ο τρόμος τώρα τον κυριεύει. Το όνομα του νεκρού είναι ίδιο με το δικό του όνομα, μα η σύμπτωση δεν σταματάει εκεί. Ο νεκρός έχει επίσης την ίδια ηλικία, οι γονείς και τα αδέλφια του τα ίδια ακριβώς ονόματα με τα αντίστοιχα της οικογένειάς του. Η μόνη διαφορά είναι ότι ανάμεσα στους πενθούντες συγγενείς υπάρχει μια σύζυγος και μια κόρη - όχι, ο φίλος ούτε παντρεμένος είναι ούτε παιδιά έχει, αν και αυτή τη στιγμή ο τρόμος τον έχει κάνει να αμφιβάλλει για τα πάντα. Και μαζί με τον τρόμο έρχεται και ένα άλλο απρόσκλητο συναίσθημα. Νιώθει μια θλίψη για αυτή τη χήρα κι αυτό το ορφανό, τόσο βαθιά παράλογη, που θέλει να ψάξει να τους βρει και να τους ζητήσει κάτι ασπούμε σαν συγγνώμη.
Να όμως που γρήγορα συνέρχεται και αρχίζει κάπως να το εκλογικεύει. Παίρνει στο τηλέφωνο τον πατέρα του, να τον ρωτήσει εάν έχουν συγγενείς στα μέρη αυτά, μα πιο πολύ για να μοιραστεί με κάποιον αυτήν την τόσο επώδυνη εμπειρία. Ο πατέρας του δεν απαντά. Καλεί τότε τη μάνα του. Ναι, η μάνα του ξέρει από αυτά καλύτερα. Μα ούτε εκείνη απαντάει. Παίρνει και τα αδέλφια του. Τα ίδια. Μα τι έχουν πάθει όλοι; Πώς γίνεται όλοι να εξαφανίζονται όταν τους χρειάζεται; Το σκέφτεται για μια στιγμή. Κοιτάζει ξανά το κηδειόχαρτο και παίρνει τηλέφωνο εμένα.
Εγώ του απαντάω, φυσικά. Άλλωστε, πώς θα μπορούσα να γνωρίζω -και μάλιστα με τόσες λεπτομέρειες- αυτήν την ιστορία; Ο φίλος μού τα διηγείται όλα από την αρχή, παραλείποντας, ωστόσο, να μου αναφέρει τον σκοπό του ταξιδιού του. Όταν κάποια στιγμή τον διακόπτω για να τον ρωτήσω σχετικά, μοιάζει να τον ξαφνιάζω. Στην αρχή νομίζω ότι δεν θέλει να μου πει, μα όταν επιμένω, καταλαβαίνω ότι σταλήθεια έχει ξεχάσει για ποιο λόγο πήρε το αμάξι και ξεκίνησε να ταξιδεύει προς τα νότια. Ο τρόμος του τώρα έχει γίνει πανικός.
Του ζητάω να ηρεμήσει. Του λέω να μου διαβάσει ξανά όλα όσα γράφει το χαρτί πάνω στον πλάτανο. Το κάνει με φωνή που τρέμει, ενώ μόλις φτάσει στα ονόματα της χήρας και του ορφανού, ξεσπάει σε λυγμούς. Με εκλιπαρεί να τον βοηθήσω και να του πω τι πρέπει να κάνει. Του λέω να συνεχίσει. Δεν έχει άλλο, αυτός μου απαντά. Πότε είναι η κηδεία, τον ρωτάω. Ήταν, μου λέει, τελείωσε, εδώ και λίγη ώρα. Και ο καφές, επιμένω. Ποιος καφές, ρωτάει στα χαμένα. Ο καφές της παρηγοριάς, του ξαναλέω. Πού δίνεται ο καφές; Στο καφενείο της πλατείας, μου συλλαβίζει και αμέσως, σαν να τον έχει χτυπήσει κεραυνός, βγάζει μια στριγκλιά και μου το κλείνει.
Δοκίμασα να τον πάρω πίσω αλλά δεν τα κατάφερα. Για αρκετή ώρα μού έβγαινε μήνυμα πως είναι κατειλημμένος. Αργά το βράδυ που ξαναπροσπάθησα άκουσα τη φωνή της τηλεφωνήτριας να μου λέει ότι ο φίλος βρίσκεται εκτός δικτύου. Έπεσα για ύπνο πιστεύοντας ότι όντως κάποια στιγμή θα ενημερωθεί για την κλήση μου και τότε θα με ξαναπάρει.
Το επόμενο πρωί που ξύπνησα μου έτυχαν διάφορα και ξέχασα και τον φίλο και την περιπέτειά του. Το απόγευμα γύρισα από τη δουλειά και κάθισα να φάω μπροστά στον υπολογιστή μου. Παρασυρμένος από κάτι που διάβασα τυχαία κάπου, πέρασα το υπόλοιπο της μέρας χαζεύοντας την ειδησιογραφία. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ότι σε όλα σχεδόν τα νέα, είτε είχαν να κάνουν με επιδημίες, με μετακινήσεις πληθυσμών, με αποτρόπαια εγκλήματα είτε με τον καιρό και το ποδόσφαιρο, παντού έπαιζε η λέξη αποκλεισμός μαζί με όλα τα παράγωγά της.
Τον φίλο τον θυμήθηκα αργά το βράδυ πάλι, λίγο πριν πέσω για να κοιμηθώ. Έψαξα το νούμερό του στις τελευταίες κλήσεις και τον ξανακάλεσα. Αυτή τη φορά το ηχογραφημένο μήνυμα με πληροφορούσε ότι ο αριθμός που καλούσα δεν χρησιμοποιείται.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

ναβαρινο

καθομαι σε ενα καφε στην πλατεια ναβαρινου κ γραφω στο λαπτοπ μου. απεναντι μου καθεται ενας αλλος τυπος κ γραφει στο δικο του λαπτοπ. τον βλεπω να σηκωνει το κεφαλι πού κ πού κ να κοιταζει μπροστα του, πριν επιστρεψει ξανα το βλεμμα στην οθονη του κ σε αυτο που γραφει. μπροστα του βρισκομαι εγω -μας χωριζουν μολις δυο αδειανα τραπεζια- κ κανω μαλλον τις ιδιες ακριβως κινησεις, περιπου με την ιδια συχνοτητα. σκεφτομαι πως αν καποιος μάς παρατηρουσε απο το πλαϊ κ αν ηταν λιγο πιο μικρη η αποσταση αναμεσα στις αντικριστες ραχες των φορητων μας υπολογιστων θα του φαινομασταν σαν αντιπαλοι μιας αφορητης παρτιδας σκακι ή μαλλον ναυμαχιας, για να ταιριαζει κ με ονομα της πλατειας που μας φιλοξενει. κατα τα αλλα, τριγυρω μας δεν συμβαινει απολυτως τιποτα. τιποτα αξιοπαρατηρητο, τουλαχιστον. καμια επεμβαση ξενων δυναμεων δεν φαινεται να απειλει τη συνθηκη του κυριακατικου αδιεξοδου μας. ετσι, το μονο που μου μενει ειναι να παρατηρω τον αγνωστο απεναντι αλλα κ τον εαυτο μου, εστω κ εξ αντανακλασεως. αυτος ομως τι κανει; ενταξει, ποτε μου δεν καταφερα να αποκτησω μαντικες ικανοτητες -οχι οτι δεν το εχω προσπαθησει- αλλα για καποιο λογο αυτη τη στιγμη ειμαι σιγουρος οτι αυτο που γραφει ο τυπος απεναντι μου πηγαινει καπως ετσι: "καθομαι σε ενα καφε στην πλατεια ναβαρινου κ γραφω στο λαπτοπ μου. απεναντι μου καθεται ενας αλλος τυπος κ γραφει στο δικο του λαπτοπ.."

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

ο κατασκοπος

καθομαι κ πινω καφε σε ενα μαγαζι. διπλα μου ενα ζευγαρι κινεζων μιλαει στα κινεζικα. δεν εχω ιδεα τι λενε, αλλα για καποιο λογο πιστευω οτι συζητανε κατι πολυ μυστηριο. κ ομως, αυτοι μιλανε φωναχτα με τη βεβαιοτητα οτι κανεις τριγυρω δεν τους καταλαβαινει. καποια στιγμη, μολις αυτη γελαει με κατι που της λεει αυτος, γελαω κ εγω, προσποιουμενος πως εχω πιασει το αστειο κ πως τοσην ωρα καθομουν κ τους κατασκοπευα, αλλα ανθρωπος ειμαι, δεν αντεξα αλλο κ προδοθηκα. αυτοι γυριζουν, με κοιταζουν εντρομοι. γνωριζουν πια οτι δεν ειναι μονοι τους μεσα στο καφε, μονοι σε ολοκληρο τον κοσμο. ξερουν καλα πως ολα τους τα σχεδια ειναι καταδικασμενα να αποτυχουν. εγω κανω οτι διαβαζω το βιβλιο μου, που επειδη τους εχω λιγακι λυπηθει, το κραταω επιδεικτικα αναποδα, για να τους δειξω οτι δεν πρεπει κ τοσο να φοβουνται, γιατι ενταξει, δεν ειμαι κ ο πιο εξυπνος κατασκοπος. οι δυο κινεζοι συνεχιζουν να τα λενε στα κινεζικα, αλλα τωρα πολυ πιο χαμηλοφωνα. σχεδον ψιθυριζουν, δηλαδη. ισα που καταφερνει να ακουσει ο ενας τον αλλον. ησυχος πια, γυριζω το βιβλιο που διαβαζω απο την καλη. το ξαναπιανω απο εκει που το αφησα: "αν καποτε η επιθυμια συνωμοτησει απολυτως με τη λογικη, τοτε θα αρχισουμε να σκεφτομαστε, αλλα δεν θα επιθυμουμε"

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

αδιστακτα, απεριοριστα

ειμαι στο σινεμα. χτυπαει το τηλεφωνο. δεν απαντω κ κλεινω τον ηχο. λιγο μετα ξαναχτυπαει. κοιταω το νουμερο. αγνωστο. συνεχιζω να βλεπω την ταινια. διαλειμμα. βγαινω κ παιρνω να δω ποιος ειναι κ τι θελει. τωρα δεν μου απαντα εκεινος. δευτερο μερος. ξαναμπαινω στην αιθουσα. το τηλεφωνο χτυπαει παλι. το ριχνω μες στη τσεπη μου, να μην το βλεπω. ελαχιστα λεπτα μετα χτυπαει κ το τηλεφωνο του ηρωα στην ταινια. αυτος κοιταζει την οθονη του. στραβωνει τα μουτρα του. το σκεφτεται. δεν ειναι σιγουρος αν θελει να απαντησει. τι τον εμποδιζει; αυτος παιζει στην ταινια, δεν την παρακολουθει - κανεναν, περα απο την πλοκη, δεν προκειται να ενοχλησει. κ ομως, το αφηνει να χτυπα κ καθεται κ το κοιταει. για μια στιγμη σκεφτομαι οτι τον παιρνει ο ιδιος ανθρωπος που καλει κ εμενα. σκεφτομαι πως ετσι κ απαντησει θα τον ακουσει προσεκτικα, θα σμιξει τα φρυδια του, θα προβληματιστει κ μετα θα γυρισει προς την καμερα, θα με κοιταξει κ θα πει: "σηκωσε το, ρε! ειναι αναγκη!" βγαζω ξανα το δικο μου τηλεφωνο απο την τσεπη. κοιταζω την οθονη. ο αγνωστος δεν με καλεσε ξανα, αλλα μου εχει ερθει ενα μηνυμα απο τον παροχο μου. στο μεταξυ, η δραση στην ταινια κλιμακωνεται κ δεν θελω να τη χασω. ανοιγω το μηνυμα κ το διαβαζω βιαστικα, αφηρημενα. συνεχιζω να βλεπω την ταινια, αλλα απο το μηνυμα μού εχει μεινει καρφωμενη στο μυαλο μια λεξη: "απεριοριστα". παραξενη λεξη.. η εταιρειες τηλεφωνιας συνηθιζουν να τη βαζουν να συνοδευει τη λεξη "χρονος", την κατεξοχην εννοια που μας θετει περιορισμους, που βαζει ορια στο παιχνιδι αυτο οπου ολοι συμμετεχουμε. κ υστερα το τηλεφωνο του ηρωα ξαναχτυπα. αλλα αυτος δισταζει ακομα. σκεφτομαι πως ειναι σειρα μου να του βαλω τις φωνες, να του πω: "τελειωνε, ρε ανθρωπε! εχεις πλεον λιγοτερο απο μιση ταινια για να τα καταφερεις, για να φτασεις στον επιδιωκομενο σκοπο, για να τα κερδισεις ή να χασεις ολα! τι περιμενεις, δηλαδη;" μαζι με την κλιμακωση της δρασης εξελισσεται, με τροπο ανορθοδοξο, κ η ταυτιση ηρωα-αναγνωστη. βλεπω κ αλλους τριγυρω μου να βγαζουν τα τηλεφωνα απο τις τσεπες τους κ να τα κοιτανε. δεν ξερω, μπορει κ να εχουν βαρεθει, μπορει κ να θελουνε να δουν ποση ωρα τους απομενει. αλλα κ παλι μαζι με τον κινηματογραφικο, κυλαει κ ο δικος μας χρονος, ο πραγματικος. οχι, αληθεια τωρα.. τι περιμενουμε ακριβως; γιατι δεν απανταμε; καλη χρονια, χρονια πολλα, αδιστακτα, απεριοριστα