Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

περί του πολέμου μου

Τη μέρα εκείνη ξύπνησα νεκρός.
Τη μέρα εκείνη ημέρα δεν υπήρχε.
Τη μέρα εκείνη ξύπνησα, μα ο χρόνος συνέχισε στο πλάι μου για πάντα να κοιμάται.
Η μέρα εκείνη δεν άρχισε ποτέ κι ούτε ποτέ δεν πρόκειται εκείνη η μέρα να τελειώσει.
Η μέρα εκείνη, εγώ κι εσύ που με διαβάζεις.

Τη μέρα εκείνη ξύπνησα νεκρός και θέλησα να καταλάβω που τώρα πια βρισκόμουν. Το αβυσσαλέο πουθενά, όμως, τριγύρω μου δε μου άφηνε μεγάλα περιθώρια. Είχα βρεθεί εκεί, καταμεσής στο πουθενά και είχα γίνει το ποτέ που πάντα ως τότε απέφευγα. Τίποτα δεν υπήρχε πριν, τίποτα δε φαινότανε μετά.
Η μέρα εκείνη και άλλο τίποτα.

Τη μέρα εκείνη ξύπνησα μέσα σε μία αιώνια στιγμή.
Η στιγμή-εγώ.

Άνοιξα τα μάτια μου, αλλά δεν έβλεπα μπροστά μου τίποτα πέρα από ένα στάσιμο γαλαζωπό σκοτάδι. Αν και νεκρός, είχα ακόμα μάτια, μα η όραση μου δεν υπήρχε πια, παρά μονάχα σαν μία μακρινή, θολή και ενοχλητική ανάμνηση.
Άκουγα τα βλέφαρά μου να παλεύουν να συνηθίσουν τη μορφή του νέου εκείνου κόσμου. Άκουγα την καρδιά μου να υπαγορεύει το ρυθμό στη νέα μου ζωή και ύστερα τα σπλάχνα μου να αναζητούν το ρόλο τους στη νέα αυτή κατάσταση πραγμάτων. Έξω από εμένα, όμως, κανένας άλλος ήχος λυτρωτής δεν έφτανε στα αυτιά μου. Άκουγα το σκοτάδι.
Προσπάθησα να το αγγίξω, μα ένιωθα τα δάχτυλά μου να αργοσαλεύουν μέσα του αυτόνομα, χωρίς να κατορθώνει η αφή μου να διακρίνει κάποια εναλλαγή μες στην πυκνότητα του χώρου. Δεν ήξερα αν ήταν άραγε αέριο ή υγρό το ακατανόητο εκείνο σύμπαν που με είχε περιβάλει. Δεν ήμουν σίγουρος ούτε καν για την ίδια τη δική μου στερεότητα. Και όμως, το σώμα μου ήταν ακόμα εκεί, όπως ήμουν κι εγώ ακόμα ήμουν ο κάτοικός του. Υπήρχε το μέσα μου ακόμα εκεί ακέραιο, μα το έξω μου ολόκληρο είχε εξαφανιστεί.
Οι αισθήσεις μου παρέμεναν άνεργες και αμήχανες μπροστά σε εκείνη τη χωρίς παραστάσεις αντιπραγματικότητα. Αδυνατούσαν ακόμα να συμβιβαστούν με την ιδέα πως είχαν, έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα, περάσει μέσα σε μια ανυπαρξία αμετάφραστη. Μέχρι που άρχισα σιγά-σιγά να γεύομαι τον πανικού, σαν ένα σιχαμερό μεταλλικό σιρόπι που βάλθηκα να το καταβροχθίζω με μια παράλογη μανία.

Ήθελα να βγω, να φύγω, να αποδράσω. Αλλά από τι; Ούτε ήξερα ούτε τολμούσα πια να φανταστώ.
Αυτό δεν ήταν φυλακή. Οι φυλακές έχουνε τοίχους και κελιά που ορίζονται στο χώρο. Μα χώρος εκεί μέσα δε χωρούσε.
Αυτό δεν ήτανε ποινή. Προϋποθέτει η ποινή το πέρασμα του χρόνου μέσα από το σώμα του κατάδικου. Μα εκεί μέσα το σώμα μου και ο χρόνος έμοιαζαν να έχουν ταυτιστεί.
Ήθελα να κινηθώ, να προχωρήσω, να πάω κάπου, μα η σύγχυση των διαστάσεων έκανε τα βήματά μου να χάνουν το νόημα και τον προορισμό τους. Ένιωθα, όχι πως παραβίαζα, αλλά πως είχα πια ρητά εξαιρεθεί από το νόμο της βαρύτητας. Λες κι είχα μες στου βυθού το άγνωστο καταδυθεί ή εκτοξευτεί στο άπειρο του διαστήματος. Μόνο που ακόμα ο άναρχος τυμπανισμός της πανικόβλητης ανάσας μου απέκλειε προς το παρόν όλα τα βαραθρώδη ενδεχόμενα.
Και ύστερα η απροσδόκητη αντιστροφή της αναπνευστικής μου λειτουργίας άρχισε να μου αποκαλύπτει μια μυστική, καλά κρυμμένη μέσα μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Εισέπνεα από μέσα μου κι εξέπνεα εμένα.

Προσπάθησα να προσδιορίσω από τι είδους υλικό ήταν φτιαγμένο το νέο περιβάλλον μου, μήπως και καταλάβω έτσι, δια της αφαιρέσεως, σε τη μορφή είχε μετατραπεί η ύλη η δική μου. Αλλά οι θερμοκρασίες του μέσα και του έξω χώρου καθόλου δεν ξεχώριζαν και έτσι ούτε τα όρια του ίδιου μου του εαυτού δεν ήμουν ικανός να διακρίνω.
Το σώμα μου ήταν το σύμπαν μου.
Το σύμπαν-εγώ.

Όλα όσα μάταια δοκίμασα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, για να τον αποφύγω, αναζητώντας εξηγήσεις λογικές να εξημερώσω το απόλυτο παράλογο, τον είχαν εξοργίσει.
Ο πανικός μου έμοιαζε για ακόμα μια φορά να προσαρμόζεται καλύτερα από εμένα. Σκαρφάλωσε στων ιστών μου τις πλαγιές, πάτησε πάνω στους νευρώνες μου και εξαπλώθηκε στα υψίπεδα του εγκεφάλου μου.
Του φώναξα, δεν υπάρχεις, κι εκείνος έμπηξε τις πυρωμένες του βελόνες μες στα μάτια μου. Του ούρλιαξα, δεν είσαι εδώ, κι εκείνος άρχισε να κρυοπριονίζει το κρανίο μου.
Είμαι νεκρός, τίποτα δε μπορείς να μου κάνεις τώρα πια, είπα και γέλασα μονάχος μου με το ίδιο μου το αστείο. Το γέλιο μου, όμως, φούντωσε ακόμα περισσότερο τη λύσσα του θηρίου μέσα μου.
Άρχισα τότε να σπαρταρώ μέσα σε μια δαιμονιώδη περιδίνηση, ενώ εκείνος μου έγδερνε μεθοδικά όλες τις αντιστάσεις. Άρχισα να στροβιλίζομαι στο χείλος ενός φρικτού μετεωρισμού, ενώ εκείνος μου ξήλωνε αλύπητα τα αντανακλαστικά μου αποθέματα.
Συνέχιζα να γελάω, παρόλο που ολοένα και πνιγόμουν μέσα στο σάλιο και στα δάκρυα. Συνέχιζα να χορεύω στο ρυθμό του πανικού με όλη την αντοχή που μου είχε απομείνει. Με όλη εκείνη την ισχύ που η ζώσα ανυπαρξία μου προσέφερε.
Και εκεί πάνω στην στροφή είδα τη λάμψη της ρομφαίας του να σχίζει το ακίνητο γαλαζωπό σκοτάδι.

Και τότε άρχισα να τραγουδάω, χτυπώντας τις αόρατες πατούσες μου στο ανύπαρκτο σανίδι: τρεις τέσσερις δώδεκα, τρεις πέντε δεκαπέντε, τρεις έξι δεκαοχτώ, είμαι νεκρός, τρεις επτά εικοσιμία, τρεις οχτώ εικοσιτέσσερις, νεκρός, νεκρός, νεκρός, τρεις εννιά εικοσιεπτά, ένας νεκρός που ξέρει να χορεύει, ένας νεκρός που ξέρει να μετρά, πέντε επτά τριανταπέντε, πέντε οκτώ σαράντα, ένας νεκρός που θέλει να θυμάται, να αντιδρά, να υπολογίζει, επτά επτά σαρανταεννιά, ένας νεκρός που σχεδιάζει, το χάρτη αυτής της κόλασης εγώ τον έχω φτιάξει και ήρθες μετά εσύ, κέρβερος φτωχός και αδέσποτος να μου φυλάξεις τις εισόδους, επτά οκτώ πενηνταέξι, επτά εννιά εξηντατρία, εγώ σε κάλεσα, εγώ είμαι ο αφέντης σου, σε μένα πρέπει να υπακούς, κάποιος πρέπει να σου διδάξει τρόπους βρωμερό σκυλί, σύρσου λοιπόν στα πόδια μου και άσε με ήσυχο να μετρήσω ετούτη τη στιγμή. Τη μόνη από όλες του κόσμου τις στιγμές που μου έχει περισσέψει.

Το αυτοκτήνος λούφαξε και ζάρωσε, μαζεύτηκε κουτάβι την ίδια του τη λύσσα νικημένο καταπίνοντας. Του πέταξα μια πικρή ανάμνηση παλιάς πληγής να έχει να ροκανίζει και γύρισα στον κόσμο μου ή σε ό,τι είχε απομείνει από αυτόν τον κόσμο να θυμίζει.

Οι παλαιές ολόθνητές μου αισθήσεις δεν είχαν τίποτα νέο πια για να μου πουν. Κανένα νέο ερέθισμα δεν μπορούσε να εισβάλει από έξω προς τα μέσα, λες και το μέσα είχε το έξω ολόκληρο για πάντα απορροφήσει και δεν το είχε ανάγκη πια.
Ο χώρος είχε αντιστραφεί.
Ο χρόνος είχε σβήσει.
Νέες, ως τότε μυστικές και άγνωστες, αισθήσεις διαδέχονταν όλες εκείνες τις ανώφελες παλιές.

Και τότε άρχισε μπροστά μου να απλώνεται το μυστικό τοπίο του αιχμάλωτού μου εαυτού. Και τότε άρχισα την άγνωστη χώρα των στιγμών μου με θράσος να εξερευνώ και να χαρτογραφώ αμήχανα την επικράτεια της.

Η μέσα χώρα μου, ωστόσο, δεν ήταν ο τόπος ο ειρηνικός που κάποτε είχα φανταστεί. Λιμάνια ασφαλή και εύφορες κοιλάδες μέσα μου δεν υπήρχαν. Μονάχα ένα μονοπάτι κόκκινο κατάφερα να διακρίνω και στον ορίζοντα και όσο έφτανε το βλέμμα μου μια άγονη και γκρίζα ερημιά.
Συνέχισα να περπατώ κι ενώ κοχλάζανε οι πέτρες από κάτω μου, ένιωθα το υπόλοιπο κορμί μου να παγώνει.


Από μακριά ξεχώριζα μια λέξη να ξεκινάει σαν ψίθυρος στο παιδικό δωμάτιο και μέχρι να με φτάσει, να γίνεται μια άγρια πολεμική κραυγή.
Μια λέξη που την είχα ακούσει ήδη τόσες πολλές φορές, από όλες τις φωνές, σε όλες τις περιστάσεις, που είχα πια ξεχάσει το νόημά της το αληθινό. Που ίσως ποτέ δε νοιάστηκα πραγματικά να μάθω τι σημαίνει. Που μέσα σε εκείνη τη στιγμή, μέσα στη χώρα των στιγμών, ήταν πια πολύ αργά να ψάξω ή να ρωτήσω.
Και όμως από όλες τις λέξεις τις ανθρώπινες, αυτή ήταν η λέξη η δικιά μου.
Η λέξη-εγώ.

Και τότε είδα, εκεί, στο βάθος το αμέτρητο του κόκκινου μονοπατιού μια λεγεώνα σάπιες πανοπλίες να έρχονται καταπάνω μου να με υποδεχτούν με τις πυρακτωμένες λόγχες τους. Οι περασμένοι μου εαυτοί όλων των πεθαμένων ημερών, που τόσα χρόνια στοίβαζα μες στο μυαλό μου τα κουφάρια τους, είχαν βρικολακιάσει και με συνασπισμένες τις δυνάμεις τους χιμούσαν να θερίσουν τον απρόσκλητο.
Ελάτε εδώ, σιχαμερά βδελύγματα!
Ελάτε! Να δούμε πόσους τελικά το άπειρο χωράει.
Μόνο προσέξτε, το μονοπάτι αυτό είναι στενό και πονηρούς πολεμικούς σχηματισμούς δεν επιτρέπει. Αν θέλετε στ’ αλήθεια μαζί μου να τα βάλετε, τότε θα πρέπει να μπείτε στη σειρά. Είστε πολλοί κι εγώ είμαι μονάχος μου. Μα ένας προς έναν θα δείτε πως θα σας καταφέρω. Κάποτε ίσως κουραστώ. Ίσως σε κάποιο από τα αμέτρητά σας πρόσωπα κάτι να θυμηθώ, να λυπηθώ, να κλάψω, να δειλιάσω. Μα μέχρι τότε, να το ξέρετε, πως όσους περισσότερους μπορώ, έχω σκοπό μαζί μου να τους πάρω. Μου ανήκει ο πόλεμος αυτός, είναι δική μου αυτή η κόλαση και χωρίς μάχη δε σκοπεύω να την χαρίσω σε κανέναν σας.
Και τότε όρμισα κι εγώ επάνω τους.

Και τότε άρχισε να βρέχει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου