Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

παρακαμπτήρια μυστήρια


Την μετάβαση στο Βελιγράδι μέσω Αλβανίας και Μαυροβουνίου που δεν τόλμησα να κάνω με τον Νίκο τον Μάρτιο του 2014, την κατάφερα τελικά τέσσερις μήνες μετά, παρέα με τον Γεώ και τον Δημήτρη. Το ταξίδι αυτό, το πιο περιπετειώδες μέχρι στιγμής από όσα έχω κάνει στα Βαλκάνια, το σχεδιάζαμε με τον Γεώ από καιρό, σε σημείο που να έχει πάρει ήδη μυθικές διαστάσεις πριν καν το ξεκινήσουμε. Αρχικά επρόκειτο να το πραγματοποιήσουμε μόνοι οι δυο μας, αλλά ο Δημήτρης, ο πιο πολυταξιδεμένος με διαφορά από όλους τους φίλους μου, έκανε, την τελευταία στιγμή κυριολεκτικά, την έκπληξη και ήρθε να προστεθεί στους επιβάτες του Ανταμομπίλ.
Το ταξίδι ουσιαστικά ξεκίνησε από εκεί ακριβώς όπου τελείωσε η προηγούμενη βαλκανική μου μικροπεριπέτεια: από τη Φλώρινα. Προκειμένου, λοιπόν, να εκμεταλλευτούμε ολόκληρη την πρώτη μέρα για να διασχίσουμε με ασφάλεια την Αλβανία και να φτάσουμε το βράδυ στην Ποντγκόριτσα, επιλέξαμε να διανυκτερεύσουμε την προηγούμενη στη Φλώρινα και να αναχωρήσουμε για τα σύνορα όσο το δυνατόν χαράματα. Μου είχε φανεί λίγο αστείο το να επισκέπτομαι την πόλη όπου έκανα ακόμα το μεταπτυχιακό μου για λόγους εξωσχολικούς, αλλά τελικά αποδείχτηκε σοφή επιλογή. Επίσης, το βράδυ εκείνο στη Φλώρινα ο Γεώ ξεκίνησε το διατροφικό του πείραμα, το οποίο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Πολύ νωρίς το πρωί, λοιπόν, σηκωθήκαμε, φορτώσαμε στο αμάξι της αποσκευές και τις απαραίτητες προμήθειες και ξεκινήσαμε για το συνοριακό φυλάκιο της Κρυσταλλοπηγής. Καμιά ώρα μετά, ως εκ θαύματος, βρισκόμασταν ξανά πίσω στη Φλώρινα, αφού συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε ξεχάσει τα διαβατήριά μας στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Εν πάση περιπτώσει, νωρίς ακόμα το πρωί ξαναξεκινήσαμε για τα ελληνοαλβανικά σύνορα, αλληλοβριζόμενοι για την επιπολαιότητα και την απροσεξία μας. Λίγες ώρες μετά, και επί αλβανικού πλέον εδάφους, θα ανακαλύπταμε ότι ο Γεώ είχε επίσης ξεχάσει το δίπλωμα οδήγησης και εγώ την κάρτα ανάληψης μετρητών στον Βόλο. Τέλος πάντων, για αυτό είναι οι φίλοι.
Επίσης, στα σύνορα πέσαμε πάνω σε μια μακρά αναμονή, οπότε και ναυάγησε οριστικά το σχέδιο μας να φτάσουμε στο Μαυροβούνιο πριν πέσει η νύχτα. Θα λέγαμε ίσως ότι δεν ξεκινήσαμε καλά, αλλά ευτυχώς η συνέχεια υπήρξε ασυγκρίτως ευτυχέστερη.
Στην Αλβανία κάναμε τρεις μεγάλες στάσεις και καμιά δεκαριά μικρότερες για διάφορους λόγους. Η πρώτη μεγάλη στάση ήταν στην Κορυτσά, για την οποία είχα προηγουμένως διαβάσει ότι θεωρείται η πιο ωραία αλβανική πόλη. Και είναι, πράγματι, πολύ όμορφη, με αρκετά παλιά εντυπωσιακά κτήρια, πολλά από τα οποία δυστυχώς έχουν ανακαινιστεί με τρόπο τέτοιο που αντί να αναδεικνύουν την ιστορία τους προδίδουν τη βιασύνη των ιδιοκτητών τους να βγάλουν κέρδος από αυτά. Πάντως, η πόλη –το κέντρο της τουλάχιστον- έχει μια παράδοξη αριστοκρατική ατμόσφαιρα και οι κάτοικοί της είναι πολύ ευγενικοί – από τις σπάνιες φορές που ακούς στον δρόμο να σε ρωτούν εάν χρειάζεσαι βοήθεια χωρίς να το ζητήσεις. Σε κάποιο δρομάκι πέσαμε πάνω σε έναν ταπεινό ξενώνα, η ιδιοκτήτρια του οποίου καθόταν στα σκαλάκια και έτρωγε σύκα. Μόλις μας είδε, σηκώθηκε αμέσως, σκούπισε τα χέρια της στο φουστάνι της και μας ρώτησε αν ψάχνουμε για δωμάτιο. Εμείς όμως είχαμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας. Μια άλλη φορά, ίσως.
Η δεύτερη στάση έγινε στο Πόγραδετς, στην άλλη πλευρά της λίμνης Οχρίδας από εκείνη που είχα επισκεφτεί τον Μάρτιο. Η άναρχη είσοδος της πόλης μάς τρόμαξε λιγάκι. Άθλιοι χωματόδρομοι, χωρίς σήματα και φανάρια με πιτσιρίκια που έπαιζαν ανάμεσα στα διερχόμενα αυτοκίνητα και πλανόδιους πωλητές που μόνο που δεν μας άρπαξαν μέσα από το αυτοκίνητο για μας πείσουν να ρίξουμε έστω και μια ματιά στην αλλοπρόσαλη πραμάτεια τους. Τελικά καταφέραμε να φτάσουμε σχεδόν χωρίς απώλειες στις όχθες της λίμνης, όπου και αφήσαμε κάπου το Ανταμομπίλ και βγήκαμε να πιούμε έναν καφέ και να περπατήσουμε. Καθίσαμε σε ένα καφενείο μπροστά σε κάτι που έμοιαζε με πλαζ και όπου λιάζονταν καμιά διακοσαριά οικογένειες. Όσο θολό και αποτρόπαιο κι αν φαινόταν το νερό, τα πιτσιρίκια το γλεντούσαν και έκαναν όλα όσα κάνουν τα παιδιά, παντού σε όλον τον κόσμο, όταν έρχονται ομαδικώς σε επαφή με το υγρό στοιχείο. Για μια στιγμή σκεφτήκαμε κι εμείς να βουτήξουμε, αλλά οι τερατολογίες του σερβιτόρου για όσα μας περίμεναν στη συνέχεια της διαδρομής μάς έκοψαν τη φόρα.
Η επόμενη μεγάλη στάση ήταν τα Τίρανα. Μέχρι τα Τίρανα, όμως, σταματήσαμε αρκετές φορές για να προσευχηθούμε ή για να ευχαριστήσουμε τον Μολώχ της ασφάλτου που δεν μας έκανε την τιμή να μας συμπεριλάβει στις θυσίες του. Ειλικρινά, εάν θέλετε να νιώσετε μεγάλες συγκινήσεις, εάν θεωρείτε την οδήγηση μια βαρετή συνήθεια, εάν είστε φίλοι του μηχανοκίνητου αυτοχειριασμού, πάρτε το αμάξι σας και βγείτε μια βόλτα στους αυτοκινητόδρομους της Αλβανίας.
Στα Τίρανα φτάσαμε κάποια στιγμή το απόγευμα. Οι δυο συνταξιδιώτες μου θέλαν να γευματήσουν επειγόντως. Οπότε, εγώ που είχα ήδη σκάσει από τα φρούτα που είχα αγοράσει από τους υπαίθριους πωλητές της εθνικής οδού, είπα να αυτονομηθώ για λίγο και να κάνω μια βόλτα με τη φωτογραφική μου μηχανή. Τα Τίρανα είναι η χαρά του αστικού φωτογράφου. Οι υπερβολές στις κορυφογραμμές των οικοδομών και στην πολυχρωμία των προσόψεων, το δυσδιάκριτο όριο ανάμεσα στις αυλές και στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στον δημόσιο και των ιδιωτικό χώρο, η ρευστότητα κάθε είδους οικιστικού και πολεοδομικού σχεδιασμού έχουν μετατρέψει την πόλη σε ένα εξωφρενικό σκηνικό κινηματογραφικής ταινίας. Μόνο που πρέπει να μείνεις, να ζήσεις και να το ψάξεις αρκετά, μέχρι να καταλάβεις εάν τελικά η ταινία αυτή είναι τρόμου ή κωμωδία.
Όταν επιβιβαστήκαμε ξανά στο Ανταμομπίλ για να συνεχίσουμε για τον Βορρά που μας περίμενε, οι φίλοι μου μού επισημάναν κάτι που εγώ μέσα στο χάσιμο της βόλτας μου δεν πρόσεξα καθόλου. Παντού, σε όλην την πόλη, σε μπαλκόνια και σε παράθυρα κρεμόντουσαν γερμανικές σημαίες. Σε τρεις μέρες ήταν ο τελικός του Μουντιάλ της Βραζιλίας και οι Αλβανοί είχαν αποφασίσει να δείξουν τη συμπάθειά τους απροκάλυπτα σε μία από τις δύο φιναλίστριες. Αργότερα, όταν θα αντικρύζαμε το Βελιγράδι επίσης σημαιοστολισμένο με τα αργεντίνικα εθνικά χρώματα, θα καταλαβαίναμε ότι όλο αυτό ήταν κάτι πολύ πιο σοβαρό από μια αθώα οπαδική προτίμηση.
Από τα Τίρανα μέχρι τα σύνορα του Μαυροβουνίου μάς είχε απομείνει καμιά κατοσταριά χιλιόμετρα σχετικά ομαλού δρόμου, αλλά έτσι όπως τα είχαμε καταφέρει ήταν μοιραίο πια να μας βρει η νύχτα πολύ πριν φτάσουμε στον προορισμό μας. Το τοπίο, όσο προχωρούσαμε βορειότερα, άλλαζε διαρκώς και τώρα πια αντί για δάση και βουνά βλέπαμε στα αριστερά μας τον ήλιο να δύει πάνω από την Αδριατική. Επειδή από το πρωί οδηγούσα διαρκώς εγώ, αν και δεν ένιωθα καθόλου κουρασμένος, ζήτησα από τον Δημήτρη να με αντικαταστησει στο τιμόνι, πιο πολύ για να χαζέψω λιγάκι τη διαδρομή πιο ξέγνοιαστος. Στο μεταξύ, ο τεράστιος ορεινός όγκος του Μαυροβουνίου που ορθωνόταν μπροστά μας σαν την Μόρντορ μάς υπενθύμιζε οτί ακόμα απέχαμε αρκετά από τον ημερήσιο στόχο μας.
Κι όταν, λίγο μετά είδαμε το μήκος της ουράς των οχημάτων που περίμεναν για να περάσουνε τα σύνορα, αρχίσαμε πια να σκεφτόμαστε μήπως να επιστρέψουμε στη Σκόδρα για να ψάξουμε εκεί όσο ακόμα ήταν νωρίς κάποιο κατάλυμα. Τελικά, και χάρη μάλλον στο διπλωματικό διαβατήριο του Δημήτρη, το οποίο θα αποδειχτεί εξαιρετικά χρήσιμο και στη συνέχεια, μπορέσαμε και γλιτώσαμε αρκετή αναμονή και το Ανταμομπίλ προσέθεσε την επίσκεψη σε ακόμα μια χώρα στο βιογραφικό του.
Ευτυχώς, η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου δεν απείχε πολύ από τα νότια σύνορα της χώρας. Οι προβλέψεις μου, όμως, για μια εύκολη εύρεση δωματίου και η σχετική τακτική μου που ανέπτυξα ήδη σε προηγούμενο κεφάλαιο αμέσως διαψεύστηκαν, αφού δεν είχα καθόλου υπολογίσει πως βρισκόμασταν σε φουλ τουριστική περίοδο. Έτσι, μετά από μια μάλλον κουραστική περιπλάνηση στο κέντρο της Ποντγκόριτσας ή σε αυτό που εμείς εκείνη τη στιγμή θεωρήσαμε ως κέντρο, καταφύγαμε στην αναζήτηση μέσω διαδικτύου, η οποία και μας οδήγησε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο λίγο έξω από την πόλη, το μόνο ίσως με διαθέσιμα κρεβάτια.
Αν και ήταν ήδη αρκετά αργά και εμείς πολύ κουρασμένοι από την ολοήμερη και περιπετειώδη βόλτα, είπαμε να δοκιμάσουμε μια μικρή, έστω, εκ νέου κάθοδο στο κέντρο για να μην φύγουμε το επόμενο πρωί χωρίς να έχουμε δει τι παίζει με την πρωτεύουσα αυτού του νέου και παλαιού ταυτόχρονα κράτους. Έτσι, αφού φάγαμε κάτι πρόχειρο, ήπιαμε ένα ποτό κάπου στα όρθια και περπατήσαμε για καμιά περίπου ώρα σε αυτό που οι ντόπιοι, αυτή τη φορά, μας υπέδειξαν ως κέντρο της πόλης, κατέληξα στα εξής βιαστικά και εννοείται αυθαίρετα συμπεράσματα:
Το Μαυροβούνιο, όπως και όλες οι άλλες, παλιές και νέες χώρες των Βαλκανίων, επείγεται να αποδείξει στους επισκέπτες του, αν όχι και στους ίδιους του τους κατοίκους, πόσο πολύ ευρωπαϊκή πόλη είναι –η αγορά του μοιάζει αποστειρωμένη από καθετί ανατολίτικο- πόσο πολύ θέλει να ενταχθεί στους δυτικοευρωπαϊκούς πολιτικούς θεσμούς –παντού, όλες οι συναλλαγές γίνονται παραδόξως με ευρώ- πόσο πολύ η ιστορική του σύνδεση με τη αδερφή Σερβία οφείλεται σε παρεξήγηση –η χρήση της λέξης Γιουγκοσλαβία και τα παραγώγων της μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε καυγά- και πόσο μεγάλη ανάγκη έχει η οικονομία του από το συναλλαγμα των Ρώσων –ολόκληρη η χώρα μετατρέπεται σιγά-σιγά σε μια κανονική τουριστική αποικία του ξανθού γένους.
Ειλικρινά, τέσσερα χρόνια μετά από εκείνο το ταξίδι, ελάχιστα πράγματα θυμάμαι πια από την Ποντγκόριτσα. Από το Μαυροβούνιο, πάντως, γενικά δεν πρόκειται με τίποτα να ξεχάσω την υπέροχη διαδρομή που κάναμε την επόμενη μέρα, διασχίζοντας κοιλάδες και βουνά, πάνω σε έναν άνετο και ασφαλή καινούριο αυτοκινητόδρομο, για να φτάσουμε στη Σερβία και στον βασικό μας προορισμό. Και μόνο αυτή η συγκεκριμένη μέρα του ταξιδιού υπήρξε ικανή για να δικαιώσει την επιλογή μας να επισκεφτούμε τη χώρα οδικώς, για να μπορούμε ανά πάσα στιγμή να κάνουμε στάση όπου γουστάραμε για να χαζέψουμε τη άγρια μαυροβουνίσια φύση, για να φάμε σε κάποια από τις ταβέρνες των χωριών, για να αγοράσουμε αυτά τα εκρηκτικά λικέρ αμπελοφιλοσοφώντας με τους υπαίθριους πωλητές στις άκρια του δρόμου.
Τέλος, εντύπωση μού έκαναν τα σύνορα ανάμεσα στη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Όχι λόγω της αυστηρότητας των υπαλλήλων –ήδη είχα ψιλοσυνηθίσει τα ένστολα βαλκανικά βλέμματα- όσο λόγω της τεράστιας απόστασης ανάμεσα στα δυο φυλάκια. Η νεκρή ζώνη μεταξύ Μαυροβούνιων και Σέρβων είναι η μεγαλύτερη που έχω δει –μιλάμε για δεκάδες χιλιόμετρα- σε όλα τα οδικά ταξίδια μου. Λες και οι δύο παλιοί συγκάτοικοι να μην θέλουν πια ούτε να βλέπουν ούτε να ακούν ο ένας τον άλλον.
Με αυτά και με αυτά φτάσαμε κατά το απόγευμα της δεύτερης μέρας του ταξιδιού μας στο Βελιγράδι. Για το οποίο Βελιγράδι, διαβάστε σχετικά εδώ: http://dreamtigers.gr/sites/default/files/free_ebooks/gia_mia_xoufta_dinaria.pdf. Είπαμε, στα παρόντα απόσπάσματα άλλο είναι το θέμα.
Μετά από τρεις μέρες ήρθε η ώρα να αφήσουμε ξανά το αγαπημένο Βελιγράδι και να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Βιασύνη ιδιαίτερη δεν υπήρχε και ήδη είχαμε συμφωνήσει ότι θα κάναμε μια στάση καθοδόν στα Σκόπια, όπου και θα διανυκτερεύαμε. Μόλις μπήκαμε, όμως, στο Ανταμομπίλ κάποιος -δεν θυμάμαι τώρα ποιος- πέταξε την πιο τρελή ιδέα: «Μήπως, αντί να πάμε προς τα Σκόπια κατευθείαν, να κάναμε μια μικρή παράκαμψη;» «Τι είδους παράκαμψη, δηλαδή;» «Να μωρέ, μήπως να περνούσαμε και μια βόλτα από το Κοσσυφοπέδιο;»
Αμέσως άνοιξαν οι χάρτες, ενώ ο Δημήτρης, ως πιο έμπειρος και προνοητικός, έσπευσε να συμβουλευτεί τους σχετικούς ιστότοπους για να βεβαιωθεί ότι το ιδιόμορφο καθεστώς το κρατιδίου μπορούσε να αντέξει τον ταξιδιωτικό μας αυθορμητισμό.
Η παράκαμψή μας εννοείται ότι μας έβαλε σε νέες περιπέτειες με το φτάσαμε στα παράδοξα σύνορα του Κοσόβου. Εκεί, αφού περάσαμε από τρεις ελέγχους, έναν από Σέρβους αστυνομικούς, έναν από τους άντρες του Ηνωμένων Εθνών και έναν από τους Κοσοβάρους φύλακες, υποχρεωθήκαμε να πληρώσουμε ένα σεβαστό για τα βαλκανικά δεδομένα ποσό για την ασφάλεια του Ανταμομπίλ, αφού η πράσινη κάρτα δεν ισχύει εντός αυτής της ταραγμένης επικράτειας. Επίσης, και στους τρεις ελέγχους που περάσαμε, ρωτηθήκαμε, όχι και τόσο εθιμοτυπικά για τον σκοπό του ταξιδιού μας, χωρίς μάλλον να τους πείσουμε με τις ειλικρινείς μα όχι και τόσο αληθοφανείς απαντήσεις μας.
Την ίδια ακριβώς απορία δημιουργήσαμε και στους κατοίκους της Πρίστινας, σε όσους ήρθαμε σε επαφή, δηλαδή, εκεί όπου καθίσαμε να φάμε και όλοι μας κοιτούσαν σαν να προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς δεν πήγαινε καλά με την περίπτωσή μας. Εκεί, όμως, όπου παραλίγο να δημιουργήσουμε πραγματικό θέμα, σε σημείο να επέμβουν μέχρι και οι ειρηνευτικές δυνάμεις ήταν μετά, όταν κάνοντας βόλτα στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, αρχίσαμε να βγάζουμε φωτογραφίες αυτά που εμείς θεωρούσαμε αξιοθέατα. Το μόνο, πάντως, αληθινό αξιοθέατο που συναντήσαμε, το μόνο δηλαδή μνημείο που τόσο οι ταξιδιωτικοί οδηγοί όσο και οι ίδιοι οι Πριστινέζοι προτείνουν ως τέτοιο, ήταν μια λέξη στα αγγλικά, χτισμένη με γιγαντιαία γράματα, ζωγραφισμένα όλα σε χρώματα παραλλαγής, και στολισμένη ολόγυρα με νατοϊκες και αμερικάνικες σημαίες. Η λέξη newborn.
Φεύγοντας από την Πρίστινα και καθοδόν για τα Σκόπια είχαμε ακόμα μια παρολίγον εξαιρετικά δυσάρεστη εμπειρία. Αν και δεν έτρεχα ιδιαιτέρως γρήγορα, ξάφνου εμφανίστηκε μπροστά μας μια μικρή αστυνομική δύναμη και μας ζήτησε να σταματήσουμε δια τα περαιτέρω. Οι πρώην Γιουγκοσλάβοι αστυνομικοί είναι διαβόητοι για την επινοητικότητά τους, όταν θέλουν να σου κόψουν κλήση, δηλαδή όταν θέλουν να σου δώσουν μια ευκαιρία να δοκιμάσεις την εμπειρία της δωροδοκίας δημόσιου λειτουργού. Οι συγγεκριμένοι εκτός από επινοητικοί ήταν και βαρέως οπλισμένοι με πολυβόλα και άλλα τέτοια όμορφα, οπότε είπαμε να μην το ρισκάρουμε και αρχίσαμε να να ψάχνουμε στις τσέπες για πεντάευρα (διαβαλκανική μονάδα «φιλοδωρήματος»). Παραδόξως, όμως, εμείς είχαμε μόλις πέσει στους τιμιότερους ένστολους της χερσονήσου, που όχι μόνο δεν ήθελαν τα λεφτά μας, αλλά ήταν και εξαιρετικά πρόθυμοι να μας εξηγήσουν πόσο σοβαρό αδίκημα είναι η απόπειρα χρηματισμού ενστόλου κοσσυφόπαιδος. «Καλά, αφήστε το πάνω μου», είπε ο Δημήτρης, και βγήκε από το αμάξι με το διπλωματικό διαβατήριο στα δόντια. Λίγα λεπτά μετά τα παιδιά με τα αυτόματα μάς χαιρετούσαν χαμογελαστά και μας εύχονταν καλό ταξίδι.
Ο δρόμος για τα σπίτια μας ήταν πλέον ανοιχτός. Αλλά για να φτάσουμε ως εκεί έπρεπε να περάσουμε από την τελευταία πίστα του παιχνιδιού: Τα Σκόπια.
Στα Σκόπια δεν μπήκαμε στη διαδικασία να ψάξουμε για κατάλυμα, αφού είχαμε ήδη κλείσει ηλεκτρονικώς ένα δωμάτιο σε έναν ξενώνα που βρισκόταν συμπτωματικά ακριβώς απέναντι από την ελληνική πρεσβεία. Ως εκ τούτου, μπήκαμε μες στην πόλη και κατευνθυνθήκαμε καρφί προς μια συγκεκριμένη διεύθυνση. Κι αφού τακτοποιήσαμε το αμάξι και τις αποσκευές, βγήκαμε για να θαυμάσουμε από κοντά –εγώ, θυμίζω, το είχα ξαναδεί πριν τέσσερα κεφάλαια- το περίφημο «««ιστορικό»»» κέντρο της πόλης.
Δεν σκοπεύω, φυσικά, να αρχίσω εδώ να αναπτύσσω τη γνώμη μου για το ονοματολογικό ζήτημα, το χρονικό του οποίου, πάντως, επιμένω πως εάν υπήρχε τρόπος να πληροφορηθούν σχετικά οι αρχαίοι Μακεδόνες θα είχαν γαμηθεί στα γέλια με τα καραγκιοζιλίκια μας. Τέλος πάντων, όπως θα έχετε ήδη, φαντάζομαι, προσέξει, όταν αναφέρομαι στη γείτονα, άλλες φορές την ονομάζω Φυρομία –μου αρέσει γιατί, για κάποιον λόγο, μού θυμίζει χώρα της έπικ φάντασυ λογοτεχνίας- άλλες την λέω «Χώρα δίχως Όνομα» -που να μην πω τώρα τι θυμίζει- και κάπου, αν δεν κάνω λάθος, Άλλη Μακεδονία – που παραπέμπει και σε κάποιο άλλο σύμπαν παράλληλο και τέτοια ώραια πράγματα. Όσους από τους κατοίκους αυτής της χώρας γνώρισα στα ταξίδια μου μού φάνηκαν άνθρωποι φιλικοί, ευχάριστοι και ειλικρινείς και το πιο σημαντικό, όσο γαμημένα παράδοξο και να ακούγεται, φιλέλληλες –άλλωστε, οι περισσότεροι μιλούσαν άψογα σχεδόν τα ελληνικά. Από όποια μεριά και να το πιάσουμε, η Άλλη Μακεδονία, όπως και ολόκληρη η Νότια Βαλκανική είναι η φυσική μας ενδοχώρα. Σε ολόκληρο τον κόσμο, ρόλος της κάθε ενδοχώρας είναι να κοιτάζει διαρκώς προς τα παράλια και ρόλος των παραλίων είναι, αν όχι να κοιτούν και να καρφώνονται, τουλάχιστον να μην αποστρέφονται την ενδοχώρα τους. Άμα στις δυο πλευρές κουμάντο κάνουν απατεώνες και ψυχασθενείς, είναι απολύτως λογικό τα κοιτάγματα αυτά να οδηγήσουν σε στραβώματα, μανούρες και καυγάδες. Αν όμως παίζουν λογικά παιδιά που ανοίγουν, λέμε τώρα, πού και πού και κανένα βιβλίο Ιστορίας, τα βλέμματα τα εκατέρωθεν μπορούν να οδηγήσουν στις πιο ωραίες καταστάσεις. Και όσο για τα ονόματα αυτά είναι για να γκρινιάζουν οι συμπεθέρες στο τραπέζι μετά από τη βάφτιση.
Κοίτα να δεις που την ψιλοείπα τη γνώμη μου τελικά. Τέλος πάντων, ωραία όλα αυτά, αλλά ειλικρινά, όποιος δεν έχει δει από κοντά το κέντρο των Σκοπίων, πρέπει να πάει το συντομότερο. Πιο εξωφρενικό, παραλληρηματικό, φαραωνικό θεματικό πάρκο παίζει να μην έχει υπάρξει ποτέ στην παγκόσμια ιστορία. Όλοι αυτοί οι γιγαντιαίοι Φίλιπποι, Βουκεφάλες, Ολυμπιάδες και φυσικά Αλέξανδροι, όλα αυτά τα χάλκινα, πέτρινα και μαρμάρινα τερατουργήματα συνθέτουν έναν ύμνο στην παράνοια, τόσο εξώφθαλμα κακόγουστο, που καταντά πραγματικά υπέροχος. Γενικά αν ήσουν Σκοπιανός γλύπτης τα τελευταία χρόνια την είχες κάνει την περιουσία σου – πάντως, με μια λίγο πιο προσεχτική παρατήρηση μπορεί να δει κανείς ανάμεσα στα πιο ταπεινά και ανώνυμα αγάλματα κάποιες μικρές πράξεις αντίστασης των καλλιτεχνών σε όλην αυτήν την τρέλα.
Αφού χορτάσαμε από τέχνη και Ιστορία, αφήσαμε το κέντρο των Σκοπίων και κατευθυνθήκαμε με τα πόδια προς την πραγματική παλιά πόλη, που μοιάζει αρκετά με τη δικιά μας Άνω Πόλη και καθίσαμε να φάμε κάπου στο αντίστοιχο Τσινάρι. Εκεί ολοκλήρωσε και ο Γεώ τον γαστρονομικό του μαραθώνιο, αφού κατάφερε να τραφεί επί έξι μέρες –με ότι αυτό συνεπάγετο για τη στομαχική υγεία του- με το ίδιο ακριβώς πιάτο, το οποίο συναντιέται φυσικά παντού στα καυτερά Βαλκάνια: Κεμπάπια. Για να βγάλει την επόμενη μέρα, επί ελληνικού εδάφους πια, το πολυαναμενόμενο πόρισμα, πως τελικά από όλα όσα κι αν δοκίμασε στη Φλώρινα τα φτιάχνουνε καλύτερα, δίνοντας έτσι στο ταξίδι μας μια επίγευση φαιδρής ματαιότητας.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

ο άνδρας με την κινηματογραφική μηχανή


Τον Οκτώβριο του 2012 έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Μεταπτυχιακό της Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Τα μαθήματα του συγκεκριμένου μεταπτυχιακού, τα οποία παρακολούθησα ανελλιπώς μέχρι τον Ιούνιο του 2014, πραγματοποιούνταν σχεδόν εξολοκλήρου στη Φλώρινα. Έτσι, κάθε μήνα, ταξίδευα, κατά κανόνα με το αυτοκίνητό μου, για ένα τριήμερο προς τα βόρεια και μεταξύ άλλων ζούσα μια ημίγλυκη ψευδαίσθηση φοιτητικής ζωής που αυτού του είδους τα ακαδημαϊκά προγράμματα προσφέρουν.
Αν και η Φλώρινα δεν απέχει παρά ελάχιστα χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Φυρομία και αν και άκουγα συχνά τους συμφοιτητές μου να μου λένε για τις σύντομες καταναλωτικές επιδρομές που πραγματοποιούσαν στο γειτονικό Μοναστήρι, μέχρι το τέλος του Μεταπτυχιακού δεν είχα τολμήσει ακόμα να συμμετάσχω σε μια τέτοια επιχείρηση. Η ευκαιρία μού δόθηκε στην προτελευταία συνεδρία μαθημάτων, τον Μάιο του 2014, όταν ο Κώστας, εκεί που πίναμε καφέ στο κυλικείο της σχολής, με ρώτησε αν η πράσινη κάρτα που είχα βγάλει για να πάω στο Βελιγράδι ίσχυε ακόμα.
Λίγα μόλις λεπτά μετά βρεθήκαμε να διασχίζουμε με το Ανταμομπίλ τα σύνορα. Η αίσθηση αυτή του να διανύεις μια τόσο μικρή απόσταση και να περνάς σε μια άλλη χώρα, σχεδόν σε έναν άλλον κόσμο, είναι κάτι που δύσκολα μπορείς, νομίζω, να συνηθίσεις. Ειδικά εάν έχεις μεγαλώσει μέσα στην παριχαρακωμένη κουλτούρα του εθνικού κράτους, το οποίο μάλιστα έχει επίσης μεγαλώσει υπό το βάρος μιας, άλλοτε κάπως υπαρκτής και άλλοτε γενικώς απροσδιόριστης, απειλής από τα άλλα κράτη με τα οποία συνορεύει, και ως εκ τούτου οφείλει, ακόμα και σήμερα, να τα αντιμετωπίζει σαν τους ενοχλητικούς, ακατανόητους, μα πάντα υποχρεωτικούς γείτονές του.
Τέλος πάντων, έχοντας φύγει σχεδόν σκαστοί από το μάθημα, στο οποίο έπρεπε, λέει, να επιστρέψουμε σε κανένα δίωρο περίπου, ίσα που προλαβαίναμε να κάνουμε μια βόλτα και ενδεχομένως να ψωνίσουμε κάτι που μέχρι πριν λίγη ώρα ούτε καν σκεφτόμασταν πως είχαμε ανάγκη. Άλλωστε, οι πρώτες εικόνες που συναντά κανείς μπαίνοντας στις χώρες που βρίσκονται πέρα των βορείων συνόρων μας, δεν είναι παρά ατέλειωτες επιγραφές στα ελληνικά που διαφημίζουν τις εξαιρετικά χαμηλές τιμές σε σούπερ μάρκετ, πρατήρια καυσίμων, καταστήματα με αθλητικά είδη, ακόμα και οδοντιατρεία ή κομμωτήρια.
Σε λιγότερο από μισάωρο, λοιπόν, φτάσαμε στα Μοναστήρι ή Μπίτολα, από το οποίο είχαμε περάσει με τον Νίκο και δυο μήνες νωρίτερα, γυρίζοντας από μέσω Οχρίδας από το Βελιγράδι, αλλά λόγω τις καταρρακτώδους βροχής περιοριστήκαμε στο να το δούμε μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου.
Η πρώτη αίσθηση που σου δημιουργείται βλέποντας αυτήν την πόλη είναι ότι, αισθητικά τουλάχιστον, αποτελεί μια συνέχεια της Φλώρινας. Σαν οι δυο τους να είχαν υπάρξει κάποτε μέρη του ίδιου αστικού ιστού, που κάποιος άρπαξε και έκοψε στη μέση τοποθετώντας ανάμεσα, για λόγους ασφαλείας, μια αναγκαία και ικανή έκταση αδιάφορης υπαίθρου. Η αίσθηση αυτή, όμως, σύντομα ανατρέπεται, αφού όσο κι αν μοιάζουν τα κέντρα τους και ειδικά οι αντίστοιχες παλιές γειτονιές γύρω από τα ποτάμια Ντραγκόρ και Σακουλέβα αντίστοιχα, γρήγορα καταλαβαίνεις ότι το Μοναστήρι υπήρξε, κάποτε τουλάχιστον, μια σημαντική βαλκανική μητρόπολη που ξέπεσε σε έναν γκρίζο μεθοριακό σταθμό στον πάτο της παλαιάς Γιουγκοσλαβίας.
Αφού διασχίσαμε, λοιπόν, την πόλη ως το κέντρο, όπου αρχίζουν οι εμπορικοί πεζόδρομοι, αφήσαμε κάπου το αμάξι και συνεχίσαμε με τα πόδια. Παντού σχεδόν ακούγαμε να μιλάνε ελληνικά ή έτσι νομίζω πως μου φάνηκε. Όταν το επισήμανα στον Κώστα, μου είπε πως κάποιοι από αυτούς είναι αυτό που λέμε «ντόπιοι», τονίζοντας κάπως περίεργα τη λέξη. Ο συμφοιτητής, συνταξιδιώτης και αργότερα ολίγον από συγκάτοικός μου, ο οποίος κατάγεται από κάποιο χωριό του Νομού Φλωρίνης, μου αποκάλυψε τότε ότι έχει και κάποιους μακρινούς συγγενείς στο Μοναστήρι, τους οποίους βέβαια βαριόταν να αναζητήσει, δημιουργώντας μου ακόμα περισσότερες απορίες. Οι απορίες αυτές με κάποιον τρόπο θα λύνονταν τον Αύγουστο του ίδιου καλοκαιριού, όταν παραθερίζοντας στο χωριό του Κώστα, θα έπεφτα πάνω σε ένα από τα περίφημα και διαβόητα ταυτόχρονα «σλάβικα» γλέντια της περιοχής.
Αφού περιπλανηθήκαμε για λίγο, χαζεύοντας την εναλλαγή παλιών εργατικών κατοικιών και ακόμα παλιότερων αρχοντικών, καθίσαμε κάπου για έναν σύντομο καφέ. Δίπλα μας, ένας τύπος διάβαζε την αυτοβιογραφία του Σερ Άλεξ Φέργκυσον μεταφρασμένη στα σλαβομακεδονικά. Θυμάμαι που κάθε λίγο και λιγάκι έσκαγε στα γέλια, σήκωνε το κεφάλι του, μας κοιτούσε και επαναλάμβανε φωναχτά το απόσπασμα που μόλις τον είχε τόσο διασκεδάσει. Στα ηχεία έπαιζαν εναλλάξ σλάβικα και ελληνικά λαϊκοπόπ τραγούδια. Σκέφτηκα ότι ένας τουρίστας από την Ιαπωνία ή ξερωγώ το Μεξικό δεν θα μπροούσε με τίποτα να τα ξεχωρίσει.
Γυρίζοντας προς το αυτοκίνητο, περάσαμε μπροστά από ένα μεγάλο δημόσιο κτίριο με ένα χάλκινο άγαλμα απέξω, το οποίο και μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Πλησιάσαμε για να το δούμε καλύτερα και να το φωτογραφίσουμε. Ήταν ένας άντρας με μια κινηματογραφική μηχανή. Ένας από τους αδερφούς Μανάκη, τους πρωτοπόρους κινηματογραφιστές που τότε έμαθα πως ήταν κατά κάποιο τρόπο, ασπούμε, Μοναστηριώτες και που, όπως συμβαίνει με όλους τους επιφανείς Βαλκάνιους της εποχής, η εθνικότητά τους αποτελεί αντικείμενο έριδας μεταξύ των κρατών που διαδέχτηκαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το άγαλμα, αν και πολύ διακριτικό, έμοιαζε αρκετά παράταιρο με τον περιβάλλοντα χώρο, όπου άλλοι περνούσαν κουβαλώντας τις σακούλες με τα ψώνια τους, άλλοι κουβέντιαζαν πίνοντας τον καφέ τους, ενώ έφηβοι και ηλικιωμένοι πηγαινοέρχονταν πάνω στα σκέιτ και στα μπαστούνια τους αντίστοιχα. Κι όμως, ξανακοιτάζοντας πιο προσεκτικά τον χάλκινο αυτόν άνδρα, άρχισα να βρίσκω την παρουσία του όλο και πιο δικαιολογημένη. Ήταν σαν να είχε ταξιδέψει μέσα στον χρόνο για να κινηματογραφήσει την εποχή μας και τις συνήθειες των ανθρώπων της. Πόσο απίστευτα και αδιανόητα θα φαίνονταν τα πλάνα του, όταν θα γύριζε πίσω για να τα παρουσιάσει στους σύγχρονούς του;
Η ώρα, όμως, είχε περάσει και έπρεπε να επιστρέψουμε. Αγόρασα βιαστικά μερικά πακέτα με καπνό, στη μισή τιμή περίπου από όσο κοστίζουν στην Ελλάδα, και φύγαμε.
Στα σύνορα ο φύλακας μάς ρώτησε βαριεστημένος εάν μεταφέρουμε κάτι απαγορευμένο και αμέσως, αρκούμενος στον λόγο μας, σήκωσε τη μπάρα και μας άφησε να περάσουμε.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

πίτσα ματσεντόνιγια


Αν και ανάμεσα στα δυο πρώτα μου ταξίδια στο Βελιγράδι δεν μεσολάβησαν παρά μόνο δυο μήνες, στο μεταξύ πολλά πράγματα είχαν αλλάξει και το σημαντικότερο από αυτά ήταν ότι η Δήμητρα είχε πια μεταναστεύσει στην Αγγλία. Από τη στιγμή, όμως, που είχα πλέον πάρει πολύ στα σοβαρά το θέμα του νέου μου ταξιδιωτικού βιβλίου, το οποίο επρόκειτο να αποτελέσει και τμήμα της διπλωματικής μου, έπρεπε το συντομότερο να ξαναπάω στη σέρβικη πρωτεύουσα για να συνεχίσω την ανορθόδοξη επιτόπια έρευνά μου. Ιδανικό συνταξιδιώτη και συνεργάτη σε αυτή μου την πρισπάθεια βρήκα στο πρόσωπο του Νίκου, με τον οποίο είχαμε ήδη κάνει ένα καλό ρόουντ τριπ στην Πελοπόνησσο το 2010, οπότε είχε περάσει επιτυχώς τις σχετικές εξετάσεις.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, κάπου στα μέσα του Μαρτίου με πολύ όρεξη, αν και με κάποια ψιλοσοβαρά προβλήματα. Πρώτον, τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου μου είχαν, για κάποιον λόγο που δεν εμαθα ποτέ, χαζέψει και άλλοτε κλείδωνε από μόνο του το πορτμπαγκάζ άλλοτε ανεβοκατέβαιναν τα παράθυρα με δικιά τους πρωτοβουλία και άλλα τέτοια όμορφα. Δεύτερον, δυο μέρες πριν αναχωρήσουμε, παρουσιάστηκε μια αιφνίδια βαριά κακοκαιρία, από αυτές που λένε πως πρέπει να αποφεύγουμε τις άσκοπες μετακινήσεις και ένα θηριώδες βαρομετρικό χαμηλό ήρθε και έκατσε πάνω από τη νοτιοανατολική Ευρώπη εξαφανίζοντας κάθε ελπίδα άνοιξης.
Το αρχικό μας πλάνο ήταν να ταξιδέψουμε από τη Θεσσαλονίκη προς τα δυτικά, να περάσουμε τα ελληνοαλβανικά σύνορα κι αφού διασχίσουμε την Αλβανία και το Μαυροβούνιο (διανυκτερεύοντας κάπου καθοδόν) να μπούμε στη Σερβία. Στην επιστροφή από το Βελιγράδι θα ακολουθούσαμε την ίδια πάνω-κάτω διαδρομή που είχαμε κάνει προ διμήνου με τη Δήμητρα. Η ραγδαία, όμως, επιδείνωση του καιρού μάς τρόμαξε και έτσι αποφασίσαμε να αντιστρέψουμε την πορεία μας και να ανέβουμε καταρχάς προς βορρά μέσω της ακόμα ασφαλούς Φυρομίας και ύστερα βλέπαμε τι θα κάναμε.
Αν και σκοπεύαμε να φύγουμε σχετικά νωρίς, η ανόητη ιδέα μου να κατέβω πρώτα στο κέντρο, για να τακτοποιήσω μια, κατά τα άλλα καθόλου επείγουσα, υποχρέωση και ένα άνευ προηγουμένου μπλέξιμο, από αυτά που συνοδεύουν πάντα παρόμοιες ιδέες, καθυστέρησαν την αναχώρησή μας δραματικά, με αποτέλεσμα η νύχτα να μας βρει καπου στου δρόμου τα μισά και να αναγκαστούμε να διανυκτερεύσουμε εκτός προγράμματος στη Νις.
Στο μεταξύ, είχα την ευκαιρία να απολαύσω στο φως ή έστω στο ημίφως της μέρας την όμορφη διαδρομή από την Γευγελή μέχρι τα Σκόπια –την προηγούμενη φορά με τη Δήμητρα περάσαμε βράδυ από εδώ και δεν βλέπαμε τίποτα πέρα από τη διαγράμμιση στο οδόστρωμα- όπου ο αυτοκινητόδρομος περνάει σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσα από τη κοιλάδα του Αξιού, πλάι σε καταπράσινα δάση και σουρεαλιστικές ταβέρνες. Αλλά στα κάλλη και τις αντιθέσεις της βορειομακεδονικής υπαίθρου θα επανάλθω αργότερα.
Αφού διασχίσαμε, λοιπόν, όλη τη Φυρομία και αφού ψιλοπιάσαμε κουβέντα στα ελληνικά με όλους τους υπαλλήλους στα διόδια –για κάποιον λόγο όλοι ήθελαν να μάθουν εάν ταξιδεύαμε για μπίζνες ορ πλέζουρ- φτάσαμε στα σύνορα της Σερβίας την ώρα που ξεσπούσε μια τρελή καταιγίδα. Σταματήσαμε στον πρώτο σταθμό που βρήκαμε για να πιούμε έναν καφέ και να δώσουμε στον καιρό τον χρόνο του, αλλά αυτός, όσο περνούσε η ώρα, όλο και το σοβάρευε. Εκεί αποφασίσαμε να περάσουμε το βράδυ στη Νις και να συνεχίσουμε την επόμενη μέρα για το Βελιγράδι.
Η Νις, όπως νομίζω ήδη έχω αναφέρει, είναι η μεγαλύτερη πόλη στα νότια της Σερβίας. Εξαιρετικά δημοφιλής σε όλους τους ταξιδιώτες των Βαλκανίων, όχι τόσο ως προορισμός, όσο ως αναγκαία ενδιάμεση στάση ανάπαυσης. Γενικά, πέρα από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο που γεννήθηκε εδώ, δεν φαίνεται να έχει και πολλά πράγματα για να υπερηφανεύεται. Οι πολλές και πάντα αναγκαίες στάσεις, πάντως, που θα κάνω εδώ στα επόμενα ταξίδια θα βοηθήσουν στο να ανακαλύψω έστω και συμπτωματικά διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα. Προς το παρόν, όμως, το μόνο που μας αποσχαλούσε ήταν να βρούμε κάπου για να διανυκτερεύσουμε.
Εδώ πρέπει να κάνω μια παρένθεση. Γενικά, δεν φημίζομαι για την προνοητικότητά μου, ειδικά όταν ταξιδεύω. Αυτό, βέβαια, συχνά με βάζει σε μπελάδες, αλλά τις περισσότερες φορές μάλλον μου έχει βγει σε καλό. Έτσι, προτιμώ, εάν δεν συντρέχουν ιδιαίτερες συνθήκες, να μην κλείνω από πριν δωμάτιο στα μέρη που επισκέπτομαι. Η τακτική που ακολουθώ είναι συνήθως η εξής: Μπαίνοντας σε μια καινούρια και άγνωστη πόλη, ακολουθώ τις ταμπέλες που υποδεικνύουν τον δρομο προς τον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου κατά κανόνα εκεί τριγύρω μπορείς να βρεις και κάποιο οικονομικό κατάλυμα, αλλά και μέρος για να παρκάρεις με ασφάλεια. Επίσης, όσο αργά και να είναι, πάντα υπάρχουν γύρω από τους σταθμούς μαγαζιά ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο. Έτσι, ούτε νηστικός κινδυνεύεις να μείνεις ούτε και διψασμένος. Τέλος, στις περισσότερες ευρωπαϊκες πόλεις, ο κεντρικός σταθμός δεν απέχει πολύ από το κέντρο, οπότε εάν πρόκειται απλώς εκεί να διανυκτερεύσεις και να αναχωρήσεις το πρωί για αλλού, προλαβαίνεις άνετα να κάνεις και μια βόλτα. Στο μεταξύ, έχεις ήδη κάνει μια πρώτη βόλτα αναζητώντας ελεύθερο δωμάτιο – καλύτερα να έχει αφήσει στο αμάξι τις αποσκευές ή να έχεις πάρει μαζί μόνο τα απαραίτητα για αυτή τη μία διανυκτέρευση και να έχεις βολέψει τα υπόλοιπα πράγματά σου στο πορτμπαγκάζ ή σε άλλο μέρος μη ορατό από τους νυκτόβιους περαστικούς.
Πάντως, ταμπέλα που να μας δείχνει το δρόμο προς τον σιδηροδρομικό σταθμό δεν είδαμε πουθενά στη Νις. Ως εκ τούτου, κινηθήκαμε κατευθείαν προς το κέντρο, στο οποίο δεν είμαι σίγουρος ότι φτάσαμε ποτέ, αφού αυτό που τελικά θεωρήσαμε κάποια στιγμή ως κέντρο δεν διέφερε σημαντικά από τις άλλες γειτονίες της πόλης. Εν πάση περιπτώσει, βρήκαμε κάπου μια κεντρική οδό με πολλά χόστελ και ξενοδοχεία, διαλέξαμε ένα στην τύχη, και το οποίο ήταν μια χαρά, και βγήκαμε για να δειπνήσουμε. Λίγη ώρα μετά και ύστερα από μια καλή βόλτα στις όχθες του Νίσαβα, ανακαλύψαμε και ένα μπαρ της πρόκοπης και μπήκαμε να ζεσταθούμε λίγο.
Το επόμενο πρωί είπαμε να μην φύγουμε αμέσως και να κάνουμε πρώτα λίγο τουρισμό στην πόλη. Πολύ κοντά εκεί που είχαμε βρει δωμάτιο βρισκόταν –βρίσκεται ακόμα, δηλαδή- το κάστρο της πόλης. Λίγο ρωμαϊκο, λίγο μεσαιωνικό, λίγο οθωμανικό, λίγο από όλα, όπως τα περισσότερα από τα οχυρωματικά αξιοθέατα των Βαλκανίων, έμοιαζε κάπως στραβωμένο με τον τουριστικό ρόλο που του είχε επιφυλάξει η ιστορική εξέλιξη. Βέβαια την εποχή που το επισκεφτήκαμε οι μόνοι τουρίστες σε ολόκληρη τη Νις ήμασταν εμείς οι δύο. Οι περισσότεροι περαστικοί που διέσχιζαν το πάρκο που το περιβάλλει ήταν άνθρωποι της πόλης που έκοβαν δρόμο μέσα από αυτό για να πάνε στη δουλειά τους.
Μετά περιπλανηθήκαμε μες στην αγορά και εκεί πέσαμε πάνω σε ένα χάλκινο γλυπτό σύμπλεγμα, όπου δυο άντρες, ένας κάτι σαν λόγιος και ένας σαν χωριάτης, κάθονταν σε ένα τραπέζι και τα λέγανε. Στα πόδια τους είχαν αράξει κάτι αδέσποτα σκυλιά, εκ των οποίων το ένα ήταν επίσης χάλκινο και μέρος του όλου έργου. Το σύμπλεγμα περιελάμβανε και μια κενή καρέκλα, στην οποία κάθισα και ζήτησα από τον Νίκο να με φωτογραφίσει για να του ανταποδώσω φυσικά στη συνέχεια. Αργότερα, το έψαξα λίγο στο ίντερνετ και βρήκα ότι τα πρόσωπα που απεικονίζονται στο εντυπωσιακό, αν και χαμηλόφωνο, γλυπτό είναι ένας σημαντικός σέρβος συγγραφέας και ο ήρωας ενός από τα μυθιστορήματά του.
Μετά κι από αυτό και θεωρώντας πως είχαμε εξαντλήσει τα αξιοθέατα της Νις, γυρίσαμε στο αμάξι και φύγαμε για το Βελιγράδι. Όπως ανέφερα και στο προηγούμενο κεφάλαιο, τα σχετικά με τις βελιγριαδιώτικές μου περιπέτειες εδώ θα παραλείπονται, οπότε τρεις μέρες μετά…
…Κι αφού ξεσηκώσαμε την πεκάρα (φούρνος) της γειτονιάς, επιβιβαστήκαμε στο Αντάμομπιλ και πήραμε ξανά τον δρόμο που ενώνει τον Δούναβη με το Αιγαίο.
Αφού το σχέδιο μας να επιστρέψουμε, έστω, στη Θεσσαλονίκη μέσω Μαυροβουνίου και Αλβανίας ναυάγησε οριστικά λόγω των καιρικών συνθηκών, οι οποίες είχαν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στα δυτικά Βαλκάνια, αποφασίσαμε να περιπλανηθούμε στις δύο μέρες που μας είχαν μείνει στη χώρα δίχως όνομα και να επισκεφτούμε την Οχρίδα. Έτσι, διασχίσαμε ξανά υπο καταρρακτώδη βροχή το περήφανο παλιό γιουγκοσλαβικό δίκτυο προς το Νότο και αφού ξαναπεράσαμε τα σερβοφυρομιανά σύνορα, αντί να συνεχίσουμε προς τα Σκόπια, στρίψαμε δυτικά και αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς το Τέτοβο.
Λίγη ώρα μετά μπήκαμε στο πρώτο αλβανικό χωριό, με τον κεντρικό του δρόμο καταστόλιστο από κόκκινες σημαίες με το δικέφαλο αετό και τους ράθυμους κατοίκους του να μας κοιτάζουν σαν να είμαστε εξωγήινοι. Αργότερα θα μάθουμε ότι περάσαμε ξυστά από ένα σωρό ενδιαφέροντα μνημεία της φύσης και της Ιστορίας, αλλά η βιασύνη μας να μην μας βρει η νύχτα πάνω στα άγρια βουνά μάς έκανε να δούμε τη μισή σχεδόν χώρα μέσα από το παράθυρο.
Τα χωριά κάποια στιγμή σταμάτησαν και ο δρόμος άρχισε να ανηφορίζει και να χάνεται μέσα σε πυκνά δάση. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Νίκου θα έπρεπε ήδη να πλησιάζουμε αν όχι να φτάνουμε στην Οχρίδα. Μια χιλιομετρική υπόδειξη, όμως, που μόλις που καταφέραμε να διακρίνουμε μέσα στην ομίχλη, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους και εμάς καμιά κατοσταριά χιλιόμετρα ακόμα μακριά από τον προορισμό μας. Για πρώτη φορά αισθάνθηκα κούραση και ίσως και λίγο φόβο. Το ορεινό οδικό δίκτυο των γειτόνων μας, γεμάτο με επικίνδυνες κλίσεις, κατεστραμμένα οδοστρώματα, ζώα που πετάγονταν από το πουθενά για να τσεκάρουν τα αντανακλαστικά των οδηγών καθώς και η παντελής απουσία καφέ και βενζινάδικων με έκαναν να παραδώσω για πρώτη φορά το τιμόνι στα χέρια του Νίκου. Ο οποίος τελικά αποδείχτηκε καλύτερος οδηγός παρά συνοδηγός και χωρίς να το καταλάβω πώς είδα μετά από λίγο τη λίμνη της Οχρίδας να απλώνεται μπροστά μας.
Αλλά οι αναποδιές δεν έλεγαν να τελειώσουν. Ενώ η βροχή ξανάρχιζε να πέφτει ακόμα πιο δυνατή από πριν, οι υαλοκαθαριστήρες του Ανταμομπίλ βαρέθηκαν μάλλον τα πηγαινέλα και είπαν να αράξουν λίγο, αφήνοντάς μας στο έλεος της φύσης. Ειλικρινά, δεν θυμάμαι πώς καταφέραμε να διανύσουμε τα τελευταία χιλιόμετρα μέχρι την πόλη της Οχρίδας. Με έναν μαγικό τρόπο, πάντως, όταν φτάσαμε όλα έγιναν πολύ εύκολα. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά βρήκαμε ένα ζεστό και καθαρό δωμάτιο και δίπλα στον ξενώνα ακριβώς μια πολλά υποσχόμενη πιτσαρία.
«Τι θα πάρεις», με ρώτησε ο Νίκος. «Λέω να δοκιμάσω την πίτσα ματσεντόνιγια», του απάντησα. «Είσαι προδότης», μου είπε. «Είμαι περίεργος και πεινασμένος», του απολογήθηκα.
Περήφανος που αξιώθηκα να δοκιμάσω μια πίτσα βασισμένη στην ίδια ακριβώς συνταγή που κάποτε τιμούσαν ο Παρμενίωνας, ο Φιλώτας, ο Κάσσανδρος και τα άλλα παιδιά, παρήγγειλα και μια Σκόπσκο για να το γιορτάσω. Λέγαμε μετά το φαγητό να βγούμε και μια βόλτα, αλλά η κούραση και η βροχή που δεν έλεγε καθόλου να κοπάσει μάς έστειλαν από νωρίς στα κρεβατάκια μας.
Το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε χαράματα για να προλάβουμε τη μέρα. Ο καιρός φάνηκε κάπως να ανοίγει, οπότε, αφού πήραμε πρωινό στα όρθια σε κάποιον ανατολίτικο φούρνο εκεί στη γειτονιά, κατευθυνθήκαμε προς το παραλίμνιο μονοπάτι για να δούμε από κοντά τα ρωμαϊκά και τα βυζαντινά μνημεία και ερείπια.
Το σπουδαίο ιστορικό παρελθόν της Οχρίδας μοιάζει ταπεινωμένο, όχι τόσο από τη σύγχρονη ζωή της πόλης, όσο από τις αστείες προσπάθειες των φυρομιανών να το αναδείξουν, υποτίθεται. Κι όμως, κρατά ακόμα σε μεγάλο βαθμό μια μεταφυσική σαγήνη κι ο επισκέπτης μπορεί πάντα να ελπίζει πως κάποιο φάντασμα θα πεταχτεί κάποια στιγμή μπροστά του για να τον ξεναγήσει στα λημέρια του.
Ύστερα ανηφορήσαμε ξανά προς την πόλη και χωθήκαμε στα σοκάκια της παλιάς συνοικίας με τα φτωχικά, αλλά περιποιημένα σπίτια, στον ίδιο ή έστω σε παρόμοιο ρυθμό που συναντά κανείς στην Καστοριά, στην Άνω Πόλη, στην Ξάνθη, στα χωριά της Βουλγαρικής Ροδόπης αλλά και στην Κορυτσά και αλλού, σε ολόκληρη την επικράτεια των Μέσης Βαλκανικής. Αρχιτεκτονική, κουζίνα, μουσική, ένα σωρό πράγματα που τα σύνορα των εθνικών κρατών δεν μπόρεσαν ποτέ να οριοθετήσουν. Το ιστορικό δράμα της χερσονήσου, σε μεγάλο βαθμό προϊόν αμοιβαίων παρεξηγήσεων που κανείς ποτέ δεν θέλησε σταλήθεια να επιλύσει. Κι όμως, αυτή η ακατανίκητη αίσθηση οικειότητας που νιώθεις ταξιδεύοντας σε αυτά τα μέρη, αυτό το ανακάτεμα, όπου δεν είσαι σίγουρος αν έρχεσαι πρώτη φορά ή αν μάλλον επιστρέφεις, επισκεπτόμενος αυτές τις γειτονιάς, αυτό είναι που ίσως κάποτε μας σώσει.
Πριν γυρίσουμε στο αμάξι για να φύγουμε, σταματήσαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο και αγοράσαμε ένα σωρό κουτιά με σοροπιαστά για δώρα. Τα πιο πολλά, βέβαια, τα καταναλώσαμε πριν καν περάσουμε τα σύνορα, αλλά και πάλι, η πρόθεση μετράει.
Ύστερα από ένα βιαστικό πέρασμα από το Μοναστήρι, φτάσαμε στο συνοριακό φυλάκιο της Νίκης και λίγο μετά πίναμε πια καφέ στη Φλώρινα. Στον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη συνειδητοποίησα ότι ως προς τον βασικό μου σκοπό (το να μαζέψω, δηλαδή, υλικό για το βιβλίο για το Βελιγράδι) το ταξίδι ήταν πολύ πετυχημένο. Κατά τα άλλα, όμως, είχα την εντύπωση ότι σκορπίσα στη διαδρομή ένα σωρό ταξιδιωτικές εκκρεμότητες, τις οποίες σύντομα θα έπρεπε να ξαναπάω να τις μαζέψω.