Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021

μεθανα

πριν τρεις βδομαδες. πινω καφε στην παραλια των μεθανων. το μαγαζι ειναι αδειο, οπως αδειος μοιαζει κ ολοκληρος ο οικισμος. ο σερβιτορος μού εξηγει, με εναν τονο καπως απολογητικο, πως χρονο με τον χρονο το καλοκαιρι κραταει ολο κ λιγοτερο. μετα ερχονται δυο τυποι κ καθονται ακριβως μπροστα μου σε διπλανα τραπεζια. μου φαινεται παραξενο που δεν μοιραζονται το ιδιο τραπεζι, αλλα το αποδιδω σε καποιο μετρο προστασιας απο κατι πραγματικα πολυ κακο που δεν θα ηθελα να ξερω.
παραγγελνουν κ υστερα ο ενας, ο πιο ηρεμος, γυριζει, με κοιταζει κ με ρωταει αν με ενοχλει, εννοωντας αν με εμποδιζει απο το να χαζευω απροσκοπτα τη θαλασσα. λες κ ημασταν στο σινεμα κ το τοπιο μπροστα μας ηταν καποια ταινια της οποιας δεν επρεπε να χασω ουτε πλανο. ναι, του απαντω, μου κρυβεις λιγο τους υποτιτλους, αλλα την εχω ξαναδει πολλες φορες, αραξε, δεν πειραζει. ο αλλος μοιαζει να ειναι νευρικος, ισως κ καπως νευριασμενος. βγαζει το κινητο του απο την τσεπη, το κοιτα κ υστερα το κοπαναει πανω στο τραπεζι, ταραζοντας για μια στιγμη τον διπλανο του.
-τι επαθες, μωρε;
-τι να παθω; ξερεις ποσο το αγορασα αυτο; τι το ηθελα; τι να το κανω τοσο ακριβο τηλεφωνο, αν ειναι ποτε κανεις να μην με παιρνει;
-αυτο ειναι; πες μου το νουμερο σου να σε παρω εγω;
-γιατι δεν το εχεις;
-οχι. γιατι να το εχω;
ο νευρικος υπαγορευει τον αριθμο του στον ηρεμο, ο οποιος τον πληκτρολογει στο δικο του μαλλον φτηνοτερο τηλεφωνο. αμεσως μετα το ακριβο κινητο χτυπαει. ο τυπος το αρπαζει, το κοιτα κ υστερα γυριζει κ ψαχνει με το βλεμμα του καχυποπτος τριγυρω. πολυ ανησυχος, ψιθυριζει στον αλλον πως δεν αναγνωριζει το νουμερο. ο αλλος τον συμβουλευει να απαντησει. απαντα κ ακουει τη φωνη του φιλου του στερεοφωνικα να του λεει "ελα, ρε μαλακα".
-τι κανεις, ρε; με κοροϊδευεις;
-σε πηρα. αυτο δεν ηθελες;
-οχι τωρα. τωρα εισαι εδω. τι να το κανω;
-καλα. φευγω τοτε.
-κατσε. πού πας;
-παω. θα σε παρω απο το σπιτι.
-σιγουρα, θα με παρεις, ε;
-ε ναι, λεμε.
-σιγουρα, ε; θα περιμενω.
ο ηρεμος φευγει ηρεμα. ο νευρικος μενει εκει στη θεση του να κοιταει τη συσκευη του. ο σερβιτορος ερχεται κ φερνει δυο καφεδες. κοιταει το τραπεζι που εχει μολις αδειασει. κοντοστεκεται. ο τυπος με το κινητο τού λεει να τους αφησει κ τους δυο χωρις να σηκωσει ουτε στιγμη το βλεμμα απο την οθονη του. ο σερβιτορος αφηνει τους καφεδες κ φευγει κουνωντας το κεφαλι.
για καποιον λογο νιωθω τωρα πως ο καφες οντως με εμποδιζει, με ενοχλει, μου κρυβει τη θαλασσα μπροστα μου. οσο περναει η ωρα το ποτηρι του μοιαζει να υψωνεται σαν φαρος πανω απο το λιμανι των μεθανων. τα διερχομενα καραβια βλεπουν απο μακρυα το καλαμακι του κ αλλαζουνε κατευθυνση.
ο σερβιτορος ερχεται, μου αλλαζει το τασακι κ κανει εναν μορφασμο, σαν να λεει: "ειδες; τι σου ελεγα;" παραδοξο, αληθεια. πώς γινεται ο πλανητης να υπερθερμαινεται κ το καλοκαιρι, χρονο με τον χρονο, να κρατει ολο κ λιγοτερο;