Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

το τελευταίο χτύπημα

Τα ξημερώματα της ενδεκάτης Απριλίου του 200… ένα παράξενο και απροσδόκητο γεγονός ήρθε να αναστατώσει τις ήσυχες ζωές των ανθρώπων στην πόλη και στον κόσμο. Από το βυθό της πόλης και σε απόσταση μόλις μερικών μέτρων από το παλιό νεκροταφείο, μια εκτυφλωτική λάμψη αναδύθηκε στην επιφάνεια και αφού σχημάτισε τέσσερις σχεδόν ομόκεντρους κύκλους, βυθίστηκε ξανά στον σκοτεινό πυθμένα της πόλης και χάθηκε για πάντα.
Μπροστά στο ανεξήγητο, οι ένοικοι του νεκροταφείο φάνηκαν, για ακόμα μια φορά, επιδεικτικά αδιάφοροι. Οι κάτοικοι της πόλης, όμως, ανησύχησαν, μα ετούτη τη φορά αρνήθηκαν να ρίξουν στους νεκρούς, όπως το συνηθίζουνε, το φταίξιμο.
Η λάμψη έγινε ορατή από τις συνοικίες εκείνες, όπου ο ήλιος δεν είχε ακόμα κάνει την εμφάνισή του. Έτσι όπως έχει κυριεύσει η πόλη τον πλανήτη, αδιαφορώντας για συντεταγμένες και ημισφαίρια, οι μέρες σε άλλα διαμερίσματα και γειτονιές ξημερώνουν το πρωί και σε άλλα προάστια και συνοικίες φτάνουν αργά το απόγευμα ή μέσα στη μαύρη νύχτα. Και αφού μια λάμψη για να φανεί χρειάζεται σκοτάδι, σε όλα τα μέρη εκείνα, όπου ήταν ήδη ή ακόμα μέρα, λάμψη οι άνθρωποι δεν κατάφεραν να δουν, αλλά μπόρεσαν να γευτούν και να ακούσουν καθαρά την αντανάκλασή της.
Λίγες ώρες νωρίτερα στα μέρη, όπου η πόλη είχε ανάγκη τον ηλεκτρισμό ακόμα και για τα πλέον απαραίτητα, όλα τα φώτα έσβησαν ξαφνικά, απειλώντας την ατσάλινη ισχύ του πολιτεύματος και τις χάρτινες αντοχές του πολιτισμού. Χρειάστηκαν τριάντα λεπτά περίπου, μέχρι να καταφέρουν συνασπισμένες δυνάμεις ηλεκτρολόγων, μαθητευομένων μάγων και έμπειρων διαφημιστών να αποκαταστήσουνε τη βλάβη.
Κατά τη διάρκεια αυτής της παρ’ ολίγον ολέθριας ημίωρης συσκότισης, σημειώθηκαν σε πολλά σημεία της πόλης μία σειρά από προκλητικά ανεξήγητες και ανεξήγητα προκλητικές ενέργειες, τις οποίες η πόλη, μην μπορώντας να κρύψει τη ντροπή και την αμηχανία της, έσπευσε να τις ονομάσει τρομοκρατικές.
Αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο λάθος. Από αυτά που η πόλη δε μας είχε συνηθίσει, από τότε που άρχισε να ταυτίζεται με τον πλανήτη. Το όνομα, που διάλεξε η πόλη για να βαφτίσει τα συμπτώματα της απρόοπτης συσκότισης, γέννησε στα κεφάλια των ανθρώπων πλήθος ερωτηματικών κι έτσι, αντί να ερμηνεύσει τα έκτροπα, εξέτρεψε τελικά την ερμηνεία.
Κι ενώ της αναστάτωσης οι κύκλοι οι ομόκεντροι απλώνονταν, όλο και μεγαλύτερα τμήματα της πόλης έμπαιναν μέσα στο χορό. Άλλοι από βρώμικη περιέργεια, άλλοι από αγνό ενδιαφέρον και οι περισσότεροι έτσι, για να τους δουν οι γείτονες, αφήνανε τα σπίτια τους και έξω έβγαιναν, στο δρόμο. Όλοι ήθελαν να δουν από κοντά τα ανεξήγητα κι έτσι, όσος ο πληθυσμός της πόλης, τόσες και οι εξηγήσεις που οι κάτοικοι δοκίμαζαν να δώσουν.
Πρώτα η διαυγής λάμψη του τρόμου κι ύστερα ο θολός τρόμος της λάμψης, που σαν απόκοσμος αντίλαλος λίγο μετά πιστά την ακολούθησε, συγκλόνισαν τις φαντασίες και τις λογικές όλων στην πόλη.
Κάποιοι από αυτούς, που έτρεξαν στο δρόμο για να ακούσουν και να δουν, αφού τα τακτικά διαγγέλματα και τα έκτακτα δελτία της πόλης δεν τους αρκούσαν πια, έφτασαν σε σημείο να καταφύγουν σε ακόμα περισσότερες προκλητικές και ανεξήγητες ενέργειες. Κάποιοι παράτησαν τα σπίτια τους ξεκλείδωτα, κάποιοι άρχισαν να κοροϊδεύουνε τα έκτακτα και με τα τακτικά να αστειεύονται και υπήρξανε και κάποιοι άλλοι, που τόλμησαν ακόμα και κουβέντα να ανοίξουνε καταμεσής στο δρόμο με άγνωστους ανθρώπους.
Η έκρυθμη κατάσταση θύμιζε περισσότερο γιορτή και πανηγύρι, παρά καταστροφή και πανικό και η πόλη ένιωσε τις πορσελάνινες δομές της να ραγίζουν. Ήτανε φανερό πως οι ερμηνείες δεν αρκούσαν πια. Εδώ χρειαζότανε επέμβαση.
Και τότε ήταν που προκηρύχθηκε το μεγαλύτερο κυνήγι θησαυρού στην ιστορία αυτής της πόλης. Ανακοινώθηκε πως από τα ξημερώματα έληγε η απαγόρευση για το κυνήγι γάτας $ μια απαγόρευση που φαίνεται πως είχε από όλους ξεχαστεί μέσα στον ωκεανό των σιωπηρών προτροπών και των ρητών απαγορεύσεων. Οι κάτοικοι της πόλης στο εξής, όχι μόνο αποκτούσαν εκ νέου το δικαίωμα να κυνηγούν και να εξολοθρεύουν γάτες, μα επιπλέον η πόλη τούς έδινε και κίνητρο. Για κάθε γάτα-θήραμα που θα έφερνε στην πόλη ο κάθε πολίτης-κυνηγός, θα έπαιρνε για αντάλλαγμα δέκα ολόκληρους λαχνούς για τη μεγάλη κλήρωση.
Επίσης, ορίστηκε πως η διάθεση των λαχνών θα γινόταν στο εξής μόνο από την ίδια την πόλη αυτοπροσώπως και μόνο από αυστηρά επιλεγμένα, σταθερά και αμετακίνητα σημεία και όχι πια από τους γυρολόγους και πλάνητες λαχειοπώληδες, το επάγγελμα των οποίων τέθηκε προσωρινά εκτός νόμου, σχεδίου πόλεως και συστήματος.
Και τότε, όλοι εκείνοι που είχαν τους δρόμους κατακλύσει, απαιτώντας να ακούσουν και να δούνε, ξέχασαν ξαφνικά τους τρόμους και τις λάμψεις και με λαχτάρα ρίχτηκαν στο κυνήγι της γάτας και στων λαχνών τα ανταλλάγματα. Μα, όπως στην πόλη συνηθίζεται, δελτία και διαγγέλματα να μπερδεύονται και οι λέξεις με τα νοήματα να παίζουν ένα παράξενο παιχνίδι, οι άνθρωποι παρασύρθηκαν και πίστεψαν πως άρχισαν να κυνηγούν τις γάτες επειδή αυτές κρυβόντουσαν πίσω από αυτό, που η πόλη βιαστικά και επιπόλαια ονόμασε τρομοκρατία.
Κι έτσι, ούτε στιγμή τύψεις και αναστολές κανένας τους δεν ένιωσε που σκότωνε τα κατοικίδια και τους τετράποδους αλήτες, αφού όλοι θεωρούσαν πως ήταν ετούτη η σφαγή μια τιμωρία δίκαιη, ορθή και επιβεβλημένη.
Μέσα σε λίγες ώρες, πλάι στης πόλης τα μνημεία και μέσα στις πλατείες της, στήθηκαν εκατοντάδες αυτοσχέδια σφαγεία και πρόχειρα κρεματόρια. Χιλιάδες ψόφιες γάτες υψώθηκαν ψηλά βουνά, άγρια ποτάμια από το αίμα τους πλημμύρισαν τους δρόμους. Και έμοιαζαν μπρος στα λαμπρά σφαγεία τα μνημεία ασήμαντα και ανώφελες οι πλατείες χωρίς τα ένδοξα τους κρεματόρια. Μέσα σε λίγες ώρες κανένας δεν μπορούσε τη ζωή του ξανά να φανταστεί έξω από ετούτον τον άγριο χορό και αυτό το ιερό κυνήγι.
Αδιάκριτα και αλύπητα οι άνθρωποι εξόντωναν, ακρωτηρίαζαν, αποκεφάλιζαν, έλιωναν και ξεκοίλιαζαν άσπρα, μαύρα και πολύχρωμα γατιά. Εκείνα πανικόβλητα έτρεχαν να κρυφτούν από των ανθρώπων τη μανία, μα όπου και να τρύπωναν, οι διώκτες τους πάντα τα έβρισκαν, αφού, ύστερα από τόσα χρόνια ειρηνικής συνύπαρξης, όλοι γνώριζαν τις κρυψώνες τους $ και οι άνθρωποι των γατιών και οι γάτες των ανθρώπων.
Τσιρίζανε, ουρλιάζανε, σκαρφάλωναν όσο πιο ψηλά μπορούσανε για να γλιτώσουν. Το ουρλιαχτό τους σάρωνε ολόκληρη την πόλη, μα οι άνθρωποι βουλώνανε τα αυτιά τους με το φτηνό χαρτί των τυχερών λαχνών και τίποτα δεν άκουγαν.
Μέσα στο αίμα των τετράποδων λουσμένοι και μεθυσμένοι από το ρυθμό του μακελειού, άρχισαν να χορεύουν σαν τρελοί γύρω από τις εκατόμβες των θηραμάτων τους. Ανάβανε φωτιές και μέσα στο χαμό τα ρούχα τους πετούσανε και ύστερα τα έκαιγαν κι αυτά παρέα με τις γάτες. Μα έπειτα τους πιάνανε ντροπές και προσπαθούσαν τη γύμνια τους να κρύψουν πίσω από τις δεσμίδες των λαχνών τους.
Μέσα σε λίγες μέρες, οι γειτονιές και τα προάστια ερήμωσαν από γάτες. Οι άνθρωποι, αφού παρέδωσαν στην πόλη τα θηράματα, κηρύξανε μονάχοι τους τη λήξη του μεγάλου κυνηγιού και επέστρεψαν στα σπίτια τους μετρώντας τα τυχερά χαρτάκια. Και μόνο για το πότε θα ξημερώσει η μέρα της μεγάλης κλήρωσης τώρα πια νοιαζόντουσαν.
Καμιά δεκαριά από τις γάτες που γλίτωσαν τον όλεθρο, μαζεύτηκαν σε ένα απομακρυσμένο κτήμα κάπου στης πόλης τα περίχωρα. Εκεί συνάντησαν ένα άλλο, παράξενο γατί, που από καιρό μέσα σε μια βαθιά τρύπα ζούσε καλά κρυμμένο, μουτζουρώνοντας τετράδια και χαρτιά και που, μέσα στης έμπνευσης την τρύπα, δεν είχε καταλάβει τίποτα από κυνήγια και σφαγές. Μόνο συνέχεια για κάποια εκδίκηση τους μιλούσε και όλο με πείσμα συνέχιζε τετράδια και χαρτιά να μουτζουρώνει.
Άρεσε ετούτος ο γάτος ο παράξενος στα υπόλοιπα γατιά, κι εκείνα ομόφωνα τον εξέλεξαν αρχηγό τους. Μα όσο κι αν του ζητούσανε να τα οργανώσει και να τους δώσει εντολές, εκείνος τους έλεγε ακίνητα απέναντί του να σταθούν για να τα ζωγραφίσει.
Πέρασαν έτσι τρεις-τέσσερις βδομάδες και μέχρι να συνειδητοποιήσουνε οι άνθρωποι των γατιών τους την απώλεια, άρχισαν κάποιοι από αυτούς να νιαουρίζουν άθελά τους.
Κι ένα πρωί ξύπνησαν για να πάνε στις δουλείες τους και έκπληκτοι στους τοίχους της πόλης ανακάλυψαν αλλόκοτα συνθήματα, όλα γραμμένα από χέρια αόρατα. Λέξεις που από μόνες τους τίποτα δεν μπορούσαν να σημαίνουν, μα που, έτσι όπως είχανε χαραχτεί η μια πλάι στην άλλη, γεννούσαν πρωτόγνωρα συναισθήματα. Και όσο πιο μεγάλα και ψηλά ήταν τα τείχη που είχανε πάνω τους γραφτεί, τόσο και πιο μυστήρια, θολά και ανεξήγητα φαίνονταν τα άγνωστα αυτά μηνύματα στα μάτια των ανθρώπων.
Ξεκίνησα κι εγώ αργά, προς το μεσημέρι να κατεβαίνω βιαστικά στην είσοδο του πύργου μου και είδα μπροστά στην πόρτα τους γείτονές μου με απορία να διαβάζουνε κάτι σαν ξόρκι μαγικό ή σαν τραγούδι άγνωστης φυλής, που είχε με μαύρα γράμματα τον τοίχο μας σημαδέψει: ΝΝΡΡΡΑΝ ΑΝΡ ΝΑΝΑΡΡΝΑ ΑΝΑΝΝΝΑΡΑΝ. Και παρακάτω, έξω από ένα μαγαζί, συνάντησα ακόμα περισσότερους ανθρώπους μαζεμένους να προσπαθούν να καταλάβουν, τι το ΡΟΟΟΑΑΑΝΝ ΑΝΟΑΡΑ ΟΝΟΡΟ ΑΝ σημαίνει.
Συνέχισα μέσα στην πόλη να περπατώ, μα όσο πιο βαθιά μέσα της προχωρούσα, τόσο τα μυστηριώδη αυτά συνθήματα πλήθαιναν και μεγάλωναν. Κι όσο αυξάνονταν το μέγεθος και ο αριθμός, άλλο τόσο και περισσότερο φούσκωνε και ξεχείλιζε η άγνοια στα βλέμματα των ανθρώπων και κόντευαν τα βλέμματα να σπάσουνε κομμάτια και να σκορπίσουνε όλου του κόσμου τα ερωτηματικά στο δρόμο.
Ούτε καν τα δημόσια κτήρια, τα διοικητήρια της πόλης και τα αρχηγεία του πλανήτη δε γλύτωσαν από το μαύρο μελάνι του ανερμήνευτου. Είδα ένα τεράστιο ΟΟΙΙΑΝΝΝΝΑΡ έξω από τις πύλες μιας φυλακής και παρακάτω, κάτω από μιας τράπεζας τα ψηλά παράθυρα κάτι σαν ΙΑΑΑΡΡΟΣΣΙ ΟΣΣΙ ΑΡΣ διέσχιζε ολόκληρη την πρόσοψη σαν σκοτεινό ουράνιο τόξο.
Την ώρα που προσπαθούσα να αντιγράψω αυτές τις λέξεις στο τετράδιό μου, είδα στο πλάι μου να στέκεται ένας γνωστός μου από τα παλιά υπαστυνόμος. Μου φάνηκε χλωμός και κουρασμένος και ήταν τα μάτια του τόσο κόκκινα, λες και είχε όλο το αίμα του κόσμου γύρω τους μαζευτεί. Τον χαιρέτησα και ύστερα δείχνοντάς του ένα σύνθημα τον ρώτησα, μήπως και τη δική του εξήγηση ακούσω.
Εκείνος τότε μου είπε πως όλα ετούτα τα μηνύματα υπήρχανε γραμμένα από χρόνια και τίποτα το παράδοξο δε βρισκότανε σε αυτά και πως το μόνο ανεξήγητο ήταν πως τόσο καιρό κανένας μας δεν είχε τίποτα προσέξει. Με άφησε για λίγο να τον κοιτάζω απορημένος και πριν προλάβω να χωνέψω τις κουβέντες του, εκείνος έσκυψε στο αυτί και μου ψιθύρισε, «τώρα πια εμένα δε με χρειάζεστε άλλο». Κι ύστερα έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό περίστροφο και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.
Το πιο παράξενο, ωστόσο, από όλα ετούτα τα αλλόκοτα μηνύματα, το βρήκα στην αυλή ενός σχολείου, όπου η πόλη με είχε μόλις τοποθετήσει, για να καλύψω το κενό μιας νηπιαγωγού, η οποία είχε εξαφανιστεί κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και όπου τελικά, αντί για το δικό της το κενό, κάλυπτα επάξια τις θέσεις των νηπίων.
Πριν από ετούτη τη δουλειά, δούλευα παρκαδόρος σε κάποιο μπαρ με φώτα κίτρινα. Κι έτσι παράτησα τα αυτοκίνητα και έγινα παρκαδόρος για παιδάκια.
Έφτασα αργά και καθυστερημένα στη δουλειά, λίγη ώρα πριν το μάθημα τελειώσει, έχοντας τη συνείδησή μου ήσυχη, αφού μπορούσα ως δάσκαλος να φαίνομαι συνεπής στις ίδιες ακριβώς συνήθειες στις οποίες είχα κάποτε διαπρέψει και ως μαθητής άλλων καλύτερων δασκάλων. Έσπρωξα τη βαριά και σιδερένια πόρτα του σχολείου και πέρασα στην αυλή, όπου τα πιτσιρίκια συγκεντρωμένα και αμίλητα κοίταζαν έναν τοίχο.
Και τότε είδα την παράξενη επανάληψη τον πάτο του τοίχου να αγγίζει.

ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου, ξέχασες τη γάτα μέσα σου

Έστειλα τα παιδιά στα σπίτια τους και πίσω στους γονείς τους και τρέχοντας επέστρεψα στον πύργο μου. Με κάποιον να μιλήσω λαχταρούσα, μα δυστυχώς ο γείτονάς μου δεν ήταν πια εκεί.
Ο γέρος λαχειοπώλης έφυγε από τον πύργο ένα πρωί, πάει ένας μήνας από τότε, και δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Μέσα στην τρέλα της ημέρας, ασχοληθήκαμε ελάχιστα με αυτή την εξαφάνιση. Κι εγώ ακόμα, που είχα καταντήσει σχεδόν δικός του άνθρωπος, αδιαφόρησα και όλο έλεγα πως δεν μπορεί, κάποτε θα γυρίσει. Κάποιοι είπανε πως χάθηκε στις γειτονιές της πόλης τριγυρνώντας. Κάποιοι άλλοι διέδιδαν πως ήταν πια νεκρός, κανείς τους όμως να μαντέψει δε δοκίμαζε πώς και γιατί είχε αυτός πεθάνει. Ούτε κι εγώ, που είναι δουλειά μου να καλύπτω τα κενά, δεν τόλμησα να φανταστώ τι απέγινε ο φίλος μου, αν και μέσα μου βαθιά ίσως να θέλω να πιστεύω πως ζει ακόμα κάπου, σε μία χώρα μακρινή, πως την περνάει μια χαρά και ίσως πως, αν κάποτε περάσω κι εγώ τυχαία από εκεί, όσα εδώ δεν πρόλαβα, τότε να τον ρωτήσω.
Έτσι, αφού απέμεινα από γείτονα ορφανός, τη συντροφιά που είχα ανάγκη έψαξα να τη βρω παρέα με τις κομμώτριες του πέμπτου. Μα όταν έφτασα στον όροφό τους και έξω από την πόρτα τους, μου φάνηκε παράξενο πολύ που ήτανε το μαγαζί κλειστό, αν και ήταν καταμεσήμερο, άρα και ώρα κομμωτηρίου.
Άρχισα να απομακρύνομαι, όταν πίσω από την πόρτα άκουσα φωνές και έτσι γύρισα και χτύπησα το κουδούνι. Εκείνες καθυστέρησαν πολύ να δώσουνε απάντηση, μα όσο αργούσαν οι κομμώτριες, τόσο ένιωθα να γλιστράνε οι ανάσες τους μέσα από τις χαραμάδες, να δραπετεύουν, να με καλούν να επιμείνω. Και τότε χαμογέλασα, αφού το είχα καταλάβει πως πίσω από την κλειδωμένη πόρτα, εκείνες με κοιτούσαν.
«Τι θέλεις; Είμαστε κλειστά», άρχισαν να με διώχνουν, μα εγώ τους είπα να σταματήσουν το κρυφτό και πως αν ήθελαν να παίξουμε, υπήρχανε και άλλα, καλύτερα ομαδικά παιχνίδια. Και ύστερα χαϊδεύοντας το κεφάλι μου, τους παρακάλεσα μέσα να με αφήσουνε να μπω, να με κουρέψουν.
Όταν επιτέλους μου άνοιξαν την πόρτα και πέρασα μέσα, στο κομμωτήριο, αισθάνθηκα αμέσως πως κάτι κρυφό και συνωμοτικό υπήρχε στη συμπεριφορά τους. Τους πρότεινα να μοιραστούν μαζί μου το δικό τους μυστικό και εγώ για αντάλλαγμα θα τους έλεγα το μεγαλύτερο δικό μου. Εκείνες όμως αρνήθηκαν και μου είπαν να φυλάξω μυστήρια και μυστικά για υλικό στις ιστορίες μου. Και, αφού από τη βιασύνη τους να με ξεφορτωθούν, μου ξύρισαν το κεφάλι, μου ζήτησαν να πηγαίνω γιατί ήτανε, λέει, αργά και τι θα σκέφτονταν οι άλλοι ένοικοι στον πύργο.
Δε χρειαζότανε να δω τον ήλιο να κρέμεται ακόμα ψηλά στον ουρανό για να το καταλάβω πως έλεγαν ψέματα οι κομμώτριες. Σηκώθηκα να φύγω, αφού με αυτές να επιμείνω άλλο δεν μπορούσα. Στιγμή παραπάνω δε θα έμενα εκεί, στο κομμωτήριο, αν το ήξερα πως ένα από τα κορίτσια, το πιο μικρό, εκείνο με τα κόκκινα μαλλιά, όση ώρα τα υπόλοιπα με φρόντιζαν, στεκότανε από πίσω μου και το κεφάλι μου σημάδευε, βαστώντας ένα βαρύ δικέφαλο τσεκούρι. Μα ευτυχώς για όλους μας όσα αγνοώ ως ήρωας, ως συγγραφέας τα γνωρίζω.
Κατέβηκα ξανά πίσω, στον όροφό μου, μα ούτε και εκεί κατάφερα πολύ να μείνω. Δε με χωρούσε το δωμάτιο. Έψαξα τσέπες και συρτάρια άδειασα, άρχισα να μετρώ τα χρήματά μου. Ήθελα κάτι να αγοράσω, αλλά αυτά που είχα δε μου έφταναν. Βγήκα ξανά στο δρόμο, μα ετούτη τη φορά ανάμεσα από του μυαλού μου τους δαιδάλους και τους λαβύρινθους της πόλης, διάλεξα τη μόνη ευθεία που γνώριζα καλά και τράβηξα προς τη θάλασσα.
Κουράστηκα να περπατώ, αλλά στο τέλος ο δρόμος με δικαίωσε. Ήταν η ακτή και η θάλασσα εκεί ακριβώς, όπου τις είχα την τελευταία φορά αφήσει. Περπάτησα για λίγο ακόμα κατά το μήκος της ακτής και ύστερα κατά της φαντασίας μου το πλάτος. Μα είδα κάποτε την προκυμαία να στερεύει και μπρος την πύλη ενός φάρου τη φαντασία μου να διακόπτεται.
Παράξενα μηνύματα πάνω στην πρόσοψη του φάρου δεν υπήρχαν. Ίσως λόγω της καμπυλότητας των τοίχων του, πάνω του να μην έπιανε η μπογιά. Μπορεί τα χέρια τα αόρατα να μην κατάφεραν τη στρογγυλάδα του κτηρίου να ημερέψουν. Διάβασα, όμως, πλάι στην πύλη του μια επιγραφή, που έγραφε, «φωτογράφος» και άρχισα να σκαρφαλώνω την πέτρινη και στριφογυριστή σκάλα του φάρου. Μα όσο κι αν ανέβαινα ψηλά, ένιωθα πως επέστρεφα διαρκώς στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Ο φωτογράφος τρόμαξε, όταν με είδε στου φάρου τον εξώστη, και όταν του είπα πως ήθελα να με φωτογραφίσει, τον έπιασε πανικός. «Τι είδος φωτογραφία ζητάς να σε τραβήξω;», τρέμοντας με ρώτησε και δίπλα του οι κόρες και η γυναίκα του, έψαχναν τρόπο τον παρείσακτο να διώξουν από το σπίτι. «Θέλω μια φωτογραφία οικογενειακή», είπα εγώ και τότε άρχισε του φωτογράφου η οικογένεια μαζί μου να γελάει. «Μα, εσύ είσαι μόνος σου. Ετούτο που γυρεύεις είναι δύσκολο πολύ εγώ να σου το δώσω. Κι αν ακόμα τα κατάφερνες, εμένα να με ξεγελάσεις, την κάμερα και το φακό να κοροϊδέψεις δεν μπορείς», στα αστεία μού απάντησε και ύστερα στα σοβαρά μού έδειξε την πόρτα. Και τότε εγώ θύμωσα και του φώναξα, «τράβηξε ό,τι βλέπεις!»
Κατέβηκα από το φάρο, αφού πρώτα στο φωτογράφο υποσχέθηκα πως θα επιστρέψω σύντομα να του ζητήσω και τις δυο του κόρες για γυναίκες μου και από την παραλία έφυγα ξανά τραβώντας την ευθεία μου, πίσω γυρίζοντας στην πόλη.
Στο δρόμο έκανα στάση σε ένα κατάστημα που πουλούσε παιχνίδια για μεγάλους και αγόρασα βόμβες και δυναμίτη. Πλήρωσα τις τσέπες μου αδειάζοντας και για το υπόλοιπο του χρέους μου, άφησα τις φωτογραφίες μου ενέχυρο.
Διέσχισα την πόλη ολόκληρη, μα με όλο ετούτο το επικίνδυνο φορτίο μου, κανένας σημασία δε μου έδωσε, κανείς δε με σταμάτησε να με ρωτήσει από πού ερχόμουν. Κανείς δε θέλησε να μάθει που πηγαίνω.
Συνέχισα να προχωρώ μέχρι που έφτασα στην άκρη των ανατολικών συνοικιών της πόλης, εκεί όπου σήμερα ανατολή και δύση ενώνονται, σμίγουνε και μπερδεύονται. Βρήκα την αυλή του μηχανικού, σκαρφάλωσα τα κάγκελα και βρέθηκα από ψηλά την τρύπα του να κοιτάζω και τη ζωή μου να μετρώ. Πήρα μια ανάσα και άρχισα προσεχτικά να κατεβαίνω.
Μα όσο κι αν κατέβαινα με προσοχή, στο τέλος βρέθηκα στον πάτο της πεσμένος. Βρήκα εκεί μέσα έντεκα γατιά, τα πήρα και τα έχωσα στις τσέπες μου και αφού τοποθέτησα στη θέση τους τα εκρηκτικά, άναψα του κόσμου το φυτίλι και άρχισα να ανεβαίνω γρήγορα ξανά πίσω στην επιφάνεια.
Δεν ήξερα προς τα πού να τρέξω, μα έτρεξα σαν τρελός. Και όσο έτρεχα μακριά, μετρούσα από μέσα μου ανάποδα, μα οι έντεκα μικρές καρδιές χτυπούσανε μέσα στις τσέπες μου σαν δαίμονες και όλο έχανα το μέτρημά μου.
Και τότε ξαφνικά κι ενώ ακόμα έτρεχα, θυμήθηκα μια ζωγραφιά που είχα δει για μια στιγμή στης τρύπας τον πυθμένα. Θυμήθηκα το πρόσωπο στη ζωγραφιά $ κάπου το είχα ξαναδεί. Το πού θυμήθηκα.
Ήθελα να γυρίσω πίσω, μα ήτανε πια αργά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου