Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

με δικα μου λογια

περπαταω στον δρομο κ σκεφτομαι ενα αστειο που διαβασα καπου νωριτερα, αλλα αργησα να το καταλαβω. γελαω λιγο. χαμογελαω, δηλαδη. θελω να παω σπιτι κ να κατσω να το ξαναγραψω με δικα μου λογια ή να παρω τηλεφωνο κανενα φιλο να του το πω κ να γελασουμε κ οι δυο. οσο περπαταω κ οσο το σκεφτομαι τοσο πιο αστειο μου φαινεται, οποτε γελαω ή εστω χαμογελαω ολο κ περισσοτερο. λιγο μετα, εκει στον δρομο οπου περπατω, πεφτω πανω σε εναν τυπο που παλευει να αλλαξει λαστιχο στο αυτοκινητο του. ειναι σκασμενος, τσατισμενος. βριζει την τυχη του, την κοινωνια, το αμαξι του κ τους αγιους αναργυρους, χωρις να διευκρινιζει αν αναφερεται στους ιδιους τους αγιους προσωπικα ή στην ομωνυμη συνοικια. καθως περναω απο διπλα του, ο τυπος σηκωνει το κεφαλι του, με βλεπει που ειμαι ετσι αταιριαστα με το προσωπικο του δραμα ευθυμος κ με ρωταει: "εσυ τωρα τι γελας, ε;" "α, ειναι που σκεφτομαι κατι αστειο που διαβασα καπου νωριτερα", του απαντω, λες κ ειμαι υποχρεωμενος να δωσω εξηγησεις. "ε, πες το κ σε μενα", μου λεει, ενω σηκωνεται κ με πλησιαζει καπως αγριεμενα. του το λεω. δεν γελαει. ουτε καν χαμογελα. "δεν πειραζει", τον παρηγορω, "ουτε εγω το επιασα με την πρωτη." τον χαιρεταω κ φευγω. δεν προλαβαινω να απομακρυνθω κ ακουω γελια πισω μου. γυριζω κ τον βλεπω να εχει διπλωθει κ να ξεκαρδιζεται. διπλα του δυο τυποι με πορφυρες χλαμυδες κ φωτοστεφανα τον κοιταζουν επιτιμητικα κ κουνανε τα κεφαλια τους. "εσυ τωρα γιατι γελας;" του λενε

γαβγισματα

γαβγιζει το σκυλι του γειτονα. γαβγιζει ολη τη μερα. εχω βαλει τερμα μουσικη. εχω κλεισει ολα τα παραθυρα. εχω σφραγισει τα αυτια μου με κερινες ωτοασπιδες. εχω δεθει πανω στο καταρτι που εχω στο σαλονι για κατι τετοιες περιπτωσεις να μην παρασυρθω κ βγω εξω κ αρχισω να γαβγιζω κ εγω. ματαιο. εδω κ ωρα εχω πια παραιτηθει κ περιμενω μηπως κουραστει ή μηπως, ξερωγω, βραχνιασει. ή εστω μηπως καταλαβει οτι δεν λυνονται ετσι, με τις φωνες, του κοσμου τα προβληματα. καθομαι κ περιμενω κ νιωθω ολο κ πιο πολυ το γαβγισμα του να βγαινει μεσα απο το κεφαλι μου. βασικα, σκεφτομαι πλεον με γαβγισματα - πολυ πιο βολικο, το ομολογω, πολυ πιο ξεκουραστο. στο μεταξυ, εχει ηδη βραδυασει. δεν μπορει, λεω, θα σεβαστει τις ωρες κοινης ησυχιας κ θα το βουλωσει επιτελους. αλλα οχι. οσο νυχτωνει το γαβγισμα του γινεται ουρλιαχτο κ οφθαλμαπατη. δεν παει αλλο. ως εδω. πρεπει να κανω κατι. φοραω τα παπουτσια μου κ βγαινω στην πορτα. βλεπω τον γειτονα αραχτο κ αμεριμνο να διαβαζει εφημεριδα διπλα στον λυσσασμενο σκυλο του. εκνευριζομαι ακομα περισσοτερο. "τι θα γινει με τον σκυλο σου, ρε γειτονα, ναπουμε;" ο γειτονας κατεβαζει την εφημεριδα κ με κοιταει απορημενος. "τι ειπες;" με ρωτα. "με το σκυλι σου, λεω.. τι θα γινει; με εχει ζαλισει σημερα." "τι λες;" ξαναρωταει. προφανως δεν με ακουει γιατι η τετραποδη πηγη της ηχορρυπανσης βρισκεται εκει ακριβως, μπροστα στα ποδια του. "το σκυλι", φωναζω, "το σκυλι.. κανε κατι". τοτε ο γειτονας γυριζει προς τον πιστο του συντροφο κ του λεει: "σταματα, ρε." ο καλυτερος φιλος του ανθρωπου σταματαει αποτομα. τοσο απλο ηταν τελικα. "ελα, σορρυ, δεν ακουγα.. τι ελεγες;" ο καλυτερος γειτονας του ανθρωπου δεν ξερει τωρα τι να πει. ξεχασε γιατι βγηκε εξω. ξεχασε γιατι φορεσε τα παπουτσια του. ξεχασε το ονομα του. το σκεφτομαι λιγο. κοιταζω την εφημεριδα πανω στο τραπεζακι του. στο πρωτοσελιδο της εχει τη φωτογραφια ενος τρισευτυχισμενου ποδοσφαιριστη κ διπλα με κατι γραμματα εκκωφαντικα γραφει: "ζει το ονειρο". γειτονας κ σκυλος με κοιταζουν με την ιδια ακριβως εκφραση κ περιμενουν κατι να τους πω. "ε, αντε.. πες. τι εγινε;" ρωταει ο ενας απο τους δυο. "τι ονειρο ζει αυτος;" λεω κ τους δειχνω τον τυπο στην εφημεριδα. "οχι το δικο μου, παντως", απανταει ο αλλος, κ ανημπορος να βοηθησει πια τον κοσμο κ την ανθρωποτητα, στρωνεται κατω απο το τραπεζακι κ κοιμαται. κ αυριο μερα ειναι

Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

αποκλειστικό

Ένας φίλος ταξιδεύει με το αμάξι από τον Βόλο προς την Πάτρα, μέσω του Μπράλου. Είναι η πρώτη φορά που κάνει αυτή τη διαδρομή κι επειδή τη θεωρεί δύσκολη, αν όχι και επικίνδυνη, πάει αργά και προσεκτικά. Κάποια στιγμή, ενώ πλησιάζει προς την Άμφισσα, βλέπει στα αριστερά του ένα χωριό. Η εικόνα του χωριού, έτσι όπως είναι χτισμένο πάνω σε έναν βράχο, που αναδύεται μέσα από τους ελαιώνες, τον θέλγει και τον μαγνητίζει. Και αφού δεν βιάζεται ιδιαίτερα να φτάσει στον προορισμό του αποφασίζει να το επισκεφτεί. Έτσι, βγάζει φλας και στρίβει στην πρώτη έξοδο. Να πάρω λίγο νερό να πιω, σκέφτεται, πιο πολύ για να δικαιολογήσει στον εαυτό του αυτήν την αιφνίδια εκτός προγράμματος παράκαμψη.
Λίγο μετά μπαίνει στο χωριό και ακολουθεί την ταμπέλα που δείχνει τον δρόμο για την κεντρική πλατεία. Εκεί παρκάρει κάπου το αμάξι του και κατεβαίνει. Η πλατεία είναι έρημη, όπως έρημο μοιάζει να είναι κι ολόκληρο το χωριό. Παραδόξως αυτό δεν τον ενοχλεί. Είναι όλο δικό μου, σκέφτεται και αρχίζει να τριγυρίζει στα δρομάκια του και να βγάζει φωτογραφίες. Όταν βαριέται επιστρέφει στην πλατεία. Βλέπει το αυτοκίνητό του παρκαρισμένο δίπλα στην παλιά πέτρινη εκκλησία και για μια στιγμή τού φαίνεται εξωφρενικά ξένο και αταίριαστο μέσα στο όλο τοπίο. Λάθος, μονολογεί, το αμάξι μου, εγώ, είμαστε ένα λάθος.
Τότε ακούει φωνές. Γυρίζει και βλέπει την πόρτα του καφενείου ανοιχτή. Ακούει κουβέντες έντονες αλλά δεν μπορεί να ξεχωρίσει ούτε μια λέξη. Θα μπορούσα να πιω έναν καφέ εδώ πριν φύγω, σκέφτεται. Μα μόλις κάνει να πλησιάσει προς την πόρτα κάποιος την τραβάει από μέσα και την κλείνει δυνατά. Κοντοστέκεται για λίγο, μα αμέσως συνεχίζει. Φτάνει, πιάνει το πόμολο, το κουνάει τρεις-τέσσερις φορές, αλλά η πόρτα δεν ανοίγει. Σκύβει και μέσα από το τζάμι βλέπει μια μεγάλη παρέα, γυναίκες, άντρες και παιδιά, να κάθονται γύρω από ένα μακρύ τραπέζι, να τρώνε και να πίνουν. Χτυπάει το τζάμι, ενώ συνεχίζει να παλεύει να ανοίξει την πόρτα. Κανένας δεν του δίνει σημασία. Ούτε καν γυρίζουν να τον κοιτάξουν. Μόνο ένα μωρό, κοριτσάκι μάλλον, στα πόδια της μαμάς του, τεντώνει το μικροσκοπικό του δάχτυλο και δείχνει προς το μέρος του. Μα και το μωρό κανείς δεν το προσέχει. Θυμώνει και επιστρέφει βρίζοντας στο αυτοκίνητό του. Έχει ακόμα, άλλωστε, πολύ δρόμο μπροστά του.
Στην έξοδο του χωριού βλέπει μια βρύση κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο. Να πάρω λίγο νερό να πιω, θυμάται τον δήθεν λόγο που τον έκανε να στρίψει και να αλλάξει την πορεία του. Σταματάει ξανά και κατεβαίνει. Σκύβει πάνω από τη βρύση, πίνει και ύστερα γεμίζει ένα μικρό πλαστικό μπουκάλι που έχει βρει μέσα στο αυτοκίνητο. Καθώς πάει να φύγει προσέχει πάνω στο δέντρο ένα χαρτί, ένα αγγελτήριο θανάτου. Του ρίχνει μια βιαστική ματιά και ύστερα επιβιβάζεται ξανά, βάζει μπρος και ξεκινάει. Λίγα μέτρα μετά φρενάρει και γυρίζει πίσω στη βρύση με την όπισθεν. Νιώθει μια έντονη ανησυχία. Διστάζει. Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν, μάλλον έτσι του φάνηκε, αλλά δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό.
Βγαίνει ξανά από το αμάξι, πάει κοντά στον πλάτανο και στέκεται μπροστά στο κηδειόχαρτο που είναι καρφωμένο με πινέζες πάνω του. Το διαβάζει κι ο τρόμος τώρα τον κυριεύει. Το όνομα του νεκρού είναι ίδιο με το δικό του όνομα, μα η σύμπτωση δεν σταματάει εκεί. Ο νεκρός έχει επίσης την ίδια ηλικία, οι γονείς και τα αδέλφια του τα ίδια ακριβώς ονόματα με τα αντίστοιχα της οικογένειάς του. Η μόνη διαφορά είναι ότι ανάμεσα στους πενθούντες συγγενείς υπάρχει μια σύζυγος και μια κόρη - όχι, ο φίλος ούτε παντρεμένος είναι ούτε παιδιά έχει, αν και αυτή τη στιγμή ο τρόμος τον έχει κάνει να αμφιβάλλει για τα πάντα. Και μαζί με τον τρόμο έρχεται και ένα άλλο απρόσκλητο συναίσθημα. Νιώθει μια θλίψη για αυτή τη χήρα κι αυτό το ορφανό, τόσο βαθιά παράλογη, που θέλει να ψάξει να τους βρει και να τους ζητήσει κάτι ασπούμε σαν συγγνώμη.
Να όμως που γρήγορα συνέρχεται και αρχίζει κάπως να το εκλογικεύει. Παίρνει στο τηλέφωνο τον πατέρα του, να τον ρωτήσει εάν έχουν συγγενείς στα μέρη αυτά, μα πιο πολύ για να μοιραστεί με κάποιον αυτήν την τόσο επώδυνη εμπειρία. Ο πατέρας του δεν απαντά. Καλεί τότε τη μάνα του. Ναι, η μάνα του ξέρει από αυτά καλύτερα. Μα ούτε εκείνη απαντάει. Παίρνει και τα αδέλφια του. Τα ίδια. Μα τι έχουν πάθει όλοι; Πώς γίνεται όλοι να εξαφανίζονται όταν τους χρειάζεται; Το σκέφτεται για μια στιγμή. Κοιτάζει ξανά το κηδειόχαρτο και παίρνει τηλέφωνο εμένα.
Εγώ του απαντάω, φυσικά. Άλλωστε, πώς θα μπορούσα να γνωρίζω -και μάλιστα με τόσες λεπτομέρειες- αυτήν την ιστορία; Ο φίλος μού τα διηγείται όλα από την αρχή, παραλείποντας, ωστόσο, να μου αναφέρει τον σκοπό του ταξιδιού του. Όταν κάποια στιγμή τον διακόπτω για να τον ρωτήσω σχετικά, μοιάζει να τον ξαφνιάζω. Στην αρχή νομίζω ότι δεν θέλει να μου πει, μα όταν επιμένω, καταλαβαίνω ότι σταλήθεια έχει ξεχάσει για ποιο λόγο πήρε το αμάξι και ξεκίνησε να ταξιδεύει προς τα νότια. Ο τρόμος του τώρα έχει γίνει πανικός.
Του ζητάω να ηρεμήσει. Του λέω να μου διαβάσει ξανά όλα όσα γράφει το χαρτί πάνω στον πλάτανο. Το κάνει με φωνή που τρέμει, ενώ μόλις φτάσει στα ονόματα της χήρας και του ορφανού, ξεσπάει σε λυγμούς. Με εκλιπαρεί να τον βοηθήσω και να του πω τι πρέπει να κάνει. Του λέω να συνεχίσει. Δεν έχει άλλο, αυτός μου απαντά. Πότε είναι η κηδεία, τον ρωτάω. Ήταν, μου λέει, τελείωσε, εδώ και λίγη ώρα. Και ο καφές, επιμένω. Ποιος καφές, ρωτάει στα χαμένα. Ο καφές της παρηγοριάς, του ξαναλέω. Πού δίνεται ο καφές; Στο καφενείο της πλατείας, μου συλλαβίζει και αμέσως, σαν να τον έχει χτυπήσει κεραυνός, βγάζει μια στριγκλιά και μου το κλείνει.
Δοκίμασα να τον πάρω πίσω αλλά δεν τα κατάφερα. Για αρκετή ώρα μού έβγαινε μήνυμα πως είναι κατειλημμένος. Αργά το βράδυ που ξαναπροσπάθησα άκουσα τη φωνή της τηλεφωνήτριας να μου λέει ότι ο φίλος βρίσκεται εκτός δικτύου. Έπεσα για ύπνο πιστεύοντας ότι όντως κάποια στιγμή θα ενημερωθεί για την κλήση μου και τότε θα με ξαναπάρει.
Το επόμενο πρωί που ξύπνησα μου έτυχαν διάφορα και ξέχασα και τον φίλο και την περιπέτειά του. Το απόγευμα γύρισα από τη δουλειά και κάθισα να φάω μπροστά στον υπολογιστή μου. Παρασυρμένος από κάτι που διάβασα τυχαία κάπου, πέρασα το υπόλοιπο της μέρας χαζεύοντας την ειδησιογραφία. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ότι σε όλα σχεδόν τα νέα, είτε είχαν να κάνουν με επιδημίες, με μετακινήσεις πληθυσμών, με αποτρόπαια εγκλήματα είτε με τον καιρό και το ποδόσφαιρο, παντού έπαιζε η λέξη αποκλεισμός μαζί με όλα τα παράγωγά της.
Τον φίλο τον θυμήθηκα αργά το βράδυ πάλι, λίγο πριν πέσω για να κοιμηθώ. Έψαξα το νούμερό του στις τελευταίες κλήσεις και τον ξανακάλεσα. Αυτή τη φορά το ηχογραφημένο μήνυμα με πληροφορούσε ότι ο αριθμός που καλούσα δεν χρησιμοποιείται.