Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Τρεις άσχημες γυναίκες

Μια φορά αναγκάστηκα να περάσω δύο ολόκληρες ώρες παρέα με δύο άσχημες γυναίκες. Το ότι ήταν άσχημες δεν ήταν και τόσο κακό. Άλλωστε, οι πιο γοητευτικές γυναίκες που έχω γνωρίσει άσχημες ήταν. Θυμάμαι μάλιστα πως κάποτε μια άσχημη γυναίκα την είχα σχεδόν ερωτευτεί. Το πρόβλημα με τις συγκεκριμένες δύο άσχημες ήταν ότι εκτός από άσχημες ήταν και βαρετές. Αφόρητα, ανυπόφορα βαρετές. Άσχημες και βαρετές.
Κι έπειτα πέρασα δυο ζωές κοντά παρέα με μια γυναίκα όμορφη. Στ΄ αλήθεια όμορφη πολύ. Μια μέρα την έβλεπα όμορφα να μου μιλά. Και άκουγα τα χείλη της, τα πιο όμορφα στον κόσμο, λέξεις να ζωγραφίζουν. Μέχρι που – πώς της ήρθε ξαφνικά; − άρχισε η όμορφη για κάποια άσχημη κάτι να λέει. Κι ασχήμυνε κι αυτή αβάσταχτα, λες κι ήταν η ασχήμια για του κόσμου την πιο όμορφη γυναίκα ασθένεια θανάσιμη και μεταδοτική.

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

πριν

Είμαι ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του πολέμου των Εσωτερικών Ινδιών. Χάρη στους τίτλους μου και τις σπουδές μου και κυρίως λόγω της χαμηλής μου αυτοεκτίμησης, υπηρέτησα για έξι περίπου χρόνια ως έφεδρος απολυμαντής. Και υπό το βάρος των αλάνθαστων και αβάσταχτων ενστίκτων μου και ενός τρισχιλιετούς ένδοξου παρελθόντος, διέπρεψα ως πολυμήχανος και ακούραστος εγκληματίας.
Δεν προτίθεμαι, σε καμία περίπτωση, να κατηγορήσω τους ανωτέρους μου - αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη όλων των πράξεων και παραλείψεών μου. Εντάξει, μπορεί να εκτελούσα εντολές, μα όποτε χρειάστηκε, ανέλαβα τέτοιες πρωτοβουλίες, που θα έκαναν ακόμα και τους πιο κυνικούς μου εντολείς να κοκκινίζουν και να κρύβονται πίσω από τα κουμπιά και τις οθόνες τους.
Δεν κέρδισα απολύτως τίποτα. Σε αυτές τις ιστορίες, άλλωστε, στο τέλος κανένας δεν κερδίζει. Δεν ανήκω στους νικητές και αν στ’ αλήθεια ψάχνετε για τέτοιους, καλύτερα να τους αναζητήσετε στων άλλων τα βιβλία. Πάντως επέζησα - κάτι που λίγοι και πάντως και αυτοί ακόμα μονάχα για προσωρινά ως τώρα το έχουν καταφέρει.
Και όταν τελειώσανε κάποια στιγμή οι σφαίρες και τα ψέματα και άρχισαν να συγκεντρώνονται ξανά μες στις στοές της αγοράς οι έμποροι και οι προφήτες, μου είπαν να γυρίσω σπίτι μου. Έβγαλα την κατακόκκινή μου πανοπλία, φόρεσα πάλι το σακάκι μου και δήθεν ψάχνοντας στις τσέπες τα κλειδιά επέστρεψα ακολουθώντας τις χορταριασμένες ράγες.
Πίσω, στο σπίτι και στην πόλη μου, τόσο καιρό κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα από του δύοντος πλανήτη μας το πρόσφατο σφαγείο, μα ήδη είχαν όλοι τους έξω, στους δρόμους βγει για να υποδεχτούνε δουλικά το αλαζονικό κλαψούρισμα της νέας τάξης των πραγμάτων. Κανένας δε με ρώτησε, σε ποια άγνωστη καταραμένη γη έλειπα τόσα χρόνια. Και εγώ καμιά αναγκαία ιστορία και ικανή, από όσα είχα ζήσει εκεί κάτω, δεν έβρισκα να τους διηγηθώ και αυτοί να την πιστέψουν.
Και τότε ήταν που ξαφνικά άρχισα να γράφω τις δικές μου.

Σήμερα, μετά από έξι χρόνια, έχω φτάσει πια να αντιμετωπίζω τον τωρινό μου εαυτό ως έναν περίπου κανονικό, σωστό και επαγγελματία συγγραφέα. Όχι, φυσικά, γιατί πληρώνομαι για αυτά που γράφω, ούτε γιατί υπάρχει, έστω και ως μακρινή προοπτική, να επιβιώνω κάποτε μονάχα από τα κραυγαλέα προϊόντα της ταπεινής διάνοιάς μου – καμία σχέση. Και ούτε, βέβαια, πιστεύω πως θα μπορούσα να γίνω ποτέ ένας καλός ή έστω υπάκουος υπηρέτης των γραμμάτων. Οπότε και ο χαρακτηρισμός του επαγγελματία δεν έχει καθόλου να κάνει με αξιολόγηση των ικανοτήτων μου, που μόνο δουλειά δική μου δεν είναι. Δε τολμώ καν να με συγκρίνω με άλλους συγγραφείς, που ενδεχομένως να θεωρούν τους εαυτούς τους απλώς ερασιτέχνες και ως εκ τούτου ανεπαρκείς, δειλούς και μέτριους.
Καλός αναγνώστης, ναι - αυτό μπορώ να το ισχυριστώ και αν μου δώσετε λιγάκι χρόνο παραπάνω, να σας το αποδείξω. Άλλωστε, στα διαλλείματα των γενοκτονιών που εξαπέλυσα, μπόρεσα να καταβροχθίσω τόσες πολλές σελίδες, που θα μπορούσαν να καλύψουν ολόκληρη την επιφάνεια της Γης και ίσως ακόμα και τη γύμνια της να κρύψουν.
Ανεξαρτήτως του τι αξίζει το χάρτινο σαρκίο μου έξω, στην αγορά ή μέσα στο μυαλό σας, εγώ επιμένω να θεωρώ επαγγελματία τον τωρινό μου συγγραφέα-εαυτό και μόνο εξαιτίας του ότι από τότε που γύρισα από τη μάχη και το πλιάτσικο, ασχολούμαι συστηματικά με το γράψιμο με μέθοδο και ευσυνειδησία, τηρώντας ευλαβικά τα ωράρια που μου έχω επιβάλει και ακολουθώντας σχεδόν εμμονικά στόχους και χρονοδιαγράμματα. Και ίσως, κάπου εδώ, θα ήταν αχαριστία μου να μην σταθώ να αναγνωρίσω την παράπλευρη επιρροή της στράτευσης σε έναν -όχι δικό μου- πόλεμο στο έργο μου και στη δουλειά μου. Αφού άθελά της μου ενέπνευσε το μέτρο, το ρυθμό και τη συνέπεια, που πάντα πιο μπροστά μου έλειπαν και που εγώ πάντα σε λάθος μέρη αναζητούσα.
Σκέφτηκα μάλιστα ακόμα και να αφιερώσω ετούτο το βιβλίο σε όλους εκείνους τους παλαιούς μου συμπολεμιστές, που ένδοξα τώρα πια σαπίζουν νοερά βαθιά μέσα στο κενοτάφιο της Τράπεζας του Κόσμου, αλλά το είχα ήδη υποσχεθεί στην αδερφή μου, παλιά, σε μια στιγμή ανυποψίαστη. Άλλωστε, την δεδομένη τη στιγμή, την πρώτη ύλη και τα καύσιμα σε εκείνη τα οφείλω. Οι ιδέες συνήθως έρχονται μετά.
Τις ώρες εκείνες που δε γράφω ή δε μελετώ ή που δεν κάνω τίποτα από όλα αυτά που περικλείονται στην απαραίτητη για τα γραψίματά μου έρευνα -για κάποια από τα οποία ίσως και να ντρέπομαι αφόρητα μια μέρα– παριστάνω πως κάνω, κατά καιρούς, διάφορες δουλειές, προκειμένου να σχηματίσω ένα αξιοπρεπές εισόδημα για να μπορώ με άνεση να γράφω, να πίνω, να ταξιδεύω και να προσφέρω δώρα ακριβά προσδοκώντας δυστυχώς σε ανάξια μάλλον ανταλλάγματα. Δουλειές, για τις οποίες πάντα θα αισθάνομαι, αν όχι περηφάνια, τουλάχιστον χαρά και ικανοποίηση, αφού, στ’ αλήθεια, σχεδόν καμιά δουλειά δεν είναι τελικά ντροπή.
Ντροπή και αβάσταχτη ταπείνωση είναι να θεωρείται η οποιαδήποτε δουλειά και τα παράγωγά της πανίσχυρο κριτήριο και προϋπόθεση μοναδική τόσων άλλων πολλών, σημαντικών και όμορφων πραγμάτων. Μα όλα αυτά είναι, μάλλον, μια άλλη ιστορία.
Τέλος πάντων, στο χρόνο που μου περισσεύει και που θα μπορούσα, ίσως, να τον ονομάσω ελεύθερο -όχι τόσο χάριν ευφυολογήματος, αλλά πιο πολύ για να συνεννοούνται τα αντισυμβαλλόμενα μέρη- ασκώ την επιστήμη για την οποία ξόδεψα επιπόλαια έξι περίπου χρόνια από τη μη αναστρέψιμη ζωή μου, περιφερόμενος στο περιστύλιο μιας άγνωστης ακαδημαϊκής κοινότητας.
Ας πούμε, λοιπόν, πως είμαι ένας δικηγόρος μερικής μονάχα απασχόλησης, πράγμα που από μόνο του αποτελεί, ίσως, σχήμα οξύμωρο και γλωσσικό παραλογισμό. Αφού όλοι οι δικηγόροι, συνήθως, δικηγορούν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ακόμα και όταν κοιμούνται ή ξαγρυπνούν ή κάνουν βόλτες με τα άλλοθί τους αγκαζέ στην παραλία. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, και συνιστώ σε όλους τους κατά το γράμμα συναδέλφους μου να μη συναναστρέφονται και σε καμία περίπτωση να μη συντροφεύουν με ομότεχνούς τους. Αφού, ακόμα και αυτοί οι δικηγόροι, όσο γερνούν τα χρόνια, έχουν ανάγκη από κάποια αλλαγή των παραστάσεων.
Κατά τα άλλα, ακόμα και αυτή η δουλειά μια χαρά δουλεία είναι και σίγουρα καθόλου δεν αποτελεί ντροπή. Και εγώ, φυσικά, τιμώ και σέβομαι αυτούς που την ασκούν, ίσως κατά τον ίδιο τρόπο που οι άπιστοι πάντα κρυφοκοιτάζουν τους πιστούς και κάπου κατά βάθος τους φθονούνε.
Ως δικηγόρος μερικής απασχόλησης λοιπόν, έχω τη δυνατότητα –με παρακολουθείτε, άραγε;- να δημιουργώ στον εαυτό μου την ψευδαίσθηση πως είμαι εγώ που επιλέγω τους εκάστοτε πελάτες μου. Όπως περίπου, ας πούμε, διαλέγω τις συντρόφους και τους φίλους μου - άσχετα αν με τους περισσότερους από αυτούς υπάρχουνε φορές που έχω την εντύπωση πως γεννηθήκαμε παρέα. Και όποτε μου δίνεται η ευκαιρία, ανοίγω την πόρτα και τους υποδέχομαι, αυτούς και τις σπουδαίες υποθέσεις τους, προσδοκώντας οι κακές επαγγελματικές μου συναναστροφές, εκτός από την προβλεπόμενη κατώτατη αμοιβή, να μου αποδώσουν και άλλα πρόσθετα ανώτερα οφέλη. Όπως το να υποκλέψω μία ιστορία ενδιαφέρουσα, την αξία της οποίας οι πελάτες μου ποτέ δε τόλμησαν να φανταστούν ή να αναπλάσω μια δικιά μου από την αρχή, αναμειγνύοντας στοιχεία από τα λόγια τους και ίχνη από τις μορφές τους.

Κάπως έτσι δέχτηκα ως πελάτη στο γραφείο μου, ένα βράδυ κάποιου υγρού και ύπουλου Μαΐου, έναν μυστηριώδη, σκοτεινό και πάντως μίζερο σωφρονιστικό υπάλληλο ή αλλιώς άνοιξα μόνος μου την πόρτα του εύθραυστου κελιού μου για να περάσει μέσα ένας πολύ κανονικός επαγγελματίας δεσμοφύλακας.
Ο επισκέπτης μου –ας τον πούμε κύριο Κάπα– δεν έφτασε, ευτυχώς, με άδεια χέρια έξω από την πόρτα του γραφείου μου. Λίγο μετά το νευρικό -μα πάντως συμπαθητικό- και άχρωμο πρόσωπό του, πρόσεξα, τη στιγμή που τον υποδεχόμουν, πως κρατούσε στο ένα του χέρι έναν φάκελο, που προφανώς περιείχε τα σχετικά με την υπόθεσή του έγγραφα και στο άλλο ένα τριγωνικό μπουκάλι. Αυτός σαν να περίμενε να δει που θα σταθμεύσει τελικά το βλέμμα μου και ύστερα απολογήθηκε, «θα πάω σε ένα φίλο μου μετά, που έχει τη γιορτή του, αλλά αν θέλετε εσείς, το ανοίγουμε από τώρα». Καλά αρχίσαμε, σκέφτηκα και τον άφησα να διαλέξει μία από τις σκοπίμως άβολες πολυθρόνες των επισκεπτών, μέχρι να φέρω ποτήρια και παγάκια.
Η υπόθεση του ήταν απλή, αν και για τον ίδιο μάλλον εξαιρετικά δυσάρεστη. Είχε αποφασίσει ή μάλλον είχε δεχτεί να χωρίσει από τη γυναίκα του, αλλά, επειδή δεν εμπιστευόταν το δικό της δικηγόρο, προτίμησε να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου άλλου. Χαμογέλασα από μέσα μου και εκείνος μάλλον σαν να με άκουσε και έσπευσε να συμπληρώσει, «σας σύστησε ο κύριος Άλφα». Ποιος είναι ο κύριος Άλφα, προσπάθησα μάταια να θυμηθώ. Και ύστερα, ωραία, σκέφτηκα - με σύστησε ένας άγνωστος σε έναν άλλον άγνωστο, ο οποίος λέει πως με εμπιστεύεται περισσότερο από κάποιον άλλο συνάδελφο και προφανώς επίσης άγνωστο.
Συζητήσαμε την περίπτωσή του για λίγη ώρα και πάλι καλά που κρατούσα σημειώσεις, διαφορετικά το μόνο που θα είχα συγκρατήσει, από τα φτερωτά του λόγια, θα ήταν η φράση, «δέχομαι να την ελευθερώσω», που, όπως και να έχει, και μόνο στο στόμα ενός δεσμοφύλακα αποκτά μια διαφορετική αξία, όχι;
Στο τέλος της κουβέντας μας πήρε το ύφος του μικρού παιδιού, που έχει μόλις ξυπνήσει με τις φωνές και τα παιχνίδια τον μπαμπά του από το ακριβοδίκαιο μεσημεριανό υπνάκο του και με ρώτησε, «και γράφετε κάτι τώρα;». Προφανώς ο κύριος Άλφα δε με είχε συστήσει μόνο με την ιδιότητα του δικηγόρου. Αλλά ποιος διάολος ήταν, επιτέλους, αυτός ο κύριος Άλφα; Ναι, κάτι… Γιατί; Διαβάζετε; «Όχι όσο θα ήθελα, αλλά πάντα προσπαθώ. Ξέρετε, στη φυλακή μονάχα οι κρατούμενοι έχουν πολύ ελεύθερο χρόνο». Ευτυχώς που έχουνε και αυτοί κάτι πολύ και ελεύθερο. «Πάντως εσάς, ως τώρα, δεν έτυχε να σας διαβάσω και να σας πω την αλήθεια, ούτε καν σας γνώριζα πιο πριν». Μισές δουλειές κάνει αυτός ο κύριος Άλφα. Ας πιούμε ακόμα ένα, λοιπόν, να το γιορτάσουμε!

«Και, αν επιτρέπεται, τι είναι αυτό που τώρα γράφετε;» Μμ… Θα σας έλεγα ένα αποσπασματικό μυθιστόρημα, αλλά θα σας πω μία σειρά αφηγημάτων, αφού σε εσάς μάλλον κάπως έτσι θα φτάσει, αν φτάσει τελικά ποτέ. Για μια στιγμή πέρασε από μπροστά μου η εικόνα ενός φυλακισμένου να διαβάζει κάποιο από τα βιβλία μου κλεισμένος μέσα στο κελί του και αγχώθηκα. Με βοήθησε, «έχετε κάνει ποτέ στη φυλακή;». Δυστυχώς, αυτό νομίζω πως εμπίπτει στα ασυμβίβαστα του επαγγέλματος - όχι, δεν μου έχει τύχει. «Κρίμα. Ίσως θα έπρεπε». Μάλιστα! Και ακόμα δε με έχετε καν διαβάσει. «Γιατί γελάτε; Σκεφτείτε πόσοι σπουδαίοι συγγραφείς έχουν περάσει μικρά ή μεγαλύτερα διαστήματα της ζωής τους μέσα στις φυλακές και έγραψαν ή εμπνεύστηκαν σε αυτές: ο Ντοστογιέφσκυ, ο Σάλιντζερ, ο Ντε Σαντ… Αμφιβάλλετε πως μια τέτοιου είδους εμπειρία θα μπορούσε να σας βοηθήσει να γράψετε κάτι πραγματικά μεγάλο;» Όχι ακριβώς, αλλά –με τα λίγα νομικά που ξέρω- για να βρεθώ πίσω από τα κάγκελα, θα πρέπει προηγουμένως να έχω διαπράξει κάποιο έγκλημα ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων. Και δυστυχώς, ασχέτως του τι σας έχει πει ο κύριος Άλφα, που μάλλον δε θα είναι αυτός που θα έρχεται για να μου φέρνει τα τσιγάρα μου, κάτι τέτοιο, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν ανήκει στις προτεραιότητές μου. «Μα αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να κανονιστεί. Διαλέξτε εσείς ένα σωφρονιστικό κατάστημα και πείτε μου για πόσο χρόνο θα θέλατε να σας φιλοξενήσουμε - τα υπόλοιπα να είστε σίγουρος πως θα μείνουν αυστηρώς ανάμεσά μας. Ξέρετε, εκτός από δεσμοφύλακας είμαι και αντιπρόεδρος της συντεχνίας μας, η οποία μάλιστα σκοπεύει σύντομα να συστήσει τη δικιά της συνεταιριστική αποικία. Μας έχει παραχωρήσει η Τετραρχία μία μεγάλη έκταση κάπου κοντά στη θάλασσα για να χτίσουμε τον θερινό μετοικισμό μας, όπως έχουνε ήδη κάνει πολλοί άλλοι κλάδοι των απελεύθερων. Αν θέλατε, θα μπορούσατε ίσως επίσης να αναλάβετε εσείς τα διαδικαστικά». Σαν πολύ δουλειά να μου έχει πέσει ξαφνικά. «Και ίσως, αντί της αμοιβής, θα μπορούσαμε να σας παραχωρήσουμε κάποιο αδέσποτο οικόπεδο, για να φτιάξετε και εσείς εκεί, δίπλα στο κύμα και σε εμάς, την εξοχική σας κατοικία».
Μια χαρά! Στην αρχή θα έπρεπε να παραστήσω τον κρατούμενο, προκειμένου να γράψω «κάτι πραγματικό μεγάλο» και ύστερα θα μπορούσα να περνώ τα καλοκαίρια μου πλάι στη θάλασσα, με ηλιοκαμένους δεσμοφύλακες και τις σωφρονισμένες οικογένειές τους τριγύρω μου να με φυλάνε. Δε ξέρω για τον Ντοστογιέφσκυ και τον Ντε Σαντ, αλλά ο Κάφκα θα είχε σίγουρα δακρύσει από τα γέλια.

Ο κύριος Κάπα, αφού είπε όλα όσα είχε να πει, σηκώθηκε και έφυγε. Και ύστερα εγώ, έτσι, μάλλον για αστείο στην αρχή, ξεδίπλωσα ένα πειρατικό αντίγραφο του χάρτη της Νέας Γεωγραφίας και άρχισα να ψηλαφώ την επικράτεια αναζητώντας τα σύμβολα εκείνα που υποδείκνυαν τις φυλακές ανάμεσα στις πλαζ και τα ιστορικά μνημεία.
Η Τράπεζα Δικαιοσύνης και Ασφάλειας είχε φροντίσει να κατανείμει στο χώρο πολύ αρμονικά την κατασταλτική της υπερπαραγωγή, ικανοποιώντας ταυτόχρονα κριτήρια πολιτικά και μικρόψυχες σκοπιμότητες. Η Τράπεζα Εκπαίδευσης και Άμυνας είχε αποτυπώσει τα σωφρονιστικά της υπερκαταστήματα με τέτοιο τρόπο στα πληροφοριακά τις εγχειρίδια, που ένιωθα το υλικό του χάρτη να ζέχνει απειλή και φόβο. Και η Τράπεζα Εγώ διέτρεχε τώρα με το βλέμμα της νομούς και περιφέρειες, λες και έψαχνε ιδανικό προορισμό για να βολέψει τα παραθεριστικά απωθημένα της.
Κάπως έτσι το βλέμμα και ο δείκτης μου σταμάτησαν σε μια κουκίδα στο βορειοδυτικό διάζωμα του Μεταρχιπελάγους. Αναρωτήθηκα τι καιρό να κάνει σε εκείνα εκεί τα μέρη τέτοια εποχή, τι ρούχα να έπαιρνα μαζί μου. Ήταν μια ιδέα παράλογη και εξωφρενική. Και μόνο που είχα αρχίσει να το σκέφτομαι, ήταν σαν να είχα μπει σε έναν άνισο χορό με την παράνοια την ίδια. Και όμως, μια φάλτσα εμμονή μέσα μου μηχανικά επαναλάμβανε, τι έχεις να χάσεις, στ’ αλήθεια τι;
Είχα ως τότε διανύσει ανάποδα το χείμαρρο του χρόνου, παίζοντας ρόλους που οι άλλοι αρνιόντουσαν πεισματικά να δοκιμάσουν. Προσποιούμενος άλλους εαυτούς, όλες μου τις αποστολές τις έφερα σε πέρας. Κάθε φορά που έσβηναν στην αίθουσα τα φώτα, ζούσα ζωές που δε θυμάμαι ποτέ να γίνονται δικές μου. Πως θα μπορούσα να αφήσω έτσι απερίσκεπτα να πληγωθεί μια τέτοια αναπάντεχη καινούρια εμπειρία; Και ύστερα, αν το μετάνιωνα, αν δεν πετύχαινε το κόλπο, σε μια βδομάδα θα ήμουν και πάλι πίσω εδώ, στη θέση μου, να κοιτάζω από το παράθυρό μου τις μουριές και να γκρινιάζω για το θόρυβο στο δρόμο.
Δίπλωσα δύο φορές την υπό κλίμακα τσαλακωμένη Τετραρχία, στράγγιξα το δώρο που ο φίλος του πελάτη μου δε θα έπαιρνε ποτέ και έπειτα σηκώθηκα και πήγα να πλύνω τα μελανιασμένα από το χάρτη δάχτυλά μου.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Οικογενειακές

Οι Ινδιάνοι δεν φωτογραφίζονται ποτέ.
Δεν θέλουν να τους φωτογραφίζουν. Φοβούνται. Πιστεύουν ότι η φωτογραφία θα τους κλέψει την ψυχή. Πως θα χαθεί η ψυχή τους μες στη φωτογραφία. Εξαιρετικά πρωτότυπος τρόπος για να χαθεί μια ψυχή.
Το αστείο είναι πως οι Ινδιάνοι δεν έχουν άδικο. Κι απόδειξη ότι Ινδιάνοι πλέον δεν υπάρχουν. Τους φωτογράφισαν και τους κινηματογράφησαν τόσο πολλές φορές που σχεδόν κανένας τους δεν έχει μείνει.
Κι οι λίγοι τελευταίοι δεν φοβούνται τίποτα πια. Μονάχα τις φωτογραφίες. Κι από αυτές πιο πολύ τις οικογενειακές.
Οικογενειακές φωτογραφίες σαν τάφοι οικογενειακοί.

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

μαμά, διψάω! θέλω κι άλλο αίμα…

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια μένω σε ένα διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο ενός μικρού και γκρίζου πύργου στο κέντρο της πόλης. Το διαμέρισμα μου είναι πολύ μικρό. Για την ακρίβεια δεν είναι παρά ένα στενό, τετράγωνο δωμάτιο, αλλά μιας και μένω μόνος μου, είναι για μένα αυτό ακριβώς που μου αξίζει και χρειάζομαι. Και έπειτα έχω να περηφανεύομαι πως κανένας μόνος σε αυτήν την πόλη δεν είναι πιο μόνος από εμένα και κανένα δωμάτιο δεν είναι πιο δωμάτιο από το δικό μου, μέσα σε αυτό το παχύρρευστο, γκρίζο και σκουριασμένο αρχιπέλαγος.
Στους τρεις πρώτους ορόφους του πύργου υπάρχουν μόνο γραφεία και ιατρεία. Αυτό σημαίνει ότι τα βράδια δε μένει κανείς εκεί και έτσι, όταν νυχτώνει, είμαι ελεύθερος να ακούω μουσική δυνατά χωρίς να ενοχλώ κανέναν. Στα υπόλοιπα διαμερίσματα στον όροφό μου μένουν άνθρωποι που επίσης μπορούν τα βράδια χωρίς να ενοχλούν να ακούνε δυνατά μουσική. Καμιά φορά και έτσι, για αστείο συναγωνιζόμαστε ποιανού η μουσική θα ακουστεί πιο δυνατά, μα στο τέλος, συνήθως, καταλήγουμε να μην μπορεί κανείς να ακούσει τίποτα.
Στον πέμπτο και τελευταίο όροφο όλα σχεδόν τα διαμερίσματα είναι άδεια και ακατοίκητα. Υπάρχει μόνο ένα κομμωτήριο, το οποίο τα βράδια είναι επίσης και αυτό κλειστό και άρα η μουσική δεν μπορεί να ενοχλήσει τις κομμώτριες – αν και πιστεύω ότι ούτως ή άλλως αυτές τίποτα δε θα τις ενοχλούσε.
Επίσης, στα βάθη του διαδρόμου του πέμπτου ορόφου του μικρού μας γκρίζου πύργου υπάρχει ένα πάρα πολύ μικρό και σκοτεινό δωμάτιο, κάτι σαν πληγή στο αδύναμο κορμί του οικοδομήματος, που μέσα του κάποτε ζούσε ένα παιδί βρικόλακας.
Το παιδί αυτό έμενε μόνο του για πολλά χρόνια στο μικρό αυτό δωμάτιο. Κανείς δεν ξέρει πόσα ακριβώς. Όπως και κανένας δε θα μπορούσε με σιγουριά να μιλήσει για την ηλικία του παιδιού. Εγώ πάντως, αν και πάντα δυσκολεύομαι να μαντέψω τις ηλικίες των ανθρώπων, τις αιφνίδιες αλλαγές του καιρού και το αναμενόμενο τέλος αυτής της ιστορίας, δεν πιστεύω πως το παιδί βρικόλακας υπήρξε ποτέ πάνω από επτά χρονών.
Οι γονείς του νοίκιαζαν ετούτο το δωμάτιο για να μένει μόνο του, ελεύθερο και ανεξάρτητο ή με άλλα λόγια για να μένει μακριά τους και δεν ερχόντουσαν ποτέ να το επισκεφτούνε. Οι περισσότεροι από τους ενοίκους στον πύργο τους δικαιολογούσανε απόλυτα. Άλλωστε, το κέντρο βρίσκεται πάρα πολύ μακριά από όλα τα άλλα σημεία της πόλης και από οποιοδήποτε άλλο μέρος του πλανήτη γενικότερα.
Το παιδί βρικόλακας έβγαινε εξαιρετικά σπάνια από το δωμάτιό του και ποτέ μα ποτέ κατά τη διάρκεια της μέρας. Οι άλλοι έλεγαν πως ήταν αντικοινωνικό, μίζερο και παράξενο και ήτανε από πείσμα και αρρωστημένο εγωισμό που κρυβόταν από το φως του ήλιου και το βλέμμα των ανθρώπων. Εγώ πάλι πιστεύω ότι είχε να κάνει με το ότι το παιδί ήταν βρικόλακας, αν και θα συμφωνήσω πως δεν πρέπει λόγω της ιδιαιτερότητάς του αυτής να του δικαιολογούμε κάθε του πράξη και παράλειψη.
Οι κοπέλες που δουλεύουν στο κομμωτήριο ήταν οι μόνες στον πύργο που καμιά φορά τολμούσαν να έρθουν, κατά κάποιον τρόπο, σε επαφή μαζί του. Χτυπούσανε την πόρτα του κάποια απογεύματα μετά τη δουλειά και το ρωτούσανε ευγενικά, αν ήθελε να φάει μαζί τους. Εκείνο τότε άρχιζε να ουρλιάζει, σαν δαιμονισμένο, πως πολύ θα γούσταρε να φάει μία από αυτές ή και όλες τους ακόμα και μετά ξεσπούσε σε γέλια υστερικά και λόγια ακατανόητα και κοπανούσε την πόρτα του δωματίου του με τις γροθιές του για να τρομάξει τις κομμώτριες και να τις κάνει να φύγουν μακριά του. Μα εκείνες απομακρύνονταν πάντα αμέριμνες και χαμογελαστές, αφού καθόλου δε φαινότανε να τον φοβούνται. Οι κομμώτριες είναι ίσως οι μόνοι άνθρωποι που τίποτα και κανείς δεν μπορεί ποτέ να τους φοβίσει.
Τους τελευταίους μήνες άρχισαν να παρατηρούνται στις γειτονιές του κέντρου διάφορα αποτρόπαια και ειδεχθή εγκλήματα. Μικρά παιδάκια βρέθηκαν δαγκωμένα στο λαιμό, στα χέρια και αλλού και εντελώς αποστεγνωμένα από αίμα, δάκρυα και άλλα ζωτικά υγρά. Ολόκληρη η πόλη συνταράχθηκε και οι άνθρωποι άρχισαν να αναζητούνε οργισμένοι, περίεργοι και τρομοκρατημένοι το τέρας που κρυβόταν πίσω από ετούτο το απρόσκλητο κακό.
Στον δικό μου πύργο δεν υπήρξε κανένα παρόμοιο περιστατικό, αλλά όλοι -εκτός ίσως από τις κομμώτριες- καταλάβαμε πως για όλα αυτά ευθυνόταν το παιδί βρικόλακας του πέμπτου. Φυσικά, κανένας μας δε μίλησε, αφού το τελευταίο πράγμα που θέλαμε ήταν να αρχίσουν να πλακώνουν αστυνομίες και δημοσιογράφοι έξω από τις πόρτες μας. Αφού εμάς δε μας ενοχλούσε, γιατί να το μαρτυρήσουμε; Άλλωστε, εμάς στον πύργο το μόνο που μας ένοιαζε, ήταν να ακούμε δυνατά μουσική. Διαφορετικά, δε θα νοικιάζαμε διαμερίσματα στο κέντρο αυτής της πόλης, αλλά θα πηγαίναμε να μείνουμε σε κάποιο από τα μακρινά προάστια, εκεί όπου οι βρικόλακες ούτε να πλησιάσουν δεν τολμούν, αφού φοβούνται τους λυκάνθρωπους*.
Η αλήθεια είναι πως και παλιότερα σπάνια ασχολούμασταν με το παιδί βρικόλακα. Καμιά φορά, εγώ ίσως μονάχα, ρωτούσα το γέρο λαχειοπώλη που μένει στο διπλανό μου διαμέρισμα διάφορα σχετικά με τον μικρό -είναι κάτι μικρά ζιζάνια ερωτηματικά, που κατά καιρούς τρυπώνουν στο κεφάλι μου και δε λένε να με αφήσουν να ακούσω τη μουσική- και εκείνος μου απαντούσε με μία βεβαιότητα αφοπλιστική, που σε οποιοδήποτε άλλον θα φαινόταν τουλάχιστον ύποπτη. Όταν του έλεγα πως δεν μπορώ να καταλάβω με τι τρεφότανε και πώς κατόρθωνε να επιβιώνει το παιδάκι, έτσι όπως το είχαν ξεχασμένο οι δικοί του και αφού ούτε καν τις κομμώτριες δεν καταδεχότανε να του δώσουνε να φάει, εκείνος με διέκοπτε, διαλύοντας το σμήνος των ερωτηματικών μέσα στο μυαλό μου, φωνάζοντας για να ακουστεί πιο πάνω και από τη μουσική, «Με αίμα, φίλε μου, με αίμα! Βρικόλακας είναι. Τι θέλεις να τρώει; Παντεσπάνι;» Και έσταζε η σοφία από του γέρου λαχειοπώλη τα άσπρα γένια, καθώς τα χάιδευε, κοιτώντας κάπου έξω από το παράθυρο του φωταγωγού.
Δεν κοροϊδεύω και ούτε μου αρέσει να ειρωνεύομαι τους γείτονές μου. Ο παππούς είναι πραγματικά σοφός. Κάποτε κι εγώ ακόμα αμφέβαλα, αλλά τώρα πια είμαι σίγουρος πως ξέρει σχεδόν τα πάντα. Ένα βράδυ που κοιτούσαμε παρέα στην τηλεόραση κάποια εκπομπή για τη ζωή του Χίτλερ, σε κάποια στιγμή ο δημοσιογράφος έδειξε το σημείο στην αυλή της καγκελαρίας όπου τα φιλαράκια του τον έκαψαν μαζί με το κορίτσι του και ο γείτονάς μου έβαλε τα γέλια. Όταν τον ρώτησα γιατί γελάει, εκείνος δείχνοντάς μου τις στάχτες στην οθόνη, μου είπε, «Μα, είναι γελοίο! Δεν τον ακούς τι λέει; Αν θέλεις να ξέρεις, ο Αδόλφος ζει στην Ουρουγουάη και την περνάει μια χαρά. Και όποτε γουστάρεις, σε πάω να τον δεις!»
Τα πράγματα στον πύργο μας άρχισαν αιφνίδια να αλλάζουν ένα πρωί, όταν μέσα στο ασανσέρ βρέθηκε ένας από αυτούς τους νεαρούς με μηχανάκι, που εργάζονται τις νύχτες ως διανομείς στα εξωτικά εστιατόρια της πόλης. Όταν τον βρήκαμε ήταν ήδη από ώρα πια νεκρός. Κάποιος $ποιος άραγε;$ τον είχε δαγκώσει στο πόδι, πίσω από το γόνατο. Του είχε σκίσει το παντελόνι και το δέρμα και του είχε ρουφήξει όλο σχεδόν το αίμα. Όσο από αυτό είχε περισσέψει, σχημάτιζε στο πλάι του νεκρού μια μικρή λιμνούλα, την επιφάνεια της οποίας τάραζε με τη γλώσσα της μια απαίσια μαύρη γάτα, που είχε καταφέρει $άγνωστο πώς$ να τρυπώσει ανάμεσά μας, για να ξεγελάσει με τον άκομψο τρόπο της τη δίψα, τη φύση και ίσως την περιέργειά της. Επίσης του είχανε κόψει, μάλλον με τα δόντια, το αριστερό του αυτί, το οποίο όσο και αν ψάξαμε τριγύρω δε βρέθηκε πουθενά.
Την πίτσα, πάντως, «τέσσερα τυριά και επτά σαλάμια», που μετέφερε, την βρήκαμε ανέγγιχτη. Είχε βέβαια κρυώσει τόσες ώρες εκεί μέσα και έτσι προτιμήσαμε να μην τη δοκιμάσουμε, μην τυχόν και μας πειράξει. Το μηχανάκι του άτυχου νεαρού ήταν παρκαρισμένο στην είσοδο του πύργου με τη μηχανή του ακόμα αναμμένη, καθώς φαίνεται πως κανείς δεν μπήκε στον κόπο να το κλέψει. Πάνω στο μηχανάκι βρήκαμε τη φίρμα και το τηλέφωνο του εστιατορίου και ειδοποιήσαμε τα αφεντικά του να έρθουν να τον μαζέψουν. Στο μεταξύ, για να διευκολύνουμε το έργο της αστυνομίας, αρχίσαμε να ρωτάμε ο ένας τον άλλον, μήπως και βρούμε ποιος είχε κάνει τη μοιραία παραγγελία.
Δώδεκα λεπτά μετά έφτασε στον γκρίζο πύργο μας ισχυρή, πολύχρωμη και πολυδύναμη αστυνομική δύναμη, με επικεφαλής της έναν από τους καλύτερους υπαστυνόμους της πόλης, ο οποίος, αφού διαπίστωσε ότι ο θάνατος του νεαρού προήλθε από εγκληματική ενέργεια, φάνηκε ιδιαιτέρα πρόθυμος να βάλει την υπόθεση στο αρχείο και να μας στείλει όλους γρήγορα πίσω στα διαμερίσματά μας.
Και τότε ήταν που τρία απρόσμενα τηλεφωνήματα ήρθαν να αλλάξουν τα σχέδια της αστυνομίας και τις δικές μας τύχες. Ο νεαρός στο ασανσέρ δεν ήταν ένας τυχαίος νεαρός με μηχανάκι, αλλά ο αγαπημένος μοναχογιός του υπουργού Εμπορικής και Πολεμικής Ναυτιλίας και βαφτιστήρι του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Αίματος, Σπέρματος και Δακρύων. Προφανώς ο μικρός βρικόλακας είχε κάνει διάνα! Πρώτα ο φυσικός και μετά ο πνευματικός πατέρας του νεαρού τηλεφώνησαν διαδοχικά στον υπαστυνόμο για να του ζητήσουν να κάνει τα πάντα προκειμένου να πέσει άπλετο φως στην υπόθεση.
Ο συγκεκριμένος υπαστυνόμος ήταν ένα από τα σαράντα δύο δημόσια πρόσωπα που εμφανίζονταν σε καθημερινή βάση στην τηλεόραση και έτσι ήταν ήδη για όλους λίγο-πολύ δικός μας άνθρωπος. Αυτός μάλλον ήταν και ο λόγος που κανένας από τους ενοίκους του μικρού μας γκρίζου πύργου δε φάνηκε να ενοχλείται, όταν αυτός και οι άνδρες του άρχισαν να μας απευθύνουν τις ερωτήσεις τους με τρόπο εξαιρετικά ανάγωγο και ταπεινωτικό. Όταν όμως οι κομμώτριες άρχισαν να φλερτάρουν με τους νεαρούς αστυφύλακες και να ανταλλάσουν λοξές ματιές, χαμόγελα και πυροβολισμούς, ο υπαστυνόμος αναγκάστηκε να τους διώξει όλους και -αφού μας ζήτησε να του ψήσουμε καφέ- να συνεχίσει μόνος το δύσκολό του έργο.
Παραδόξως, το ποιος είχε παραγγείλει τη θρυλική πλέον πίτσα «τέσσερα τυριά και επτά σαλάμια» ήταν τελείως αδιάφορο στον υπαστυνόμο, αφού όχι μόνο δε μας ρώτησε τίποτα σχετικά, αλλά έβαλε και τα γέλια όταν η κυρία Ευγενία του ορκίστηκε ότι ουδέποτε παραγγέλνει έτοιμο φαγητό από έξω για τα παιδιά της και ότι τους μαγειρεύει καθημερινά αγνά και παραδοσιακά φαγητά της πόλης. Αυτό είναι αλήθεια. Το διαμέρισμα της κυρίας Ευγενίας είναι ακριβώς απέναντι από το δικό μου και είναι φορές που οι μυρωδιές από την κουζίνα της σχεδόν δε με αφήνουν να ακούσω τη μουσική. Όλα ετούτα, όμως, φαίνεται πως δεν είχαν καμία σημασία για την ιστορία, το νόμο και την έρευνα. Ο υπαστυνόμος επέμεινε να εξετάσει και τα επτά παιδιά της κυρίας Ευγενίας, τα οποία, παρεμπιπτόντως, δεν είναι και τόσο παιδιά, αφού το μικρότερο είναι αρκετά χρόνια μεγαλύτερό μου και μόνο το ύψος τους μοιάζει παιδικό.
Η επιμονή του αστυνόμου να ανακρίνει τους επτά νάνους του πύργου μας, που φοβισμένοι μούγκριζαν και στριμωχνόταν ο ένας πίσω από τον άλλον, προκάλεσε την έκρηξη της μάνας τους: «Γιατί τα βασανίζετε τα καημένα τα παιδάκια έτσι, κυρ αστυνόμε; Τι φταίνε αυτά; Γιατί δε ρωτάτε το παιδί βρικόλακα του πέμπτου τι έφαγε χτες το βράδυ;»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα της και έπεσαν να την κατασπαράξουν τα κορίτσια από το κομμωτήριο, που αμέσως ένιωσαν να κινδυνεύει ο προστατευόμενός τους. Ήταν, όμως, ήδη αργά. Ο υπαστυνόμος τέλειωσε τον καφέ του, σηκώθηκε, τεντώθηκε, με μια κίνηση θεατρική παραμέρισε τις γυναίκες και με μια κινηματογραφική κίνηση αμέσως μετά τις έκανε να σωπάσουν. Δυστυχώς, πριν προλάβουμε να απολαύσουμε την πολυτάλαντη προσωπικότητα του εκπροσώπου του νόμου, εκείνος μπήκε βιαστικά στο ασανσέρ, κλώτσησε έξω το μαύρο απαίσιο γατί, που κόντευε να αποξηράνει τη μικρή λιμνούλα με τα απομεινάρια του αίματος του άτυχου νεαρού και έφυγε βολίδα για τον πέμπτο.
Τότε κι εμείς αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε τις σκάλες, όλοι μας, άνθρωποι και κομμώτριες. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να ανέβουμε τρέχοντας τους πέντε ορόφους του μικρού μας πύργου. Οι περισσότεροι, άλλωστε, βρισκόμασταν σε εξαιρετική φυσική κατάσταση, αφού τελευταία κάθε μέρα εξασκούμασταν στο ολοκαίνουριο εμπορικό κέντρο**, που τότε μόλις είχε ανοίξει τις πύλες και τα πόδια του στα ανατολικά προάστια της πόλης.
Και ενώ μέχρι τον δεύτερο όλα πηγαίνανε καλά, ξαφνικά το φως του διαδρόμου έσβησε και πριν προλάβουμε να σκεφτούμε καν να το ανάψουμε ξανά, νιώσαμε όλοι μας κάτι τρομακτικό και ανεξήγητο, λες και γλιστρούσαν κάτω από τα πόδια μας το πάτωμα, η λογική και ο κόσμος. Ακολούθησε πανικός. Οι περισσότεροι από τους ενοίκους βρέθηκαν πεσμένοι στα τέσσερα και κάποιοι άλλοι άρχισαν να κουτρουβαλάνε πίσω ξανά προς το ισόγειο. Φωνές, βλαστήμιες και απειλές δόνησαν το οικοδόμημα και από κάπου, ίσως όχι και τόσο μακριά, μόλις που ακουγόταν μια ξεκούρδιστη κιθάρα να παίζει κάτι πένθιμο. Κι ύστερα, ένα άγριο δαιμονικό νιαούρισμα ήρθε και σκέπασε όλους τους άλλους ήχους. Το φως επέστρεψε και τότε μόνο είδαμε παράλυτοι από τρόμο και από έκπληξη δεκάδες γάτες να τρέχουν ανάμεσα μας. Εκατοντάδες μαύρα, πορτοκαλιά, γκριζοπράσινα γατιά κυλούσανε ορμητικά στις σκάλες ουρλιάζοντας έναν θρήνο φρικτά παράλογο, όλα μαζί, λες και είχανε μια και μοναδική φωνή.
Ο γατοποταμός κύλησε ανάμεσα στα αδύναμα κορμιά μας, κάτω από τα έκπληκτα μάτια και πλάι στα τρυφερά αυτιά μας και για μια στιγμή κόντεψε να ξεσκίσει τις αισθήσεις μας. Και έπειτα στέρεψε, μέχρι που η φωνή του ποταμού χάθηκε και αυτή σε κάποιο βάθος τόσο σπαρακτικό, που ποτέ κανείς μας δεν είχε ως τότε ονειρευτεί. Σηκωθήκαμε, κοιταχτήκαμε, κλείσαμε τα μάτια σαν να τα είχαμε πια δει όλα στον κόσμο, τα ανοίξαμε ξανά σαν να μην είχε συμβεί στη μέρα τίποτα και ύστερα αγκομαχώντας και κουτσαίνοντας πήραμε να ανεβαίνουμε το υπόλοιπο της σκάλας.
Όταν φτάσαμε στον πέμπτο, ο υπαστυνόμος ήταν ήδη εκεί, έξω από την πόρτα του παιδιού. Κρατούσε ένα τετράδιο και κάτι σημείωνε. Πλάι του ένας χοντρός άνδρας με τιράντες και γυαλιά του ψιθύριζε στο αυτί. Σε όλο το μήκος του διαδρόμου είχαν παραταχτεί πάνοπλοι αστυνομικοί με το δάχτυλο στη σκανδάλη και με το βλέμμα στο επόμενο ρεπό. Ανάμεσά τους φωτογράφοι, δημοσιογράφοι και ειδικοί είχαν τρυπώσει με σύνεργα και μηχανές, ενώ με αγκωνιές και βρυχηθμούς απειλούσε ο ένας να φάει τη δουλειά του άλλου. Έξω από τα ανοιχτά παράθυρα περνούσαν ζέπελιν και ελικόπτερα σε αλλόκοτους σχηματισμούς, ενώ μια φιλαρμονική, επάνω στην ταράτσα δοκίμαζε ένα ολοκαίνουριο εμβατήριο κουρδίζοντας τις χορδές της πόλης.
Ήταν φανερό πως ο υπαστυνόμος δεν μπορούσε να σκεφτεί και να λειτουργήσει μέσα σε αυτόν τον χαλασμό. Σήκωσε το δεξί χέρι στον αέρα και μέχρι να το φέρει πίσω ξανά στη θέση του, όλα τριγύρω είχανε σωπάσει. Όλος ο κόσμος κρατούσε την ανάσα του. Τότε μονάχα μπορέσαμε να ακούσουμε μέσα από την πόρτα το παιδί βρικόλακα να βγάζει τις γνωστές τσιρίδες του, λέγοντάς μας να φύγουμε όλοι μακριά, να το αφήσουμε ήσυχο, να πάμε να πνιγούμε μέσα στο ίδιο μας το αίμα και άλλα τέτοια όμορφα. Ο υπαστυνόμος, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, του πρότεινε να ανοίξει την πόρτα και να τα πουν σαν άνδρες και να μην κάνει έτσι, σαν μικρό παιδάκι. «Μα είναι παιδάκι, υπαστυνόμε!», φώναξε μία από τις κομμώτριες, έλκοντας αυτομάτως πάνω της τον μισό τουλάχιστον αριθμό από πυροβόλα και κάμερες.
Ο υπαστυνόμος τότε ρώτησε ποιος είναι ο διαχειριστής του πύργου. Εμείς του απαντήσαμε πως δεν υπάρχει διαχειριστής και εκείνος, κοιτάζοντάς μας για πρώτη του φορά στα μάτια, είπε, «Τότε κύριοι, είσαστε όλοι σας διαχειριστές!» και ζήτησε από όλους μας να του δώσουμε το αντικλείδι του δωματίου. Όταν τον βεβαιώσαμε πως δεν υπάρχει αντικλείδι και πως η πόρτα του αγοριού ανοίγει μονάχα από μέσα, ο υπαστυνόμος τραβήχτηκε με τον χοντρό άνδρα με τα γυαλιά και τις τιράντες στην άκρη του διαδρόμου για να μιλήσουνε. Όμως τα έλεγαν τόσο χαμηλόφωνα, που τίποτα δεν μπορούσαμε να ακούσουμε εμείς, οι διαχειριστές, και έτσι περάσαμε αμέσως μέσα στο κομμωτήριο και ανοίξαμε την τηλεόραση να δούμε τη συνέχεια, αφού η αγωνία μας ήταν πια αβάσταχτη.
Εκεί μάθαμε πως το παιδί βρικόλακας ευθυνόταν για τουλάχιστον εκατόν έντεκα ανεξιχνίαστα εγκλήματα, πως οι συγγενείς των θυμάτων είχαν συγκεντρωθεί έξω από τον πύργο μας ζητώντας να αποδοθούν δικαιοσύνη και έμψυχα ανταλλάγματα και πως τα ιδιόμορφα εγκληματικά ένστικτα του παιδιού είχαν αρχίσει να εμφανίζονται από πολύ μικρή ηλικία, όταν στο σαλόνι του πατρικού σπιτιού του αναρριχιόταν στο έπιπλο της τηλεόρασης και έγλυφε με μανία την οθόνη.
Επίσης μάθαμε πολλά και διάφορα για εμάς και τις ζωές μας. Πράγματα για τα οποία κανένας μας δεν αισθανόταν όμορφα, μα που για όλους μας ήτανε πια αργά, πολύ αργά για να αλλάξει κάτι. Όμως τα καταφέραμε και αλλάξαμε κανάλι.
Στην άλλη πλευρά ήτανε ένας που ζητούσε την επαναφορά της θανατικής ποινής για κανιβάλους και βρικόλακες, ενώ ένας άλλος δίπλα του διαφωνούσε λέγοντας πως πρέπει να σεβόμαστε τις ιδιαιτερότητες των μειονοτήτων και να είμαστε πιο ανεκτικοί σαν κοινωνία απέναντί τους. «Διαφωνώ με το ότι είσαι βρικόλακας», έλεγε κοιτώντας τον φακό και όλους μας, «μα θα υπερασπιστώ, μέχρι τελευταίας ρανίδας του δικού μου αίματος, το δικαίωμα σου να πίνεις το αίμα των άλλων». Τη στιγμή εκείνη ένας εκκωφαντικός κρότος συντάραξε ολόκληρο το κτήριο και κάτι σαν σεισμός λίκνισε για μια στιγμή το μικρό μας γκρίζο πύργο πάνω στην αδιατάρακτη επιφάνεια της πόλης. Κλείσαμε την τηλεόραση και τρέξαμε ξανά πίσω στο διάδρομο.
Άνθρωποι και αστυνόμοι, όλοι στα γόνατα πεσμένοι έτριβαν τα μάτια τους και προσπαθούσαν να καθαρίσουν τις κάνες των μηχανών και τους φακούς των πυροβόλων τους. Χώμα, σκόνη και ντροπή πλανιόντουσαν στον αέρα και σκέπαζαν ό,τι κινιόταν και ανέπνεε. Και εκεί που κάποτε έστεκε η πόρτα η απόρθητη, που έκρυβε το παιδί βρικόλακα, τα άλλοθι και τις ενοχές μας, τώρα μια τρύπα στραβή, πλατιά και αστεία, σαν το στόμα χαζού δράκοντα, έχασκε και απειλούσε να ρουφήξει μέσα της τον κόσμο ολόκληρο.
Έσπρωξα φωτογράφους και ειδικούς για να κοιτάξω και να δω. Στριμώχτηκα ανάμεσα σε αυτά που γύρευα και εκείνα που απρόσκλητα μου ήρθαν, μήπως και βρω τι είχε απομείνει εκεί μέσα.
Και τότε είδα ένα παιδί γυμνό, στο πάτωμα κουλουριασμένο, στο αίμα του να επιπλέει, στο δάκρυ του θεού να βυθίζεται, να πνίγεται στο σάλιο των ανθρώπων. Και είχε τα δόντια του στο μπράτσο του βαθιά μπηγμένα, γουλιά-γουλιά να βιάζεται τη ζωή του να στερέψει, στάλα τη στάλα να μετράει ανάποδα το χρόνο μέχρι να το αφήσουμε και πάλι μόνο του.
Το παιδί και το δωμάτιο και ένας κόσμος εκεί έξω να απορεί. Και μια ζωή εκεί μακριά να περιμένει.
Όπως αναμενότανε μέχρι το βράδυ είχανε όλα ξεχαστεί. Όλοι μας τραβηχτήκαμε στα διαμερίσματά μας, κλειστήκαμε και στρίψαμε τρεις φορές το κλειδάκι μας στην πόρτα. Και αν γινόταν να γυρίσει το κλειδί και τέταρτη φορά, θα το είχαμε σίγουρα γυρίσει. Μα όσο και να προσπαθήσαμε να ακούσουμε τη μουσική -ποτέ ξανά δεν είχε ακουστεί στην πόλη τόσο δυνατά μουσική- δεν το μπορέσαμε. Από πάνω, πιο πάνω και από τον πέμπτο όροφο, ψηλά, κάτω από τον ουρανό, τα αστέρια και το τίποτα, οι κομμώτριες είχανε μαζευτεί να ξενυχτήσουν το νεκρό αγόρι. Και ο θρήνος τους είχε εξαφανίσει κάθε άλλο ήχο στον πύργο και στην πόλη.
Μα όσο και να φώναζαν και πάλι δεν τους έφτανε και έτσι άρχισαν τότε να χορεύουν. Βροντούσαν τα τακούνια τους στην οροφή να μην ακούσει η πόλη. Μην ακουστεί που λίγο παρακάτω, σε μια άλλη γειτονιά, την ώρα εκείνη, ένα άλλο παιδί βρικόλακας γεννιόταν.



*Οι λυκάνθρωποι, που επίσης επιβιώνουν πίνοντας αίμα και τρώγοντας σάρκες ωμές και ζωντανές, έχουν επιπλέον την παράλογη απαίτηση τα θύματά τους να γίνονται και αυτά λυκάνθρωποι, πράγμα στο οποίο οι βρικόλακες τελευταία φαίνονται πιο διαλλακτικοί. Οι ίδιοι οι λυκάνθρωποι δημιουργήθηκαν από λύκους που κάποτε δάγκωσαν ανθρώπους, αλλά δεν τους έφαγαν κιόλας -είτε ίσως γιατί δεν πεινούσανε και τόσο, είτε ίσως γιατί δεν τους άρεσε αυτό που δοκιμάσανε- και έτσι είναι μισοί λύκοι και μισοί άνθρωποι. Όταν όμως ένας λυκάνθρωπος επιλέξει έναν κανονικό άνθρωπο για να δαγκώσει, τότε ο άνθρωπος αυτός δε γίνεται ακριβώς λυκάνθρωπος, αλλά ανθρωπολυκάνθρωπος, αφού μόνο κατά το ένα τέταρτο υπάρχει στο εξής ο λύκος μέσα στο αίμα του. Έτσι οι διατροφικές συνήθειες δεν εξυπηρετούν μόνο τη διαιώνιση των ειδών, αλλά και την ανάμειξή τους.
**Το νέο εμπορικό κέντρο χτίστηκε πάνω στα ερείπια του πύργου της Βαβέλ και θεωρείται το όγδοο αρχιτεκτονικό θαύμα του κόσμου, ανώτερο των προηγούμενων επτά. Συμβολικά του δόθηκε το όνομα «Τα Ερείπια του Πύργου της Βαβέλ».

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Μεσάνυχτα ακριβώς

Είχα κάποτε έναν φίλο που ήθελε να καταστρέψει τον κόσμο. Τελικά, μάλλον δεν τα κατάφερε. Αν και προσπάθησε πολύ. Το κεφάλι του πάντως το έφαγε. Ωραίος τύπος. Κρίμα. Πολύ κρίμα.
Ένα μεσημέρι με πήρε και με ξύπνησε. Με πήρε και με σήκωσε. Με είχε ανάγκη. Με ήθελε για πειραματόζωο. Να δοκιμάσει πάνω μου το νέο του υπερόπλο. Με αυτό, έλεγε, θα κέρδιζε μιας πιτσιρίκας την καρδιά. Και θα έκανε τον γαμημένο άξονα της Γης να σταματήσει να γυρίζει. Προσφέρθηκα. Το ήξερα πως κινδύνευα. Αλλά γι’ αυτό δεν είναι οι φίλοι; Άλλωστε τόσες ζωές στο δοκιμαστικό σωλήνα της ταπεινής μου ύπαρξης τόσα πειράματα ανέχθηκα. Ας το έκανα για άλλη μια φορά. Για κάποιον φίλο. Για ιερό σκοπό.
Έφτασα μεσάνυχτα στο εργαστήρι του. Ήταν χτισμένο πάνω σε βράχο μυτερό. Στο κέντρο της Λιμνούπολης. Στην καρδιά της Βαβυλώνας. Στη γειτονιά των πορνών. Των βδελυγμάτων της Γης. Βδέλυγμα κι εκείνος, μόνο ανάμεσά τους μπορούσε με άνεση να ζει και να δημιουργεί.
Μεσάνυχτα μπήκα στο εργαστήρι του. Μεσάνυχτα βγήκα. Δηλαδή, όταν βγήκα, τα μεσάνυχτα ήμουν εγώ. Ξαναγεννήθηκα στο εργαστήρι του και πήρα τη μορφή του δώδεκα ακριβώς. Μαύρα μεσάνυχτα. Έτσι, υποτίθεται, τον σύμπαντα κόσμο θα κατακτούσαμε.
Μα δεν προλάβαμε. Ξημέρωσε και του έκαψε του φίλου η αυγή τα μάτια και τα όνειρα. Κι απέμεινα εγώ, μεσάνυχτα ακόμη ακριβώς, να προσποιούμαι πως είμαι δώδεκα το μεσημέρι.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Ήταν ένα μικρο καράβι

Το είχαμε κανονίσει από καιρό. Από τον χειμώνα ακόμα. Φροντίσαμε να πάρουμε όλοι τις άδειές μας τις ίδιες πάνω κάτω μέρες. Για τις λεπτομέρειες φρόντισε κάποιος από την παρέα που το είχε ξανακάνει. Ήταν και κάποιος άλλος που είχε δίπλωμα ανοιχτής θαλάσσης. Κι έτσι δεν χρειάστηκε να νοικιάσουμε και πλήρωμα. Οι υπόλοιποι που δεν ξέραμε, θα μαθαίναμε. Κι ας μην τα είχαμε καταφέρει ούτε καν στην ανοιχτή στεριά ακόμα.
Έτσι ξεκινήσαμε για ένα μακρύ ταξίδι μες στου Αιγαίου τα νερά. Δώδεκα άνθρωποι, όλοι διαλεχτοί. Παιδιά βασιλιάδων όλοι μας. Κι έμοιαζε με κιβωτό το καραβάκι μας, με όλα τα είδη των ανθρώπων έτσι μαντρωμένα.
Οι πρώτες μέρες πέρασαν ξέγνοιαστα. Οι δεύτερες εξωφρενικά. Λίγο οι ορίζοντές μας που ξαφνικά μεγάλωσαν. Λίγο που το ποτό δεν έλεγε να στερέψει. Τα πάθη απελευθερώθηκαν. Αποχαλινωθήκαμε. Όλου του κόσμου τους δεσμούς έτσι, εν πλω τους ξαναδέσαμε. Όλης της μίζερης ζωής μας τα δεσμά έτσι, εν θερμώ να κόψουμε βαλθήκαμε.
Οι μέρες όμως περνούσαν και το μικρό καράβι σε κανένα λιμάνι δεν έφτανε. Κανένα από τα αναρίθμητα νησιά δεν ερχόταν να μας συναντήσει. Κάποιοι άρχισαν να ανησυχούν. Και της ανησυχίας τους τα χρώματα πήρε να βάφεται το αρχιπέλαγος. Ταράχτηκε κι αυτό και έβγαλε το γαλάζιο του που έπαψε πια να του πηγαίνει.
Μετά τις μέρες άρχισαν να περνάνε κι οι εβδομάδες. Μεγάλωνε η ανησυχία, θέριευε. Άλλοι κρυφά, άλλοι δειλά δοκίμαζαν το ανεξήγητο να ερμηνεύσουν. Τίποτα δεν κατάφερναν. Φορτίο περιττό του ανθρώπου οι ερμηνείες, μίλια μακριά τις είχαμε βυθίσει. Μόνο εγώ είδα, ένα βράδυ που οι άλλοι είχαν αποκοιμηθεί, από το βάθος του ορίζοντα το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει. Μα το πρωί κανένας δεν με πίστεψε. Και το ‘χασα έτσι άδικα το στοίχημα που είχαμε σιωπηλά ορίσει. Πως όποιος πρώτος το αντίκριζε, δικαίωμα να το βαφτίσει όπως ήθελε θα είχε. Και σε πέντ’ έξι εβδομάδες σώθηκαν όλες οι τροφές.
Αρχίσαμε να ψαρεύουμε. Μα είχαν και τα ψάρια σαν τα νησιά κι αυτά εξαφανιστεί. Μονάχοι απομείναμε. Δώδεκα άνθρωποι σε ένα μικρό καράβι. Ανάμεσα στη θάλασσα και τον ουρανό. Στη ρωγμή του χρόνου. Στο πουθενά. Μετά μας έλειψαν και οι νύχτες. Ζούσαμε μια μέρα ατελείωτη. Χωρίς ήλιο. Μόνο φως. Φως εκκωφαντικό. Να ταξιδεύουμε σε ένα απέραντο, διαβολικό λευκό. Κάποιος για αστείο είπε πως είχαν οι μέρες τις δημιουργίας ερήμην του Θεού την αντίστροφη πορεία τους διαλέξει.
Και τότε ρίξαμε τον κλήρο.

Originalgenie

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Ο θάνατος δεν υπάρχει

Για να υπάρξει κάτι, πρέπει να καταγραφεί στη μνήμη μου. Και για να καταγραφεί στη μνήμη μου, πρέπει να γίνει πρώτα αντιληπτό από τις αισθήσεις μου. Όταν θα πεθάνω όμως και γίνω ξανά σκόνη αστρική, όλα αυτά, μνήμη, κρίση, αισθήσεις και αισθήματα θα χαθούν μαζί μου. Άρα ο θάνατός μου δεν θα προλάβει να υπάρξει. Άρα δεν υπάρχει λόγος να φοβάμαι τον θάνατο. Δεν είναι ανόητο να φοβάμαι κάτι που δεν υπάρχει;
Εντάξει, υπάρχει ο θάνατος των άλλων. Αυτόν τον θάνατο τον είδα, τον άγγιξα, τον μύρισα. Τον κατάλαβα και τον θυμάμαι πολύ καλά. Και ο δικός μου φαντάζομαι πως θα υπάρξει για κάποιους άλλους. Για μένα τον ίδιο όμως ο δικός μου θάνατος δεν θα υπάρξει ποτέ. Πάει και τελείωσε. Δεν θέλω να προχωρήσω περισσότερο το συλλογισμό μου αυτό γιατί στο τέλος θα πιστέψω πως είμαι αθάνατος. Και ο κίνδυνος να την ψωνίσω έτσι, με τόσο άδοξο τρόπο, καραδοκεί. Γι’ αυτό αφήνω τον θάνατο και επιστρέφω στο κυρίως θέμα. Στον φόβο.
Αφού λοιπόν τα λέω τόσο ωραία και τα πιστεύω κιόλας όλα αυτά, τότε γιατί εξακολουθώ να φοβάμαι πως θα πεθάνω; Μα για τον ίδιο ακριβώς λόγο που στα πάρτι των παιδικών μου χρόνων έτρεμα μήπως και χρειαστεί να φύγω πριν αυτά τελειώσουν. Γιατί δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την ιδέα πως το πάρτι θα συνεχιστεί χωρίς εμένα.
Ας έρθει λοιπόν η συντέλεια του κόσμου να ξεμπερδεύουμε.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Σε φιάσκο εξελίχθηκε η τελευταία ντικενσιανού στυλ τρομοκρατική απόπειρα της οργάνωσης «Πράξε Όπως Θα Ήθελες Όλη Η Ανθρωπότητα Να Πράττει». Σε μια απελπισμένη προσπάθειά τους να σαμποτάρουν την ανοικοδόμηση επί των ινδιάνικων καταυλισμών στη Νήσο Ουώλντεν, οι θρασύδειλοι υποκειμενιστές δοκίμασαν να εξαφανίσουν τον υποδιοικητή της Τράπεζας Δημόσιων Έργων και Διαγραφών. Ωστόσο, το μόνο που κατάφεραν ήταν να αντικαταστήσουν τον στόχο τους με τον υφιστάμενό του ανθυποδιοίκητη, προαναγγέλλοντας άθελά τους τις επερχόμενες διοικητικές ανακατατάξεις. Ο νέος υποδιοικητής δήλωσε πως το μεγάλο αυτό έργο θα συνεχιστεί απρόσκοπτα, υπενθυμίζοντας στο ξεχασιάρικο κοινό την ινδιάνικη καταγωγή του ίδιου του προέδρου Μπιουκάναν.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Ο εκτός νόμου και πραγματικότητας σύνδεσμος των Ενόχων κάλεσε τα μέλη του να συμμετάσχουν σε μία νέα μεταμεσονύχτια συγκέντρωση, αυτή τη φορά έξω από τις πύλες των έξι φυλακών του σωφρονιστικού αστερισμού του Σισύφου. Οι οργανωτές της κινητοποίησης κρατούν, για ακόμα μια φορά, κρυφά τα αιτήματά τους, ενώ οι αγνώστου ταυτότητας και αμφιβόλου γούστου αταραξίες περιορίζουν, μέχρι στιγμής, τη δράση τους σε σιωπηλές και αδρανείς μαζικές συνάξεις έξω από δημόσια κτήρια, χωρίς ωστόσο να προχωρούν σε απόπειρες κατάληψής τους ή σε συγκρούσεις με τις δυνάμεις περιφρούρησης, που θα μπορούσαν να δώσουν επιτέλους λίγη ζωή στις νεκρές ζώνες των πόλεων και της υπαίθρου. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κρακ, μαρκήσιος Βήτα, δήλωσε σχετικά με το θέμα: «Οι ενέργειες αυτές, όσο τρομακτικές και αν φαντάζουν, δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν ως τυπικά τρομοκρατικές».

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Εξαιρετικά ισχυρός σεισμός αναμένεται να επιπλήξει το νοτιοανατολικό διάζωμα του αρχιπελάγους, λόγω τις τακτικής πλέον σύγκρουσης των τεκτονικών και τευτονικών πλακών. Η Τράπεζα Φόβου και Προλήψεων συνιστά στους κατοίκους της περιοχής να συνεχίσουν τη ζωή και την καθημερινότητά τους σα να μη συμβαίνει τίποτα. Άλλωστε, αν είναι –όπως θα έλεγαν και οι ίδιοι- να έχει έρθει η ώρα τους, κάθε σπασμωδική απόπειρα διαφυγής του μοιραίου θα κριθεί ως ύβρις και θα προσβάλει άμεσα το ήδη εύθραυστο ισοζύγιο νεκρών αθώων και ενόχων ζωντανών.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Ακόμα πιο μακρινό φαντάζει το -ελάχιστα ευφάνταστο, μα πάντα εφιαλτικό- σενάριο της συντέλειας του υποκόσμου, ο οποίος εξακολουθεί να τροφοδοτεί με έμψυχο δυναμικό και με τεχνογνωσία τόσο τις δυνάμεις της Τετραρχίας όσο και τις υποδυνάμεις των τρομοκρατών. Μετά τον εμπλουτισμό του φοροεισπρακτικού μηχανισμού με το σώμα των ιπποτών-τραμπούκων και την διάδοση της μεθόδου των μαγικών εξαφανίσεων σε αμφότερες τις όχθες του συστήματος, την παράσταση έρχονται τώρα να κλέψουν οι ηλεκτρόλυκοι. Τα συμπαθή και υπερφονικά τετράποδα θα αναλάβουν τα δύσκολο έργο την αναζήτησης και εξόντωσης των φυγάδων-νομάδων στις ερήμους και τις στέπες των μεγα-μετα-πόλεων του πλανήτη. Επίσης, ερευνάται η περαιτέρω χρήση των ηλεκτρολύκων και σε άλλους τομείς, όπως η πρόβλεψη ποδοσφαιρικών αποτελεσμάτων ή σεισμικών δονήσεων.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Την ίδια ώρα, οι νέοι γονείς δείχνουν να συμμορφώνονται ολοένα και περισσότερο με τις επιταγές της σύγχρονης παιδαγωγικής και αποφεύγουν επιμελώς να χειροδικούν σε βάρος των παιδιών τους, αναθέτοντας το έργο αυτό σε επαγγελματίες του είδους και ειδικά εξουσιοδοτημένους παράγοντες του υποκόσμου.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Ως λύση για την επανάτηξη των πόλων και την σταθεροποίηση των κλιματολογιστικών συνθηκών του πλανήτη η Τράπεζα του Κόσμου προτείνει την σταδιακή εφαρμογή προγραμμάτων μαζικής ευθανασίας, προκειμένου να μειωθούν οι πληθυσμοί των ευπαθών και πολυδάπανων στρωμάτων. Την ίδια ώρα, όλο και πιο φανατικούς υποστηρικτές αποκτά η πολιτική του ενός γονέα, σύμφωνα με την οποία τα παιδιά των οικογενειών των υπό προστασία εθνών, αφού κληθούν να αποφασίσουν ποιον από τους δύο αγαπάνε περισσότερο -τη μαμά ή τον μπαμπά;- θα αποχωριστούν τον λιγότερο αγαπημένο, ο οποίος στη συνέχεια θα φύγει για ένα μεγάλο ταξίδι. Ο εισηγητής της πρότασης, κύριος Θήτα, του οποίου και οι δύο γονείς πέθαναν στη γέννα, δήλωσε σχετικά: «Είναι καιρός να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας σχετικά με τη δομή της οικογένειας και να πάψουμε να θεωρούμε ως δόγματα τις αρχές και τις αξίες που αυτή παράγει. (…) Είναι φανερό πλέον πως η ταυτόχρονη ύπαρξη και των δύο γονέων μέσα στο σπίτι μπορεί να δημιουργήσει αισθήματα σύγχυσης και ανταγωνισμού στα νεότερα μέλη. (…) Το κοινωνικό κράτος έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όρια του και αφού δεν μπορούμε να περικόψουμε κεφαλαιώδη δικαιώματα, πρέπει να αποκόψουμε τις κεφαλές των δικαιούχων».

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Στο μεταξύ μια νέα σειρά τειχών θα αρχίσει σύντομα να κατασκευάζεται στο παράκτιο μέτωπο της Νέας Βαβυλώνας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ανθρωποπλημμύρες που προκαλούνται από το συνεχιζόμενο λιώσιμο των αιώνιων ταξικών πάγων στους οικονομικούς πόλους του πλανήτη.

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Ο κύριος Δέλτα, νυν δήμαρχος της πρωτεύουσας της Τετραρχίας, φαίνεται αποφασισμένος να αναλάβει αυστηρότερα μέτρα για την προστασία των τηλεψηφοφόρων του από τη διάδοση της εργαστηριογέννητης νεοασθένειας, Μαύρης Οστρακιάς, γνωστής και ως μάστιγας του μήνα. Συγκεκριμένα, προβλέπεται να εφαρμοστεί ξανά η μέθοδος του μαύρου εξοστρακισμού, που ήδη έχει δοκιμαστεί με επιτυχία στις περιπτώσεις της Γρίπης των Κωφαλάλων και του Χαλκείου Πυρετού. Οι φορείς της νόσου, οι συγγενείς, οι γείτονες, οι συνεργάτες και οι φίλοι τους, αλλά ακόμα και όλοι εκείνοι που τους έχουν έστω και μια φορά κοιτάξει ή έχουν κάτι ακούσει να λέγεται για αυτούς θα μετατοπιστούν στις πρότυπες υγειονομικές αποικίες στις νεοπαγείς υποσαχάριες νήσους. Εκεί προσδοκάται, μέσω ενός συντηρητικού προγράμματος κανιβαλισμού και αποκτήνωσης, να οδηγηθούν στην αυτοΐαση αν όχι και στη θέωση. Το μέτρο, αν και έχει χαρακτηριστεί ιδιαίτερα σκληρό, κρίνεται ως απολύτως επιβεβλημένο, αφού η εξάπλωση εντός των τειχών τέτοιου είδους μολυσματικών συμπεριφορών απειλεί ανά πάσα στιγμή να βλάψει ανεπανόρθωτα την κοινωνική αρτημέλια των πληθυσμών της βασιλεύουσας.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Αναλαμβάνοντας τα έξοδα για την κατασκευή των δώδεκα –συντεθειμένων αποκλειστικά από υλικά σπάνιας γης- συσκευών Κοτάρ, η κοινοπραξία Γαζαρέν αυτοανακηρύχθηκε σε διαμαντένιο χορηγό της αποστολής. Παράλληλα, ο διευθύνων μυστικοσύμβουλός της, κύριος Ωμέγα ανακοίνωσε την πρόθεση της εταιρίας να διεκδικήσει την δημαρχεία της Νέας Βαβυλώνας στις επικείμενες τηλεκοινοτικές εκλογές. Αν τελικά επαληθευτούν οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις και οι αρχαίες προφητείες, η Γαζαρέν θα είναι το πρώτο μη φυσικό πρόσωπο που θα καταφέρει να εκλεγεί σε ύπατο αξίωμα.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Ο αρχιτέκτονας του θανατοσκάφους, δόκτωρ Γάμα, σε συνέντευξή του στο έγκριτο σκανδαλοφαλαινοθηρικό περιοδικό Μείνε Πιστός, αποκάλυψε τη μέθοδο με την οποία σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε το μεγαλοφυές του δημιούργημα. Ο διαπρεπής επιστήμονας δεν έκρυψε πως άντλησε μεγάλο μέρος της έμπνευσής του από την αισθητική της Μεσοβασιλείας αλλά και τις τεχνικές των ποντικοφάγων ειλώτων. Τόνισε επίσης πως ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στη ζωωστεγή μόνωση του σκάφους, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν βραχυκυκλώματα στις συσκευές Κοτάρ, χωρίς την ομαλή λειτουργία των οποίων, η επικοινωνία με τον κόσμο των νεκρών θα είναι αδύνατη.

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Σε μία ειδική τιμητική συνεδρίαση στη Νήσο Ιμραλί η Κεντρική Επιτροπή του Έξω Κόμματος υποδέχτηκε σήμερα το πρωί τους άνδρες και τις γυναίκες που συμμετέχουν στην πρώτη έμψυχη αποστολή στον άλλο κόσμο. Ο Λόρδος Ευνούχος παρασημοφόρησε, μέσα σε μια συγκινησιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα και κάτω από τα γιγαντιαία προφίλ των δύο Γερμανών Φιλοσόφων και του προέδρου Μπιουκάναν τους γενναίους ψυχοναύτες και στη συνέχεια τα εξακόσια εξήντα έξι μέλη του σώματος κράτησαν ενός λεπτού σιγή στη μέλλουσα μνήμη τους. Λίγο αργότερα, αντιπροσωπεία του πληρώματος του Ερμής 33 επισκέφτηκε τη νέα σωφρονιστική κατασκήνωση Φερντινάντ-Ωγκύστ στη. Οι νεαροί τρόφιμοι του ιδρύματος είχαν την τύχη να θαυμάσουν από κοντά τα ινδάλματά τους, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς δήλωσαν πως όνειρό τους είναι, όταν μεγαλώσουν, να γίνουν ψυχοναύτες. Τα μέλη του επίλεκτου πληρώματος ξεναγήθηκαν στις εγκαταστάσεις του στρατοπέδου και μοίρασαν στους μικρούς τους φίλους αναμνηστικές μικρογραφίες του φερετρόσχημου θανατοσκάφους.

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Δελτίο καιρού για νικητές

Ισχυροί νότιοι άνεμοι θα πνέουν από τα μεσάνυχτα. Άνεμοι κι εσείς, θα πνέετε μέσα στα όνειρα σας από όλα τα σημεία του ορίζοντα. Πυκνές νεφώσεις τις πρώτες πρωινές ώρες. Μα εσείς μη βιαστείτε να ξυπνήσετε και βυθιστείτε ξανά στα συννεφένια σας κλινοσκεπάσματα. Κι έπειτα έντονη ηλιοφάνεια και θερμοκρασίες εξαιρετικά υψηλές για την εποχή. Βγείτε στους δρόμους και κυνηγήστε όλα τα απωθημένα και τις επιθυμίες σας που έχουν μείνει ανεκπλήρωτες. Τέλος βροχές και καταιγίδες. Χαλάζι στα πεδινά και στα ορεινά της ψυχής σας... Μα ακόμα και έτσι να ‘ναι, τι σημασία έχει; Εσείς είστε ο καιρός, εσείς και το δελτίο του. Κι ετούτη η μέρα δικιά σας είναι. Κάντε την ό,τι θέλετε! Μπορεί και να ‘ναι η μέρα αυτή η τελευταία σας.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Δελτίο καιρού για πληγωμένους

Ισχυροί νότιοι άνεμοι θα πνέουν από τα μεσάνυχτα. Θα σας φέρουν σκέψεις κακές και ιδέες έμμονες που δε θα σας αφήσουν να κοιμηθείτε. Πυκνές νεφώσεις τις πρώτες πρωινές ώρες. Κι εσείς θα αναζητάτε ένα καθαρό μυαλό μέσα σε σύννεφα από ανησυχίες. Κι έπειτα έντονη ηλιοφάνεια και θερμοκρασίες εξαιρετικά υψηλές για την εποχή. Θα ξαναφέρουν στο προσκήνιο όλα τα απωθημένα και τις επιθυμίες σας που έμειναν ανεκπλήρωτες. Τέλος, βροχές και καταιγίδες. Χαλάζι στα πεδινά και στα ορεινά της ψυχής σας χιόνι και παγετός. Παγετός παντού. Κλειστείτε μέσα στο γαμημένο τον εαυτό σας και αποφύγετε τις άσκοπες μετακινήσεις! Για ακόμα μια μέρα οι πληγές σας θα παραμείνουν ανοιχτές.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

το κεφάλαιό μου (συνέχεια)

Η τραπεζαρία της φυλακής ήταν από μόνη της μια νέα κραυγαλέα αποκάλυψη μέσα σε εκείνον τον ολοκαίνουριο, μα ελάχιστα γενναίο, κόσμο.
Το κυβικό κελί, τα ομόκεντρα στρώματα των διαδρόμων, οι εντοιχισμένοι δεσμοφύλακες, η αισθητηριακή μου απομόνωση, ακόμα και αυτός ο τετραγωνισμένος ουρανός, όλα αυτά μπορούσαν να ξεπεράσουν ακόμα και την πιο χθόνια και φαύλη φαντασία μου. Αλλά εκείνο το αχανές δωμάτιο, όπου με οδήγησε αυτό το άπιστο ομοίωμα γυναίκας, δεν είχε τίποτα απολύτως να ζηλέψει από όλα μαζί τα μεγαλιθικά αντιμνημεία των αυθαίρετων κινηματογραφικών στερεοτύπων μου.
Η έκτασή του φάνταζε απάνθρωπα υπεράνθρωπη, αφού με δυσκολία κατόρθωνα να διακρίνω τους τοίχους που οφείλουν –υποτίθεται- να οριοθετούν κάθε φορά τον εκάστοτε δομημένο χώρο. Και αν είχε μια ελάχιστα μόλις πιο ψηλή από εκείνη οροφή, που να μαντρώνει το αρχιτεκτονημένο χάος, εύκολα θα μπορούσα να σκαρώσω πίσω από τα μάτια μου μια δραπετεύουσα παραίσθηση υπαίθρου.
Η εξωφρενική ασυμμετρία ανάμεσα στο πολυμετρημένο μου κελί και στην τραπεζαρία υποήπειρο παραδόξως στην αρχή καθόλου δε με ενόχλησε, αλλά αντιθέτως μου μετέδωσε μια αμετάφραστη μυστηριώδη ευφορία. Ακόμα ήμουν μες στη φυλακή και η πύλη της εξόδου εξακολουθούσε να είναι για εμένα, όχι μονάχα μακρινή και απρόσιτη, αλλά κάπου μακριά χαμένη, στα σύνορα του σύμπαντος. Κανένας, από το προσωπικό και τη διεύθυνση, δεν είχε δείξει ως τώρα την παραμικρή διάθεση να πάρει τις διαμαρτυρίες μου στα σοβαρά και έστω να με ακούσει. Και μάλλον ο από μηχανής, αναγκαίος και ικανός, θεός, που θα έδινε ίσως τέλος σε αυτήν την παρεξήγηση, φαίνεται πως είχε πια από καιρό τεθεί εκτός της θείας λειτουργίας.
Και όμως, αυτή η αιφνίδια απόσπαση, μέσα στην κλίμακα του σωφρονιστικού οικοδομήματος, με είχε σχεδόν ενθουσιάσει. Άλλωστε, εάν υποτίθεται πως μου είχε ήδη χρεωθεί κάποιο δωμάτιο σε κάποιο είδος δομημένης κόλασης, δε θα περίμενα ποτέ ο μεταφυσικός μου αρχιτέκτονας να μου έχει επιφυλάξει τίποτα περισσότερο από ένα ξύλινο μικροσκοπικό κουτί, που ίσα-ίσα να χωρά τη σφηνωμένη μου ανυπαρξία.
Ωστόσο και πέρα από την απροσδόκητη αλλαγή του περιβάλλοντός μου, υπήρχε εκεί, μέσα σε αυτήν την υπεραίθουσα, μια πρόκληση ακόμα μεγαλύτερη για τις υποανάπτυκτες αισθήσεις μου. Πέρα από τους κίτρινους, σιωπηλούς και ανέκφραστους φρουρούς, που είχαν ακροβολιστεί σε όλο το κτηνώδες μήκος της τραπεζαρίας και μέχρι τα αγεωγράφητά της βάθη, για πρώτη φορά μπορούσα επιτέλους να δω από κοντά και άλλους φυλακισμένους. Όχι μόνο δεν ήμουν ο μοναδικός τρόφιμος αυτής της φυλακής, αλλά ο πληθυσμός των συγκρατούμενων έμοιαζε να συναγωνίζεται επάξια την άμμο της θαλάσσης.
Ήταν όλοι τους εκεί. Καθισμένοι τέσσερις-τέσσερις γύρω από αμέτρητα, στρατηγικά –λες- τοποθετημένα μεταλλικά τραπέζια, χτυπούσαν τις πλαστικές τους κούπες με ορμή σκορπώντας τριγύρω σπάταλα το περιεχόμενό τους. Και βγάζοντας ήχους, μάλλον κωμικούς, προσποιούνταν ανεπιτυχώς κρυστάλλινες προπόσεις. Όλοι ντυμένοι ομοιόμορφα, άλλοι με μαύρες και άλλοι με λευκές στολές, σαν πιόνια ενός γλεντιού επιτραπέζιου, αντάλλασαν τρομακτικές ακατανόητες ευχές σε όλες τις γλώσσες των μέχρι χθες ελεύθερων ανθρώπων. Ήταν ήδη όλοι τους εκεί και εγώ μόλις που είχα φτάσει τελευταίος.
Η απότομη μεταφορά, από τη μόνωση του αυτοπαθητικού κελιού μες στο πυκνοκατοικημένο χάος, δεν άργησε να μου εμπνεύσει τελικά μια αναπόφευκτη κοινωνική ναυτία, καταπνίγοντας τον πρόωρό μου ενθουσιασμό. Οι μισανθρωπικές φοβίες μου άρχισαν να αφυπνίζονται ξανά μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μέχρι που έφτασα να σκέφτομαι πως θέλω να επιστρέψω στο κελί και έτσι, λίγο αμήχανα λίγο μηχανικά, άρχισα να πισωπατώ, μήπως και το προλάβω ελεύθερο ακόμα.
Αμέσως τότε η ξανθιά υποδαίμονας, που με είχε φέρει ως εκεί, έσπευσε να με σταματήσει, καρφώνοντας στο μπράτσο μου βαθιά τα δάχτυλά της. «Μα τι κάνετε; Που θέλετε να πάτε; Καθίστε, σας παρακαλώ! Σε λίγο ξεκινάει». Και δείχνοντάς μου ένα κάθισμα κενό στη μόνη ίσως ασυμπλήρωτη τετράδα, με έσπρωξε να χαθώ μέσα σε εκείνο τον φουρτουνιασμένο ανθρωπωκεανό.
Τράβηξα το χέρι μου να απελευθερωθώ, μα βλέποντάς την να αγγίζει το ρευματοφόρο ρόπαλο στη μέση της και ύστερα νιώθοντας τα βλέμματα της κίτρινης υποτιμητικής φρουράς να με μετρούν, άρχισα τότε να φωνάζω. Τι γίνεται εδώ πέρα; Ποιοι είστε όλοι εσείς; Τι γυρεύω εγώ εδώ ανάμεσά σας;
Οι υπόλοιποι κρατούμενοι, λες και η έκρηξή μου τους είχε άξαφνα ληστέψει τις φωνές, έστρεψαν τα κεφάλια τους, βουβοί και απορημένοι, προς το μέρος μου. Τι θέλετε, επιτέλους; Τι με κοιτάτε, έτσι; Τι περιμένετε; Μιλήστε!
Και τότε άκουσα ένα δειλό μουρμουρητό να ξεκινάει σιγά-σιγά να ρέει από μακριά, από της υπεραίθουσας τα βάθη και ύστερα κυλώντας όλο και πιο πολύ ορμητικά ανάμεσα από των κρατουμένων τις τετράδες το είδα καταπάνω μου να έρχεται. Οι φύλακες, με τη ροπαλοφόρα τους καταστολή να κρέμεται ήδη από τα χέρια τους, φάνηκαν να κοιτούν μία εμένα και μια το κύμα αναποφάσιστοι, μην ξέροντας προς ποια κατεύθυνση να στρέψουν την αντίδραση.
Τότε κάποιος από τους συγκρατούμενους, ένας από αυτούς με τις λευκές στολές, σηκώθηκε και δείχνοντάς με είπε, με όσο γινόταν πιο δυνατή φωνή, «αυτός είναι!». Σκέφτηκα πως παίζουν μάλλον πρώτα τα λευκά και περιμένοντας των μαύρων την απάντηση, αισθάνθηκα το φως να χαμηλώνει μες στην αίθουσα. Και τότε ακούστηκε η φωνή μέσα από τα αόρατα μεγάφωνα. «Καθίστε, κύριε Αντάμης, σας παρακαλώ! Οι τρόφιμοι ετούτου του ιδρύματος για άλλο λόγο έχουν απόψε εδώ συγκεντρωθεί. Μην προσπαθείτε άλλο πια να κλέψετε την προσοχή και την παράσταση. Δε σας ανήκει η βραδιά. Καθίστε, σας παρακαλώ!» Τα λόγια του με έκαναν να ντραπώ και διαμαρτυρόμενος σωπαίνοντας, άφησα τη φωνή του θείου-θεού διευθυντή και το ξανθό του εξαπτέρυγο να με οδηγήσουν στο τραπέζι μου.
Οι άλλοι τρεις κρατούμενοι που κάλυπταν τις υπόλοιπες πλευρές του συνέχισαν να με κοιτούν επίμονα. Διάβασα στο βλέμμα του ενός τον τρόμο μπροστά στη νεογέννητη απειλή. Στου άλλου είδα την ενόχληση για τον καινούριο φωνακλά παρείσακτο. Ο τρίτος μου έκλεισε το μάτι και σκύβοντας με θράσος προς το μέρος μου σφύριξε, «με θυμάσαι, ε; Σίγουρα εμένα με θυμάσαι!». Ήταν ο Κάπα! Ο ψευτοφύλακας πελάτης μου, που με έπεισε –στ’ αλήθεια δε θυμάμαι πως- να συμμετάσχω σε αυτήν τη φαρσοτραγωδία. Τον άρπαξα από το γιακά, μα εκείνος χαμογελαστός μου έδειξε το ροπαλοφρουρό πάνω από το κεφάλι μου. Τον άφησα και φρόνιμα ακούμπησα την πλάτη μου στο κάθισμα. Θα τα πούμε μετά εμείς οι δύο, κάθαρμα! «Μετά; Δεν υπάρχει άλλο μετά. Αυτό είναι το μετά. Φίλε μου, καλώς όρισες!»
Το φως στην αίθουσα κόντευε να στερέψει, όταν από το πιο απομακρυσμένο τμήμα εκείνης της σχεδόν ουράνιας οροφής άρχισε ξαφνικά να ξετυλίγεται ένα γιγάντιο λευκό πανί, καλύπτοντας όλο το πλάτος του εντοιχισμένου ορίζοντα. «Αγαπητοί μου φίλοι, καλώς ήρθατε! Όπως ήδη οι περισσότεροι γνωρίζετε και σίγουρα φαντάζεστε οι υπόλοιποι, έφτασε η μεγάλη νύχτα. Απόψε τα πιο δυσβάσταχτά μας ερωτήματα θα συναντήσουν την μοναδική απάντηση. Απόψε θα λυθούν οριστικά όλα τα προπατορικά αινίγματα. Ήδη, εδώ και λίγη ώρα, το τηλεπαθητικό δίκτυο της αγίας Τετραρχίας μας βρίσκεται σε ολοζώντανη σύνδεση με το επέκεινα και μεταδίδει ήχους και εικόνες από την πρώτη επανδρωμένη αποστολή στο θάνατο. Τα λόγια, όμως, περισσεύουν ετούτη τη στιγμή. Η διεύθυνση της φυλακής, η Τράπεζα Δικαιοσύνης και Ασφάλειας και η άδεια θέση του Προέδρου μας σας εύχονται καλή τύχη!»
Οι τελευταίες λέξεις χάθηκαν μέσα σε τριγμούς και σε παράσιτα, την ώρα που πάνω στην επιφάνεια της υφασμάτινης οθόνη άρχισε να αργοσαλεύει μια απόκοσμη γαλαζωπή ομίχλη. Ψηλά, στο πάνω μέρος της προβαλλόμενης εικόνας ξεχώριζε το έμβλημα της Κοσμοτράπεζας, δίπλα ακριβώς στα υποδειγματικά προφίλ των δυο γερμανοφιλοσόφων, ενώ εκείνο του Μπιουκάναν έμοιαζε να είχε χειρουργικά αφαιρεθεί. Κάτω, στη βάση της οθόνης έτρεχε κάποιο κείμενο, από το οποίο το εύρος της απόσταση και η ταχύτητα της εκπομπής δε μου επέτρεπαν παρά να συγκρατήσω κάποια σκόρπια αποσπάσματα, «Ερμής 33, ψυχοδρόμιο, προς Γαλάτες επιστολή, Γκονζάλες, ζωή…». Θάνατος και ξανά ζωή και ένα σμήνος ερωτηματικά, λατινικά και ελληνικά, ξοπίσω της να την καταδιώκουν.
Κάθε φορά που διακοπτόταν ο βόμβος του σήματος της εκπομπής, έφτανε ως τα αυτιά μου ένας άλλος ήχος διαφορετικός, πολύ πιο αλλιώτικος από όσα είχα στη ζωή μου ως τη στιγμή εκείνη ακούσει. Κάτι σαν το συμπύκνωμα μιας φοβερής κραυγής ολόκληρης της ανθρωπότητας, που έμοιαζε να βαράει ρυθμικά το περιτείχισμα της φυλακής, δημιουργώντας ολοένα και ισχυρότερους παλμούς στο οικοδόμημά της. Γύρισα προς το φύλακα που έστεκε πίσω από το τραπέζι μου. «Τι είναι αυτό;» πρόλαβε να μου κλέψει την ερώτηση, ενώ ο φόβος πλημμύριζε σιγά-σιγά το βλέμμα του και τη φωνή του.
Πες, τι φοβάσαι πιο πολύ, εκείνο που δείχνει το πανί ή αυτό που κρύβει ο τοίχος, ξεκίνησα να του επιστρέφω την ερώτηση, αλλά δε με άφησε η επιστροφή του ήχου στην οθόνη. «Σμηναγέ Γκονζάλες με ακούς; Λέρος προς θανατοσκάφος Ερμής 33, λαμβάνει κανείς; Απαντήστε!» Η απάντηση έμοιαζε να ξεπηδάει μέσα από ένα περιστρεφόμενο γαλάζιο σύννεφο και η αντανάκλασή της ερχόταν κατευθείαν από το πουθενά για να θερίσει όλους αυτούς που γέμιζαν με τις υπάρξεις τους το κάπου. «Σε ακούω Λέρος. Είμαι ο μαθηματικός σύμβουλος της αποστολής και είμαι νεκρός.» Για μια στιγμή εκείνη τη στιγμή το παγωμένο αίμα ανάμεσα στα μάτια μου με άφησε να ξεχωρίσω μια μικρή αναλαμπή που άστραψε στο παραπέτασμα. Αναρωτήθηκα αν, άραγε, την πρόσεξαν και οι άλλοι. Μα εκείνη την ελάχιστη στιγμή, μέσα στον άπαντα εκείνο πληθυσμό, για τον καθένα από εμάς θα ήταν λες και άλλοι δεν υπήρχαν. «Λέρος προς κύριο Μι. Που βρίσκεσαι; Έχεις επαφή με τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής;» Ο ήχος χάθηκε ξανά για να επιτρέψει στον εξωτερικό ορυμαγδό να εισβάλει μέσα από του τείχους τις ρωγμές και να γλιστρήσει μέσα από τις χαραμάδες του συστήματος. Φύλακες και κρατούμενοι είχαν στραφεί και πάλι προς το μέρος μου και όλοι μαζί χόρευαν πια για τα καλά με το ρυθμό του πανικού τους. «Τι είναι αυτό;», ακούστηκε ξανά η φωνή μέσα από τα μεγάφωνα και πλέον γνώριζα πολύ καλά σε ποιον απευθυνόταν η ερώτηση.
Ξεκίνησα να σκέφτομαι όσο πιο γρήγορα οι συνθήκες το επέτρεπαν, την ώρα που ο μέσα μου σεισμός συναγωνιζόταν επάξια τον έξω από τα τείχη. Δικιά μου ήταν από την αρχή αυτή η ιστορία. Εγώ την πήρα από το χέρι και μόνος μου την είχα φέρει ως εδώ. Και έτσι σε εμένα, φυσικά, έπεφτε τώρα το βάρος της απόδειξης.
Κοίταξα τότε τον Κάπα απέναντί μου. Ήταν ο μόνος εκεί μέσα, ίσως ο τελευταίος άνθρωπος μέσα στη φυλακή και πάνω στον πλανήτη που είχε παραμείνει σταθερός και ψύχραιμος στη θέση του. «Αυτό είναι! Αυτό δεν έψαχνες; Για αυτό δεν ήρθες να κάτσεις στο τραπέζι μας; Για αυτό δε δέχτηκες να μπεις μες στο παιχνίδι; Λοιπόν, σε ακούμε. Ήρθε η ώρα σου! Κοίτα καλά τριγύρω σου! Τέτοιο κοινό ξανά που θα το συναντήσεις; Τέτοιο σπουδαίο ακροατήριο! Όλοι εδώ βρισκόμαστε. Μίλα!»
Δεν ξέρω. Δεν έχω ιδέα, ειλικρινά. Κάποτε νόμιζα πως γνώριζα, αλλά δεν ήθελα να μοιραστώ τη δήθεν γνώση μου μαζί σας. Ήθελα μόνο για εμένα να κρατήσω την αλήθεια την κακιά και όλους εσάς να σας αφήνω να κυλιέστε μέσα στης καλοσύνης σας τον παγωμένο βούρκο. Ύστερα, κάποτε κατάλαβα την ίδια την απάτη μου, μα είχα ήδη στο μεταξύ πιστέψει πως με είχε η τύχη μου στολίσει με μια υψηλή αποστολή, να γίνω εγώ της ιστορίας ο ψευδάγγελος. Τώρα όμως που η ιστορία αυτή έγινε και δικιά μου, τώρα που όλοι βρίσκουν άνοιγμα για να τρυπώσουν μες στο δικό μου παραμύθι, τώρα ούτε μια λανθασμένη απάντηση δεν έχω να σας δώσω. Δε βρίσκω τρόπο να σας πω, δε βλέπω έξοδο για να σας υποδείξω, δεν ξέρω πως θα μπορούσε κάποιος να τα εξηγήσει όλα αυτά και τέλος, δεν έχω -πιστέψτε με!- ιδέα αν κάποτε εγώ που σας μιλώ θα βρω το δρόμο να επιστρέψω στη στιγμή όπου αρχίσαν όλα. Η απάντηση μου δυστυχώς, για όλους αυτούς τους παραπάνω λόγους – που στην πραγματικότητα είναι μονάχα ένας, είναι πως τελικά απάντηση σωστή ποτέ δε θα υπάρξει.
Αυτά περίπου σκόπευα να τους πω και με τον τρόπο αυτό το έγκλημα μου έτσι να ομολογήσω, μα όταν άνοιξα το στόμα μου, αντί για τη δική μου τη φωνή, ήρθε ξανά του άλλου κόσμου ο ήχος να με σώσει. «Λέρος, με ακούς; Ακούστε με όλοι σας καλά, όσοι μπορείτε ακόμα. Και οι υπόλοιποι ρωτήστε εκείνους που μπορούν να σας το εξηγήσουν. Δεν υπάρχει σμηναγός Γκονζάλες πια. Δεν υπάρχει καμιά αποστολή. Δεν έπρεπε εμένα εδώ μαζί τους να με στείλετε. Δεν χρειάζονται τα μαθηματικά εδώ. Λίγη αριθμητική μονάχα ίσως να ήταν αρκετή. Λέρος, με ακούς; Λέρος, υπάρχει πρόβλημα…»
Και τότε ήταν λες και ο κόσμος των νεκρών να έδωσε με τις τελευταίες λέξεις του αυτές το σύνθημα που περιμέναν όλοι. Τράβηξαν σχεδόν αυτόματα τα ρόπαλα οι δεσμοφύλακες και μην αντέχοντας να περιμένουν να τους χιμήξουν οι κρατούμενοι, μονάχοι τους ξεκίνησαν να σπάν ο ένας του άλλου το κίτρινο κεφάλι. Μαζεύτηκαν, στριμώχτηκαν κάτω από του τείχους το πιο αδύνατο σημείο, εκεί όπου το οικοδόμημα είχε αρχίσει ήδη να ραγίζει, αφήνοντας σιγά-σιγά δειλές δεσμίδες αληθινού φωτός να εισβάλουν μες στην αίθουσα. Και εκεί, κάτω από του συστήματός τους τη ρωγμή, έπεσαν όλοι τους μέχρι τον τελευταίο.
Και ύστερα η μάχη γενικεύτηκε, με τους λευκούς να ρίχνονται στους μαύρους, που αμέσως έσπευσαν και αυτοί τότε να ανταποδώσουν. Και αφού τα ρόπαλα των νεκρών φρουρών δεν ήταν πλέον αρκετά για να καλύψουν της σύρραξής τους τις ανάγκες, οι αντιμαχόμενοι άρχισαν αμέσως να οπλοποιούν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Άλλοι κομμάτιαζαν τα τραπεζοκαθίσματα και τσάκιζαν τα κόκαλα των αντιπάλων τους με τα ακρωτηριασμένα μεταλλικά τους μέλη και άλλοι τους ήδη πληγωμένους τους αποτελείωναν συνθλίβοντας τους με πέτρες από το τείχος που κατέρρεε. Και ολοένα αναζητώντας νέα πολεμοφόδια από του φυλακής τα αρχαία υλικά, βοηθούσαν άθελά τους με τον τρόπο αυτόν το έργο της κατάρρευσης.
Μέσα στο μακελειό προσπάθησα και εγώ, όντας μάλλον αόρατος, να εντοπίσω τον Κάπα ή έστω την ξανθιά, έτσι ώστε να πάρω το κομμάτι μου, αυτό που μου αναλογούσε από την πίτα της εκδίκησης και ίσως ελπίζοντας πως αν τους καταδίωκα, αυτοί θα με οδηγούσαν στον διευθυντή ή σε κάποιον άλλο στόχο ανώτερο, ψηλά στη μοχθηρή βαθμίδα. Και όμως, ήταν λες και είχαν και οι δυο τους πια εξαφανιστεί, λες και τους είχαν καταπιεί τα αφρισμένα κύματα, που είχε ήδη το χειμαρρώδες αίμα γύρω μου σχηματίσει.
Και τότε το τείχος υποχώρησε. Και ήταν σα να γκρεμίζονταν μαζί με αυτό και οι στήλες που για εκατόν έντεκα αιώνες κρατούσαν ψηλά τον ουρανό στη θέση του. Και θάφτηκε για πάντα κάτω από τα συντρίμμια του ότι είχε απομείνει από του πολέμου τα αποδεκατισμένα υποστυλώματα. Και πάνω από τα ερείπια, τα θύματα και τον πολιτισμό άρχισαν τότε να προβάλουν τα σκεπασμένα πρόσωπα των άγνωστων εισβολέων.
Τους κοίταξα στα μάτια, αφού, μέσα από τη σκόνη και τον όλεθρο, μόνο εκείνα μόλις που ξεχώριζαν. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν παιδιά ακόμα. Ήμουν και εγώ κάποτε, σαν και αυτούς, παιδί και μου άρεσε πολύ να σκαρφαλώνω στα χαλάσματα, μα γρήγορα το ξέχασα αυτό και άρχισα να γερνάω ανυψώνοντας και εγώ τριγύρω μου πύργους και μαυσωλεία.
Τσαλαβουτώντας με το γυμνό μου πόδι στη λάσπη της τελευταίας επανάστασης, παραπατώντας πάνω στο μοναδικό παπούτσι μου, μέσα από το αίμα των θυσιασμένων γλίστρησα, πάτησα στις ξαπλωμένες πέτρες της οργής και επέστρεψα στον κόσμο.