Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

σχετικά με τις φωτογραφίες

Συγγραφέας δε σημαίνει να γράφεις, αλλά να σε διαβάζουν. Δεν θυμάμαι που έχω διαβάσει αυτόν τον ορισμό. Μπορεί και να το έχω κάποτε μονάχος μου σκεφτεί και ύστερα από συστολή να αποποιήθηκα της φράσης την πατρότητα. Μια φορά πάντως πιστεύω πως κάπως έτσι έχουνε τα πράγματα. Γι’ αυτό και από τότε που έπαψα πια να εκδίδομαι, κατέφυγα -ή μήπως, άραγε, επέστρεψα;- στη γη του ενός ανθρώπου. Για να έχω έστω την ψευδαίσθηση πως κάπου υπάρχει μες στον κόσμο αυτόν κάποιος που με διαβάζει. Κάποιος που δε με ξέρει δυστυχώς από κοντά και που ευτυχώς δεν πρόκειται ποτέ να με γνωρίσει.
Για να τον προστατέψω μάλλον αυτόν εδώ τον άγνωστο μυστηριώδη αναγνώστη από τη φρίκη των συνεχόμενης ασπρόμαυρης ροής των καθημερινών κειμένων μου, φρόντισα, από συστάσεως αυτού του ιστολογίου, να παρεμβάλω κάποιες εικόνες ανάμεσα στις λέξεις μου. Αυτές οι οπτικές παρεμβολές δε διεκδίκησαν ποτέ κανένα είδος αναγνώρισης, αλλά αδιάφορες και ουδέτερες στεκόντουσαν εκεί, μπροστά στο μαύρο φόντο. Τίποτα περισσότερο ποτέ δε μαρτυρήσανε παρά μονάχα ακόμα μία κραυγαλέα εμμονή, ένα ακόμα πείσμα σιωπηλό κι αναρριχόμενο. Όμως συνήθως τα πείσματα αυτά και οι εμμονές μοιραία λειτουργούν αμφίδρομα. Έτσι δεν άργησαν πολύ να επισκεφτούν τη «γη» μου άνθρωποι που προτίμησαν να σταθούνε στα τοπία της προσπερνώντας τα γραπτά της αμφιλεγόμενα μνημεία. Όχι τόσο γιατί δεν ήτανε του γούστου τους τα δεύτερα –αυτό, έτσι κι αλλιώς, είναι μες στο παιχνίδι- αλλά γιατί τα πρώτα τους προκάλεσαν κι ενδεχομένως αναγνώρισαν σε αυτά δικά τους πείσματα και εμμονές, που διψασμένα περιφέρονταν στην έρημο του ηλεκτρονικού τους κόσμου.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Το Αεικίνητο (σενάριο για ταινία μεγάλου μήκους - ανάπτυξη τριών τυχαίων σκηνών)

σκηνή (φ): μεσημέρι, εσωτερικό (αεροδρόμιο, αφίξεις)
Πλήθος περιμένει στην αίθουσα υποδοχής του αεροδρομίου. Κάμερες, μικρόφωνα. Κάποιοι τραγουδάνε ασυνάρτητα τραγούδια. Πολλές γυναίκες συνωστίζονται προσπαθώντας να διακρίνουν τους επιβάτες που εμφανίζονται στο χώρο των αφίξεων. Λιποθυμίες. Μόλις βλέπουν το Λάζαρο, γίνεται πανικός. Ο Λάζαρος φαίνεται κουρασμένος. Αδιάφορος σχεδόν για όλον αυτόν το χαμό. Ψάχνει με το βλέμμα να βρει κάποιον. Ανάμεσα από το πλήθος ξεχωρίζει ο Βαγγέλης. Χαιρετιούνται από μακριά. Αστυνομικοί κάνουν κλοιό γύρω από το Λάζαρο για να περάσει. Ο Βαγγέλης φτάνει δίπλα του. Αγκαλιάζονται. Ο Βαγγέλης του παίρνει τις αποσκευές. Προχωράνε. Διάφορες γυναίκες – κυρίως νεαρές προσπαθούν να αγγίξουν το Λάζαρο. Σπάει ο κλοιός. Οι ρεπόρτερ τους περικυκλώνουν. Ο Λάζαρος προχωράει με σκυμμένο κεφάλι.

Βαγγέλης
Σας παρακαλώ! Όχι τώρα! Θα σας δώσουμε συνέντευξη τύπου
αύριο το πρωί… σας παρακαλώ

Ρεπόρτερ
Μια δήλωση μόνο!
Κύριε Χριστοδούλου! Μια δήλωση

Ο Λάζαρος σταματάει μπροστά στις κάμερες. Κοιτάζει έναν φακό και πλησιάζει τα μικρόφωνα. Οι φωνές κοπάζουν. Ο Βαγγέλης φαίνεται ενοχλημένος.

Λάζαρος
Σας ευχαριστώ όλους!
…Θέλω να αφιερώσω το βραβείο αυτό στη γυναίκα της ζωής μου…
την Αλεξάνδρα!


σκηνή (χ): απόγευμα, εσωτερικό (καφέ/μπαρ)
Ο Λάζαρος και ο Βαγγέλης κάθονται μόνοι στο μπαρ και πίνουν. Τα περισσότερα τραπέζια είναι γεμάτα με νεαρό κόσμο. Ακούγεται χαμηλόφωνα μουσική. Ο μπάρμαν κοιτάζει το Λάζαρο και φαίνεται να κρυφακούει αυτά που λένε οι δύο φίλοι.

Βαγγέλης
Τι ώρα κανόνισες να βρεθείτε;

Λάζαρος
Στις 10! Στο Σινικό Τείχος…
Τι ώρα είναι;

Βαγγέλης
Ρε συ, είσαι σίγουρος, ρε;

Λάζαρος
Πλάκα μου κάνεις; Τώρα να είμαι σίγουρος;
Πάντα σίγουρος ήμουν… και τώρα ακόμα περισσότερο
Τι ώρα είναι;

Βαγγέλης
Και αν…;

Λάζαρος
Τι και αν ρε Βαγγέλη; Τι και αν;
Κι άλλα και αν; Ως πότε; Δε μπορεί…

Βαγγέλης
Μη τα γαμήσεις όλα πάλι, ρε γαμώτο!

Λάζαρος
Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται…

Βαγγέλης
Ναι ξέρω… η αγαπημένη σου παροιμία.
Έχεις καταλάβει ποτέ τι σημαίνει;

Λάζαρος
Ότι αν είσαι ήδη βρεγμένος, όση
βροχή και να φας ακόμα και πάλι βρεγμένος θα είσαι

Βαγγέλης
Το να κάτσεις για λίγο στην άκρη
να στεγνώσεις το αποκλείεις δηλαδή;

Λάζαρος
Δεν προλαβαίνω να στεγνώσω…
Τι ώρα είναι;

Βαγγέλης
Σταμάτα πια! Τι ώρα είναι και τι ώρα είναι…
Νωρίς είναι ακόμα!

Λάζαρος
Δεν πρέπει να αργήσω…

Βαγγέλης
Ναι, πήγαινε από τώρα έξω από το Σινικό Τείχος 
και περίμενε να πέσει!

Λάζαρος
Θα πέσει… που θα πάει;
Θα πέσει

Βαγγέλης
Ρε Λάζαρε, ξέρεις που έχεις φτάσει;
Όλος ο κόσμος μιλάει για σένα σήμερα…

Δύο πολύ όμορφα κορίτσια πλησιάζουν στο μπαρ και ζητάνε αυτόγραφα από το Λάζαρο. Ο Βαγγέλης και ο μπάρμαν τις κοιτάζουν προσεχτικά, ενώ ο Λάζαρος υπογράφει μάλλον αδιάφορα. Τα κορίτσια φεύγουν. Η μία δίνει ένα χαρτάκι στο Λάζαρο. Ο Λάζαρος το κοιτάζει. Βλέπει ένα νούμερο τηλεφώνου και το δίνει στο Βαγγέλη. Ο Βαγγέλης το βάζει στην τσέπη του.

Βαγγέλης
Τα βλέπεις;

Λάζαρος
Όχι

Βαγγέλης
Όχι;

Λάζαρος
Όχι! Τίποτα δε βλέπω!

Βαγγέλης
Το ξέρω…

Λάζαρος
Αφού το ξέρεις, μην επιμένεις

Βαγγέλης
Ρε γαμώτο, ολόκληρο Νόμπελ πήρες!
Τι άλλο θέλεις πια;

Λάζαρος
Βαγγέλη, ξέρεις γιατί δεν υπάρχει Νόμπελ
για τα Μαθηματικά;

Βαγγέλης
Ε;

Λάζαρος
Βραβείο Νόμπελ για τα Μαθηματικά, λέω.
Ξέρεις γιατί δεν υπάρχει; Υπάρχει για όλες τις θετικές επιστήμες,
Φυσική, Χημεία, Βιολογία… Για τα μαθηματικά όμως, όχι!
Ξέρεις γιατί;

Βαγγέλης
Γιατί;

Λάζαρος
Γιατί ο Νόμπελ, ο τύπος που έδωσε τα λεφτά και το όνομα του
στα βραβεία δε γούσταρε καθόλου τους μαθηματικούς.
Καθόλου όμως! Και ξέρεις γιατί;

Μπάρμαν
Γιατί;

Λάζαρος (προς τον μπάρμαν)
Γιατί ένας μαθηματικός του έφαγε
τη γυναίκα! Κατάλαβες;

Μπάρμαν
Όχι

Λάζαρος
Εσύ;

Βαγγέλης
Κατάλαβα…

Λάζαρος
Μπράβο! Τον παράτησε η γυναίκα του
για έναν μαθηματικό και έτσι δεν υπάρχει Νόμπελ
για τα μαθηματικά

Βαγγέλης
Υπάρχει για την Ειρήνη, όμως…

Μπάρμαν
Και για τη Λογοτεχνία… όχι;

Λάζαρος
Ναι καλά… Τι χρωστάω;

Μπάρμαν
Τίποτα! Κερασμένα

Ο Λάζαρος σηκώνεται να φύγει. Ο Βαγγέλης τον κρατάει.

Βαγγέλης
Υποσχέσου μου πως θα είναι
η τελευταία φορά!

Λάζαρος
Αν πει το ναι, θα είναι

Βαγγέλης
Λάζαρε!

Λάζαρος
Καλά… θα δούμε

Ο Λάζαρος φεύγει. Ο Βαγγέλης ζητάει ακόμα ένα ποτό.

Μπάρμαν
Πολύ γνωστός μου φαίνεται ο φίλος σας…
Ηθοποιός είναι;

Βαγγέλης
Αυτός; Απ’ όλα είναι…


σκηνή (ψ): νύχτα, εσωτερικό (κινέζικο εστιατόριο)
Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο Λάζαρος. Έχει αργήσει. Βλέπει την Αλεξάνδρα να κάθεται σε ένα τραπέζι. Του χαμογελάει από μακριά. Από πάνω της ο Κινέζος σεφ του εστιατορίου της μιλάει. Όλοι οι πελάτες γυρίζουν και κοιτάζουν το Λάζαρο να διασχίζει το μαγαζί πλησιάζοντας αποφασιστικά την Αλεξάνδρα. Τον αναγνωρίζουν. Ο Κινέζος σπεύδει να τον υποδεχτεί. Η Αλεξάνδρα σηκώνεται και τον φιλάει στο μάγουλο. Τον αγκαλιάζει με θέρμη. Εκείνος την αγκαλιάζει δειλά. Κάθονται.

Αλεξάνδρα
Τα κατάφερες πάλι!

Λάζαρος
Μαζί τα καταφέραμε…

Αλεξάνδρα
Άσ’ τα αυτά! Έχεις
κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο!

Λάζαρος
Όχι ολόκληρο! Όχι ακόμη…

Η Αλεξάνδρα χαμηλώνει τα μάτια. Ο Λάζαρος της πιάνει το χέρι.

Λάζαρος
Είχα καιρό να σε δω…
Είχα ξεχάσει πόσο όμορφη είσαι…

Αλεξάνδρα
Σ’ ευχαριστώ

Λάζαρος
Εγώ σ’ ευχαριστώ!

Αλεξάνδρα
Έχεις καταφέρει τόσα πολλά…
σε τόσα λίγα χρόνια… κι εγώ…

Λάζαρος
Χωρίς εσένα τίποτα δε θα είχα κάνει

Αλεξάνδρα
Γιατί ρε Λάζαρε;
Χωρίς εμένα τα έκανες όλα αυτά…
Μόνος σου. Και τώρα;

Λάζαρος
Τώρα τι;

Ο Λάζαρος σερβίρει κρασί. Χτυπάν τα ποτήρια και κοιτάζονται στα μάτια.

Αλεξάνδρα
Στο τώρα!

Λάζαρος
Στο πάντα!

Αλεξάνδρα
Τι θα κάνεις τώρα; Τι άλλο ακόμα;

Λάζαρος
Εσύ θα μου πεις

Αλεξάνδρα
Δεν κουράζεσαι ποτέ, ε;

Λάζαρε
Κάνε με να κουραστώ κι άλλο!
Μπορείς;

Αλεξάνδρα
Αχ, βρε Λάζαρε! Μέχρι πότε;

Λάζαρος
Κι αυτό εσύ θα μου το πεις

Αλεξάνδρα
Τι να σου πω;

Ο Λάζαρος απλώνει το χέρι του και αγγίζει τα δάχτυλα της Αλεξάνδρας.

Λάζαρος
Με παντρεύεσαι;

Αλεξάνδρα
Τι;

Λάζαρος
Τι περίμενες; Να σου ζητήσω να τα φτιάξουμε;
Μεγαλώσαμε

Αλεξάνδρα
Τι να πω τώρα;

Λάζαρος
Να πεις ναι!
Παντρεύσου με, Αλεξάνδρα!

Αλεξάνδρα
Μα… πως;

Λάζαρος
Τι πως; Δε σε έπεισα ακόμα;

Αλεξάνδρα
Με έπεισες Λάζαρε! Και με το παραπάνω…
Είσαι ο καλύτερος. 
Όποιον και να συγκρίνω μαζί σου, χαμένος θα βγει.
Γι’ αυτό και χωρίζω πάντα. Αλλά αυτό δε φτάνει.
Μη νομίζεις, σαν κι εσένα είμαι κι εγώ.
Τον μεγάλο έρωτα ψάχνω κι εγώ να βρω. Να τον ζήσω…
Κι ας κάνω λάθη συνέχεια… 
Θέλω να τον ζήσω αυτόν τον μεγάλο έρωτα. 
Τον δικό μου, όμως, μεγάλο έρωτα, Λάζαρε!
Όχι τον δικό σου

Ο Λάζαρος κάνει να τραβήξει τρομαγμένος το χέρι του. Η Αλεξάνδρα το κρατάει.

Λάζαρος
Τι;

Αλεξάνδρα
Είσαι ο καλύτερος!
Μην το ξεχνάς αυτό! Ποτέ

Λάζαρος

Η Αλεξάνδρα σηκώνεται από το τραπέζι. Φαίνεται ταραγμένη. Σκύβει και φιλάει το Λάζαρο στα χείλη. Βιαστικά

Αλεξάνδρα
Άκου το «αεικίνητο»…
Απίστευτος είσαι!

Ο Λάζαρος μένει μόνος στο τραπέζι να κοιτάζει την Αλεξάνδρα να φεύγει από το εστιατόριο.


Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Το Αεικίνητο (σύνοψη σεναρίου)

Αθήνα, σήμερα. Μεσημέρι. Υπνοδωμάτιο διαμερίσματος. Μια ανοιχτή τηλεόραση. Μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων. Πρώτη είδηση: η Ακαδημία της Στοκχόλμης απένειμε το βραβείο Νόμπελ για τη Φυσική στον νεαρό Έλληνα επιστήμονα, Λάζαρο Χριστοδούλου, ο οποίος επινόησε τη θεωρία του «Αεικίνητου». Φωτογραφία του Λάζαρου. Αναφέρονται τα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα των πολιτικών. Σκηνές από το προηγούμενο βράδυ με πανηγυρισμούς στην Ομόνοια για το πρώτο ελληνικό Νόμπελ στις Επιστήμες. Θυμίζουν αντίστοιχους ποδοσφαιρικών επιτυχιών.

Το πλήθος
Είναι βαριά τα νόμπελ του τσολιά…
Δε θα πάρεις Νόμπελ εσύ ποτέ,
Αλβανέ, Αλβανέ…

Ακολουθεί σύνδεση με το χωριό του Λάζαρο...

Το πλάνο ανοίγει και βλέπουμε ένα ζευγάρι, που μάλλον μόλις έχει ξυπνήσει, να παρακολουθεί το δελτίο. Είναι η Αλεξάνδρα με τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερο σύντροφό της, καθηγητή πανεπιστημίου. Ο καθηγητής φαίνεται να μη μπορεί να πιστέψει αυτό που δείχνει η τηλεόραση.

Καθηγητής
Τα κατάφερε ο δικός σου…
Απίστευτο, ε;

Αλεξάνδρα
Τίποτα δεν είναι απίστευτο
για το Λάζαρο…

Ξανά στην τηλεόραση. Ο παππούς του Λάζαρου από το χωριό κάνει δηλώσεις:

Παππούς Νομπελίστα
Εγώ του το είχα πει…
Λάζαρε, αυτή η γυναίκα θα
σε καταστρέψει!

Την ίδια ώρα περίπου. Στο αεροδρόμιο. Ο Βαγγέλης, στενός φίλος και συνεργάτης του Λάζαρου τον υποδέχεται. Πλήθος δημοσιογράφων, επισήμων και νεαρών κυρίως γυναικών που παρακαλάνε για ένα αυτόγραφο. Επικρατεί πανικός. Ο Λάζαρος σταματά μπροστά στις κάμερες και στα μικρόφωνα.

Λάζαρος
Σας ευχαριστώ όλους!
…Θέλω να αφιερώσω το βραβείο
αυτό στη γυναίκα της ζωής μου…
την Αλεξάνδρα!

Στο αυτοκίνητο από το αεροδρόμιο. Ο Λάζαρος και ο Βαγγέλης συζητούν για το βραβείο και την Αλεξάνδρα, το φίλο της τον καθηγητή και τα μούτρα του όταν θα είδε στην τηλεόραση το Λάζαρο να «σηκώνει» το νόμπελ. Στο τέλος τσακώνονται όταν ο Λάζαρος λέει στο Βαγγέλη πως δεν θα πάει στην εκδήλωση που θα γίνει εκείνο το βράδυ προς τιμήν του γιατί έχει κάτι άλλο να κάνει. Χτυπάει το τηλέφωνο και είναι η Αλεξάνδρα. Αμηχανία. Τον ευχαριστεί και δέχεται την πρόταση του να της κάνει το τραπέζι το ίδιο βράδυ.

Αμέσως μετά. Στο σπίτι της Αλεξάνδρας. Ο καθηγητής έχει θυμώσει και την απειλεί πως θα φύγει, αν πάει να βρει τον Λάζαρο. Η Αλεξάνδρα του δείχνει την πόρτα. Φεύγει. Η Αλεξάνδρα ταραγμένη πλησιάζει ένα έπιπλο με διάφορα αντικείμενα, ανάμεσα τους και διάφορα βραβεία, όλα δώρα του Λάζαρου. Επικεντρώνεται το βλέμμα της σε ένα χρυσό μετάλλιο.

Flash back δώδεκα χρόνια πριν. Ο Λάζαρος γνωρίζει την Αλεξάνδρα και την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά. Εκείνη όμως είναι με κάποιον αθλητή του στίβου. Ο Λάζαρος αρχίζει να ασχολείται με τον αθλητισμό προκειμένου να της αποδείξει πως είναι καλύτερος από τον άλλον. Ο Βαγγέλης προσπαθεί να τον μεταπείσει. Ο Λάζαρος σύντομα κάνει πρωταθλητισμό. Και τελικά κερδίζει χρυσό μετάλλιο σε πανελλήνιους αγώνες. Χαρίζει το μετάλλιο του στην Αλεξάνδρα και της ζητά να τα φτιάξουνε. Εκείνη τον απορρίπτει.

Ξανά στο παρόν. Απόγευμα της ίδιας μέρας. Σε ένα καφέ-μπαρ. Ο Λάζαρος τα πίνει μαζί με τον Βαγγέλη. Είναι αγχωμένος ενόψει της επικείμενης συνάντησής του με την Αλεξάνδρα. Ο Βαγγέλης ζητάει από το φίλο του να δεσμευτεί πως αυτή θα είναι η τελευταία φορά. Αντί απάντησης, ο Λάζαρος του εξηγεί γιατί δεν υπάρχει βραβείο Νόμπελ για τα μαθηματικά. Για τον καθηγητή Νόμπελ που μισούσε τους μαθηματικούς, επειδή ένας από αυτούς του πήρε τη γυναίκα που αγαπούσε. Ο Λάζαρος φεύγει και ο Βαγγέλης μένει να μιλάει με τον μπάρμαν.

Μπάρμαν
Πολύ γνωστός μου φαίνεται
ο φίλος σας…
Ηθοποιός είναι;

Βαγγέλης
Ο Λάζαρος;
Απ’ όλα είναι…

Flash back οκτώ χρόνια πριν. O Βαγγέλης δείχνει στο Λάζαρο μια φωτογραφία από τις κοσμικές στήλες ενός περιοδικού. Η Αλεξάνδρα στο κότερο ενός επιχειρηματία. Ο Λάζαρος παρατάει τις σπουδές του και αγοράζει μετοχές. Με τα κέρδη από το χρηματιστήριο ξεκινά μια δική του επιχείρηση προκειμένου να της αποδείξει πως είναι καλύτερος από τον άλλον. Η δουλειά πετυχαίνει σύντομα και τα οικονομικά περιοδικά τον αναφέρουν ως το πιο πετυχημένο νέο επιχειρηματία. Κάνει πανάκριβα δώρα στην Αλεξάνδρα και της ζητάει να φύγουν μαζί ταξίδι, το γύρο του κόσμου με το δικό του σκάφος. Εκείνη αρνείται.

Ξανά στο παρόν. Μετά το μπαρ ο Λάζαρος επιστρέφει σπίτι.. Ακούει τα μηνύματα στον τηλεφωνητή. Συγχαρητήρια και προσκλήσεις σε διάφορες εκδηλώσεις. Ετοιμάζεται ακούγοντας από τον τηλεφωνητή το μήνυμα του Αρχιεπισκόπου.

Αρχιεπίσκοπος (off)
Τα θερμά μου συγχαρητήρια
τέκνο μου Λάζαρε!
Με τη διάκριση σου αυτή απεδείχθη
για μια ακόμη φορά
η ανωτερότης και η δύναμη
της Ορθοδοξίας…

Ο Λάζαρος κλείνει τον τηλεφωνητή. Στέκεται μπροστά σε ένα πίνακα. Το πορτραίτο μιας γυναίκας που μοιάζει να είναι η Αλεξάνδρα.

Flash back τέσσερα χρόνια πριν. Ο Λάζαρος ξανασυναντά την Αλεξάνδρα σε μία έκθεση ζωγραφικής. Μεταξύ των εκθεμάτων υπάρχουν και έργα του νέου φίλου της Αλεξάνδρας. Ο Λάζαρος παρατάει τις επιχειρήσεις του και αρχίζει να ασχολείται με την τέχνη. Σύντομα γίνεται πολύ γνωστός και ως καλλιτέχνης και τα έργα του – κυρίως πορτραίτα και γυμνά της Αλεξάνδρας - εκτίθενται σε όλον τον κόσμο. Της δωρίζει ένα από τα γυμνά της, που ζωγράφισε. Η Αλεξάνδρα απορεί με την αληθοφάνεια του πίνακα, καθώς ο Λάζαρος δεν την έχει ποτέ γυμνή. Ο Λάζαρος της ζητά να ζήσουν μαζί. Εκείνη και πάλι λέει όχι.

Ξανά στο παρόν. Βράδυ στο «Σινικό Τείχος», ένα κινέζικο εστιατόριο. Η Λάζαρος φτάνει και βρίσκει την Αλεξάνδρα να κάθεται ήδη σε ένα τραπέζι και να μιλάει με τον Κινέζο σεφ του εστιατορίου. Ο Κινέζος υποδέχεται θερμά το Λάζαρο. Η Αλεξάνδρα σηκώνεται και τον φιλάει στο μάγουλο.

Αλεξάνδρα
Τα κατάφερες πάλι!

Λάζαρος
Μαζί τα καταφέραμε…

Αλεξάνδρα
Άσ’ τα αυτά! Έχεις
κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο!

Λάζαρος
Όχι ολόκληρο! Όχι ακόμη…

Ο Λάζαρος της ζητάει να τον παντρευτεί. Εκείνη λέει πως δε γίνεται. Πως είναι καλύτερα να μείνουν έτσι. Η Αλεξάνδρα του εξηγεί γιατί. Και του θυμίζει πως είναι ο καλύτερος. Φεύγει ταραγμένη και τον αφήνει μόνο του.

Νύχτα. Ο Λάζαρος στο σπίτι του Βαγγέλη. Τον ξυπνάει και του λέει πως η Αλεξάνδρα και πάλι τον απέρριψε. Είναι δυστυχισμένος. Δε ξέρει τι άλλο θα μπορούσε να κάνει.

Βαγγέλης
Δεν υπάρχει τίποτα άλλο…
Παράτα τα ρε φίλε! Σήκω και φύγε!
Κάνε ένα μεγάλο ταξίδι και ξέχασε τα όλα!

Το επόμενο πρωί ο Λάζαρος σε ένα μεγάλο ταξιδιωτικό γραφείο. Κοιτάζει προσφορές για πολύ μακρινά ταξίδια. Βλέπει έξω από το γραφείο να περνά η Αλεξάνδρα παρέα με τον Κινέζο σεφ του εστιατορίου. Στέκεται και τους κοιτάζει χαμένος. Μετά γυρίζει στον πράκτορα αποφασιστικά και τον ρωτά αν υπάρχουν ταξίδια με προορισμό την Κίνα.

Τρεις μήνες μετά. Ο Λάζαρος στην Κίνα. Σε κάποιον εμπορικό δρόμο. Προσπαθεί να αγοράσει ένα γυναικείο φόρεμα από ένα υπαίθριο κατάστημα. Το ντύσιμο του θυμίζει Κινέζο. Κρατάει ένα βιβλίο, που φαίνεται να το συμβουλεύεται διαρκώς. Πλησιάζουμε και τον ακούμε να μιλάει κινέζικα!


Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Δημοτικό Σχολείο Ιωλκού

Καλησπέρα σας!

Είναι η πρώτη φορά που μου δίνεται η δυνατότητα να παρουσιαστώ ενώπιον ενός τόσο νεανικού κοινού. Ενός κοινού, δηλαδή, που βρίσκεται, τόσο κοντά ηλικιακά σε αυτό, που υποτίθεται πως θα έπρεπε να είναι ένας ιδανικός αναγνώστης του βιβλίου μου ή σε εκείνο που θα επιθυμούσαν ο εκδότης μου και οι βιβλιοπώλες να είναι ένας μέσος αναγνώστης ενός τέτοιου βιβλίου.

Όταν μου ζητήθηκε να μιλήσω για αυτό το βιβλίο στο κοινό ενός σχολείου, εγώ στην αρχή ρώτησα σε παιδιά τι ηλικίας θα έπρεπε να απευθυνθώ και όταν μου είπανε πως οι ακροατές μου θα είναι μαθητές και μαθήτριες του δημοτικού σχολείο, τότε η αλήθεια είναι πως τρόμαξα. Στη συνέχεια ζήτησα να μάθω, πόσο μεγάλο θα είναι το ακροατήριο μου και όταν πληροφορήθηκα πως θα βρίσκονται απέναντι μου εκατό περίπου παιδιά, τότε πραγματικά πανικοβλήθηκα. Προσπάθησα να σας φανταστώ, όλους και όλες εσάς να κάθεστε μπροστά μου και να με κοιτάζετε σα να είμαι εγώ επισκέπτης από έναν άγνωστο και μακρινό πλανήτη και τα λόγια μου μια παράξενη και ακατανόητη γλώσσα, που σε τίποτα δεν μοιάζει από αυτά, που βλέπεται και ακούτε κάθε μέρα, άλλα που ίσως κάτι να σας θυμίζει από τις σκοτεινές και μυστήριες εκείνες λέξεις και ιδέες που υπάρχουν μέσα σας και που συνήθως ξυπνάνε λίγο μετά αφού οι γονείς σας σβήσουν το φως του υπνοδωματίου σας και λίγο πριν εσείς αποκοιμηθείτε.

Σας φαντάστηκα να προσπαθείτε να καταλάβετε αυτά που έγραψα και εκείνα που θα ήθελα να σας πω, μα έκανα λάθος. Εγώ είμαι αυτός που πρέπει να προσπαθήσω να κατανοήσω, να εξηγήσω και ίσως και να μεταφράσω τις σκέψεις, τους ψιθύρους, τις ματιές και τις αντιδράσεις σας. Δεν αναφέρθηκα τυχαία στο σκοτάδι του υπνοδωματίου σας. Άποψή μου είναι πως ο άνθρωπος στην πραγματικότητα μεγαλώνει μέσα σε αυτό το σκοτάδι. Και όπως το σώμα σας χρειάζεται το φως του ήλιου για να αναπτυχθεί σωστά, έτσι και το πνεύμα και η φαντασία σας έχουν ανάγκη από το σκοτάδι για να απελευθερωθούν και να ταξιδέψουν. Για αυτό και πιστεύω πως τα παιδιά αλήθεια ωριμάζουν τις στιγμές εκείνες, που μεσολαβούν ανάμεσα στο γύρισμα του διακόπτη και μέχρι ο ύπνος να τα αγκαλιάσει και να τα οδηγήσει στην άγνωστη και ανεξήγητη χώρα των ονείρων.

Τις στιγμές εκείνες, εκεί μέσα, στο σκοτεινό υπνοδωμάτιο, τίποτα δε βρίσκεται να παρεμβληθεί ανάμεσα σε εσάς και τον εαυτό σας. Καμία λάμψη παραπλανητική δε μπορεί να μολύνει το σκοτάδι σας. Η τηλεόραση, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, οι μικροσκοπικές οθόνες των κινητών σας τηλεφώνων και όλα εκείνα, που όλη τη μέρα πασχίζουν να ισοπεδώσουν τις ιδιαιτερότητές σας και πολεμούν να σας πείσουν πως οι μοναδικές και ανεπανάληπτες προσωπικότητές σας είναι πανομοιότυπες εκφράσεις ενός κοινού τύπου ανθρώπου, που όλος ο ενεργητικός του ρόλος σε αυτόν τον κόσμο αρχίζει και τελειώνει στο διαρκές και μονότονο πάτημα κάποιων πλήκτρων, δε χωρούν στο σκοτάδι της κάμαράς σας.

Όπως επίσης, εκεί μέσα δε χωρούν ούτε οι γονείς ούτε οι δασκάλοι σας. Μπορεί ο απόηχος όλων εκείνων, με τα οποία οι μεγάλοι όλη τη μέρα γεμίζουν τα κεφάλια σας, άλλοτε χαϊδεύοντας κι άλλοτε βασανίζοντας τα αυτιά σας, να σας συνοδεύει μέχρι το κατώφλι των ονείρων σας, μα το σκοτάδι αργά η γρήγορα όλα αυτά τα ρουφάει και τα κατασπαράσσει, αφήνοντάς σας την κρίσιμη στιγμή μόνους και μόνες απέναντι στον ίδιο σας τον εαυτό. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή γονείς και δάσκαλοι είσαστε εσείς οι ίδιοι.

Ένας μεγάλος μας ποιητής, ο Τάσος Λειβαδίτης, προσπαθώντας να δώσει έναν ορισμό του θεού, έγραψε: «Θεός είναι να μη μπορείς να κοιμηθείς». Δε ξέρω αν είχε δίκιο, όπως κι εγώ δεν είμαι σίγουρος αν είναι σωστά αυτά που γράφω, αλλά αυτό δε με απασχολεί. Ξέρω καλά όμως, πως, μεγαλώνοντας, αυτό, το «να μη μπορείς να κοιμηθείς», όσο πάει και λιγοστεύει, αλλοιώνεται, ευτελίζεται μέχρι που τελικά στερεύει. Οι άνθρωποι, όσο μεγαλώνουν, φοβούνται το σκοτάδι κι ας μη το παραδέχονται. Τρομάζουν να βρεθούν μόνοι ενώπιον του εαυτού τους. Σίγουρα έχουν τους λόγους τους, αλλά μη τους ρωτήσετε να σας πουν. Κάποια πράγματα για εσάς είναι πολύ νωρίς να τα ακούσετε και για εκείνους είναι πια πολύ αργά για να μιλήσουν. Εσείς προς το παρόν έχετε το πλεονέκτημα. Ξέρετε πως το σκοτάδι είναι φίλος σας και όπως αγαπάτε τους φίλους σας, φροντίστε να το αγαπήσετε κι αυτό, αφού είναι γνωστό πως κάποιες φιλίες και κάποιες αγάπες μπορούν να κρατήσουν για πάντα μόνο αν το επιθυμούν και οι δύο. Το σκοτάδι δε πρόκειται να σας το αρνηθεί ποτέ, άρα το βάρος, για να μη χάσετε ποτέ αυτόν τον παιδικό σας φίλο, βαραίνει μόνο εσάς.

Όταν μου ζήτησαν οι δάσκαλοι σας να σας μιλήσω και να σας παρουσιάσω το βιβλίο μου, σκέφτηκα στην αρχή πως πρέπει να ψάξω λόγια απλά και έννοιες κατανοητές για να με καταλάβετε, μα έκανα λάθος. Είστε παιδιά και όχι ηλίθιοι. Δεν έχετε ανάγκη από απλοποιήσεις και επεξηγηματικά σχόλια. Άλλοι έχουν ανάγκη από τις δικές σας ερμηνείες.

Έτσι, διάλεξα να σας μιλήσω με τον τρόπο που σας μίλησα. Όπως διάλεξα να γράψω το βιβλίο αυτό με τον τρόπο που το έγραψα. Αν είχα επιμείνει να ψάχνω τρόπους να γίνω εύκολος και κατανοητός, ακόμα μάλλον θα μουτζούρωνα την πρώτη σελίδα του τετραδίου μου. Τότε επέλεξα να γράψω, ωσάν ο αναγνώστης μου να τα γνωρίζει όλα και έφτιαξα τις ιστορίες μου σα να ήθελα να του πω: Κοίτα! Το ξέρω κι εγώ αυτό!. Τώρα επιλέγω να σας μιλήσω με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, λέγοντας σας: Ακούστε με! Κοιτάξτε με καλά! Όχι μόνο δεν έρχομαι από άλλον πλανήτη, αλλά κατάγομαι από το ίδιο χωριό με εσάς. Όχι μόνο δε μιλάω σε μια παράξενη και άγνωστη γλώσσα, αλλά η γλώσσα μου είναι η ίδια με αυτή που πολεμάν να σας διδάξουν οι δάσκαλοι σας σε ετούτο το σχολείο, στο οποίο κάποτε υπήρξε μαθητής και ο πατέρας μου, στον οποίον, όπως και στη μητέρα μου αφιέρωσα αυτό το βιβλίο. Έτσι κι εσείς λοιπόν, τιμήστε τους δασκάλους σας που μοχθούν και αφιερώστε τα έργα σας στους γονείς σας που σας λατρεύουν! Μα πρώτα από όλα, την ώρα που ξαπλώνετε να κοιμηθείτε, ακούστε το σκοτάδι σας και μόνοι σας φτιάξτε το δικό σας παραμύθι!

Είχα πολλά χρόνια να μπω μέσα σε ένα σχολείο και με όλους εσάς απέναντί μου αισθάνομαι τόση ώρα πως δίνω εξετάσεις. Θα ήθελα να εξομολογηθώ πως ήρθα στις εξετάσεις αυτές αδιάβαστος και τόση ώρα προσπαθώ να αυτοσχεδιάσω για να σας πείσω πως ξέρω καλά το μάθημα μου. Κι επειδή ποτέ δεν υπήρξα καλός στα προφορικά, σας ζητάω να ρίξετε μια ματιά και στα γραπτά μου, πριν βγάλετε τη βαθμολογία σας.

Σας ευχαριστώ!

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

ακόμα λίγη ζάχαρη

Με έπιασε να κοιτάζω τω ζώδια. Ντράπηκα. Μου ζήτησε να της διαβάσω το δικό της. Δεν τα πιστεύω καθόλου όλα αυτά. Έτσι για πλάκα, καμιά φορά, τους ρίχνω μια βιαστική ματιά και μόνο. Άλλωστε, ποτέ δε δίνω σημασία στο δικό μου. Μόνο με τα ζώδια των άλλων συνήθως ασχολούμαι. Μήπως και έτσι, μέσω των αστρικών προβλέψεων, μπορέσω λιγάκι να κατασκοπεύσω τις ζωές τους. Τη ρώτησα και μου είπε πως ανήκει στον αστερισμό του λέοντα. Θα πρέπει να προσέξεις τη συμπεριφορά σου με τους ανθρώπους του άμεσου σου περιβάλλοντος. Ειδικά με εκείνους που παρά τη φιλικότητά τους, ξέρεις πως συντηρούν ανταγωνιστικά αισθήματα. Σήκωσα το κεφάλι μου και την είδα να χαμογελά. Ήπια λίγο καφέ και στην αφημερίδα μου επέστρεψα. Κι έπειτα, πρέπει να εργαστείς και να ασχοληθείς με τα οικογενειακά προβλήματα. Εκίνη άκουγε χωρίς να σχολιάζει. Πάνω στα δόντια της έπεφτε η μέρα με ορμή και κομματιάζοταν. Μόνο όταν της διάβασα πως πρέπει να φανεί κάπως επιφυλλακτική σε κάθε είδους δέσμευσει, είπε "πολύ αργά" και έβαλε τα γέλια. Ύστερα ζήτησα να μου φέρει λίγη ζάχαρη. Έφυγε κι όταν ξανάρθε πάλι στο τραπέζι μου, είχε μαζέψει πίσω τα μαλλιά της. Κρίμα! Ήταν πολύ πιο όμορφη πιο πριν.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

εγώ εμένα

Λένε πως η πρώτη εντύπωση που προκαλεί ο ένας άνθρωπος στον άλλον, κατά τον κρίσιμο χρόνο της πρώτης τους συνάντησης και αλληλογνωριμίας συνήθως είναι και αυτή που έπειτα τους συνοδεύει σε όλη τη διάρκεια της συναναστροφής τους. Ως εκ τούτου, οι άνθρωποι εκείνοι που είναι προικισμένοι με ένστικτο σωστό και ισορροπημένο, σπανίως κάνουν λάθος στην εκτίμηση και δεν αφήνουν φάλτσες προκαταλήψεις να παρασκιάσουνε τις νέες γνωριμίες τους. Επίσης τυχεροί μάλλον αποδεικνύονται αυτοί που έχουν ως έμφυτο προσόν και καλλιεργημένο χάρισμα το να γεννούν στους άλλους ευχάριστα και αναψυκτικά αισθήματα, άμα τη εμφανίσει τους και μόνο. Κι εγώ που δεν μου έτυχε ποτέ μου να χαρώ κανένα από τα δυο αυτά κοινωνικά ευεργετήματα, τα τόσο αλήθεια απαραίτητα για μια φιλάνθρωπη και υγιεινή επιβίωση, νιώθω πως πάντα αδικούμαι και αδικώ, μέσα σε μια ολέθρια συνωμοσία επιπόλαιων κρίσεων και βιαστικών συμπερασμάτων. Γι' αυτό το λόγο πλέον προτιμώ να γράφω παρά να διαγράφω, έτσι ώστε με τα ταπεινά μου μέσα και τα προσωπικά αμφιλεγόμενα χαρίσματα να αποφεύγω να γίνομαι επίσης συνεργός στη διαρκή κι ανώφελη ανακύκλωση άδικων εγκλημάτων και εγκληματικών αδικιών. Ωστόσο, δεν τα κατάφερα ποτέ να μη με παρασύρει ο πειρασμός και πάντα δειλά και σιωπηλά αναρωτιόμουν τι θα συνέβαινε άραγε αν ήταν με κάποιον τρόπο δυνατό να βγω, για λίγο έστω, έξω από τον συνήθη και κορεσμένο μου εαυτό κι ύστερα, δήθεν ως άγνωστος και αντικειμενικός κριτής, τον ίδιο μου αυτόν τον εαυτό απ' έξω να κοιτάξω. Θα έπεφτα θύμα ακόμα μαι φορά κάποιας γελοίας παρεξήγησης ή θα με απέρριπτα και πάλι βιαστικά, λόγω μιας θλιβερής χειρονομίας ή κάποιας λέξης διφορούμενης;

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

να έρθουμε κι εμείς;

Φτάσαμε στο σημείο του δυστυχήματος λίγο πριν από την ανατολή, λίγο μετά από το ασθενοφόρο. Μέσα στο σμπαραλιασμένο αυτοκίνητο τίποτα δεν υπήρχε πια που να περίμενε τον ήλιο και τους νοσοκόμους. Ήρθε ένας χωροφύλακας και μας έδειξε με το δάχτυλο την άσφαλτο κι ύστερα το κομματιασμένο κιγκλίδωμα της γέφυρας. "Ούτε που πρόλαβε καν να το σκεφτεί, να στρίψει ή να φρενάρει." Κι έπειτα ο γιατρός κουνώντας το κεφάλι του, "όλοι οι μυς του είναι χαλαροί. Μάλλον τον είχε πάρει ο ύπνος στο τιμόνι." Και τον παρέδωσε στο θάνατο σκυτάλη, συμπλήρωσα εγώ χωρίς το στόμα μου να ανοίξω. Ήθελα να πω κι άλλα διάφορα, αλλά σεβόμουν τη σιωπή του διπλανού μου και το βούλωνα. Κι έπειτα δικός του φίλος ήταν. Άφησα σε εκείνον το νεκρό και στράφηκα στον τόπο. Έμοιαζε τόσο αστείο αυτό το γεγονός μέσα στον παραλογισμό του. Από τον ίδιο σημείο ακριβώς είχαμε μόλις περάσει λίγες ώρες νωρίτερα. Τότε ο νεκρός καθότανε στο πίσω κάθισμα του δικού μου αμαξιού. Κι ήταν η νύχτα, το καλοκαίρι και η ζωή μέσα στο επικείμενο αδίστακτο μεθύσι. Έσπερνε μουσική το ράδιο στην ύπαιθρο και τα κορίτσια στα παράθυρα ρωτούσανε, "που πάτε; Που θα τα πιείτε απόψε, να έρθουμε κι εμείς; Και τώρα επιστρέφαμε σαν τους φονιάδες στον τόπο του εγκλήματος. μα αν ήμασταν φονιάδες, όλο και κάποια εξήγηση θα βρίσκαμε. Όλο και κάποιο όνομα θα δίναμε σε αυτή μας την επιστροφή. Μα αν δε μπορείς την ίδια την ύπαρξή σου να ερμηνεύσεις, όσες φορές κι αν φύγεις καμιά επιστροφή δεν πρόκειται ποτέ εξήγηση να δώσει. Θέλεις να πάμε στο νοσοκομείο, ρώτησα, ελπίζοντας σε μια απάντηση που δε θα με έκανε να νιώσω ακόμα πιο ανόητος. Όλα τριγύρω μου, τα πεύκα, ο δρόμος, οι ελιές, η γέφυρα, η θάλασσα πιο πέρα, όλα μιλούσαν φωναχτά για την ανοησία μου. "Θέλω να πάμε για καφέ", μου απάντησε και μπήκαμε πάλι μες στο αμάξι για να φύγουμε. Την ώρα που επιστρέφαμε πίσω στην πόλη που ξυπνούσε, "σκέψου", τον άκουσα ξανά να μου μιλά, "αυτός ακόμα θα νομίζει πως κοιμάται".

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

η σκιά του ονείρου μου

Μια σκιά πλανιέται πάνω από τη γηραιά μας ήπειρο. Μια σκιά χαμένη. Ενός χαμένου ανθρώπου η σκιά πλανιέται πάνω από τη χαμένη μας Ευρώπη. Πες μου, με παρακολουθείς; Πες μου, καταλαβαίνεις; Αυτή τη φορά η αποστολή σου είναι στ' αλήθεια δύσκολη. Αδύνατη αποστολή. Θα πρέπει όλα να τα βρεις από την αρχή. Και τη σκιά κι εκείνον που την έχασε, όλα, ακόμα και την ήπειρο. Έλα τώρα, μη παριστάνεις τον μετριόφρονα σε μένα! Σου λέω, δε σου πάει. Αν όχι εσύ, τότε κανείς! Ούτε κι εγώ ακόμα. Ο πελάτης ήταν, σε αυτό το θέμα τουλάχιστον, ξεκάθαρος: Μονάχα ο καλύτερος! Ήτανε, βλέπεις, η αγαπημένη του σκιά. Τόσα καιρό μαζί, ξέρεις, καταλαβαίνεις... Και ήτανε και μοναχοσκιά! Αλήθεια, το πιστεύεις; Ακόμα κυκλοφορούν στον κόσμο μας άνθρωποι δίχως μια δεύτερη σκιά. Κι όμως σε αυτούς συμβαίνουν πάντα τα χειρότερα. Άκου να χάσει τη σκιά του! Α, όχι! Σε παρακαλώ! Είπαμε, εχεμύθεια. Τέτοια ερώτηση δεν κάνουμε ποτέ. Σε μας δεν πέφτει λόγος. Αν θες, πάντως, τη γνώμη μου, αυτός μάλλον θα φταίει. Όλο και κάτι θα της έκανε. Αλλιώς, που ακούστηκε σκιά να φεύγει από μόνη της; Σίγουρα, θα την έδιωξε αυτός. Κι ύστερα το μετάνοιωσε και κάπως έτσι έφτασε σε μας και τη συνέχεια την ξέρεις. Συγνώμη, σας παρακαλώ, λιγάκι ζάχαρη ακόμα! Τι λες; Αλήθεια δεν τη θες; Να πάρω τη δικιά σου; Άνθρωπέ μου, πως μπορείς και πίνεις τον καφέ σου σκέτο; Θα πειραχτούν τα νεύρα σου! Ώστε, λοιπόν, θες να μου πεις ισχύουνε οι φήμες. Άκουσα τα κορίτσια στο γραφείο να το λεν. Όμως πάει καιρός που έπαψα να τα πιστεύω τα κορίτσια... Άλλωστε, πως είναι δυνατό άνθρωπος -ακόμα και εσύ- να τρέφεται μονάχα με καφέ χωρίς να καταρρεύσει; Το ξέρεις πως δε συμφωνώ, αλλά κι εγώ βαρέθηκα να κρίνω. Κάνε ό,τι θες κι όπως γουστάρεις αυτοκτόνησε! Φτάνει μονάχα αυτό να μην επηρεάζει τη δουλειά σου. Λοιπόν, τι λες; Είσαι έτοιμος; Ωραία! Ε, τότε αμέσως ξεκινάμε! Μα όχι, σε παρακαλώ! Μέχρι να βρεις και να μου φέρεις τη σκιά, οι καφέδες σου τουλάχιστον θα είναι κερασμένοι.

(συνεχίζεται... ούτε καν)

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

το όνειρο της σκιάς μου

"Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη", ξεκίνησε να μου μιλάει ο υιός ανακατεύοντας τη ζάχαρη μες στον καφέ του. Και για όση ώρα μου μιλούσε ούτε στιγμή δεν το ξεκόλλησε το βλέμμα του από το ιερό φλιτζάνι. Όσο και να προσπάθησα μετά, στη μνήμη μου ποτέ δεν τα κατάφερα να ανακαλέσω το χρώμα των ματιών του. "Το φάντασμα του μεγαλύτερου κακού που έχει ποτέ γεννήσει η φαντασία των θεών και η φύση των ανθρώπων."
Αυτό ήταν λοιπόν. Ούτε σαράντα μέρες δε μπόρεσα να ξεχαστώ στον κόσμο μου παροπλισμένος. Να χαρώ κι εγώ σαν, λέμε τώρα, άνθρωπος τη σύνταξη και την εφάπαξ ένεκεν τιμής χορηγηθείσα ολοκαίνουρια ζωή. Να διασκεδάσω έστω με αυτόν τον ψευτοθάνατό μου. Και ήρθε ο ίδιος ο υιός απρόσκλητος δήθεν για να με αναστήσει. "Συ ει ο εκλεκτός. Συ είσαι αυτός που θα τα βάλει με το μέγα το κακό και τη γηραιά μας ήπειρο από τα νέα της δεινά θα τη λυτρώσεις. Εμπρός, λοιπόν! Με το ένα, με το δύο, με το τρία: Εγέρθητι!"
Μη βιάζεσαι, κύριε μου των δυνάμεων, τα κόλπα σου τα μαγικά να ξεδιπλώσεις! Ψευτονεκρός κοντά σαράντα μέρες τώρα, ξέχασα και ξεχάστηκα. Μίλα μου λίγο πρώτα με τη γλυκιά σου τη φωνή! Με τι είδους δαίμονες θέλεις ετούτη τη φορά να πάω να τα βάλω; Καθάρισε από τις λάσπες και τα χώματα το πήλινό σου τόξο κι έπειτα τέντωσε εμένα τη χορδή σου όσο θες! Κι αν σπάσει ετούτη τη φορά, μη σε ανησυχεί εσένα! Από χορδές άλλο πια τίποτα. Τέντωνε εσύ κι εγώ θα τραγουδάω. Τράβα με εσύ κι εγώ τα βέλη τα φαρμακερά σε όποιον εχθρό απέναντι μου βάλεις θα τα στείλω. Μα μίλησέ μου πρώτα! Πες μου! Τι είναι αυτό που ξέχασα; Δεν έχω δώσει τέλος στο κακό; Χθες μόλις πέρασα πλάι από τη φυλακή και του έριξα κλεφτή ματιά ανάμεσα στα σίδερα. Το άκουσα με τα μάτια μου αλήθεια να στενάζει. Όχι, δε με κατάλαβε έτσι όπως ήμουν μέσα στις λάσπες και τα χώματα.
"Τώρα είναι αλλιώς", εκείνος με διέκοψε χωρίς να πάψει να αναστατώνει ρυθμικά με το κουτάλι του το σύμπαν μου και τον καφέ του. "Ξέχασε ό,τι ήξερες! Όλα ξανά αρχίζουν. Φαίνεται πως είχε φροντίσει το κακό καλά να κρύψει τα αυγά του, βαθιά μες στην καρδιά της γηραιάς Ευρώπης. Και τώρα που τα αυγά ραγίσανε και ξεμυτίσαν τα κακόπουλα, βάλθηκαν της γριούλας την καρδιά να ροκανίζουν.

(συνεχίζεται... κάποια στιγμή, ίσως)

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

τρεις μέρες πριν

Περπάτησα τρεις μέρες συνεχόμενες. Δρόμοι στενοί και πέτρινες καμάρες. Τρεις μέρες τέντωνα το σώμα μου να αγγίξω την ατμόσφαιρα κι από το πολύ το τέντωμα ένοιωσα να ψηλώνω. Και όταν ψήλωσα πολύ, συνέχισα μετά να περπατώ σκυφτός. Αυτό που πάλευα τόσο πολύ να αγγίξω, έσκυβα τώρα πια γιατί φοβόμουν μην κοπανίσω πάνω του.
Διέσχισα τρεις νύχτες συνεχόμενες. Γεφύρια τοξωτά και ρεύματα ανύπαρκτα. Αν ήταν όλα να τα γκρέμιζα, μέσα σε τρεις καινούριες μέρες θα τα έστηνα στη θέση τους ξανά. Και πάλι μέσα από τις σάρκες τους. Ίσως να έφτιαχνα από τα αρχαία υλικά την πιο μεγάλη γέφυρα που να πατάει πάνω σε όχθες που δεν γνωρίστηκαν ποτέ. Που δεν κατάφεραν ποτέ να φανταστούν πως άλλη όχθη απέναντι δεν έπαψε να υπάρχει. Γιατί κανείς ποτέ δε φρόντισε να τους το πει πόσο κοντά στον κόσμο αυτόν το έχουν το απέναντι χτισμένο.
Τρεις μέρες προχωρούσα νηστικός και όλο πήγαινα μπροστά για άλλα πεινασμένος. Έτσι έχω μάθει, να πεινάω πάντοτε, ακόμα την ώρα που το τραπέζι μου αφήνω. Μα όταν είναι νηστικός, τότε στ' αλήθεια η πείνα με θερίζει. Την τρίτη νύχτα βρήκα ένα παράθυρο μισάνοιχτο. Το έσπρωξα και μπήκα.
Ήθελα λίγο να κρυφτώ. Δεν ήθελα να βλέπω άλλους δρόμους. Βαρέθηκα να βλέπω τους δρόμους της πόλης μου τις φλέβες να χαράζουνε. Σε χίλιους δρόμους τη ζωή μου τύλιξα. Την έκανα κουβάρι. Πήρα μαζί μου το κουβάρι να με βοηθά ξανά την έξοδο να βρω, όταν ποτέ θελήσω να γυρίσω. Μα τελικά μες στο κουβάρι κουβαλούσα το λαβύρινθο. Κι ήμουνα ο μινώταυρος εγώ. Κι έτρεχα με τα κέρατα την πλάτη μου να ανοίξω. Και όλο κύκλους έκανα. Μία ζωή τρεις μέρες και τρεις νύχτες συνεχόμενες.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

ancona

Στο βιβλίο της Ιστορίας δέσμης στο σχολείο, υπήρχε ένα κεφάλαιο, κάπου στην εξιστόρηση της επανάστασης του 1821, όπου μιλούσε για μια αντιπροσωπεία επιφανών ανδρών, που εστάλη από την επαναστατημένη Πελοπόννησο στον Πάπα για να ζητήσει συμπαράσταση στο δίκαιο απελευθερωτικό αγώνα. Τα μέλη αυτής της αντιπροσωπείας -ήταν και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, αν θυμάμαι καλά, ανάμεσα τους- δεν κατόρθωσαν ποτέ να συναντήσουν τον Ποντίφικα, ενώ πέρασαν δυστυχώς το μεγαλύτερο διάστημα της ιερής αποστολής τους κλεισμένοι σε κάποιο μυστηριώδες ίδρυμα, που το βιβλίο το ονόμαζε «το Λοιμοκαθαρτήριο της Ανκόνας».
Η Ανκόνα είναι η πόλη του εξωτερικού που επισκέπτομαι πιο συχνά και όπου βρίσκομαι κι ετούτη τη στιγμή που γράφω κάτι ακόμα, μικρό κι ασήμαντο, από τη δική μου ιστορία. Μόνο τον τελευταίο χρόνο έχω περάσει από εδώ επτά φορές, μα η αλήθεια είναι πως πάντα υπήρξα μονάχα διερχόμενος. Ποτέ μου δεν διανυκτέρευσα εδώ. Ποτέ δεν αναζήτησα να δω τα αξιοθέατά. Μια φορά μονάχα έψαξα να βρω ένα μικρό καφέ κάπου σε μια πλατεία, όπου υποτίθεται πως είχα κάποιο ραντεβού, το οποίο τώρα πια ελάχιστα θυμάμαι.
Πριν από λίγες μέρες, ψάχνοντας μέσα στα συρτάρια μου, βρήκα ένα παλιό ημερολόγιο του 2003 όπου σημείωνα τις εντυπώσεις μου από το ταξίδι που τότε έκανα με τρένο στην Ευρώπη. Δεν ήτανε πρώτη φορά που έβγαινα στο εξωτερικό μονάχος μου και ούτε που μου έλειψαν ποτέ στ’ αλήθεια τα ταξίδια. Αλλά εκείνη τη φορά, φαίνεται πως τόση μεγάλη ήταν η λαχτάρα μου να φύγω και να απομακρυνθώ, που έβλεπα στο λιμάνι αυτό της Αδριατικής την πύλη για τον Παράδεισό μου. Συμπτωματικά στην παραλιακή οδό της Ανκόνας υπάρχει μια μεγάλη πέτρινη αψίδα που από τότε εμφανίζεται συχνά στα όνειρά μου, συνήθως υποδυόμενη το ρόλο της πύλης γενικά.
Μια άλλη φορά περνώντας από εκεί με το αμάξι μου χάθηκα μέσα στα στενά και βρέθηκα σε κάποιο της προάστιο. Για κάποιο λόγο μου φάνηκε γνώριμο πολύ το σκηνικό και έτσι όπως είδα τα σπίτια να φτάνουν ως τα βράχια και τη θάλασσα, γύρισα στο συνοδηγό μου και τον ρώτησα, δε σου θυμίζει κάτι; «Δεν ξέρω. Παντού εμένα ίδια όλα μου φαίνονται.» Ναι, μπορεί να φταίει αυτό, είπα ανόητα κι αόριστα και έληξα το θέμα.
Δεν ξέρω αν το μυστικό βρίσκεται στο να τα βλέπεις όλα διαφορετικά εκεί όπου είναι όλα ίδια κι απαράλλαχτα ή να τα βλέπεις όλα ίδια, ενώ στ’ αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα στο ένα το άλλο να θυμίζει. Ύστερα από τόσα άσκοπα, ανθυγιεινά, μα τόσο απαραίτητα ταξίδια, ακόμα δε μπορώ να αισθανθώ πως είμαι ο πιο κατάλληλος να δίνω συμβουλές στους άλλους ταξιδιώτες.
Δεν ξέρω επίσης πόσο ταπεινωμένοι αισθανθήκανε οι απεσταλμένοι στο Βατικανό άγιοι ή μη πατέρες του τότε παλιγγέννετού μας έθνους, όταν τους αναγκάσανε οι βάρβαροι να μπουν σε υγειονομική καραντίνα. Για μένα πάντως η πόλη και το λιμάνι της Ανκόνας θα παίζουν –για όσο καιρό ακόμα θα αποφεύγω την βαλκανική οδό- το ρόλο του προσωπικού μου πνευματικού λοιμοκαθαρτηρίου, κάθε φορά που αποφασίζω να επισκεφτώ τη Δυτική Ευρώπη, αλλά και κάθε φορά που θα επιστρέφω από αυτήν πίσω στη πιο μίζερη και πιο γοητευτική ταυτόχρονα χώρα αυτού του κόσμου.
Παλιά κυκλοφορούσε ένα γελοίο ρατσιστικό ανέκδοτο στα καφενεία της Ευρώπης. Τι είναι αυτό που χωρίζει… βαριέμαι και να το αναπαράξω. Και η απάντηση ήταν «η Αδριατική!» - νομίζω καταλάβατε. Για μένα η Αδριατική, η Ανκόνα, το Μπάρι ίσως, ακόμα και η Ηγουμενίτσα ή Πάτρα θα είναι για πάντα η απάντηση σε μια ερώτηση-ανέκδοτο που δε θα τολμήσω ποτέ στον εαυτό μου να απευθύνω.