Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

ο θησαυρός του Αγίου Μιλιτάριου

Στις αρχές της δεκαετίας του 19…, εξαιτίας μιας πολύ αστείας και μακάβριας παρεξήγησης, η πόλη ολόκληρη βρέθηκε για τελευταία μάλλον φορά κάτω από ξένη κατοχή. Οι δεκαετίες και οι κατοχές που ακολούθησαν ήταν όλες δικές μας και για το λόγο αυτόν δε μετράνε για τους ιστορικούς και ίσως μονάχα για τη γεωγραφία και για την υψηλή ραπτική να έχουν κάποια, ελάχιστη πάντως, σημασία. Και έπειτα ξένη κατοχή πλέον δε γίνεται να υπάρξει, αφού ούτε καν ξένοι δεν υπάρχουν πια.
Οι ξένοι τότε, αν και στην αρχή ήρθανε σαν φίλοι παλιοί, νέοι προστάτες και αιώνιοι θαυμαστές της πόλης, όσο και αν προσπάθησαν, δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν και πολύ δημοφιλείς εδώ, στους ανθρώπους. Και η πόλη, αν και πάντοτε φημιζότανε για τη $μέχρις ανοησίας καμιά φορά$ φιλοξενία της, ποτέ δεν τους φέρθηκε ιδιαίτερα φιλικά και όλο αναζητούσε ευκαιρίες και αφορμές να τους στενοχωρεί και να τους πληγώνει. Για αυτό το λόγο και εκείνοι σύντομα άρχισαν να θυμώνουν, να σκληραίνουν και να αγριεύουν και αντί για δημόσιες σχέσεις, να κάνουνε διάφορα άσχημα πράγματα.
Ένα από αυτά $και σίγουρα όχι το χειρότερο$ ήταν όταν στον τρίτο χρόνο της ξένης κατοχής, οι ξένοι έβγαλαν ένα παράξενο διάταγμα, με το οποίο ζητούσαν από όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της πόλης, να τους παραδώσει ο καθένας τους ό,τι πιο πολύτιμο διέθετε, προστάτευε και αγαπούσε.
Αυτό έβαλε την πόλη σε μεγάλους μπελάδες, αφού οι άνθρωποι τότε με δυσκολία κατόρθωναν να ξεχωρίσουνε τι είναι πολύτιμο και τι όχι και ούτε που είχαν ποτέ σκεφτεί ως τότε ότι μπορεί μια μέρα να στερηθούν εκείνα που δεν έμαθαν ποτέ να εκτιμούν και να αγαπάνε. Έτσι, ενώ κάποιοι βιάστηκαν να παραδώσουν τη ζωή και την αξιοπρέπειά τους, οι περισσότεροι προτίμησαν να προσφέρουν στους κατακτητές πανάκριβα κοσμήματα, κακόγουστα έργα τέχνης και σπάνια γραμματόσημα.
Οι δυνάμεις κατοχής, όταν είδαν όλα ετούτα τα πολύτιμα, τα χάσανε και άρχισαν να λένε πως να, δεν ήτανε ανάγκη και πως εκείνοι ένα αστείο έκαναν, μωρέ, για να περάσει η ώρα. Αλλά οι δικοί μας επιμένανε και έλεγαν πως αν τελικά οι ξένοι δεν τα έπαιρναν, θα γινόταν μεγάλη παρεξήγηση. Έτσι, οι ξένοι συγκέντρωσαν όλον αυτόν τον πλούτο, που οι διαρρήκτες και οι ιστορικοί του $τότε$ μέλλοντος ονόμασαν «ο θησαυρός του αγίου Μιλιτάριου*», στα υπόγεια μιας εκκλησίας, όπου στεγάζονταν την εποχή εκείνη η λέσχη επιτραπέζιας αντισφαίρισης και το διοικητήριό τους.
Στον έκτο χρόνο της ξένης κατοχής, οι ξένοι βαρέθηκαν και αρχίσανε να τα μαζεύουν για να φύγουν, πάνω που η πόλη είχε αρχίσει να τους ανέχεται και να τους συνηθίζει. Επειδή, όμως, ήταν και λιγάκι ανέμελοι και ξεχασιάρηδες, έφυγαν χωρίς να πάρουνε μαζί τους τον περίφημο θησαυρό.
Δέκα χρόνια μετά, οι άνθρωποι θυμήθηκαν ξαφνικά το θησαυρό του αγίου Μιλιτάριου, όταν σε ένα τηλεπαιχνίδι άκουσαν τον παρουσιαστή να ρωτά τους διαγωνιζόμενους, εάν αξίζει, άραγε, να κερδίσει κανείς ολόκληρο τον κόσμο και για αντάλλαγμα να χάσει την ψυχή του. Τότε βγήκανε όλοι τους στους δρόμους και απαίτησαν να μάθουν που βρίσκονται τα πολύτιμά τους, που ο θρύλος και η αφέλεια τα είχαν κάνει να μοιάζουν ακόμα πιο πολύτιμα από ό,τι ήταν, όταν πριν δέκα χρόνια τα παρέδιδαν με τόση άνεση στους ξένους.
Έτσι, αφού έψαξαν σχεδόν παντού στην πόλη, στο τέλος -αποτελεί συνταγματικό έθιμό της πόλης οι έξυπνοι να κάνουν στην αρχή αυτό που αφήνουνε οι βλάκες για το τέλος- κατέληξαν στα υπόγεια του ιερού ναού του αγίου Μιλιτάριου. Μα εκεί, αντί για το θησαυρό, ανακαλύψανε έναν μονάχα ξένο στρατιώτη, που τον είχανε και αυτόν ξεχάσει οι κατακτητές πίσω τους την πόλη εγκαταλείποντας και αυτός καθόταν τόσα χρόνια εκεί, σαν βλάκας και περίμενε, νομίζοντας πως οι φίλοι του είχανε πεταχτεί για τσιγάρα στο περίπτερο.
Ο ξεχασμένος, αφού έφαγε, ήπιε, πλύθηκε και ξυρίστηκε, φανέρωσε στους σωτήρες του πως, αν και αρχικά οι ξένοι συγκεντρώσανε όλα του κόσμου τα πολύτιμα στα υπόγεια της εκκλησίας, αυτά δεν έμειναν για πολύ καιρό εκεί, αλλά σύντομα μεταφέρθηκαν αλλού, σε άλλη καλύτερη κρυψώνα, επειδή, λέει, φοβόντουσαν οι κατακτητές μην τους τα κλέψουν πίσω οι άνθρωποι της πόλης.
Έντεκα διαφορετικά σημεία στην πόλη και τα περίχωρα φιλοξενήσανε το θησαυρό κατά τη διάρκεια της κατοχής. Κάθε φορά, ωστόσο, που ένα απόσπασμα των ξένων αναλάμβανε τη μυστική αποστολή να μεταφέρει και να κρύψει τα πολύτιμα, δινόταν στον αρχηγό του αποσπάσματος κρυφά η εντολή να σκοτώσει τους υπόλοιπους, έτσι ώστε κανείς τους να μην τολμήσει και να σκεφτεί ακόμα να μαρτυρήσει την κρυψώνα.
Την τελευταία όμως φορά, ο τελευταίος αρχηγός του τελευταίου αποσπάσματος μπερδεύτηκε και από αγνό πατριωτισμό και ζήλο υπερβάλλοντα μαζί με το απόσπασμα εκτέλεσε και τον εαυτό του και έφυγε παίρνοντας μαζί το μυστικό.
Η διοίκηση των κατοχικών εξοργίστηκε στην αρχή με την επιπόλαια πράξη του αυτή, στη συνέχεια δεν κρατήθηκε και έβαλε τα γέλια και στο τέλος είπε, «Πάλι καλά, αφού με τόσες συχνές μετακινήσεις, τόσες κρυψώνες και τόσες εκτελέσεις, είχανε οι δυνάμεις μας αποδεκατιστεί».
Οι άνθρωποι, φυσικά, ούτε μια λέξη δεν πιστέψανε από όσα τους ξεφούρνισε ο ξένος στρατιώτης, αλλά επειδή τους φάνηκε φιλότιμο και καλόκαρδο παιδί, τον υιοθέτησαν και φρόντισαν μάλιστα να του βρουν κι ένα καλό κορίτσι.
Το καλό κορίτσι και ο ξεχασμένος στρατιώτης παντρεύτηκαν στην εκκλησία του αγίου Μιλιτάριου και έτσι μαζί συνέχισαν να ζούνε εκεί κάτω στα υπόγεια, όπου και δεκατέσσερα χρόνια μετά και ύστερα από προσπάθειες υπεράνθρωπες και εξωφρενικές συμπτώσεις, κατάφεραν να γίνουνε γονείς.
Ο γιος τους μεγαλώνοντας άρχισε να εμφανίζει ξεχωριστές αρετές, αλλά και να συμπεριφέρεται ολοένα και πιο αλλόκοτα. Μέχρι που, στο τέλος της εφηβείας του, αποφάσισε να αφήσει τον πατέρα και τη μάνα του και της εκκλησίας τα υπόγεια για να γίνει αστυνομικός. Έτσι, οι γονείς του γέρασαν και πεθάνανε μαζί στα βάθη του ιερού ναού με το παράπονο που δεν κατάφεραν να δούνε το γιο τους χορευτή, όπως πάντα το ονειρευόντουσαν.
Στο μεταξύ, το μυστήριο του θησαυρού των πολυτίμων φαίνεται πως είχε και πάλι για την ώρα ξεχαστεί, ενώ κατά καιρούς άλλοι θησαυροί και άλλα μυστήρια ερχόντουσαν την ήρεμη και μίζερη ζωή της πόλης να την αναστατώσουν. Ώσπου, τον Δεκέμβριο του 200…, ένα τυχαίο γεγονός έφερε ξανά στην επιφάνεια μυστήριο μαζί και θησαυρό.
Στην άκρη των ανατολικών συνοικιών της πόλης, εκεί όπου σήμερα ανατολή και δύση σμίγουν, συμπίπτουν και ενώνονται**, ζούσε ένας μηχανικός παρέα με το γάτο του. Ο μηχανικός αυτός είχε από χρόνια υποβάλει ένα σχέδιο για τη δημιουργία μιας υπόγειας σήραγγας, που θα ένωνε το κέντρο με τους αντίποδες της πόλης, διαπερνώντας κάθετα τον ίδιο τον πυρήνα του πλανήτη. Επειδή, όμως, βαρέθηκε να περιμένει από την πόλη να εγκρίνει τις φιλοδοξίες του και να τις χρηματοδοτήσει, ξεκίνησε με δικό του κόπο και έξοδα προσωπικά να πραγματοποιήσει το μεγαλόπνοο αυτό εγχείρημα, ανοίγοντας μια τρύπα στο κέντρο της αυλής του.
Οι οικονομίες του δεν του επέτρεπαν και πολλά πράγματα, αλλά ευτυχώς σε αυτό βοηθούσε από κοντά και ο γάτος, που τότε θεωρούνταν στην πόλη ένας από τους καλύτερους ζωγράφους. Οι πίνακες του γάτου πωλούνταν ολοένα και σε υψηλότερες τιμές και ο μηχανικός, ως ιδιοκτήτης και διαχειριστής του τετράποδου καλλιτέχνη και των πνευματικών του δικαιωμάτων, κατάφερε σύντομα να συγκεντρώσει τα απαραίτητα κεφάλαια, τα οποία και επένδυσε στην υλοποίηση του οράματός του.
Οι ανασκαπτικές εργασίες ξεκίνησαν στις αρχές του καλοκαιριού, την εποχή που όλοι οι άλλοι κάτοικοι της πόλης σχεδίαζαν ταξίδια και διακοπές σε παρθένες γειτονιές και συνοικίες μακρινές και ανεξερεύνητες. Επτά μήνες μετά, ωστόσο, ο μηχανικός δεν είχε καταφέρει παρά να προχωρήσει τη σήραγγά του μόλις μερικές δεκάδες μέτρα.
Ήταν ένα ζεστό χειμωνιάτικο μεσημέρι, όταν τον συνάντησα χλωμό και κουρασμένο να κάθεται πάνω από την τρύπα του με ένα μολύβι και ένα θαλασσί τετράδιο και να κάνει υπολογισμούς και πράξεις. Ήταν η εποχή που ξεκινούσα από νωρίς παρέα με τον τότε μελλοντικό μου γείτονα, τον γέρο λαχειοπώλη και τριγυρνούσαμε την πόλη ψάχνοντας πώς εκείνος θα πουλήσει τους λαχνούς και πώς εγώ θα βρω να αγοράσω ιστορίες.
Όταν βρεθήκαμε να περνάμε έξω από το εργοτάξιο και την αυλή του μηχανικού, ο γάτος του έτρεξε στα κάγκελα να μας υποδεχτεί βαστώντας στα δόντια του μια προσωπογραφία. Ο μηχανικός εκείνη τη στιγμή, προσπαθώντας να διαιρέσει τη διάμετρο του πλανήτη με την απόσταση που είχε μέχρι τότε σε βάθος προχωρήσει και αυτό να το πολλαπλασιάσει με το προσδόκιμο όριο ζωής των μηχανικών της πόλης, φαινόταν να περνάει από τη θλίψη στην κατάθλιψη και έτσι, ελάχιστη σημασία μας έδωσε. Εγώ, ωστόσο, έδειξα ζωηρό ενδιαφέρον για τη ζωγραφιά του γάτου, αφού την εποχή εκείνη είχα μόλις νοικιάσει το νέο μου δωμάτιο και προσπαθούσα να κρύψω το λευκό των τοίχων μου και να ανοίξω πάνω τους φανταστικά παράθυρα.
Έτσι, φώναξα τον μηχανικό, ρωτώντας τον πόσο κοστίζει ο πίνακας. Εκείνος τρόμαξε πολύ, έτσι ξαφνικά που τον ανέσυρα από το βυθό των λογισμών του και από την πολύ τρομάρα του παραλίγο να γκρεμιστεί μέσα στην ίδια του την τρύπα, μειώνοντας ακόμα περισσότερο το προσδόκιμο όριο ζωής των οραματιστών της πόλης.
Ο μηχανικός άφησε το θαλασσί τετράδιο και το μολύβι του και με ένα ψεύτικο χαμόγελο πλησίασε με βήματα αργά και σταθερά τα κάγκελα και το πορτοφόλι μου. Η τιμή που μου πρότεινε μου φάνηκε υπερβολική και καθώς δεν είχα όρεξη και χρόνο για παζάρια, αρνήθηκα ευγενικά. Η άρνησή μου αυτή προκάλεσε μια μικρή, μα αλίμονο εμφανή, αλλοίωση στον πίνακα του γάτου, αφού το πρόσωπο στην εικόνα φάνηκε για μια στιγμή τα φρύδια του να σμίγει και έπειτα να σχηματίζει μικρές καμπύλες γύρω από τις άκρες των χειλιών, που, αν και δεν είμαι ειδικός, μάλλον φανέρωναν λύπη και απογοήτευση.
Ήμουν έτοιμος να αρχίσω να απολογούμαι στον γάτο και στο πορτραίτο του, όταν ο μηχανικός μου πρότεινε να ανταλλάξουμε τη ζωγραφιά με μερικούς από τους λαχνούς που ο γέρος φίλος μου πουλούσε. Ο λαχειοπώλης αμέσως προθυμοποιήθηκε να με εξυπηρετήσει και έτσι τελικά απέκτησα το πρόσωπο αυτό που με κοιτάζει από ψηλά την ώρα αυτή που γράφω.
Ο γάτος, φανερά ικανοποιημένος αλλά και σκυθρωπός ταυτόχρονα, απομακρύνθηκε βιαστικά και αφού έκανε τρεις βόλτες γύρω από την τρύπα του μηχανικού, βούτηξε μέσα της τσιρίζοντας. Το αφεντικό του μας καθησύχασε αμέσως, λέγοντάς μας πως τις συνηθίζει κάτι τέτοιες απόπειρες κάθε φορά που αναγκάζεται να αποχωριστεί ένα δικό του έργο, αλλά πάντα μετά επιστρέφει πίσω, στην επιφάνεια και ξαναρχίζει.
«Πώς λέγεται ο καλλιτέχνης;», ρώτησα, την ώρα που ο μηχανικός μετρούσε τους λαχνούς του. «Γκούσταβ», απάντησε εκείνος. «Τον ονόμασα έτσι προς τιμήν του μεγάλου ζωγράφου, Γκούσταβ Κλιμτ, του οποίου η τεχνοτροπία, όπως θα έχετε και ο ίδιος ίσως παρατηρήσει, συγγενεύει με αυτή του γάτου. «Πράγματι», έσπευσα, παρατηρώντας με μάτια μισόκλειστα τη ζωγραφιά, να συμφωνήσω.
Ένιωσα τότε την ανάσα του γείτονά μου πάνω από τον ώμο μου, καθώς προσπαθούσε να δει ή μάλλον να μυρίσει από πιο κοντά το πρόσωπο στον πίνακα. «Να μου επιτρέψετε να διαφωνήσω, κύριε!», είπε ο λαχειοπώλης χαϊδεύοντας τα γένια του. «Η τέχνη του γάτου σας είναι σαφώς ανώτερη του προαναφερθέντος καλλιτέχνη, ο οποίος άλλωστε τίποτα καινούριο δεν κατάφερε να προσφέρει στη ζωγραφική εδώ και έναν αιώνα». Ο μηχανικός αφού με κοίταξε για μια στιγμή με βλέμμα που θύμιζε την τρύπα στο κέντρο της αυλής του, γύρισε στο φίλο μου και τον ρώτησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε, «Τι εννοείτε, κύριε; Τι καλύτερο θα μπορούσε να κάνει ο Γκούσταβ Κλιμτ για τη ζωγραφική, όντας νεκρός εδώ και...;»
Δεν πρόλαβε ολόκληρη την απορία του να ξεδιπλώσει και ο γέρος λαχειοπώλης ξέσπασε σε γέλια νευρικά που του έφεραν δάκρυα στα μάτια και στη συνέχεια του προκάλεσαν σπασμούς και τον έκαναν να διπλωθεί στη μέση και έπειτα να καταρρεύσει στο οδόστρωμα. Βλέποντάς τον να κυλιέται στο δρόμο αφρίζοντας, χαχανίζοντας και απλόχερα σκορπώντας τριγύρω τους λαχνούς του, στην αρχή ανησύχησα, μα δεν άργησα να θυμώσω και ύστερα να ντραπώ για λογαριασμό του φίλου και συνοδοιπόρου μου.
Εκείνος, ευτυχώς, το κατάλαβε και αφού σηκώθηκε και ξεσκονίστηκε, απολογήθηκε στο μηχανικό, κοιτάζοντας ωστόσο πάντα εμένα, «με συγχωρείτε, αλλά με κάτι τέτοια δυσκολεύομαι να συγκρατηθώ. Άκου όντας νεκρός! Αν θέλετε να ξέρετε, κύριοι, ο Γκούσταβ είναι τόσο όντας νεκρός όσο και εμείς οι τέσσερις! Ζει εδώ και δεκαετίες στον Ισημερινό και την περνάει μια χαρά. Και όποτε γουστάρετε, σας πάω να τον δείτε!»
Ποιος ξέρει τι άλλο ακόμα θα μάθαινα από το γέρο φίλο μου εκείνο το ζεστό χειμωνιάτικο μεσημέρι, αν τα λόγια του δε διακόπτονταν αιφνίδια από το επίμονο νιαούρισμα του γάτου. Η φωνή του καλλιτέχνη ακούστηκε απόκοσμη μέσα από την τρύπα του αφέντη του, λες και ήθελε με τον τρόπο αυτό να δώσει την αναφορά του από τα έγκατα της γης. Σωπάσαμε και οι τρεις μας και μείναμε να κοιτάζουμε την τρύπα προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε αυτό που ακούγαμε, μέχρι που ο γάτος εμφανίστηκε ξανά στην επιφάνεια της γης με δυο σειρές κοσμήματα τριγύρω από το λαιμό του στολισμένος.
Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή. Το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού της πόλης τις επόμενες μέρες συγκεντρώθηκε στο ελάχιστο κομμάτι έκτασης που περιέβαλε τη μαγική αυλή, πολιορκώντας το εργοτάξιο και απαιτώντας τα πολύτιμα. Δύσκολα έβρισκες άνθρωπο στην πόλη που να αρνιόταν τις αξιώσεις του πάνω στο μερίδιο που του αντιστοιχούσε από το θησαυρό του αγίου Μιλιτάριου, πάνω στον οποίο είχανε πέσει άθελά τους ο γάτος και ο μηχανικός του, ενώ επιδίωκαν να ικανοποιήσουν ο μεν τις καλλιτεχνικές ο δε τις επιστημονικές του ανησυχίες. Όσοι είχανε επιβιώσει από την εποχή της κατοχής των ξένων, αλλά και οι νεότεροι που δεν προλάβανε να γνωρίσουνε καλά-καλά ξένος τι ακριβώς σημαίνει, συνέτασσαν λίστες με διεκδικούμενα αντικείμενα και αφηρημένες έννοιες. Και όλοι απαιτούσαν από την πόλη άμεσα να τους δικαιώσει, τονίζοντας κυρίως λόγους συναισθηματικούς, που άρρηκτα συνέδεαν αυτούς και τα πολύτιμα.
Η τρύπα του μηχανικού ανακηρύχθηκε μνημείο της πόλης και η πόλη την έθεσε υπό την προστασία και την κατοχή της, ενώ αντί των πολυτίμων, περιορίστηκε να μοιράσει στους κατοίκους της υποσχέσεις και ευχές για τον καινούριο χρόνο. Επίσης ολόκληρο το κτήμα του μηχανικού απαλλοτριώθηκε και στον ίδιο τον πρώην ιδιοκτήτη του δόθηκε ως αντάλλαγμα ένα μικρό διαμέρισμα με θέα στο φεγγάρι. Ωστόσο, δεν του απαγορεύτηκε η είσοδος στο πρώην εργοτάξιο.
Ο μηχανικός μόλις την τελευταία στιγμή γλίτωσε το θάνατο από βαθιά απόγνωση, αφού τον πρόλαβαν η σύζυγός του και ο εραστής της, οι οποίοι αφού τον δολοφόνησαν, κομμάτιασαν το πτώμα του και πέταξαν τα κομμάτια του μες στη μοιραία τρύπα.
Εάν δεν ήταν ο γάτος, τα κομμάτια του άτυχου μηχανικού θα σάπιζαν ξεχασμένα στα έγκατα του απραγματοποίητου ονείρου του. Η αστυνομία καθοδηγούμενη από τα σκίτσα του ζώου, κατέβηκε στον βυθό της τρύπας και αφού ανακάλυψε τα χαμένα κομμάτια και τα ένωσε, συναρμολόγησε ξανά και αναγνώρισε $έστω και μετά θάνατον$ τον μεγάλο αυτό επιστήμονα και οραματιστή.
Ο νεαρός ανθυπαστυνόμος, που ανέλαβε επικεφαλής της υπόθεσης, συνέταξε την αναφορά του, στην οποία κατέληγε στο συμπέρασμα, ότι ο μηχανικός αυτοκτόνησε από την απελπισία του, αφού δεν μπόρεσε να δει το φιλόδοξο έργο του να ολοκληρώνεται, κομματιάζοντας τον εαυτό του και πέφτοντας στη συνέχεια μόνος του κομμάτι-κομμάτι στο κενό που ο ίδιος είχε δημιουργήσει.
Η υπόθεση μπήκε πανηγυρικά στο αρχείο, ενώ ο ανθυπαστυνόμος προήχθη σε υπαστυνόμο. Στο πάρτυ της προαγωγής του, που έγινε, όπως συνηθίζεται στον τόπο του εγκλήματος, δηλαδή στην παλιά αυλή του θύματος, δεν ήτανε και λίγες οι νεαρές καλλονές της πόλης που του ζητήσανε να τις συνοδέψει στο χορό. Εκείνος, ωστόσο, αρνήθηκε στις περισσότερες ευγενικά και ίσως σε κάποιες λιγότερο ευγενικά, χωρίς, όμως, να καταφέρει να κρύψει την αμηχανία και τη νευρικότητά του κάτω από τη λαμπερή στολή, τη δίκαιη προαγωγή και τα πολύχρωμα παράσημα.
Λένε πως ο χορός πάντοτε άγχωνε τον υπαστυνόμο. Από τότε που, παιδί ακόμα, οι γονείς του τον πίεζαν να γίνει χορευτής. Λένε ακόμα πως έγινε αστυνομικός μόνο και μόνο από αντίδραση στην έντονη επιθυμία των γονιών του.
Ό,τι και να λένε, πάντως, το σίγουρο είναι πως όλη αυτή η ιστορία με τα κομμάτια και την τρύπα έκανε να ξεχαστεί για ακόμα μια φορά ο θησαυρός του αγίου Μιλιτάριου. Ίσως όμως η επόμενη φορά που οι άνθρωποι θα θυμηθούνε τα πολύτιμα να είναι και μοιραία για την ιστορία αυτής της πόλης.
Ίσως μια μέρα οι κάτοικοι της πόλης να ζητήσουνε πίσω ξανά αυτά που κάποτε τόσο υπάκουα παρέδωσαν. Ίσως κάποτε να βγούμε όλοι, ο καθένας κάτι απαιτώντας, εκεί έξω στους δρόμους και πίσω ποτέ να μη γυρίσουμε με άδεια ξανά τα χέρια.
Τέλος, εκδίκηση για τον άγριο φόνο του μηχανικού από τη σύζυγό του και τον εραστή της πήρε ο ίδιος ο ζωγράφος γάτος με τέτοιο τρόπο που έκανε την ίδια την εκδίκηση να μοιάζει με έργο τέχνης. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία***.



* Ο άγιος Μιλιτάριος υπήρξε αναμφίβολα ο πιο αστείος άγιος στην ιστορία όλων των θρησκειών και των δογμάτων. Αν και ορκισμένος άθεος, από καθαρό πείσμα και ξεροκεφαλιά μαρτύρησε και πέθανε με αργό και βασανιστικό -ακόμα και για τους δημίους του- τρόπο, λίγο πριν ανακοινωθεί επίσημα η έγκριση της αίτησης χάριτος, που είχε για λογαριασμό του υποβάλει το σωματείο δεσμοφυλάκων και βασανιστών της πόλης. Σχεδόν τριάντα ώρες μετά το θάνατό του ανακηρύχθηκε άγιος από παρεξήγηση, αφού τον μπέρδεψαν με κάποιον συνονόματο ξάδερφό του, ο οποίος ήταν άνθρωπος σοφός και ευσεβής και θεράπευε τους πονοκεφάλους των ανθρώπων κάνοντας προσευχές και μοιράζοντας ασπιρίνες.
** Η άνευ όρων επέκταση της πόλης και η εξάπλωσή της στην επιφάνεια ολόκληρου του πλανήτη οδήγησαν στη γεωγραφική ταύτιση των ανατολικών και των δυτικών συνοικιών. Πολλοί αποδίδουν το αποτέλεσμα αυτό στο φαινόμενο της αέναης και αμοιβαίας διαστολής της πόλης και συστολής του κόσμου σε συνάρτηση με τη διαρκώς αυξανόμενη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας σε αντιδιαστολή προς την κάθετη πτώση της υγρασίας των σωμάτων και των ψυχών των ανθρώπων.
***Η άλλη ιστορία: Η αλήθεια είναι ότι ο Γκούσταβ ποτέ δεν αγάπησε τον κύριο του, όσο εκείνος ζούσε. Ένιωθε πάντα αδικημένος από την εμπορική εκμετάλλευση της ζωγραφικής του και πίστευε πως, αν δεν είχε αυτό το ξεχωριστό ταλέντο της δημιουργίας, δε θα ήταν παρά ένας ασήμαντος ψωρόγατος που θα κουβαλούσε σακιά με χώμα στο μοναχικό και απόμακρο εργοτάξιο. Ουσιαστικά, ο γάτος ανεχόταν τη συνύπαρξή του με το μηχανικό, με μόνη του απαίτηση χαρτιά, πινέλα και μπογιές και πού και πού κανένα πιάτο φρέσκο γάλα. Τα πράγματα, όμως, άρχισαν να αλλάζουν από τη μέρα που η τύχη ανέσυρε από τα βάθη της λησμονιάς τον χαμένο θησαυρό της πόλης. Ο Γκούσταβ νόμισε στην αρχή πως η αύξηση της επισκεψιμότητας στο κτήμα του αφεντικού του είχε να κάνει με τους πίνακές του και υποψιάστηκε πως ο μηχανικός θα τους έβγαζε όλους στο σφυρί, για να μαζέψει ακόμα περισσότερα λεφτά, αδιαφορώντας για τις ευαισθησίες του καλλιτέχνη. Όταν, όμως, είδε τον κύριό του να κλαίει πάνω από την τρύπα του, την οποία η πόλη είχε βιαστικά στολίσει με μία κακόγουστη πορτοκαλί κορδέλα, κατάλαβε πως κάτι άλλο συνέβαινε. Βλέποντας την απελπισία να κολυμπάει ανέμελα στα υγρά μάτια του μηχανικού, ένιωσε για πρώτη του φορά συμπάθεια για τον άνθρωπο και ορκίστηκε στο εξής να μην τον εγκαταλείψει. Παρασυρμένος ίσως από τις δικές του αυτοκτονικές τάσεις, άρχισε να ακολουθεί παντού το αφεντικό του, φροντίζοντας να μην τον αφήνει ποτέ μόνο του. Έτσι, έγινε μάρτυρας του φριχτού εγκλήματος, στη συνέχεια αυτόκλητος συνεργάτης των αστυνομικών και τέλος $μετά την ατυχή παρέμβαση της αστυνομίας$ κατέληξε τιμωρός και εκδικητής. Ένα βράδυ που οι δύο διαβολικοί εραστές ερωτοτροπούσαν μέσα στις σαπουνάδες της μπανιέρας, ανακυκλώνοντας τις βρωμιές τους, τρύπωσε από το ανοιχτό παράθυρο, άρπαξε την πρώτη ηλεκτρική συσκευή που βρέθηκε μπροστά του και αφού την έβαλε σε λειτουργία, την πέταξε με μίσος μέσα στον αρωματισμένο βούρκο. Η πράξη του αυτή εκτός από τον ακαριαίο θάνατο των δολοφόνων του μηχανικού, προκάλεσε ηλεκτρικό βραχυκύκλωμα που βύθισε ολόκληρη την πόλη στο σκοτάδι για περίπου μισή ώρα. Κατά τη διάρκεια αυτής της ημίωρης συσκότισης, σημειώθηκαν σε πολλά σημεία της πόλης διάφορες ανεξήγητες και προκλητικές ενέργειες, τις οποίες η πόλη, μην μπορώντας να κρύψει την αμηχανία της, ονόμασε τρομοκρατικές. Η μυρωδιά καμένης σάρκας αναμεμειγμένη με αιθέρια έλαια και αφρόλουτρα οδήγησε την επόμενη μέρα γείτονες και τηλεοπτικά συνεργεία στο μοιραίο μπάνιο, όπου το θέαμα που αντίκρισαν ξεπερνούσε κάθε νοσηρή φαντασία. Ο Γκούσταβ, αν και διέπρεψε ως ζωγράφος προσωπογραφιών, φαίνεται πως τα κατάφερνε εξίσου καλά και στη nature morte.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου