Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

ερω

Στη αρχή κοιμάσαι. Κοιμάσαι ακόμα και ονειρεύεσαι. Βρίσκεσαι ανάμεσα στα πόδια της κι έχεις κολλήσει το πρόσωπό σου στο μουνί της.
Την ονειρεύεσαι.
Το όνειρό σου είναι ένα υγρό και σκοτεινό υπόγειο.
Στριμώχνεις την κλειτορίδα της ανάμεσα στα χείλη σου και τότε αυτή σφίγγει αντανακλαστικά τα μπούτια της γύρω από το λαιμό σου. Όλο και λιγοστεύει το οξυγόνο σου, μα η γλώσσα σου παλεύει ακόμα με μανία. Βαράς με τη γλώσσα σου πεισματικά το φράγμα της, μέχρι που αυτό σιγά-σιγά αρχίζει να ραγίζει. Στάζει από παντού.
Μέσα στον ύπνο σου τη γλώσσα σου δαγκώνεις, μα ο πόνος από μόνος του δε φτάνει για να σε ξυπνήσει. Έρχεσαι κι άλλο πιο κοντά –πάντα υπάρχει πιο κοντά για κάποιον που συνήθισε να ζει μετρώντας αποστάσεις- και τότε δίνεις τη χαριστική βολή.
Αύτη πιέζει το κεφάλι σου, λες και γουστάρει ολόκληρο να σε βυθίσει μέσα της για πάντα. Η στάθμη των υγρών της ανεβαίνει διαρκώς. Ελευθερώνεσαι από το ερωτικό κεφαλοκλείδωμα και πέφτεις μες στον ορμητικό της χείμαρρο. Πασχίζεις να κρατηθείς στην επιφάνεια, μα κατά βάθος θέλεις να φτάσεις στο βυθό της. Ψάχνεις από κάπου να πιαστείς, μα τίποτα πια στερεό δε φαίνεται να υπάρχει στον ορίζοντά σας.
Ο ποταμός της δε λέει να στερεύσει. Ολόκληρη η ύπαρξή της έχει πια ρευστοποιηθεί και πλημμυρίζει ήδη τη δική σου. Σου είναι πια αδύνατο να αντισταθείς. Βουλιάζεις. Πνίγεσαι. Αφήνεσαι στο έλεος της περιδίνησης κι όπου αυτό σε βγάλει.

Λίγο –ή λίγο περισσότερο- μετά ξυπνάςπάνω στου κρεβατιού την όχθη,καταμεσής στο όνειρο, ξέπνοος, μισοαναίσθητος, μα πάντα καυλωμένος.
Κοιμάσαι ακόμα. Βρίσκεσαι μέσα στο όνειρό, μα οι αισθήσεις σου σε έχουν εγκαταλείψει. Μια δίψα, μόνο, απροσδιόριστη ειρωνικά σου υπενθυμίζει πως είσαι ζωντανός.
Τόσο νερό τριγύρω σου κι εσύ διψάς ακόμα.
Και τότε ξαναεμφανίζεται αυτή. Είναι και πάλι συμπαγής και ενσώματη. Σε πλησιάζει και σκύβει από πάνω σου. Δε σε έχει ακόμα βαρεθεί - να φύγεις ακόμα δε θέλει να σε αφήσει. Τη βλέπεις να γονατίζει κάτω εκεί, στους πρόποδες του κρεβατιού. Τον πούτσο σου τυλίγει στην παλάμη της κι αρχίζει να σε γλύφει, πάντα κοιτώντας σε ολόισια στα μάτια.
Τα μάτια σου ακόμα είναι κλειστά. Κοιμάσαι ακόμα και ονειρεύεσαι.
Το όνειρό σου είναι υγρό και κολυμπάς μέσα του.
Το όνειρο σου είναι βρώμικο και τα σεντόνια σου λερώνεις.
Χορεύεις μες στον ύπνο σου – μόνο εκεί, στον ύπνο σου αληθινά χορεύεις. Καμιά φορά μαζί της να χορέψεις προσπαθείς, μα τρέμεις μήπως τα βήματά σου σε ξυπνήσουν. Τα βήματά σου υπακούουν στον αυτοσχεδιασμό της εισπνοής. Η εκπνοή σου αλλάζει συνεχώς ένταση, μέτρο και ρυθμό.
Αυτή, με το μισό από σένα μες στο στόμα της, παρατηρεί τις αντιδράσεις σου και το διασκεδάζει. Δαγκώνει λίγο ελαφρά και τότε ο πόνος σου δίνει μια μικρή σπρωξιά και αμέσως έξω από τον ύπνο σε πετάει.

Ξυπνάς. Την βλέπεις, έξω από το όνειρο ετούτη τη φορά, μα όχι πολύ μακριά του. Γελάει μαζί σου. Πάνω στα δόντια της η έκπληξή σου καθρεφτίζεται.
Πως μπήκες εδώ μέσα;
Ποιος σου άνοιξε;
Τι θέλεις από μένα;
Αυτή, αντί για απάντηση, σου λέει μια καλημέρα βιαστικά και συνεχίζει τη δουλειά της. Κι ενώ ανάμεσα στα δάχτυλά της όλο και πιο πολύ σπαράσσεσαι, αρχίζεις να θυμάσαι.
Η μνήμη σου, αυτεξούσια σχεδόν, ανακαλεί τη χθεσινή βραδιά. Θυμάται αυτήν να σου ζητάει πρώτα πάνω στην πόρτα να αφήσεις το κλειδί και ύστερα ολόγυμνος να πέσεις στο κρεβάτι. Έτσι ώστε να μην χρειαστεί να σηκωθείςεσύ την πόρτα για να ανοίξεις - έτσι ώστε στον κόπο να μπει κι αυτή μετά τα ρούχα να σου βγάλει. Και έτσι, σαν τον κλέφτη, αθόρυβα θα τρύπωνε χαράματα στο σπίτι σου και μυστικά θα ερχότανε κοντά σου. Και ανενόχλητη θα ξεκινούσε το παιχνίδι μόνη της κι εσύ θα έμπαινες σε αυτό μετά και μόνο αφού ξυπνούσες. Και έτσι δε θα καταλάβαινες το πέρασμα από τον ύπνο ως την πραγματικότητα και το ταξίδι από το ένα όνειρο απέναντι στο άλλο.
Οι αναμνήσεις συνήθως τις δυνάμεις σου απομυζούν, μα τώρα που θυμήθηκες νιώθεις πολύ καλύτερα. Και στο παιχνίδι αυτό βιάζεσαι να μπεις κι εσύ με τη σειρά σου.
Φτάνει, μωρό μου! Έλα τώρα δίπλα μου και ξάπλωσε.
«Μα, δεν τελείωσα.»
Κουνάει το κεφάλι παιχνιδιάρικα και τα μαλλιά της τα αρχίδια σου χαϊδεύουν.
Φτάνει, σου λέω! Έλα εδώ! Θέλω να σου μιλήσω.
Σηκώνεται. Για μια στιγμή μοιάζει σα να διστάζει. Μα αμέσως σου χαμογελά γλυκά, βουτώντας μες στην αγκαλιά σου.
Κάνει να σε φιλήσει στο λαιμό, μα τότε εσύ την σταματάς απότομα. Και αφού ολόκληρο το σύμπαν ξεγελάς, γυρίζεις ξαφνικά ανάποδα και τον δικό σας τον πλανήτη.   

«Τι πας να κάνεις; Με πονάς!»
Διαμαρτύρεται και προσπαθώντας να ανασηκώσει τη λεκάνη της σε φέρνει μοιραία όλο και πιο κοντά της. Τα χέρια σου την ακινητοποιούν. Το βάρος σου την παγιδεύει.
«Τι θέλεις; Άφησέ με!»
Φωνάζει, ενώ εσύ περνάς τα χέρια της κάτω από τα γόνατά σου.
«Όχι, δε θέλω έτσι!»
Λες και την ρώτησες. Σειρά μου τώρα εσύ μαζί της να γελάσεις. Παλεύει να ελευθερωθεί. Να την αφήσεις σε παρακαλά, ενώ ταυτόχρονα σε βρίζει. Μα εσύ αρπάζεις το κεφάλι της και της δίνεις ένα λόγο σοβαρό για να σωπάσει επιτέλους.
Τον ακουμπάς ανάμεσα στα χείλια της και αυτή αρχίζει ξανά να σε ρουφάει. Κάνεις να πάςακόμα πιο βαθιά και αυτή τα μάτια της γουρλώνει.
Τα μάτια της τώρα σου μιλούν. Θέλουν να συμπληρώσουν την απουσία της φωνής της. Πάντοτε έχουν μια ιστορία αυτά τα μάτια να σου πουν, μα από όλες η ιστορία αυτή είναι που σου αρέσει περισσότερο. Μόνο που κάτι λείπει. Κρατάς το κεφάλι της και με τα δυο σου χέρια σταθερό και ξεκινάς να της γαμάς το στόμα. Σπρώχνεις όσο πιο μπορείς βαθύτερα, ώσπου αυτή δακρύζει. Παλεύει να αποφύγει τον πνιγμό και πάλι σε δαγκώνει, λίγο πιο δυνατά ετούτη τη φορά και τότε εσύ εξαγριώνεσαι.
Βγαίνεις από το στόμα της. Κάτι πηγαίνει να σου πει, άλλα δεν προλαβαίνει. Μονάχα λίγες άναρθρες κραυγές γεμίζουν το δωμάτιο, καθώς την χαστουκίζεις, με το πουλί σου στην αρχή, ύστερα με τα χέρια. Λίγο πριν κλάψει σταματάς, ανασηκώνεσαι και σκύβεις πιο κοντά της. Την έχεις φυλακίσει ανάμεσα στα πόδια σου, στάζεις στο πρόσωπό της και τότε αυτή αρχίζει πλέον αναπόφευκτα και πάλι να σε γλύφει. Αισθάνεσαι τη γλώσσα της να πάλλεται. Ζεις τη λαχανιασμένη της ανάσα της και λες, δεν πάει άλλο. 

Σηκώνεσαι απότομα. Τραβάςτο μαξιλάρι και το στριμώχνεις γρήγορα ανάμεσα στο κρεβάτι και τον κώλο της. Αυτή, δαγκώνοντας τα χείλη της, σηκώνει τη λεκάνη.
Λες και σου ζήτησα βοήθεια.
Τι θέλεις πουτανάκι;
Στρέφει στο πλάι το κεφάλι της.
Τα μάτια και τα χείλη της σφραγίζει.
Δε θέλει να σου δώσει απάντηση.
Σκύβεις και πάλι από πάνω της κι αρχίζεις πρώτα να της γλύφεις το λαιμό και ύστερα το αυτί της να δαγκώνεις. Πεινάς και θέλεις να την καταβροχθίσεις ζωντανή.
Λέγε μου τώρα, τι είναι αυτό που θες;
Το χέρι σου ανιχνεύει προσεκτικά τις τρύπες της τσαλαβουτώντας μέσα στα πρώιμα υγρά της. Παλεύει αυτή να αντισταθεί, μα ελπίδα δεν υπάρχει.
Πες μου τι θες, αλλιώς δεν πάω πουθενά.
Πες μου τι θες, αλλιώς θα φύγω τώρα!

«Κάνε μου έρωτα!», μόλις που ψιθυρίζει.
Πιο δυνατά! Δεν άκουσα.
Τα δάχτυλά σου στα έγκατά της κατεβαίνουνε και εξερευνούνε τις σπηλιές της. Την ίδια ώρα η γλώσσα σου τα καταφέρνει και διαπερνά του αυτιού της τον λαβύρινθο και πιάνει από τα κέρατα των σκέψεών της το μινώταυρο.
«Να με πηδήξεις, καριόλη, θέλω! Να με πηδήξεις, όσο πιο δυνατά μπορείς!», ξεσπάει και ουρλιάζει.
Τρέμει το σώμα της.
Τρέμει και η φωνή.
Το σπίτι σου κουνιέται.
Χορεύει το κρεβάτι σου.
Συθέμελα ταράζεται ολόκληρος ο κόσμος.
Όπως επιθυμείτε.
Μπαίνεις μες στο μουνί της σιγά-σιγά, προσεκτικά. Η καύλα της είναι πορσελάνινη κι εσύ ακόμα δε θέλεις να τη σπάσεις. Ο αργός ρυθμός μοιάζει να την ευχαριστεί, μα εσένα δε σου φτάνει. Οι ανάσες σας μπερδεύονται. Τα χείλη σου αγγίζουν τα δικά της. Τη νιώθεις. Διψάει για ένα σου φιλί, μα εσύ δεν της το δίνεις. Πιάνεις τα χέρια της ξανά. Μαγκώνεις τους καρπούς της.
Αυτό θέλεις μωρό μου;
Αυτό από εμένα αναζητάς;
Για αυτό ήρθες στη ζωή μου;
Η απάντησή της έρχεται συλλαβιστή, λες και είναι η ίδια της η εκπνοή που την υπαγορεύει.
«Και - για – αυ– τό.»
Και για τι άλλο, πες μου!
Σιγά- σιγά επιταχύνεις το ρυθμό και μετατρέπεις το πήδημά σας σε ανάκριση. Μα το παιχνίδι το ξέρει και αυτή. Το έχει ξαναπαίξει. Τα πόδια της τυλίγει γύρω από τη μέση σου. Τα δόντια της σου δείχνει.
«Το άλλο ψάξε να το βρεις μονάχος σου! Εγώ δε βοηθάω άλλο.»

Αυτό ήταν. Ίσως να μην περίμενες αυτό, αλλά και αυτό σου κάνει. Τις απελευθερώνεις τους καρπούς, βάζεις το ένα σου χέρι πίσω από το σβέρκο της και με το άλλο το στόμα της φιμώνεις. Και αρχίζεις να την πηδάς με όλη σου τη δύναμη.
Με όλη τη δύναμη που είχες για αυτό το πήδημα φυλάξει.
Μέσα στο αφρισμένο της μούνι μπαίνεις και βγαίνεις με ρυθμό δαιμονικό. Και κάθε που εισβάλεις μέσα της είναι και σαν να προσπαθείς, όχι μονάχα να φτάσεις όλο και βαθύτερα, αλλά και σα να θέλεις να χωρέσεις μες στο σώμα της όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού σου.
Και όσο της τον καρφώνεις πιο βαθιά, και όσο παλεύεις πιο πολύ στα δυο να την ανοίξεις, ακούς να ξεχειλίζει το πνιχτό της βογκητό μέσα από τα δάκτυλά σου και κάτω από την παλάμη σου να θέλει να αποδράσει. Νιώθειςέτοιμος πια να εκραγείς και τότε αποφασίζειςένα νέο ελιγμό στου κρεβατιού τη μάχη.

Βγαίνεις από μέσα της απότομα. Τραβάς το χέρι από το στόμα της. Τόση ώρα ήθελε κάτι να σου πει, μα τώρα πια μονάχα με αναστεναγμούς μπορεί να σου μιλήσει.
Έτσι πολύ καλύτερα.
Ανάμεσά σας, άλλωστε, λέξεις πια δε χωράνε. ΄
Σκύβεις πάνω από το στήθος της και αχόρταγα γλύφεις της θηλές της.
Αυτές σκληραίνουν.
Γίνονται αιχμηρές.
Μπήγονται μες στα μάτια σου.
Τρυπάνε το μυαλό σου.
Αγριεύεις. Γίνεσαι κακός. Ήρθε η σειρά σου τα δόντια σου να δείξεις.
Και τώρα πια ούτε καν που νοιάζεσαι ξανά να τη φιμώσεις. Αφήνεις να ξεφύγουν οι φωνές. Τις σπρώχνεις να ταξιδεύσουν μακριά. Δεν τις χωράει το δωμάτιο. Η πόλη δεν τους φτάνει. Το γύρο του πλανήτη κάνουνε και επιστρέφουν πίσω. Κι εσύ επιμένεις να της δαγκώνεις τα βυζιά. Να την κατασπαράζεις.
Και ύστερα πάλι σταματάς. Την πιάνεις από το λαιμό. Αρπάζεις τα μαλλιά της. Της δίνεις ένα αλμυρό φιλί και την καθησυχάζεις. Κάνεις να φύγεις, μα έχει πια το στόμα της κολλήσει στο δικό σου. Την σφίγγεις λίγο περισσότερο και αυτή τα χείλη σου δαγκώνει. Νιώθω τα χείλη σου να σχίζονται. Το αίμα σου ποτίζει τα σεντόνια.
Πες μου τώρα τι θέλεις,  τα μάτια της ρωτούν.
Γύρνα από την άλλη!

Σαν φίδι ανάμεσα στα πόδια σου ελίσσεται. Γυρίζει αμέσως μπρούμυτα. Σε αφήνει να την καβαλήσεις. Και μπαίνεις μέσα της ξανά κι αυτή εξαφανίζεται μέσα στα μαξιλάρια.
Έτσι την προτιμάς καλύτερα.
Έτσι την νιώθεις πιο αρμονική τη σχέση των κορμιών σας.
Έτσι του «κάνε μου έρωτα!» ο ψίθυρος για πάντα καταλύεται και μόνο το ουρλιαχτό του «να με πηδήξεις, όσο πιο δυνατά μπορείς!» στο τέλος απομένει.
Θα σε πηδήξω, αγάπη μου.
Θα σε πηδήξω με όλη μου τη δύναμη.
Στα δύο θα σε σκίσω μήπως και βρούμε κι οι δυο μας τελικά αυτό που κρύβεις μέσα σου.
Αυτό που δε τόλμησες ποτέ σου να μου πεις.
Αυτό που ακόμα και εσύ φοβάσαι να ακούσεις.
Νόμισες πως το μουνί σου μου είναι αρκετό, μα εγώ γουστάρω να γαμήσω το μυαλό σου.
Θα σου γαμήσω ότι σου έχει μείνει αγάμητο κι εσύ θα θέλεις κι άλλο.
Και όσο πιο δυνατά από πίσω την σφυροκοπάς, τόσο κι ο κώλος της χορεύει στο ρυθμό σου.
Παίρνεις ανάσα αλλά αυτήν δεν την αφήνεις να ησυχάσει ούτε στιγμή. Τα κωλομέρια της χτυπάς με τις παλάμες ανελέητα κι ύστερα πάλι συνεχίζεις με ένταση ακόμα πιο μεγάλη.
Όλο το αίμα σου έχει μαζευτεί στον πούτσο σου. Και αυτός μικρός ναυτίλος ποντίζεται στην άβυσσο, είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από την ύπαρξή της.

Θα σε γαμάω όχι μέχρι το όνομά σου να ξεχάσεις.
Αυτό μου είναι αδιάφορο.
Θα σε γαμάω μέχρι να λησμονήσεις το δικό μου.
Κι αν σε ρωτήσουν να τους πεις ύστερα ποιος σε γάμησε, εσύ θα απαντήσεις ο κανένας.  

Βάζεις μέσα στον κώλο της δυο δάχτυλα, ενώ ήδη αισθάνεσαι πως θέλεις να τελειώσεις. Θέλεις ταυτόχρονα μέσα να μπεις από παντού. Θέλεις εκεί να μείνεις μέσα της για πάντα.
Θέλεις να θέλει ότι θες.

Νιώθεις πως είσαι πια πολύ κοντά. Αυτή κάτι καταλαβαίνει. Γυρίζει το λαιμό της προς το μέρος σου. Στρέφει το βλέμμα της πάνω στα ένστικτά σου.
«Άσε με να έρθω για λίγο από πάνω και εγώ!»
Από πάνω είσαι μωρό μου.
Από την αρχή.
Ακόμα δεν το έχεις καταλάβει; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου