Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Η Μαυροφτέρουγη

Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που ακόμα τα παραμύθια ήταν πιο πραγματικά κι από την πραγματικότητα, δεν ήταν οι άνθρωποι που κυβερνούσανε τον κόσμο αλλά τα πουλιά.
Τα πουλιά δεν διέφεραν και πολύ από τους ανθρώπους. Όπως εμείς σήμερα, έτσι κι εκείνα τότε υπάκουαν στους νόμους. Και όλο καυγάδιζαν για το ποιοι νόμοι –της φύσης ή της αγοράς– είναι οι ισχυρότεροι.
Μα όταν τα πουλιά καυγάδιζαν, δεν ήταν όπως με τους ανθρώπους τώρα, που είναι πολιτισμένοι και που ό,τι κακό κάνουν το κάνουν πολιτισμένα και ανθρώπινα. Οι καυγάδες των πουλιών ήταν πόλεμοι κανονικοί. Έτσι έχουμε στην ιστορία των παραμυθιών δύο τέτοιους μεγάλους παραμυθοπόλεμους. Και πολλούς άλλους φυσικά μικρότερους.
Ο πρώτος Παμπαραμυθιακός Πόλεμος ξεκίνησε όταν τα πουλιά που υποστήριζαν τους νόμους της αγοράς ψήφισαν έναν καινούριο νόμο, που έλεγε πως ένα και ένα κάνουν δύο πάντοτε. Αυτό βέβαια ήταν τελείως αντίθετο με εκείνο που έλεγαν οι νόμοι της φύσης, αφού στη φύση, όπως είναι γνωστό, είναι φορές που ένα και ένα κάνουν τρία, άλλοτε μόνο ένα και κάποτε, σπάνια βέβαια, μηδέν.
Τα πουλιά που ήταν με το μέρος της φύσης δεν μπορούσαν λοιπόν να ανεχτούν αυτήν την αυθαιρεσία των προαιώνιων εχθρών τους και έτσι τους κήρυξαν τον πόλεμο. Και επειδή τότε ακόμα ήταν και περισσότερα και πιο δυνατά και είχαν και τη φύση με το μέρος τους, τον κέρδισαν τον πόλεμο αυτόν και υποχρέωσαν τα πουλιά της αγοράς να πάρουν πίσω τους παράλογούς τους νόμους.
Τα πουλιά όμως της αγοράς, που είχαν βγει από το πρώτο μεγάλο πόλεμο ταπεινωμένα και ξεπουπουλιασμένα, δεν το έβαλαν κάτω. Γρήγορα οργανώθηκαν ξανά, εξόπλισαν τις σμηναρχίες τους και έψαχναν τρόπο να παρασύρουν τους εχθρούς τους σε έναν δεύτερο μεγάλο πόλεμο. Αφορμή αυτή τη φορά υπήρξε ένας καινούριος νόμος της αγοράς, που έλεγε πως όλα τα τετράγωνα έχουν πάντα τέσσερις γωνίες. Αυτό για τα πουλιά της φύσης ήταν ακόμα πιο εξωφρενικό και έθεσαν αμέσως σε πολεμική ετοιμότητα όλες τις πτέρυγες μάχης που διέθεταν.
Γιατί στη φύση όχι μόνο τα τετράγωνα δεν έχουν πάντα τέσσερις γωνίες, αλλά καλά-καλά δεν είναι σίγουρο αν στ’ αλήθεια υπάρχουνε τετράγωνα. Και έτσι ξεκίνησε ο δεύτερος Παμπαραμυθιακός Πόλεμος που κράτησε πολύ περισσότερο από τον πρώτο και που πολλοί λένε πως δεν έχει ακόμα τελειώσει.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού έσκασε από το αυγό της μια νέα παραμυθοπούλα, που έμελλε να κρίνει και την πορεία του πολέμου. Και μαζί με αυτήν γεννήθηκε ένα καινούριο παραμύθι. Το παραμύθι της Μαυροφτέρουγης. Γιατί η παραμυθοπούλα αυτή δεν ήταν παρά ένα περιστέρι με κατάμαυρα φτερά.
Την εποχή εκείνη τα περιστέρια δεν συμβόλιζαν ακόμα την ειρήνη. Αντιθέτως, ήταν τα πιο εριστικά και φιλοπόλεμα πουλιά και πάντα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή σε κάθε μάχη. Και ήταν τόσο φανατισμένα και αιμοβόρικα, που ακόμα και τα μεγαλύτερα πουλιά, οι αετοί και οι γύπες, τα έτρεμαν. Η πραγματική τους δύναμη, ωστόσο, ήταν το ότι δεν τα παρατούσανε ποτέ και από κίνδυνο και φόβο τίποτα δεν καταλάβαιναν. Και μόνο αν τους ράμφιζαν στην καρδιά πεθαίνανε, αφού προηγουμένως προλάβαιναν και αντιραμφίζαν τον εχθρό που τα είχε θανάσιμα πληγώσει.
Γι’ αυτό και όλοι πίστεψαν ότι η Μαυροφτέρουγη θα ήταν το περιστέρι που θα κέρδιζε τον πόλεμο στο τέλος. Αφού λέγανε πως ήταν το πρώτο πουλί που γεννήθηκε χωρίς καρδιά. Κι αφού δεν είχε καρδιά να της ραμφίσουν, τότε ήταν στ’ αλήθεια ανίκητη κι από τη μάχη δεν θα έφευγε ποτέ αν δεν ξεπάστρευε και τον τελευταίο της αντίπαλο.
Με το που το έμαθαν οι δύο εχθροί πως έσκασε από το αυγό του τέτοιο όπλο υπερφονικό, έσπευσε ο καθένας να την πείσει να πάει με το μέρος του. Και κάθε που τα πουλιά της φύσης της έταζαν χάρες και δώρα παραμυθοαμύθητα για να την κάνουν δικιά τους, έρχονταν τα πουλιά της αγοράς και τόσα και άλλα τόσα της υπόσχονταν για να δεχτεί να πολεμήσει στο πλευρό τους. Και όλοι τους κρέμονταν από το ράμφος της να ακούσουν την απόφασή της.
Μα η Μαυροφτέρουγη είχε άλλα όνειρα. Δεν ήθελε να γίνει πολεμικό πουλί και τους πολέμους τους βαριότανε. Κι ούτε που πίστευε αυτά που έλεγαν, πως δήθεν είχε γεννηθεί χωρίς καρδιά. «Έχω καρδιά, αληθινή περιστεροκαρδιά. Μόνο που την έχω πολύ καλά κρυμμένη και δεν μπορείτε να την δείτε, ούτε να την ακούσετε. Κι αφού δεν θέλω να γίνω πολεμίστρια, θα γίνω καλλιτέχνιδα!»
Έτσι μίλησε η Μαυροφτέρουγη κι έπεσαν και τα δύο στρατόπεδα σε μαύρη απελπισία, που υπήρχε τέτοιο όπλο ακατανίκητο και που να το εκμεταλλευτούνε δεν μπορούσαν. Και η περιστέρα η ξεροκέφαλη ανέβηκε σε ένα ψηλό κλαδί, έτσι που όλοι να την ακούν και να τη βλέπουνε, και άρχισε να δίνει παραστάσεις.
Μα όσο καλή και δυνατή φαινόταν για τον πόλεμο, τόσο κακή και αφόρητη ήτανε στο τραγούδι. Και ακόμα πιο χειρότερη στο θέατρο. Κι όσο κι αν προσπαθούσε να ξεδιπλώσει τα καλλιτεχνικά της τα χαρίσματα, τόσο και πιο βαθιά μες στις φωλιές τους κρύβονταν τα άλλα τα πουλιά που πια δεν αντέχανε. Μέχρι και οι πολεμικές επιχειρήσεις σταμάτησαν, λένε, εξαιτίας της. Αφού έτσι όπως πήγαινε το πράγμα, στο τέλος δεν θα έμεναν πουλιά όχι μόνο για να πολεμούν, μα ούτε για να πετάνε.
Και τότε, κατά τη διάρκεια της ανακωχής, όπως την είπαν, της ατάλαντης, ήταν που για πρώτη τους φορά τα δυο στρατόπεδα συμμάχησαν. Ένωσαν τις δυνάμεις τους τα πουλιά της αγοράς με τα πουλιά της φύσης και συνωμότησαν τη Μαυροφτέρουγη να βγάλουν απ’ τη μέση, που τους χαλούσε τα πολεμικά τους σχέδιά.
Έστειλαν λοιπόν τους κόρακες τους διπλωμάτες τους να την καλέσουν να δώσει μια παράσταση στο ολοκαίνουριο θέατρο των πουλιών, που είπαν και καλά πως προς τιμήν της χτίστηκε. Για να γιορτάσουν δήθεν το τέλος όλων των πολέμων τους. Και δέχτηκε η καημένη με μεγάλη της χαρά και άρχισε να ετοιμάζει την πιο σπουδαία της παράσταση.
Μα εκεί, μέσα στο θέατρο των πουλιών, αντί για των θεατών τα φτερουγοκροτήματα, τη Μαυροφτέρουγη περίμενε ο θάνατος –μαύρο πουλί κι αυτός– στα νύχια του να αρπάξει. Και μόλις βγήκε στη σκηνή και πριν προλάβει τα λόγια τα θεατρικά να τιτιβίσει, όρμηξε να την ξεσκίσει σμήνος κακούργων σπουργιτιών. Και για να είναι σίγουρα τα δύο του πολέμου τα στρατόπεδα είχανε δώσει στους φτερωτούς φονιάδες εντολή παντού την περιστέρα να ραμφίσουν. Έτσι που να είναι βέβαιο πως θα πετύχουν την καλά κρυμμένη της καρδιά.
Μα σαν την ένιωσε την απειλή η Μαυροφτέρουγη, αντί να πετάξει μακριά, αντί να αμυνθεί στη δολερή επίθεση, προτίμησε να πει το αγαπημένο της τραγούδι. Και το τραγούδησε, για πρώτη ίσως φορά, σωστά, αφού ο πόνος κι ο λυγμός διόρθωναν τα λάθη στη φωνή της. Και δεν σταμάτησε στιγμή, όσο κι αν μάτωνε, όσο και αν την κόβανε κομμάτια. Μέχρι που κάποιο απ’ τα χιλιάδες τα ραμφίσματα κατάφερε και βρήκε την καρδιά της. Κι έτσι μαζί με την ψυχή φτερούγισε στον ουρανό και το τραγούδι.
Και έτσι, όπως το πήρε το τραγούδι ο αέρας, το ταξίδεψε, το πήγε σε όλα τα αυτιά, παντού σε όλον τον κόσμο. Κι ακόμα και τα πιο μαχητικά γεράκια, και τα στρατηγοπούλια οι αετοί, κι οι βετεράνοι οι γύπες των δύο στρατοπέδων το άκουσαν και δακρύσανε. Κι άντε μετά από αυτό να βρουν την όρεξή τους και το πείσμα τους ξανά να βγουν να πολεμήσουν. Πώς να πετάξουνε τα σμήνη τα πολεμικά με δάκρυα στα μάτια;
Και κάπως έτσι ξέχασαν τις διαφορές τους τα δυο στρατόπεδα και έπαψαν να ψάχνουν λόγους κι αφορμές να ξεπουπουλιαστούνε. Και επέστρεψαν στις φωλιές τους όλα τα πουλιά και μόνο πού θα βρουν τροφή για να ταΐσουν τα μικρά τους τώρα νοιάζονταν.
Έτσι σιγά-σιγά άρχισαν να χάνουν τα πουλιά στον κόσμο των παραμυθιών την εξουσία. Αφού η εξουσία έχει ανάγκη από διαρκείς καυγάδες και διχόνοιες για να μπορέσει να στεριώσει. Κι ήρθαν μετά οι άνθρωποι, που από τότε τον κόσμο τον αληθινό μα και τα παραμύθια κυβερνάνε.
Όλα έτσι αλλάξανε κι όλα έμειναν ίδια και τα παραμύθια συνέχισαν να μπαινοβγαίνουν στη ζωή, όπως και η ζωή στα παραμύθια. Κι ας έχει καταντήσει η πραγματικότητα να είναι πια τόσο πολύ πραγματική. Κι ας έχει ο κόσμος των παραμυθιών τόσο πολύ ξεπεραστεί που μοιάζει πια τόσο παραμυθένιος. 
Τα δυο στρατόπεδα, πάντως, συνέχισαν να υπάρχουν. Μόνο που οι νόμοι τους κάποια στιγμή βαρέθηκαν τα παραμύθια, σηκώθηκαν και έφυγαν. Και πήγαν κι έγραψαν αλλού μιαν άλλη ιστορία που λίγο-πολύ σήμερα όλοι μας την γνωρίζουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου