Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Belladonna

Ήταν είκοσι ενός όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Είκοσι ενός ή είκοσι επτά. Ή και τριάντα δύο.
Δεν θυμάμαι ακριβώς. Παραήμουν ζαλισμένος εκείνο το βράδυ. Μετά έμαθα ότι και εκείνη ζαλισμένη ήταν. Παράξενο. Καθόλου δεν το κατάλαβα. Ήταν ξανθιά. Ναι, ξανθιά, αλλά μπορεί και μελαχρινή να ήταν. Και φορούσε ένα πορτοκαλί παντελόνι ή μια κοντή τζιν φούστα. Πώς γνωριστήκαμε; Κάποιος μας σύστησε. Κάποιος ή κάποια που κανέναν μας δεν γνώριζε και που ποτέ δεν έμαθε κανέναν. Ήταν αστείο. Μας σύστησε χωρίς να γνωρίζει τα ονόματά μας. Ούτε καν αυτά δεν ήξερε, αφού πρώτη της φορά μας έβλεπε. Όπως και ο κόσμος όλος. Πρώτη του φορά και τελευταία.
Δεν μιλήσαμε εκείνο το βράδυ. Προσπαθήσαμε, αλλά εύκολο δεν ήταν. Το θέλαμε πολύ. Είχαμε πολλά να πούμε, μα ήταν ακατόρθωτο. Γι’ αυτό, αντί να μιλάμε, αρχίσαμε να γράφουμε. Με κιμωλία. Στα ρούχα μας, στους τοίχους, στα τραπέζια. Παντού. Ως και κάτι μαύρα ανθρωπάκια που έστεκαν από πάνω μας τα μουντζουρώσαμε κι αυτά! Πώς μουντζουρώνεται το μαύρο με άσπρη κιμωλία;
Τι γύρευαν τα μαύρα ανθρωπάκια εκείνη τη στιγμή στο πώς εκείνο ποτέ δεν το κατάλαβα. Τι αδιακρισία! Όλος ο κόσμος τραβήχτηκε στο πλάι να μη μας ενοχλεί, κι εκείνα εκεί. Πάνω από τα κεφάλια μας. Κάποια στιγμή τα άκουσα να βγάζουν τα παλτά και τα καπέλα τους. Και αμέσως το κατάλαβα. Πως τη στιγμή εκείνη, έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα, ξέσπασε καλοκαίρι.
Και έκανε ζέστη. Ζέστη ζεστή και αφόρητη. Και τότε την είδα να βγάζει το σπαθάκι της και στην καρδιά να το καρφώνει. Στην καρδιά της, όπως το είχε υποσχεθεί. Θα της το ζήταγα να το κάνει, αλλά εκείνη ακόμα και σ’ αυτό με πρόλαβε. Δεν τρόμαξα. Το περίμενα. Ίσως όχι τόσο γρήγορα, αλλά το περίμενα. Και είδα το σπαθί όλο της το σώμα να διαπερνά και κάπου απ’ τα χαμηλά της πλάτης της να ξαναβγαίνει. Και έπειτα άρχισε το αίμα της να ρέει.
Δεν έσταζε σταγόνα τη σταγόνα. Δεν είχε χρόνο. Βιαζόταν το αίμα και έτρεχε ποτάμι. Ποτάμια δυο. Ένα από κάθε της πληγή που το σπαθί τής είχε ανοίξει. Και ο κόσμος όλος πνίγηκε στο αίμα. Τι κόσμος χαζός! Τι λάθος! Μόνο στη θάλασσα του έμαθαν να κολυμπάει. Κι όμως, αν το ήξερε, στο αίμα το ίδιο και ίσως πιο εύκολο ακόμα είναι.
Μόνο εγώ επέζησα. Πάλεψα με τα κύματα και από την άβυσσο του πώς στου πότε βγήκα τις ακτές. Κι έτσι συνήλθα. Πως ήμουν ζαλισμένος τόσο το λησμόνησα. Ξύπνησα και είδα να έχει ανθίσει τριγύρω μου ο κόσμος. Αμαρυλλίδες με τις ρίζες τους βαθιά στο πού καλά κρυμμένες. Μάζεψα αρκετές. Μπουκέτο έφτιαξα μοναδικό και το άλλο βράδυ που την είδα της το πρόσφερα.
Στο πρώτο μας το ραντεβού. Στο τελευταίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου