Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Στην αρχή δεν ακούς τίποτα. Ψάχνεις, μα δε βρίσκεις κάτι να ακούσεις μες στη βαθιά και ήρεμη νύχτα. Έχετε ξεμείνει, εσύ, η σιωπή και η πόλη. Περισσέψατε. Βαθιά σιωπή και ήρεμη πόλη. Με τα σεντόνια σου παλεύεις και λες, δεν μπορεί, όλο και κάτι θα υπάρχει. Κρατάς την ανάσα σου και κλείνεις τα μάτια για να ακούσεις καλύτερα. Χωρίς αέρα, χωρίς φως. Κάτι σαν θάνατος, μα όχι θάνατος. Και τότε είναι που έρχεται από μακριά. Από κάποιο ξεχασμένο ραδιόφωνο, κάποιο τραγούδι ξεχασιάρικο. Κάτι σαν μπλουζ, μα όχι μπλουζ. Θρηνείς που νύχτωσε και δεν πρόλαβες να το χορέψεις. Τίποτα δεν πρόλαβες. Και έπειτα ακόμα πιο μακριά, από την άκρη. Το νυχτερινό τρένο να μπαίνει μέσα στην πόλη σαν τον κλέφτη. Να την τρυπά και εκείνη να μην μπορεί να αντισταθεί. Να μη θέλει να φωνάξει. Άγρια σιωπή και βαθιά πόλη. Και ύστερα πάλι πιο κοντά, δίπλα σου, πίσω από τον τοίχο που στηρίζεις, μέσα στο αυτί σου. Ένα κουνούπι, ένα παλιό ψυγείο. Κάτι θέλουνε να σου πουν. Κάτι θέλεις να ακούσεις. Και η καρδιά σου πάντα εκεί, να γρονθοκοπεί τα σεντόνια. Να μετρά το χρόνο ανάποδα. Πόσο καλοκαίρι σου έμεινε ακόμα; Πόση ζωή;
Και τότε έρχεται η έκρηξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου