Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Το τέλειο έγκλημα

Κάποτε με ρώτησαν ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου. Εκείνη που με ρώτησε ήταν για μένα τότε σημαντική κι έτσι δε μπόρεσα να πω κάποια ανοησία για να την ξεφορτωθώ. Άνοιξα λοιπόν το αρχείο μου με τα εγκλήματα και διάλεξα να της αφηγηθώ την ιστορία της Άννας. Του κοριτσιού που σκότωσα στα δεκάξι μου.
Η Άννα ήταν συμμαθήτρια μου στο Λύκειο. Όμορφη δεν ήταν, αλλά εγώ τη γούσταρα. Και φυσικά δεν της το είπα ποτέ. Γίναμε φιλαράκια σε ένα πάρτυ όπου όλοι περνούσαν τέλεια εκτός από εμάς τους δύο. Εγώ της είπα ότι θέλω να γίνω ποπ σταρ κι εκείνη ότι θέλει να αυτοκτονήσει.
Δεν υπέφερε από κατάθλιψη ή κάτι παρόμοιο. Μεγάλες απογοητεύσεις δεν πρόλαβε να ζήσει. Στενόχωρες καταστάσεις και αισθήματα δεν την βάραιναν. Είχε ανθρώπους να την αγαπούν και όλες τις προοπτικές να κάνει πολλούς να την μισήσουν. Ήθελε απλώς να αυτοκτονήσει γιατί απλά δεν ήθελε να ζήσει. Και αποφάσισε να το κάνει καταπίνοντας ασπιρίνες.
Στο κουτάκι που βρήκε εκείνο το μεσημέρι στο σπίτι της είχαν απομείνει μονάχα δεκατρείς. Τις ήπιε όλες και μετά μου τηλεφώνησε. Μου ζήτησε να βρεθούμε. Από τη φωνή της κατάλαβα ότι για κάτι σημαντικό και επείγον με ήθελε. Για αυτό και την έστησα μια ολόκληρη ώρα. Όταν έφτασα, τη βρήκα να κλαίει. Είχε μετανιώσει.
Στην αρχή την έβρισα. Μετά την παρηγόρησα. Την καθησύχασα πως δεν είναι αργά και πως, αν βιαστούμε λίγο, μπορεί να προλάβουμε. Υπάρχουν στιγμές όμως που κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν έχει τη διάθεση να βιαστεί. Και για κανένα λόγο. Όταν στο τέλος μου είπε ότι οι ασπιρίνες ήταν μόλις δεκατρείς, έβαλα τα γέλια. «Δεκατρείς είναι πολύ λίγες για να σου κάνουν κακό», της είπα.
Οι οδηγίες των φαρμάκων ήταν τα πρώτα μου αγαπημένα αναγνώσματα. Παρενέργειες, αντενδείξεις και όλα τα σχετικά λάτρευα κάποτε να τα μελετώ και να τα αποστηθίζω. Ήξερα καλά ότι η ημερήσια ενδεδειγμένη δοσολογία για έναν ενήλικα – ήμασταν σχεδόν ενήλικες τότε – δεν ξεπερνούσε τις τρεις ασπιρίνες. Της είπα ψέματα και την έστειλα για ύπνο σχεδόν ευτυχισμένη.
Την άλλη μέρα η Άννα δεν ήρθε φυσικά στο σχολείο. Τα δυσάρεστα τα μάθαμε την επομένη. Πέθανε στον ύπνο της χωρίς να το καταλάβει. Μπορεί και να νομίζει ακόμα ότι κοιμάται. Κι εγώ, που πρόλαβα εκείνο το βράδυ να της πάρω ένα φιλί όταν την καληνύχτιζα, είχα κάνει στα δεκάξι μου το τέλειο έγκλημα.
Εκείνη που με ρώτησε δυσαρεστήθηκε από την απάντηση και μου το έδειξε. Μπορεί και να φοβήθηκε. Μπορεί και να μην το πίστεψε. Δε ξέρω. Πάντως σύντομα έπαψε να είναι σημαντική για μένα. Φροντίσαμε και οι δυο μας για αυτό. Στεναχωρέθηκα βέβαια. Κατάλαβα πως έκανα μεγάλο λάθος. Η ιστορία της Άννας δεν είναι το χειρότερο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου. Ούτε για μένα που το είπα, ούτε για εκείνη που το άκουσε. Αν είχα επιλέξει κάτι άλλο, τώρα μπορεί και να ήταν μαζί μου ακόμα. ‘Οπως και η Άννα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου