Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

η καταγωγή του είδους μου…

Τη μέρα εκείνη άνοιξα τα μάτια μου και είδα πως βρισκόμουν μέσα στο κελί μιας φυλακής. Για να βοηθήσω τις άγουρες αισθήσεις μου να ξεπεράσουν τη δικαιολογημένη σύγχυση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας άρχισα να υπολογίζω, προκειμένου κάποια στιγμή επιτέλους να πειστώ πως είχα πια από τον ύπνο στ’ αλήθεια επιστρέψει. Ήταν και αυτή μια από εκείνες τις παλιές ανεστραμμένες μου συνήθειες, που είχαν οικειοθελώς φυλακιστεί μαζί μου - να μετράω για να ξυπνήσω, όπως περίπου, δηλαδή, οι άλλοι άνθρωποι μετράνε συνήθως ώσπου να κοιμηθούν.
Και έτσι ξεκίνησα απαριθμώντας πρώτα τα δωμάτια, όπου είχα, έστω και για ένα βράδυ κοιμηθεί από τη μέρα που με αποστράτευσαν οι Εσωτερικές Ινδίες και έπειτα συνέχισα με τις πόλεις, που πρόλαβα να επισκεφτώ, πριν εξαφανιστούν για πάντα από την επιφάνεια της γης και από της μνήμης μου τους χάρτες.
Στο τέλος, μηχανικά και δήθεν κάπως αναπόφευκτα, έφτασα να αναρωτιέμαι πόσες μέρες κρατούμενες είχαν ήδη περάσει μαζί μου εκεί μέσα. Και κάπως έτσι ξύπνησα.

Την πρώτη μέρα, όταν έφτασα σε αυτήν την άγνωστο και αγεωγράφητο νησί, στο χώρο υποδοχής του μου ζήτησαν να αποχωριστώ κάθε υπομηχανικό βοήθημα, το οποίο θα μπορούσε να μου χρησιμεύσει στη μέτρηση του χρόνου και του χώρου. Βρήκα το αίτημά τους ενδιαφέρον, αστείο και προκλητικό και αμέσως το αποδέχτηκα, αν και δεν είμαι και πολύ σίγουρος, μετά από όλα αυτά που ακολούθησαν, πως είχα τη δυνατότητα να αρνηθώ και να διαλέξω κάτι άλλο.
Όταν αργότερα σκέφτηκα να αρχίσω να σημειώνω τις μέρες που περνούσαν, χαράσσοντας στους τοίχους του κελιού γραμμές σαν τους φυλακισμένους στις ταινίες, είχα ήδη πολύ καθυστερήσει. Είχαν ήδη περάσει αρκετές και εγώ τις άφησα έτσι επιπόλαια να φύγουν μακριά, λες και ήμουν σε διακοπές και ο χρόνος ο συμβατικός δεν είχε καμία απολύτως σημασία.
Ύστερα, όταν πια κατάλαβα το λάθος μου και άρχισε η απώλεια της αίσθησης σιγά-σιγά να με τρελαίνει, βάλθηκα να επινοώ τεχνάσματα. Ανακάλυψα πως όλα τα πράγματα εκεί μέσα συνέβαιναν με μία σχεδόν γραφειοκρατική συχνότητα. Κάθε τρεις μέρες, για παράδειγμα, μου έδιναν καθαρά σεντόνια –υπερβολή για την αντίληψή μου περί υγιεινής- και κάθε επτά, μαζί με την άγραφη ύλη, το φαγητό και τα άλλα αναγκαία, μου χορηγούσαν και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, που ενδεχομένως να προερχόταν από τα κτήματα της Λήθης. Έτσι, μέσα σε αυτά τα τόσο ασφυκτικά όρια του δικού μου χωροχρόνου, κατάφερα να φτιάξω τις προσωπικές μου μονάδες μέτρησης: επτά κλινοσκεπάσματα από τη μέρα που έπαψα να ξυρίζομαι, δυο λήθινα μπουκάλια από τη νύχτα που άρχισα να γράφω.
Τα πρώτα μου εκείνα εικοσιτετράωρα, τότε που ακόμα αντιμετώπιζα τη νέα μου αναπάντεχη ζωή στη φυλακή με την ανοχή του πειραματιστή και με το θράσος του επισκέπτη, ανήκαν πια στο μακρινό μου παρελθόν. Μου φάνταζαν πια σαν κομμένες σκηνές και πλάνα αμοντάριστα, λες και ήταν όλα αυτά στιγμές παλιότερες ακόμα και εκείνων της πρώην ελεύθερης ζωής μου.
Ξόδεψα, στ’ αλήθεια, αλόγιστα τις πρώτες εκείνες μέρες, άλλοτε καταμετρώντας μανιακά τις πέτρινες ψηφίδες της τοιχοδομής και άλλοτε αναζητώντας στωικά την πιο κατάλληλη απάντηση για όλους αυτούς, που με είχαν κάποτε με λόγια σκληρά, μα ίσως για εκείνους δίκαια, προσβάλει.
Το είχα βάλει μέσα μου υπέρτατο σκοπό, όταν θα επέστρεφα ξανά στην πόλη και τον κόσμο, να καταστρέψω για πάντα όλα εκείνα τα μιάσματα. Θα τους χτυπούσα αλύπητα εκεί ακριβώς που τους πονάει περισσότερο. Καθρέφτες ύπουλους θα έστηνα σατανικά μπρος στις ανωφελείς υπάρξεις τους. Αδίστακτα όλους τους θα τους έσπρωχνα μέσα στο ίδιο τους το αχόρταγο κενό να γκρεμιστούν. Τις γλώσσες τους με λαιμαργία θα ξερίζωνα. Με ζήλο τα μάτια τους θα δάγκωνα και θα τρυπούσα τις καρδιές τους.
Αυτά και άλλα τέτοια όμορφα σκεφτόμουν και οι πρώτες μέρες μου στη φυλακή κύλησαν βασανιστικά μα πάντως γρήγορα. Και κάθε που ξυπνούσα το πρωί, ένιωθα τους μυς μου να φουσκώνουν και να σφίγγουνε, λες και το σώμα μου διαρκώς ασκούνταν και δυνάμωνε από της σιωπηλής νυχτερινής μνησικακίας τα επίμονα μαρτύρια.
Και κάθε απόγευμα αργά, πριν το κελί μου και πάλι σκοτεινιάσει, ξαναμετρούσα τις πάγιες αποστάσεις και υπολόγιζα για ακόμα μια φορά τις ελέω του αοράτου κλίμακες και όλο ένιωθα τα αθροίσματα και τα γινόμενά τους να με κοροϊδεύουν αλύπητα και να γελούν διαρκώς με την κατάστασή μου. Λες και παρέλυε ο νους μου, αργά μα σταθερά, από την καθημερινή ανάδευση των λιμναζόντων ταπεινών ενστίκτων μου.
Ούτε για μια στιγμή δε συλλογίστηκα στα σοβαρά, τις πρώτες εκείνες μέρες, το λόγο για τον οποίο είχα τόσο εύκολα δεχτεί να συμμετάσχω σε ετούτο το παράξενο παιχνίδι. Είχα ξεχάσει πως ήμουν ένας συγγραφέας-κυνηγός που είχα βγει σε αναζήτηση εξωτικών ιστοριών και αλλόκοτων θηραμάτων. Ούτε μια λέξη δεν κατάφερα ολόκληρη να γράψω, μόνο σχεδίαζα τετραγωνάκια στο χαρτί ή χάραζα σημεία στίξης πλάι στις ενοχές και στις φοβίες μου. Δεν έψαξα να σχηματίσω φράσεις, να επινοήσω πρόσωπα και καταστάσεις δε δοκίμασα. Λες και είχα έτσι, μυστικά και αθόρυβα, μετακυλήσει από τον έναν ρόλο στον επόμενο. Λες και είχε η ύπαρξή μου η ίδια ανατραπεί και είχα αρχίσει τελικά να γίνομαι ο άλλος, που τόσα χρόνια πίσω από την πλάτη μου τόσο καλά κρυβόταν.
Ήμουν εγώ ο ήρωας που πάλευε να πλάσει πρώτα το δημιουργό μέσα στο χάρτινο μυαλό του και ύστερα να τον πείσει να ασχοληθεί με την περιπετειώδη ασημαντότητά του και να την κάνει σπουδαίο μυθιστόρημα που θα το διαβάζουν παιδιά που δεν έχουν καν ακόμα γεννηθεί και όμως το θυμούνται.
Κάποτε, τα περασμένα χρόνια -τότε που ακόμα έσκαγα από την πολύ ελευθερία και έκοβα το ζωτικό μου χώρο σε οικόπεδα να τα μοιράσω στους τριγύρω μου ακτήμονες- ξεκίναγα να γράψω κάτι και ένιωθα, από την πρώτη μου κιόλας λέξη, ήδη πως ήμουν συγγραφέας. Μα ήμουν ένας άσκοπος γραφιάς και τίποτα άλλο περισσότερο, ένας αντιγραφέας της φλύαρης υπεραξίας μου και μόνο. Λέρωνα μονάχα τη σελίδα μου και νόμιζα πως ήδη την είχα υποτάξει. Μέχρι που μια νύχτα αργά… εθάρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου και άλλαξαν μέσα σε μία νύχτα έτσι ξαφνικά οι όροι, οι ρήτρες και οι υπογραφές αυτού του συμβολαίου.
Και ύστερα έτσι δίχως αφορμή, χωρίς να υπάρχει κάποια προφανής αιτία, που να δικαιολογεί το απρόβλεπτο και το μυστήριο να ερμηνεύει, έγινα μέρος ενός άχρηστου πειράματος, έχοντας, λέει, υπέρτατο σκοπό να αναβαθμίσω το ρόλο μου εκ νέου και στην αποστολή μου να δώσω νέες διαστάσεις, χωρίς, ωστόσο, να είμαι σίγουρος τι σήμαιναν όλες αυτές οι κουταμάρες κατά βάθος. Θέλησα απλώς να κάνω το κάτι παραπάνω και πίστεψα σε αυτό, θεωρώντας την ίδια μου την πίστη παράγοντα αυτού του άγονου στοιχήματος και λησμονώντας πως η πίστη είναι τελικά όλων των στοιχημάτων το μόνο διακύβευμα. Και στην αρχή, τις πρώτες εκείνες δεσμευμένες μέρες, όχι μονάχα δεν δοκίμασα καν να ξεκινήσω το πραγματικά σπουδαίο έργο μου, αλλά ούτε και στην παλιά μου την αλαλάζουσα κατάσταση δεν έβρισκα το δρόμο να επιστρέψω. Δεν έγραφα απλά διότι δεν υπήρχα.

Πρέπει να κύλησαν κάπως έτσι περίπου επτά ή δεκαέξι μέρες και εγώ εκεί, παραδομένος στη μοχθηρή ανυπαρξία μου, στο περιθώριο μιας σελίδας πιο λευκής ακόμα και από το λευκό κελί μες στο κεφάλι μου, που μόνο οι μουτζούρες της κακίας μου κατόρθωναν κάποιες φορές μονάχα να σκιάσουν. Και ένα πρωί ξύπνησα και είπα, εντάξει, φτάνει, μέχρι εδώ, χόρτασα από δοκιμές, βαρέθηκα στ’ αλήθεια τα πειράματα. Καλό το παραμύθι σας, μα κάνατε το λάθος και το αφηγηθήκατε στον ίδιο του το δράκο και αυτός αποκοιμήθηκε και πια δεν έχει πλάκα.
Το κόλπο σας δεν έπιασε. Δε ξέρω πως λειτούργησε με τους μεγάλους άλλους, αλλά για εμένα τον ασήμαντο τίποτα δεν υπάρχει μέσα εδώ, σε αυτήν την αυτοφυλακή, που τα γραπτά μου να αφορά και εμένα να ενδιαφέρει. Ίσως γιατί, σε κάποια άλλη άδολη και ανύποπτη στιγμή, έξω εκεί, στον κόσμο και στην πόλη, να είχα ήδη αισθανθεί εξόριστος μαζί και πολιορκημένος. Κατάδικος των συμβιβασμών της ίδιας μου της θνητότητας και των επιφυλάξεων της φύσης μου δεσμώτης.
Και κάπως έτσι, τη μέρα εκείνη –ή μήπως ήταν την επόμενη;-σηκώθηκα, πλησίασα τη σιδερένια πόρτα του κελιού και άρχισα να την χτυπάω ρυθμικά ζητώντας από τους δεσμοφύλακες ακρόαση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου