Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

0,09

Το βράδυ του Σαββάτου σημειώθηκε σεισμός. Τη στιγμή εκείνη ανηφόριζα την Θεμιστοκλέους ψάχνοντας για ανοιχτό περίπτερο. Ήταν μόλις ένα ταπεινό 0,09 της κλίμακας και μάλλον ήμουν ο μόνος σε ολόκληρη την πόλη που το είχα καταλάβει. Την ίδια ώρα δυσάρεστες σκέψεις κατηφόριζαν από το μυαλό προς το στομάχι μου. Δεν είχα πιει –όσο έπρεπε τουλάχιστον- και ήθελα να καπνίσω. Ήθελα, στ’ αλήθεια, με μια μου εκπνοή να μετατρέψω όλους τους φιλήσυχους κατοίκους αυτής της ξάγρυπνης λιμνοθάλασσας σε παθητικούς καπνιστές της δικιάς μου προσωπικής ανησυχίας.
Διέσχισα τα Εξάρχεια χαζεύοντας τους ένστολους που έκαναν προληπτικούς ελέγχους στους περαστικούς. Η παρουσία μου φάνηκε να τους αφήνει αδιάφορους. Με αόρατο έμοιαζε για ακόμα μια φορά το πέρασμά μου. Με έκαναν να ζηλέψω περισσότερο. Πήρα μόνος μου την πρωτοβουλία και τους πλησίασα. Εσείς, παιδιά, τον καταλάβατε; Μα αυτοί, μόλις με είδανε, ντραπήκανε και μες στην αμηχανία τους άρχισαν να κοπανάνε με τα ρόπαλα ο ένας του άλλου το κεφάλι. Σάστισαν οι περαστικοί, αλλά δεν άργησαν πολύ να τους μιμηθούν κι εκείνοι. Αιώνιες παρέες και ζευγαράκια της στιγμής, σφιχταγκαλιασμένοι με ζήλο να αλληλομαχαιρώνονται πισώπλατα. Είχα άθελά μου προκαλέσει μια νέα, ολοκαίνουρια εξέγερση.
Έφτασα στην πλατεία, όπου η μάχη είχε πια για τα καλά ανάψει. Δε μπόρεσα να συναντήσω ανοιχτό περίπτερο, μα εκμεταλλεύτηκα τον πανικό και γκρέμισα εκείνο στη γωνία. Θυμήθηκα αργότερα που κάποτε ο περιπτεράς με είχε στα ρέστα κοροϊδέψει και μια χαρά τη δικαιολόγησα την πράξη μου. Γέμισα τις τσέπες μου καπνούς και σοκολάτες και πέρασα για ταξί απέναντι.
Οι οδηγοί τους είχανε μαζευτεί μπροστά στο καφενείο και παρακολουθούσανε το μακελειό με φίλαθλο ενδιαφέρον. Ποιος έχει σειρά, φώναξα και ο πρώτος σύρθηκε ξενερωμένος πίσω από το τιμόνι του. Στη Δάφνη, επί της Βουλιαγμένης, λίγο μετά τη Νανά, παρακαλώ! «Ποια είναι η Νανά;» με ρώτησε. Γιατί η Δάφνη ποια είναι; Και μέχρι να φτάσουμε δε τόλμησε να μου ξαναμιλήσει.
Στα φανάρια της Βασιλέως Κωνσταντίνου γύρισα και κοίταξα την Ακρόπολη. Είδα τα φώτα στο μνημείο να αναβοσβήνουν περίπου ρυθμικά. Αναρωτήθηκα αν ήταν και αυτό μέρος του εορταστικού περιτυλίγματος ή μήπως έπεφτε σιγά-σιγά του ρεύματος και του πολιτισμού η τάση.
Έφτασα στο σπίτι. Έπεσα να κοιμηθώ κι έχασα το καλύτερο. Τα ξημερώματα της Κυριακής, ένας δεκαεννιάχρονος κρυφά σκαρφάλωσε το βράχο, μα ελλείψει σβάστιγας, ετούτη τη φορά, κατέβασε τον Παρθενώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου